Στη δίνη του Τριακονταετούς Πολέμου ενεπλάκησαν και άλλες δυνάμεις, αλλά κυρίως ενεπλάκησαν με τραγικά αποτελέσματα οι ίδιοι οι Γερμανοί, στον μεγαλύτερο παράλληλα εμφύλιο που σχεδόν διέλυσε τη χώρα.
Το Μαγδεμβούργο δεν ήταν παρά το πρώτο θύμα στον βωμό της πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ των αντίρροπων δυνάμεων εντός της γερμανικής αυτοκρατορίας.
Από τη στιγμή που ο Μαρτίνος Λούθηρος θυροκόλλησε τις περίφημες 95 θέσεις του στην εκκλησία της Βιτεμβέργης, το 1517, ένα νέο θρησκευτικό κίνημα δημιουργήθηκε κυρίως στη βόρεια Ευρώπη, που ήρθε σε άμεση ρήξη με τον καθολικισμό.
Αν και ο Τριακονταετής Πόλεμος, ο θεωρούμενος μεγαλύτερος των ευρωπαϊκών θρησκευτικών, είχε τις ρίζες του στη Μεταρρύθμιση, εντούτοις οι πραγματικές αιτίες ήταν διαφορετικές και είχαν κυρίως σχέση με την αποστασιοποίηση-ανεξαρτητοποίηση των Γερμανών πριγκίπων του Βορρά από τον εναγκαλισμό του Αψβούργου αυτοκράτορα της Βιέννης.
Η άμεση πάντως αφορμή της έκρηξης του Τριακονταετούς Πολέμου δόθηκε στην Πράγα, το 1618, με τη διαβόητη εκπαραθύρωση 10 αυτοκρατορικών απεσταλμένων, οι 7 από τους οποίους ήταν καθολικοί, από τους εξεγερμένους Βοημούς, υπό τον κόμη Ματθία φον Τουρν, ο οποίος ζητούσε την αντικατάσταση του Αυστριακού αυτοκράτορα από τον εκλέκτορα του Παλατινάτου.
Πριν από την έκρηξη του πολέμου, η Γερμανία ήταν ήδη βαθιά διχασμένη με τους προτεστάντες και πιο φιλελεύθερους πρίγκιπες να διαχωρίζουν τη θέση τους από τον αυτοκράτορα και να δημιουργούν τη δική τους στρατιωτική δύναμη.
Οι αυτοκρατορικοί-ρωμαιοκαθολικοί πρίγκιπες απάντησαν με τη δημιουργία του δικού τους στρατού, τον οποίο έθεσαν αργότερα στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Διοικητής του στρατού των καθολικών πριγκίπων τοποθετήθηκε ένας έμπειρος στρατηγός, ο Γιόχαν Τσερκλάες Τίλι.
Μετά την εκπαραθύρωση στην Πράγα, ο πόλεμος ξέσπασε πλέον ανοικτά με επιχειρήσεις στη Βοημία. Το 1620 όμως, ο Τίλι διέλυσε μέσα σε μια ώρα τα βοημικά στρατεύματα στη μάχη του Λευκού όρους έξω από την Πράγα. Ο πόλεμος φάνηκε να τελειώνει πριν καν αρχίσει.
Τότε όμως επενέβη ο βασιλιάς της Δανίας Χριστιανός Δ΄ –αποσκοπώντας να κερδίσει για τον εαυτό του γερμανικά εδάφη– εμφανιζόμενος ως πρόμαχος του προτεσταντισμού.
Οι Δανοί, σε συνεργασία με τους Γερμανούς προτεστάντες, είχαν αρχικά κάποιες επιτυχίες, αλλά σύντομα κατατροπώθηκαν από έναν νέο αυτοκρατορικό στρατό με επικεφαλής έναν πλούσιο έμπορο του πολέμου, τον Άλμπερτ Βάλενσταϊν, ο οποίος με δικά του έξοδα συγκρότησε μια στρατιά μισθοφόρων που την έθεσε υπό τις διαταγές του αυτοκράτορα.
Ο ηττημένος Δανός βασιλιάς υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τον αυτοκράτορα (Συνθήκη Λυβέκης) και αποχώρησε.
