Το αεροσκάφος υπηρέτησε ως βομβαρδιστικό και τορπιλοπλάνο με τη RAF από το 1926 έως το 1935 και με το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό από το 1929 έως και το 1941, χωρίς όμως να πάρει μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις του Β ‘ΠΠ.
To Horsley ξεκίνησε να σχεδιάζεται βάσει της προδιαγραφής 26/23 που είχε θέσει το βρετανικό υπουργείο Αεροπορίας για ένα βοµβαρδιστικό αεροσκάφος που θα χρησιµοποιούσε τον κινητήρα Rolls-Royce Condor των 655 ίππων.
Αν και η προδιαγραφή έκανε λόγο για ένα ολοµεταλλικό αεροσκάφος, η Hawker πρότεινε την κατασκευή ενός πρωτότυπου κατασκευασµένου από ξύλο και το οποίο σταδιακά κατά την διάρκεια της παραγωγής θα µετεξελισσόταν σε µεταλλική κατασκευή.
Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή από το υπουργείο Αεροπορίας και έτσι δόθηκε η άδεια για την κατασκευή ενός πρωτότυπου το οποίο πραγµατοποίησε την πρώτη του πτήση το Μάρτιο του 1925 µε κινητήρα των 650 ίππων.
Το αεροσκάφος παραδόθηκε στη συνέχεια σε µονάδα της RAF για περαιτέρω δοκιµές στις 4 Μαΐου του ίδιου έτους. Στο µεσοδιάστηµα το υπουργείο Αεροπορίας τροποποίησε την αρχική προδιαγραφή στη νέα 23/25 η οποία προέβλεπε την αύξηση του µεταφερόµενου οπλικού φορτίου από µια βόµβα των 230 χλγρ. σε δύο, ενώ παράλληλα εξέδωσε και την προδιαγραφή 24/25 για ένα τορπιλοπλάνο ικανό να µεταφέρει µια τορπίλη των 980 χλγρ.
Η ικανότητα της Hawker να ανταποκρίνεται µε τις νέες προδιαγραφές προσαρµόζοντας ανάλογα το Horsley οδήγησε στην επιλογή του αεροσκάφους από την RAF η οποία έδωσε την πρώτη παραγγελία για 40 αεροσκάφη, εκ των οποίων τα 10 θα ήταν ξύλινης κατασκευής Mk I και τα υπόλοιπα 30 µεικτής, µε µεταλλικά και ξύλινα τµήµατα τα οποία ονοµάστηκαν Mk II, όλα µε κινητήρα Condor IIIA. Τέλος υπήρξε και µια ολοµεταλλική κατασκευή η οποία ονοµάστηκε Horsley III.
Το αεροσκάφος ήταν µεγάλο σε διαστάσεις σε σχέση µε τα τότε δεδοµένα για µονοκινητήριο, είχε µήκος 11,84 µ. εκπέτασµα πτερύγων 17 µέτρα και ύψος 4,17 µ.
∆ιέθετε διµελές πλήρωµα πιλότο και βοµβαρδιστή/πολυβολητή, ο οποίος χειριζόταν ένα πολυβόλο Lewis των .303 in (7.7 χλστ.).
Να σηµειωθεί ότι και το πίσω πιλοτήριο διέθετε χειριστήριο και µανέτα καυσίµου, πράγµα όχι τόσο σύνηθες για µονοκινητήρια βοµβαρδιστικά.
Το φορτίο που µπορούσε να µεταφέρει το Horsley ανερχόταν είτε σε βόµβες των 230 χλγρ., είτε σε µια 680 χλγρ. ή µια τορπίλη των 1.300 χλγρ. αρκετά βαρύτερη από την προδιαγραφή των 980 χλγρ. που είχε θέσει το υπουργείο Αεροπορίας.
Μια ακόµη έκδοση του αεροσκάφους το οποίο έφερε πλωτήρες ονοµάστηκε Hawker Dantorp αλλά µόνο δύο κατασκευάστηκαν τα οποία πωλήθηκαν στο Ναυτικό της ∆ανίας. Τα αεροσκάφη έφεραν τριµελές πλήρωµα και οι ∆ανοί πήραν την άδεια για την κατασκευή ακόµη 10 κατόπιν αδείας, χωρίς όµως αυτό το σχέδιο να υλοποιηθεί τελικά.
