Πέντε γερμανικές και μία ουγγρική στρατιά ρίχτηκαν στην επίθεση, από το Βόρονεζ στο Βορρά μέχρι το Ροστόφ στο Νότο. Το μέτωπο επίθεσης εκτεινόταν σε πολλές εκατοντάδες χιλιόμετρα. Με την πρώτη κρούση οι Γερμανοί κατόρθωσαν να ανατρέψουν τις ασθενείς απέναντί τους σοβιετικές δυνάμεις.

Μόνο στο βόρειο τομέα του μετώπου, στο Βόρονεζ, οι Σοβιετικοί αντέταξαν λυσσαλέα αντίσταση, επιχειρώντας να καλύψουν τη Μόσχα. Είναι αλήθεια ότι οι Γερμανοί επιτέθηκαν με σχετικά μικρές δυνάμεις κατά της πόλης, καθώς μια οδηγία του Χίτλερ μετέβαλε τα σχέδια.

Σύμφωνα με τη νέα αυτή διαταγή, το μεγαλύτερο μέρος της 4ης Τεθωρακισμένης Στρατιάς (ΤΣ) και ολόκληρη η 6η Στρατιά, η 1η ΤΣ και η 2η Ουγγρική Στρατιά ρίχτηκαν, βάσει της νέας διαταγής του Χίτλερ, στο κέντρο του μετώπου, στη στέπα ανάμεσα στους ποταμούς Ντόνετς και Ντον.

Οι καταπονημένες σοβιετικές στρατιές, αντίθετα με τα μέχρι τότε δεδομένα, αντί για μέχρις εσχάτων άμυνα, προτιμούσαν την εις βάθος υποχώρηση. Υποχωρούσαν μάλιστα επί αποκλινόντων αξόνων, άλλες προς το Στάλινγκραντ και άλλες προς τον Καύκασο. Περιχαρής ο Χίτλερ, έκρινε ότι είχε ήδη επέλθει η κρίση της θερινής εκστρατείας. «Οι Ρώσοι ηττήθηκαν, έπαψαν να υπάρχουν» αναφώνησε με ικανοποίηση στους στρατηγούς του.

Υπό αυτό το πνεύμα δεν έμενε παρά να καταδιωχθεί σε βάθος ο ηττημένος εχθρός. Έτσι σχηματίστηκαν δύο στρατηγικοί κριοί. Η Ομάδα Στρατιών (ΟΣ) Α’ υπό το στρατάρχη Λιστ, με την 4η και 1η ΤΣ άρχισαν να καταδιώκουν τους Σοβιετικούς προς τον Καύκασο, έχοντας ως αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της πετρελαιοφόρου περιοχής του Μπακού.

Ο δεύτερος στρατηγικός κριός, η ΟΣ Β’, υπό το στρατάρχη φον Βάις, με την 6η Στρατιά και τη 2η Ουγγρική Στρατιά θα καταλάμβανε το Στάλινγκραντ.

Με τον τρόπο αυτό όλες οι σοβιετικές δυνάμεις, που πολεμούσαν στον τεράστιο σε έκταση θύλακα μεταξύ Καυκάσου και Βόλγα, θα αποκόπτονταν και θα καταστρέφονταν. Ωστόσο οι Ρώσοι δεν συνεργάστηκαν. Βάσει του νέου δόγματος που είχε επεξεργαστεί ο νικητής της Μόσχας, ο «γκρινιάρης» Ζούκοφ, επιβαλλόταν «Όταν τα πλευρά υπερκερούνται, ταχεία υποχώρηση. Όχι άλλοι καταστροφικοί εγκλωβισμοί». Ο Ερυθρός Στρατός δεν είχε πια την πολυτέλεια της κατασπατάλησης ανθρώπων και υλικών, όπως στις αρχές της «Μπαρμπαρόσα».

Στο μεταξύ, η γερμανική προέλαση συνεχίστηκε. Στο Νότο οι δύο ΤΣ αποτέλεσαν μια εξαιρετικά ισχυρή σφύρα για το κάρφωμα πολύ μικρών καρφιών. Οι Ρώσοι δεν στάθηκαν να αντιμετωπίσουν την κρούση, αλλά υποχώρησαν προς τα βουνά του Καυκάσου, όπου το ορεινό έδαφος αδρανοποιούσε το γερμανικό πλεονέκτημα σε άρματα μάχης και εμπειρία.

Στο κέντρο του μετώπου η 6η Στρατιά κινούνταν μόνη προς το Στάλινγκραντ, αντιμετωπίζοντας σχετική αντίσταση από το σοβιετικό Μέτωπο (σχηματισμός αντίστοιχος με την ΟΣ) Στάλινγκραντ, το οποίο αποτελούνταν από την 62η και 64η Στρατιά.

Η αντίσταση που αντιμετώπιζε η 6η Στρατιά έκανε τον Χίτλερ να αλλάξει και πάλι γνώμη. Διέταξε τώρα την 4η ΤΣ του Χοτ να αλλάξει και πάλι κατεύθυνση και να στραφεί προς Βορρά, ενισχύοντας την 6η Στρατιά στον αγώνα της. Με τον τρόπο αυτό όμως αποδυναμωνόταν η ΟΣ Α’, η οποία, εν όψει και της αυξανόμενης σοβιετικής αντίστασης, δεν θα κατάφερνε ποτέ να καταλάβει την πετρελαιοφόρο περιοχή.