Η πλάστιγγα φάνηκε για μια ακόμα φορά να κλείνει οριστικά υπέρ του αυτοκράτορα, ο οποίος με τον αέρα του νικητή, αποφάσισε να συντρίψει τη Μεταρρύθμιση. Τότε όμως επενέβη η Γαλλία, χώρα ρωμαιοκαθολική μεν, εχθρική προς την Αυστρία δε.
Ο πραγματικός κυβερνήτης της Γαλλίας, ο διαβόητος καρδινάλιος Ρισελιέ, έκλεισε συμφωνία με έναν άλλο φιλόδοξο Σκανδιναβό βασιλιά, τον Γουστάβο Αδόλφο της Σουηδίας, ο οποίος, αφού χρηματοδοτήθηκε πλούσια από τη Γαλλία, αποφάσισε να επέμβει στα γερμανικά πράγματα, εμφανιζόμενος και αυτός ως ο πρόμαχος της Μεταρρύθμισης.
Στην πραγματικότητα, επιδίωκε και αυτός εδαφικά οφέλη για το κράτος του. Μια από τις γερμανικές μάλιστα περιοχές που κατέκτησε –η Πομερανία– παρέμεινε υπό σουηδικό έλεγχο μέχρι και τους Ναπολεόντειους χρόνους.
Ο Τριακονταετής Πόλεμος χωρίστηκε από τους ιστορικούς σε τέσσερις διακριτές φάσεις: τη Βοημική, τη Δανέζικη, τη Σουηδική και τη Γαλλική, ανάλογα, με τη χώρα που σήκωνε κάθε φορά το βάρος του αγώνα κατά του αυτοκράτορα.
Ο Σουηδός βασιλιάς είχε τη φιλοδοξία να καταστήσει τη μικρή κατά βάση αγροτική χώρα του σε μεγάλη δύναμη στη Βαλτική. Είχε ήδη έρθει σε σύγκρουση με την Πολωνία, χωρίς να καταφέρει να επικρατήσει.
Έτσι, το 1629 δέχτηκε ευχαρίστως τη γαλλική πρόταση, μέσω του πρωθυπουργού του Οξεστριάνα, που διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις, να απεμπλακεί από την πολωνική περιπέτεια και να βαδίσει προς τη διχασμένη Γερμανία. Ωστόσο, πολλοί Γερμανοί προτεστάντες πρίγκιπες, όπως οι εκλέκτορες του Βραδεμβούργου (Πρωσίας) και της Σαξονίας, δεν φάνηκαν πρόθυμοι να ενισχύσουν τις κινήσεις του Γουστάβου Αδόλφου, φοβούμενοι την φιλοδοξία του.
Επιθυμούσαν να ανεξαρτητοποιηθούν από τον αυτοκράτορα, όχι να βάλουν έναν άλλο ισχυρό μονάρχη στη θέση του. Έτσι φάνηκαν επιφυλακτικοί, ακόμα και όταν τον Ιούλιο του 1630 τα σουηδικά στρατεύματα, υπό τον βασιλιά τους, αποβιβάστηκαν στην Πομερανία.
Αν και ο Σουηδός βασιλιάς κατέλαβε γρήγορα την Πομερανία, δεν κατάφερε να εξασφαλίσει τη συνεργασία των εκλεκτόρων Γεώργιου-Γουλιέλμου του Βραδεμβούργου και Ιωάννη-Γεώργιου της Σαξονίας.
Μαγδεμβούργο
Η πόλη του Μαγδεμβούργου βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της Πομερανίας. Την εποχή εκείνη ήταν μια αρκετά ακμάζουσα πόλη, εμπορικός κόμβος του εμπορίου της Βαλτικής, με έναν πληθυσμό της τάξης των 30.000 κατοίκων, μεικτών θρησκευτικών πεποιθήσεων, καθολικών και προτεσταντών, με τους πρώτους να υπερτερούν ελαφρά.
Οι επιπτώσεις του πολέμου είχαν φτάσει και στην πόλη με διενέξεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες, οι οποίες όμως δεν είχαν φτάσει σε σοβαρές ακρότητες.
Η ήττα των Δανών πάντως είχε υποχρεώσει την πόλη να δεχτεί την αυτοκρατορική επικυριαρχία και να εκδιώξει τον λουθηρανό επίσκοπό της Χριστιανό-Γουλιέλμο. Ο τελευταίος, πάντως, δεν απογοητεύτηκε, αλλά περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία.
