Η μελέτη των αρχαιολόγων έχει δείξει ότι στην αρχαία Ελλάδα δεν γιορταζόταν η Πρωτοχρονιά, καθώς τότε μεγαλύτερη σημασία είχε η αρχή κάθε μήνα, η οποία ονομαζόταν νουμηνία.
Μια επιγραφική μαρτυρία μας ενημερώνει ότι στην Αθήνα γινόταν μια θρησκευτική τελετή στην αρχή του νέου έτους ή σωστότερα την τελευταία ημέρα του απερχομένου, αφορούσε όμως περιορισμένο αριθμό ατόμων. Επρόκειτο για μια θυσία των απερχόμενων αξιωματούχων στον Δία Σωτήρα και την Αθηνά Σωτείρα και απέβλεπε στην εξασφάλιση της εύνοιας των θεών αυτών για τη νέα χρονιά.
Μόλις στα ρωμαϊκά χρόνια και κάτω από την επίδραση της ίδιας της Ρώμης άρχισε ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς, ο οποίος επεκτάθηκε σε όλη την επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επομένως και στον ελληνικό χώρο.
Ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας που το 46 π.Χ. καθιέρωσε την 1η Ιανουαρίου ως αρχή του έτους, κάτι που έκτοτε γνώρισε ευρεία διάδοση στη Δύση με λιγοστές και περιορισμένες τοπικά και χρονικά εξαιρέσεις, όπως π.χ. στην εποχή του Καρόλου του Μεγάλου (ο τελευταίος επειδή συνέβη να ανεβεί στον θρόνο τα Χριστούγεννα του 800 μ.Χ. όρισε για την επικράτειά του ως αρχή του χρόνου τις 25 Δεκεμβρίου).
Στον Ιούλιο Καίσαρα και στις γνώσεις του περίφημου αστρονόμου από την Αλεξάνδρεια, Σωσιγένη, τη συνδρομή του οποίου είχε ζητήσει, οφείλουμε και την προσαρμογή του έτους στη διάρκεια της περιστροφής της Γης γύρω από τον Ήλιο. Η σειρά των μηνών που ισχύουν σήμερα, η διάρκεια και οι ονομασίες τους οφείλονται εν πολλοίς στη διορατικότητα του ρωμαίου στρατηλάτη και πολιτικού.
Στην αρχαία Ελλάδα το έτος το αποτελούσαν δώδεκα σεληνιακοί μήνες, οι οποίοι είχαν συνήθως 29 και 30 ημέρες εναλλάξ (πρόκειται για τους «κοίλους» και «πλήρεις» μήνες, αντίστοιχα, των Αρχαίων).
Τα όρια κάθε μήνα τα σηματοδοτούσε η εμφάνιση δύο νέων φεγγαριών, επομένως η διάρκειά του ήταν περίπου 29 ½ ημέρες.
Ωστόσο η καθιέρωση ενός έτους 354 ημερών δημιουργούσε πρόβλημα και, αν δεν λαμβάνονταν μέτρα, συνεχώς θα διογκωνόταν, αφού ένα ηλιακό έτος έχει 365 ημέρες.
Για να εκμηδενίσουν τη διαφορά αυτή πρόσθεταν κατά διαστήματα, συνήθως ανά διετία, έναν εμβόλιμο μήνα διάρκειας περίπου 22-23 ημερών. Πιθανότατα οι Έλληνες χρησιμοποίησαν ημερολογιακό έτος 12 μηνών περίπου τον 8ο αι. π.Χ., αφού μνεία της ύπαρξής του εντοπίζεται στον Ησίοδο, αν και ορισμένοι αμφισβητούν την αξία της μαρτυρίας αυτής.
Η σχέση ανάμεσα στο ημερολογιακό έτος και στις γιορτές, ήταν για τους Έλληνες στενή, όπως αποδεικνύεται από το ότι τα ονόματα των περισσοτέρων μηνών τους προέρχονταν από ονομασίες γιορτών που τελούνταν κατά τους μήνες αυτούς.
Οι γιορτές αυτές σπάνια σχετίζονται με επεισόδια από τη ζωή των ίδιων των θεών (παράδειγμα ο μήνας Γαμηλιώνας -Ιανουάριος-, κατά τον οποίο γιορταζόταν ο ιερός γάμος του Δία και της Ήρας, οι ανθρώπινοι γάμοι θεωρούνταν επανάληψη του γάμου αυτού) και συνήθως έχουν να κάνουν με τις αγροτικές ασχολίες που ελάμβαναν χώρα κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα και με τις οποίες ο άνθρωπος εξασφάλιζε τη σοδειά του συνεπώς και την ύπαρξη και διαιώνισή του.
Το ότι σε αρκετά μέρη του αρχαίου Ελληνικού κόσμου τα ονόματα των μηνών δεν σχετίζονται με τις γιορτές των σημαντικότερων θεών τους αλλά συνήθως με αυτές του Απόλλωνα σημαίνει ότι στην καθιέρωσή τους πρέπει να έχει συμβάλει αποφασιστικά ένα ιερό του θεού αυτού με πανελλήνια αποδοχή, όπως αποδεδειγμένα ήταν αυτό στους Δελφούς.