Η «καπιταλιστική» Δύση με επικεφαλής τις ΗΠΑ και η «κομμουνιστική» Ανατολή με επικεφαλής την ΕΣΣΔ, είχαν εμπλακεί από το 1945 στον λεγόμενο «Ψυχρό Πόλεμο» των απειλών, των πραξικοπημάτων και των επεμβάσεων.
Το 1950 η «ψυχρή αναμέτρηση» μετετράπη σε «θερμή», καθώς η Βόρειος Κορέα εισέβαλε στη Νότιο Κορέα, η οποία ευρίσκετο υπό την επιρροή του δυτικού κόσμου. Ο πόλεμος της Κορέας θα ήταν μια από τις πολλές περιφερειακές συγκρούσεις μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, οι οποίες χαρακτήρισαν την ψυχροπολεμική περίοδο έως την πτώση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Οι περιφερειακές συγκρούσεις των δύο αντίπαλων στρατοπέδων είχαν αρχίσει προτού καν η Γερμανία του Χίτλερ ηττηθεί ολοκληρωτικά. Ο ανταρτοπόλεμος στην Ελλάδα την περίοδο 1946-50 ήταν η πρώτη από τις πολλές συγκρούσεις αντάρτικου χαρακτήρα που θα ξεσπούσαν σε όλη την υδρόγειο, υποκινούμενες από την ΕΣΣΔ και την Ερυθρά Κίνα.
Ωστόσο, το 1950, η εισβολή της Βορείου Κορέας στη Νότιο Κορέα ήταν μια πλήρους μεγέθους και κλίμακας εισβολή, με τα χαρακτηριστικά του κεραυνοβόλου πολέμου που είχαν εγκαινιάσει τα τεθωρακισμένα του Χίτλερ μια δεκαετία πριν.
Κορεατικό «Μπλίτζκριγκ»
Η εντεινόμενη διαμάχη μεταξύ Βορρά και Νότου στην Κορέα, όσον αφορά στην ενότητα της χώρας, κορυφώθηκε στις 25 Ιουνίου του 1950, όταν ο κομμουνιστής ηγέτης Κιμ-Ιλ-Σουνγκ διέταξε τις τεθωρακισμένες φάλαγγες των Τ-34 να προελάσουν πέραν του 38ου παραλλήλου που χώριζε τη Β. και τη Ν. Κορέα, για να ενώσουν διά της βίας τη χώρα.
Οι δυνάμεις του Νότου δεν αντέχουν στους οδοστρωτήρες που συνιστούν οι τέσσερις τεθωρακισμένες φάλαγγες των κομμουνιστών που ανατρέπουν κάθε γραμμή άμυνας.
Η ανάπτυξη τεσσάρων αμερικανικών μεραρχιών (24η, 25η, 2α Μεραρχίες Πεζικού και 1η Μεραρχία Ιππικού), στις αρχές Ιουλίου, δεν κατορθώνει να αναχαιτίσει τους Βορειοκορεάτες.
Σκηνές πανικού και ντροπής διαδραματίζονται στις αμερικανικές γραμμές, όπου οι στρατιώτες εγκαταλείπουν αλλόφρονες τις θέσεις τους, μερικές φορές πριν καν αντικρίσουν τον εχθρό, αποκαλύπτοντας το επίπεδο παρακμής στο οποίο είχε περιέλθει ο Στρατός των ΗΠΑ, που είχε επαναπαυθεί στις δάφνες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στα τέλη Ιουλίου 1950, οι Αμερικανοί και οι Νοτιοκορεάτες κατέχουν μόνο μια περίμετρο περίπου 200 χλμ. γύρω από το λιμάνι του Πουσάν, στο νοτιοανατολικό άκρο της κορεατικής χερσονήσου. Η διατήρηση του Πουσάν είναι απαραίτητη εάν θέλουν να επιστρέψουν επιθετικά οι Αμερικανοί στην Κορέα, καθώς διαθέτει λιμενικές εγκαταστάσεις που μπορούν να εξυπηρετήσουν μεγάλου εκτοπίσματος πλοία και ικανές να διαχειριστούν την εκφόρτωση μεγάλων ποσοτήτων εφοδίων.
Τις επόμενες έξι εβδομάδες, οι συμμαχικές δυνάμεις, υποβοηθούμενες από τη βρετανική 27η Ταξιαρχία και μια Ταξιαρχία Πεζοναυτών που κατέφθασαν ως ενισχύσεις, θα εμπλακούν σε μια αιματηρή διελκυστίνδα για την περίμετρο του Πουσάν.
Στις 5 Αυγούστου οι Βορειοκορεάτες επιτυγχάνουν να εισχωρήσουν αρκετά χιλιόμετρα, για να απωθηθούν πάλι πίσω.
Στις 5 Σεπτεμβρίου επαναλαμβάνεται η επίθεσή τους με τα ίδια αποτελέσματα, καθώς πλέον η επίθεση του Βορρά δείχνει σημεία κόπωσης και έλλειψης κρίσιμων εφοδίων για τη συνέχιση του πολέμου. Στην ίδια κατάσταση βρίσκονται ωστόσο και οι Αμερικανοί, οι οποίοι ένα μήνα τώρα είναι αποκομμένοι από τον κόσμο και μάχονται διαρκώς. Στο μυαλό τους τριγυρνά επίμονα το βασανιστικό ερώτημα: «Πού στο διάβολο βρίσκεται ο υπόλοιπος αμερικανικός Στρατός;»
Ελιγμός διά θαλάσσης
Την απάντηση στο ερώτημα αυτό είχε ο ανώτατος διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων της Άπω Ανατολής, στρατηγός Ντάγκλας Μακάρθουρ, ο οποίος είχε αναλάβει την ευθύνη της ανακατάληψης της Νοτίου Κορέας. Ο Μακάρθουρ, ο «θρύλος» του πολέμου του Ειρηνικού, ο πλέον διαφημισμένος στρατιωτικός (στρατηγός 5 αστέρων) των Αμερικανών, γνωστός με το παρατσούκλι «Dug Out Doug» (σε ελεύθερη απόδοση «ο κοπανατζής Νταγκ»), είχε πολλά ελαττώματα, μεταξύ των οποίων υπέρμετρο εγωισμό.
Ωστόσο, ήταν ένας πολύ καλός στρατηγιστής, ο οποίος στην περίπτωση της Κορέας συνέλαβε από πολύ νωρίς (στις 29 Ιουνίου) την ιδέα ενός χτυπήματος που θα παρέλυε τον εχθρό, πλήττοντας όχι το σημείο ισχύος του αλλά ένα ευαίσθητο σημείο το οποίο θα είχε εκτενείς επιπτώσεις στο σύνολο του εχθρικού στρατού υλικά, τακτικά, αλλά και ψυχολογικά.
Η Κορέα είναι μια μεγάλη χερσόνησος που προεξέχει της άπω ανατολικής ασιατικής ηπείρου μέσα στη θάλασσα της Ιαπωνίας. Υψηλές και κακοτράχαλες οροσειρές διασχίζουν τη χερσόνησο κατά μήκος, εξαναγκάζοντας τις οδικές αρτηρίες να διέρχονται μέσα από στενές κοιλάδες.