Στάλινγκραντ

Η ενίσχυση της 6ης Στρατιάς με την 4η Τεθωρακισμένη επέτρεψε πάντως στους Γερμανούς να αυξήσουν την πίεση στις καταπονημένες σοβιετικές στρατιές. Η 6η Στρατιά, διαθέτουσα ήδη 14 μεραρχίες, πίεζε ασφυκτικά τη σοβιετική 62η Στρατιά, την ώρα που ο Χοτ με την 4η Τεθωρακισμένη πίεζε με τη σειρά του την 64η Στρατιά.

Παρ’ όλα αυτά, οι Ρώσοι κατόρθωσαν να υποχωρήσουν διατηρώντας τους οργανικούς τους δεσμούς και οι Γερμανοί δεν πέτυχαν να δημιουργήσουν ρήγμα στις ρωσικές γραμμές. Έστω κι έτσι πάντως, η προώθηση εξακολουθούσε.

Μέχρι τις 10 Αυγούστου η 6η Στρατιά είχε ανατρέψει τους Ρώσους από τη γραμμή του άνω Ντον, παραβιάζοντας και την τελευταία παραποτάμια γραμμή άμυνας πριν από το Στάλινγκραντ. Στις 19 Αυγούστου η 4η ΤΣ κατόρθωσε να διασπάσει το μέτωπο της Σοβιετικής 64ης Στρατιάς, παραβιάζοντας και τη γραμμή του ποταμού Ακσάι, νότια του Στάλινγκραντ.

Όλα έδειχναν ότι πολύ σύντομα η πόλη με το όνομα του Στάλιν θα έπεφτε στα χέρια των Γερμανών.

Στις 22 Αυγούστου τα τεθωρακισμένα της 6ης Στρατιάς του φον Πάουλους διέσπασαν και το μέτωπο της σοβιετικής 62ης Στρατιάς και προωθήθηκαν μέχρι τη δυτική όχθη του Βόλγα, στα βόρεια προάστια του Στάλινγκραντ.

Στις 23 και 25 Αυγούστου η Λουφτβάφε βομβάρδισε άγρια την πόλη, με σκοπό να «πείσει» τους Ρώσους να την εγκαταλείψουν. Αντίθετα με τις προσδοκίες τους όμως, οι Ρώσοι αντεπιτέθηκαν επιχειρώντας να εξαλείψουν το γερμανικό θύλακα στον Βόλγα.

Η αντεπίθεσή τους αυτή, τραγικά διευθυνόμενη, απέτυχε παταγωδώς. Κέρδισε ωστόσο λίγο, πολύτιμο, χρόνο για τους αμυνόμενους στο Στάλινγκραντ. Εκείνη την περίοδο οι δύο σοβιετικές στρατιές –η 62η και η 64η– δεν αριθμούσαν μαζί περισσότερους από 40.000 μάχιμους άντρες.

Έτσι, μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί απώθησαν ευχερώς τους Ρώσους. Η 6η Στρατιά κατέλαβε τα πυρπολημένα από τη Λουφτβάφε προάστια της πόλης και ετοιμάστηκε να εκτοξεύσει την τελική της επίθεση για την κατάληψη της ίδιας της πόλης. Η επίθεση ορίστηκε για τις 12 Σεπτεμβρίου. Την ίδια μέρα η σοβιετική 62η Στρατιά αποκτούσε ένα νέο διοικητή, το στρατηγό Βασίλι Τσουίκοφ. Επρόκειτο για μια άκρως επιτυχημένη επιλογή.

Ο Τσουίκοφ ήταν γενναίος, εξαιρετικά ψύχραιμος, σκληρός και τραχύς αξιωματικός, ικανός να εμπνεύσει, με το παράδειγμά του, στους άντρες του το πνεύμα της θυσίας. Γιατί αυτό ακριβώς τους ζητούσε: να θυσιαστούν. Όταν οι Γερμανοί εξαπέλυσαν την πρώτη τους επίθεση, ο Τσουίκοφ δεν διέθετε παρά 20.000 περίπου άντρες και 40 άρματα για να τους αντιμετωπίσει. Απέναντι στις δυνάμεις αυτές ο Πάουλους έριξε στη μάχη 11 μεραρχίες, εκ των οποίων 3 τεθωρακισμένες και 2 μηχανοκίνητες. Η γερμανική προσπάθεια επικεντρώθηκε στο κεντρικό και νότιο τμήμα της πόλης.

Στο κέντρο, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του λόφου (Ταφικό τύμβο στην πραγματικότητα) Μαμάι Κουργκάν επιτέθηκαν η 71η, η 76η και η 295η Μεραρχία Πεζικού (ΜΠ). Νότια επιτέθηκαν η 14η και η 24η Τεθωρακισμένες Μεραρχίες (ΤΘΜ), η 29η Μηχανοκίνητη Μεραρχία Πεζικού (ΜΜΠ) και η 94η ΜΠ. Βόρεια επιτέθηκαν η 100ή Μεραρχία Κυνηγών (ΜΚ), η 16η ΤΘΜ, η 60ή ΜΜΠ και η 389η ΜΠ. Ύστερα από σφοδρή προπαρασκευή πυροβολικού και βομβαρδισμό από τη Λουφτβάφε, οι γερμανικές δυνάμεις εξόρμησαν.

Στο κέντρο οι Γερμανοί κατάφεραν να διασπάσουν το ρωσικό μέτωπο και να φτάσουν ως την όχθη του Βόλγα. Χάρη στην αποφασιστικότητα του Τσουίκοφ αλλά και στην άφιξη της 13ης ΜΠ της φρουράς, υπό το γενναίο και βετεράνο των οδομαχιών της Μαδρίτης υποστράτηγο Ροντίμτσεφ, το ρήγμα σταδιακά κλείστηκε και οι Γερμανοί απωθήθηκαν.