Η ευκαιρία φάνηκε με την εμφάνιση του Σουηδού βασιλιά και του στρατού του στο Στράλσουντ της Πομερανίας, ανατολικά του Μαγδεμβούργου. Ο πρώην Αρχιεπίσκοπος της πόλης Χριστιανός-Γουλιέλμος προσχώρησε στον Γουστάβο-Αδόλφο και προσφέρθηκε να σχηματίσει ένα στρατιωτικό σώμα το οποίο θα έθετε υπό τις διαταγές του Σουηδού βασιλιά, με αντάλλαγμα την υποστήριξη του Γουστάβου για να ανακτήσει την παλιά του θέση.
Τον Ιούλιο του 1630, ο Χριστιανός κατάφερε να υψώσει τη σημαία της επανάστασης στο Μαγδεμβούργο κατά του αυτοκράτορα και να θέσει την πόλη υπό τον έλεγχό του. Ο Γουστάβος-Αδόλφος φυσικά έδειξε αμέσως ενδιαφέρον και υποσχέθηκε «να δείξει το προσωπικό του ενδιαφέρον για την πόλη, απέναντι σε κάθε κίνδυνο, να την υπερασπιστεί με δικά του έξοδα και να μην παραλείψει καμιά της ανάγκη».
Ο Χριστιανός άρχισε να συγκεντρώνει στρατεύματα και να διεξάγει μικροεπιχειρήσεις κατά των αυτοκρατορικών στρατευμάτων, χωρίς να περιμένει την άφιξη των Σουηδών. Ο Γουστάβος ήθελε πράγματι να βοηθήσει, εφόσον τον ενδιέφερε ιδιαίτερα να εξασφαλίσει το Μαγδεμβούργο ως κύρια επιμελητειακή του βάση. Ωστόσο, υπήρχε ένα πρόβλημα.
Για να φτάσει ο σουηδικός στρατός στο Μαγδεμβούργο, έπρεπε να διασχίσει το έδαφος του Βραδεμβούργου.
Ο εκλέκτορας όμως Γεώργιος-Γουλιέλμος δίσταζε να επιτρέψει τη διέλευση των Σουηδών, φοβούμενος επίθεση των αυτοκρατορικών δυνάεων εναντίον του, καθώς είχε πληροφορίες ότι μια αυτοκρατορική στρατιά βάδιζε προς Βορρά.
Όταν ο Γουστάβος πληροφορήθηκε τα τεκταινόμενα, πήγε ο ίδιος στο Βερολίνο για συνομιλίες με τον Γεώργιο-Γουλιέλμο ενώ παράλληλα έστειλε τον στρατηγό του Ντήντριχ Φάλκενμπεργκ στο Μαγδεμβούργο για να αναλάβει την άμυνα της πόλης.
Ο Φάλκενμπεργκ όμως πήγε μόνος του, χωρίς στρατεύματα στην πόλη. Ο Γουστάβος υπολόγιζε ότι θα κατόρθωνε γρήγορα να φτάσει ο ίδιος σε ενίσχυση της πόλης. Από την άλλη μεριά, ο επίσκοπος Χριστιανός-Γουλιέλμος είχε, όπως αναφέρθηκε, συγκροτήσει έναν μικρό στρατό, ο οποίος θα μπορούσε, μαζί με την προτεσταντική πολιτοφυλακή, να υπερασπίσει την πόλη για όσο διάστημα θα απαιτούνταν να φτάσουν οι σουηδικές ενισχύσεις.
Εντός της πόλης, όμως, υπήρχε μεγάλος αριθμός καθολικών που τάσσονταν υπέρ του αυτοκράτορα και υπονόμευαν την άμυνα. Ευτυχώς για τους προτεστάντες αμυνόμενους, οι αυτοκρατορικοί δεν ήταν σε θέση να επιτεθούν άμεσα με μεγάλες δυνάμεις, αφού η στρατιά του Βάλενσταϊν είχε διαλυθεί και ο αρχηγός της είχε πέσει στη δυσμένεια του αυτοκράτορα. Έτσι, σε πρώτη φάση, έξω το Μαγδεμβούργο εμφανίστηκε μόνο ένα σώμα 3.000 αυτοκρατορικών ιππέων υπό τον στρατηγό Πάπενχαϊμ.
