Η εισβολή αυτή εκτελέστηκε µε δύο επιχειρήσεις, την «Επιχείρηση Μαρίτα», που αφορούσε τις επιχειρήσεις και την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας και την µετέπειτα «Επιχείρηση Ερµής» που αφορούσε την αεραπόβαση και κατάληψη της Κρήτης γνωστότερη ως µάχη της Κρήτης.
Μέχρι και το καλοκαίρι του 1940 τα Βαλκάνια δεν συµπεριλαµβάνονταν στους στρατιωτικούς σχεδιασµούς του Χίτλερ, µε δεδοµένο ότι ήδη αποτελούσαν για τη Γερµανία µια πλούσια πηγή πρώτων υλών. Έτσι δεν υπήρχε κανένας ουσιαστικός λόγος διαφοροποίησης της τότε υφιστάµενης κατάστασης.
Η Γερµανία ξεκινά την κατάστρωση του σχεδίου «Μαρίτα»
Ο Χίτλερ παρενέβη µόνο στις 4 Νοεµβρίου του 1940, µετά από πληροφορίες που είχε για αποβίβαση βρετανικών δυνάµεων στην Ελλάδα.
Ο ίδιος διέταξε το επιτελείο του να προετοιµαστεί για µια εισβολή στη Βόρεια Ελλάδα µέσω της Ρουµανίας και της Βουλγαρίας.
Τα σχέδιά του για την εκστρατεία κατάληψης της Βόρειας Ελλάδας εντάχθηκαν σε ένα ευρύτερο σχέδιο που είχε σκοπό την αποστέρηση των Βρετανών από τις µεσογειακές τους βάσεις ώστε να εξαλειφθεί η απειλή για τις ρουµανικές πετρελαιοπηγές αλλά και να δώσει έµµεση βοήθεια στους Ιταλούς, µε τη δηµιουργία αντιπερισπασµού στις ελληνικές δυνάµεις που µάχονταν στην βόρεια Ήπειρο.
Στις 12 Νοεµβρίου η Γερµανική Ανώτατη Στρατιωτική ∆ιοίκηση (OKW) εξέδωσε την Οδηγία Νο.18, στην οποία προγραµµατίστηκαν ταυτόχρονες επιχειρήσεις εναντίον του Γιβραλτάρ και της Ελλάδας τον Ιανουάριο του 1941.
Έτσι διέταξε, την 19η Νοεµβρίου, την Ανωτάτη ∆ιοίκηση Στρατού να ετοιµάσει σχέδιο για ευρείας εκτάσεως επιχείρηση κατά της Ελλάδας. Η επιχείρηση αυτή έλαβε την κωδική ονοµασία «Μαρίτα».
Στις 5 ∆εκεµβρίου του 1940, σε σύσκεψη που συγκάλεσε ο Χίτλερ µε την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία, συζητήθηκαν οι επιχειρήσεις Μαρίτα και Μπαρµπαρόσα.
Ο Ανώτατος ∆ιοικητής του Στρατού, φον Μπράουχιτς, εξέθεσε τα σχέδια της επιχείρησης Μαρίτα και υπολόγισε ότι η έναρξη της δεν θα ήταν πριν τις αρχές Μαρτίου 1941, ενώ η διάρκειά της θα ήταν τρεις ως τέσσερις εβδοµάδες.
Αµέσως µετά µίλησε ο Χίτλερ και υποστήριξε ότι η επιχείρηση δεν µπορούσε να ξεκινήσει πριν από τις αρχές Μαρτίου και θα διαρκούσε ίσως µέχρι τέλος Απριλίου 1941.
Εποµένως η γερµανική διοίκηση υπολόγιζε τη διάρκεια της επιχείρησης Μαρίτα το λιγότερο τέσσερις και το περισσότερο οκτώ εβδοµάδες.
Η OKW εξέδωσε την Οδηγία Νο. 20 στις 13 ∆εκεµβρίου 1940. Η 12η Στρατιά έπρεπε να αναλάβει τη διεξαγωγή της επιχείρησης. Η Στρατιά αυτή αποτελούνταν από πέντε Γενικές ∆ιοικήσεις και 18 Μεραρχίες.
Στις 25 Μαρτίου η Γιουγκοσλαβία προσχώρησε στο Τριµερές Σύµφωνο του Άξονα, εξασφαλίζοντας την κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητά της, αλλά και αποτρέποντας τη διέλευση των γερµανικών στρατευµάτων από το έδαφός της.
Ο αποφασιστικός όµως παράγοντας για την επίθεση στην Ελλάδα ήταν το πραξικόπηµα στις 27 Μαρτίου, όταν ο στρατηγός Σίµοβιτς ανέτρεψε την κυβέρνηση που είχε υπογράψει συµφωνία µε τις δυνάµεις του Άξονα.
