Το παράδοξο είναι ότι το CSMC (Confederate States Marine Corps), όπως είναι η επίσημη ονομασία του, μετά από τον αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, δεν έτυχε ποτέ της μεγάλης προσοχής των ιστορικών και ιστοριοδιφών που έτυχαν άλλες μονάδες του Στρατού των Νοτίων, όπως η Μεραρχία Ιππικού της Στρατιάς της Βόρειας Βιρτζίνια ή ακόμη και οι αμφιβόλου στρατιωτικής τιμής Mosby’s Partisan Rangers.
Αιτία γι’ αυτό αποτελεί ενδεχομένως η απώλεια του μεγαλύτερου τμήματος των αρχείων του CSMC, όταν ξέσπασε πυρκαγιά στην κατοικία του συνταγματάρχη Μπιλ, γνωστού και ως «Λη των Πεζοναυτών», ο οποίος το είχε διασώσει.
Ωστόσο, το ότι σκόπευαν να αποδώσουν οι Νότιες Πολιτείες στο CSMC μια ιδιαίτερη, τιμητική θέση, διαφαίνεται ήδη από τη γένεση του τελευταίου, ένα μόλις μήνα μετά από τη δημιουργία της προσωρινής Συνομόσπονδης Κυβέρνησης.
Με διάταγμα της 16ης Μαρτίου 1861, το υπουργείο Ναυτικών των CSA, δημιούργησε το Τάγμα των Πεζοναυτών, το οποίο θα είχε δύναμη έξι λόχων, υπό τη διοίκηση ενός ταγματάρχη. Επειδή όμως πολλοί επαγγελματίες στρατιωτικοί που υπηρετούσαν μέχρι τότε στον Στρατό των ΗΠΑ προσφέρθηκαν εθελοντικά να υπηρετήσουν στις τάξεις των Πεζοναυτών, στις 20 Μαΐου του 1861, τροποποιήθηκε το σχετικό διάταγμα, και το Τάγμα επεκτάθηκε σε αυτόνομο Σώμα με δύναμη 10 λόχων, διοικούμενων από συνταγματάρχη, με συνολικά 1072 αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτες.
Το CSMC προοριζόταν δηλαδή να έχει τη σύνθεση και την οργάνωση ενός Εθελοντικού Συντάγματος Πεζικού, όπως αυτά που υπηρέτησαν από την αρχή ως το τέλος του αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου και στις δύο εμπόλεμες πλευρές.
Αυτή ακριβώς η διευρυμένη σύνθεσή του είναι ενδεικτική της ξεχωριστής θέσης που θα καταλάμβανε το CSMC στον νεοσχηματισθέντα Στρατό των Νοτίων, καθώς την ίδια εποχή το «αντίπαλον δέος», το USMC, ξεκινούσε τον πόλεμο με δύναμη 1.768 αξιωματικών, υπαξιωματικών και στρατιωτών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που υπηρετούσαν στον Προεδρικό Λόχο Πεζοναυτών.
Εντούτοις, το CSMC δεν επρόκειτο ποτέ να πολεμήσει ως μονάδα με πλήρη σύνθεση, και είναι χαρακτηριστικό πως, ενώ τον Φεβρουάριο του 1865 οι Βόρειοι Πεζοναύτες είχαν φθάσει τους 3.881 υπηρετώντας σε συμπαγείς εκστρατευτικές μονάδες, μόλις 600 Νότιοι Πεζοναύτες στελέχωναν τους 10 λόχους του Σώματός τους.
Γενικά γύρω στους 5.750 Νότιους «πέρασαν» σε κάποια φάση του αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου από το CSMC, αν και ποτέ δεν συγκεντρώθηκαν περισσότεροι από 600 σε ένα και μόνο πεδίο μάχης.
Αξιοσημείωτο είναι πως το 20% περίπου εξ αυτών, δηλαδή 1.150 άνθρωποι, ήταν Αφροαμερικανοί που εντάχθηκαν στο Σώμα σε αναλογία ένας προς πέντε με τους λευκούς, για να διεκπεραιώνουν καθήκοντα βοηθητικού προσωπικού, όπως έκαναν και σε πολλές άλλες μονάδες του Στρατού των Νοτίων.