Η δύναμη αυτή, όπως ήταν φυσικό, δεν μπορούσε ούτε να πολιορκήσει ούτε καν να αποκλείσει την πόλη. Περιορίστηκε απλώς σε λεηλασίες της υπαίθρου, γύρω από τα ισχυρά τείχη και σε επιδείξεις. Ωστόσο, ο Πάπενχαϊμ κατάφερε να έρθει σε επαφή με τους καθολικούς εντός της πόλης, δημιουργώντας έναν πρόσθετο πονοκέφαλο στον Φάλκενμπεργκ.
Στο μεταξύ, ήρθε το φθινόπωρο και ο χειμώνας και ο Γουστάβος δεν είχε επιτύχει παρά να καταλάβει μερικά δευτερεύουσας σημασίας φρούρια στην Πομερανία, χωρίς, το κυριότερο, να κατορθώσει να πείσει τους Γερμανούς ηγεμόνες.
Ένα άλλο πρόβλημα που προέκυψε για τον Γουστάβο ήταν η προσέγγιση του στρατού του Τίλι. Ο έμπειρος Γερμανός στρατηγός έκανε ό,τι μπορούσε για να καθυστερήσει τον Σουηδό βασιλιά από το να προσφέρει βοήθεια στο Μαγδεμβούργο. Το παιχνίδι αυτό της γάτας με το ποντίκι συνεχίστηκε καθόλη τη διάρκεια του χειμώνα του 1630-31.
Στα μέσα Μαρτίου, ο Τίλι επιτέθηκε πρώτος και, αφού νίκησε του Σουηδούς στο Κνιπχάουζεν, κινήθηκε προς το Μαγδεμβούργο, με σκοπό να ενωθεί με το σώμα επιτήρησης του Πάπενχαϊμ. Ο Γουστάβος, πιστεύοντας ότι ο Τίλι είχε σκοπό να επιτεθεί και πάλι στον στρατό του, δεν κινήθηκε προς την πόλη, αλλά, αφού με τη βία σχεδόν πέρασε μέσα από το έδαφος του εκλέκτορα του Βραδεμβούργου, στο Κίστριν, έφτασε στη Φρανκφούρτη επί του ποταμού Όντερ.
Στις 12 Απριλίου, ο στρατός του επιτέθηκε στην πόλη και την κατέλαβε, σκοτώνοντας 3.000 από τους αμυνόμενους.
Ο Τίλι, όταν έμαθε ότι οι Σουηδοί βάδιζαν προς τη Φρανκφούρτη, κινήθηκε για να την ενισχύσει. Η ταχεία πτώση της πόλης όμως τον έπεισε ότι αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να πολιορκήσει στενά και να καταλάβει το Μαγδεμβούργο.
Η πτώση
Πίσω στην πόλη, ο Πάπενχαϊμ, που επιτηρούσε την πόλη από τον Δεκέμβριο του 1630, πρότεινε στον Φάλκενμπεργκ να παραδώσει την πόλη υπό όρους. Ο τελευταίος όμως αρνήθηκε. Εντός του Μαρτίου μάλιστα, ο Φάλκενμπεργκ εκτέλεσε μερικές επιτυχείς εξόδους κατά των δυνάμεων επιτήρησης των αυτοκρατορικών.
Όταν όμως έφτασε, στις 5 Απριλίου, ο Τίλι με τον όγκο του στρατού του, η κατάσταση μεταβλήθηκε άμεσα επί τα χείρω. Η πόλη ήδη περικυκλώθηκε από 30.000 συνολικά αυτοκρατορικούς στρατιώτες.
Τις επόμενες μέρες τα στρατεύματα του Τίλι εκτέλεσαν τις πρώτες τους ισχυρές επιθέσεις που ήταν μάλιστα απόλυτα επιτυχείς. Μέρος του εξωτερικού περιβόλου της πόλης καταλήφθηκε, με σημαντικές απώλειες των αμυνομένων σε άνδρες και πολύτιμο πυροβολικό. Παρ’ όλα αυτά, ο Γουστάβος δεν κινήθηκε.
Έστειλε απλώς μήνυμα στον Φάλκενμπεργκ ζητώντας του να κρατήσει ακόμα δύο μήνες, πιστεύοντας ότι οι αντιπερισπαστικές κινήσεις του θα υποχρέωναν τον Τίλι να λύσει την πολιορκία.
