Μη θέλοντας να παραδεχθούν την ταπεινωτική ήττα, οι Άραβες κατέφυγαν στη μικρή και αποσπασματική δράση στρατιωτικών μονάδων. Ιδιαίτερα στο μέτωπο με την Αίγυπτο, η oπoία αποτελούσε κοι τον «σκληρό» αντίπαλο, η σύγκρουση αυτή άρχισε να λαμβάνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις μετά και την επίσημη εξαγγελία από τον πρόεδρο Νάσερ του «Πολέμου της Φθοράς».

Στη διάρκεια του Πολέμου της Φθοράς, η Αίγυπτος ήταν αναγκασμένη να καταφεύγει στη Σοβιετική Ένωση για την προμήθεια εξελιγμένων οπλικών συστημάτων ως αντιδότου στις ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις και κυρίως στην ισραηλινή Αεροπορία, που είxε αναχθεί σε πρωτεύον εργαλείο στην προσπάθεια να λυγίσει η Αίγυπτος.

Στα τέλη του 1969, η Αίγυπτος βασιζόταν όχι τόσο στην Αεροπορία της, η oποία δεν μπορούσε να αντιπαρατεθεί στην ισραηλινή Αεροπορία, αλλά σε ένα πλέγμα αντιαεροπορικών συστοιχιών από πυραύλους SA-2 Guideline και ένα δίκτυο από 47 σταθμούς ραντάρ αεράμυνας, κυρίως Ρ-10 Kniferest και Barlock GC1, κατά μήκος της Διώρυγας και του Κόλπου του Σουέζ.

Μετά όμως από την –σε μεγάλο βαθμό– εξάρθρωση του δικτύου αυτού από την ισραηλινή Αεροπορία, περισσότερο ανεπτυγμένα τεχνολογικά συστήματα άρχισαν να εξoπλίζoυν την αιγυπτιακή άμυνα.

Στη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών, σοβιετικά ραντάρ Ρ-10 είχαν περιέλθει στην κατοχή των Ισραηλινών, οι οποίοι μετά από μελέτη ειδικών είχαν αναπτύξει συσκευές ηλεκτρονικού πολέμου ώστε να παρεμβαίνουν στη λειτουργία τους.

Στα τέλη του 1969, οι Ισραηλινοί πιλότοι άρχισαν να αναφέρουν ότι τα νέα ραντάρ που παρέλαβαν οι Αιγύπτιοι παρουσίαζαν μεγάλη ικανότητα αντοχής στα συστήματα παρεμβολών και ακόμη ότι η χαμηλή πτήση, που προεβλέπετο ως η πλέον απλή μέθοδος αποφυγής εντοπισμού από τα ραντάρ, έπαψε πλέον να είναι η εύκολη λύση για διείσδυση.

Οι αναλυτές πληροφοριών της ισραηλινής Αεροπορίας υπέθεταν ότι επρόκειτο για έναν μοναχικό σταθμό ραντάρ, ο οποίος μπορούσε να μετακινηθεί και, φυσικά, ήταν άριστα παραλλαγμένος. Στις 24 Οκτωβρίου 1969, βομβαρδίστηκε ο σταθμός ραντάρ στο Ρας Γκαρίμπ στην ακτή του Κόλπου του Σουέζ, αλλά συνέχισαν να έρχονται αναφορές για λειτουργία ενός σταθμού ραντάρ στην περιοχή, οπότε υπετέθη ότι ο στόχος που είχε καταστραφεί δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα ψεύτικο ομοίωμα.

Αεροφωτογραφίες απεκάλυψαν μια θέση κατά μήκος της ακτής και υπετέθη ότι από αυτήν ανεφέρετο η διείσδυση των ισραηλινών μαχητικών, στο δίκτυο αντιαεροπορικής άμυνας. Αμέσως άρχισε να σχεδιάζεται η καταστροφή αυτής της εγκαταστάσεως και δόθηκε η έγκριση από το Γενικό Επιτελείο.

Εντοπισμός – Σχεδίαση – Ετοιμασίες

Το μεσημέρι της 22ας Δεκεμβρίου 1969, ένα ισραηλινό Vautour llA πετώντας σε μια συνηθισμένη αποστολή αεροφωτογραφίσεως στον Κόλπο του Σουέζ, στην περιοχή του Πορτ Σάφαγκα, ελάμβανε φωτογραφίες για την εξακρίβωση των ζημιών που προκάλεσε μια προηγούμενη επιδρομή.

Το φιλμ παραδόθηκε στα εργαστήρια της ισραηλινής Αεροπορίας για ανάλυση το βράδυ και, καθώς δεν υπήρχε επείγων χαρακτήρας για τα περιεχόμενά του, η εξέταση αφέθηκε για το πρωί της 23ης Δεκεμβρίου.

Κατά την εξέταση του φιλμ, ο νεαρός σμηνίας Ντάνι Σχάλεβ από ένστικτο επικέντρωσε την προσοχή του σε μια φοινομενικά «αθώα» λεπτομέρεια. Εκ πρώτης όψεως εφαίνετο ως δύο αντίσκηνα απλωμένα στην έρημο, αλλά για κάθε ενδεχόμενο ο σμηνίας έκρινε σκόπιμο να δείξει το εύρημά του στον επικεφαλής της ομάδος υποσμηναγό Γιέκχιελ Χαλόρ, ο οποίος στη συνέχεια συμβουλεύτηκε το αρχείο με φωτογραφίες ραντάρ.

Τελικά και οι δύο κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είχαν ανακαλύψει έναν άριστα παρηλλαγμένο σταθμό ραντάρ Ρ-12 Spoonrεst Α.