Δυστυχώς όμως, η απώλεια των αρχείων του CSMC, δεν επέτρεψε μέχρι σήμερα να διαπιστώσουμε αν οι άνθρωποι αυτοί πολέμησαν και πού ούτε αν τους αποδόθηκε η ιδιότητα του στρατιώτη, όπως όριζε το διάταγμα που υιοθέτησε το Κογκρέσο των Νοτίων Πολιτειών προς τα τέλη του πολέμου και το οποίο μεταξύ άλλων προέβλεπε το σχηματισμό πέντε «έγχρωμων» Συνταγμάτων πεζικού απαρτιζόμενων εξ ολοκλήρου από Αφροαμερικανούς.
Πάντως, η οργάνωση του CSMC σε λόχους υπό τον έλεγχο ενός επιτελείου επιπέδου Συντάγματος ήταν διαφορετική από αυτή που είχε το USMC εκείνη την εποχή.
Το USMC κατανεμόταν σε στρατόπεδα πεζοναυτών, εγκατεστημένα σε λιμένες όπου ναυλοχούσε ο στόλος των Βορείων και τα οποία έστελναν αποσπάσματα σε συγκεκριμένα πλοία, όταν το απαιτούσε η ανάγκη ή το όριζαν διαταγές από το υπουργείο Ναυτικών της Ουάσιγκτον.
Ωστόσο, το CSMC σκόπευε να εκπαιδεύει αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και κληρωτούς Πεζοναύτες στο Ντριούρις Μπλαφ, και κατόπιν να τους αποστέλλει να σχηματίζουν αγήματα, τα οποία, μέχρι να επιβιβαστούν σε κάποιο πλοίο, θα φρουρούσαν συγκεκριμένους λιμένες ή άλλες εγκαταστάσεις του Συνομόσπονδου Ναυτικού.
Και πάλι όμως εφαρμόστηκε το σύστημα που ίσχυε στα Εθελοντικά Συντάγματα Πεζικού, δηλαδή οι αξιωματικοί ήταν υπεύθυνοι για τη στρατολόγηση του λόχου τους, και μόνο πολύ αργότερα το CSMC δημιούργησε γραφεία στρατολόγησης στην επικράτεια του Νότου, και κυρίως στις παράκτιες Πολιτείες που διέθεταν μεγάλη ναυτική παράδοση: π.χ. στα τέλη Απριλίου 1861, ο υπουργός Ναυτικού Στίβεν Μάλορι ανέφερε πως το CSMC αναζητούσε «καλούς Νότιους άντρες» στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα και στη Νέα Ορλεάνη στη Λουιζιάνα.
Τα πρώτα αγήματα Πεζοναυτών στάλθηκαν στην Πενσακόλα της Φλόριντα, όπου οι Νότιοι πολιορκούσαν το Βόρειο οχυρό Φορτ Πίκενς που βρισκόταν στη νήσο Σάντα Ρόζα. Ένα τάγμα εκστρατείας των Πεζοναυτών, δύναμης 300 αντρών κατανεμημένων σε τρεις λόχους, προσκολλήθηκε στην 3η Ταξιαρχία της Στρατιάς της Πενσακόλα, ενώ ένας τέταρτος λόχος με 150 Πεζοναύτες απεστάλη στη Νέα Ορλεάνη για να φρουρεί το σημαντικό λιμάνι της.
Αργότερα, κατά το Φεβρουάριο του 1862, το τάγμα εκστρατείας μεταφέρθηκε στη Βιρτζίνια, με εξαίρεση ένα μικρό απόσπασμα που έμεινε στο λιμάνι του Μομπάιλ της Αλαμπάμα.
Άλλα αποσπάσματα των Πεζοναυτών υπηρετούσαν τότε μαζί με τη Στρατιά της Βόρειας Βιρτζίνια, με βάση το Σέντρβιλ της Βιρτζίνια, καθώς και σε διάφορες φρουρές στις ακτές της Τζόρτζια και της Νότιας Καρολίνα. Η πρώτη σοβαρή πρόκληση για τους Νότιους Πεζοναύτες ήρθε την άνοιξη του 1862 με την εκστρατεία των Βορείων στην περιοχή του ποταμού Μισισιπή.
