Οι ερωτοχτυπημένες Κινέζες μιας άλλης εποχής είχαν βρει ένα φονικό «ξόρκι», για να μη χάνουν τα ταίρια τους από τις λογής «Σειρήνες», που κινδύνευαν να ξεμυαλίσουν τους συντρόφους τους.
Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα εξάλλου το να αποδεχόσουν την παροιμιώδη φιλοξενία των γυναικών που ζούσαν στις ορεινές περιοχές του κινεζικού Νότου ήταν μια κίνηση ολότελα υψηλού ρίσκου.
Οι χωριανοί διηγούνταν συνεχώς ιστορίες για γυναίκες που νάρκωναν τους ταξιδιώτες, ταΐζοντάς τους γεύματα με το πανίσχυρο γκου, κι έτσι τους κρατούσαν για πάντα κοντά τους. Κανείς τους δεν μπορούσε να επιστρέψει στο σπιτικό του στον Βορρά, αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με τον θάνατό του.
Κι ενώ αυτά τα καμώματα θα ήταν υπό άλλες συνθήκες αντικείμενο μυθολογίας, στη μακρινή Κίνα ήταν κάτι παραπάνω από αλήθεια. Ήταν μια ιδιοσυγκρασιακή φυλακή από την οποία κανείς δεν μπορούσε να αποδράσει.
Ζωντανός τουλάχιστον.
Το γκου που επιβίωσε για τουλάχιστον μία χιλιετία
Το δηλητήριο γκου, όπως μας λένε τόσο οι θρύλοι όσο και η ζοφερή πραγματικότητα, μαζευόταν με μια ακραία τεχνική. Βάζοντας δηλαδή δηλητηριώδη φίδια, σκορπιούς και σαρανταποδαρούσες μέσα σε ένα βαζάκι και αφήνοντάς τα να παλέψουν, μέχρι να τραφεί τελικά το ένα από το άλλο.
Το πλάσμα που επιβίωνε από τη σφαγή περιείχε τώρα εντός του το συνολικό δηλητήριο, μια συμπυκνωμένη τοξίνη που δεν ήταν παίξε-γέλασε. Το γκου δρούσε αργά και βασανιστικά. Ούτε γεύση είχε ούτε χαρακτηριστική οσμή, κι έτσι δεν το έπαιρνες μυρωδιά όταν το κατανάλωνες με το γεύμα ή το αφέψημα.
Το ανυποψίαστο θύμα μπορούσε να ζήσει φυσιολογικά ακόμα και 10 μέρες πριν ξεκινήσουν τα πρώτα συμπτώματα. Και πριν πέσει του θανατά μετά! Στις ορεινές αυτές περιοχές του Νότου, εκεί που οι άντρες σπάνιζαν, ήταν το μόνο εχέγγυο που είχε η ντόπια για την επιστροφή του εραστή της. Της ανήκε δεν της ανήκε.
Γιατί αν αυτός γυρνούσε κοντά της στον προκαθορισμένο χρόνο που της είχε υποσχεθεί, η γυναίκα θα του έδινε το αντίδοτο και θα γιατρευόταν. Αν πάλι όχι, σύντομα θα έβλεπε τον εαυτό του να κατατρώγεται από τα μέσα προς τα έξω.
Το γκου ήταν γνωστό ότι έκανε «την καρδιά του και το υπογάστριό του να πρήζονται και να πονούν, γιατί το δηλητήριο τον ροκάνιζε στο εσωτερικό του», γράφει χαρακτηριστικά η καθηγήτρια ιστορίας της ιατρικής του John Hopkins University, Marta Hanson, στο κατατοπιστικό πόνημά της «Speaking of Epidemics in Chinese Medicine».
Το γκου μπορεί να ήταν ολότελα άγνωστο στη Δύση, όπως και πάμπολλα ακόμα που αφορούσαν στην αχανή και μυστηριώδη χώρα της Άπω Ανατολής, στην Κίνα ήταν όμως γνωστό τουλάχιστον από το 610 μ.Χ. Σε άλλες περγαμηνές πάλι περιγράφεται στο πλαίσιο μαγικών ξορκιών, καθώς το γκου ήταν σταθερά σε πρακτικές μαύρης μαγείας και επίκλησης δαιμόνων.