Στο νότιο τμήμα της πόλης οι Γερμανοί συνάντησαν απρόσμενα μεγάλη αντίσταση στο κτίριο της σιταποθήκης, ένα κτίριο που έμελλε να γίνει ένα από τα σύμβολα της μάχης. Οι Γερμανοί χρειάστηκαν 10 μέρες για να καταλάβουν τη σιταποθήκη. Η δε 94η ΜΠ, που σήκωσε το βάρος της επίθεσης, αποδεκατίστηκε. Την ίδια λυσσώδη αντίσταση συνάντησαν οι Γερμανοί και στο πολυκατάστημα «Univermag» και στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, ο οποίος άλλαξε κάτοχο 15 φορές εντός 10 ημερών.

Τελικά με νέα προσπάθεια και αφού ενισχύθηκε με νέες δυνάμεις, η 6η Στρατιά κατέλαβε το Μαμάι Κουργκάν στις 27 Σεπτεμβρίου. Βόρεια επίσης οι Γερμανοί πίεσαν τους Ρώσους και τους απώθησαν μέχρι τη «γραμμή των εργοστασίων» -εργοστάσιο τρακτέρ Ντρεζίνσκι, εργοστάσιο «Οδόφραγμα» και εργοστάσιο «Ερυθρός Οκτώβριος». Εκεί έμελλε να γραφεί μια νέα εποποιία.

Στις αρχές Οκτωβρίου οι Γερμανοί επανέλαβαν τις επιθέσεις τους, προωθούμενοι εξαιρετικά αργά και με εξαιρετικά βαρύ τίμημα. Ήταν η περίοδος των φονικών οδομαχιών εντός των κτιρίων και των υπονόμων, η περίοδος που η θύμησή της θα ταυτιστεί με τη μάχη του Στάλινγκραντ.

Στο εργοστάσιο τρακτέρ οι Γερμανοί συνάντησαν εκείνες τις μέρες την πλέον απελπισμένη αντίσταση. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ένα τάγμα της 60ής ΜΜΠ εξαφανίστηκε ολόκληρο σε διάστημα 3 λεπτών, κατά τη διάρκεια επίθεσης στο εργοστάσιο!

Σταδιακά και η νέα γερμανική επίθεση εκφυλίστηκε και σταμάτησε, λόγω των απωλειών και της κόπωσης. Ωστόσο ο Χίτλερ πίεζε τον Πάουλους. Ο τελευταίος εκτόξευσε την τελική, όπως πίστευε, επίθεση κατά των τελευταίων ρωσικών νησίδων αντίστασης στις 11 Νοεμβρίου. Η επίθεση αυτή ήταν η χειρότερα διευθυνόμενη όλων των προηγούμενων.

Σε πολύ σύντομο χρόνο ξέφυγε εντελώς από τον έλεγχο της διοίκησης και εκφυλίστηκε σε μια σειρά άγριων συγκρούσεων, μεταξύ αγριεμένων ομάδων αντρών κατάκοπων, που είχαν χάσει κάθε άλλη αίσθηση και που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν «να αρπάξουν τον αντίπαλο από το λαρύγγι», σύμφωνα με μαρτυρία πολεμιστή.

Η γερμανική επίθεση κράτησε 7 ημέρες και έσβησε μόνη της λόγω της έλλειψης συντονισμού και των φρικτών απωλειών.

Η λάμψη του «Ουρανού» 

Σε όλη τη διάρκεια των οδομαχιών στο Στάλινγκραντ ο Τσουίκοφ, παρά τις συνεχείς αιτήσεις του, λάμβανε μόνο τις ελάχιστες απαραίτητες ενισχύσεις, ώστε να διατηρεί εν ζωή τη μάχη στο Στάλινγκραντ. Την ίδια ώρα ισχυρότατες δυνάμεις άρχιζαν να συγκεντρώνονται βόρεια και νότια της πόλης. Όλα είχαν ξεκινήσει στις 12 Σεπτεμβρίου.

Εκείνη την ημέρα ο Ζούκοφ κατέθεσε στον Στάλιν ένα σχέδιο αντεπίθεσης που, εφόσον επιτύγχανε, θα ανέτρεπε τις τύχες του πολέμου. Ο Ζούκοφ τόνισε την ανάγκη να κρατηθεί το Στάλινγκραντ με τις μικρότερες δυνατές δυνάμεις, απορροφώντας τις γερμανικές εφεδρείες.

Με τις επίλεκτες γερμανικές δυνάμεις αγκιστρωμένες στην κόλαση των οδομαχιών, οι στρατιές που ο Ζούκοφ συγκέντρωνε για τη μεγάλη του αντεπίθεση θα έπλητταν τις συμμαχικές των Γερμανών στρατιές, που πλαγιοφύλασσαν την 6η Στρατιά. Βόρεια της 6ης Στρατιάς είχε λάβει θέσεις η ρουμανική 3η Στρατιά, υπό το στρατηγό Ντουμιτρέσκου.

Βορειότερα αυτής ήταν ανεπτυγμένη η 8η ιταλική στρατιά. Νότια βρισκόταν η 4η ρουμανική στρατιά και η, μειωμένης πια σύνθεσης, 4η ΤΣ. Ο Ζούκοφ, χάρη σε ένα ευφυές σχέδιο παραπλάνησης, κατάφερε να πείσει τη γερμανική υπηρεσία πληροφοριών ότι σκόπευε να επιτεθεί στο κεντρικό μέτωπο, στο Βόρονεζ.