Οι Βόρειοι κατέπλευσαν στον ποταμό με ωκεάνια καταδρομικά, με σκοπό να εξουδετερώσουν τα οχυρά Φορτ Τζάκσον και Φορτ Σεντ Φίλιπ. Στον παραποτάμιο στολίσκο υπό τον Τζον Μίτσελ, που έσπευσε να υποστηρίξει τα οχυρά, περιλαμβανόταν το πλοίο Μακ Ρε με το άγημα Πεζοναυτών που μετέφερε.
Κατά την επίμονη ποταμομαχία που ακολούθησε, το Μακ Ρε αντιπαρατέθηκε ταυτόχρονα με τέσσερα εχθρικά πλοία, ανάμεσά τους και το Ιροκουά, από το πλήρωμα του οποίου υπήρξαν 26 νεκροί και τραυματίες.
Αυτή όμως ήταν και η πρώτη φορά που ήρθαν αντιμέτωποι οι Πεζοναύτες των Βορείων με αυτούς των Νοτίων, καθώς το Ιροκουά μετέφερε το δικό του άγημα με άνδρες του USMC.
Πάντως, ο κύριος όγκος του CSMC παρέμεινε στην περιοχή του Ρίτσμοντ στο στρατόπεδο Μπιλ στο Ντριούρις Μπλαφ και στα ναυπηγεία του Ναυτικού στο Νόρφολκ της Βιρτζίνια, ενώ μικρότερα αποσπάσματα έμεναν στο Ουίλμινγκτον της Βόρειας Καρολίνα, το Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνα και τη Σαβάνα της Τζόρτζια.
Από αυτές τις περιοχές, οι Πεζοναύτες επιβιβάζονταν τακτικά σε διάφορα σκάφη του ναυτικού και μετείχαν σε επιδρομές εναντίον των πολεμικών και εμπορικών πλοίων του Βορρά.
Το μεγαλύτερο από τα αγήματα αυτά, αποτελούνταν από 55 αξιωματικούς και οπλίτες και επιβιβαζόταν στο θωρηκτό Βιρτζίνια.
Πεζοναύτες υπηρέτησαν και στα Σάμτερ, Σεναντόα, Αλαμπάμα, Ατλάντα, Τενεσί, Τσικαμόγκα, καθώς και σε άλλα μικρότερα πλοία και κανονιοφόρους.
Εντούτοις, οι Πεζοναύτες εκπλήρωναν και μια σειρά από άλλους ρόλους. Οι κανονισμοί του CSMC όριζαν πως, ατομικά ή συγκροτημένοι σε ομοχειρίες υπό τους δικούς τους αξιωματικούς, οι Πεζοναύτες μπορούσαν να επανδρώσουν πυροβόλα πλοίων, αν και διευκρίνιζαν πως κάτι τέτοιο θα πρέπει να γίνεται μόνο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
Σε κάθε περίπτωση όμως οι Πεζοναύτες υποβάλλονταν και σε εκπαίδευση πυροβολητή και, λόγω της δυσχερούς θέσης των Νοτίων, πολλοί από αυτούς, υπηρέτησαν επί μακρόν σε τέτοιο ρόλο, επανδρώνοντας τις επάκτιες πυροβολαρχίες που προστάτευαν το Ουίλμινγκτον, το Τσάρλεστον, τη Σαβάνα, τη Νέα Ορλεάνη, το Μομπάιλ και άλλα σημαντικά λιμάνια του Νότου.