Η παρασκευή του άλλωστε δεν ήταν απλή υπόθεση. Στα σχετικά «γιατροσόφια» επισημαίνεται εξάλλου με ρητό τρόπο ότι η δημιουργία μιας ισχυρής φόρμουλας απαιτούσε αναγκαστικά τα «πέντε δηλητηριώδη πλάσματα» της Κίνας: την οχιά, τη σαρανταποδαρούσα, τον σκορπιό, τον βάτραχο και την αράχνη.
Τα δηλητηριώδη έντομα και ερπετά, τα «τσονγκ» της μαγικής συνταγής, θεωρούνταν κακόβουλες ενσαρκώσεις μοχθηρών δαιμόνων που μπορούσαν να στοιχειώσουν το σώμα ενός ανθρώπου.
Το γκου είχε συνδεθεί με αναρίθμητες περιοχές και φυλές της Κίνας κατά το διάβα των χιλίων και πλέον ετών της ιστορίας του και όλοι είχαν τον δικό τους τρόπο (μικρές παραλλαγές του αυθεντικού) να το φτιάχνουν.
Ισχυρότερους δεσμούς είχε όμως με τις μειονότητες του Νότου, οι οποίες υπέφεραν από την υπεροχή και την προκατάληψη των Βορείων, και κυρίως με τις γυναίκες των φυλών Lingnan και Miao.
Υπήρχαν μάλιστα αρκετές παραδεδομένες μέθοδοι για την παρασκευή του «τέλειου γκου», όπως εξομολογείται ο αξιωματούχος του αυτοκρατορικού ιατρικού γραφείου Xu Chunfu ήδη από το 1556. Η πιο γνωστή συνταγή ήταν η περισυλλογή διαφορετικών ειδών από τα «πέντε δηλητηριώδη πλάσματα» και η τοποθέτησή τους σε ένα βάζο.
Η λυσσαλέα μάχη δεν δινόταν μάλιστα όποτε να ’ναι. Έπρεπε τα πλάσματα να μπουν στο βαζάκι την πέμπτη μέρα του πέμπτου σεληνιακού μήνα και να αποθηκευτούν σε σκιερό σημείο για αρκετό καιρό.
Κάποιοι μας λένε ακόμα και για έναν χρόνο. Και ήταν το σώμα του θριαμβευτή, αυτού που είχε φάει δηλαδή όλα τα άλλα, αυτό που χρειαζόσουν για να φτιάξεις το φονικό δηλητήριο.
Ο Xu Chunfu περιγράφει και μια εναλλακτική φόρμουλα, κατά την οποία ο παρασκευαστής σκοτώνει ένα δηλητηριώδες φίδι, το αναμειγνύει με όλων των λογιών τα μπαχαρικά και το ραντίζει με νερό.
Το αφήνει κατόπιν σε σκιερό μέρος για μερικές ημέρες, μέχρι να αρχίσει η σάρκα να αποσυντίθεται και να καλυφθεί από μούχλα. Τότε το έπαιρνες, το άλεθες μέχρι να γίνει σκόνη και το έριχνες στο κρασί του θύματος. Αυτή η εκδοχή δεν ήταν πάντως τόσο ισχυρή όσο το αλληλοτσιμπούσι των πέντε δηλητηριωδών.
«Στην ιατρική, η δηλητηρίαση από γκου μετατράπηκε σε δείκτη αρκετών πηγών κινδύνου: σεξουαλική ζήλεια, μαγεία, άνθρωποι που δεν ανήκαν στη φυλή των Χαν και τοπικά δηλητήρια», μας λέει ξανά η Hanson, «στη διάρκεια των επόμενων περιόδων, και ειδικά κατά τη διάρκεια των δυναστειών Σούι (581-617 μ.Χ.) και Τανγκ (618-907), οι κινεζικές πηγές αρχίζουν να συνδέουν τη δηλητηρίαση από γκου με συγκεκριμένες μεθόδους μαγείας που αποδίδονταν σε μειονοτικές κοινωνίες».
