Οι «αιρέσεις» ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτες το 1500, ωστόσο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν κατάφερε να αξιοποιήσει τον πλούτο της και να ικανοποιήσει την «πνευματική πείνα» των αρχών του 16ου αιώνα.
Ο συνδυασμός μιας πνευματικά ανεπαρκούς και υλικά άπληστης Εκκλησίας, σε περίοδο έξαρσης του θρησκευτικού αισθήματος, εξηγεί την εμφάνιση της θρησκευτικής επανάστασης του 16ου αιώνα. Μέσα σε 50 χρόνια μόνο, το 40% περίπου των κατοίκων της Ευρώπης αποδέχθηκε τη θεολογία της «Μεταρρύθμισης».
Η Μεταρρύθμιση ξεκίνησε ως εξέγερση του κλήρου, όταν ο Μαρτίνος Λούθηρος (1483-1546), ο Ουλρίχος Ζβίγγλιος (1491-1551) και πολλοί άλλοι, προερχόμενοι από τη Γερμανία και τη γερμανόγλωσση Ελβετία, απέρριψαν την αυθεντία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, επιτέθηκαν στον Παπισμό και αμφισβήτησαν το κύρος ιερών κειμένων που μεταφράζοντο όλο και πιο συχνά.
Οι ιδέες τους φάνηκαν ελκυστικές σε πολλούς ηγεμόνες, οι οποίοι ασπάσθηκαν την αναμόρφωση. Ως το 1570, επτά στους δέκα υπηκόους της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήταν προτεστάντες, οι οποίοι επικρατούσαν ήδη στη Σκανδιναβία, στη Βαλτική και την Αγγλία, ενώ είχαν εισχωρήσει σε περιορισμένο βαθμό στη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία, τις Κάτω Χώρες και στις γερμανικές περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης.
Η πιθανή επικράτηση του Προτεσταντισμού, αλλά και η ανάγκη μεταρρυθμίσεων, οδήγησε στη Γενική Σύνοδο της Εκκλησίας στο Τρίδεντο, στα σύνορα Ιταλίας και Γερμανίας (1547-7, 1551-2 και 1562-3), όπου αποφασίστηκε η καταδίκη των καταχρήσεων του κλήρου, ο καθορισμός του ακριβούς δόγματος της Εκκλησίας, η δημιουργία ενός συστήματος ελέγχου των κληρικών και εξαπολύθηκε εκστρατεία για την προαγωγή της θρησκευτικής ορθοφροσύνης. Η αποφασιστική φάση της πάλης διαδραματίστηκε στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Από το 1571, δύο παράγοντες οδήγησαν σε δυσπραγία την αυτοκρατορία: η Μεταρρύθμιση και η εντυπωσιακή ενίσχυση των Αψβούργων μετά την εκλογή του Καρόλου Ε΄, το 1519. Η θρησκεία έγινε κεντρικό πρόβλημα, ενώ και η δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας σε μεγάλο τμήμα της βόρειας και δυτικής Γερμανίας προκάλεσε διενέξεις. Ο συμβιβασμός επήλθε με τη Συνθήκη του Άουγκσμπουργκ το 1555, όπου συμφωνήθηκε ότι οι τοπικοί ηγεμόνες μπορούσαν να καθορίζουν τη θρησκεία των υπηκόων τους.
Η ειρήνη του Άουγκσμπουργκ τηρήθηκε επί 60 χρόνια, όμως οι ερμηνείες της οδήγησαν σε οξύτατες διενέξεις. Η αστάθεια εντάθηκε από τη διένεξη των Αψβούργων με τους υπηκόους τους στην Αυστρία και τη Βοημία, οι οποίοι περί το 1600 ήταν προτεστάντες.
Η Εκπαραθύρωση της Πράγας
Το 1608, πολλοί διαμαρτυρόμενοι ηγεμόνες, προκειμένου να υπερασπίσουν το θρησκευτικό τους δόγμα, ίδρυσαν την Ευαγγελική Ένωση υπό την αρχηγία του εκλέκτορα του Παλατινάτου Φρειδερίκου Δ’ (1583-1610). Δυναμικό αντιστάθμισμα του συνασπισμού αυτού απετέλεσε ο Συνασπισμός των καθολικών ηγεμόνων, ο οποίος συγκροτήθηκε τον επόμενο χρόνο υπό την ηγεσία του δούκα της Βαυαρίας Μαξιμιλιανού Α΄(1573-1651).
Η αναζήτηση συμμάχων εκτός του γερμανικού χώρου από τους δύο συνασπισμούς -ο πρώτος στράφηκε προς τις Ηνωμένες Επαρχίες και ο δεύτερος προς την Ισπανία- δημιούργησε τις προϋποθέσεις διεθνοποιήσεως της επερχόμενης συρράξεως.