Ο Πάουλους φαίνεται ότι φοβόταν επίθεση κατά των ρουμανικών στρατιών και είχε επιχειρήσει να ενισχύσει τα πλευρά του, ιδίως το βόρειο. Εκεί πίσω από την 3η ρουμανική στρατιά έταξε το 48ο Τεθωρακισμένο Σώμα Στρατού (ΤΘΣΣ), με την 22η ΤΘΜ και την 1η ρουμανική ΤΘΜ,  το «Συγκρότημα Σίμονς» και αργότερα τη 14η ΤΘΜ. Ωστόσο οι εφεδρείες αυτές ήταν ανεπαρκέστατες.

Η 22η ΤΘΜ διέθετε μόλις 44 άρματα, η ρουμανική ΤΘΜ διέθετε 40 μόλις άρματα, γαλλικά Χότσκις και τσέχικα Πράγα, τα οποία δεν μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να αντιμετωπίσουν τα σοβιετικά άρματα, η δε 14η ΤΘΜ διέθετε 51 άρματα. Το «Συγκρότημα Σίμονς», τέλος, διέθετε ένα μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού, ενισχυμένο με ένα λόχο αντιαρματικών και με στοιχεία πεδινού πυροβολικού. Οι Γερμανοί διοικητές, με πρώτο τον Πάουλους, ουδέποτε απέκλεισαν το ενδεχόμενο εκτόξευσης ρωσικής επίθεσης κατά των πλευρών τους, ιδίως του βόρειου.

Σε καμιά όμως περίπτωση δεν κατόρθωσαν να προσδιορίσουν το μέγεθος της απειλής. Ο Πάουλους υπολόγιζε τη σοβιετική συγκέντρωση στο αριστερό του πλευρό σε 9 μόλις μεραρχίες, αριθμός αμελητέος. Από την άλλη, και η Ανώτατη Διοίκηση, δηλαδή ο Χίτλερ, δεν θεωρούσαν δυνατή τη συγκέντρωση σοβαρών σοβιετικών δυνάμεων, εφόσον, όπως πίστευαν, οι Σοβιετικοί έφθειραν τις δυνάμεις τους στο Στάλινγκραντ, τουλάχιστον με τον ίδιο ρυθμό με τους Γερμανούς. Άρα, δεν ήταν σε θέση να συγκεντρώσουν εφεδρείες, με τις οποίες θα απειλούσαν τα γερμανικά πλευρά.

Ωστόσο τα προμηνύματα υπήρχαν. Ιδιαιτέρως στον τομέα της 3ης ρουμανικής στρατιάς, όπου οι Ρώσοι κατείχαν εκτεταμένα προγεφυρώματα στον Ντον, στο Σεραφίμοβιτς και στην Κλετσκάγια, οι Ρουμάνοι παρατήρησαν αυξημένη κινητικότητα. Οι προειδοποιήσεις τους όμως αποδόθηκαν απλώς στα «λατινικά τους νεύρα».

Την ώρα που η τελευταία γερμανική επίθεση για την κατάληψη του Στάλινγκραντ έσβηνε ο Ζούκοφ ετοιμαζόταν για το μεγάλο χτύπημα. Μακράν τού να είναι εξαντλημένος, όπως πίστευαν οι Γερμανοί, ο Ζούκοφ για την αντεπίθεση συγκέντρωσε πραγματικά επιβλητικές δυνάμεις.

Περισσότερες από 86 μεραρχίες και 17 ταξιαρχίες πεζικού, 11 μεραρχίες ιππικού, 54 τεθωρακισμένες ταξιαρχίες με 3.500 άρματα, 14 μηχανοκίνητες ταξιαρχίες και 13 ανεξάρτητα τεθωρακισμένα συντάγματα είχαν συγκεντρωθεί εκατέρωθεν των πτερύγων της γερμανικής 6ης στρατιάς.

Λίγο πριν από την αυγή της 19ης Νοεμβρίου οι κοιμισμένοι και εξαντλημένοι Γερμανοί στα ερείπια του Στάλινγκραντ άκουσαν στα βόρεια ένα δυνατό βόμβο. Επρόκειτο για το ρωσικό μπαράζ που είχε οργανώσει ο δεξιοτέχνης του πυροβολικού, ο μετέπειτα στρατάρχης Βορόνοφ.

Ωστόσο η επιχείρηση είχε αρχίσει στην πραγματικότητα πολλές ώρες νωρίτερα, όταν Ρώσοι σκαπανείς είχαν εισέλθει στα εχθρικά ναρκοπέδια και είχαν αρχίσει τη διάνοιξη διαδρόμων. Οι Ρουμάνοι κατάλαβαν ότι κάτι συνέβαινε και σε πολλές περιπτώσεις άνοιξαν πυρ.

Ο Γερμανός αξιωματικός σύνδεσμος στην 3η ρουμανική στρατιά έσπευσε να τηλεφωνήσει στο στρατηγείο της 6ης στρατιάς, λέγοντας στον αξιωματικό υπηρεσίας ότι αναμένεται η εκδήλωση ρωσικής επίθεσης στις 05.00. Ο αξιωματικός υπηρεσίας του στρατηγείου όμως δεν ξύπνησε τον επιτελάρχη της στρατιάς στρατηγό Σμιντ, φοβούμενος μην τον ενοχλήσει και αντιμετωπίσει την τρομερή οργή του. Άλλωστε, η ώρα είχε πάει ήδη 05.05 και η επίθεση δεν είχε εκδηλωθεί! Οι Ρώσοι όμως ήταν τελικά πιστοί στο ραντεβού τους. Απλώς άργησαν λίγο. Στις 05.10 ακριβώς 2.000 ρωσικά πυροβόλα άνοιξαν ένα καταχθόνιο πυρ κατά των ρουμανικών θέσεων.