Όσο όμως επιδεινωνόταν η στρατιωτική κατάσταση του Νότου, οι Πεζοναύτες απέκτησαν και μια ακόμη ιδιότητα: εκείνη του καταδρομέα. Οι κατά τόπους στρατιωτικές διοικήσεις ζητούσαν από τα διάφορα αγήματα να αναλάβουν καθήκοντα μονάδων καταδρομών.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το σχέδιο κατάληψης Θωρηκτών των Βορείων που ναυλοχούσαν ανοιχτά του λιμένος του Τσάρλεστον τον Απρίλιο του 1863. Το σχέδιο προέβλεπε ότι, υπό την κάλυψη της νύχτας, οι Πεζοναύτες θα πλησίαζαν τα Θωρηκτά με βάρκες, θα επιβιβάζονταν σε αυτά και θα τους προκαλούσαν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες καταστροφές, τοποθετώντας εύφλεκτα υλικά σε νευραλγικά σημεία τους. Μια παραλλαγή του σχεδίου προέβλεπε πως, αν επιτυγχανόταν απόλυτος αιφνιδιασμός και το πλήρωμα δεν αντιλαμβανόταν τους καταδρομείς, οι Πεζοναύτες θα τοποθετούσαν νάφθα στους εξαεριστήρες των ενδιαιτημάτων των ναυτών και με τις αναθυμιάσεις να τους εξανάγκαζαν σε παράδοση.
Οι Πεζοναύτες είχαν εκπαιδευτεί εντατικά για να αντεπεξέλθουν στον ρόλο τους, ωστόσο το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε απλά επειδή οι πυροβολαρχίες που υπερασπίζονταν το λιμένα του Τσάρλεστον προκάλεσαν τέτοιες ζημιές στα εννέα Θωρηκτά των Βορείων, ώστε αυτά αποχώρησαν για επισκευές στον Βορρά, προτού δεχτούν την «επίσκεψη» των αντρών του CSMC!
Πάντως, μια τέτοια «επίσκεψη» έγινε αργότερα με απολύτως επιτυχημένο τρόπο, όταν στις 2 Φεβρουαρίου 1864 η κανονιοφόρος των ΗΠΑ, Άντεραϊτερ, καταλήφθηκε στα ανοιχτά του Νιου Μπερν, μετά από ρεσάλτο των Πεζοναυτών και ταχύτατη εξουδετέρωση του πληρώματος. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και στις 2 Ιουνίου 1864, κοντά στη Σαβάνα της Τζόρτζια, όταν οι Πεζοναύτες κατέλαβαν μετά από μόλις δέκα λεπτά μάχης, το ιστιοφόρο πλοίο Ουότεργουιτς και το ενέταξαν στις τάξεις του Ναυτικού των CSA.
Eνθαρρυμένος από τις επιτυχίες αυτές, ο περίφημος στρατηγός Ρόμπερτ Ε. Λη, διοικητής της Στρατιάς της Βόρειας Βιρτζίνια, κατέστρωσε ένα σχέδιο με σκοπό την απελευθέρωση των Νοτίων αιχμαλώτων πολέμου που κρατούνταν σε φυλακή των ΗΠΑ στα περίχωρα της Ουάσιγκτον, κοντά στην ακτή.
Το σχέδιο προέβλεπε οι Πεζοναύτες να επιβιβαστούν σε βάρκες και, υπό την κάλυψη της νύχτας, να αποβιβαστούν στο Λουκάουτ Πόιντ, το πλησιέστερο στη φυλακή σημείο της ακτής. Οι δυνάμεις του στρατηγού Τζούμπαλ Έρλι θα εξαπέλυαν ταυτόχρονα επιδρομή αντιπερισπασμού εναντίον της Ουάσιγκτον, με σκοπό την υποβοήθηση των Πεζοναυτών που, ακόμη κι έτσι όμως, θα έπρεπε να εξουδετερώσουν την ευάριθμη φρουρά της φυλακής.
Ωστόσο, η ανησυχία ότι οι πολυάριθμοι κατάσκοποι των Βορείων είχαν ήδη πληροφορηθεί το σχέδιο για την επιδρομή, οδήγησε στην ακύρωσή του, την ίδια ακριβώς στιγμή που οι Πεζοναύτες είχαν επιβιβαστεί στα σκάφη τους και βρίσκονταν στον δρόμο που οδηγούσε στην επίτευξη του στόχου τους.