Αφορμή των επερχόμενων συρράξεων απετέλεσε μια πράξη βίας που διενεργήθηκε πέρα από τα γερμανικά σύνορα, στις 23 Μαΐου 1618, η οποία στρεφόταν κατά των εκπροσώπων του νεοεκλεγέντος βασιλέως της Βοημίας Φερδινάνδου Β΄ (1578-1637), ο οποίος επιχείρησε να επιβάλει την Αντιμεταρρύθμιση στην προτεσταντική Βοημία.
Η πράξη αυτή έγινε γνωστή ως «Εκπαραθύρωση της Πράγας», στην οποία ο κόμης Ματθίας Θουρν (1567-1640) και οι προτεστάντες ακόλουθοί του πέταξαν από το παράθυρο τους δύο καθολικούς αντιβασιλείς της Βοημίας και τους γραμματείς τους.
Η μη αναγνώριση του Φερδινάνδου Β΄ από τους Τσέχους, που τον κήρυξαν έκπτωτο του βασιλικού αξιώματος και εξέλεξαν ως βασιλιά της Βοημίας τον εκλέκτορα του Παλατινάτου Φρειδερίκο Ε΄ (1596-1632), προκάλεσε την έναρξη των εχθροπραξιών.
Απομονωμένος ο Φρειδερίκος από την Ένωση των Προτεσταντών, μισθοδότησε τον κόμη Ερνστ φον Μάνσφελντ και τον πρίγκιπα Χριστιανό του Άνχαλτ-Μπέρνμπουργκ για τη δημιουργία μιας στρατιάς, η οποία θα υποστήριζε τον Θουρν, ενώ ο συνασπισμός των καθολικών αντέταξε, υπό τον Τιλλύ, στρατό 30.000 ανδρών.
Ο Τιλλύ, μαζί με τον Σαρλ ντε Λονγκουεβάλ, κόμη του Μπουκώ και διοικητή των αυστριακών δυνάμεων, όρμησαν προς τη Βοημία μέσω της Λουσατίας και της Άνω και Κάτω Αυστρίας, ενώ ο ισπανικός Στρατός των Κάτω Χωρών, διοικούμενος από τον Σπινόλα, εισέβαλε στα εδάφη του Παλατινάτου, παραπλεύρως του Ρήνου.
Σε λιγότερο από μία ώρα, το πρωί της 8ης Νοεμβρίου 1620, απέναντι, στις πλαγιές του Λευκού Όρους έξω από τα τείχη της Πράγας, ο Τιλλύ και ο Μπουκώ συνέτριψαν τον στρατό της Βοημίας των Άνχαλτ, Θουρν και Μάνσφελντ. Έτσι ξεκίνησε ο Τριακονταετής Πόλεμος.
Το 1621-2 παραδόθηκαν στους Καθολικούς το Πίλσεν και το Βίττινγκάου αντίστοιχα, ενώ ο Μάνσφελντ, ηττημένος, οπισθοχώρησε για να στρατολογήσει με τη χρηματική βοήθεια των Άγγλων και των Ολλανδών, δύναμη 21.000 ανδρών. Στη συνέχεια, ενσωματώθηκε και ο στρατός του Μάργκρεϊβ Ζωρζ Φρειδερίκου του Μπάντεν (1573-1648), φτάνοντας συνολικά τους 43.000 άνδρες. Μαζί πλέον, Μάνσφελντ και Μπάντεν, προσπάθησαν να εμποδίσουν τον Τιλλύ να κατακτήσει το Παλατινάτο του Ρήνου στο Βίεσλοχ (27 Απριλίου 1622), αλλά η επιτυχία τους δεν είχε συνέχεια, όταν ο Τιλλύ κατάφερε και συνέτριψε τον Μπάντεν στο Βίμπφεν στις 6 Μαΐου.
Παντελώς ηττημένος, ο Φρειδερίκος αυτοεξορίσθηκε στην Ολλανδία και αποστράτευσε τους Μάνσφελντ και Μπάντεν, οι οποίοι με τη σειρά τους προσπάθησαν να πουλήσουν τον στρατό τους στους Ολλανδούς. Ο Τιλλύ όμως τους εμπόδισε στο Στάντλοχν (6 Αυγούστου 1623), κοντά στα ολλανδικά ανατολικά σύνορα.
Το επόμενο χτύπημα ήρθε από την Ισπανία, η οποία με τη σειρά της πέρασε και αυτή στην επίθεση, καταλαμβάνοντας το Τζέλιχ τον Φεβρουάριο του 1622 με τον Σπινόλα, αφού είχε πρώτα ασφαλίσει την «Ισπανική Οδό» (ένας στρατιωτικός διάδρομος ο οποίος συνδέει τη Λομβαρδία, με τις ισπανικές Κάτω Χώρες).
Επειδή οι αγγλικές και οι ολλανδικές ναυτικές δυνάμεις είχαν αποκλείσει τη θαλάσσια οδό από την Ιβηρική στις Κάτω Χώρες, η Ισπανία βασίστηκε στην Ισπανική Οδό για ανεφοδιασμό και ενίσχυση των στρατευμάτων της στις Κάτω Χώρες. Οι Ολλανδοί απαντούν, κατά τη διάρκεια του Ιουνίου του 1624, με τη συμμαχία της Αγγλίας και της Γαλλίας, αναλαμβάνοντας την παλινόρθωση του Φρειδερίκου. Όμως ο Σπινόλα, το 1625, φθάνει στο ύψιστο σημείο των επιτυχιών του με την πολιορκία της Μπρέντα (28 Aυγούστου-5 Ιουνίου).