Το σύνολο σχεδόν των οδικών και σιδηροδρομικών αρτηριών από τη Βόρειο στη Νότιο Κορέα διέρχονται από τη Σεούλ, σχηματίζοντας έναν μοναδικό συγκοινωνιακό κόμβο, ελάχιστα μακριά από τα σύνορα των δύο χωρών. Εκείνος ο οποίος θα ήλεγχε τη Σεούλ, θα ήλεγχε τον ανεφοδιασμό των Βορειοκορεατών στο Νότο. Το πλεονέκτημα των Αμερικανών στην Κορέα έγκειτο στον έλεγχο των θαλασσών, χάρη στην τεράστια ναυτική τους δύναμη, η οποία τους επέτρεπε να χτυπούν κατά βούληση κατά μήκος των κορεατικών ακτών.
Τα δύο αυτά στοιχεία συνδύασε ο Μακάρθουρ, ο οποίος αντί να ακολουθήσει τη συμβατική οδό δράσης, την ενίσχυση δηλαδή του προγεφυρώματος του Πουσάν και την απώθηση σταδιακά των εχθρικών δυνάμεων, επέλεξε να εκτελέσει έναν κυκλωτικό ελιγμό στα απροστάτευτα πλευρά των Βορειοκορεατών, τα οποία δεν ήταν άλλα από τις ευάλωτες στο αμερικανικό Ναυτικό ακτές.
Η διαφορά του ελιγμού αυτού από τους κυκλωτικούς ελιγμούς στην ξηρά έγκειτο στο ότι αυτός θα εκτελείτο από αμφίβιες δυνάμεις. Στόχος της αμφίβιας αυτής επίθεσης θα ήταν το επίνειο της Σεούλ, η πόλη της Ιντσόν. Τελικός σκοπός ήταν η κατάληψη της Σεούλ και, ως εκ τούτου, η αποκοπή του ανεφοδιασμού των Βορειοκορεατών, καθώς και ο εγκλωβισμός τους μεταξύ ενός άκμονος (που θα ήταν οι αποβατικές δυνάμεις) και μιας σφύρας που θα ήταν τα συμμαχικά στρατεύματα, τα οποία θα εξαπέλυαν επίθεση από την περίμετρο του Πουσάν.
Πεζοναύτες: ο ξεχασμένος στρατός
Η επίτευξη του σχεδίου αυτού απαιτούσε έναν τεράστιο αποβατικό στόλο και ειδικευμένα στρατεύματα στις αμφίβιες επιχειρήσεις, μια δυνατότητα η οποία –θα σκεπτόταν ο κάθε μελετητής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου– ήταν αυτονόητη για τις ΗΠΑ, που οργάνωσαν τη μεγαλύτερη απόβαση στην Ιστορία, καθώς και δεκάδες αποβάσεις στη Μεσόγειο και στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Ωστόσο, η είσοδος στην πυρηνική εποχή είχε δημιουργήσει στους Αμερικανούς στρατηγούς και πολιτικούς την εντύπωση ότι τα πυρηνικά όπλα θα ήταν πανάκεια και ότι θα υποκαθιστούσαν σε μεγάλο βαθμό τα συμβατικά όπλα. Έτσι, ενώ το Σώμα Πεζοναυτών (USMC) θεωρείτο ως μια δύναμη σκληροτράχηλων μαχητών, που βασίζονταν στη φυσική και ψυχική τους δύναμη για να πολεμήσουν σε ένα συμβατικό πεδίο μάχης, μπροστά στα πυρηνικά όπλα, εθεωρούντο ως «μαυσωλείο» μιας άλλης εποχής.
Από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη του αεροπορικού όπλου και η σύσταση της αμερικανικής Αεροπορίας (USAF) είχε δημιουργήσει την εντύπωση ότι σε συνδυασμό με τα ατομικά όπλα είχε βρεθεί μια φθηνή και άκρως αποτελεσματική δύναμη σε παγκόσμια κλίμακα.
Η αντίληψη της πολιτικής και κυρίως της στρατιωτικής ανώτατης ηγεσίας των ΗΠΑ για τις αμφίβιες επιχειρήσεις την εποχή αυτή αποδεικνύει την ανικανότητα στρατηγικής και επιχειρησιακής αντίληψης των Αμερικανών στρατιωτικών, οι οποίοι είχαν νικήσει τους Γερμανούς όχι σε έναν πόλεμο ελιγμών αλλά σε έναν πόλεμο φθοράς, χάρη στη βιομηχανική ισχύ της χώρας τους.
Ο Τρούμαν, εκφράζοντας τις απόψεις του στρατηγού Μάρσαλ, έφτασε στο σημείο να πει ότι οι Πεζοναύτες διαθέτουν έναν προπαγανδιστικό μηχανισμό ανάλογο με του Στάλιν, και ότι είναι η αστυνομία ξηράς του Ναυτικού και δεν θα γίνουν τίποτε περισσότερο όσο αυτός είναι πρόεδρος των ΗΠΑ.
Ανάλογη ήταν και η άποψη του Ομάρ Μπράντλεϋ, ενός στρατηγού μειωμένων ικανοτήτων, που επελέγη να ηγηθεί της απόβασης στη Νορμανδία αντί του Πάττον, επειδή ακριβώς ήταν «διαχειρίσιμος».
Ο Μπράντλεϋ είχε δηλώσει απερίφραστα ότι: «Προβλέπω ότι μεγάλης κλίμακας αποβάσεις δεν θα γίνουν ποτέ ξανά στον κόσμο».
Το αποτέλεσμα αυτής της κοντόφθαλμης νοοτροπίας ήταν να μειωθεί ο αριθμός των αποβατικών πλοίων από 610 που υπήρχαν το 1945 σε μόλις 90 το 1950, καθώς μέσα στο 1948 πωλήθηκαν ή διαλύθηκαν 510 πλοία.
Το ίδιο έτος η Δύναμη Πεζοναυτών Στόλου (Fleet Marine Force) μειώθηκε από 35.000 άνδρες σε 23.000, ενώ το 1950 θα μειωνόταν σε μόλις 6 Τάγματα πεζικού και 11 Μοίρες αεροπορίας Πεζοναυτών. Ο Μακάρθουρ, λοιπόν, είχε πολύ δύσκολο έργο για να μπορέσει να συγκεντρώσει τα αμφίβια μέσα και τους ειδικευμένους άνδρες που θα υλοποιούσαν τον αμφίβιο ελιγμό του.
Ιντσόν: «Η απόβαση θα πετύχει, ακριβώς επειδή είναι αδύνατη»
Όσο μεγαλοφυής ήταν η στρατηγική σύλληψη του Μακάρθουρ για μια απόβαση στην περιοχή Ιντσόν-Σεούλ, άλλο τόσο ακατάλληλη ήταν η ακτή της περιοχής αυτής για απόβαση στρατευμάτων. Από τα επτά κριτήρια που είχε θεσπίσει το 1950 το αμερικανικό Ναυτικό ως προϋποθέσεις για μια επιτυχή αποβατική ενέργεια, η Ιντσόν δεν πληρούσε ούτε ένα!
Τα κριτήρια αυτά ήταν: η ικανότητα του Ναυτικού να υποστηρίξει την απόβαση, η προστασία από κακές καιρικές συνθήκες, η συμβατότητα των ακτών και του βυθού στην ευελιξία, το βύθισμα και τη δυνατότητα προσγειάλωσης των αποβατικών σκαφών, η υδρογραφία της ακτής, η έκταση ναρκοθετήσιμων υδάτων, οι συνθήκες που ίσως επέτρεπαν στον εχθρό να παρεμποδίσει τις επιχειρήσεις ναρκαλιείας, καθώς και οι λιμενικές εγκαταστάσεις εκφόρτωσης υλικών και η δυνατότητα βελτίωσής τους.