Το ραντάρ Ρ-12 ήταν το πιο εξελιγμένο σοβιετικό ραντάρ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Παρέμενε εντελώς άγνωστο στη Δύση, ήταν κινητό και ιδιαίτερα αποτελεσματικό στην αποκάλυψη χαμηλά ιπτάμενων αεροσκαφών, τακτική που η ισραηλινή Αεροπορία συνήθιζε να εφαρμόζει κατά κόρον.

Ο σταθμός ραντάρ ευρίσκετο περίπου 3,5 χλμ. δυτικά της θέσεως στην oπoία προετοιμάζετο η επιδρομή και 10 χλμ. δυτικά από τη θέση που είχε πλήξει η ισραηλινή Αεροπορία στις 24 Οκτωβρίου.

Κατά τη διάρκεια της λεπτομερούς εξετάσεως των ευρημάτων, ο Σχάλεβ πρότεινε, αφού δεν εφαίνετο να υπάρχει εγγύς του ραντάρ προστασία από ξηρά και αέρα, να πάνε απλώς και να το πάρουν. Ο υποσμηναγός Χαλόρ υιοθετησε αμέσως την ιδέα.

Το πρωί της 24ης Δεκεμβρίου, ο Χαλόρ και ο Σχάλεβ, εφοδιασμένοι με μεγεθυμένες φωτογραφίες, τις παρουσίασαν στον επικεφαλής του Κλάδου Συνδυασμένων Επιχειρήσεων, αντισμήναρχο Ελιέζερ Κοέν, εκθέτοντάς του την σκέψη για «απαγωγή» και όχι καταστροφή του ραντάρ, εφόσον αυτό ήταν απροστάτευτο. Η εισήγηση έγινε δεκτή και τα νέα μεταφέρθηκαν στον επικεφαλής του Τομέα Επιχειρήσεων της ισραηλινής Αεροπορίας, σμήναρχο Ντέιβιντ Ίβρι.

Στη συνέχεια ενημερώθηκαν ο αρχηγός, υποπτέραρχος Μορντεκάι Χοντ και ο διευθυντής Αλεξιπτωτιστών και Πεζικού, ταξίαρχος Ραφαέλ Εϊτάν, ο οποίος εξέθεσε στον Αρχηγό των ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων, αντιστράτηγο Χέιμ Μπαρ-Λεβ τις νέες εξελίξεις και, αφού ζήτησε την ακύρωση της προετοιμαζομένης αποστολής, έλαβε την έγκριση για μια νέα ειδική επιχείρηση σε διάστημα τεσσάρων ημερών.

Την ίδια ημέρα, ο Εϊτάν ανέθεσε στον συνταγματάρχη Χόιμ Ναντέλ, διοικητή μιας Ταξιαρχίας Αλεξιπτωτιστών, την αποστολή.

Για την εκτέλεση επιλέχθηκε το 500 Τάγμα Αλεξιπτωτιστών Na’Ha’l. Ο Ναντέλ, με τον διοικητή του τάγματος αντισυνταγματάρχη Αριέχ Τζιντόν, σε συνεννόηση με τον επισμηναγό Νεχεμιάχ Νταγκάν, διοικητή της Μοίρας των βαρέων ελικοπτέρων CH-53D Sea Stallion (S-65C-3) της ισραηλινής Αεροπορίας, άρχισαν να σχεδιάζουν την αποστολή.

Σύμφωνα με κάποιες πηγές, στην επιχείρηση θα έπαιρνε μέρος και μια μικρή δύναμη ανδρών από την πλέον επίλεκτη και μυστική μονάδα Sayeret Mat’kal, όμως σύμφωνα με ενδείξεις κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ότι τελικώς συνέβη. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, το Γενικό Ετιιτελείο ζήτησε τη συμμετοχή μιας επίλεκτης ομάδος (προφανώς της Sayεrεt Mat’kal, η οποία υπαγόταν απευθείας σε αυτό), όμως συνάντησε την πεισματική άρνηση του Εϊτάν, που είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στους αλεξιπτωτιστές του.

Η αποστολή σε γενικές γραμμές προέβλεπε τη μεταφορά δυνάμεως αλεξιπτωτιστών με ελικόπτερο SA-341K Super Ιrelon, οι οποίοι αφού θα έθεταν υπό τον έλεγχό τους τον σταθμό ραντάρ, θα προσπαθούσαν να τον μεταφέρουν με ελικόπτερο CH-53D.

Αν κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό, θα έπαιρναν απλώς κάποια ευαίσθητα μέρη, για να εξεταστούν από τους ειδικούς. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα CH-53D είχαν ενταχθεί στην ισραηλινή Αεροπορία μόλις το 1969 και η αποστολή αυτή θα τα έθετε σε πραγματική δοκιμασία.

Ο στόχος ευρίσκετο σε απόσταση μόλις 70 χλμ. από τις ισραηλινές θέσεις στο Αμπού Ροντέις στη χερσόνησο του Σινά. Για να μην προσελκύσουν την προσοχή των Ισραηλινών, οι Αιγύπτιοι δεν είχαν εγκαταστήσει αντιαεροπορική άμυνα γύρω από το ραντάρ, αλλά ούτε υπήρχαν ενδείξεις για φρουρά. Εκτιμήσεις υπολόγιζαν το προσωπικό στον σταθμό σε 30-40 άνδρες.

Μόνο ένα μικρό μονοπάτι οδηγούσε σε μια θέση 6-7 χλμ. βόρεια, όπου ήταν εγκατεστημένο ένα τάγμα πεζικού ενώ νότια κατά μήκος της παραλιακής οδού στάθμευαν εφεδρικές δυνάμεις του αιγυπτιακού Στρατού. Στα ανατολικά, περί τα 5 χλμ. κοντά στη θέση του ομοιώματος το οποίο είχε βομβαρδιστεί τον Οκτώβριο, είχαν εντοπιστεί 6 μεγάλα αντίσκηνα για 40-50 άτομα και 14 οχήματα με αντιαεροπορικά και άλλα πολυβόλα.

Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε τη μεταφορά με τρία ελικόπτερα των Αλεξιπτωτιστών, οι οποίοι θα εχωρίζοντο σε δύο στοιχεία. Μια μικρή ομάδα εξοπλισμένη με όλμους θα πραγματοποιούσε παραπλανητική επίθεση, ενώ η κύρια δύναμη θα κατευθύνετο προς τον στόχο. Ταυτόχρονα, άλλη μία δύναμη 20 Αλεξιπτωτιστών θα προσγειωνόταν 40 χλμ. βορειότερα για να επιτεθεί σε μια αιγυπτιακή θέση ώστε να δημιουργήσει σύγχυση.

Το βράδυ στις 20.00, ο Εϊτάν αποφάσισε να απλουστεύσει το σχέδιο, θεωρώντας ότι οι δύο παραπλανήσεις ήσαν περιττές. Μερικά αεροσκάφη Α-4Η Skyhawk θα εκτελούσαν παραπλανητικό βομβαρδισμό αιγυπτιακών θέσεων 60 χλμ. βορειότερα, ενώ διάφορα ελικόπτερα της ισραηλινής Αεροπορίας θα πετούσαν ώστε να παρουσιάζουν αυξημένη κινητικότητα στα αιγυπτιακά ραντάρ, καλύπτοντας τα Super Ιrelon στο νότο.

Αντίθετα, μια δύναμη 60-66 Αλεξιπτωτιστών θα προσγειωνόταν περί τα 5-6 χλμ. δυτικά της θέσεως του ραντάρ. Αφού προσέγγιζαν πεζή θα εξουδετέρωναν κάθε αντίσταση και θα ετοίμαζαν την αερομεταφορά με τα δύο βαρέα ελικόπτερα. Στη συνέχεια η δύναμη αυτή θα απεσύρετο με τα τρία ελικόπτερα που την είχαν μεταφέρει.

Από τις 25 Δεκεμβρίου, το προσωτηκό της ισραηλινής Αεροπορίας άρχισε την εκπαίδευση και τον καθορισμό των λεπτομερειών του σχεδίου, ενώ αργότερα άρχισαν και οι ετοιμασίες των Αλεξιπτωτιστών, για λόγους ασφαλείας και διατηρήσεως του απορρήτου της αποστολής, είχαν διακοπεί οι τηλεφωνικές επικοινωνίες στις μονάδες που ενεπλέκοντο.

Σύμφωνα με τα ως τότε δεδομένα για τους Ισραηλινούς χειριστές των ελικοπτέρων, αν και το μέγιστο φορτίο που μπορούσαν να μεταφέρουν τα CH-53D ανήρχετο στους 9 τόνους, το κανονικό οριζόταν στους 3 τόνους, ίσως και λίγo παραπάνω, κάτι που αμέσως έθετε την ανάγκη για αποσυναρμολόγηση του σταθμού ραντάρ.

Πάντως, σύμφωνα με την κατασκευάστρια εταιρεία Sikorsky, στο CH-53D το κανονικό φορτίο οριζόταν στους 3,6 τόνους. Στις δοκιμές που ακολούθησαν διαπιστώθηκε ότι κάτω από επιχειρησιακές συνθήκες το ανώτατο βάρος που μπορούσε να μεταφέρει ένα ελικόπτερο ήταν περίπου 4 τόνοι.

Αποφασίστηκε έτσι η αποσυναρμολόγηση του ραντάρ σε δύο μέρη, τον σταθμό και την κεραία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Ισραηλινών, ο κύριος σταθμός είχε βάρος περίπου 3,5 τόνους, ενώ η κεραία με τη γεννήτρια προσέθεταν άλλους 2,5 τόνους. Για πρακτικούς λόγους, άρχισαν εκπαιδευτικές πτήσεις ελικοπτέρων σε χαμηλό ύψος, μεταφέροντας σταθμούς ραντάρ Ρ-10, λάφυρα από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών.

Για τους Αλεξιπτωτιστές, ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην επιλογή των ανδρών που θα ελάμβαναν μέρος. Λόγω του ογκώδους φορτίου που έπρεπε να μετακινηθεί, είχε προταθεί από τους χειριστές των ελικοπτέρων η επιλογή ανδρών ιδιαίτερης σωματικής διαπλάσεως.

Φυσικά κανείς δεν ήθελε να λείψει, όμως οι διοικητές των λόχων έπρεπε να ξεχωρίσουν τους κατάλληλους άνδρες. Την τελευταία στιγμή ένας κάμεραμαν της τηλεοράσεως παρουσιάστηκε με όλες τις απαραίτητες άδειες για να ακολουθήσει την αποστολή και έπρεπε να θυσιαστεί ένας βετεράνος λοχίας, ο οποίος παρά τις διαμαρτυρίες του στον διοικητή του τάγματος, αφέθηκε πiσω.

Οι αεροφωτογραφiες έδειχναν ότι ο σταθμός ραντάρ ήταν προσαρμοσμένος στο οπίσθιο μέρος φορτηγού Zil-15, με διάφορα καλώδια. Καθώς εκατοντάδες φορτηγά Zil είχαν περιέλθει στην κατοχή των Ισραηλινών ως λάφυρα από προηγούμενες συγκρούσεις, δύο από αυτά μεταφέρθηκαν σε μια αεροπορική βάση και εχρησιμοποιήθησαν για την εξοικείωση των Αλεξιπτωτιστών με αυτά. Καθ’ όλη τη διάρκεια της νυκτός, οι Αλεξιπτωτιστές εξεπαιδεύοντο στο δύσκολο έργο της αφαιρέσεως του φορτίου από το φορτηγό.