Η επιχειρησιακά του χρήση
Τα πρώτα Horsley παραγωγής παραδόθηκαν στην 100η Μοίρα βοµβαρδισµού της RAF τον Σεπτέµβριο του 1927, ενώ ακόµη δύο άλλες Μοίρες οι 15η και η 11η ενέταξαν σε υπηρεσία τα αεροσκάφη, αντικαθιστώντας τα Fairey Fawn. Τα Horsley αποδείχθηκαν ανώτερα καθώς µπορούσαν να µεταφέρουν τρεις φορές το οπλικό φορτίο σε µεγαλύτερες αποστάσεις και µε µεγαλύτερες ταχύτητες.
Παράλληλα θεωρούνταν αρκετά ευέλικτα για το µέγεθός τους και ήταν αγαπητά στα πληρώµατα που τα πετούσαν. Τον Οκτώβριο του 1928 σχηµατίστηκε µια ακόµη Μοίρα η 36η µε έδρα την Σκωτία που χρησιµοποιούσε τα Horsley ως τορπιλοπλάνα και το 1930 µεταστάθµευσε στην Σιγκαπούρη προκειµένου να µετάσχει σε επιχειρήσεις αντιµετώπισης µιας εξέγερσης στην Μιανµάρ.
Σταδιακά οι περισσότερες Μοίρες της RAF άλλαξαν ρόλο από ηµερήσιο βοµβαρδισµό σε φορείς τορπιλών. Συνολικά κατασκευάστηκαν 124 αεροσκάφη συµπεριλαµβανοµένων και των έξι του ελληνικού Ναυτικού, εξοπλίζοντας 7 Μοίρες της RAF, αλλά η υπηρεσία τους δεν διήρκησε πολύ. Τα περισσότερα αεροσκάφη άρχισαν να αποσύρονται από την ενεργό υπηρεσία µεταξύ του 1934 και του 1935.
Στις 20 Μαΐου του 1927 ένα ειδικά τροποποιηµένο Horsley µε διµελές πλήρωµα επιχείρησε να πραγµατοποιήσει ένα σκέλος πτήσης από την Βρετανία στην Ινδία χωρίς ενδιάµεσο σταθµό. Με βάρος πάνω από 6 τόνους το περισσότερο εκ των οποίων καύσιµο το αεροσκάφος απογειώθηκε από την Βρετανία αλλά δεν κατάφερε να φτάσει στην Ινδία καθώς µετά από 34 ώρες και 45 λεπτά συνεχούς πτήσης προσθαλασσώθηκε στα ρηχά νερά του περσικού Κόλπου κοντά στο Bandar Abbas έχοντας διανύσει 5.500 χλµ.
Θα ήταν ένα αξιοσηµείωτο ρεκόρ που θα έµενε στην ιστορία εάν ακριβώς την εποµένη, 21 Μαΐου ο Τσαρλς Λίντµπεργκ µε το Spirit of St. Louis δεν πραγµατοποιούσε την πρώτη πτήση πάνω από τον Ατλαντικό διανεύοντας ελαφρά µεγαλύτερη απόσταση 5.780 χλµ.
Το Horsley στην Ελλάδα
∆εν υπάρχουν πολλά διαθέσιµα στοιχεία για την υπηρεσία των Horsley Mk II στην Ελλάδα και το Ναυτικό. Για την ακρίβεια αυτά είναι ελάχιστα. Το µόνο που είναι γνωστό είναι πως τα αεροσκάφη παραγγέλθηκαν το 1929 για την ΝΑΥ (Ναυτική Αεροπορική Υπηρεσία ή ΝΑΣ Ναυτικό Αεροπορικό Σώµα) µε την προοπτική αυτά να γίνουν τορπιλοπλάνα ενισχύοντας έτσι τις δυνατότητες του Βασιλικού Ναυτικού στις αεροπορικές προσβολές ναυτικών µονάδων.
Τα αεροσκάφη παραλήφθησαν (πιθανότατα την περίοδο 1929-30) βαµµένα σε χρώµα αλουµινίου µε κωδικούς ΒΒ1 έως ΒΒ6, ενώ αργότερα οι κωδικοί έγιναν Β1 έως Β6, µε εθνόσηµα στις πτέρυγες και στο πηδάλιο διεύθυνσης καθώς και µια µικρή άγκυρα στο κάθετο σταθερό. ∆εν έφεραν βέβαια πλωτήρες κάτι που σηµαίνει ότι επιχειρούσαν από αεροδρόµια ξηράς, πιθανότατα στο Τατόι.