Συγκεκριμένα, η παλιρροϊκή διαφορά ήταν η μεγαλύτερη στον κόσμο: 32 πόδια μεταξύ αμπώτιδος και πλημμυρίδας. Όταν υπήρχε άμπωτη, το λιμάνι μπορούσε να προσεγγισθεί μόνο μέσω καναλιών ανάμεσα σε επίπεδες εκτάσεις λάσπης, ενώ η ταχύτητα των θαλασσίων ρευμάτων έφθανε τους 3 κόμβους και στο κεντρικό κανάλι έφθανε τους 7-8 κόμβους (την ταχύτητα δηλαδή ενός μικρού LCVP). Σε περίπτωση που κάποιο από αυτά τα σκάφη βυθιζόταν ή ακινητοποιείτο στο νερό, θα μπλοκάριζε το κανάλι. Επιπλέον, τα ύδατα στην Ιντσόν ήταν εύκολο να ναρκοθετηθούν, ενώ μεγάλα υψώματα δέσποζαν της ακτής. Η πιθανή ύπαρξη πυροβολείων θα καθιστούσε τις επιχειρήσεις ναρκαλιείας σχεδόν αδύνατες.
Όσον αφορά στις ακτές αυτές, απλώς δεν υπήρχαν! Οι «ακτές» συνίσταντο από μια σειρά αποβαθρών, κυματοθραυστών και μώλων. Οι έξοδοι των «ακτών» διήρχοντο μέσα από σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις, αποθήκες και τα στενά δρομάκια της πόλης της Ιντσόν. Σε περίπτωση που ο εχθρός είχε οχυρωθεί καλά στην πόλη, η απόβαση θα «κόλλαγε» σε αρκετές ημέρες οδομαχιών.
Οι προσβάσεις προς τις «ακτές» απαιτούσαν ένα παλιρροϊκό βάθος 23 ποδών για ένα LCVP και 29 ποδών για ένα αρματαγωγό LST. Στην Ιντσόν οι συνθήκες αυτές υπήρχαν μόνο 3-4 ημέρες το μήνα. Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα μόνο η 15η και 27η Σεπτεμβρίου και η 11η Οκτωβρίου ήταν κατάλληλες για απόβαση. Το χειρότερο όμως ήταν ότι η απόβαση έπρεπε να γίνει –λόγω της παλίρροιας– είτε αργά το απόγευμα (γεγονός που εσήμαινε ότι υπήρχαν διαθέσιμες μόνο δύο ώρες φωτός για να βγουν οι Πεζοναύτες στην ακτή και να εγκατασταθούν αμυντικά) είτε πολύ πρωί, με αποτέλεσμα γύρω στις 12:00 να αποκοπούν οι Πεζοναύτες από τις μάζες της λάσπης, καθώς θα απεσύροντο τα ύδατα.
Στις 23 Αυγούστου γίνεται στην Ιαπωνία η τελική σύσκεψη για την απόβαση, όπου οι περισσότεροι διαφωνούν, ενώ ο ναύαρχος Ντόιλ, διοικητής του Αμφιβίου Συγκροτήματος Ένα, δηλώνει: «Η απόβαση δεν είναι απολύτως αδύνατη, αλλά δεν την συνιστώ». Ο Μακάρθουρ θυμάται τα λόγια του πατέρα του: «Τα πολεμικά συμβούλια εμπεριέχουν το σπέρμα της δειλίας και της ηττοπάθειας».
Στο μυαλό του γυροφέρνει η επιχείρηση των Άγγλων του Γουλφ το 1759, στον αμερικανικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, εναντίον των Γάλλων του μαρκησίου ντε Μονκάμ, που υπερασπιζόταν το Κεμπέκ. Ο Γουλφ αναρριχήθηκε από τη θάλασσα στους απόκρημνους βράχους, στο βόρειο τμήμα του οχυρού αιφνιδιάζοντας τους Γάλλους και κατέλαβε το οχυρό. Ο Μακάρθουρ αποφασίζει: «Η απόβαση θα πετύχει, ακριβώς επειδή είναι αδύνατη».
Σχεδιασμός και προετοιμασίες
Η γεωγραφία της Ιντσόν δεν ήταν το μόνο πρόβλημα της απόβασης. Λόγω της κατάπτωσης του αμερικανικού Στρατού και του Σώματος των Πεζοναυτών, ήταν πολύ δύσκολο να συγκεντρωθούν οι κατάλληλες δυνάμεις. Ο Μακάρθουρ ζήτησε την 1η Μεραρχία Πεζοναυτών, η οποία όμως για να φθάσει στα πλήρη επίπεδα πολεμικής επάνδρωσης χρειάσθηκε να απογυμνωθεί από προσωπικό η 2α Μεραρχία και να κληθούν και έφεδροι Πεζοναύτες. Όσο για το πολεμικό υλικό, ο Μακάρθουρ ήταν τυχερός.
Οι Πεζοναύτες, παρά τον διωγμό που υφίσταντο, το είχαν συντηρήσει και κρύψει στις αποθήκες των βάσεών τους. Στις 25 Ιουλίου ο Μακάρθουρ έλαβε πλήρη την 1η Μεραρχία Πεζοναυτών και την Αεροπορική Πτέρυγα που τη συνόδευε, μια σημαντική νίκη των Πεζοναυτών κατά της USAF, η οποία διεκδικούσε τα αεροπορικά στοιχεία του Σώματος των Πεζοναυτών.
Η δεύτερη μονάδα που θα έπαιρνε μέρος στην Επιχείρηση «Χρωμίτης» ήταν η 7η Μεραρχία Πεζικού. Και αυτή χρειάσθηκε να συσταθεί εκ των ενόντων, από στελέχη των σχολών πεζικού και πυροβολικού των ΗΠΑ, με τη συμμετοχή 8.000 Νοτιοκορεατών που εντάχθηκαν με το σύστημα του «ζευγαριού» (ένας Αμερικανός στρατιώτης με έναν Κορεάτη). Όπως γίνεται αντιληπτό, η μαχητική της αξία ήταν αμφισβητήσιμη λόγω έλλειψης συνοχής, εκπαίδευσης, αλλά και συνεννόησης μεταξύ των δύο αλλόφυλων στρατιωτών.
Οι δύο μεραρχίες θα συνιστούσαν το 10ο Σώμα (X Corps) υπό την ηγεσία του στρατηγού Άλμοντ, του οποίου όμως η διοίκηση ουσιαστικά άρχιζε μετά την απόβαση, καθώς την ευθύνη γι’ αυτήν θα είχε ο διοικητής Πεζοναυτών, στρατηγός Σμιθ.
Ανάλογη προσπάθεια απαιτήθηκε και για τα μέσα απόβασης. Η ενίσχυση του προγεφυρώματος που θα εξασφάλιζαν οι Πεζοναύτες απαιτούσε την τροφοδοσία του από 47 αρματαγωγά (LST). Το αμερικανικό Ναυτικό διέθετε εκατοντάδες τέτοια σκάφη, αλλά το 1950 είχαν απομείνει μόνο 10 (!) και αυτά όχι 100% επιχειρησιακά. Τη λύση έδωσε η ιαπωνική κυβέρνηση, η οποία είχε ναυλώσει μεγάλο αριθμό LST για τις μετακινήσεις μεταξύ των νήσων της Ιαπωνίας, καθώς ο εμπορικός της στόλος είχε καταστραφεί ολοσχερώς.