Ένας ειδικός στο ραντάρ που συνόδευε την αποστολή, έδινε συμβουλές ώστε το έργο αυτό να ολοκληρωθεί δiχως να προκληθεί ζημιά στο πολύτιμο ραντάρ. Επίσης τους υπέδειξε τον τρόπο με τον οποίο θα απεσπάτο η κεραία, ώστε να μην προκληθεί ζημιά στα ευαίσθητα μέρη της.

Έπειτα από πολλές δοκιμές, ο χρόνας για την αποσυναρμολόγηση είχε μειωθεί στα 30 λεπτά. Μετά από αυτήν θα ακολουθούσε η δύσκολη φάση της προσδέσεως του φορτίου στο ελικόπτερο, το οποίο καθώς αιωρείτο από πάνω θα δημιουργούσε πρόβλημα με το κατώρευμα του μεγάλου στροφείου. Παράλληλα, το στοιχείο κρούσεως πραγματοποιούσε σειρά δοκιμών σε ένα ομοίωμα του στόχου που είχε στηθεί για τη μεγαλύτερη δυνατή αληθοφάνεια, οι Αλεξιπτωτιστές ανέφεραν ολοκλήρωση της εκπαιδεύσεως στις 26 Δεκεμβρίου.

Εν τω μεταξύ, από τις 18:00 της 25ης Δεκεμβρίου οι διοικητές των μονάδων παρουσίασαν το ολοκληρωμένο σχέδιο στον αντιστράτηγο Μπαρ-Λεβ και, όπως ανέφερε κάποιος από τους παρευρισκομένους «η όλη υπόθεση εφαiνετο πολύ φανταστική ώστε να είναι έτοιμη για υλοποiηση το επόμενο βράδυ». Ο Μπαρ-Λεβ ενέκρινε τα σχέδια, αλλά δεν έθεσε ημερομηνία για την εκτέλεσή της.

Ήταν πράγματι εντυπωσιασμένος από το γεγονός ότι είχαν περάσει μόλις 48 ώρες από την στιγμή που είχε δώσει το πράσινο φως. Αργότερα εξεδόθη η διαταγή επιχειρήσεων και ως ώρα ενάρξεως της επιχειρήσεως ετέθη η 21.00 νυχτερινή της Παρασκευής 26 Δεκεμβρίου 1969.

Η εκτέλεση

Πρέπει να σημειωθεί ότι στη διάρκεια της 25ης Δεκεμβρίου, η ισραηλινή Aεροπορία βάσει ενός ολοκληρωμένου σχεδίου προέβη στον βομβαρδισμό των κύριων θέσεων της αιγυπτιακής αεράμυνας από την πόλη του Σουέζ ως την Καντάρα, σε μια επιχείρηαη που διήρκεσε 8 1/2 ώρες. Επομένως, οι Αιγύπτιτιοι ευρίσκοντο σε αυξημένη επιφυλακή καθ’ όλη τη διάρκεια της 26ης Δεκεμβρίου.

Στις 13.00 την Παρασκευή οι χειριστές ενημερώθηκαν για την αποστολή. Στις 14.45 άρχισε η μεταφορά των Αλεξιπτωτιστών από το Ισραήλ προς τη χερσόνησο του Σουέζ.

Στις 15.00 τα ελικόπτερα πετούσαν από το αεροδρόμιο του Οφίρ προς μια προκεχωρημένη βάση στο Αμπού Ροντέις απέναντι από το Ρας Αράμπ. Νωρiς το απόγευμα, όλοι όσοι συμμετεiχαν στην επιχεiρηση «Κοτόπουλο 53» παρουσία και του αντιστρατήγου Μπαρ-Λεβ, άκουγαν την τελική ενημέρωση από τον συνταγματάρχη Ναντέλ, ο οποίος επισή- μανε την ανάγκη για ελάχιστο θόρυβο, ταχύτητα στις κινήσεις και όσο το δυνατόν μικρότερη παραμονή στο εχθρικό έδαφος. Η ενημέρωση ολοκληρώθηκε στις 20.00.

Στις 21.00 απογειώθηκαν τα Α-411 για την επιχειρούμενη παραπλάνηση με τον βομβαρδισμό στόχων στην Ρας Ζαραφάνα, 60 χλμ. βορείως του Ρας Γκαρiμπ, ενώ άρχισαν και οι παραπλανητικές πτήσεις των ελικοπτέρων σε άλλους τομεiς. Στις 21.15 η δύναμη των 70 περίπου Αλεξιπτωτιστών μέσα στα ελικόπτερα πετούσε προς τον στόχο.

Τα 3 SA-341K πετούσαν χαμηλά, δiχως κάποιο εξωτερικό φωτισμό και σε ανοιχτό σχηματισμό, ώστε να μειώσουν τις πιθανότητες εντοπισμού, ενώ ο θόρυβος των κινητήρων τους εκαλύπτετο από τις βόμβες που εξαπέλυαν τα αεροσκάφη στους δευτερεύοντες στόχους.

Όπως απεδεiχθη αργότερα, οι Αλεξιπτωτιστές μετέφεραν επιπλέον εξοπλισμό, ο οποiος δεν προεβλέπετο στον σχεδιασμό της επιχειρήσεως, με αποτέλεσμα οι χειριστές των τριών ελικοπτέρων να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην προσγείωση λόγω του φόρτου.

Αποτέλεσμα αυτού ήταν ότι αν και έφθασαν πάνω από την προβλεπόμενη Ζώνη Προσγειώσεως μέσα σε λίγα λεπτά δiχως να γίνουv αντιληπτά, αναγκάστηκαν να στριφογυρίζουν για 10 λεπτά, ώσπου να προσγειωθούν με ασφάλεια περίπου 6 χλμ. από το ραντάρ.

