Μετά την αποτυχούσα εξόρμηση προς την Άγκυρα, τον Αύγουστο του 1921, η Στρατιά Μικράς Ασίας εγκαθίσταται σε μία αμυντική γραμμή μήκους 713 χλμ. καλύπτουσα το Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ. Από το Αφιόν η αμυντική γραμμή στρέφεται, περίπου σαν ορθή γωνία, προς τη θάλασσα.
Από τον Σεπτέμβριο του 1921 και για 11 περίπου μήνες, έως τα μέσα Αυγούστου 1922, οπότε και εκδηλώνεται η τουρκική επίθεση, ο Ελληνικός Στρατός, έχοντας πλέον απωλέσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, έχει αποθέσει τη μοίρα του στα χέρια των πολιτικών.
Οι αλλεπάλληλες πολιτικές συσκέψεις και συνδιασκέψεις, σε ελληνικό και σε διεθνές επίπεδο, έχουν αναλάβει τη λύση του προβλήματος, ενώ ο Στρατός βυθίζεται σ’ ένα τέλμα αδρανείας.
Τα κυριότερα προβλήματα στον Ελληνικό Στρατό εκείνης της περιόδου, εν περιλήψει, μπορούν να συνοψισθούν στα κατωτέρω:
α) Μετά την πολιτική και πολιτειακή μεταβολή του Νοεμβρίου του 1920 (εκλογική ήττα των βενιζελικών – επαναφορά του Κωνσταντίνου), πολλοί αξιωματικοί, φίλα προσκείμενοι στο βασιλικό καθεστώς, επανέρχονται στο στράτευμα, μετά την απόταξή τους το 1916 από το βενιζελικό καθεστώς. Οι επανερχόμενοι αξιωματικοί, ασχέτως από τις ικανότητές τους και τη διάθεσή τους να προσφέρουν, ήσαν εκτός των εξελίξεων της πολεμικής τέχνης κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η δύναμη πυρός, όμως, των σύγχρονων μονάδων είναι πολλαπλάσια της εποχής των Βαλκανικών Πολέμων. Τα οπλοπολυβόλα, τα φλογοβόλα, τα ασφυξιογόνα, οι κινούμενοι φραγμοί πυροβολικού, οι τηλεπικοινωνίες και πολλά άλλα, τους είναι άγνωστα. Έτι περαιτέρω, για να εξισωθούν βαθμολογικώς με τους εν ενεργεία συναδέλφους τους, λαμβάνουν οι περισσότεροι δύο βαθμούς και αποστέλλονται στο μέτωπο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, βλέπουμε λοχαγούς του 1916 να διοικούν συντάγματα και ταγματάρχες να διοικούν μεραρχίες, χωρίς να έχουν καμία πείρα διοικήσεως τόσο μεγάλης μονάδος. Μοιραία, πολλοί από αυτούς θα αποτύχουν στη διοίκηση που τους ανατίθεται, αλλά η αποτυχία τους, εφόσον η χώρα ευρίσκεται εν πολέμω, έχει άμεσες επιπτώσεις στη γενικότερη πολεμική προσπάθεια και φυσικά στις ζωές των διοικουμένων στρατιωτών τους.
β) Το σώμα των Ελλήνων αξιωματικών αυτή την εποχή είναι βαθιά διχασμένο από πολιτικές έριδες. Μετά τον Νοέμβριο του 1920 πολλοί βενιζελικοί αξιωματικοί εκδιώκονται από τις διοικήσεις τους, 300 περίπου ανώτεροι, από ταγματάρχη και άνω, αποστέλλονται στην εξορία, ενώ πολλοί άλλοι καταφεύγουν στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου και ασκούν προπαγανδιστικό έργο αντίθετο στην κρατούσα κατάσταση. Και όμως, η πλειονότης αυτών των αξιωματικών είναι στην πρώτη γραμμή από το 1916-17 και έχει την απαραίτητη εμπειρία των νέων όπλων και τεχνικών, όπως αυτές αναπτύχθηκαν κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
γ) Οξύτατη διαμάχη υπάρχει και μεταξύ των ίδιων των παραμενόντων και επανελθόντων αξιωματικών. Μετά τη μάχη του Σαγγαρίου, 28 αξιωματικοί προάγονται στον βαθμό του Υποστρατήγου, εκ των οποίων όμως μόνο 10 έχουν λάβει μέρος στην εκστρατεία. Οι περισσότεροι των υπολοίπων δεν έχουν καν επισκεφθεί το μέτωπο. Το γεγονός αυτό, το οποίο επιβεβαιώνει την πελατειακή σχέση μερίδος αξιωματικών και πολιτικής ηγεσίας, προκαλεί μεγάλες αντιδράσεις στο σύνολο των αξιωματικών του μετώπου. Ο ίδιος ο Αρχιστράτηγος Α. Παπούλας, με αλλεπάλληλες αναφορές προς την κυβέρνηση, επισημαίνει και καυτηριάζει το γεγονός.
δ) Οι έφεδροι αξιωματικοί και οπλίτες είναι αυτοί που δέχονται και τις μεγαλύτερες επιπτώσεις της παρατάσεως της καταστάσεως. Καμία μονιμοποίηση εφέδρων αξιωματικών δεν έγινε, παρ’ όλες τις υποσχέσεις. Και οι έφεδροι αξιωματικοί και οι οπλίτες είναι σωματικά και ψυχολογικά κουρασμένοι από την παράταση της εκστρατείας. Η εγκατάλειψη για μεγάλο χρονικό διάστημα των επαγγελματικών ασχολιών τους δεν εξισορροπείται από το ισχνό επίδομα που λαμβάνουν, όποτε το λαμβάνουν, οι οικογένειές τους. Τα οικογενειακά προβλήματα και η νοσταλγία της οικογενειακής ζωής επιτείνουν το πρόβλημα.
ε) Η οικτρή οικονομική κατάσταση του κράτους έχει αμεσότατες επιπτώσεις στη διατροφή και στη μισθοδοσία του στρατεύματος. Μέχρι την άνοιξη του 1922, οπότε έλαβε χώρα το αναγκαστικό δάνειο του Πρωτοπαπαδάκη, το καθημερινό συσσίτιο για μεγάλες περιόδους περιελάβανε φασόλια ή μακαρόνια νερόβραστα, ελλείψει λαδιού, ή ακόμη και μόνο ρέγκες, όπως στην επίθεση στον Σαγγάριο. Ομαδικά παράπονα και μικρές στάσεις έλαβαν χώρα στο στράτευμα λόγω της ελλιπούς διατροφής. Η ίδια κατάσταση παρετηρείτο και στη μισθοδοσία των αξιωματικών και οπλιτών. Καθυστερήσεις πολλών μηνών επέτειναν τα οικογενειακά προβλήματα, ιδιαιτέρως των αξιωματικών, που με αυτά τα χρήματα διέτρεφαν τις οικογένειές τους.
στ) Χρησιμοποιώντας τα γνωστά σε όλους μας «μέσα», πολλοί από τους αδειούχους, αξιωματικούς και οπλίτες, δεν επιστρέφουν στις μονάδες τους, αλλά ή παραμένουν για υπηρεσία στο εσωτερικό της χώρας ή απλώς λιποτακτούν, είτε στην κυρίως Ελλάδα, είτε στη ζώνη κατοχής της Μικράς Ασίας. Πολλοί από τους λιποτάκτες συγκροτούν ένοπλες ομάδες που λυμαίνονται την ύπαιθρο. Ολόκληρα συντάγματα, εκτός της Χωροφυλακής, θα διατεθούν από την Στρατιά Μικράς Ασίας, όχι μόνο για την αντιμετώπιση των τσετών (Τούρκων ανταρτών) αλλά και των ελληνικών συμμοριών. Η μη επάνοδος των αδειούχων στις μονάδες τους περιορίζει συνεχώς τον αριθμό των δυναμένων να λάβουν άδεια οπλιτών και αξιωματικών, με προφανή τα αποτελέσματα στο ηθικό των στρατευμένων. Η μη επάνοδος ακόμη και αξιωματικών στις μονάδες της πρώτης γραμμής θα εξαναγκάσει το Υπουργείο Αμύνης να κοινοποιήσει διαταγή, με την οποία καλούνται ονομαστικώς 255 αξιωματικοί να επιστρέψουν πάραυτα στις μονάδες τους. Η διαταγή αυτή αποτελεί, έως σήμερα, όνειδος για το σώμα των Ελλήνων αξιωματικών.
ζ) Ο Ελληνικός Στρατός, έχοντας καταλάβει περίπου 80.000 τ.χλμ. προς το κέντρο της Μικράς Ασίας, δεν ευρίσκεται πλέον μεταξύ ελληνικών πληθυσμών. Οι ημέρες που απελευθέρωνε ελληνικές –κατά πλειοψηφία πληθυσμού– πόλεις έχουν παρέλθει. Ο στρατός στη ζώνη των πρόσω μόνο με Τούρκους και λίγους Αρμένιους έχει καθημερινές επαφές. Σαν αποτέλεσμα των ανωτέρω, όχι μόνο δεν έχει την κάλυψη και τις έγκαιρες πληροφορίες από ελληνικούς πληθυσμούς των εχθρικών κινήσεων, αλλά υπόκειται και ο ίδιος σε κατασκοπευτική δράση από τους τουρκικούς πληθυσμούς.4 Παραλλήλως, ο απλός στρατιώτης δεν καταλαβαίνει γιατί πρέπει να σταθεί και να πολεμήσει εκεί, υπερασπιζόμενος Τούρκους κατοίκους από τους Τούρκους στρατιώτες του Κεμάλ.