Ο σχεδιασμός του «Χρωμίτη», όπως ονομάστηκε η επιχείρηση, υπήρξε ένα θαύμα, καθώς οργανωμένα επιτελεία αμφιβίων επιχειρήσεων δεν υπήρχαν και έπρεπε να εξευρεθούν παλαιοί αξιωματικοί των Πεζοναυτών και ναυτικοί έμπειροι στον αμφίβιο πόλεμο. Σε σύντομο χρονικό διάστημα εκπονήθηκε ένα σχέδιο για να αντιμετωπίσει τις δύσκολες και ανορθόδοξες συνθήκες της απόβασης στην Ιντσόν.
Οι αντικειμενικοί σκοποί
Οι κύριοι αντικειμενικοί σκοποί της απόβασης, η οποία είχε προγραμματιστεί για τις 15 Σεπτεμβρίου ήταν: η κατάληψη του αεροδρομίου Κίμπο πλησίον της Ιντσόν, η διάβαση του ποταμού Χαν, η κατάληψη της Σεούλ, καθώς και η κατάληψη θέσεων αποκοπής βόρεια, βορειοανατολικά και ανατολικά της Σεούλ.
Με την ολοκλήρωση της απόβασης της 1ης Μεραρχίας Πεζοναυτών θα αποβιβαζόταν η 7η Μεραρχία Πεζικού, η οποία θα προήλαυνε στο δεξί νότιο πλευρό των Πεζοναυτών και μαζί θα σχημάτιζαν τον άκμονα στον οποίο θα συντρίβονταν οι βορειοκορεατικές δυνάμεις.
Το πρώτο εμπόδιο για την επιτυχία της απόβασης ήταν η νησίδα Βόλμι-Ντο, η οποία υπήρχε μπροστά στο λιμάνι της Ιντσόν και δέσποζε της πόλης και των λιμενικών εγκαταστάσεων. Επάνω στη μήκους 300 μέτρων νησίδα υπήρχαν πυροβόλα του 918 Συντάγματος Παράκτιου Πυροβολικού που ήλεγχαν τις προσβάσεις προς το λιμάνι, καθώς και 400 περίπου στρατιώτες.
Την κατάληψη της νησίδας θα αναλάμβανε το 3ο Τάγμα του 5ου Συντάγματος Πεζοναυτών μαζί με στοιχεία μηχανικού, πυροβολικού και αναγνώρισης. Τη δύναμη θα αποβίβαζε ένα μεταφορικό πλοίο APA (Attack/Amphibious Τransport) και ένα ΑCΑ (Amphibious Cargo Ship).
Ωστόσο, η ναυσιπλοΐα στο Κανάλι του Ιπτάμενου Ψαριού, όπως λέγεται η είσοδος στο λιμάνι της Ιντσόν, ήταν πολύ δύσκολη για τα πλοία αυτά, τα οποία επιπλέον δεν είχαν ραντάρ. Τελικά επελέγησαν 3 αντιτορπιλικά APD (Assault Personnel Destroyers) και ένα πλοίο αποβάσεων LSD (Landing Ship Dock), τα οποία μπορούσαν να ελιχθούν στα αβαθή ύδατα του καναλιού. Προς υποστήριξη της δύναμης αυτής, είχαν διατεθεί αντιτορπιλικά και αποβατικά εξοπλισμένα με ρουκέτες. Η ακτή στην οποία θα αποβιβαζόταν το μικρό αποβατικό συγκρότημα ονομαζόταν «Πράσινη Ακτή».
Τα υπόλοιπα δύο τάγματα του 5ου Συντάγματος Πεζοναυτών θα αποβιβάζονταν βόρεια του στενού διαδρόμου που συνέδεε τη Βόλμι-Ντο με την ξηρά, στην λεγόμενη «Κόκκινη Ακτή». Εν συνεχεία θα προήλαυναν στους λόφους του βρετανικού προξενείου και του παρατηρητηρίου.
Το 1ο Σύνταγμα Πεζοναυτών θα αποβιβαζόταν νοτίως της Ιντσόν στην «Κυανή Ακτή» και εν συνεχεία θα στρεφόταν αριστερά, για να αποκτήσει επαφή με το 5ο Σύνταγμα Πεζοναυτών, δημιουργώντας μια προστατευτική ασπίδα στο προγεφύρωμα της Ιντσόν. Εφεδρεία στην απόβαση θα ήταν αντί του 7ου Συντάγματος Πεζοναυτών (το οποίο δεν είχε προλάβει να συμμετάσχει στην επιχείρηση) το 1ο Σύνταγμα Κορεατών Πεζοναυτών.
Ιδιαίτερης σημασίας θα ήταν ο καθορισμός της αεροπορικής και ναυτικής υποστήριξης. Ο διοικητής της JTF 77, ναύαρχος Στραμπλ, απαγόρευσε στην USAF να εκτελέσει επιχειρήσεις στην περιοχή της Ιντσόν-Σεούλ καθώς, ως βετεράνος της «Ακτής Ομάχα» το 1944, είχε διαπιστώσει ότι η αεροπορική υποστήριξη της 8ης Αεροπορικής Δύναμης είχε αποδειχθεί αναποτελεσματική. Ο Στραμπλ αποφάσισε να στηριχθεί στους τακτικούς βομβαρδισμούς των Corsair των Πεζοναυτών και των Skyraider του Ναυτικού.
Ο ναυτικός βομβαρδισμός επί μακρύ χρονικό διάστημα κρίθηκε απαραίτητος, καθώς διαπιστώθηκε η ύπαρξη 106 «σκληρών» στόχων (οχυρώσεις και πυροβολεία), που δέσποζαν σε περισσότερες από μια ακτές. Βέβαια, κάτι τέτοιο θα επέσυρε την προσοχή των Βορειοκορεατών σχετικά με την πραγματική περιοχή της απόβασης. Γι’ αυτό αποφασίστηκε δύο ημέρες πριν την απόβαση (D-2) να βομβαρδιστεί η νησίδα Βόλμι-Ντο από μικρή απόσταση (από αντιτορπιλικά), ενώ τα καταδρομικά θα βομβάρδιζαν την Ιντσόν.
Τέλος, αρκετό διάστημα πριν την απόβαση, οι Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών (UDT) του Ναυτικού διενεργούσαν ήδη αφέσεις υλικών αναγνώρισης στις δυτικές ακτές της Κορέας, ώστε να παραπλανήσουν τον εχθρό για τις προθέσεις των Αμερικανών.
Επιπλέον όλων των άλλων, στις 12-13 Σεπτεμβρίου (D-2) θα διενεργείτο παραπλανητική επίθεση 22 χλμ. νοτίως της Ιντσόν από έναν Λόχο Ranger του Στρατού, στη νήσο Ρομπ, μαζί με 6 Βρετανούς βατραχανθρώπους της 1 SBS.