Πάντως, η περίφημη στιγμή για τους Πεζοναύτες δεν αφορούσε στον ρόλο τους ως καταδρομείς αλλά στον ρόλο τους ως πυροβολητές, και μάλιστα στη δράση τους κατά την πιο διάσημη ίσως ναυμαχία του αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, που έγινε στο Χάμπτον Ρόουντς της Βιρτζίνια στις 8-9 Μαρτίου του 1862, μεταξύ των πειραματικών τότε Θωρηκτών των εμπολέμων, του «Μόνιτορ» των Βορείων και του «Βιρτζίνια» του Νότου.
Κατά τη σφοδρή αναμέτρηση των δύο πλοίων, χρειάστηκε οι Νότιοι Πεζοναύτες να αναλάβουν την επάνδρωση αρκετών από τα πυροβόλα του «Βιρτζίνια», το πλήρωμα των οποίων είχε τεθεί εκτός μάχης από το εχθρικό πυρ.
Ο ναύαρχος Φράνκλιν Μπιουκάναν στην επίσημη αναφορά του προς το υπουργείο Ναυτικών της Συνομοσπονδίας, εξήρε τους Πεζοναύτες για την ψυχραιμία που επέδειξαν, επειδή «μολονότι δεν είχαν την ευκαιρία να εκτελέσουν τα συνήθη καθήκοντά τους στην άμυνα του πλοίου και στην επίθεση εναντίον του εχθρού, ωστόσο έδειξαν με τη δεξιοτεχνία τους στον χειρισμό των πυροβόλων ότι αποτελούν σημαντικό και αναπόσπαστο τμήμα του πληρώματος κάθε πολεμικού σκάφους».
Η δράση αυτού του είδους όμως θα επαναλαμβανόταν κάθε φορά που το Πολεμικό Ναυτικό της Συνομοσπονδίας θα βρισκόταν σε δεινή θέση. Οι δε ρόλοι των Πεζοναυτών θα εναλλάσσονταν με την ίδια συχνότητα. Είναι ενδεικτικό πως μετά από τη ναυμαχία στο Χάμπτον Ρόουντς, όταν έγινε φανερό πως ούτε το «Βιρτζίνια» μπορούσε να διασπάσει τον ασφυκτικό ναυτικό αποκλεισμό της ομώνυμης Πολιτείας, οι Πεζοναύτες μεταφέρθηκαν πάλι στο Ντριούρις Μπλαφ, προκειμένου να αποτρέψουν ενδεχόμενη απόπειρα των Βορείων να την καταλάβουν με καταδρομική ενέργεια από ξηράς.
Όταν η απόπειρα αυτή εκδηλώθηκε και το «Βιρτζίνια» παγιδεύτηκε στην εκβολή του ποταμού Τζέιμς, στους Πεζοναύτες ανατέθηκε το θλιβερό καθήκον να το βυθίσουν προκειμένου να μην καταληφθεί από τους Βορείους.
Παραδόξως η περίπτωση της δραματικής αυτοβύθισης του «Βιρτζίνια» στις 11 Μαΐου 1862 ήταν και η μοναδική που το CSMC έλαβε μαζικές ενισχύσεις, καθώς το πλήρωμά του πλοίου επέλεξε να ενσωματωθεί στις τάξεις του.
Ήταν τέτοιο το γόητρο του CSMC και οι δεσμοί συναδελφικότητας που έφεραν κοντά τους Πεζοναύτες με το πλήρωμα του «Βιρτζίνια», ώστε οι άνθρωποι που το απάρτιζαν προτίμησαν να σταματήσουν να είναι άνθρωποι της θάλασσας παρά να ενταχθούν σε κάποιο άλλο πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού της Συνομοσπονδίας!
Εντούτοις, δεν υπήρχε πια χρόνος για πανηγυρισμούς καθώς μόλις το πλήρωμα του «Βιρτζίνια» ενσωματώθηκε στο CSMC, οι Βόρειοι επιχείρησαν με πέντε πολεμικά τους πλοία να παραβιάσουν τις παράκτιες οχυρώσεις του Ντριούρις Μπλαφ και να ανέβουν τον ποταμό Τζέιμς μέχρι να φθάσουν στην πρωτεύουσα της Συνομοσπονδίας, το Ρίτσμοντ, και να τη βομβαρδίσουν – μία κίνηση που σαφώς θα ανέβαζε το καταρρακωμένο εκείνη την εποχή ηθικό του Βορρά και ταυτόχρονα θα έπληττε το γόητρο του Νότου που πίστευε ακόμη ότι βάδιζε ολοταχώς προς την ανεξαρτησία του και την αναγνώρισή της από τα άλλα έθνη.