Λίγα λεπτά αργότερα άρχισαν να βάλλουν και τα ρουκετοβόλα. Ο οξύς συριγμός των ρουκετών Κατιούσα ακούστηκε καθαρά σε απόσταση 160 χλμ. στο στρατηγείο της 6ης στρατιάς. Πριν πάψει το μπαράζ του πυροβολικού 6 σοβιετικές στρατιές ρίχτηκαν στην επίθεση.

Πέραν πάσης προσδοκίας οι Ρουμάνοι άντεξαν στην πρώτη ρωσική κρούση. Νέα ρωσική επίθεση επίσης αποκρούστηκε. Τότε όμως ο Ζούκοφ διέταξε τους Ροκοσόφσκι και Βατούνιν να ρίξουν στη μάχη και τα τεθωρακισμένα τους. Ήταν το τέλος.

Οι Ρουμάνοι, διαθέτοντας ως αντιαρματικά τα γερμανικά ΡΑΚ 36 των 37 χλστ. (τα οποία δεν μπορούσαν να διαπεράσουν τη θωράκιση των Τ-34), όπως ήταν φυσικό, κονιορτοποιήθηκαν. Μέχρι το μεσημέρι το μέτωπό τους είχε διαλυθεί και όσες μεραρχίες τους δεν αφανίστηκαν, τράπηκαν σε φυγή προς το Στάλινγκραντ. Το 2ο και το 4ο Ρουμανικό ΣΣ καταστράφηκαν ολοσχερώς και μόνο μερικοί φυγάδες κατάφεραν να ξεφύγουν, προσωρινά, ενώ το 5ο ΣΣ κυκλώθηκε.

Στο τεράστιο ρήγμα που ανοίχτηκε οι Ρώσοι έριξαν ολόκληρη την 5η Τεθωρακισμένη Στρατιά της Φρουράς, καθώς και το 4ο ΤΘΣΣ και το 8ο Σώμα Ιππικού και το 3ο Σώμα Ιππικού της Φρουράς. Αλλά ο ήχος του βομβαρδισμού άρχισε να ακούγεται περί τις 09.30 και στα νότια. Και εκεί 4 σοβιετικές στρατιές εξόρμησαν κατά της 4ης Ρουμανικής Στρατιάς και σύντομα κατάφεραν να τη διασπάσουν, ανοίγοντας ένα ακόμα ευρύτατο ρήγμα. Στο νότιο τομέα η μοναδική εφεδρεία ήταν η άκρως καταπονημένη από τις οδομαχίες 29η ΜΜΠ, η οποία, όπως ήταν φυσικό, δεν κατάφερε να συγκρατήσει τις στρατιές του Γερεμένκο.

Στο άκουσμα της είδησης της διάσπασης ο Πάουλους προσπάθησε να ανασυγκροτήσει τα τεθωρακισμένα του και να τα ρίξει στα χείλη του ρήγματος. Σε πρώτη φάση του 48ο ΤΘΣΣ επιχείρησε να επιτεθεί για να απελευθερώσει τις 3 ρουμανικές μεραρχίες του κυκλωμένου 5ου Ρουμανικού ΣΣ.

Ακόμα και η επίθεση αυτή του έτσι και αλλιώς καταπονημένου ΤΘΣΣ δεν εκτελέστηκε συγκεντρωτικά, αφού με απευθείας διαταγή του Χίτλερ η 22η ΤΘΜ αποσπάστηκε και κατευθύνθηκε κατά της σοβιετικής 5ης ΤΘ Στρατιάς της Φρουράς.

Όπως ήταν φυσικό, τα 44 άρματά της, από τα οποία τα 13 μόλις ήταν Pz IV, δεν είχαν και πολλές ελπίδες απέναντι στα 800 περίπου Τ-34 των Ρώσων. Η ίδια τύχη ανέμενε και τις άλλες μεραρχίες τους 48ου ΤΘΣΣ. Η 1η Ρουμανική ΤΘΜ σαρώθηκε κυριολεκτικά από τα σοβιετικά τεθωρακισμένα. Μόνο η 14η ΤΘΜ επέζησε της καταστροφής και κατάφερε να υποχωρήσει, σχετικά συντεταγμένα, υποστηριζόμενη από την 376η και 384η ΜΠ. Με τις ταχυκίνητες και τεθωρακισμένες του δυνάμεις διαλυμένες, ο Πάουλους δεν μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα.

Επέκτεινε τις πλευρές του αποσύροντας μεραρχίες από το Στάλινγκραντ. Ωστόσο το μοιραίο δεν μπορούσε να αποφευχθεί. Στις 23 Νοεμβρίου οι Γερμανοί φρουροί της ζωτικής γέφυρας του Κάλατς είδαν μια φάλαγγα γερμανικών ημιερπυστριοφόρων να πλησιάζουν. Θεώρησαν ότι επρόκειτο για τμήμα του συντάγματος γρεναδιέρων της 22ης ΤΘΜ και δεν αντέδρασαν.

Όταν όμως τα οχήματα πλησίασαν, αποβιβάστηκαν από αυτά δεκάδες Ρώσοι σκαπανείς, υπό τον αντισυνταγματάρχη Φιλίποφ, οι οποίοι εξουδετέρωσαν τη φρουρά της γέφυρας και αφαίρεσαν τα εκρηκτικά γεμίσματα από τη γέφυρα. Λίγες ώρες αργότερα έφταναν στη γέφυρα και οι άντρες του Γερεμένκο από τα νότια. Ο κλοιός που επρόκειτο να αφανίσει την 6η Στρατιά έκλεισε.

