Από τις δυνάμεις της USAF στην Ευρώπη, είκοσι πλεονάζοντα μονοθέσια F-102A και 4 διθέσια TF-102A εξόπλισαν για επτά χρόνια (1970-1977) την 342 Μοίρα Παντός Καιρού (ΜΠΚ) της Πολεμικής Αεροπορίας.
Όλα τα αεροσκάφη ήρθαν βαµµένα µε το ADC Grey και µέχρι το 1974 διατήρησαν αυτό το χρώµα σε όλες τις επιφάνειες τους. Από το 1974 και µετά τα αεροσκάφη βάφτηκαν µε την παραλλαγή «Vietnam». Τα ελληνικά F-102A άρχισαν να αποσύρονται σταδιακά από τον Ιανουάριο του 1977 για να αντικατασταθούν από τα Mirage F.1CG.
Το TF-102A, όπως είναι φυσικό είχε κατώτερες επιδόσεις από το F-102A, κυρίως λόγω της ιδιαίτερης σχεδίασης που έφερε τα καθίσµατα εκπαιδευτή και εκπαιδευόµενου πλάι – πλάι και όχι σε σειρά. Τα TF-102A αποσύρθηκαν µαζί µε τα F-102A τον Ιανουάριο του 1977.
Επρόκειτο για ένα µεγάλο σε µέγεθος αναχαιτιστικό, του οποίου οι σχεδιαστικές καταβολές ανάγονται στις αρχές τις δεκαετίας του 1950, στην οποία και εντάσσεται ιστορικά.
To Delta Dagger (ξιφίδιο µε µορφή ∆έλτα θα µπορούσε να αποδοθεί στα Ελληνικά, λόγω της πτέρυγάς του τύπου «∆») ήρθε στην Ελλάδα πολύ αργότερα από την ένταξή του στην αµερικανική Αεροπορία (1956), ως µέρος του προγράµµατος στρατιωτικής βοήθειας (M.A.P., Military Assistance Program) των Η.Π.Α προς τη χώρα µας.
Τα F-102A Delta Dagger στην Ελλάδα
Η προµήθεια σχετίζεται µε τις προθέσεις του ΝΑΤΟ για τον εξοπλισµό της ΝΑ πτέρυγας της Συµµαχίας στην Ευρώπη µε ένα αναχαιτιστικό ικανό να επιχειρεί µε συνθήκες δυσµενών καιρικών συνθηκών, ηµέρα και νύκτα κατά των σοβιετικών βοµβαρδιστικών τα οποία θα µπορούσαν να µεταφέρουν πυρηνικά όπλα.
Τόσο το Αιγαίο όσο και η Ν.Α. Μεσόγειος αποτελούσε δυνητικό χώρο δράσης για τα σοβιετικά βοµβαρδιστικά. Παρά το γεγονός ότι η Ε.Β.Α φλέρταρε έντονα από τα µέσα της δεκαετίας του 1960 µε το σκεπτικό της απόκτησης F-4 Phantom, τα αεροσκάφη αυτά ήταν πολύ ακριβά και συνάµα δύσκολα αποδεσµεύσιµα και όταν αποδεσµεύτηκαν αυτό έγινε πολύ αργότερα το 1971, µε την παραγγελία των πρώτων F-4E.
Για άλλη µια φορά η Ελληνική Αεροπορία θα παραλάµβανε ένα αεροσκάφος µε προηγµένα βέβαια συστήµατα, το οποίο όµως είχε ήδη αποσυρθεί από τα µονάδες της USAF ενώ γρήγορα διαπιστώθηκε στα χέρια των Ελλήνων πιλότων, ότι αν και ικανό αεροδυναµικά, ο ρόλος του όπως χρησιµοποιούταν από την αµερικανική Αεροπορία ήταν πλήρως ακατάλληλος για το Αιγαίο.
Η σχεδίαση και οι επιδόσεις του ήταν µεν ικανοποιητικές, αλλά το αεροσκάφος είχε σχεδιαστεί για αποστολές αναχαίτισης βαρέων σοβιετικών βοµβαρδιστικών, σε µεγάλες αποστάσεις και όχι για εµπλοκές σε µικρές αποστάσεις και εναντίον µαχητικών αεροσκαφών.
Η διαδικασία βολής ήταν µεν πλήρως αυτοµατοποιηµένη σε συνεργασία µε το Radar του αεροσκάφους, (ο πιλότος τοποθετούσε τον κέρσορα του ραντάρ επάνω στον στόχο και προχωρούσε µετά στην εξαπόλυση του βλήµατος ενός AIM-4 Falcon) αλλά κατά µεγάλων και βραδυκίνητων στόχων, όπως τα βοµβαρδιστικά της ΕΣΣ∆ και όχι κατά µικρών και ελισσόµενων µαχητικών.
Παράλληλα έλλειπαν τα καθαυτό όπλα της κλειστής αεροµαχίας, όπως ήταν τα πυροβόλα και τα βλήµατα υπέρυθρης ακτινοβολίας ικανοποιητικών επιδόσεων. Παρά την ύπαρξη υψηλής τεχνολογίας, ήταν υποδεέστερο στις αεροµαχίες σε σχέση µε άλλα µαχητικά όπως το F-5 ακόµη και το F-104.