Στις 15 Μαΐου, η προσπάθεια του Ναυτικού των ΗΠΑ εκδηλώθηκε με το Θωρηκτό «Μόνιτορ» και την τεθωρακισμένη κανονιοφόρο «Γκαλένα» να προηγούνται των υπόλοιπων ξύλινων πλοίων.
Οι Πεζοναύτες έδρασαν αυτή τη φορά σε διπλό ρόλο, και ως πυροβολητές και ως ελεύθεροι σκοπευτές, εναντίον των εχθρικών πληρωμάτων. Ήταν δε αποτελεσματικοί και στους δύο ρόλους, όπως φανερώνει όχι μόνο η ήττα των πλοίων των ΗΠΑ αλλά και οι βαριές απώλειες που προκάλεσαν τόσο στους Βόρειους πεζοναύτες που επέβαιναν σε αυτά όσο και στα πληρώματα.
Μια από τις σημαντικές απώλειες ήταν ο κυβερνήτης του «Πορτ Ρόαγιαλ», ενός από τα ξύλινα πλοία που επιχείρησαν υπό την κάλυψη του «Μόνιτορ» και του «Γκαλένα» να περάσουν από το Ντριούρις Μπλαφ, ο οποίος τραυματίστηκε βαριά.
Όπως ήταν φανερό, η παρουσία της φρουράς των Πεζοναυτών στο Ντριούρις Μπλαφ αποτελούσε εγγύηση ότι το Ρίτσμοντ δεν θα βομβαρδιζόταν ποτέ από πλοία των Βορείων που θα ανέβαιναν τον ποταμό Τζέιμς. Έτσι οι Πεζοναύτες παρέμειναν εκεί μέχρι την τελική φάση του πολέμου, οπότε και το Ρίτσμοντ δεν απώλεσε την τόσο μεγάλη συμβολική αξία του και η Στρατιά της Βόρειας Βιρτζίνια υπό το στρατηγό Λη αναγκάστηκε υποχωρώντας να απομακρυνθεί από την πρωτεύουσα για να μην παγιδευτεί από τους προελαύνοντες Βόρειους.
Πάντως οι Πεζοναύτες πρωταγωνίστησαν και σε ένα άλλο διάσημο κεφάλαιο της ιστορίας του Πολεμικού Ναυτικού της Συνομοσπονδίας, που αφορά στη δράση του καταδρομικού «Σάμτερ», το οποίο έγινε γνωστό για τα σημαντικά πλήγματα που κατάφερε στο εμπορικό ναυτικό των ΗΠΑ. Σε κάθε επιδρομή του «Σάμτερ» και σε κάθε κατάληψη εχθρικού πλοίου, οι Πεζοναύτες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο.
Όταν όμως μετά από μεγάλες ζημιές που υπέστη το πλοίο αναγκάστηκε να μείνει επ’ αόριστον στο Γιβραλτάρ, μια μικρή δύναμη ναυτών και Πεζοναυτών έμεινε μαζί του για να το φρουρεί.
Ωστόσο, μετά από λίγο καιρό, η πειθαρχία χαλάρωσε σε επικίνδυνο βαθμό, και τελικά, τον Οκτώβριο του 1862, ο επικεφαλής αξιωματικός Ουίλιαμ Άντριους σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια τσακωμού με ναύτες.
Έτσι, ο λοχίας Στίβενσον, επικεφαλής του αποσπάσματος των Πεζοναυτών, ανέλαβε τύποις τη διοίκηση του πλοίου και έτσι έμεινε στην Ιστορία ως ο ένας και μοναδικός Πεζοναύτης που κατά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο έγινε κυβερνήτης πολεμικού πλοίου!