Η Δανία προσχωρεί στον πόλεμο
Η νίκη αυτή του αυτοκράτορα και ο κίνδυνος καταλύσεως του προτεσταντισμού επέσυραν την επέμβαση του Χριστιανού Δ΄ (1577-1648), βασιλιά της Δανίας, ο οποίος προσφέρθηκε εθελοντικά να ηγηθεί μιας νέας συμμαχίας εναντίον του Φρειδερίκου. Μολονότι η Σουηδία ήταν ο κύριος αντίπαλός της, η προώθηση των αυτοκρατορικών στρατευμάτων απειλούσε τόσο τα δυτικά της σύνορα όσο και τις εδαφικές της φιλοδοξίες.
Το 1625, ο Χριστιανός κινήθηκε παραπλεύρως του Έλβα με 17.000 άνδρες και ενώ περίμενε να συναντήσει τον Τιλλύ, αντ’ αυτού συνάντησε και συγκρούσθηκε με τον Βαλενστάιν. Ευτυχώς για τον Χριστιανό, τα δύο στρατεύματα δεν μπόρεσαν να ενωθούν λόγω φιλονικίας των δύο ανδρών και έτσι κατάφερε να ξεφύγει εγκαίρως.
Με την παροχή βοήθειας των Άγγλων και των Ολλανδών, ο Χριστιανός ήταν πλέον σε θέση να αναλάβει την επίθεση στην Κάτω Σαξονία, ενώ ο αρχιστράτηγος του συνασπισμού, Μάνσφελντ, αποφάσισε να σπείρει τον όλεθρο στα εδάφη των Αψβούργων.
Δυστυχώς, εσφαλμένη πληροφόρηση οδήγησε τον Χριστιανό να πιστέψει ότι ο Βαλενστάιν είχε θέσει τον στρατό του στην καταδίωξη του Μάνσφελντ, ενώ στην πραγματικότητα είχε στείλει ένα σημαντικό τμήμα προς ενίσχυση του Τιλλύ στην Κάτω Σαξονία. Υπό αυτή την προϋπόθεση, ότι δηλαδή θα ερχόταν σε σύγκρουση με τις ασθενείς δυνάμεις του Τιλλύ, ο Χριστιανός προέλαυνε δυτικά.
Όμως, μια αδέξια πρόσκρουση των Δανών στη θέση την οποία βρισκόταν ο Τιλλύ και με την αυτομόληση του δανικού ιππικού, η μάχη χάθηκε για τον Χριστιανό στις 26 Αυγούστου 1926. Τότε, ο Μάνσφελντ, τον οποίο παρακολουθούσε στενά ο Βαλενστάιν, μην μπορώντας να κάνει τίποτα, εγκατέλειψε τον στρατό του, ο οποίος αριθμούσε όχι περισσότερους από 5.000 άνδρες και κινήθηκε προς νότο με κατεύθυνση τη Ραγκούσα (Ντουμπρόβνικ) στην Κροατία. Πέθανε όμως εν πορεία στη Ρακόβιτσα, κοντά στο Σεράγεβο, στις 29 Νοεμβρίου.
Μην έχοντας άλλα εμπόδια μπροστά τους, ο Τιλλύ και ο Βαλενστάιν ένωσαν τις δυνάμεις τους το 1627, νικώντας τον Χριστιανό στο Ωτέν και καταλαμβάνοντας ολόκληρη τη χερσόνησο της Γιουτλάνδης. O Βαλενστάιν δεν μπόρεσε να καταλάβει τα δανικά νησιά, αλλά έως το 1628, αυτός και ο Τιλλύ επιβλήθηκαν στη Βαλτική ακτή και είχαν ανακατακτήσει τη Γερμανία χάριν της καθολικής πίστης.
Με τη σύναψη ειρήνης στη Λυβέκκη (22 Μαΐου 1629), ο Χριστιανός ανακτούσε όλα τα εδάφη που είχαν καταληφθεί από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του πολέμου, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να μην αναμιχθεί πλέον στις υποθέσεις της Γερμανίας.
Γουσταύος Αδόλφος
Ο πόλεμος κλιμακώνεται στην επόμενη φάση του με την επέμβαση της Σουηδίας (1630), η οποία, παρά το μικρό της μέγεθος και την έλλειψη οικονομικών πόρων, προχώρησε θαρραλέα στο προσκήνιο των διεθνών σχέσεων και άσκησε σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση της Ιστορίας. Η σουηδική επέμβαση δεν απετέλεσε ένα απλό ιστορικό επεισόδιο, όπως η δανική, αλλά οδήγησε στην επέμβαση της Γαλλίας, προσδίδοντας στη γερμανική σύρραξη ευρωπαϊκές διαστάσεις.