Ο επικεφαλής χειριστής προσγειώθηκε έχοντας ως σημείο αναφοράς την κεραία του ραντάρ που διεκρίνετο από μακριά και έστειλε έναν αξιωματικό των Αλεξιπτωτιστών να βοηθήσει με σήματα τα άλλα δύο ελικόπτερα να προσγειωθούν, κάτι που τελικώς επετεύχθη στην τρίτη τους προσέγγιση.

Μόλις απομακρύνθηκαν τα ελικόπτερα, οι Αλεξιπτωτιστές σχημάτισαν δύο φάλαγγες και την καθοδήγησή τους ανέλαβε ο διοικητής του Τμήματος Ανιχνευτών (Sayeret) της Ταξιαρχίας. Το φεγγάρι βοηθούσε στον προσονατολισμό και η πορεία συνεχίστηκε με γρήγορο ρυθμό, όμως, επειδή το φως μπορούσε να συντελέσει στην αποκάλυψη της δυνάμεως, οι άνδρες φορούσαν ξεβαμμένες χακί στολές, ώστε να προσομοιάζουν Αιγυπτίους στρατιώτες.

Χρησιμοποιώντας ως σημείο αναφοράς έναν γερανό, οι Αλεξιπτωτιστές προσέγγισαν γρήγορα τον στόχο. Σε απόσταση 1.200 μέτρων από αυτόν, οι 16 Ανιχνευτές Αλεξιπτωτιστές, απεσπάσθησαν από την υπόλοιπη δύναμη για να εκτελέσουν την αποστολή αποκοπής που είχαν αναλάβει, ώστε να απαγορεύσουν την προσέγγιση εχθρικών τμημάτων κοντά στον στόχο.

Γι’ αυτόν τον σκοπό μετέφεραν βαρύτερο φόρτο έχοντας νάρκες και επιπλέον ποσότητες πυρομαχικών. Εχωρίσθησαν στα δύο και το τμήμα υποστηρίξεως έλαβε θέσεις, ενώ το τμήμα κρούσεως άρχισε να τοποθετεί νάρκες στο μονοπάτι που οδηγούσε από τα βόρεια στη θέση του ραντάρ.

Στην προσπάθειά τους αυτή διεκόπησαν από την προσέγγιση δύο οχημάτων, τα οποία ξαφνικά σταμάτησαν σε απόσταση περίπου 1.800 μέτρων από τους Ανιχνευτές, δίχως να υπάρχει κάποιος εμφανής λόγος. Αφού έσβησαν τα φώτα τους, παρέμειναν σε εκείνη την περιοχή δίχως να προκαλέσουν κάποιο πρόβλημα στους Αλεξιπτωτιστές, τους οποίους φυσικά δεν είχαν εντοπίσει.

Η υπόλοιπη δύναμη συνέχισε την προσέγγιση στον στόχο και στα 450 περίπου μέτρα από αυτόν χωρίστηκε σε τρεις ομάδες, ώστε να αναπτυχθούν περιμετρικώς.

Σε απόσταση αντηχούσαν ακόμη εκρήξεις από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, οι οποίοι είχαν εν τω μεταξύ αραιώσει. Με τη μέγιστη δυνατή προσοχή άρχισε κάτω από το φως του φεγγαριού μια αθόρυβη κίνηση, ώστε να εξασφαλιστεί ο αιφνιδιασμός.

Σε απόσταση 180 μέτρων περίπου μπορούσαν να διακρίνουν καθαρά τον στόχο και δύο Αιγυπτίους να εκτελούν στατικά καθήκοντα σκοπού, ενώ ο θόρυβος που προκαλούσε η γεννήτρια του ραντάρ, που ευρίσκετο σε πλήρη λειτουργία, δεν τους επέτρεπε να αντιληφθούν κάποιο θόρυβο.

Μια ομάδα έλαβε θέση σε απόσταση 45 περίου μέτρων ώστε να παρέχει κάλυψη, ένα τμήμα θα εφορμούσε στο ραντάρ, ένα άλλο θα προέβαινε στην εκκαθάριση ενάς καταφυγίου και τέλος ένα τμήμα 13 ανδρών θα ακολου- θούσε από πίσω για να επιτεθεί σε ένα αντίσκηνο, το οποίο προφανώς εξυπηρετούσε το προσωπικό που εχειρίζετο το ραντάρ και την φρουρά αυτού. Ο αντισυνταγματάρχης Τζιντόν επέλεξε να παραμείνει με την ομάδα καλύψεως, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί την εξέλιξη της επιθέσεως και να αντιδρά κατάλληλα.

Οι Αιγύπτιοι αντελήφθησσν τους Αλεξιπτωτιστές όταν ήταν πλέον πολύ αργά. Με χρήση χειροβομβίδων έγινε η εκκαθάριση του καταφυγίου, όπως όμως έγινε αντιληπτό, η αιγυπτιακή φρουρά δεν ξεπερνούσε τους 10 άνδρες, με αποτέλεσμα σε τρία λεπτά ο έλεγχος του ραντάρ να περιέλθει στα χέρια των Ισραηλινών. Δύο Αιγύπτιοι ήταν νεκροί, τέσσερις είχαν παραδοθεί και άλλοι τρεις κατάφεραν να διαφύνουν μέσα στη σύγχυση. Δεν βρέθηκε κανένας σύμβουλος από τη Σοβιετική Ένωση, ενώ και ο επικεφαλής αξιωματικός μάλλον ευρίσκετο μεταξύ αυτών που είχαν διαφύγει.