Εντούτοις, η επιδείνωση της πολεμικής κατάστασης της Συνομοσπονδίας, συμπαρέσυρε αναπόφευκτα και τους Πεζοναύτες. Τον Δεκέμβριο του 1864 τα τμήματα των Πεζοναυτών που έδρευαν στην Τζόρτζια, άρχισαν να αισθάνονται τα αποτελέσματα της «μεγάλης πορείας» του Σέρμαν στην καρδιά της Συνομοσπονδίας. Το απόσπασμα που έδρευε στη Σαβάνα κλήθηκε να υπερασπιστεί την Τζόρτζια από τον προελαύνοντα Στρατό του Σέρμαν και ενίσχυσε τη φρουρά της, μέχρι που την ακολούθησε στη φυγή της προς τον Βορρά προκειμένου να μην αποκλειστεί στη φλεγόμενη πόλη. Οι σημαντικοί λιμένες του Νότου άρχισαν πλέον να πέφτουν στα χέρια των Βορείων, ο ένας μετά τον άλλο και μαζί τους και τα φυλάκια του CSMC.
Μετά από τη Σαβάνα, σειρά είχε το Φορτ Φίσερ, το οποίο έπεσε στις 15 Ιανουαρίου 1865 μετά από τριήμερο σφοδρό βομβαρδισμό, στο τέλος του οποίου οι κατά πολύ υπέρτερες αριθμητικά δυνάμεις των Βορείων ενέπεσαν στο οχυρό.
Στην περίπτωση αυτή, οι Πεζοναύτες του CSMC έδειξαν ότι ήξεραν να τιμούν την παράδοση του πυροβολικού που ήθελε κάθε πυροβολητή να προτιμά να πέφτει νεκρός πάνω στο κανόνι του, παρά να πιάνεται αιχμάλωτος από τον εχθρό.
Ο αποτελούμενος από 50 άντρες λόχος των Πεζοναυτών που βρισκόταν στο οχυρό φρουρούσε δύο πυροβολαρχίες τις οποίες και υπερασπίστηκε μέχρι ενός με την ξιφολόγχη. Οι Πεζοναύτες που διέφυγαν από τη φλεγόμενη Σαβάνα, ανέλαβαν τις παραποτάμιες οχυρώσεις του ίδιου του Ρίτσμοντ.
Με την επιδείνωση της πολεμικής κατάστασης στο μέτωπο του Πίτερσμπουργκ και την οριστική εκκένωση του Ρίτσμοντ, οι Πεζοναύτες μαζί με όσους ναύτες βρίσκονταν στην περιοχή είτε επειδή δεν είχαν πια πλοία είτε επειδή ανάρρωναν από τα τραύματά τους, συγκρότησαν μία ταξιαρχία υπό τη διοίκηση του πλοιάρχου του Ναυτικού Τζον Ράντολφ Τάκερ, η οποία εντάχθηκε στη μεραρχία του Κάστις Λη (γιου του Ρόμπερτ Λη) στη Στρατιά της Βόρειας Βιρτζίνια.
Η μεραρχία αυτή ανήκε στο Σώμα του στρατηγού Ρίτσαρντ Ιούελ, το οποίο αποτέλεσε την οπισθοφυλακή της Στρατιάς στην προσπάθειά της να διαφύγει από την περιοχή του Ρίτσμοντ και να συνεχίσει τον πόλεμο από τη Νότια Βιρτζίνια και τη Βόρεια Καρολίνα όπου επιχειρούσε ακόμη η Στρατιά του Τζόζεφ Τζόνστον.
Στις 6 Απριλίου του 1865, οι Βόρειοι με το ιππικό του Φίλιπ Σέρινταν κατόρθωσαν να αποτρέψουν το Σώμα του Ιούελ στο Σέιλερς Κρικ, και μόνο χάρη στην ηρωική αντίσταση της ταξιαρχίας των Πεζοναυτών, ο εχθρός συγκρατήθηκε και το κύριο σώμα της Στρατιάς κατάφερε να διαφύγει.
Αν οι Πεζοναύτες είχαν πολεμική σημαία, θα έπρεπε να κεντήσουν σε αυτή το Σέιλερς Κρικ με χρυσά γράμματα, καθώς εκεί γράφτηκε μια από τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας τους στην ξηρά – και ίσως η τελευταία γενικότερα.