Η άποψή του όμως ήταν λανθασμένη. Ο Τίλι δεν θα υποχωρούσε, καθώς θεωρούσε την κατάληψη της πόλης θέμα τιμής για τον ίδιο και την υπόθεση που υπηρετούσε και θα αποτελούσε την καλύτερη εκδίκηση για την κατάληψη από τους Σουηδούς της Φρανκφούρτης. Αντί λοιπόν να υποχωρήσει, όπως ο Γουστάβος υπολόγιζε, ο Τίλι ενίσχυσε τον πολιορκητικό του στρατό με επιπλέον 10.000 άνδρες.
Σύντομα πάντως, η συσσώρευση τόσων ανδρών στον ανθυγιεινό εκείνο τόπο προκάλεσε ασθένειες στο στρατόπεδο των πολιορκητών. Εξάλλου, οι συνθήκες υγιεινής των στρατών της εποχής ήταν υποτυπώδεις, αν όχι ανύπαρκτες. Έτσι, ο Τίλι αποφάσισε να επιταχύνει τη διαδικασία.
Στις 28 Απριλίου, διέταξε τον Πάπενχαϊμ να επιτεθεί στον προμαχώνα Τολ, ο οποίος υπεράσπιζε τη γέφυρα επί του ποταμού Έλβα, ανατολικά της πόλης. Η μάχη για τον προμαχώνα κράτησε δύο μέρες και υπήρξε άγρια και αιματηρή. Ωστόσο, οι αυτοκρατορικοί νίκησαν και κατέλαβαν το οχύρωμα. Ο Φάλκενμπεργκ διέταξε την υποχώρηση όσων ανδρών της φρουράς είχαν απομείνει ζωντανοί και έκαψε τη γέφυρα.
Η ήττα αυτή επιδείνωσε δραματικά την κατάσταση των πολιορκημένων, καθώς επέτρεψε στους πολιορκητές να μεταφέρουν τον όγκο των δυνάμεών τους στην άλλη πλευρά των τειχών, αφήνοντας μόνο ασθενείς δυνάμεις επιτήρησης στην πλευρά του ποταμού.
Ο Φάλκενμπεργκ αποφάσισε τότε να εγκαταλείψει όλα τα εξωτερικά οχυρώματα και να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στην πόλη. Όλα τα προάστια πυρπολήθηκαν και η φρουρά υποχώρησε στην τελευταία γραμμή άμυνας.
Τότε ο Τίλι έστειλε και νέες προτάσεις στον Φάλκενμπεργκ, ζητώντας την παράδοση της πόλης, προσφέροντας εγγυήσεις για την ασφάλεια των κατοίκων. Ο Φάλκενμπεργκ όμως, που πίστευε ότι ο σουηδικός στρατός θα φαινόταν από στιγμή σε στιγμή, απέρριψε την πρόταση. Τον τελικό λόγο θα είχαν πάλι τα όπλα.
Στις 19 Μαΐου, με εισήγηση του Πάπενχαϊμ, ύστερα από ένα θυελλώδες στρατιωτικό συμβούλιο, αποφασίστηκε η άμεση εκτέλεση γενικής επίθεσης κατά της πόλης, μιας πόλης που στο εσωτερικό της τα ρήγματα βάθαιναν. Οι πολίτες, ακόμα και οι φίλα προσκείμενοι στους Σουηδούς, όσο ο καιρός περνούσε και δεν φαίνονταν ενισχύσεις, άρχισαν να δυσανασχετούν.
Η δυσαρέσκεια εντάθηκε μετά την απώλεια του προμαχώνα του Έλβα και την πυρπόληση από τον Φάλκενμπεργκ των προαστίων της πόλης, όπου πολλοί πολίτες είχαν τα σπίτια και τα καταστήματά τους. Το δημοτικό συμβούλιο της πόλης μάλιστα άρχισε να εισηγείται επίσημα την παράδοση.
Ο Φάλκενμπεργκ όμως εξακολουθούσε να επιμένει ότι οι Σουηδοί ήταν κοντά και να αποκρούει κάθε εισήγηση περί παράδοσης. Ήδη όμως η πόλη μετρούσε τις τελευταίες της ώρες.
Η επίθεση του Πάπενχαϊμ είχε προγραμματιστεί για την αυγή. Λίγο πριν εκδηλωθεί όμως η έφοδος, ο Τίλι την ακύρωσε, παρά τις διαμαρτυρίες του υφισταμένου του. Ο γέρος στρατηγός ήταν σε θέση να αντιληφθεί καλύτερα το σκεπτικό των αντιπάλων του.