Διάταξη και σχέδια των αντιπάλων
Η ελληνική διάταξη απλώνεται σαν κορδόνι σ’ ένα μήκος 700 περίπου χλμ. Όλες οι μεραρχίες είναι στο μέτωπο και μόνο η Μεραρχία Ιππικού ευρίσκεται στο Ουσάκ – η μόνη εφεδρική δύναμη.
Η δύναμή της όμως είναι μικρή. Τα ουγγαρέζικα άλογα που χρησιμοποιεί δεν αντέχουν το κλίμα και ψοφούν. Ο Ελληνικός Στρατός όμως επιμένει να μην χρησιμοποιεί ελληνικά ή ντόπια άλογα, εν αντιθέσει με τον τουρκικό, ο οποίος χρησιμοποιεί ντόπια άλογα ή και αραβικά σε μεγάλες ποσότητες. Η αξία και ο μεγάλος αριθμός του τουρκικού Ιππικού θα αποδειχθεί, όπως και σε όλη την εκστρατεία, και στη Μάχη του Αφιόν Καραχισάρ.
Στη γωνία του Αφιόν συγκεντρώνεται ο όγκος του Ελληνικού Στρατού. Η κούραση και οι απώλειες από τη μάχη του Σαγγαρίου το καλοκαίρι του 1921 δεν επέτρεψαν στον Ελληνικό Στρατό να επεκτείνει τη ζώνη κατοχής γύρω από το Αφιόν, με αποτέλεσμα η πόλη να απέχει, σε ορισμένα σημεία, μόνο 4 χλμ. από τη γραμμή του μετώπου. Τα βουνά γύρω από την πόλη υπέρκεινται των ελληνικών θέσεων και επιτρέπουν την άνετη παρατήρηση των ελληνικών κινήσεων από τους Τούρκους.
Σε ένα από αυτά τα βουνά θα είναι και το παρατηρητήριο του Κεμάλ κατά τη διάρκεια της μάχης, από το οποίο, χωρίς καν κιάλια, θα μπορεί να παρακολουθεί τις ελληνικές αντιδράσεις στην επίθεσή του και να λαμβάνει αμέσως αντίμετρα.
Η ελληνική αμυντική διάταξη ακολουθεί τη σιδηροδρομική γραμμή Σμύρνης-Αφιόν και από εκεί στρέφει βόρεια, καλύπτουσα πάλι τη σιδηροδρομική γραμμή Αφιόν-Εσκί Σεχίρ. Η απόσταση της αμυντικής γραμμής από τη σιδηροδρομική και το πεδινό έδαφος που ευρίσκεται η τελευταία είναι μικρή και δεν επιτρέπει τη δημιουργία δεύτερης αμυντικής γραμμής.
Σε περίπτωση εχθρικής διασπάσεως, η παράλληλη προς το μέτωπο και σε μικρή απόσταση από αυτό σιδηροδρομική γραμμή αποκόπτεται χωρίς μεγάλη δυσκολία από τον εχθρό, με ευκολονόητα αποτελέσματα στην προσπάθεια του αμυνομένου. Τα εφόδια και οι ενισχύσεις από τη Σμύρνη αποκόπτονται, οι μετακινήσεις ελληνικών δυνάμεων σε εσωτερικές γραμμές γίνονται αδύνατες και οι διακομιδές τραυματιών και σχηματισμών των μετόπισθεν σταματούν.
Οι ορεινοί όγκοι βορείως της σιδηροδρομικής γραμμής προσφέρονται για τη δημιουργία μίας δεύτερης αμυντικής γραμμής, αλλά δεν έχουν καμία αξία, εφόσον παραχωρεί τη σιδηροδρομική γραμμή στον εχθρό, για την οποία ακριβώς είναι εγκατεστημένος στο Αφιόν ο Ελληνικός Στρατός.
Τα Α’ και Β’ Σώματα Στρατού έχουν, έως τον Μάιο του 1922, κοινή διοίκηση, υπαγόμενα στο Νότιο Συγκρότημα. Αυτόν τον μήνα αποχωρεί ο Αναστάσιος Παπούλας από την αρχιστρατηγεία και αναλαμβάνει Αρχιστράτηγος ο Χατζανέστης. Ο νέος Αρχιστράτηγος θεωρείται μορφωμένος αξιωματικός, αλλά δεν έχει διοικήσει ποτέ μάχιμη μονάδα εν εκστρατεία. Το 1909 είχε παραιτηθεί από τον στρατό, στον οποίο επανέρχεται με τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Στον Α’ και Β’ Βαλκανικό Πόλεμο ήταν επιτελάρχης της VI Μεραρχίας Πεζικού, ενώ το 1916, με τον βαθμό του συνταγματάρχου, είχε παραιτηθεί πάλι από το στράτευμα και είχε συνοδεύσει τον εξόριστο βασιλέα Κωνσταντίνο στην Ελβετία. Ως εκ τούτου, δεν γνωρίζει τις επελθούσες αλλαγές της πολεμικής τέχνης κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1922 επανέρχεται στο στράτευμα και διορίζεται Αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων στην πλέον δύσκολη φάση της εκστρατείας.
Σε επιθεώρησή του στο μέτωπο, οι υφιστάμενοι αξιωματικοί του παρουσιάζουν τα καλύτερα στρατιωτικά τμήματά τους και τις πλέον σωστά οργανωμένες αμυντικά περιοχές. Ο Αρχιστράτηγος γυρίζει στη Σμύρνη ενθουσιασμένος.
Σαν απότοκος των εμπειριών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο τρόπος οργανώσεως των ελληνικών μεραρχιών πεζικού δημιουργεί βαριές και δυσκίνητες μεραρχίες. Το 1/3 περίπου της δυνάμεως μίας ελληνικής μεραρχίας είναι τμήματα των μετόπισθεν και δεν ανήκουν στη λεγόμενη παρατακτή δύναμη της μονάδος, εν αντιθέσει με τις τουρκικές όπου η πλειοψηφία των ανδρών της μονάδος ανήκει στην παρατακτή δύναμη. Στις τουρκικές μεραρχίες, τις μεταφορές των εφοδίων αναλαμβάνουν χωρικοί της περιοχής, όπου δρα η μεραρχία, με τους αραμπάδες τους.
Η δύναμη μίας τουρκικής μεραρχίας αυτή την εποχή κυμαίνεται από 7.000 ως 8.000 άνδρες, εκ των οποίων το 1/3 περίπου είναι άοπλοι και περιμένουν να αντικαταστήσουν, κατά τη διάρκεια της μάχης, έναν νεκρό ή τραυματία οπλισμένο συνάδελφό τους. Η διαφορά οργανώσεως των μεραρχιών των δύο στρατών θα φανεί στη μάχη του Αφιόν.
Συμφώνως με τα υπάρχοντα σχέδια, σε περίπτωση εχθρικής επιθέσεως κατά του Αφιόν Καραχισάρ μία ομάδα τριών, το ελάχιστον, ελληνικών μεραρχιών θα έπρεπε να επιτεθεί στα πλευρά του επιτιθέμενου τουρκικού Στρατού. Η προετοιμασία, όμως, της επιθέσεως απαιτεί τρεις ημέρες, το λιγότερο, για τις ελληνικές μεραρχίες. Ωστόσο, μετά από μιάμιση ημέρα μάχης, οι ελληνικές δυνάμεις διασπώνται και υποχωρούν. Αντιθέτως, οι τουρκικές μεραρχίες μπορούν αυθημερόν να κινηθούν προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.
Δεν είναι, όμως, το ηθικό και ο τρόπος οργανώσεως των ελληνικών μεραρχιών ο υπαίτιος της συντριπτικής ήττας που υπέστημεν στη Μικρά Ασία. Αφήνοντας κατά μέρος τη διπλωματική απομόνωση, στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα, ιδιαίτερη σημασία έχει η οργάνωση αυτής της ίδιας της Στρατιάς Μικράς Ασίας και η τακτική κατάσταση των δύο Σωμάτων Στρατού, που υπεράσπιζαν το Αφιόν. Σ’ αυτά τα δύο σημεία επικεντρώνεται, κατά τη γνώμη του γράφοντος, το αίτιο της ήττας στη Μικρά Ασία.
Δύο Σώματα Στρατού φρουρούν τη γωνία του Αφιόν. Τα Α’ και Β‘, ενώ το Γ’ Σώμα Στρατού κρατά το βόρειο μέτωπο. Η ελαττωματική διάταξη των ελληνικών δυνάμεων φαίνεται με την πρώτη ματιά στον χάρτη. Όλη τη γωνία του Αφιόν κρατά το Α’ Σώμα με δύο μεραρχίες προς τον Νότο και άλλες δύο ανατολικά. Συνολικό μήκος μετώπου του Α’ Σώματος: 180 χλμ. περίπου. Σαν μοναδική εφεδρεία υπάρχει στο Αφιόν ένα σύνταγμα του Β’ Σώματος, το 5/42 του Πλαστήρα.