Αφού ασφαλίστηκε η περίμετρος, η ομάδα που ήταν υπεύθυνη για την αποσυναρμολόγηση άρχισε το έργο της, δίχως να χρειαστεί να διακόψει λόγω κάποιας επιχειρουμένης επεμβάσεως των Αιγυπτίων. Τα δύο φορτηγά Zil-15 ευρίσκοντο «βυθισμένα» σε λάκκους βάθους περίπου 5 μέτρων, δίχως κάποια προστασία στα τοιχώματα από αμμόσακκους τριγύρω και ήταν καλυμμένα από δίχτυ παραλλαγής ερήμου.

Μόνο η κεραία εξείχε πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Αν και το πλαίσιο με την καρότσα των φορτηγών ήταν ακριβώς ίδιο με αυτά που είχαν εξασκηθεί, οι Αλεξιπτωτιστές δυσκολεύτηκαν από την σκουριά και αρκετά εργαλεία αχρηστεύθηκαν στην προσπάθεια.

Πρόβλημα δημιούργησε η κεραία, στην οποία τις εργασίες επέβλεπε ο ειδικός στα ραντάρ που είχε ανέβει στην οροφή του σταθμού. Οι Αλεξιπτωτιστές αναγκάστηκαν με κάπως βίαιο τρόπο να αποκολλήσουν την κεραία από τη βάση της και τελικά απαιτήθηκε πάνω από μία ώρα για να ολοκληρώσουν το έργο τους.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Μια περίεργη εκδοχή

Όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν από τη συγκεκριμένη επιχείρηση, οι αφηγήσεις πάνω-κάτω είναι οι ίδιες. Όμως, σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, η μονάδα του ραντάρ μεταφέρθηκε από τα ελικόπτερα CH-53 σε ένα αεροπλανοφόρο του Ναυτικού των ΗΠΑ, το οποίο ευρίσκετο στην Ερυθρά Θάλασσα. Μαζί με αυτό μεταφέρθηκε και μια ομάδα Ρώσων συμβούλων.

Η άμεοη «παράδοση» του ραντάρ στα χέρια των Αμερικανών προσέφερε ένα είδος καλύψεως για τους Ισραηλινούς, αφού φανέρωνε ότι ουσιαστικά πίσω από αυτούς ευρίσκοντο οι ΗΙΙΑ και οι πιθανότητες ρωσικών αντιποίνων κατά του Ισραήλ εμειώνοντο. Επιπλέον, οι Αμερικανοί ειδικοί θα μπορούσαν να αναλύσουν ΑΜΕΣΩΣ τις δυνατότητες του ραντάρ και να ενημερώσουν το ταχύτερο δυνατό με τα πολύτιμα στοιχεία τους Ισραηλινούς, ώστε να μειωθεί η πίεοη για την αεροπορία τους. Τέλος, επιβεβαίωνε την στενή συνεργασία των ισραηλινών και αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.

Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν πρόκειται απλώς για φήμη ή εάν ανταποκρίνεται έστω και σε έναν βαθμό στην πραγματικότητα.

Πάντως αξίζει να καταγραφεί ως μια σκοτεινή πτυχή της ιστορίας αυτής.

Ό,τι δεν μπορούσε να μεταφερθεί καταστράφηκε, ενώ σε έρευνα οι Αλεξιπτωτιστές συνέλεξαν διάφορα εγχειρίδια, χάρτες και φακέλους.

Στο μεταξύ, μετά τον παραπλανητικό βομβαρδισμό στον βορρά από τα Α-4Η, η ισραηλινή Αεροπορία άρχισε σποραδικές επιδρομές στις αιγυπτιακές θέσεις στα ανατολικά και στο τάγμα πεζικού που στάθμευε βόρεια.

Στις 02.43 και με μεγάλη καθυστέρηση, ο Τζιντόν ανέφερε ότι ήταν έτοιμοι για την υποδοχή των CH-53D, που θα μετέφεραν τα δύο κομμάτια του σταθμού. Μετά από 12 λεπτά, το πρώτο ελικόπτερο με χειριστή τον διοικητή της Μοίρας επισμηναγό Νεχεμιάχ Νταγκάν άρχισε την προσέγγιση, βοηθούμενο και από την πολύ καλή ορατότητα που επέτρεπε στον χειριστή να δει καθαρά το αντικείμενο.

Αφού συνδέθηκε ο σταθμός με το ελικόπτερο, άρχισε η ανύψωση, οπότε και τα όργανα στο xει- ριστήριο κατέγραψαν έναν πρόσθετο φόρτο 4,1 τόνων.

Η αναφορά του χειριστού για πορεία επιστροφής προκάλεσε μισ έκρηξη ενθουσιασμού πίσω στο Αμπού Ροντέκ, όπου ανώτατοι αξιωματικοί ανέμεναν με αγωνία τις εξελίξεις. Όμως, σχεδόν αμέσως και ενώ το ελικόπτερο πετούσε πάνω από τον Κόλπο του Σουέζ, ο Νταγκάν είχε ένδειξη για απώλεια του ενός από τα δύο υδραυλικά συστήματα του CH-53D.

Υπό κανονικές συνθήκες, ακόμη και αν το ελικόπτερο δεν είχε φόρτο, ο χειριστής θα έπρεπε να εκτελέσει αναγκαστική προσγείωση. Έχοντας όμως πλήρη συνείδηση της σπουδαιότητας του φορτίου που μετέφερε, ο Νταγκάν αποφάσισε να συνεχίσει την πτήση από μια πιο σύντομη και ασφαλέστερη διαδρομή. Διατηρώντας το ελικόπτερο σε ένα ύψος 90 περίπου μέτρων κατευθύνθηκε νοτίως του Ρας Αμπού-Μπακρ και προς το Ρας Σχαρατίμπ, περίπου 30 χλμ. νοτίως του Αμπού Ροντέις, όπου και προσγειώθηκε.