Η βρετανική βοήθεια και οι αντιρρήσεις Μεταξά
Η Βρετανία από πλευράς της δεσµευόταν να βοηθήσει την Ελλάδα από τη διακήρυξη του 1939, η οποία ανέφερε ότι σε περίπτωση απειλής της ελληνικής ή ρουµανικής ανεξαρτησίας, «…η βρετανική κυβέρνηση δεσµεύεται να παράσχει άµεσα στην Ελληνική ή Ρουµανική κυβέρνηση κάθε δυνατή βοήθεια».
Η πρώτη βρετανική προσπάθεια ήταν η ανάπτυξη Μοιρών της RAF, υπό τη διοίκηση του Τζων ντ’ Άλµπιακ (John d’ Albiac), οι οποίες εστάλησαν τον Νοέµβριο του 1940.
Στις 17 Νοεµβρίου 1940 ο Μεταξάς πρότεινε στη Βρετανική κυβέρνηση την ανάληψη κοινής επιθετικής δράσης στα Βαλκάνια έχοντας τα ελληνικά προπύργια της Βορείου Ηπείρου ως βάση των επιχειρήσεων ώστε να λήξει νικηφόρα ο ελληνοϊταλικός πόλεµος και να αποτραπεί η γερµανική επέµβαση.
Αυτό όµως απαιτούσε την παρουσία στην Ελλάδα ισχυρής βρετανικής στρατιωτικής δύναµης.
Η Βρετανία ήταν επιφυλακτική απέναντι στην πρόταση του Μεταξά, καθώς η ανάπτυξη των απαιτούµενων στρατιωτικών δυνάµεων για την υποστήριξη του ελληνικού σχεδίου θα έθετε σε κίνδυνο τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Κοινοπολιτείας στη Μέση Ανατολή, την οποία θεωρούσε ως «υψηλότερο» στρατηγικά στόχο.
Γενικότερα η Βρετανία δεν εµφανιζόταν διατεθειµένη να αφιερώσει σοβαρές δυνάµεις για την υπεράσπιση της Ελλάδας και αργότερα της Κρήτης, καθώς δεν θεωρούσε, αφενός ότι θα µπορούσε να την υπερασπιστεί αφετέρου δε, γιατί µάλλον δεν συµπεριλαµβανόταν στα γενικότερα στρατηγικά της σχέδια, έναντι του Άξονα.
Ο Μεταξάς υποπτευόµενος και ορθώς τη βρετανική απροθυµία, σταθερά απέρριπτε τις προτάσεις του Λονδίνου για αποστολή ανεπαρκών δυνάµεων υπό τον φόβο ότι αυτές, χωρίς να προσφέρουν σοβαρή ενίσχυση, απλώς θα προκαλούσαν τους Γερµανούς.
Εκείνη την περίοδο οι Βρετανοί ήταν µάλλον ικανοποιηµένοι µε την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα. Ο ελληνοϊταλικός πόλεµος δέσµευε ένα µεγάλο µέρος των ιταλικών δυνάµεων που ήταν χρήσιµες στο µέτωπο της Βόρειας Αφρικής, ενώ η πιθανή εµπλοκή των Γερµανών στα Βαλκάνια θα ελαχιστοποιούσε τον κίνδυνο απόβασης τους στην Αγγλία.
Κατά τη διάρκεια συσκέψεων των βρετανικών και ελληνικών στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών στην Αθήνα, από τις 13 ως 16 Ιανουαρίου 1941, ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, επικεφαλής του Ελληνικού Στρατού, ζήτησε από τους Βρετανούς εννέα πλήρως εξοπλισµένες µεραρχίες και την αντίστοιχη αεροπορική υποστήριξη.
Οι Βρετανοί φυσικά απάντησαν ότι λόγω των υποχρεώσεών τους στο µέτωπο της Βορείου Αφρικής µπορούσαν να διαθέσουν άµεσα µόνο µία µικρή και συµβολική, δύναµη µικρότερη της µεραρχίας!
Ο Βρετανός Αρχιστράτηγος Μέσης Ανατολής, Στρατηγός Άρτσιµπαλντ Ουέιβελ, ανέφερε όµως στον Παπάγο ότι είχε εντολή από το Λονδίνο να πείσει τους Έλληνες να δεχθούν την όποια βοήθεια τους δίνονταν, έτσι και αλλιώς.
Η προσφορά αυτή απορρίφθηκε από τον Μεταξά καθώς η άφιξη µίας τέτοιας µικρής άνευ σηµασίας στρατιωτικής δύναµης απλώς θα επίσπευδε τη γερµανική επίθεση χωρίς να παράσχει τίποτα άλλο.