Βορειότερα αρχίζει η ζώνη ευθύνης του Β’ Σώματος, το οποίο έχει μία μόνο μεραρχία στην πρώτη γραμμή, την XIII, η VII Μεραρχία είναι εφεδρική, ενώ η IX, έχουσα μόνον ένα τάγμα στην πρώτη γραμμή, κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί και αυτή εφεδρική. Το Β’ Σώμα διοικεί όμως και την ΙΙ Μεραρχία, η οποία βρίσκεται στο άλλο άκρο του Α’ Σώματος, όπως επίσης και τη Μεραρχία Ιππικού, που βρίσκεται στην περιοχή του Ουσάκ.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, βλέπουμε το Α’ Σώμα να μην έχει καμία εφεδρεία, εξαιρέσει του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων7, ενώ το Β’ Σώμα να έχει δύο μεραρχίες. Οι μεραρχίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το Α’ Σώμα, μόνον όμως μετά από έγκριση της Στρατιάς.
Όσον αφορά την Στρατιά και τη διοίκησή της, ο συγκεντρωτισμός της εκφράστηκε κατά τη διάρκεια όλης της εκστρατείας, από την αρχή ως το τέλος της και μπορεί να δικαιολογηθεί από το συγκεντρωτικό δόγμα διοικήσεως, όπως αυτό διεμορφώθη κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι διαταγές της Στρατιάς προς τους διοικητές των μεραρχιών υπαγόρευαν, πολλές φορές, ως και την κίνηση των ταγμάτων της μεραρχίας. Ο Αρχιστράτηγος Παπούλας, πάντως, είχε μεριμνήσει για τη δημιουργία δύο συγκροτημάτων, το Νότιο και το Βόρειο Συγκρότημα, διά των οποίων εξησκείτο η διοίκηση των τριών Σωμάτων Στρατού και των άλλων σχηματισμών στην ζώνη των πρόσω. Η αυστηρότητα και ο υπέρμετρος συγκεντρωτισμός του διαδόχου του, Χατζανέστη, οδηγούν στην κατάργηση των δύο συγκροτημάτων και την απευθείας διοίκηση των Σωμάτων από το αρχηγείο στη Σμύρνη.
Παρ’ όλα αυτά, προεβλέπετο ότι σε περίπτωση μεγάλης εχθρικής πιέσεως, την ηγεσία των δύο Σωμάτων, του Α’ και του Β‘, στο Αφιόν θα αναλάμβανε, πάντα κατόπιν διαταγής από την Σμύρνη, ο αρχαιότερος διοικητής Σώματος, ο Υποστράτηγος Ν. Τρικούπης του Α’ Σώματος. Δεν προεβλέπετο, όμως, ο σχηματισμός του αναγκαίου επιτελείου γι’ αυτόν τον σκοπό. Ο Τρικούπης, με το υπάρχον επιτελείο του Α’ Σώματος, θα έπρεπε να διοικεί το Σώμα του και ταυτοχρόνως και το Β’ Σώμα. Ακόμη χειρότερα, ο Τρικούπης δεν έχει ελευθερία κινήσεων.
Πρέπει να περιμένει διαταγές από τη Σμύρνη για οποιαδήποτε κίνησή του. Και η μεν κρυπτογράφηση του σήματος, η αποκρυπτογράφησή του στη Σμύρνη, η έκδοση διαταγής από την Στρατιά, η κρυπτογράφηση και η αποστολή της και τέλος η αποκρυπτογράφηση από το Σώμα Στρατού απαιτεί, το λιγότερο, τέσσερις ώρες, τη στιγμή που η κατάσταση στο μέτωπο αλλάζει κάθε τέταρτο της ώρας.
Ο συγκεντρωτισμός της Στρατιάς φαίνεται και από ένα άλλο γεγονός, που επρόκειτο να έχει ολέθριες συνέπειες. Τα Σώματα Στρατού και οι μεραρχίες δεν διαθέτουν 4ο Επιτελικό Γραφείο (εφοδιασμού-μεταφορών). Σε περιπτώσεις στρατιωτικών κινήσεων απεσπάτο μέλος του 4ου Επιτελικού Γραφείου της Στρατιάς, το οποίο και συντόνιζε τις απαραίτητες μεταφορές και τους εφοδιασμούς των σωμάτων και των μεραρχιών.
Κατά συνέπεια, τα δύο Σώματα Στρατού στο Αφιόν δεν έχουν εξερευνήσει την περιοχή, δεν ξέρουν πού και πώς θα κινηθούν σε περίπτωση υποχωρήσεως, δεν ξέρουν αν οι δρόμοι είναι βατοί σε αυτοκίνητα και βαρύ πυροβολικό, πού υπάρχει νερό και πού νομή για τα υποζύγια. Γνωρίζουν μόνο για τον οδικό άξονα Σμύρνης-Αφιόν. Τι θα γίνει, όμως, αν αναγκαστούν, κάτω από εχθρική πίεση, όπως και έγινε, να εγκαταλείψουν αυτόν τον οδικό άξονα;
Είναι χαρακτηριστική η διαταγή του διοικητού του Α’ Σώματος Υποστρατήγου Ν. Τρικούπη προς τις υπ’ αυτόν μεραρχίες για αναγνώριση ορεινών οδών με σκοπό να «…εξακριβωθή τίνος είδους σχηματισμοί (ορεινοί, πεδινοί, βαρύ πυροβολικόν, βαρέα αυτοκίνητα) δύνανται να κινηθώσιν επί εκάστης οδού, κατά τας διαφόρους εποχάς του έτους…». Αρ. 3003/3, ημερομηνία εκδόσεως διαταγής 21 Ιουλίου 1922 (!)
Η ελλιπής επιτελική εργασία δεν περιορίζεται φυσικά μόνο στο 4ο Επιτελικό Γραφείο. Και από τα άλλα επιτελικά γραφεία, της Στρατιάς και των Σωμάτων, δεν υπάρχουν σχέδια για το τι πρέπει να γίνει σε περίπτωση υποχωρήσεως, μετά από εχθρική επίθεση στον τομέα του Αφιόν. Δεν έχουν σχεδιασθεί γραμμές ανασχέσως, ποιες δυνάμεις θα τις καταλάβουν και πώς, και κυρίως δεν έχει αποσαφηνισθεί προς ποιο σημείο θα πρέπει να κινηθούν οι ελληνικές δυνάμεις, μετά από ενδεχόμενη εχθρική διάσπαση.
Προς βορρά, για να συνενωθούν με τις δυνάμεις του Γ’ Σώματος Στρατού και τοιουτοτρόπως να καλύψουν εμμέσως τη Σμύρνη ή προς δυσμάς καλύπτοντας αμέσως τους οδικούς άξονες προς τη Σμύρνη; Το μόνο σχέδιο που υπάρχει είναι η αντεπίθεση στα πλευρά του επιτιθέμενου τουρκικού Στρατού. Αν αυτός επιτεθεί από τον Νότο, από το ανατολικό σκέλος των ελληνικών δυνάμεων στο Αφιόν, αν δε αυτός επιτεθεί από την Ανατολή, από το νότιο σκέλος των ελληνικών δυνάμεων. Η οργάνωση όμως αυτής της αντεπιθέσεως απαιτεί τρεις ημέρες.
Ο Κεμάλ δεν πρόκειται να τις παραχωρήσει στην ελληνική ηγεσία.
Την ίδια εποχή, που αναλαμβάνει και ο νέος Αρχιστράτηγος Χατζανέστης, η ελληνική πολιτική ηγεσία συλλαμβάνει το σχέδιο καταλήψεως της Κωνσταντινουπόλως. Το σχέδιο σαν ιδέα είναι πάρα πολύ καλό και η πραγματοποίησή του θα φέρει πολύτιμα διπλωματικά οφέλη στην Ελλάδα. Προσκρούει, όμως, στην απόλυτη αντίθεση των Άγγλων και των Γάλλων. Η Ελλάδα δεν έχει τις δυνάμεις, οικονομικές, στρατιωτικές και πολιτικές να επιβάλει την εφαρμογή του σχεδίου. Για την εκτέλεση του σχεδίου αυτού συγκεντρώνονται στην Θράκη ισχυρές ελληνικές δυνάμεις: 28 τάγματα πεζικού έρχονται από την κυρίως Ελλάδα, αλλά και από τη Μικρά Ασία, μαζί με μοίρες πυροβολικού και άλλες μονάδες των μετόπισθεν.
Από τις μονάδες του Αφιόν ελάχιστα τάγματα αφαιρούνται και, οπωσδήποτε, η έλλειψη αυτών των ταγμάτων δεν θα είναι αυτή που θα κρίνει τη μάχη. Αλλά ο όγκος αυτός των 28 ταγμάτων (περίπου 3 μεραρχίες) ή έστω ένα μεγάλο τμήμα του, τιθέμενος σε μία δεύτερη γραμμή αμύνης ή έχοντας τον ρόλο τμημάτων αμέσου αντεπιθέσεως, είναι σίγουρο ότι θα έφερνε άλλη τροπή στη μάχη.