Οι γυναίκες των φυλών του Νότου
Από τον 17ο αιώνα όμως μέχρι και τα μέσα του 18ου, κανείς δεν χρησιμοποιούσε τόσο αθρόα το γκου όσο οι γυναίκες των απομονωμένων φυλών του Νότου, Miao και Lingnan. Ο χρόνος δεν ήταν καθόλου τυχαίος, όπως μας λένε οι ακαδημαϊκοί ιστορικοί, καθώς τα θύματα του γκου πολλαπλασιάστηκαν στις περιοχές αυτές μετά τη μεγάλη εξέγερση των Miao κατά το 1735 και 1736.
Οι Κινέζοι του Βορρά δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι τις ιδιαίτερες πρακτικές της φυλής αναφορικά με τη γεωργία, τον πολιτισμό, την κοινωνική διαστρωμάτωση και κυρίως την ανεξαρτησία που απολάμβαναν οι γυναίκες των Miao. Τις οποίες θεωρούσαν «βάρβαρες» οι Βόρειοι, καθώς περπατούσαν ξυπόλυτες, ντύνονταν με αποκαλυπτικά φορέματα, κυνηγούσαν δίπλα στους άντρες τους και ήταν ελεύθερες να έχουν όσες προγαμιαίες σχέσεις τραβούσε η καρδιά τους.
Αυτά μας λέει η Louisa Schein στο πόνημά της «Minority Rules: The Miao and the Feminine in China’s Cultural Politics», μια σειρά από συνήθειες που κάθονταν στον λαιμό των γραφειοκρατών του Βορρά δηλαδή, οι οποίοι έβλεπαν ότι οι νόμοι τους δεν εφαρμόζονταν στα απροσπέλαστα αυτά εδάφη.
Κι έτσι αυτή την εποχή γενικεύεται η χρήση του γκου, ή καλύτερα η φερόμενη χρήση του γκου, καθώς η κεντρική διοίκηση θέλησε να επιβάλει εθνικά σύνορα στις περιοχές αυτές φοβούμενη τους διαφυλετικούς γάμους των Βορείων με τις γυναίκες των Miao. Άρθρο στην επιθεώρηση «Ethnology» καταλήγει πως «ήταν οι γυναίκες της φυλής αυτές που αναφέρονται συνεχώς ως πηγές του κινδύνου, αντί να είναι οι ένοπλοι άντρες τους αυτοί που απειλούν τη σταθερότητα της κινεζικής ηγεμονίας στην περιοχή».
Και πρέπει το δηλητήριο να ήταν ακόμα δυνατότερο και από σπαθί! Ο Xu περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια το 1556 την ανατριχιαστική επίδραση της τοξίνης στο ανθρώπινο σώμα. Μας λέει ότι το δηλητήριο «καταναλώνει το θύμα από τα μέσα προς τα έξω, προκαλώντας εσωτερική αιμορραγία».
Τα συμπτώματα έμοιαζαν μάλιστα με αυτά της θερμοπληξίας, καθώς ο καταραμένος εραστής βίωνε παρατεταμένους πυρετούς, απώλεια όρεξης και βάρους και συχνότατους εμετούς σαν «μαλακό (ή μουχλιασμένο) βαμβάκι», όπως γράφει χαρακτηριστικά.
Μια γυναίκα που «ξελόγιαζε» με το γκου έναν άντρα, τον κρατούσε δίπλα της εκβιαστικά δηλαδή, θεωρούνταν αυτομάτως μάγισσα. Στις περισσότερες ιστορίες που επιβίωσαν εξάλλου από τις χρόνιες αυτές δηλητηριάσεις, τα θύματα ήταν άντρες. Το πράγμα ακολουθούσε μάλιστα μια απαρέγκλιτη, σχεδόν νομοτελειακή, ακολουθία.
Έπειτα από μερικές μέρες άφθονων ερωτικών συνευρέσεων, η γυναίκα απαγόρευε στον εραστή της να επιστρέψει στο σπίτι για κάμποσο καιρό. Ήταν εκείνη η εποχή του χρόνου (η πέμπτη μέρα του πέμπτου σεληνιακού μήνα) που ετοιμαζόταν το γκου.