Καταδίκη σε θάνατο

Στη γερμανική πλευρά επικρατούσε πλήρης σύγχυση. Οι γερμανικές και ρουμανικές μεραρχίες που δέχτηκαν τις ρωσικές κρούσεις υποχωρούσαν εντός της περιμέτρου, που ο Χίτλερ ήδη από τις 20 Νοεμβρίου είχε ονομάσει «Φρούριο Στάλινγκραντ». Η υποχώρηση αυτή εκτελέστηκε με τραγικό τρόπο και υπό τραγικές συνθήκες. Κατά τη διάρκειά της χάθηκαν χιλιάδες άντρες από το κρύο και την πείνα, ενώ άλλοι αλληλοσκοτώθηκαν προσπαθώντας να περάσουν τις τελευταίες γέφυρες του Ντον που δεν είχαν ανατιναχτεί.

Ο Χίτλερ, πέραν της ανακήρυξης τους Στάλινγκραντ σε φρούριο –γεγονός που σήμαινε ότι απαγορευόταν να εγκαταλειφθεί–, προχώρησε σε ένα νέο μέτρο. Ανέθεσε τη διοίκηση της ΟΣ του Ντον, όπως ονομάστηκε, στο νικητή της Σεβαστούπολης, στο στρατάρχη φον Μανστάιν, ίσως τον καλύτερο Γερμανό στρατηγό στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η νέα αυτή ΟΣ περιελάμβανε την 4η ΤΘ Στρατιά, υπό τον Χοτ, την κυκλωμένη 6η Στρατιά και τις, μόνο στα χαρτιά υφιστάμενες πια, 3η και 4η Ρουμανικές Στρατιές.

Από τις δυνάμεις αυτές οι περισσότερες –22 μεραρχίες κάθε τύπου– βρίσκονταν κυκλωμένες γύρω από το Στάλινγκραντ. Έτσι, η συγκρότηση της νέας ΟΣ από τον Χίτλερ είχε, αρχικά τουλάχιστον, μόνο θεωρητικό περιεχόμενο. Η μόνη ελπίδα για τον Μανστάιν ήταν η 6η Στρατιά και οι συν αυτή κυκλωμένες μεραρχίες να επιχειρήσουν άμεσα διάσπαση του κλοιού, πριν προλάβουν οι Ρώσοι να ενισχύσουν τις θέσεις τους γύρω από αυτόν.

Τόσο ο Πάουλους όσο και ο Χίτλερ όμως αντέδρασαν στην πρόταση αυτή. Ο πρώτος υποστήριξε ότι δεν διέθετε αρκετά καύσιμα για να κινηθεί, ενώ ο δεύτερος γενικώς αρνούνταν και να ακούσει ακόμη τις λέξεις υποχώρηση ή απαγκίστρωση. Το Στάλιγκραντ στα μάτια του Χίτλερ είχε αποκτήσει συμβολική σημασία.

Η υποχώρησή του από την πόλη που έφερε το όνομα του κυριότερου αντιπάλου του θα αποτελούσε μεγάλο πλήγμα για το γόητρό του. Εξάλλου ο Χίτλερ δέχτηκε και τη διαβεβαίωση του Γκέρινγκ ότι η Λουφτβάφε ήταν σε θέση να ανεφοδιάζει από αέρος την κυκλωμένη στρατιά με τουλάχιστον 500 τόνους εφοδίων ημερησίως.

Ο Πάουλους, από την πλευρά του, υπολόγιζε ότι η στρατιά χρειαζόταν 700 τόνους εφοδίων ημερησίως. Στην πραγματικότητα, ο μέσος όρος εφοδίων που έλαβε από αέρος η 6η Στρατιά μόλις ξεπέρασε τους 95 τόνους ημερησίως.

Από την άλλη, το πρόβλημα απελευθέρωσης της 6ης Στρατιάς δεν ήταν απλό. Δεν υπήρχαν άμεσα διαθέσιμα στρατεύματα για την επίθεση προς διάσπαση του ρωσικού κλοιού. Έπρεπε να συγκεντρωθούν από άλλους τομείς ισχυρές δυνάμεις, οι οποίες θα επιχειρούσαν κατόπιν να σπάσουν τον κλοιό.

Η συγκέντρωση όμως επαρκών δυνάμεων για το σκοπό αυτό απαιτούσε χρόνο και μάλιστα αρκετό. Χρόνο τον οποίο θα εκμεταλλευόταν φυσικά και ο Ζούκοφ για να ισχυροποιήσει τον κλοιό γύρω από τις κυκλωμένες μεραρχίες.

Ο Μανστάιν -αδυνατώντας να πείσει τον Χίτλερ να εγκαταλείψει το Στάλιγκραντ- διέταξε τον Πάουλους να επιχειρήσει άμεση διάσπαση του κλοιού και αρκέστηκε να προετοιμάσει το συντομότερο δυνατό την απελευθερωτική προσπάθεια.

Το σκεπτικό του ήταν η διεξαγωγή συνδυασμένης επίθεσης εκ των έσω, από την 6η Στρατιά και από έξω, από τις απελευθερωτικές δυνάμεις που θα κατόρθωνε να συγκεντρώσει. Με μεγάλες προσπάθειες ο Μανστάιν κατόρθωσε να σχηματίσει αρχικά ένα υποτυπώδες προπέτασμα μετώπου επί του ποταμού Τσιρ, με 7 μεραρχίες.

Παράλληλα ενίσχυσε την 4η ΤΘ Στρατιά του Χοτ με το 57ο ΤΘΣΣ. Το σώμα αυτό θα αποτελούσε την αιχμή του δόρατος της απελευθερωτικής προσπάθειας. Το σώμα διέθετε αρχικά την πλήρους σύνθεσης 6η ΤΘΜ και την καταπονημένη 23η ΤΘΜ. Αργότερα τού διατέθηκε και η ισχυρή 17η ΤΘΜ. Από την πλευρά του, ο Ζούκοφ αρνήθηκε να κάνει βιαστικά βήματα, παρά τις πιέσεις του Στάλιν.