Μάχη για την οποία όλοι σχεδόν ξέρουν ότι επίκειται. Τα δίκτυα κατασκοπίας στην Κωνσταντινούπολη και στη Μικρά Ασία, Άγγλοι αξιωματικοί από το αγγλικό επιτελείο, η εναέρια παρατήρηση στο μέτωπο, προαναγγέλλουν την εχθρική επίθεση, τοποθετώντας μάλιστα ακριβώς και τον τομέα εξαπολύσεώς της. Παρ’ όλα αυτά, κανένα μέτρο δεν λαμβάνεται από την ελληνική στρατιωτική ηγεσία. Καμία μετακίνηση εφεδρειών, καμία διαταγή στις, εν μέρει, εφεδρικές μεραρχίες να είναι έτοιμες για άμεση μετακίνηση. Μόνο διαταγές επιφυλακής.
Ένα ακόμη στοιχείο επιβαρύνει την ελληνική πλευρά: Στους πίνακες συνθέσεως των ελληνικών μεραρχιών της εποχής προεβλέπετο η ύπαρξη διλοχίας μηχανικού ανά μεραρχία. Η διοίκηση, όμως, της Στρατιάς έχει αποσπάσει τον ένα λόχο μηχανικού από όλες τις μεραρχίες και έχει δημιουργήσει ένα σύνταγμα μηχανικού, το οποίο απασχολείται με την επισκευή και συντήρηση του οδικού άξονα Αφιόν Καραχισάρ -Εσκί Σεχίρ. Η έλλειψη επαρκούς μηχανικού, αλλά και η ραθυμία των ελληνικών διοικήσεων, δεν επιτρέπουν την πλήρη αμυντική οργάνωση της μίας και μοναδικής γραμμής μάχης.
Σε πολλά σημεία τα χαρακώματα είναι του τύπου «γονυπετώς βάλλοντος οπλίτου», δρόμοι για το πεδινό πυροβολικό δεν έχουν ανοιχθεί, ούτως ώστε η μετακίνησή του να είναι εύκολη προς κάθε απειλούμενο σημείο.
Σε πολλά σημεία της πρώτης γραμμής οι στρατιώτες διαμένουν σε σκηνές και όχι σε ενισχυμένα σκέπαστρα (αμπρί), σε πολλά σημεία επίσης δεν υπάρχουν διάδρομοι επικοινωνίας των χαρακωμάτων και οι σειρές των συρματοπλεγμάτων συνήθως είναι μονές. Οι τηλεφωνικές γραμμές είναι εναέριες και οι περισσότερες μονές8. Και αυτό, τη στιγμή που η γραμμή έχει καταληφθεί πριν από 11 μήνες περίπου.
Στο ίδιο το Αφιόν, η κατάσταση προκαλεί ποικίλα σχόλια και στον πλέον αδαή. Κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί γελοία, αν δεν ήταν και αυτή υπαίτια της καταστροφής. Σε απόσταση 4 ως 12 χλμ. από τις εχθρικές γραμμές συνωθούνται το επιτελείο του Α’ Σώματος και οι υπηρεσίες και των δύο Σωμάτων Στρατού, απoθήκες πυρομαχικών και λοιπών εφοδίων, νοσοκομεία, ουλαμοί εκπαιδεύσεως υποψηφίων εφέδρων αξιωματικών και υπαξιωματικών, φούρνοι, συνεργεία αυτοκινήτων και ό,τι μπορεί κανένας να φαντασθεί.
Ήταν και είναι στρατιωτικό δόγμα η τήρηση των ανωτέρων και ανωτάτων διοικήσεων μακριά από τον θόρυβο της μάχης. Ο ανώτερος διοικητής δεν πρέπει να επηρεάζεται στις αποφάσεις του από τη θέα τραυματιών, τις εκρήξεις των βλημάτων πυροβολικού και τις ριπές των πολυβόλων. Ο Τρικούπης, όμως, θα βρεθεί μέσα ακριβώς σ’ αυτόν τον κυκεώνα.
Μήπως δεν υπάρχει άλλη θέση για να εγκατασταθούν τα επιτελεία και οι διάφορες υπηρεσίες των δύο Σωμάτων; Σε απόσταση 60 περίπου χλμ., προς τη Σμύρνη, υπάρχει η ισχυρότατη τοποθεσία του Τουμλού Μπουνάρ, αναπτύγματος 20 περίπου χλμ., με τα πλευρά της στηριγμένα σε ορεινούς όγκους, η οποία μάλιστα θέση διαθέτει και ικανοποιητική αμυντική οργάνωση από τις αρχές του καλοκαιριού του 1921. Η γραμμή αυτή, όμως, θα μείνει ανεκμετάλλευτη από τις ελληνικές δυνάμεις.
Η συγκέντρωση του Ελληνικού Στρατού στο Αφιόν Καραχισάρ και η εσφαλμένη διάταξή του έλκει την προσοχή του Κεμάλ Ατατούρκ. Η επίθεση στο σημείο αυτό είναι μονόδρομος για τον Τούρκο ηγέτη. Η σιδηροδρομική γραμμή Άγκυρας-Ικονίου επιτρέπει τον συνεχή ανεφοδιασμό των δυνάμεών του, ενώ, παραλλήλως, η σχετικώς πλούσια περιοχή κάνει ανετότερη τη διατροφή του στρατεύματός του.
Οι πλησίον της ελληνικής γραμμής ορεινοί όγκοι αποκρύπτουν τις τουρκικές κινήσεις και συγκεντρώσεις από την ελληνική παρατήρηση.
Ο τομέας επιθέσεως θα είναι λοιπόν εδώ. Αλλά σε ποιο ακριβώς σημείο; Μία επίθεση από ανατολικά, σε περίπτωση επιτυχίας, θα έκανε τον Ελληνικό Στρατό να υποχωρεί καθέτως προς τη σιδηροδρομική γραμμή Σμύρνης-Αφιόν, με αποτέλεσμα να δέχεται χωρίς εμπόδια ενισχύσεις σε άνδρες και υλικά. Αντιθέτως, αν πραγματοποιηθεί η επίθεση από τον Νότο, αποκόπτεται η γραμμή και, αν ο Ελληνικός Στρατός υποχωρήσει προς Σμύρνη, προσφέρει το πλευρό του στις από Νότου προς Βορρά κινούμενες τουρκικές δυνάμεις.
Αν κατορθώσουν οι Τούρκοι και απορρίψουν τον όγκο του Ελληνικού Στρατού στα ορεινά συμπλέγματα βορείως της σιδηροδρομικής γραμμής, όπου και δεν θα μπορεί να ανεφοδιασθεί, τότε και μόνον τότε υπάρχουν σοβαρές προϋποθέσεις επιτεύξεως μεγάλης νίκης. Στο τουρκικό επιτελείο δεν τρέφουν φρούδες ελπίδες. Πιστεύουν ότι ο Ελληνικός Στρατός, είτε θα αποσυρθεί εγκαίρως προς Τουμλού Μπουνάρ, είτε, χρησιμοποιώντας τη σιδηροδρομική γραμμή Αφιόν-Εσκί Σεχίρ, θα αποσυρθεί προς Βορρά και συνενωθεί με τις δυνάμεις του Γ’ Σώματος Στρατού.
Για μεν την ταυτόχρονη κατάληψη του Τουμλού Μπουνάρ και την προσβολή από Νότο οι τουρκικές δυνάμεις κρίνονται ως μη επαρκείς. Ο αντικειμενικός σκοπός του τουρκικού σχεδίου είναι η ανακατάληψη του Αφιόν, αλλά συγκεντρώνονται οι μέγιστες, κατά το δυνατόν, δυνάμεις για εκμετάλλευση πιθανών λαθών του αντιπάλου. Σε όλο το μέτωπο έχουν προγραμματισθεί κρούσεις, ούτως ώστε να αγκιστρωθούν οι ελληνικές δυνάμεις και να μην μπορέσουν εγκαίρως να ενισχύσουν το σημείο όπου θα εκδηλωθεί η κρούση.
Η μάχη του Αφιόν Καραχισάρ – Η διάσπαση
Το σχέδιο του Κεμάλ είναι απλό. Η θεωρία πάνω στην οποία στηρίζεται, είναι βασικό μάθημα σε όλες τις σχολές αξιωματικών, ανά την υφήλιο. Κρούση από το ισχυρό στο ασθενές, απασχόληση όλου του υπολοίπου μετώπου, διατήρηση της πρωτοβουλίας. Το σχέδιο είναι απλό και πρέπει να είναι απλό λόγω των ελλιπέστατων επικοινωνιών και του μερικώς εκπαιδευμένου των τουρκικών στρατευμάτων.
Το τουρκικό Ιππικό θα διολισθήσει από το απλώς επιτηρούμενο κενό στο πλευρό της ελληνικής Ι Μεραρχίας Πεζικού και, αφού αποκόψει τη σιδηροδρομική επικοινωνία Σμύρνης-Αφιόν, θα δράσει στα μετόπισθεν των ελληνικών στρατευμάτων. Η κρούση του τουρκικού πεζικού κατευθύνεται εναντίον των Ι και IV Μεραρχιών.