Ενδεικτικό της σφοδρότητας της μάχης και του ηρωισμού των Πεζοναυτών που γεννήθηκε από την απελπισία είναι το γεγονός ότι ένας από τους πυρήνες της ταξιαρχίας, το τάγμα των 200 Πεζοναυτών από τη Σαβάνα, απώθησε με την ξιφολόγχη τις επαναλαμβανόμενες επιθέσεις δύο συνταγμάτων των Βορείων, του 37ου της Μασαχουσέτης και του 121ου της Νέας Υόρκης.
Στο τέλος της ημέρας όμως και με τη Στρατιά της Βόρειας Βιρτζίνια να έχει διαφύγει της κύκλωσης, η ταξιαρχία των Πεζοναυτών περικυκλώθηκε από τους Βόρειους που μόλις είχαν δεχθεί την παράδοση και του εναπομέιναντος τμήματος του Σώματος του Ιούελ. Οι Πεζοναύτες κατέθεσαν τα όπλα μόνο όταν οι Βόρειοι περικύκλωσαν τις θέσεις τους με πυροβόλα, καθιστώντας άσκοπη κάθε περαιτέρω αντίσταση.
Η Στρατιά της Βόρειας Βιρτζίνια μετά το Σέιλερς Κρικ, το οποίο πολλοί χαρακτήρισαν ως τον επιθανάτιο ρόγχο του Στρατού της Συνομοσπονδίας, αποχώρησε στο Αποματόξ, όπου ο Λη, πεπεισμένος ότι ο πόλεμος για τον Νότο είχε πια χαθεί, συνθηκολόγησε στις 9 Απριλίου 1865.
Στην υπογραφή της συνθηκολόγησης στο δικαστικό μέγαρο του Αποματόξ, παρόντες ως τμήμα της τιμητικής φρουράς ήταν 29 Πεζοναύτες (4 αξιωματικοί και 25 οπλίτες που είχαν διαφύγει της μοίρας της Ταξιαρχίας των Πεζοναυτών, καθώς υπηρετούσαν με το επιτελείο της Στρατιάς).
Οι τελευταίοι άντρες του CSMC που κατέθεσαν τα όπλα ήταν εκείνοι του φυλακίου του Μομπάιλ, οι οποίοι παραδόθηκαν στις 10 Μαΐου 1865 στο Χάνα Μπλαφ της Αλαμπάμα. Κατά σύμπτωση στην ίδια Πολιτεία τέσσερα χρόνια νωρίτερα ξεκίνησε η στρατολόγηση των πρώτων αντρών του CSMC.
Παρά το μικρό μέγεθός του, το CSMC ήταν μια επίλεκτη δύναμη που διακρίθηκε σε διάφορους ρόλους –από αυτόν του καταδρομέα μέχρι εκείνον του πυροβολητή– και σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη στα οποία δυνάμεις της Συνομοσπονδίας ενεπλάκησαν με αυτές των ΗΠΑ.
Γενικά, το Σώμα των Πεζοναυτών αποτέλεσε τη χρυσή εφεδρεία τόσο του Πολεμικού Ναυτικού όσο και του Στρατού της Συνομοσπονδίας, ενώ σε τέσσερις ξεχωριστές περιπτώσεις έλαβε συγχαρητήρια για τη δράση του από το Κογκρέσο των Νοτίων Πολιτειών.
Δεν θα ήταν υπερβολή αν το CSMC συγκρινόταν με τους Πεζοναύτες (ή πιο σωστά «Ναύτες») της Αυτοκρατορικής Φρουράς του Ναπολέοντα (Marins de la Garde Imperiale), οι οποίοι επίσης διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο, παρά την περιορισμένη στελέχωση του Σώματός τους.
Ίσως ο καλύτερος επίλογος για τη δράση των Πεζοναυτών του Νότου είναι τα λόγια ενός στρατιώτη των ΗΠΑ που τους αντιμετώπισε κατά τη μάχη του Σέιλερς Κρικ: «Αυτοί οι Πεζοναύτες πολέμησαν σαν τίγρεις, αν και μειονεκτούσαν αριθμητικά – η αναλογία ήταν ένας προς τουλάχιστον δέκα».