∆εν υπάρχουν στοιχεία εάν το Ναυτικό τα χρησιµοποίησε ως τορπιλοπλάνα ή αεροσκάφη ναυτικής επιτήρησης, αλλά τα τελευταία χρόνια της υπηρεσίας τους (1938-1040) τα Horsley χρησιµοποιήθηκαν ως εκπαιδευτικά.
Καταστράφηκαν τον Απρίλιο του ’41, από γερµανικούς βοµβαρδισµούς (πιθανότατα στο Άργος) και κατά συνέπεια δεν έγινε καν προσπάθεια για να διαφύγουν στη Μέση ανατολή και χωρίς να έχουν χρησιµοποιηθεί στον ελληνοϊταλικό πόλεµο, προφανώς γιατί θεωρήθηκαν ακατάλληλα για αποστολές βύθισης ιταλικών πλοίων µε επιθέσεις τορπιλών.
Για αυτό που έµειναν περισσότερο γνωστά τα αεροσκάφη σε ελληνική υπηρεσία ήταν η αποστολή καλής θέλησης «Γύρος των Βαλκανίων».
Αυτή έγινε ως επισφράγισµα του λεγόµενου αλλά αποτυχηµένου όπως αποδείχθηκε γρήγορα στη συνέχεια, «Βαλκανικού Συµφώνου» που υπεγράφη στην Αθήνα και πιο συγκεκριµένα στην «Ακαδηµία Αθηνών» στις 9 Φεβρουαρίου 1934, από τους Υπουργούς Εξωτερικών τεσσάρων Βαλκανικών χωρών. Αυτές ήταν η Ελλάδα η Γιουγκοσλαβία, η Ρουµανία και η Τουρκία.
Το σύµφωνο είχε ως στόχο την προώθηση της συνεργασίας και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών µεταξύ των κρατών της χερσονήσου, αλλά και της «αµοιβαίας προστασίας των συνόρων».
Στο πλαίσιο αυτό αποφασίστηκε η αποστολή τριών αεροσκαφών Horsley Mk II σε µια πτήση καλής θέλησης επισκεπτόµενα τις «περισσότερες» βαλκανικές πρωτεύουσες. Αυτό µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι τα αεροσκάφη πέταξαν σε Κωνσταντινούπολη, Βουκουρέστι και Βελιγράδι πριν επιστρέψουν στην Ελλάδα, αφού Βουλγαρία και Αλβανία δεν θέλησαν να πάρουν µέρος στην Βαλκανική συµφωνία. Τα αεροσκάφη απογειώθηκαν από το Τατόι στις 21 Ιουλίου του 1934.
Αρχηγός της αποστολής ήταν ο Αντισµήναρχος Γεώργιος Θέµελης (µετέπειτα Υφυπουργός Εθνικής Άµυνας) και χειριστές οι Σµηναγοί Παύλος Σαχτούρης, Γεώργιος Φραγγίστας και Χαράλαµπος Ποταµιάνος, καθώς και ο Υποσµηναγός Ξενοφών Βαρβαρέσσος. Συµµετείχαν επίσης τρεις τεχνικοί και έξι εκπαιδευόµενοι του Κέντρου Αεροναυτιλίας.
Πρώτος σταθµός των αεροσκαφών ήταν η Κωνσταντινούπολη, δεύτερος το Βουκουρέστι και τελευταίος το Βελιγράδι πριν τα αεροσκάφη επιστρέψουν ξανά στην Ελλάδα στις 4 Αυγούστου. Το Horsley επιλέχθηκε για αυτή την αποστολή λόγω της πολύ µεγάλης ακτίνας δράσης του.
Το αεροσκάφος µπορούσε να πάρει 1.000 λίτρα εσωτερικού καυσίµου έχοντας εµβέλεια 1.400 χλµ. και αυτονοµία 10 ωρών πτήσης. Η µεγίστη ταχύτητα ανερχόταν στα 201 χ.α.ω. και το µέγιστο επιχειρησιακό ύψος στα 14.000 πόδια.