Όχι, όμως, σε όλο το μήκος του μετώπου των, αλλά κυρίως στο σημείο επαφής των. Την κυρίως κρούση μέλλουν να δεχθούν το κέντρο και το αριστερό της Ι Μεραρχίας και το κέντρο και δεξιό της IV Μεραρχίας. Τέσσερα περίπου ελληνικά συντάγματα πρόκειται να δεχθούν την επίθεση 8 τουρκικών μεραρχιών. Την υποστήριξη των επιτιθεμένων δυνάμεων έχουν αναλάβει 200 περίπου πυροβόλα με 1.000 οβίδες το καθένα.
Η ελληνική πλευρά επιζητά την απόκρουση της επιθέσεως στη μοναδική γραμμή αμύνης. Τα τμήματα έχουν διαταγές να αμυνθούν επί των θέσεών τους, μέχρις εσχάτων. Σε περίπτωση εγκαταλείψεως μίας θέσεως πρέπει να διενεργηθεί άμεση αντεπίθεση για την ανακατάληψή της. Το μήκος του μετώπου, οι ιδιομορφίες του και η έλλειψη ικανών εφεδρειών δεν έχει επιτρέψει τη σε βάθος ανάπτυξη των ελληνικών δυνάμεων.
Όλα θα κριθούν στη μοναδική γραμμή αμύνης.
Τα ξημερώματα της 13ης Αυγούστου 1922 (παλαιό ημερολόγιο), η αναμενόμενη τουρκική επίθεση ξεσπά. Η τηρηθείσα σαν εφεδρεία VII Μεραρχία εισέρχεται στον αγώνα, όπως και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων της ΧΙΙΙ Μεραρχίας.
Η σφοδρότητα όμως της τουρκικής επιθέσεως αναγκάζει την ελληνική διοίκηση να χρησιμοποιήσει κατά τμήματα τη μεραρχία για να καλύψει τις άμεσες ανάγκες της. Οι Τούρκοι δεν παραιτούνται της πρωτοβουλίας κινήσεων που έχουν. Το τουρκικό Ιππικό διεισδύει στις ελληνικές γραμμές και αποκόπτει την οδική και σιδηροδρομική επαφή με τη Σμύρνη, παρεμποδίζει τις ελληνικές κινήσεις και σπέρνει τον πανικό στα μετόπισθεν.
Ο Τρικούπης ζητά την ΙΧ Μεραρχία από τον διοικητή του Β’ Σώματος Στρατού ¥ποστράτηγο Κ. Διγενή, αλλά ο Χατζανέστης απαγορεύει την κίνηση της μεραρχίας διατάσσων τη διενέργεια αντεπιθέσεως δια του Β’ Σώματος. Για τη διενέργεια της αντεπιθέσεως, όμως, απαιτούνται δύο με τρεις ημέρες, τις οποίες ο Κεμάλ δεν πρόκειται να παραχωρήσει στις ελληνικές δυνάμεις. Ματαίως ο Τρικούπης προσπαθεί να επισημάνει στον Αρχιστράτηγο Χατζανέστη ότι σε περίπτωση διασπάσεως της κυρίως γραμμής αντιστάσεως κάθε απόπειρα αντεπιθέσεως είναι άνευ αντικειμένου.
Όλο το βράδυ της 13ης προς 14η Αυγούστου ο Κεμάλ σπρώχνει τις εφεδρείες του προς το πεδίο της μάχης. Οι άοπλοι των τουρκικών μεραρχιών εξοπλίζονται με τα όπλα των νεκρών και τραυματιών συναδέλφων τους, όπως επίσης και από τα εγκαταλελειμμένα ελληνικά τυφέκια. Από τα ξημερώματα τα ελληνικά τμήματα αντιμετωπίζουν αλλεπάλληλες ισχυρές τουρκικές επιθέσεις. Στις 10.00 το πρωί της 14ης/27ης Αυγούστου ο Τρικούπης εκδίδει τη διαταγή υποχωρήσεως των ελληνικών δυνάμεων από το Αφιόν.
Το ελληνικό μέτωπο έχει διασπασθεί. Λίγο αργότερα φτάνει από τη Σμύρνη διαταγή, δια της οποίας παραχωρείται στο Α’ Σώμα Στρατού η ΙΧ Μεραρχία. Είναι όμως πολύ αργά.
Μέχρι στιγμής η Στρατιά Μικράς Ασίας δεν έχει θέσει το Β’ Σώμα Στρατού υπό τη διοίκηση του διοικητού του Α’ Σώματος, εμμένουσα στις απόψεις της περί αντεπιθέσεως στα τουρκικά πλευρά. Τα ξημερώματα, στις 03.00 περίπου της 15ης/28ης Αυγούστου, λαμβάνεται η διαταγή από τη Σμύρνη διά της οποίας ο Υποστράτηγος Τρικούπης αναλαμβάνει τη διοίκηση και του Β’ Σώματος. Ώρα αποστολής της διαταγής: 20.15 της προηγουμένης.
Στην ίδια διαταγή, ο Τρικούπης εντέλλεται να καλύψει, με τις δυνάμεις των δύο Σωμάτων, τις οδεύσεις προς Σμύρνη.
Έμμονη ιδέα έχει γίνει στην Στρατιά και στον Τρικούπη η κάλυψη των οδεύσεων προς Σμύρνη. Το ενδεχόμενο απομακρύνσεως των δύο Σωμάτων προς Βορρά, διά της σιδηροδρομικής γραμμής Αφιόν Καραχισάρ-Εσκί Σεχίρ, δεν εξετάζεται καθόλου. Και όμως, υπάρχουν δυνάμεις να επανδρώσουν τη φύσει οχυρά θέση του Τουμλού Μπουνάρ (ΙΙ Μεραρχία, Μεραρχία Ιππικού και οι υποχωρούσες δυνάμεις της Ι και VII Μεραρχιών).
Είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο Κεμάλ δεν θα αποτολμούσε κατευθείαν επίθεση προς τη Σμύρνη με τον όγκο των δύο ελληνικών Σωμάτων επικρεμάμενο στα πλευρά του, ενώ διά της οδού Κιουτάχειας-Τουμλού Μπουνάρ είναι δυνατή και η ενίσχυση των αμυνομένων δυτικά δυνάμεων.9
Η καταστροφή των δυνάμεων του Τρικούπη
Οι ελληνικές δυνάμεις έχουν διασπασθεί. Οι Ι και VII Μεραρχίες και τμήμα της IV, υπό τον Υποστράτηγο Φράγκου, διοικητή της Ι Μεραρχίας, με σύντονες πορείες κατευθύνονται προς το Τουμλού Μπουνάρ. Οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις, υπό τον Υποστράτηγο Τρικούπη, εγκαταλείπουν το Αφιόν και κατευθύνονται και αυτές προς τα εκεί. Οι τελευταίες αποτελούνται από το Β’ Σώμα Στρατού και τμήμα του Α’ Σώματος. Είναι οι V, IX, XIII, XII Μεραρχίες και τμήμα της IV. Όλες οι μεραρχίες, εκτός της IV, έχουν ακέραιη τη δύναμή τους.
Εκτός όμως από τις ανωτέρω μεραρχίες, στις φάλαγγες πορείας συμμετέχει και πλήθος σχηματισμών των μετόπισθεν, μονάδες βαρέος πυροβολικού, του οποίου τμήμα είναι βουβαλοκίνητο, όπως επίσης και 5.000 περίπου Αρμένιοι κάτοικοι του Αφιόν.
Όλη αυτή η μεγάλη ομάδα μαχίμων και μη σχηματισμών προβλέπεται ουσιαστικά να εκτελέσει «παρέλαση» μπροστά από το τουρκικό μέτωπο επιθέσεως, το οποίο κινείται από Νότο προς Βορρά.
Επειδή τα πεδινά δρομολόγια θεωρούνται, και πολύ σωστά, ανασφαλή, προκρίνεται η φάλαγγα να κινηθεί από ορεινά δρομολόγια, παραλλήλως προς τον οδικό άξονα Αφιόν-Σμύρνη, ούτως ώστε τα υψώματα να διευκολύνουν την απόκρυψη της φάλαγγος και την άμυνά της στις τουρκικές επιθέσεις.
Οι ορεινές οδοί όμως δεν έχουν αναγνωρισθεί, κανένας δεν ξέρει τον αριθμό, το εύρος και τη βατότητα των οδών, το πού οδηγούν, πού υπάρχει νερό για τα υποζύγια και πού υπάρχουν χώροι σταθμεύσεως.
Κάτι παλιοί χάρτες που υπάρχουν είναι μικρής κλίμακος, ασαφέστατοι και λανθασμένοι. Αντί η κάθε μεραρχία να ακολουθεί το δικό της δρομολόγιο, τις περισσότερες φορές, όλες ακολουθούν, μαζί με τους υπόλοιπους σχηματισμούς, μία και μοναδική ημιονική οδό.