Η κατάληψη της Βόλμι-Ντο
Η νηοπομπή των 260 πλοίων του στόλου εισβολής απέπλευσε από την Γιοκοχάμα στις 5 Σεπτεμβρίου, μεταφέροντας 70.000 Αμερικανούς και Κορεάτες στρατιώτες. Ήδη στην περιοχή της απόβασης και συγκεκριμένα στη νήσο Γιονγκχάνγκ-Ντο, 22 χλμ. ανοικτά της Ιντσόν, είχαν καταφθάσει 7 βατραχάνθρωποι των UDT με επικεφαλής τον υποπλοίαρχο Κλαρκ, με σκοπό την επόπτευση της περιοχής. Ο Κλαρκ είχε κατορθώσει να εγκαταστήσει στη νησίδα Βόλμι-Ντο Νοτιοκορεάτες πράκτορες που μετέδιδαν πληροφορίες για την άμυνα.
Επιπλέον, ο Κλαρκ είχε αναλάβει να εξασφαλίσει τη λειτουργία του φάρου της νησίδος, ώστε να καθοδηγηθεί τη νύχτα της 14ης προς 15η Σεπτεμβρίου η αποβατική δύναμη. Η επίθεση ξεκίνησε στις 10 Σεπτεμβρίου, με βομβαρδισμούς της νησίδας Βόλμι-Ντο από Corsair. Στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε ο κύριος βομβαρδισμός από τα καταδρομικά και τα αντιτορπιλικά της δύναμης εισβολής. Η Βόλμι-Ντο δέχθηκε συνολικά 2.732 βλήματα των 5 ιντσών από απόσταση 700 μέτρων, καθώς και δεκάδες βόμβες ναπάλμ από τα Corsair.
Τη νύχτα 14/15 Σεπτεμβρίου η αποβατική δύναμη που προοριζόταν για τη Βόλμι-Ντο άρχισε να διαπλέει το επικίνδυνο κανάλι του Ιπτάμενου Ψαριού, καθοδηγούμενη από τον φάρο του Γιοκχάνγκ-Ντο, που είχε θέσει σε λειτουργία ο Κλαρκ. Των βαρυφορτωμένων με Πεζοναύτες αντιτορπιλικών APD «Diachen Ko», «H.A. Bass» και «Wantuk» προηγούντο τα αντιτορπιλικά «Mansfield», «De Haren» και «Swenson», ενώ ακολουθούσαν το LSD «Fort Marion», τα αποβατικά σκάφη υποστήριξης LSM(R) 401, 403 και 404, τρία ακόμη αντιτορπιλικά («Southerland», «Gurke», «Henderson») και τελευταίο το πλοίο διοικήσεως «Mount McKinley», στο οποίο επέβαιναν ο Μακάρθουρ και τα επιτελεία του 10ου Σώματος και της 1ης Μεραρχίας Πεζοναυτών.
Στις 06:15 άρχισαν να εκτοξεύονται οι ρουκέτες των αποβατικών LSM(R), ενώ στις 06:28 μια δύναμη 38 Corsair των Μοιρών Πεζοναυτών VMF-214 και VMF-313 άρχισαν να βομβαρδίζουν τη νησίδα, με αποκορύφωμα την εκτόξευση εγκαιροφλεγών βλημάτων από τα αντιτορπιλικά. Στις 06:33 οι Λόχοι «G» και «Η» του 3/5 Τάγματος Πεζοναυτών έβγαιναν από τις ακάτους LCVP στην ακτή της Βόλμι-Ντο. Οι Πεζοναύτες γρήγορα κατέλαβαν τον Λόφο του Ασυρμάτου και το Βόρειο Άκρο της νήσου, ενώ ταυτόχρονα έστησαν ένα οδόφραγμα στην αρχή του διαδρόμου που οδηγούσε στην Ιντσόν.
Στις 06:50 τα ακολουθούντα κύματα άρχισαν να καταφθάνουν προσφέροντας στους Πεζοναύτες 6 άρματα Μ-26 Pershing, ένα άρμα-φλογοβόλο, δύο θωρακισμένες μπουλντόζες, ένα όχημα περισυλλογής, καθώς και τον Λόχο «Ι». Οι Αμερικανοί, όταν είδαν την άμυνα της νήσου, κατάλαβαν ότι ήταν τυχεροί, καθώς ανακαλύφθηκαν εξαιρετικές οχυρώσεις, ανέπαφα πυροβόλα των 76 χλστ., καθώς και δεκάδες νάρκες και παγίδες. Η τρομακτική ισχύς πυρός και η χαμηλή ποιότητα των 400 αμυνομένων του βορειοκορεατικού 226 Συντάγματος έσωσε πολλές αμερικανικές ζωές.
Στις 12:00 η άμπωτη είχε αποκαλύψει τον βυθό της θάλασσας στις ακτές, δημιουργώντας τεράστιες εκτάσεις παχιάς λάσπης, που απομόνωναν τους Πεζοναύτες στη Βόλμι-Ντο. Ωστόσο, τα αεροπλανοφόρα συνοδείας «Baedong Strait» και «Sicily» εξαπέλυσαν σφοδρές αεροπορικές επιθέσεις που καθήλωσαν τους Βορειοκορεάτες στις θέσεις τους.
«Κόκκινη Ακτή»
Η απογευματινή άνοδος των υδάτων έδωσε το σήμα έναρξης για την εξαπόλυση των κύριων αποβάσεων. Τα 1ο και 2ο Τάγμα του 5ου Συντάγματος Πεζοναυτών θα αποβιβάζονταν βορείως του διαδρόμου που συνέδεε τη Βόλμι-Ντο με την ξηρά, στην «Κόκκινη Ακτή», με αντικειμενικούς σκοπούς τους λόφους του κοιμητηρίου και του βρετανικού προξενείου, καθώς και τη βόρεια και νότια πλευρά του λόφου του παρατηρητηρίου, αντίστοιχα.
Ακριβώς στις 17:33, τα πρώτα LCVP των 1ου και 2ου Τάγματος Πεζοναυτών έφθασαν στους κυματοθραύστες ύψους 4-5 μέτρων. Αμέσως οι Πεζοναύτες έστησαν τις δεκάδες αυτοσχέδιες σκάλες που είχαν μαζί τους, ώστε να αναρριχηθούν στο εμπόδιο αυτό και να εισχωρήσουν στο εσωτερικό της Ιντσόν. Οι Πεζοναύτες κατόρθωσαν να εδραιωθούν στην ακτή και να καταλάβουν τον λόφο του κοιμητηρίου χρησιμοποιώντας χειροβομβίδες και φλογοβόλα για την εξουδετέρωση των πολυβολείων που δέσποζαν της περιοχής.
Μετά από μια ώρα άρχισε η επικίνδυνη επιχείρηση προσέγγισης στην ακτή των 8 LST, που μετέφεραν 30.000 τόνους εφοδίων και βαρύ υλικό. Τα LST θα πλησίαζαν τους κυματοθραύστες και θα «κάθονταν» στη λάσπη με την άμπωτη, οπότε και θα τα ξεφόρτωναν οι Πεζοναύτες. Ο κίνδυνος προσβολής και ανατίναξης των LST τόσο κατά την πλεύση όσο και κατά την παραμονή στους κυματοθραύστες ήταν πολύ μεγάλος.
Τέλος, η «Κόκκινη Ακτή» δεν θα ήταν ασφαλής, εάν δεν κατελαμβάνετο ο λόφος του παρατηρητηρίου. Παρά τα πυρά που δέχονταν από τον λόφο, οι Πεζοναύτες είχαν κατορθώσει να βάλουν σε κάποια τάξη το χάος των αποβατικών δρομολογίων στην ακτή, αλλά και να καταφέρουν να εξαπολύσουν μια νυκτερινή επίθεση, η οποία εξασφάλισε τον λόφο. Τελικά, τα δύο τάγματα οργάνωσαν τις θέσεις τους αναμένοντας το πρώτο φως για τη συνέχιση τα επίθεσης εντός της Ιντσόν.