Πολλοί ήταν οι λόγοι που υπαγόρευσαν στον βασιλέα της Σουηδίας Γουσταύο Αδόλφο (1611-1632), μία από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές φυσιογνωμίες της παγκόσμιας ιστορίας, την απόφαση της επεμβάσεως στον γερμανικό πόλεμο. Ένας λόγος ήταν, οι φιλόδοξες επιδιώξεις τού Φερδινάνδου Β΄ και η αύξηση της γερμανικής ισχύος, οι οποίες αποτελούσαν σοβαρή απειλή για τη σουηδική ηγεμονία στη Βαλτική, ενώ ένας άλλος ήταν, ο διωγμός των προτεσταντών της Γερμανίας. Λόγοι, οι οποίοι δεν ήταν δυνατό ν’ αφήσουν απαθή τον Σουηδό βασιλέα, ο οποίος διέβλεπε συγχρόνως την ευκαιρία να επεκτείνει την κυριαρχία του στην νότιο ακτή της Βαλτικής, δημιουργώντας βάσεις στο Στράλσουντ και στο Βίσμαρ για ταχεία ανάπτυξη στρατευμάτων σε τυχόν εισβολή από τους Ιμπεριαλιστές.
Στις 9 Ιανουαρίου 1629, ο Γουσταύος επικαλείται την πιθανότητα γερμανικής εισβολής στη Σουηδία, λόγω της παρουσίασης των Ιμπεριαλιστών στη Βαλτική ακτή και της κατασκευής στόλου στο Βίσμαρ από τον Βαλενστάιν και αποβιβάζεται στο Πεενεμούντε (6 Ιουλίου), μετά από έξι μήνες προετοιμασίας. Η επιχείρηση είχε ξεκινήσει από την Στοκχόλμη (27 Ιουνίου 1630), με συνοδεία 27 πολεμικών πλοίων και 13 μεταγωγικών με 13.000 άνδρες. Από το Πεενεμούντε πιθανόν σκόπευε να επιτεθεί κάτω από τη γραμμή του Όντερ στην αυτοκρατορική Σιλεσία και να απειλήσει την Αυστρία και τη Βιέννη.
Την πρόθεση επεμβάσεως του Γουσταύου υποστήριξε ο καρδινάλιος Ρισελιέ, πρωθυπουργός της Γαλλίας επί Λουδοβίκου ΙΓ΄ (1610-1643), ο οποίος με τη συνθήκη του Μπέρβαλντ (23 Ιανουαρίου 1631) υποσχέθηκε στη Σουηδία την παροχή ετήσιας επιχορηγήσεως προς κάλυψη των δαπανών του πολέμου για πέντε χρόνια.
Ο Γουσταύος, προσπαθώντας να συντρίψει τον Τιλλύ πριν προλάβει να φθάσει στη Βιέννη, βάδισε με 37.000 άνδρες από τη Νυρεμβέργη στο Ντονάουφερθ, διασχίζοντας τον Δούναβη. Στο Ίνγκολσταντ ο Τιλλύ ενώνει τις δυνάμεις του με αυτές του Μαξιμιλιανού και ο Γουσταύος εξαπολύει επίθεση, στις 5 Απριλίου, με αποτέλεσμα ο βαυαρικός στρατός να υποχωρήσει ηττημένος μεταφέροντας θανάσιμα τραυματισμένο τον Τιλλύ, πίσω στο οχυρό του Ίνγκολσταντ. Μετά από αυτή την επιτυχία, ο Γουσταύος συνέχισε την πορεία του προς Άουγκσμπουργκ, έχοντας καταστρέψει τα πάντα στο δρόμο του.
Ο Φερδινάνδος αποφάσισε να επανατοποθετήσει τον Βαλενστάιν (5 Δεκεμβρίου 1631), ο οποίος από τις θέσεις που κατείχε στη Βοημία κατάφερε σύντομα να συγκεντρώσει στρατό 70.000 ανδρών. Όμως, ο στρατός του φον Άρνιμ ήταν εκεί για να αποκρούσει την προώθησή του, διευκολύνοντας την κατάληψη του Μονάχου από τον Γουσταύο. Μέχρι τα Χριστούγεννα του 1631, η Σουηδία είχε πλέον υπό την κυριαρχία της τη μισή Γερμανία και στρατό που έφθανε τους 210.000 άνδρες.
Τον Μάιο του 1632 ο Γουσταύος, ενώ πληροφορείται ότι ο φον Άρνιμ εγκατέλειψε την Πράγα και ότι αποχωρεί από τη Βοημία, αφήνοντας έτσι τον Βαλενστάιν ελεύθερο να ελιχθεί, προχωρεί σταθερά προς Νυρεμβέργη (4 Ιουνίου 1632), μία εύπορη πόλη, την οποία δεν είχε αγγίξει ο πόλεμος. Μαζί του πήρε 18.500 άνδρες, αφήνοντας τους υπόλοιπους να φυλάνε τις κτήσεις του στη Βαυαρία. Σε απάντηση, ο Βαλενστάιν ενώνει τον στρατό του με του Mαξιμιλιανού, φτάνοντας τους 48.000 άνδρες.