Ο λόχος μηχανικού της μεραρχίας που βρίσκεται στην κορυφή της φάλαγγος επιφορτίζεται, εργαζόμενος αδιακόπως, με τη βελτίωση της οδού, πολλάκις βαλλόμενος υπό του εχθρού, ούτως ώστε να μπορούν τα βαρέα οχήματα και το βαρύ πυροβολικό να ακολουθήσει. Σαν εύγλωττο αποτέλεσμα έρχεται η επιμήκυνση της φάλαγγος, οι συνεχείς καθυστερήσεις και, λόγω των συνεχών ισχυρών τουρκικών κρούσεων στα εκτεθειμένα πλευρά της φάλαγγος, αυτό που φοβάται κάθε διοικητής μεγάλων σχηματισμών: η ανάμειξη των μονάδων και η πτώση του ηθικού.
Ο Υποστράτηγος Τρικούπης ήταν ένας μορφωμένος αξιωματικός με μεγάλη πείρα διοικήσεως μεγάλων μονάδων. Ήταν διοικητής μεραρχίας από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και καθ’ όλη τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Σ’ όλη όμως την προηγούμενη σταδιοδρομία του, η προϊσταμένη διοίκηση βρισκόταν δίπλα του και ο Τρικούπης απλώς εκτελούσε, με λαμπρό τρόπο, τις εντολές της.
Τώρα όμως είναι μόνος του, οι επικοινωνίες με τη Σμύρνη έχουν διακοπεί και πρέπει να αντιταχθεί στις τακτικές κινήσεις του Κεμάλ, που συνεχώς ακολουθεί την προέλαση των τμημάτων του και τα κατευθύνει. Εδώ ακριβώς, στις ανώμαλες αυτές συνθήκες, φαίνεται ο χαρακτήρας του Τρικούπη.
Είναι ευθυνόφοβος, δεν είναι ο πολέμαρχος που απαιτούν οι τακτικές συνθήκες. «Γαντζώνεται» στη διαταγή του Χατζανέστη, που απαιτεί την υποχώρηση «…βήμα προς βήμα…», τη στιγμή που όλα τα στρατιωτικά εγχειρίδια επιβάλλουν την ταχύτατη απαγκίστρωση των φίλιων δυνάμεων, σε περίπτωση διασπάσεως του μετώπου και τη δημιουργία νέας αμυντικής γραμμής σε ικανό βάθος.
Για να μην του αποδοθούν ευθύνες για εγκατάλειψη υλικού, σέρνει μαζί του ό,τι μπορεί να φορτωθεί στα υποζύγια, τα αυτοκίνητα και τους αραμπάδες. Δέχεται στη φάλαγγα και 5.000 Αρμένιους και υποχωρεί εκθέτοντας το πλευρό του στον προελαύνοντα εχθρό.
Ματαίως ο διοικητής της V Μεραρχίας, Συνταγματάρχης Ρόκας, τον παρακαλεί σχεδόν να επιτρέψει σε μία οποιανδήποτε μεραρχία να πορευθεί δρομέως προς το Τουμλού Μπουνάρ και να εγκατασταθεί εκεί αμυντικά. Η επαφή με την ομάδα του Υποστράτηγου Φράγκου έχει χαθεί, αλλά και ο τελευταίος λοχίας ξέρει ότι μόνο στο Τουμλού Μπουνάρ μπορεί να έχει κατευθυνθεί.
Ο Τρικούπης αρνείται. Όλες οι μεραρχίες θα κινηθούν μαζί προς τα δυτικά. Ακόμη χειρότερα, από το απόγευμα της 15ης/28ης Αυγούστου στις 16.00, διατάζει στάση για ανασυγκρότηση των δυνάμεών του. Κι όμως, ο αυγουστιάτικος ήλιος δύει στις 20.00 και η απόσταση, σε ευθεία γραμμή, από το Τουμλού Μπουνάρ είναι μόνον 25 χλμ. από την κορυφή της φάλαγγος.
Μόνον το πρωί της 16ης εκδίδονται οι νέες διαταγές κινήσεως και περνούν πολύτιμες ώρες μέχρις ότου όλες οι μονάδες ξεκινήσουν.
Όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο επί του πεδίου της μάχης Κεμάλ, ο επιτελάρχης του Φεβζή πασάς και ο διοικητής του Δυτικού Μετώπου Ισμέτ, δεν το αφήνουν ανεκμετάλλευτο.
Όλες οι τουρκικές δυνάμεις σπεύδουν να αποκόψουν τις δυνάμεις του Τρικούπη από το Τουμλού Μπουνάρ παρεμβαίνοντας μεταξύ της ομάδος Φράγκου και του Τρικούπη, πιέζοντας τον τελευταίο από τον Νότο, από Ανατολή και με ιππικό από Βορρά.
Όλο το βράδυ, ένας λόχος μηχανικού έχει αναλάβει τη βελτίωση της στενής ανηφορικής οδού προς Ουλουτζάκ, σημείο υποχρεωτικής διελεύσεως των ελληνικών δυνάμεων. Μετά από λίγα χιλιόμετρα, όλες οι ελληνικές δυνάμεις σταματούν δεχόμενες συνεχείς τουρκικές επιθέσεις.
Ο αυχένας της οδού προς Ουλουτζάκ βάλλεται από το τουρκικό πυροβολικό, τη στιγμή που οι πυροβολητές προσπαθούν να σύρουν στην ανηφόρα τα βαρέα πυροβόλα τους.
Το μεσημέρι ο Τρικούπης έχει σχηματίσει μία πραγματική εικόνα της τακτικής καταστάσεως. Ανάμεσα στις δυνάμεις του και στο Τουμλού Μπουνάρ έχουν παρεμβληθεί τουρκικές δυνάμεις ιππικού και λίγες πεζικού, οι τελευταίες αυξάνουν όμως ώρα με την ώρα. Από τον Νότο, στο Χαμουρκιόι και στο Ουλουντζάκ, και την Ανατολή, δέχεται ισχυρές πιέσεις από μεγάλα τμήματα πεζικού, ενώ στον Βορρά υπάρχουν τμήματα εχθρικού ιππικού και πεζικού. Τα τρόφιμα τελειώνουν, νερό δεν υπάρχει, παρατηρείται έλλειψη στα πυρομαχικά ελαφρών όπλων πεζικού, ασύρματη επικοινωνία με την Στρατιά ή με άλλη μονάδα εκτός του κλοιού δεν υπάρχει, το ηθικό πέφτει και οι μονάδες έχουν αρχίσει να αναμειγνύονται.
Μία απόφαση φαίνεται σωστή, υπό τις παρούσες συνθήκες: ταχεία απαγκίστρωση των ελληνικών δυνάμεων, εγκατάλειψη όλου του βαρέος υλικού, που εμποδίζει την ταχεία κίνηση, ενίσχυση της κεφαλής της φάλαγγος και ταχεία προέλαση προς τα δυτικά.
Ο Τρικούπης όμως δεν το αποφασίζει. Εφόσον τα δρομολόγια που είχε επιλέξει είναι κατειλημμένα από τον εχθρό, στρέφει τις δυνάμεις του βορειότερα προσπαθώντας να βρει ελεύθερες οδεύσεις προς τα δυτικά, μέσα από τους ορεινούς όγκους, συναποκομίζων όλο το βαρύ υλικό. Αυτή τη φορά, όμως, διατάζει άμεση συνέχιση της πορείας, ασχέτως αν είναι πλέον βράδυ.
Τις πρώτες ώρες της 17ης Αυγούστου η ομάδα του Τρικούπη αρχίζει την πορεία της προς το χωριό Σαλκιόι. Ήδη από τις 03.00 τα ξημερώματα οι πρώτες μονάδες φτάνουν στον επιλεγμένο χώρο. Με το πρώτο φως του ήλιου φαίνονται λίγο μακρύτερα τα υψώματα του Τουμλού Μπουνάρ, στα οποία μάλιστα διακρίνονται και διαρρήξεις βλημάτων πυροβολικού, δείγμα ότι ακόμη κατέχονται από φίλιες δυνάμεις.
Οι μέραρχοι πιέζουν τον Τρικούπη να συνεχίσει την πορεία προς τα δυτικά και να ενωθεί με τις δυνάμεις του Φράγκου, αλλά αυτός πάλι διστάζει. Θέλει να αποσαφηνίσει πρώτα την κατάσταση στο Τουμλού Μπουνάρ και μετά, εφόσον υπάρχει και η διαταγή της υποχωρήσεως «…βήμα προς βήμα…», να εγκατασταθεί αμυντικά στον χώρο του Σαλκιόι και να αναδιοργανώσει τις δυνάμεις του.
Αποστέλλει διαταγή στις μεραρχίες, διά της οποίας «παρακαλεί» (!) τους διοικητές των να σχηματίσουν, διά των απομενόντων τμημάτων, τάγματα πεζικού πλησιάζοντα την κανονική σύνθεση. Ολόκληρη η V Μεραρχία απουσιάζει, καθώς επίσης και μεγάλα τμήματα από τις υπόλοιπες μεραρχίες. Όσο όμως περνά η ώρα διακρίνονται ισχυρά τουρκικά τμήματα να προσεγγίζουν.