«Κυανή Ακτή»
Το 1ο Σύνταγμα Πεζοναυτών θα αποβιβαζόταν νοτίως της Ιντσόν στην «Κυανή Ακτή», έχοντας μπροστά δύο τάγματα: το 2ο στην «Κυανή Ακτή 1» και το 3ο στην «Κυανή Ακτή 2». Το 1ο Τάγμα θα αποβιβαζόταν στην «Κυανή Ακτή 2», όταν το 3ο Τάγμα θα προχωρούσε στο εσωτερικό.
Εάν η «Κόκκινη Ακτή» ήταν ακατάλληλη για απόβαση, η «Κυανή Ακτή» ήταν δύο φορές ακατάλληλη. Καταρχήν η ακτή περικλειόταν από δύο εξέχοντα σημεία, τα οποία, εάν τα κατείχε ο εχθρός, θα μπορούσαν να εξοντώσουν τα ερπυστριοφόρα αμφίβια οχήματα LVT. Τα τελευταία είχαν να διασχίσουν 3.800 μέτρα ανοικτών λασπότοπων, μια πορεία διαρκείας 45 λεπτών.
Η «Κυανή Ακτή 1» συνίστατο από μια μικρή πετρώδη γλώσσα ξηράς, στην οποία δέσποζε ένα απότομο ύψωμα λίγα μέτρα πιο μακριά. Η μοναδική έξοδος της ακτής ήταν ένα στενό μονοπάτι που περιτριγύριζε τον λόφο. Η «Κυανή Ακτή 2» ήταν ένας κυματοθραύστης που το ένα άκρο του σχημάτιζε έναν ορμίσκο.
Η απόβαση και στην ακτή αυτή άρχισε με σφοδρό βομβαρδισμό από τα βρετανικά καταδρομικά HMS «Kenya» και HMS «Jamaica», τα αμερικανικά αντιτορπιλικά USS «Gurke» και «Henderson», τα αποβατικά υποστήριξης LSM(R) 401 και 404, καθώς και από αεροσκάφη Skyraider.
Στις 17:05 τα 172 θωρακισμένα LVT άρχισαν την τελική πορεία τους προς την ακτή. Στη φάση αυτή όμως παρενέβη ένας αστάθμητος παράγοντας: τεράστια νέφη καπνού από τις φωτιές στη νησίδα Βόλμι-Ντο και στην «Κόκκινη Ακτή» μεταφέρθηκαν από τον αέρα στην «Κυανή Ακτή», με αποτέλεσμα να αποκρυφθεί πλήρως η ακτή και να δημιουργηθούν σοβαρότατα προβλήματα ναυτιλίας, τα οποία διογκώθηκαν από την έλλειψη καθοδηγητικών λέμβων των αποβατικών κυμάτων.
Κανονικά, το ποσοστό καθοδηγητικών λέμβων ήταν μια ανά 5 ή 6 αποβατικές ακάτους (ή LVT) ήτοι 32 τουλάχιστον λέμβοι. Στην «Κυανή Ακτή» υπήρχαν μόνο τέσσερις! Είχαν αρχίσει πλέον να φαίνονται οι παρενέργειες των λανθασμένων απόψεων της ανωτάτης αμερικανικής ηγεσίας και του παραμελημένου αμφίβιου πολέμου.
Αρχικά, τα τρία πρώτα κύματα του 2ου και 3ου Τάγματος έφθασαν με τάξη στην ακτή, μετά ωστόσο επικράτησε χάος. Το σκάφος ελέγχου των αποβατικών κυμάτων στην «Κυανή Ακτή» USS «Wantuck» δεν έβλεπε την ακτή, με αποτέλεσμα δεκάδες LVT να περιφέρονται χωρίς κανέναν σκοπό και προορισμό, ελλείψει καθοδηγητικών λέμβων, ενώ την κατάσταση δυσκόλευε περισσότερο το ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα από τα αριστερά προς δεξιά της ακτής, του οποίου η ταχύτητα ήταν ίση με εκείνη των LVT.
Στο μεταξύ στην ακτή, το 2ο και 3ο Τάγμα είχαν αρχίσει να προωθούνται προς τους καθορισμένους στόχους τους. Το 2ο Τάγμα κατόρθωσε να καταλάβει αμαχητί τον δεσπόζοντα της «Κυανής Ακτής 1» λόφο, ενώ έως τις 22:00 είχε επιτύχει να καταλάβει τον ΑΝΣΚ «Α», μια διασταύρωση, καθώς και τον ΑΝΣΚ «Β», τον Λόφο 117 που ήλεγχε την οδό Ιντσόν-Γιονγκντουνγκπό. Στη διάρκεια των μαχών συνελήφθησαν 15 Βορειοκορεάτες και σκοτώθηκαν άλλοι 50 περίπου.
Το 3ο Τάγμα αναρριχήθηκε από τα LVT στον κυματοθραύστη με σκάλες που έφεραν μαζί τους οι άνδρες, οι οποίοι προωθήθηκαν στους ΑΝΣΚ «C» και «D», τους Λόφους 94 και 223 αντίστοιχα. Με νυκτερινή επίθεση κατελήφθη ο Λόφος 94, αλλά η επίθεση στον Λόφο 223 ανεστάλη, καθώς το έδαφος ήταν άγνωστο και είχε ήδη νυχτώσει.
Το 1ο Τάγμα ωστόσο προσπαθούσε μέσα στη θάλασσα να ανακαλύψει την ακτή. Στη γενική σύγχυση συνέβαλε και ο προβολέας του Γουαντούκ, ο οποίος θεωρήθηκε ως σήμα από την «Κυανή Ακτή 2». Το αποτέλεσμα ήταν ο Λόχος «Α» και μέρος του Λόχου «Β» να αποβιβασθούν στην «Κυανή Ακτή 2», ενώ το υπόλοιπο τάγμα βγήκε στις αποβάθρες της Ιντσόν και ήρθε περπατώντας στην ακτή το επόμενο πρωί.
Επιχειρήσεις διοικητικής μέριμνας
Παρά τα λάθη, τη νύχτα της 15ης Σεπτεμβρίου, οι ακτές της Ιντσόν μπορούσαν πλέον να κηρυχθούν ασφαλείς ώστε να επιτραπεί η έναρξη των επιχειρήσεων διοικητικής μέριμνας της απόβασης, δηλαδή η έξοδος στην ακτή πυροβόλων, αρμάτων, πυρομαχικών, τροφίμων και ιατρικού υλικού.
Οι Αμερικανοί Πεζοναύτες έχουν ένα ρητό: «Όταν οι ερασιτέχνες μιλούν για τακτικές, οι επαγγελματίες μιλούν για διοικητική μέριμνα», θέλοντας να καταδείξουν ότι εξίσου σημαντική με τη μαχητική φάση της απόβασης είναι και η φάση ενίσχυσης του προγεφυρώματος με τα βαρέα υλικά, καθώς και η ανάπτυξη ενός συστήματος διοικητικής μέριμνας στην ακτή, ώστε να «αιμοδοτούνται» τα μάχιμα τμήματα.