Πρώτα ισχυροποίησε την πολιορκητική του περίμετρο και μόνο τότε άρχισε να ασκεί πίεση στο γερμανικό μέτωπο επί του Τσιρ. Την ίδια ώρα ο Χοτ επιτέθηκε. Στις 12 Δεκεμβρίου, με αιχμή το 57ο ΤΘΣΣ, η 4η ΤΘ Στρατιά επιτέθηκε από την περιοχή του Κατελνίκοβο.

Η απέναντί της σοβιετική 51η Στρατιά πιέστηκε σοβαρά και άρχισε να παραχωρεί έδαφος.  Ο Ζούκοφ όμως είχε ετοιμάσει μια νέα έκπληξη στους Γερμανούς. Στις 16 Δεκεμβρίου εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά της ιταλικής 8ης Στρατιάς, στο μέτωπο του άνω Ντον.

Παρά την ενίσχυσή τους με γερμανικά τμήματα, οι Ιταλοί δεν άντεξαν στην κρούση και σταδιακά διαλύθηκαν. Τουλάχιστον 5 μεραρχίες τους εξοντώθηκαν, μαζί με 2 γερμανικές, και οι υπόλοιπες έπαψαν να υπάρχουν ως μάχιμοι σχηματισμοί.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Το νέο ρήγμα που προκάλεσε ο Ζούκοφ σήμαινε ότι ολόκληρη η αριστερή πτέρυγα του μετώπου του Μανστάιν «κρεμόταν» κυριολεκτικά στον αέρα. Νοτιότερα, στο μέτωπο του Καύκασου, οι Ρώσοι άρχισαν να πιέζουν σοβαρά τους Γερμανούς. Η επίθεση του Χοτ πέτυχε ικανοποιητικό ρυθμό προχώρησης τις πρώτες μέρες.

Το 57ο ΤΘΣΣ κατόρθωσε να διασπάσει τη ρωσική άμυνα και να δημιουργήσει προγεφύρωμα στην ανατολική όχθη του ποταμού Ακσάι, απέχοντας λιγότερα από 48 χλμ. από την εγκλωβισμένη 6η Στρατιά. Ωστόσο δεν επρόκειτο να προχωρήσει άλλο. Ο Ζούκοφ έριξε νέες δυνάμεις κατά του Χοτ, επιτυγχάνοντας να σταματήσει οριστικά την προέλασή του.

Η μόνη ελπίδα πλέον των Γερμανών ήταν να επιτεθεί και η 6η Στρατιά, να διασχίσει πολεμώντας τα 48 χλμ. που τη χώριζαν από τον Χοτ και να ενωθεί μαζί του. Ο Μανστάιν άσκησε όλη του την πίεση και την επιρροή στον Πάουλους, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Ο τελευταίος, επηρεαζόμενος και από το φανατικό ναζιστή επιτελάρχη του στρατηγό Σμιντ, δήλωσε στον εμβρόντητο Μανστάιν ότι η 6η Στρατιά θα διατηρούσε τις θέσεις της ως το Πάσχα. Αυτό που ζητούσε μόνο ήταν η βελτίωση απόδοσης της αερογέφυρας!

Υπήρχε πάντως κάποιος που δεν συμμεριζόταν καθόλου την άποψη αυτή. Και αυτός δεν ήταν άλλος από τον Ζούκοφ. Έχοντας σταδιακά σταματήσει τον Χοτ, αντεπιτέθηκε και απώθησε την 4η ΤΘ Στρατιά πίσω από τη γραμμή του ποταμού Ακσάι. Το όνειρο της απελευθέρωσης έσβησε. Παράλληλα ο Ζούκοφ ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τον πολιορκητικό του κλοιό, αλλά και την ηρωική 62η Στρατιά του Τσουίκοφ. Ήδη η πίεση κατά της 6ης Στρατιάς άρχισε να γίνεται ασφυκτική.

Οι Ρώσοι πάντως αρκέστηκαν ολόκληρο το Δεκέμβριο στον καταιονισμό των γερμανικών θέσεων με πυρά πυροβολικού, χωρίς να εξαπολύουν σοβαρές επιθέσεις εναντίον τους. Η εξήγηση της κίνησης αυτής ήταν απλή:αντί να επιχειρήσει να «σκοτώσει» το πτώμα της 6ης Στρατιάς, ο Ζούκοφ συνέλαβε το σχέδιο να εξοντώσει ολόκληρη τη γερμανική ΟΣ που πολεμούσε στον Καύκασο.

Έριξε, λοιπόν, τις δυνάμεις του κατά του Χοτ, απειλώντας να καταλάβει τη στρατηγικής σημασίας πόλη του Ροστόφ. Αν το κατόρθωνε, 30 γερμανικές και συμμαχικές τους μεραρχίες θα παγιδεύονταν στον Καύκασο, σε μια καταστροφή που θα ξεπερνούσε και αυτήν του Στάλινγκραντ. Επίσης συνέχισε να ασκεί πίεση στον άνω Ντον, αναγκάζοντας το γερμανικό μέτωπο σε υποχώρηση.

Η απόσταση ανάμεσα  στις δυνάμεις του Μανστάιν και στην κυκλωμένη 6η Στρατιά συνεχώς μεγάλωνε. Τα κοντινά αεροδρόμια καταλήφθηκαν από τους Ρώσους, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο τον από αέρος ανεφοδιασμό της κυκλωμένης στρατιάς.