Αυτή η κίνηση αναγκάζει τον Γουσταύο και τον Σουηδό καγκελάριο Οξενστίερνα να καλέσουν στη Νυρεμβέργη όλες τις διαθέσιμες στρατιές από όλους τους τομείς, ώστε να διευκολύνουν τους Σουηδούς να αποκλείσουν τη γραμμή ανεφοδιασμού του Βαλενστάιν από τη Βοημία. Όμως, οι προσπάθειες αυτές δεν ήταν επιτυχείς, φτάνοντας ακόμη και τον ίδιο τον ανεφοδιασμό του Γουσταύου σε κρίσιμο σημείο. Η μόνη επίλυση του προβλήματος ήταν να οδηγηθεί σε μάχη με τον Βαλενστάιν.
Ο Γουσταύος, σκεπτόμενος ότι ο Βαλενστάιν είχε αποσυρθεί δυτικά και ότι θα αντιμετώπιζε μόνο τις δυνάμεις επιφυλακής του, το πρωί της 24ης Αυγούστου 1632, έστειλε το ιππικό του να παρέμβει στην υποτιθέμενη οπισθοχώρηση του Βαλενστάιν και εξαπέλυσε το πεζικό του εναντίον του στην Αλτ Φεστ. Παρά τη θυσία 2.488 ανδρών, οι Σουηδοί απέτυχαν να πάρουν την Αλτ Φεστ. Ο Βαλενστάιν είχε χάσει μόνο 600 άνδρες. Ο μύθος του αήττητου των Σουηδών είχε πληγεί σοβαρά.
Οι προμήθειες άρχισαν να λιγοστεύουν, αρρώστιες παρουσιάστηκαν, και μέσα σε δύο εβδομάδες το 1/3 των αναξιόπιστων μισθοφόρων παράτησε τον Γουσταύο. Αφήνοντας τον Οξενστίερνα να κρατά τη Νυρεμβέργη, ο Γουσταύος αναχώρησε στις 8 Σεπτεμβρίου, αβέβαιος με το ποια θα είναι η επόμενη κίνησή του. Τον επόμενο μήνα πληροφορείται ότι και ο Βαλενστάιν ήταν ακόμα χωριστά, ότι ο Μαξιμιλιανός επέστρεφε στο Ίνγκολσταντ και ότι τα Σώματα στρατού των στρατηγών Χολκ και Γκαλάς είχαν αποσπασθεί.
Ήταν ευκαιρία για τον Γουσταύο να επωφεληθεί από αυτή την ανισορροπία του Βαλενστάιν. Μία εβδομάδα αργότερα, αφού έμαθε ότι ο Βαλενστάιν είχε εισβάλλει στη Σαξονία (το Λίπζινγκ έπεσε την 1η Νοεμβρίου), κάλυψε 638 χιλιόμετρα σε 17 ημέρες για να φυλάξει τα στενά της Θουριγκίας πριν από τον Παπενχάιμ.
Ο Βαλενστάιν είχε παρερμηνεύσει τις προθέσεις των Σουηδών. Ο Γουσταύος επιτέθηκε στις 16 Νοεμβρίου στο στρατηγείο του Βαλενστάιν στο Λέτζεν, 27 χλμ. βορειοανατολικά και 9 χλμ. νοτιοδυτικά του Λίπζινγκ. Όταν όμως διέσχισε τον ποταμό Ρίπας αψιμάχησε με ένα αυτοκρατορικό απόσπασμα, το οποίο καθυστέρησε την προέλασή του, δίνοντας στον Βαλενστάιν αρκετό χρόνο για να καλέσει τις διασκορπισμένες δυνάμεις του να έλθουν στο Λέτζεν.
Ο Βαλενστάιν μπορούσε να ανακτήσει μόνο 19.880 άνδρες, για να στραφεί προς έναν αντίστοιχο αριθμό Σουηδών. Ο Παπενχάιμ έλαβε την εντολή ανάκλησης γύρω στα μεσάνυχτα τις 16ης Νοεμβρίου και παρ’ όλο που ξεκίνησε αμέσως με το ιππικό, αφήνοντας το πεζικό να ακολουθήσει με καθυστέρηση έξι ωρών, δεν αναμενόταν να φθάσει στο πεδίο της μάχης πριν από το μεσημέρι.
Εκτιμώντας το αδύνατο σημείο του αυτοκρατορικού στρατού, οι Σουηδοί ήταν έτοιμοι να επιτεθούν στις 07.00 το πρωί, αλλά η ομίχλη που παρουσιάσθηκε άργησε να καθαρίσει και έτσι οι επιχειρήσεις δεν ξεκίνησαν μέχρι τις 11.00. Παρά τις 4 ώρες καθυστέρηση, ο Γουσταύος είχε ακόμη πιθανότητες να αρπάξει μια γρήγορη νίκη.