Ελλείψει αεροπορικής απειλής, τα πρώτα βαρέα υλικά στην ακτή ήταν τα πυροβόλα των 105 χλστ. του 11ου Συντάγματος Πυροβολικού των Πεζοναυτών. Έως τις 21:50 τα αμφίβια τροχοφόρα DUKW είχαν μεταφέρει στην ακτή τα πυροβόλα, αν και λόγω της νύχτας και της παύσης των επιχειρήσεων, δεν είχαν να κάνουν τίποτε. Ομοίως και τα τεθωρακισμένα (εκτός από μια Ίλη που βγήκε στην «Κόκκινη Ακτή») κρατήθηκαν στα πλοία έως τις 17 Σεπτεμβρίου.
Την οργάνωση και εκκαθάριση των ακτών είχε αναλάβει το Τάγμα Ομάδων Ακτής του συνταγματάρχη Πούλερ. Πρώτη ενέργεια του Πούλερ ήταν η εκφόρτωση των 8 LST που είχαν προσαράξει στην «Κόκκινη Ακτή» κάτω από τον κυματοθραύστη. Τα πρώτα οχήματα που βγήκαν από τα LST ήταν μπουλντόζες, οι οποίες άρχισαν να ανατινάζουν τμήματα του κυματοθραύστη και να διαμορφώνουν τα μπάζα ως διάδρομο, ώστε τα οχήματα να περάσουν στο εσωτερικό της ακτής.
Τα 8 LST έπρεπε μέχρι το πρωί να έχουν εκφορτωθεί ώστε να αποπλεύσουν με την πρωινή πλημμυρίδα και να κάνουν χώρο για τα επόμενα. Εντός 4 ωρών η εργασία αυτή είχε εκτελεσθεί υπό το φως προβολέων που προσήλκυαν τα πυρά του εχθρού.
Έως τα μεσάνυκτα της 15ης Σεπτεμβρίου είχαν βγει στην ακτή 13.000 άνδρες και τα υλικά τους. Οι συνολικές απώλειες των Αμερικανών στη διάρκεια της απόβασης ήταν 21 νεκροί, 1 αγνοούμενος και 174 τραυματίες. Για τον εχθρό δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι αριθμοί απωλειών. Παρά τις αντίξοες γεωγραφικές και τακτικές συνθήκες η απόβαση πέτυχε και γι’ αυτό θεωρήθηκε ως κάτι το απλό από τους ιστορικούς. Ωστόσο, ο στρατηγός Σμιθ της 1ης Μεραρχίας Πεζοναυτών διευκρίνισε αργότερα ότι «φάνηκε τόσο απλή [η απόβαση] επειδή την εκτέλεσαν επαγγελματίες».
Διάβαση του Χαν και κατάληψη της Σεούλ
Στις 16 Σεπτεμβρίου (D+1) οι Πεζοναύτες ξεχύθηκαν από το προγεφύρωμα για να εκπληρώσουν τους υπόλοιπους σκοπούς της Επιχείρησης «Χρωμίτης». Το 1ο Σύνταγμα Πεζοναυτών κατευθύνθηκε προς το βιομηχανικό προάστιο της Σεούλ, Γιονγκντουνγκπό, ενώ το 5ο Σύνταγμα Πεζοναυτών κατευθύνθηκε προς το αεροδρόμιο Κίμπο. Μια προσπάθεια του εχθρού να αντεπιτεθεί με μια φάλαγγα Τ-34 αναχαιτίσθηκε από τα Corsair των Πεζοναυτών, τα οποία κατέστρεψαν τα άρματα με βόμβες ναπάλμ.
Στις 18 Σεπτεμβρίου, το 5ο Σύνταγμα Πεζοναυτών κατέλαβε το Κίμπο, που διέθετε διάδρομο μήκους περίπου 2 χλμ., με αποτέλεσμα να επιτραπεί η εγκατάσταση των αεροσκαφών των Μοιρών Πεζοναυτών VMF-212, VMF312 και VMF (N)-542, για να προσφέρουν ευχερέστερα την υποστήριξή τους στα επίγεια τμήματα. Τη νύχτα 19/20 Σεπτεμβρίου το 5ο Σύνταγμα Πεζοναυτών ετοιμάσθηκε να διαβεί τον ποταμό Χαν, τελευταίο εμπόδιο πριν τη Σεούλ.
Της διάβασης προηγήθηκαν αναγνωρίσεις από τον 1ο Λόχο Αναγνωρίσεως Πεζοναυτών και από βατραχανθρώπους των UDT. Ωστόσο, το πρώτο κύμα των LVT αντιμετώπισε σφοδρότατο πυρ από βαρείς όλμους και πολυβόλα του εχθρού, με αποτέλεσμα να ανακληθεί η επίθεση. Πέντε ώρες αργότερα, η δεύτερη προσπάθεια υπήρξε επιτυχής και το 5ο Σύνταγμα μαζί με το Σύνταγμα Κορεατών Πεζοναυτών εδραιώθηκαν στην απέναντι όχθη.
Το 1ο Σύνταγμα Πεζοναυτών διεξήγαγε αργή προέλαση μέσα στο προάστιο Γιονγκντουνγκπό, καθώς συναντούσε σκληρή αντίσταση σε κάθε οδό και κτίριο. Μόνο 200 άνδρες του Λόχου «Α» του 1/1 Τάγματος κατόρθωσαν να διεισδύσουν στο κέντρο της περιοχής, όπου και οχυρώθηκαν.
Στις 21 Σεπτεμβρίου, 300 πτώματα Βορειοκορεατών υπήρχαν μπροστά στη μικρή περίμετρο των Πεζοναυτών, αποτέλεσμα των συνεχών εχθρικών επιθέσεων. Την ίδια ημέρα, το 1ο Σύνταγμα Πεζοναυτών κατόρθωσε να ανατρέψει πλήρως την εχθρική άμυνα στο προάστιο, ασφαλίζοντας έτσι ολόκληρη τη νότια όχθη του ποταμού Χαν.
Στις 22 Σεπτεμβρίου άρχισε η επίθεση για την κατάληψη της Σεούλ. Το 5ο Σύνταγμα Πεζοναυτών επιτέθηκε στον βορειοδυτικό τομέα της πόλης που υπεράσπιζε το 78ο Σύνταγμα και η 25η Ταξιαρχία του βορειοκορεατικού Στρατού, δύο έμπειρες μονάδες. Η πρόοδος των Αμερικανών υπήρξε αργή και αιματηρή, αλλά στις 23 του μηνός κατόρθωσαν να καταλάβουν τον Λόφο 56, την πιο σημαντική αμυντική θέση του εχθρού. Ταυτόχρονα, στη μάχη ρίχτηκαν το 1ο Σύνταγμα και το 7ο Σύνταγμα (το οποίο είχε μόλις αφιχθεί).
Την κρίσιμη εκείνη στιγμή ξέσπασε μια έντονη διαμάχη μεταξύ Στρατού και Πεζοναυτών. Ο διοικητής του 10ου Σώματος στρατηγός Άλμοντ, βλέποντας ότι η όλη επιχείρηση από την απόβαση στην Ιντσόν έως την κατάληψη της Σεούλ θα περνούσε στην Ιστορία ως μια αποκλειστικά «πεζοναυτική υπόθεση», σταμάτησε την επίθεση για να αναπροσαρμόσει το σχέδιο, ώστε να έχει και ο Στρατός συμμετοχή. Έως τότε η 7η Μεραρχία Πεζικού είχε χρησιμοποιηθεί μόνο ως πλαγιοφυλακή των Πεζοναυτών.