Τα εφόδια που έφταναν πια στο Στάλινγκραντ έπεσαν στο ελάχιστο, καθιστώντας τις συνθήκες διαβίωσης των αντρών κάτι παραπάνω από τραγικές. Ουσιαστικά τα τελευταία αποθέματα τροφίμων είχαν καταναλωθεί τα Χριστούγεννα. Σε όλο το υπόλοιπο διάστημα μέχρι την παράδοσή της η 6η Στρατιά θα αντιμετώπιζε το πρόβλημα της έλλειψης τροφίμων εκ των ενόντων.

Η μερίδα του ψωμιού περιορίστηκε στα 70 γραμμάρια ημερησίως και αυτό μόνο για τους ικανούς προς μάχη άντρες. Ένα κιλό πατάτες μαγειρευόταν για 15 άντρες. Οι τραυματίες ελάχιστη τροφή λάμβαναν. Ακόμα χειρότερη ήταν η μοίρα των Ρώσων αιχμαλώτων, στους οποίους οι Γερμανοί απλώς δεν έδιναν τίποτα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, παρατηρήθηκαν ακόμα και κρούσματα κανιβαλισμού μεταξύ των άμοιρων Ρώσων αιχμαλώτων.

Παρ’ όλα αυτά, ελάχιστοι επιβίωσαν. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι από ένα στρατόπεδο με 3.500 Ρώσους αιχμαλώτους επέζησαν μόλις οι 20! Υπό αυτές τις συνθήκες ο Ζούκοφ θεώρησε σκόπιμο να ζητήσει από τον Πάουλους την παράδοση της στρατιάς. Ο τελευταίος όμως, κατόπιν εντολών του Χίτλερ, αρνήθηκε και να ακούσει ακόμη.

Έτσι στις 10 Ιανουαρίου ο Ζούκοφ εξαπέλυσε την επιχείρηση «Δαχτυλίδι», την έφοδο, δηλαδή, κατά των πολιορκημένων Γερμανών. Με το πρώτο φως 7.000 πυροβόλα, ρουκετοβόλα και βαρείς όλμοι άρχισαν να πλήττουν τις γερμανικές θέσεις.

Η σοβιετική προσπάθεια επικεντρώθηκε αρχικά στην εξέχουσα της Μαρινόφκα, την οποία υπεράσπιζαν 3 γερμανικές μεραρχίες -3η και 29 η ΜΜΠ και 44η ΜΠ. Η 44η ΜΠ πρώτη σαρώθηκε κυριολεκτικά, αποκαλύπτοντας τα πλευρά και των άλλων μεραρχιών, που είχαν την ίδια τύχη. Αντίθετα, στο βόρειο τομέα του θύλακα οι Γερμανοί άντεξαν στη ρωσική έφοδο χάρη στην ηρωική άμυνα του 2ου Συντάγματος Αρμάτων της 16ης ΤΘΜ. Αλλά και στο νότιο άκρο του θύλακα η 297η ΜΠ απέκρουσε τις ρωσικές επιθέσεις.

Η φανατισμένη αντίσταση των Γερμανών είχε να κάνει φυσικά με την πειθαρχία και το επίπεδο εκπαίδευσης των αντρών, αλλά και με τη φήμη που καλλιέργησε το επιτελείο της 6ης Στρατιάς, ότι μετά την απόρριψη των προτάσεών του ο Ζούκοφ είχε διατάξει την εκτέλεση των Γερμανών που θα αιχμαλωτίζονταν.

Η ρωσική επίθεση πάντως συνεχίστηκε. Στις 20 Ιανουαρίου εκτοξεύτηκε νέα μεγαλύτερης ισχύος έφοδος, που είχε ως αποτέλεσμα να συρρικνωθεί ο γερμανικός θύλακας.

Τα αεροδρόμια γύρω από την πόλη καταλήφθηκαν και η Λουφτβάφε μόνο τις νύχτες έριχνε με αλεξίπτωτα λιγοστά εφόδια. Στις 26 Ιανουαρίου ο γερμανικός θύλακας κόπηκε στα δύο και η σοβιετική 21η Στρατιά ενώθηκε με την αγωνιζόμενη στα ερείπια της πόλης 62η Στρατιά.

Τέσσερις μέρες αργότερα ο βόρειος θύλακας υπέκυψε. Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και ο Πάουλους. Στις 2 Φεβρουαρίου παραδόθηκαν και οι τελευταίοι Γερμανοί. Η μάχη του Στάλινγκραντ είχε λήξει. Ο Χίτλερ μπορούσε να διαγράψει από τη διάταξη μάχης του 13 ΜΠ, 3 ΤΘΜ, 3 ΜΜΠ και 1 ΜΚ.

Μαζί με τις δυνάμεις αυτές χάθηκαν και 2 ρουμανικές ΜΠ και ένα κροατικό σύνταγμα πεζικού, όπως και διάφορες ανεξάρτητες μονάδες πυροβολικού και μηχανικού. Συνολικά η ανοησία του Χίτλερ και η ευθυνοφοβία του Πάουλους στοίχισαν περισσότερους από 300.000 άντρες. Δεν ήταν όμως μόνο αυτές οι απώλειες. Η απώθηση του Χοτ και η συντριβή των Ιταλών πρόσθεσαν άλλες 150.000 απώλειες στο στρατόπεδο των δυνάμεων του Άξονα.

Η αρχή του τέλους του «χιλιετούς Γ’ Ράιχ» είχε αρχίσει. Εκεί, στη μέση της παγωμένης στέπας σηματοδοτήθηκε το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.