Το πεζικό προχώρησε διαγώνια, ώστε να δυσκολέψει το πεζικό του εχθρού, ενώ το δεξιό μέρος περικύκλωσε τον Βαλενστάιν από τα αριστερά, όπου ήταν ακάλυπτος. Η πρόοδος ήταν ενθαρρυντική, ως το μεσημέρι, όπου ο Παπενχάιμ εμφανίσθηκε με το ιππικό του, το οποίο αμέσως εξαπέλυσε επίθεση προς υποστήριξη της αριστερής θέσης του Βαλενστάιν.
O Πάπενχάιμ σωριάστηκε νωρίς από καταιγισμό κανονιοβολισμών και ένα ολόκληρο αυτοκρατορικό σύνταγμα λιποτάκτησε. Σημάδια πανικού ήταν εμφανή στο θρυμματισμένο αριστερό τμήμα και οι Σουηδοί στο κέντρο πίεζαν προς τα εμπρός αρπάζοντας επτά κανόνια του εχθρού.
Ενώ η μάχη είχε σχεδόν τελειώσει, με τους Σουηδούς να εξαπολύουν επίθεση στο δυνατότερο δεξιό τμήμα του εχθρού, αυτή σταμάτησε όταν ο Γουστάυος τραυματίστηκε θανάσιμα. Η διοίκηση του στρατού πέρασε αμέσως στον Μπερνάρ του Σαξ-Βαϊμάρ.
Κατά τις 17.00 οι θέσεις «κλειδιά» του Βαλενστάιν είχαν πέσει, όλα τα κανόνια του είχαν χαθεί και μόνο οι σκληρές μάχες που έδινε το πεζικό εμπόδιζαν τη διάσπαση του αυτοκρατορικού στρατού από τους Σουηδούς. Το πεζικό του Παπενχάιμ έφθασε το βράδυ, αλλά ο Βαλενστάιν είχε ήδη αποφασίσει να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης. Είχε χάσει πάνω από τους μισούς άνδρες του, ενώ οι Σουηδοί περίπου το 1/3.
Ο Βαλενστάιν, παρ’ όλο που ανάγκασε 8.000 Σουηδούς να παραδοθούν στον κόμη Θουρν της Βοημίας, παρέτεινε περαιτέρω την επιστροφή του. Ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος, ο οποίος δεν τον εμπιστευόταν, έχοντας ισχυρές υποψίες ότι ο Βαλενστάιν χρησιμοποιούσε τον αυτοκρατορικό στρατό για να επιδιώξει τα δικούς του σκοπούς στη Γερμανία, δολοφονήθηκε από Άγγλους, Σκωτσέζους και Ιρλανδούς μισθοφόρους στο μέτωπο της Βοημίας.
Η ηγεμονία της Γαλλίας
Οι θέσεις που είχαν οι Σουηδοί στη Γερμανία, μετά το θάνατο του Γουσταύου, κατέρρευσαν. Στη μάχη των δύο ημερών στο Νόρντινγκεν (5-6 Σεπτεμβρίου 1634), οι Σουηδοί υπέστησαν βαριά ήττα, χάνοντας 12.000 άνδρες εκ των οποίων οι 4.000 αιχμαλωτίσθηκαν. Όλα τα φρούρια εγκαταλείφθηκαν, αλλά η πιο σοβαρή συνέπεια ήταν ότι η Γαλλία δεν μπορούσε πλέον να συγκαλύπτεται πίσω από τη Σουηδία. Μια ισπανική επίθεση στο γαλλικό φρούριο Τιερ προέτρεψε τον Ρισελιέ να κηρύξει τον πόλεμο στην Ισπανία στις 19 Μαΐου 1635.
Μεταξύ 1634 και 1636 ο γαλλικός Στρατός διέθετε περίπου 9.500 ιππείς και115.000 πεζούς μοιρασμένους σε διάφορα θέατρα πολέμου, αλλά ο στρατός που διέθετε για τη Γερμανία ήταν ανεπαρκής. Αυτό το κενό καλύφθηκε από τον Μπερνάρ του Σαξ-Βαϊμάρ, ο οποίος συμφώνησε να αφήσει τις υπηρεσίες τους στη Σουηδία και να υποστηρίξει με 18.000 άνδρες τη Γαλλία στη Γερμανία.
Από τους 26.000 άνδρες που στάλθηκαν στις ισπανικές Κάτω Χώρες το 1635, μόνον 8.000 παρέμεναν μέχρι το τέλος της εκστρατείας, ενώ στη μάχη του Βίτστοκ στις 4 Οκτωβρίου 1636, ο αυτοκρατορικός-σαξονικός στρατός εξολοθρεύτηκε και η Σουηδία ξανακέρδισε τον έλεγχο.