Η επέμβαση του Άλμοντ αντιμετωπίσθηκε με έντονη αντίδραση από τον διοικητή της 1ης Μεραρχίας Πεζοναυτών στρατηγό Σμιθ, ο οποίος είδε έκπληκτος τον Άλμοντ να βγαίνει στην ακτή στις 21 Σεπτεμβρίου (έξι ολόκληρες ημέρες μετά την απόβαση) και να σέρνει ένα επιτελείο με μονάδες κλιματισμού, ντουζιέρες, ασημένια σερβίτσια και φρέσκο φαγητό που είχε φτάσει αεροπορικώς από την Ιαπωνία!
Τελικά η επέμβαση του Μακάρθουρ, προστάτη του Άλμοντ, επέβαλε το σχέδιο του τελευταίου. Έτσι, στις 25 Σεπτεμβρίου οι αμερικανικές δυνάμεις επιτέθηκαν από τρεις διευθύνσεις: το 5ο Σύνταγμα Πεζοναυτών από βορειοδυτικά, το 1ο Σύνταγμα Πεζοναυτών από νοτιοδυτικά και το 32ο Σύνταγμα Πεζικού από νοτιοανατολικά, εκτελώντας κυκλωτικό ελιγμό. Το σχέδιο αυτό άφηνε επικίνδυνα εκτεθειμένες τις δύο μονάδες των Πεζοναυτών. Στις 25 Σεπτεμβρίου η επίθεση άρχισε και εξελίχθηκε αμέσως σε σφοδρές οδομαχίες, όπως είχαν προβλέψει οι Πεζοναύτες, παρά τον εντυπωσιακό αλλά άχρηστο ελιγμό του Άλμοντ. Η Σεούλ έπρεπε να καταληφθεί με αιματηρές μάχες από σπίτι σε σπίτι και από δρόμο σε δρόμο.
Την ίδια μέρα, το 32ο Σύνταγμα κατέλαβε το πιο ψηλό σημείο της Σεούλ, το Βόρειο Όρος, με αποτέλεσμα ο Άλμοντ να θεωρήσει την πόλη απελευθερωμένη από τον Στρατό. Ωστόσο, χρειάστηκαν τρεις ολόκληρες ημέρες σφοδρών μαχών για να καταληφθεί η πόλη. Στις 28 Σεπτεμβρίου και ενώ η κυβέρνηση του Σήγκμαν-Ρι, προέδρου της Νοτίου Κορέας απεκαθίστατο, πυροβολισμοί και εκρήξεις έπεφταν ακόμη στην Σεούλ.
Η επίδραση της απόβασης
Η απόβαση στην Ιντσόν υπήρξε επιτυχής και είχε τις στρατηγικές επιπτώσεις που υπολόγιζε ο Μακάρθουρ. Ο βορειοκορεατικός Στρατός στην περίμετρο του Πουσάν βρέθηκε αποκομμένος από τις γραμμές ανεφοδιασμού του, ενώ βίωνε ήδη σημαντικές ελλείψεις σε τρόφιμα και πυρομαχικά.
Ωστόσο, η επίθεση της «σφύρας» που αντιπροσώπευε η 8η Στρατιά του στρατηγού Γουόκερ δεν υπήρξε η αναμενόμενη. Στις 19 Σεπτεμβρίου άρχισε νωχελικά μια κίνηση των αμερικανικών δυνάμεων και μόνο αφού ο Μακάρθουρ απείλησε με μια δεύτερη απόβαση στον αντίποδα της Σέουλ στην ανατολική ακτή, στην πόλη Βονσάν.
Στην ουσία, η 8η Στρατιά δεν διέρρηξε την περίμετρο του Πουσάν, απλώς ακολούθησε τους αυτοδιαλυόμενους Βορειοκορεάτες, οι οποίοι εξαναγκάσθηκαν σε αυτή την επιλογή από την απόβαση στην Ιντσόν.
Ένας από τους στόχους του Μακάρθουρ, η παγίδευση των βορειοκορεατικών στρατευμάτων στο Νότο, δεν υλοποιήθηκε, καθώς η απελπιστικά αργή προέλαση της 8ης Στρατιάς επέτρεψε σε περισσότερους από 50.000 από τους 70.000 συνολικά Βορειοκορεάτες να ξεφύγουν και να σχηματίσουν ανταρτικά σώματα στα βουνά ή να ανασυγκροτηθούν βορειότερα. Στις 27 Σεπτεμβρίου, τελικά, η 8η Στρατιά με την ισχυρή συνδρομή της USAF κατόρθωσε να συναντηθεί με το 10ο Σώμα στην πόλη Οσάν.
Η απόβαση στην Ιντσόν, ωστόσο, υπήρξε όχι μόνο η αιτία σωτηρίας της Νοτίου Κορέας, αλλά και η αιτία εξαπόλυσης μιας γενικής επίθεσης των δυνάμεων του ΟΗΕ πέραν του 38ου παραλλήλου, η οποία έφερε τα συμμαχικά στρατεύματα σχεδόν στα κινεζικά σύνορα στις 25 Οκτωβρίου, απελευθερώνοντας τη Βόρειο Κορέα.
Η αποβατική ενέργεια του Μακάρθουρ υπενθύμισε επίσης στο Πεντάγωνο εκείνο το οποίο προσπαθούσε να ξεχάσει από το 1945, ότι οι ΗΠΑ ήταν μια ναυτική δύναμη και ότι αν επιθυμούσαν να διαδραματίσουν τον παγκόσμιο ρόλο που ήθελαν, θα έπρεπε να διαθέτουν ισχυρό Ναυτικό και αμφίβιες δυνάμεις. Επιπλέον, η επιτυχία της απόβασης στην Ιντσόν ξύπνησε την πολιτικο-στρατιωτική ηγεσία των ΗΠΑ από την «πυρηνική ύπνωση» στην οποία είχε περιέλθει.
Ο πόλεμος στην Κορέα απέδειξε ότι η χρήση πυρηνικών όπλων δεν είναι τόσο εύκολη απόφαση (εν όψει μάλιστα απώλειας του μονοπωλίου τέτοιων όπλων από τις ΗΠΑ εκείνη την εποχή) σε έναν περιφερειακό και «περιορισμένο» πόλεμο. Η ανάγκη ύπαρξης ικανών συμβατικών δυνάμεων που θα αντιμετώπιζαν περιφερειακές συγκρούσεις απεδείχθη πλέον καταφανώς.
Δύο φορές στον πόλεμο της Κορέας (στην υποχώρηση στο Πουσάν και στην υποχώρηση από τον ποταμό Γιαλού) οι ΗΠΑ βρέθηκαν προ του διλήμματος χρήσης πυρηνικών όπλων, αλλά δεν το τόλμησαν. Τέλος, εκτός της Νοτίου Κορέας διασώθηκε και το Σώμα Πεζοναυτών, το οποίο έδειξε την αξία ύπαρξης ειδικών αμφιβίων μέσων, εκπαιδευμένων ανδρών και κυρίως έμπειρων επιτελείων στις αμφίβιες επιχειρήσεις.
Χωρίς τη συνδρομή του στρατηγού Σμιθ και του ναυάρχου Ντόιλ, η απόβαση στην Ιντσόν θα ήταν αδύνατη.