Το δεύτερο CH-53D, με χειριστή τον σμηναγό Ζέεβ Ματές, δεν δυσκολεύτηκε να ανυψώσει την σαφώς ελαφρύτερη κεραία. Η πτήση προς το Αμπού Ροντέις ολοκληρώθηκε χωρίς κανένα απρόοπτο, εκτός από μερικές βολές που ερρίφθησαν από τους Αιγυπτίους, δίχως όμως να προκαλέσουν κάποια ζημιά.

Αφού απέθεσε το φορτίο, ο Ματές διετάχθη να μεταφέρει το φορτίο του Νταγκάν από το Ρας Σχαρατίμπ στο Αμπού Ροντέις. Σχεδόν αμέσως μόλις το ελικόπτερο άρχισε να ανυψώνει τον σταθμό, ο Ματές αισθάνθηκε ότι τόσο το CH-53D όσο και το φορτίο του εκλυδωνίζοντο επικίνδυνα.

Αν και σκέφθηκε να απορρίψει το φορτίο, τελικώς συνέχισε την επικίνδυνη πτήση που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφική. Με την προσγείωση στο Αμπού Ροντέις απεδείχθη ότι αιτία για τη μεγάλη αστάθεια του φόρτου και του ελικοπτέρου ήταν μια θύρα εξαερισμού του σταθμού, η οποία ήταν απασφαλισμένη και ανοιγόκλεινε. Τα δύο μέρη του σταθμού ραντάρ τοποθετήθηκαν στην πλατφόρμα μεγάλων φορτηγών, για να μεταφερθούν στο Ισραήλ.

Πίσω στο αιγυπτιακό έδαφος, οι Αλεξιπτωτιστές ετοίμασαν τα φορτηγά, τις γεννήτριες και το καταφύγιο για ανατίναξη και αποσύρθηκαν στην περιοχή όπου επρόκειτο να τους παραλάβουν τα SA-341K.

Προς στιγμήν μέσα στο γενικότερο κλίμα ευφορίας που είχε προκαλέσει η ασφαλής επιστροφή των CH-53D, δεν εστάλη εντολή στα Supεr Ιrelon για να μεταφέρουν τους επιδρομείς πίσω! Γρήγορα όμως αυτά πέταξαν προς το Ρας Γκαρίμπ, όπου αφού δυσκολεύτηκαν να εντοπίσουν τους ανυπόμονους Αλεξιπτωτιστές, προσγειώθηκαν δίπλα τους στις 04.00. Στη διάρκεια της εκκενώσεως, δεν εκδηλώθηκε καμία εχθρική προσπάθεια για την παρεμπόδισή της και ακόμη και αυτά τα δύο οχήματα που είχαν εμφανιστεί στο βορρά συνέχιζαν να βρίσκονται ακόμη στο ίδιο σημείο. Έτσι, και χωρίς κανένα απρόοπτο στη διάρκεια της πτήσεως, ο σχηματισμός των τριών ελικοπτέρων προσγειώθηκε στο Αμπού Ροντέις στις 04.35 μαζί με τους Αιγύπτιους αιχμαλώτους.

Αλεξιπτωτιστές του στοιχείου εφόδου λίγο πριν επιτεθούν στον στόχο

Εκείνο το βροχερό πρωινό της 27ης Δεκεμβρίου 1969, με την επιστροφή στο Ισραήλ, ο αντιστράτηγος Μπαρ-Λεβ ενημέρωσε τους ανώτερους αξιωματικούς που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση «Κοτόπουλο 53» ότι τα ξημερώματα της 26ης Δεκεμβρίου, άλλοι συνάδελφοί τους του ισραηλινού Ναυτικού με τη συνεργασία της Mossad στο πλαίσιο της επιχειρήσεως «Κιβωτός του Νώε» κατάφεραν να «απαγάγουν» 5 πυραυλακάτους κλάσεως Sa’ar από τα ναυπηγεία του Χερβούργου στη βορειοδυτική Γαλλία, τις οποίες η γαλλική κυβέρνηση ηρνείτο να παραδώσει στο Ισραήλ.

Ο ανώτατος Ρώσος σύμβουλος στον τομέα του Ρος Γκαρίμπ ανέφερε την απώλεια στο αιγυπτιακό Γενικό Επιτελείο στις 10.00, ενώ πολλές ώρες αργότερα, ο Αρχηγός των αιγυπτιακών Ενόπλων Δυνάμεων πληροφόρησε τον πρόεδρο Νάσερ, ο οποίος πραγματοποιούσε ταξίδι στη Λιβύη. Σύμφωνα με αιγυπτιακές πηγές, μια στρατιωτική αποστολή στη Μόσχα στις 9 lαvoυαρίoυ 1970 συνάντησε την απόλυτη άρνηση των Σοβιετικών για την παροχή περισσότερο εξεζητημένων οπλικών συστημάτων, σοβαρό πλήγμα για τους Αιγυπτίους, που δεν διέθεταν τότε κανένα αντίμετρο για την ισραηλινή Αεροπορία. Για παραδειγματισμό, οι στρατιώτες που είχαν επιφορτισθεί με τη φύλαξη του ραντάρ, αντιμετώπισαν το εκτελεστικό απόσπασμα.

Η επιχείρηση διέρρευσε πρώτα στο εξωτερικό, και στη Γερμανία ένα σκίτσο εμφάνιζε ένα ισραηλινό ελικόπτερο να κλέβει το προεδρικό μέγαρο στο Κάιρο, ενώ στους Sunday Timεs του Λονδίνου ισραηλινό ελικόπτερο σήκωνε μια πυραμίδα.