Εκτός από την έλλειψη πυροβόλου, υπήρχαν ακόµα δύο σηµαντικά, αν όχι σηµαντικότατα µειονεκτήµατα που δε θα του επέτρεπαν να διακριθεί στις κλειστές αεροµαχίες.
Η ορατότητα της ιδιότυπης καλύπτρας ήταν απογοητευτική για κλειστές εµπλοκές καθώς έδινε περιορισµένο οπτικό πεδίο, ενώ υπάρχουν αναφορές ότι τα αεροσκάφη είχαν παραδοθεί µε δοµικά προβλήµατα, µε αποτέλεσµα να τεθούν περιορισµοί αδυνατώντας να υπερβούν ακόµη και την ταχύτητα, ων 400 κόµβων (740 χ.α.ω.)!
Και δεν ήταν µόνο αυτό: Οι επιτρεπτές φορτίσεις «G» είχαν κι αυτές περιορισµούς.
Αυτό γιατί τα τελευταία χρόνια της υπηρεσιακής τους χρήσης, εµφάνισαν δοµικά προβλήµατα, λόγω των εµπλοκών σε αποστολές αναχαίτισης και των συχνών ελιγµών µε πολλά «G». Όταν αυτά περιορίστηκαν το µέγιστο σε 3G(!) για λόγους ασφάλειας των πτήσεων, κατέστη πλέον φανερό ότι τα αεροσκάφη δεν µπορούσαν να εξυπηρετήσουν κανένα ουσιαστικό ρόλο στην αναχαίτιση.
Η επιχειρησιακή αξιοποίηση
Κατά την οκτάχρονη υπηρεσία τους τα F-102 µε τα Ελληνικά χρώµατα, συγκέντρωσαν συνολικά 22.476 ώρες πτήσεως, µε πολύ καλή απόδοση στον τοµέα της ασφάλειας των πτήσεων.
Από την άλλη πλευρά το κέρδος για τους πιλότους της 342 Μοίρας ήταν η εξοικείωση µε τις διαδικασίες αναχαίτισης µε radar και άσχηµο καιρό, ηµέρα και νύχτα, εµπειρία που αποδείχτηκε πολύτιµη στη συνέχεια.
Η παραλαβή των αεροσκαφών έγινε από τον Ιούνιο του 1969 έως το Νοέµβριο του 1970, µε την Π.Α. να παραλαµβάνει 20 µονοθέσια F-102A και 4 διθέσια TF-102A για την εκπαίδευση των Ιπταµένων στον τύπο. Η παραχώρηση διθέσιων αεροσκαφών διευκόλυνε την εκπαίδευση των πληρωµάτων, καθώς αυτή ήταν πολύ απαιτητική, λόγω της πληθώρας συστηµάτων που αυτό έφερε. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το πρόγραµµα πτήσεων ξεκινούσε µε 10 εκπαιδευτικές εξόδους σε διθέσιο, όταν σε άλλους τύπους δεν υπήρξε ανάλογη δυνατότητα (π.χ. F-84, F-1CG).
Όλα τα αεροσκάφη εντάχθηκαν στην 342 Μ.Π.Κ της 114 Π.Μ. Ήταν όλα ενεργά αεροσκάφη, ενταγµένα σε Μοίρες της αεροπορικής εθνοφρουράς των Η.Π.Α, ενώ τα περισσότερα πέρασαν από γενική επιθεώρηση πριν παραδοθούν στην Ελλάδα. Αρκετά από αυτά είχαν ήδη δέκα και πλέον χρόνια σε υπηρεσία µε τα Αµερικανικά χρώµατα. Παραδόθηκαν βαµµένα στα χρώµατα της Αµερικανικής Εθνοφρουράς, ενώ από το 1973 απέκτησαν την παραλλαγή Vietnam, επιλογή µάλλον παράδοξη για το είδος των αποστολών που εκτελούσαν.
Η επιχειρησιακή τους εµπλοκή ήταν αξιοσηµείωτη, παρά την περιορισµένη απόδοση που είχαν απέναντι σε άλλα µαχητικά κατά τις κλειστές αεροµαχίες. Κατά την κρίση του 1974 λόγω της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, εκτέλεσαν πολυάριθµες περιπολίες και αναχαιτίσεις τουρκικών αεροσκαφών, ανεπτυγµένα στα αεροδρόµια της Τανάγρας και του Ηρακλείου.
Ένα λιγότερο γνωστό στοιχείο, είναι ότι ορισµένα ζεύγη από αυτά ανέλαβαν την κάλυψη των Noratlas της επιχείρησης «ΝΙΚΗ», κατά το σκέλος επιστροφής τους από τη Μεγαλόνησο.
Από τα 24 F/TF-102A που απέκτησε η Π.Α., χάθηκαν δύο σε ένα δυστύχηµα το 1973, όταν δύο αεροσκάφη συγκρούστηκαν στον αέρα, µε αποτέλεσµα το θάνατο του Υποσµηναγού (Ι) Θεοφάνη Νικολόπουλου ενώ συνολικά έξι βγήκαν εκτός ενεργείας από διάφορες αιτίες κατά την οκτάχρονη υπηρεσία του τύπου µε τα ελληνικά χρώµατα.
Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα διασώζονται σήµερα σε διάφορα ελληνικά αεροδρόµια.