Όταν το είχε στα χέρια της, μετέτρεπε πια τον ταξιδιώτη ή τον μπερμπάντη ντόπιο σε σωστό υποχείριο, καθώς όλοι ήταν πια σίγουροι πως δεν θα απομακρυνόταν από κοντά της. Ποτέ!
Από τα μέσα του 17ου αιώνα, η δηλητηρίαση με γκου είχε γίνει τόσο εκτεταμένη, ή τουλάχιστον ο φόβος της, που αναπτύχθηκαν πάμπολλες τεχνικές για τον εντοπισμό της τοξίνης και τη θεραπεία της.
Ο μεγάλος κινέζος γιατρός Zhang Lu συμβούλευε κατά τον 17ο αιώνα τους πολίτες της επαρχίας του: «Αν φάτε στα σπίτια [των ανθρώπων που ζουν εκεί], πάρτε αμέσως κέρατο ρινόκερου και ανακατέψτε καλά [το φαγητό]. Αν [το φαγητό] βγάλει έναν λευκό αφρό, είναι δηλητηριώδες, αν δεν υπάρχει αφρός, τότε δεν είναι».
Μόνο που το γκου και ο θρύλος του δεν πέθαναν τον 18ο αιώνα. Ο Chen Guoqun συμβουλεύει τους ταξιδιώτες το 1942 να κουβαλούν μαζί τους ξυλάκια φαγητού με ασημένιες απολήξεις και να τα βουτούν στο φαγητό ή το ποτό που τους προσφέρουν στις «ύποπτες» νότιες επαρχίες. Αν το ασήμι αλλάξει χρώμα, τότε το φαγητό είναι δηλητηριασμένο.
Αλλά και ο Xu Chunfu μας παραθέτει τουλάχιστον 15 θεραπείες, καθεμιά για ένα διαφορετικό είδος δηλητηρίασης από γκου. Αν νιώσεις, μας λέει, οποιαδήποτε δυσφορία στα άκρα μετά το πέρας του φαγητού, άρχισε να τις δοκιμάζεις μία-μία, καθώς την έχεις πατήσει.
Σήμερα βέβαια ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός ιστορικών και μελετητών θεωρούν πως το πράγμα δεν ήταν παρά στο πλαίσιο της προκατάληψης κατά των αδούλωτων μειονοτικών φυλών του Νότου. Μπορεί να ήταν αλήθεια σε κάποια ιστορική στιγμή, πιστεύουν πάντως πως η ιστορία των χιλίων χρόνων του γκου είναι τουλάχιστον υπερβολική.
Κάποιοι ιστορικοί, όπως και η Hanson, το χρησιμοποιούν απλώς ως πυξίδα για να κατανοήσουν τις βαθιές πολιτισμικές διαφορές της αχανούς Κίνας και μας λένε πως ήταν άλλη μια στερεοτυπική συμπεριφορά της πλειονότητας κατά των μικρών εθνοτικών ομάδων του κινεζικού Νότου. «Το αντίδοτο φτιαχνόταν στο φαντασιακό του αρσενικού και υπό τον φόβο των προσωπικών σχέσεων με τις γυναίκες των Lingnan και των Miao», καταλήγει η Hanson.
Ο φόβος πάντως του πανίσχυρου δηλητηρίου ήταν υπαρκτός στην Κίνα τουλάχιστον ως και τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν απαγορεύτηκε στις γυναίκες των επίμαχων φυλών να περιδιαβαίνουν τις τοπικές λαϊκές αγορές.
Ακόμα όμως κι αν η ιστορία του γκου ήταν απλώς αντικείμενο θρύλων, η κοινωνική επίδρασή του ήταν πραγματικά κατακλυσμιαία, δημιουργώντας πραγματικά γεωγραφικά σύνορα μέσα στην αχανή Χώρα του Δράκου που διάρκεσαν για αιώνες και αιώνες.
Όσο για την κληρονομιά του γκου, συνεχίζει να ζει ακόμα και σήμερα, ως μεταφυσικός πια τρόπος να χειραγωγείς τον εραστή σου και να προκαλείς θάνατο με τη βοήθεια των πλασμάτων της φύσης.