Για την ισραηλινή Αεροπορία, η λεπτομερής εξέταση του ραντάρ έδωσε απαντήσεις σε πολλά ερωτηματικά και γρήγορα ανεπτύχθησαν μέθοδοι για την εκμετάλλευση των αδυναμιών του Ρ-12, εκμηδενίζοντας έτσι το πλεονέκτημα που μέχρι τότε απελάμβαναν οι Αιγύπτιοι. Σύμφωνα με αμερικανικές πηγές, τα ραντάρ είχαν την ευκαιρία να εξετάσουν και Αμερικανοί ειδικοί, όπως είχε συμβεί και στο παρελθόν με αεροσκάφη M1G-21 και αντιεροπορικούς πυραύλους SA-2.

Συμπεράσματα

Ο επαγγελματισμός στην εργασία του εφέδρου σμηνία είναι χαρακτηριστική ένδειξη του υψηλού έμψυχου δυναμικού της ισραηλινής Αεροπορίας, χάρη στον οποίο κατέστη δυνατός ο εντοπισμός του ραντάρ.

Επιπλέον, η πρωτοβoυλία να εκθέσει την άποψή του για μη καταστροφή του ραντάρ και η υιοθέτηση από τα ανώτερα κλιμάκια της σκέψεως του κατώτερου προσωπικού είναι ενδεικτική των ανοιχτών μυαλών της ανωτάτης στρατιωτικής ηγεσίας των Ισραηλινών.

Αντί για την εύκολη λύση του βομβαρδισμού, απεφασίσθη το δύσκολο έργο της ασφαλούς μεταφοράς σε φίλιο έδαφος, που προσέφερε πολλαπλά οφέλη σε διάφορα επίπεδα.

Οι Αιγύπτιοι έπαιξαν κι έχασαν. Με αρκετή φαντασία πήραν το ρίσκο να αφήσουν αφύλακτο τόσο από αέρος όσο και από ξηράς το ραντάρ, όμως ο αντίπαλος με την πρώτη, εκμεταλλεύτηκε με τον αποδοτικότερο τρόπο την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε.

Εντυπωσιακή είναι η ταχύτατη σχεδίαση της επιχειρήσεως και μάλιστα η ηγεσία επενέβη καθοριστικά για να απλουστεύσει το σενάριο. Στη συνέχεια η εκπαίδευση ήταν εξαντλητική και πλήρης, δίχως να αφεθεί τίποτα στην τύχη. Τέλος, η ετοιμότητα αναλήψεως της αποστολής, μετά από παρέλευση μόλις 48 ωρών μετά την έγκριση, είναι ενδεικτική των ικανοτήτων προσαρμογής των ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων και ιδίως των έμπειρων Αλεξιπτωτιστών.

Ταυτοχρόνως όμως το Ισραήλ διέθετε και τον απαραίτητο εξοπλισμό για να επιτευχθεί η αποστολή. Όxι μόνο είχε την τύχη να διαθέτει φορτηγά Zil-15, πάνω στα οποία εκπαιδεύτηκαν πλήρως οι Αλεξιπτωτιστές, αλλά είχαν στη διάθεσή τους το κατάλληλο μεταφορικό μέσο – τα βαρέα ελικόπτερα CH-53D.

Ο κυριότερος όμως παράγοντας που οδήγησε στην επιτυχία της επιχειρήσεως «Κοτόπουλο 53» ήταν το σωστά εκπαιδευμένο έμψυχο δυναμικό. Το Ισραήλ διέθετε τόσο κατάλληλα εκπαιδευμένους για ειδικές αποστολές Αλεξιπτωτιστές όσο και εξαιρετικά ικανούς χειριστές ελικοπτέρων.

Η στρατιωτική κατάρτιση και αξία των ανδρών δεν υφίστατο ως θεωρία στα χαρτιά, αλλά ήταν πραγματική και εβασίζετο σε ένα αληθοφανές πρόγραμμα εκπαιδεύσεως. Ιδιαίτερα για τα ελικόπτερα, στη διάρκεια της αποστολής, τα πρoβλήμαια που εμφανίστηκαν και θα μπορούσαν να αποδειχθούν μοιραία, ξεπεράστηκαν χάρη στον επαγγελματισμό των χειριστών τους. Καταρχήν εμφανίστηκε το πρόβλημα με την πτήση των SA-341K λόγω του αυξημένου φόρτου πέραν του προβλεπομένου.

Στη συνέχεια, παρουσιάστηκε το πρόβλημα της νυχτερινής προσγειώσεως σε μια ΖΠ που δεν προσέφερε σημεία αναφοράς. Στα ελικόπτερα CH-53D η απώλεια των υδραυλικών του πρώτου αντιμετωπίστηκε από την ψυχραιμία και αποφασιστικότητα που επέδειξε ο χειριστής, δρώντας πέρα από τους προβλεπόμενους κανονισμούς.

Ακόμη και ο επικίνδυνος κλυδωνισμός του δεύτερου CH-53D, μαζί με τον φόρτο λόγω της ανοιχτής θυρός εξαερισμού, ξεπεράστηκε με την εηιστράτευση όλης της δεξιοτεχνίας του χειριστού. Ας μην ξεχνάμε ότι η πτητική εμπειρία με αυτά τα ελικόπτερα ήταν μόλις μερικών μηνών.

Τέλος, εντύπωση προκαλεί η ανικανότητα των Αιγυπτίων να αντιληφθούν την προσέγγιση αλλά και διαφυγή των ελικοπτέρων, καθώς ήδη από την προηγούμενη ημέρα λόγω των σφοδρών αεροπορικών βομβαρδισμών, αυτοί ευρίσκοντο σε κατάσταση αυξημένης επιφυλακής.