Η μορφή των κτιρίων πού στεγάζουν τα σύγχρονα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα – σε κτίρια που κατασκευάστηκαν έως και τις αρχές του 20ου αιώνα – αντιγράφουν τους αρχαίους ελληνικούς ναούς. Γιατί επελέγη αυτή η μορφή; Αυτοί που τα κατασκεύασαν, γνώριζαν κάτι που μας διαφεύγει;
Μελετητές που ως αντικείμενό τους έχουν την ψυχολογία των μαζών, την αρχιτεκτονική και την ιστορία, υποστηρίζουν ότι ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα εδράζεται πάνω σ’ αυτό που ονομάζουμε… ΠΙΣΤΗ-trust-ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ.
Ο θησαυρός των Αθηναίων στους Δελφούς αποτελούσε ένα από τα εντυπωσιακότερα κτίσματα του ιερού του Απόλλωνα. Ο θησαυρός των Αθηναίων στους Δελφούς όπως είναι σήμερα.
Ουδείς θα τοποθετούσε τα χρήματά του σε ξένα χέρια εάν φοβόταν πως θα τα χάσει, αφού από τους ιδιοκτήτες των ιδρυμάτων αυτών λείπει η φερεγγυότητα, η εμπιστοσύνη.
Στην Αρχαία Ελλάδα οι πόλεις πρώτα και μετέπειτα οι πολίτες τοποθετούσαν τον πλούτο τους στους ναούς.
Οι πόλεις που ανήκαν στην Αθηναϊκή συμμαχία τοποθετούσαν τη χρηματική συνεισφορά τους στον ναό του Απόλλωνος στην Δήλο, διότι εκεί ευρίσκετο το ταμείο της συμμαχίας. Το ταμείο αυτό μεταφέρθηκε αργότερα στον Παρθενώνα, στον ναό της Παλλάδος Αθηνάς.
Κάτι ανάλογο συνέβαινε στους Δελφούς.
Η κάθε πόλη τοποθετούσε τα πολύτιμα αφιερώματά της σε ειδικά κατασκευασμένα οικήματα τα οποία είχαν τη μορφή των ναών και τα αποκαλούσαν θησαυρούς. Αυτοί που γνωρίζουν τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και χειρίζονται τις πιο λεπτές, τις πιο απόκρυφες επιθυμίες, τους φόβους και τις προσδοκίες μας, γνωρίζουν για εμάς πράγματα που εμείς αγνοούμε. Πού ούτε υποψιαζόμαστε πως υπάρχουν.
Είναι εκεί μέσα μας βαθιά, μας υποκινούν, μας παρακινούν, μας αποτρέπουν, μας ενεργοποιούν χωρίς εμείς να το αντιλαμβανόμαστε.
Κάποιοι το φαινόμενο αυτό το αποκαλούν γονιδιακή η κυτταρική μνήμη. Είναι μία μνήμη που έρχεται από πολύ μακριά, από την προϊστορία ίσως, από τότε που βρισκόμασταν στις σπηλιές, όπως γράφει στην τραγωδία του «Προμηθεύς» ο Αισχύλος.
Αυτή η μνήμη όταν ενεργοποιηθεί μας παρακινεί να κάνουμε έργα στη ζωή μας που σε πρώτη ματιά φαίνονται ανεξήγητα, «αψυχολόγητα» θα έλεγαν κάποιοι.