Ο Τσώρτσιλ όµως επέµεινε στη φιλοδοξία του για τη δηµιουργία Βαλκανικού Μετώπου µε τη συµµετοχή της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας και της… Τουρκίας και έδωσε εντολή στον υπουργό Εξωτερικών Άντονι Ήντεν (Anthony Eden) να αρχίσει εκ νέου οι διαπραγµατεύσεις µε την Ελληνική κυβέρνηση και να παρακάµψει τις αντιρρήσεις Μεταξά.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1941 πραγµατοποιήθηκε συνάντηση στην Αθήνα µεταξύ του Ήντεν και της ελληνικής ηγεσίας, παρόντων του Βασιλιά Γεωργίου, του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή, που διαδέχθηκε τον Μεταξά ο οποίος στο µεταξύ είχε πεθάνει στις 29 Ιανουαρίου λόγω «πυώδους αµυγδαλίτιδας».
«Αν είχαµε βάλει τον Μεταξά σε ένα νοσοκοµείο στην τρίτη θέση θα είχε ζήσει», έλεγε αργότερα στενός του συνεργάτης.
Στη τοποθέτησή του ο Κορυζής ρώτησε τον αριθµό και τη σύνθεση των στρατευµάτων που θα µπορούσαν να στείλουν οι Βρετανοί για να ενισχύσουν τους Έλληνες εναντίον της γερµανικής εισβολής και επισήµανε ότι ακόµη και µόνη της η Ελλάδα θα πολεµούσε για τη Μακεδονία.
Στη συνέχεια µίλησε ο Ήντεν και υποστήριξε ότι το σύνολο των στρατιωτών που προορίζονταν για την Ελλάδα θα έφτανε τους 100.000 άνδρες.
Αποτέλεσµα της συνάντησης ήταν η απόφαση για την αποστολή της εκστρατευτικής δύναµης της Βρετανικής Κοινοπολιτείας.
Όµως µέχρι και τις 24 Απριλίου όχι πάνω από 62.000 στρατιώτες από την Κοινοπολιτεία (Βρετανοί, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, Παλαιστίνιοι και Κύπριοι) στάλθηκαν στην Ελλάδα, σχηµατίζοντας το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώµα (ΒΕΣ) ή «∆ύναµη W», από τον διοικητή τους Αντιστράτηγο Σερ Χένρι Μέτλαντ Ουίλσον.(Sir Henry Maitland Wilson).
Από αυτούς τους στρατιώτες, µόνο οι µισοί ήταν σε µάχιµες µονάδες.
Έτσι οι βρετανικές ενισχύσεις µαζί µε τις ελληνικές δυνάµεις ήταν ανεπαρκείς για την άµυνα της Ανατολικής Μακεδονίας και της ∆υτικής Θράκης.
Επίλογος
Στις 4 Μαρτίου συµφωνήθηκε το σχέδιο άµυνας και στις 7 Μαρτίου το σχέδιο επικυρώθηκε από τη Βρετανική κυβέρνηση.
Τη διοίκηση θα αναλάµβανε ο στρατηγός Παπάγος και οι ελληνικές και βρετανικές διοικήσεις θα αναλάµβαναν παρενοχλητικές ενέργειες στο βορειοανατολικό τµήµα της χώρας.
Η γερµανική στρατηγική βασιζόταν στην τακτική του αστραπιαίου πολέµου (Blitzkrieg). Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης η Αθήνα και το λιµάνι του Πειραιά θα αποτελούσαν τους επόµενους κύριους στόχους.
Με την πτώση του Πειραιά και του ισθµού της Κορίνθου σε γερµανικά χέρια, η υποχώρηση και εκκένωση των βρετανικών και ελληνικών δυνάµεων θα τίθετο σε κίνδυνο.
Τελικά στις 05:30 το πρωί της 6ης Απριλίου ο Γερµανός πρεσβευτής στην Ελλάδα, πρίγκιπας Βίκτωρ Έρµπαχ (Viktor zu Erbach-Schönberg), επέδωσε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή διακοίνωση, στην οποία αναφέρονταν οι λόγοι της γερµανικής επίθεσης.
Η διακοίνωση έλεγε πως «η κυβέρνηση του Ράιχ έδωσε διαταγή στα στρατεύµατά της να εκδιώξουν τις Βρετανικές Ένοπλες ∆υνάµεις από το ελληνικό έδαφος. Κάθε αντίσταση στις Γερµανικές Ένοπλες ∆υνάµεις θα συντρίβεται αδιακρίτως».
Ο Κορυζής απάντησε στον Γερµανό πρεσβευτή ότι «η Ελλάδα θα αντισταθεί στη γερµανική επίθεση και δεν θα υποταχθεί αµαχητί».
Νωρίτερα, στις 05:15, τα γερµανικά στρατεύµατα εισέβαλαν στο ελληνικό και γιουγκοσλαβικό έδαφος ταυτόχρονα.
Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.
Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com
Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.