Την άνοιξη του 1643, ο Δον Φραντσίσκο ντε Μέλο, κυβερνήτης και στρατηγός των ισπανικών Κάτω Χωρών από το 1641-1644, ενθαρρυμένος από τα νέα του θανάτου του Ρισελιέ, εισέβαλε στη Γαλλία. Πέρασε τα σύνορα με 19.000 άνδρες και 8.000 ιππείς και πολιόρκησε το φρούριο στο Ροκρόι. Η γαλλική κυβέρνηση έστειλε βοήθεια 17.000 ανδρών και 6.000 ιππέων υπό τον Κοντέ. Μετά από τρεις εφόδους, στις 19 Μαΐου, οι Ισπανοί παραδόθηκαν. Ο Κοντέ έχασε 4.000 άνδρες, ενώ ο Μελό είχε απώλειες 7.000 νεκρούς και 8.000 αιχμαλώτους.
Συνθήκη Ειρήνης
Ο πόλεμος είχε χάσει πλέον τον θρησκευτικό χαρακτήρα και διεξαγόταν αποκλειστικά για την ηγεμονία της Ευρώπης. Στρατοί εκστράτευαν απλώς για να κατακτήσουν περιοχές και να επιβάλουν ή να εισπράξουν φόρους, ώστε να συντηρηθούν και να αυξήσουν τα έσοδά τους. Το απόφθεγμα των Γουσταύου και Ρισελιέ ότι «ο πόλεμος πρέπει να πληρώνει για τον πόλεμο» είχε μεταβληθεί στο «ο πόλεμος έχει σκοπό τον πόλεμο».
Αναζητώντας απελπισμένα λεφτά και φαγητό για τον μεγάλο αριθμό μισθοφορικών δυνάμεων που διέθεταν, οι Σουηδοί διοικητές δρούσαν συχνά με δική τους πρωτοβουλία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγιναν οι πιο εκτεταμένες καταστροφές και λεηλασίες. Ο Τιλλύ, ο Βαλενστάιν και ο Γουσταύος είχαν σπείρει τον όλεθρο, ρημάζοντας και ξεριζώνοντας μεγάλες εκτάσεις στην Βαυαρία, στη Βόρειο Γερμανία και στην κοιλάδα του Ρήνου, όσον αφορά προμήθειες και πληθυσμό. Μετά το 1635 σταμάτησαν οι λεηλασίες και οι καταστροφές.
Η διαμάχη των ιστορικών είναι μεγάλη ως προς την πραγματική έκταση της καταστροφής του πολέμου, που έπληξε τη Γερμανία. Το σίγουρο είναι ότι ήταν τεράστια. Πιθανόν, το 1/4 του πληθυσμού των 20 εκατομμυρίων πριν τον πόλεμο, χάθηκε (οι περισσότεροι από επιδημίες και υποσιτισμό, μολονότι πολλοί μετανάστευσαν σε Πολωνία, Δανία, Γαλλία, Ελβετία και Ιταλία).
Υπό την πίεση της γαλλοσουηδικής υπεροχής και μετά από αλλεπάλληλες ήττες, ο νέος αυτοκράτορας της Γερμανίας Φερδινάνδος Γ’ (1637-1657) θα δεχθεί να διεξαγάγει συνομιλίες προς τερματισμό του πολέμου, οι οποίες θα αρχίσουν τελικά στις πόλεις της Βεστφαλίας Μύνστερ, για τα καθολικά κράτη και Όσναμπρυκ, για τα προτεσταντικά, εγκαινιάζοντας στην ιστορία της διπλωματίας την εποχή των μεγάλων ευρωπαϊκών συνεδρίων.
Η διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων χωριστά, σε δύο διαφορετικές πόλεις, απετέλεσε τη συμβιβαστική λύση του ζητήματος της πρωτοκαθεδρίας, δεδομένου ότι οι Σουηδοί προέβαλαν την αξίωση να θεωρηθούν ισότιμοι προς τους Γάλλους.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των εμπόλεμων κράτησαν τρία ολόκληρα χρόνια και κατέληξαν στην υπογραφή των Συνθηκών της Βεστφαλίας (24 Οκτωβρίου 1648), οι οποίες αποτελούν την ιστορική αφετηρία μιας νέας εποχής στην Ευρώπη. Οι Συνθήκες της Βεστφαλίας προσέφεραν σημαντικές «ικανοποιήσεις» στη Γαλλία και στη Σουηδία προς επανόρθωση των πολεμικών ζημιών που είχαν υποστεί οι δύο χώρες. Η Ελβετία και οι Ηνωμένες Επαρχίες αναγνωρίσθηκαν από τον αυτοκράτορα ως ανεξάρτητα κράτη.
Σημαντικές ήταν και οι μεταβολές που επήλθαν στον πολιτικό χάρτη της Γερμανίας με τις Συνθήκες της Βεστφαλίας. Οι συνθήκες επικύρωσαν τον δραστικό περιορισμό των αυτοκρατορικών εξουσιών και τη θρησκευτική διαίρεση της Γερμανίας. Καμία θεσμική μεταβολή δεν επήλθε στην πολιτική οργάνωση της γερμανικής αυτοκρατορίας, η οποία παρέμεινε συνομοσπονδία 355 λαϊκών και εκκλησιαστικών κρατιδίων, τα οποία απέκτησαν, όμως, ένα διεθνές καθεστώς που προσομοίαζε με εκείνο του κυρίαρχου κράτους.