Ο Τρικούπης καταλαβαίνει ότι οι μάχιμες δυνάμεις, που του απομένουν δεν είναι ικανές να αμυνθούν επιτυχώς και λίγο πριν το μεσημέρι, αφού έχουν πάλι χαθεί πολύτιμες ώρες, διατάζει συνέχιση της κινήσεως προς το χωριό Αλή Βεράν. Στις 13.30 η προσεγγίζουσα το Αλή Βεράν εμπροσθοφυλακή συναντάται με τουρκικά τμήματα.
Η μάχη του Αλή Βεράν αρχίζει.
Τα ελληνικά τμήματα έχουν εγκλωβισθεί σε ένα περίπου παραλληλόγραμμο με πλάτος πλευρών 2-3 χλμ. και μήκος 5-6 χλμ., μεταξύ των δύο χωριών Σαλκιόι και Αλή Βεράν. Στη μικρή αυτή κοιλάδα συνωστίζονται άνω των 20.000 Ελλήνων στρατιωτών, 250 περίπου αυτοκίνητα, 100 περίπου πυροβόλα, ορειβατικά, πεδινά και βαρέα, χιλιάδες υποζύγια και δίτροχα. Η παρατακτή ελληνική δύναμη πλησιάζει τους 7.000 περίπου άνδρες. Όλοι οι άλλοι είναι άνδρες του πυροβολικού και των σχηματισμών των μετόπισθεν.
Οι Τούρκοι κατέχουν τα υψώματα περιμετρικώς των ελληνικών θέσεων. Μετά την τουρκική νίκη, την προηγούμενη ημέρα στη μάχη εκ συναντήσεως στο Χαμουρκιόι, ο Κεμάλ αντιλαμβάνεται τη δυσχερή θέση των ελληνικών δυνάμεων και αναλαμβάνει ο ίδιος την ολοσχερή καταστροφή τους. Όλη τη νύχτα οι τουρκικές δυνάμεις, με σύντονες πορείες περικυκλώνουν την τοποθεσία.
Το ηθικό των Τούρκων είναι υψηλό, λόγω της επιτευχθείσας νίκης, ενώ τα άοπλα τμήματα των μεραρχιών έχουν εξοπλισθεί πλέον από τον εγκαταλελειμμένο ελληνικό οπλισμό. Τα κενά από τις απώλειες έχουν σχεδόν καλυφθεί από εντόπια στρατολογία. Όλες οι τουρκικές μεραρχίες πεζικού παρουσιάζουν παρατακτή δύναμη 5.000-6.000 ανδρών, οπωσδήποτε όμως η κούραση των συνεχών συγκρούσεων και της απώλειας στελεχών έχει γίνει εμφανής.
Από το μεσημέρι περίπου, η μάχη παίρνει την πλέον σκληρή μορφή της.
Οι τουρκικές μεραρχίες επιτίθενται ακατάπαυστα, ενώ συνέχεια νέες τουρκικές μονάδες φτάνουν στο πεδίο της μάχης. Ο Κεμάλ, έχοντας το παρατηρητήριό του και τον σταθμό διοικήσεώς του σ’ ένα από τα παρακείμενα υψώματα, κατευθύνει τις αφικνούμενες τουρκικές μονάδες πεζικού και πυροβολικού στις θέσεις τους. Τα 100 περίπου θα φτάσουν τα τουρκικά πυροβόλα, που θα πάρουν μέρος στη μάχη.
Τα ελληνικά είναι λίγο περισσότερα, αλλά υστερούν σε ταχύτητα βολής και βεληνεκές από τα περισσότερα τουρκικά, επιπλέον τα δεύτερα έχοντας παρατηρητήρια στα υψώματα μπορούν να κατευθύνουν ανέτως τη βολή τους και μάλιστα από θέσεις εμμέσου βολής. Αντιθέτως, οι πυροβολαρχίες του ελληνικού πυροβολικού κείμενες χαμηλά στη μικρή άδενδρη κοιλάδα, όπως είναι και συνωστισμένες λόγω του περιορισμένου χώρου, αποτελούν ιδεώδεις στόχους για το τουρκικό πυροβολικό.
Μόνο λίγα ορειβατικά πυροβόλα, τεταγμένα για άμεση υποστήριξη του ελληνικού πεζικού στους μικρούς λόφους της κοιλάδος, ξεφεύγουν από το καταστρεπτικό πυρ του τουρκικού πυροβολικού.
Η μικρή κοιλάδα έχει καταντήσει βληματοδόχη. Ματαίως οι ομοζυγίες του ελληνικού πυροβολικού ψάχνουν για χώρο καλύψεως. Τα αυτοκίνητα, οι αραμπάδες ανατινάζονται, οιμωγές τραυματιών και σωροί πτωμάτων, ανθρώπων και ζώων γεμίζουν το πεδίο, που θυμίζει την κόλαση του Δάντη. Καπνοί από τις εκρήξεις των οβίδων και τα καιόμενα οχήματα καλύπτουν όλο το πεδίο κάνοντας την παρατήρηση αδύνατη.
Στις 17.00, στο αρχηγείο του Τρικούπη, φτάνει ο Ανθυπολοχαγός Καραμάνος, επικεφαλής έφιππης ομάδος του 5/42 Συντάγματος του Πλαστήρα. Ο Πλαστήρας, που κατέχει το άκρο αριστερό της οχυρωμένης γραμμής του Τουμλού Μπουνάρ, έχει αποστείλει τον ανθυπολοχαγό με εντολή να βρει τον Τρικούπη και να οδηγήσει τα υπ’ αυτόν τμήματα στο Τουμλού Μπουνάρ. Ο Καραμάνος περιγράφει στον Τρικούπη το δρομολόγιο που ακολούθησε και αναλαμβάνει να οδηγήσει όλα τα ελληνικά τμήματα από το ίδιο δρομολόγιο στο Τουμλού Μπουνάρ.
Ο Τρικούπης όμως αρνείται! Προτιμά να κατευθυνθεί προς Μπανάζ, μέσω ορεινών οδεύσεων. Δεν αποστέλλει όμως τον Καραμάνο πίσω στο σύνταγμά του, αλλά τον κρατά μαζί του, μήπως αργότερα αλλάξει γνώμη! Κατ’ αυτόν όμως τον τρόπο, οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις και η Στρατιά δεν λαμβάνουν γνώση της καταστάσεως και των προθέσεων του Τρικούπη.
Ο Τρικούπης παρακαλά σχεδόν τα μάχιμα τμήματα να κρατήσουν, έως ότου πέσει το σκοτάδι, υπολογίζοντας να επιχειρήσει διάσπαση προς βορειοδυτικά, όπου η τουρκική γραμμή φαίνεται αδύνατη. Στο πεδίο της μάχης ή μάλλον καλύτερα της σφαγής, δεν υπάρχει μέσος όρος προσφοράς και αποδόσεως. Άλλοι, σαν τρελοί πλέον από το αίμα και το μπαρούτι, μάχονται σαν ημίθεοι (η λέξη «ήρωες» δεν μπορεί να καλύψει τη δόξα τους). Μάχονται με τις λόγχες και με πέτρες, παίρνουν τις σφαίρες των τραυματιών και των ανδρών του μεταγωγικού, γιατί οι δικές τους έχουν τελειώσει και δεν υπάρχουν άλλα πυρομαχικά στη μικρή κοιλάδα. Το πολεμικό τους μένος τρομάζει τους Τούρκους.
Μία τοπική αντεπίθεση ενός κατ’ όνομα ελληνικού συντάγματος εκλαμβάνεται από τους Τούρκους σαν αντεπίθεση δύο μεραρχιών, με αποτέλεσμα η τουρκική μεραρχία, που τη δέχεται, να υποχωρήσει 2 χλμ. Συνταγματάρχες, όπως ο ηρωικός Τσάκαλος και ο Παπαγιαννίδης, μάχονται και σκοτώνονται στην πρώτη γραμμή της μάχης. Άνδρες του μεταγωγικού, μεγαλυτέρων κλάσεων, τρέχουν αυτοβούλως να ενισχύσουν τη μία και μοναδική γραμμή μάχης. Άλλοι πάλι, εξουθενωμένοι σωματικά και ψυχικά, πανικοβάλλονται.
Ενώ τα μάχιμα τμήματα πολεμούν τον απελπισμένο αγώνα τους, πολλοί από τα τμήματα των μετόπισθεν τρέπονται σε φυγή, προσπαθώντας να διολισθήσουν μεταξύ των τουρκικών γραμμών.
Κόβουν τις σειράδες από τα άλογα του πυροβολικού και καβαλώντας τα απομακρύνονται από το πεδίο της μάχης. Το ίδιο κάνουν και ιπποκόμοι αξιωματικών. Ο ιπποκόμος του Τρικούπη τού κλέβει την καθαρόαιμη πανύψηλη φοράδα του, τη «Χαρά», και χάνεται.