Ο ήλιος ανέτειλε και η φρουρά των αμυνόμενων, που περίμενε την επίθεση, καθώς είχε αντιληφθεί τις προετοιμασίες των πολιορκητών, όταν αυτή δεν εκδηλώθηκε, χαλάρωσε τα μέτρα ασφαλείας και πολλοί στρατιώτες άφησαν τους προμαχώνες και πήγαν να γευματίσουν ή να κοιμηθούν, κατάκοποι από τη νυκτερινή επιφυλακή.
Αυτό ήταν που περίμενε ο Τίλι. Στις 08:00 ακριβώς οι σάλπιγγες ήχησαν μανιασμένα και οι ιαχές 30.000 ανδρών απλώθηκαν στον πρωινό αέρα. Οι αμυνόμενοι κατελήφθησαν εξ απήνης και σύντομα βρέθηκαν να πολεμούν για τη ζωή τους επί των προμαχώνων. Ο Φάλκενμπεργκ, ο οποίος όλο το βράδυ είχε συνομιλίες με το δημοτικό συμβούλιο της πόλης, όταν κατάλαβε τι συνέβαινε, ζώστηκε το σπαθί του και όρμησε στα τείχη για να σώσει ό,τι μπορούσε να σωθεί. Σύντομα όμως έπεσε νεκρός, κομματιασμένος από τις λόγχες και τα σπαθιά των επιτιθεμένων.
Ο θάνατός του αποδιοργάνωσε εντελώς την άμυνα. Οι αυτοκρατορικοί είχαν πλέον διεισδύσει στην πόλη και είχαν ανοίξει μερικές πύλες. Οι αμυνόμενοι που πολεμούσαν ακόμα επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν τους εχθρούς που είχαν διεισδύσει, εγκαταλείποντας τους προμαχώνες. Αποτέλεσμα αυτού ήταν σχεδόν σε κλάσματα δευτερολέπτων οι προμαχώνες να καταληφθούν σε όλο τους το μήκος από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα.
Τα όσα συνέβησαν κατόπιν πάντως εξακολουθούν να αποτελούν μέχρι σήμερα ιστορικό μυστήριο. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, βέβαια, εισερχόμενα στην πόλη άρχισαν να σφάζουν και να λεηλατούν, όπως γινόταν πάντα μετά την κατάληψη μιας πόλης εξ εφόδου.
Ωστόσο, δεν φαίνεται πως ήταν υπεύθυνα για την πυρκαγιά που εκδηλώθηκε παράλληλα. Παλαιότεροι ιστορικοί θεωρούν ότι η πόλη πυρπολήθηκε με εντολή του Τίλι «για να αποτελέσει παράδειγμα για τους εχθρούς του αυτοκράτορα».
Η νεότερη όμως έρευνα δεν αποδέχεται την άποψη αυτή και υποστηρίζει ότι φανατικοί προτεστάντες, στενοί συνεργάτες του νεκρού πλέον Φάλκενμπεργκ έβαλαν τη φωτιά, η οποία ξεκίνησε ταυτόχρονα από 12 σημεία της πόλης. Στόχος τους ήταν να μην πέσει η πόλη άθικτη στους αυτοκρατορικούς.
Σε κάθε περίπτωση, η φωτιά κατέφαγε τα πάντα. Μόνο ο καθεδρικός ναός και 50 σπίτια γλίτωσαν. Οι αυτοκρατορικοί πάντως ήταν υπεύθυνοι για τη σφαγή 20.000 περίπου πολιτών – αν και οι προτεστάντες ιστορικοί υποστηρίζουν ότι σφάχτηκαν πάνω από 40.000 άνθρωποι, ισχυρισμός που δεν έχει πάντως λογική βάση, εφόσον στην πόλη κατοικούσαν μόνο 30.000 περίπου κάτοικοι, το 1/3 των οποίων τουλάχιστον ήταν καθολικοί.
Η σφαγή πάντως, ανεξάρτητα από την έκτασή της, ήταν φυσική συνέπεια της εξέλιξης της πολιορκίας. Από την αρχαιότητα, οι πληθυσμοί των πόλεων, που δεν παραδίδονταν, αντιμετώπιζαν στη συνέχεια τις συνέπειες, αν οι πολιορκητές κατάφερναν να παραβιάσουν τα τείχη.