Οι ηγεμόνες των γερμανικών κρατιδίων μπορούσαν να απολαμβάνουν πλέον οιονεί πλήρους ανεξαρτησίας κατά τη ρύθμιση των εκκλησιαστικών και πολιτικών υποθέσεων στο εσωτερικό των χωρών τους, ενώ συγχρόνως μπορούσαν να ασκούν ιδιαίτερη εξωτερική πολιτική, έχοντας το δικαίωμα να συνάπτουν συνθήκες συμμαχίας με ξένες δυνάμεις, υπό την επιφύλαξη ότι δεν θα εστρέφοντο κατά του αυτοκράτορα, και να διατηρούν διπλωματικές σχέσεις με κράτη εκτός της αυτοκρατορίας. Η πολιτική αυτή αυτοτέλεια των Γερμανών ηγεμόνων θα ενισχύσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις της αυτοκρατορίας και θα αναστείλει για δύο αιώνες τη γερμανική ενοποίηση.
Από θρησκευτική άποψη, οι Συνθήκες της Βεστφαλίας δεν προστάτευσαν τη θρησκευτική ελευθερία, δεδομένου ότι με την αναγνώριση του αποκλειστικού δικαιώματος του ηγεμόνα να επιβάλει στους υπηκόους του τη δική του θρησκεία, καθιέρωσαν την αρχή «cujus regio, ejus religio».
Η καθολική εκκλησία, η οποία δέχθηκε τριπλό πλήγμα με την «εκλαΐκευση» πολλών θρησκευτικών ηγεμονιών, τη διεθνή αναγνώριση προτεσταντικών δυνάμεων και την καθιέρωση της υπεροχής της κοσμικής εξουσίας έναντι της εκκλησιαστικής, καταδίκασε τις Συνθήκες. Την εφαρμογή των Συνθηκών της Βεστφαλίας εγγυήθηκαν η Γαλλία και η Σουηδία. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση παραβιάσεως των γερμανικών ελευθεριών, οι δυο αυτές δυνάμεις είχαν το δικαίωμα επεμβάσεως στις εσωτερικές υποθέσεις της Γερμανίας.
Η βεστφαλική ειρήνη απετέλεσε έναν πραγματικό θρίαμβο της γαλλικής διπλωματίας. Ουδέποτε στο παρελθόν ο πολιτικός χάρτης της Ευρώπης είχε προσλάβει μορφή που να ανταποκρίνεται περισσότερο στις γαλλικές φιλοδοξίες. Η Γερμανία, μια χαλαρή συνομοσπονδία ανίσχυρων, φτωχών και αμοιβαίως υποβλεπόμενων κρατών, έπαψε να υπάρχει σαν αξιόλογος στρατιωτικός παράγοντας ανασχέσεως του γαλλικού επεκτατισμού και απετέλεσε για τη Γαλλία σημαντικό συντελεστή ασφαλείας, συνιστώντας φραγμό κατά της Αυστρίας και δεξαμενή πολιτικών συμμάχων.
Ο χάρτης της Ευρώπης του 1648, του οποίου οι βασικές γραμμές θα παραμείνουν σχεδόν αναλλοίωτες μέχρι τον Ναπολέοντα, ήταν ο πρώτος που αποτύπωσε τα πολιτικά αποτελέσματα της Αναγεννήσεως και της Μεταρρυθμίσεως. Δικαίως, λοιπόν, οι Συνθήκες της Βεστφαλίας χαρακτηρίζονται ως ορόσημο της νεότερης ευρωπαϊκής Ιστορίας.
Οι Συνθήκες της Βεστφαλίας είχαν σαν στόχο την πολιτική και θρησκευτική ειρήνευση της Γερμανίας και όχι τη διευθέτηση των υφιστάμενων διαφορών μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών κατά τρόπο γενικό και μόνιμο.
Μετά τον Τριακονταετή Πόλεμο, η Γερμανία, οικονομικά αποστεωμένη και πολιτικά αποδιοργανωμένη, θα αποσυρθεί από το προσκήνιο της ευρωπαϊκής σκηνής για δύο αιώνες. Οι Συνθήκες της Βεστφαλίας, ευφυές δημιούργημα της γαλλικής διπλωματίας, είχαν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την πλήρωση του κενού ισχύος από τις δύο εγγυήτριες δυνάμεις.
Η Σουηδία, όμως, δεν θα αργήσει να παρακμάσει. Μόνο η Γαλλία, έχοντας διασφαλίσει πλέον τα ανατολικά της σύνορα, θα επωφεληθεί από την ιστορικά προσωρινή εξάλειψη του γερμανικού παράγοντα για να επιλύσει προς όφελός της την παλαιά διαφορά Βουρβώνων και Αψβούργων και να επιβάλει την ηγεμονία της στην Ευρώπη.