Ο ήλιος δύει προσφέροντας στους καταπονημένους Έλληνες μαχητές την κάλυψη του σκοταδιού. Τυπικά, ο Τρικούπης έχει πετύχει μία νίκη, παραμένοντας κύριος του πεδίου της μάχης. Πικρή επιτυχία, κερδισμένη με την άλογη ανδρεία ορισμένων τμημάτων και την κούραση των Τούρκων. Κατά τις 21.00 οι απομένοντες της σφαγής σχηματίζουν φάλαγγα και απομακρύνονται, όπως μπορούν, από το πεδίο του ολέθρου. Πολλά τμήματα, ιδιαιτέρως από τα 2ο και 3ο Συντάγματα της XIII Μεραρχίας, απαγκιστρώνονται όντας εν επαφή με τον εχθρό. Χωρίς σφαίρες, νηστικοί από ημέρες, μαχόμενοι συνεχώς, οι άνδρες σε μικρά φαλαγγίδια πορεύονται προς το Αλή Βεράν.
Οι διαταγές μιλούν για εγκατάλειψη των τραυματιών, μόνον οι δυνάμενοι να περπατήσουν έχουν το δικαίωμα να ακολουθήσουν τη φάλαγγα.
Με το κεφάλι σκυμμένο από την κούραση και τη ντροπή, οι στρατιώτες προσπερνούν τους ηρωικούς τραυματίες συμπολεμιστές τους κλείνοντας τα αυτιά τους στις οιμωγές και στις παρακλήσεις τους. Το τέλος τους το ξέρουν όλοι. Σφαγή από τους τσέτες.
Η «κοιλάδα του θανάτου», όπως ονομάσθηκε από τους Έλληνες, θα επιβεβαιώσει το όνομά της.
Τα χωριά Σαλκιόι και Αλή Βεράν φλέγονται μες στη νύχτα. Περνούν και το φλεγόμενο χωριό Κεκτσιλέρ και στις πρώτες πρωινές ώρες σταματούν λίγο για ανασύνταξη και ξεκούραση. Δεν γίνεται πλέον λόγος για συντεταγμένα τμήματα. Άλλοι ακολουθούν τους στρατηγούς ελπίζοντας οι γνώσεις των τελευταίων να τους προσφέρουν τηνσωτηρία, άλλοι λίγους αξιωματικούς που τους έχουν εμπιστοσύνη, οι περισσότεροι στρέφονται απλώς προς τα δυτικά και προσπαθούν σε ομάδες να διαφύγουν.
Ευτυχώς, δεν παγιδεύθηκε όλη η «Ομάδα Τρικούπη» στο Αλή Βεράν. Το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν μία μεγαλύτερη καταστροφή και χιλιάδες ακόμη απώλειες.
Κατά τη βραδινή κίνηση της 16ης Αυγούστου προς το Σαλκιόι, η V Μεραρχία του Συνταγματάρχου Ρόκκα θα «χάσει» την επαφή με τις υπόλοιπες δυνάμεις του Τρικούπη.10 Ακολουθώντας άλλο δρομολόγιο, αναμεμειγμένη με άλλα τμήματα και πολλούς φυγάδες η V Μεραρχία προσκρούει σε ασθενή εχθρική αντίσταση στην μοναδική διέξοδο προς τα δυτικά, την στενωπό Μουράτ Τσάι.
Παρά την ανάμειξη και εξάντληση των τμημάτων, θαρραλέοι ηγήτορες κατορθώνουν να καταλάβουν τις κορυφές του όρους Κάψα και να εξασφαλίσουν τη διέλευση της τεράστιας φάλαγγος, έως το μεσημέρι της 17ης.
Στις 15.00, μετά μόλις από 3 ώρες, απαραίτητες για μία μικρή αναδιοργάνωση, η σύντονη πορεία συνεχίζεται προς το Μπανάζ. Πλησιάζοντας το Μπανάζ ο Ρόκκας πληροφορείται την κατάληψή του από τους Τούρκους. Αμέσως διατάζεται η συνέχιση της πορείας δυτικότερα, προς το Ουσάκ. Το πρωί της 18ης η φάλαγγα Ρόκκα περνά τον αυχένα Μπέλοβα, κοντά στο Ουσάκ, και εισέρχεται σε ασφαλές έδαφος. Τότε μόνο ο Ρόκκας δίνει διαταγή στάσεως στη φάλαγγα, που έχει φτάσει τους 25.000 περίπου άνδρες.
Τη φάλαγγα Ρόκκα θα ακολουθήσει και μία άλλη φάλαγγα 5.000 ανδρών, υπό τον Συνταγματάρχη Γαρδίκα, διοικητή της IX Μεραρχίας. Τα τμήματα αυτά υποχωρώντας από το Αλή Βεράν θα ακολουθήσουν τα ίχνη της φάλαγγος Ρόκκα. Θα βρεθούν πάλι ορισμένοι που θα πολεμήσουν για να διατηρηθεί η στενωπός ανοιχτή για τους υπόλοιπους. Άλλη μία μικρότερη ομάδα, υπό τον επιτελάρχη της IV Μεραρχίας Ταγματάρχη Γ. Τσολάκογλου, αποτελούμενη από 1.000 περίπου άνδρες, θα ακολουθήσει τις δύο προηγούμενες ομάδες και θα διασωθεί.
Οι άνδρες που ακολουθούν τον Τρικούπη για 3 ημέρες θα προσπαθούν από ορεινά μονοπάτια να φτάσουν στο Ουσάκ. Στις 20 Αυγούστου οι Τούρκοι επισημαίνουν πάλι τη φάλαγγα και την κυκλώνουν. Κάθε αντίσταση είναι πλέον μάταιη. Πυρομαχικά υπάρχουν ελάχιστα και οι στρατιώτες είναι στο έσχατο όριο της εξαντλήσεως. Ο Τρικούπης παραδίδεται με 190 αξιωματικούς και 4.300 περίπου οπλίτες.
Παρ’ όλη την εξάντλησή τους, μεταφέρουν ακόμη 6 ορειβατικά πυροβόλα. Την προηγούμενη ημέρα, μία άλλη μικρή φάλαγγα 2.000 ανδρών, υπό τον Συνταγματάρχη Καλλιδόπουλο, διοικητή της XII Μεραρχίας, έχει και αυτή παραδοθεί στους Τούρκους. Όλοι οι άλλοι, 7.000 ή 8.000 άνδρες, είναι νεκροί, τραυματίες ή αιχμάλωτοι των Τούρκων.
Ο Κεμάλ έχει καταλάβει ότι η διοίκηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας στη Σμύρνη έχει χάσει όχι μόνον τον έλεγχο των μονάδων της, αλλά ούτε και ξέρει πού βρίσκονται. Φυσικά, δεν πρόκειται να την πληροφορήσει. Τίποτα δεν ανακοινώνεται για τη συντριβή των ελληνικών μονάδων στο Αλή Βεράν και στο Μουράτ νταγ, με αποτέλεσμα η ελληνική κυβέρνηση στις 22 Αυγούστου να ανακοινώσει τον διορισμό του Τρικούπη ως Αρχιστρατήγου-διοικητού της Στρατιάς Μικράς Ασίας.
Επίλογος
Ελάχιστες καταστροφές σαν αυτήν έχει να επιδείξει η ελληνική Ιστορία. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, μόνον με την αθηναϊκή καταστροφή στη Σικελία, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, μπορεί να παραλληλισθεί.
Τη συντριβή των ελληνικών δυνάμεων στο Αφιόν Καραχισάρ θα ακολουθήσει η εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον Ελληνικό Στρατό και το ξερίζωμα 1.500.000 Ελλήνων κατοίκων των περιοχών αυτών. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από οιεσδήποτε δικαιολογίες. Οι ευθύνες υπάρχουν και βαραίνουν απολύτως την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της εποχής. Πήραν ένα εξαίρετο υλικό, τον Έλληνα στρατιώτη, νικητή τόσων πολέμων τα προηγούμενα χρόνια, και τον έκαναν, με τα αλλεπάλληλα λάθη τους και την αλλοπρόσαλλη πολιτική τους, ντροπιασμένο φυγάδα.
Εκεί βρίσκονται οι ευθύνες της Μικρασιατικής Καταστροφής και όχι στο «ηθικό του στρατεύματος», όπως ακόμη και σήμερα μηρυκάζουν πολλοί.
Μία ελληνική παρουσία στα μικρασιατικά παράλια 30 περίπου αιώνων σβήνει άδοξα. Μεγαλύτερο πόνο ακόμη και από την ανέλπιστη ήττα θα φέρει η παρουσία στον κύριο κορμό της Ελλάδος των Μικρασιατών προσφύγων. Ένας πόνος που ακόμη και σήμερα υφέρπει στις καρδιές όλων μας. Όχι, οι πατρίδες αυτές δεν είναι «χαμένες», όπως η πολιτική του «ζεϊμπέκικου» επιτάσσει. Ποτέ, κανένας μας δεν πρόκειται να ξεχάσει την πίκρα και τον πόνο αυτών των συνελλήνων μας. Τη δικιά μας πίκρα, και τον πόνο μας.
Μπορεί οι βάρβαροι να νίκησαν ακόμη μία φορά, αλλά αυτή η φτωχή γη, η ελληνική γη, θα γεννήσει πάλι, όπως κάνει τόσες χιλιάδες χρόνια, τους ηγέτες, τους αρχηγούς που θα κάνουν πάλι την Ελλάδα σεβαστή στους φίλους και τρομερή στους εχθρούς. Φτάνει μόνον εμείς, οι πολλοί, να μην ξεχνάμε.