Δεν ήταν γνώρισμα των ανδρών του Τίλι η εκτέλεση πολιτών και οι λεηλασίες. Όλοι οι στρατοί, σε όλες τις εποχές, έχουν διαπράξει παρόμοια ατοπήματα, με τον σημερινό «κώδικα ηθικής» του πολέμου.
Στην ταραγμένη Γερμανία των αρχών του 17ου αιώνα όμως τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Η φρίκη ξεπέρασε τη φαντασία. «Ούτε αθώα παιδιά, ούτε αβοήθητοι γέροι, ούτε η νεότητα, ούτε το φύλλο, η κοινωνική θέση, η ομορφιά, περιόριζαν τη μανία των νικητών.
Οι γυναίκες κείτονταν στην αγκαλιά των ανδρών τους, οι γιοι και οι κόρες στα πόδια των γονιών τους… Σε μια εκκλησία 53 γυναίκες βρέθηκαν αποκεφαλισμένες. Οι Κροάτες (σώμα ελαφρών ιππέων του αυτοκρατορικού στρατού), διασκέδαζαν πετώντας παιδιά, ζωντανά μέσα στις φλόγες», αναφέρει ο ιστορικός Φ. Σίλερ, βασισμένος σε διηγήσεις επιζώντων.
Η καταστροφή του Μαγδεμβούργου αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της βαρβαρότητας του Τριακονταετούς Πολέμου. Αυτά όμως που ακολούθησαν ξεπέρασαν κατά πολύ την καταστροφή της πόλης.
Στα επόμενα χρόνια μέχρι το 1645, που σταμάτησαν ουσιαστικά οι επιχειρήσεις, αλλά και το 1648 και τον οριστικό τερματισμό του πολέμου με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, η Γερμανία γνώρισε καταστροφές ανάλογες με αυτές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, χάνοντας συνολικά το 1/3 του πληθυσμού της.
Υπήρξαν περιοχές, όπως η Σαξονία, που, σύμφωνα με μαρτυρίες περιηγητών, έπρεπε να βαδίσεις για μέρες για να συναντήσεις ζωντανό άνθρωπο.
Σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο η άλωση του Μαγδεμβούργου ήταν σημαντική επιτυχία για το αυτοκρατορικό στρατόπεδο και συνάμα σημαντική αποτυχία για τους Σουηδούς και τον Γουστάβο Αδόλφο. Για να ξεφύγει ακριβώς από την κηλίδα αυτή, ο Γουστάβος εκμεταλλεύτηκε το γεγονός της καταστροφής της πόλης για να εκτελέσει μια μεγάλης κλίμακας εκστρατεία προπαγάνδας, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να κερδίσει τη γερμανική, προτεσταντική, κοινή γνώμη, αλλά όχι και τους προτεστάντες ηγεμόνες.
Οι εκλέκτορες της Σαξονίας και του Βραδεμβούργου και μετά την άλωση του Μαγδεμβούργου, εξακολουθούσαν να αρνούνται συνεργασία με τον Σουηδό βασιλιά. Μόνο όταν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα εισέβαλαν στις χώρες τους προσχώρησαν στη σουηδική συμμαχία.
Αυτό ήταν και το μεγάλο σφάλμα του Τίλι, ο οποίος, λίγο αργότερα, υποχρεώθηκε να δώσει μάχη με τον ενωμένο σουηδικό-σαξονικό στρατό στο Μπάιντφελντ της Σαξονίας, στην οποία διαλύθηκε κυριολεκτικά.
Αργότερα, ο Τίλι πληγώθηκε θανάσιμα και ο ίδιος σε μάχη με τους Σουηδούς. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά την άλωση του Μαγδεμβούργου και ο Γουστάβος έμελλε να αφήσει την τελευταία του πνοή στο πεδίο της μάχης, στο Λίτσεν της Σαξονίας (1632). Ακολούθησε η δολοφονία του Βάλενσταϊν.
Με τον τρόπο αυτό όλοι οι πρωταγωνιστές εξήλθαν από το ιστορικό προσκήνιο, λες και η κατάρα του Μαγδεμβούργου τους καταδίωκε. Πάντως μετά το τέλος του πολέμου, η ηπειρωτική Ευρώπη πήρε τη μορφή που περίπου διατηρεί έως σήμερα.