Παρά τις πρώτες επιτυχίες, η υπεράσπιση των κατακτημένων εδαφών ήταν προβληματική λόγω λειψανδρίας, αφού οι περισσότεροι μαχητές – προσκυνητές αναχωρούσαν για την Ευρώπη μερικές εβδομάδες μετά την εκπλήρωση του τάματός τους.
Κατά το διάστημα 1100-1120 οι κυριότερες συγκρούσεις πραγματοποιήθηκαν στα βόρεια μεταξύ των ιπποτών της Έδεσσας και της Αντιόχειας (από τη μια πλευρά) και των Σελτζούκων του Χαλεπιού και των Δαμασκηνών και στα νότια μεταξύ των ιπποτών της Ιερουσαλήμ και των Φατιμίδων της Αιγύπτου.
Μετά την κατάληψη της Αντιόχειας (1098) και της Ιερουσαλήμ (1099) οι Φράγκοι εγκατέστησαν στη Συρία και στην Παλαιστίνη το αποκαλούμενο Σταυροφορικό Βασίλειο (γαλλ. Outre-mer = υπερπόντιες κτήσεις), που αποτελείτο συνολικά από τέσσερα μικρότερα φεουδαρχικά κρατίδια.
Τα κρατίδια αυτά ήταν η Κομητεία της Έδεσσας, το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, η Κομητείας της Τρίπολης και το πιο σημαντικό όλων το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ.
Το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας δημιουργήθηκε στα εδάφη της σημερινής νοτιοανατολικής Τουρκίας, με φυσικό σύνορο στα ανατολικά τον ποταμό Ορόντη, που κυλούσε ανάμεσα στα όρη Ταύρος και Τζεμπέλ Αλ Ανσαρίγια. Νότια της Αντιόχειας, στα εδάφη του σημερινού Λιβάνου, εκτεινόταν από τη Σαφίτα μέχρι τη Βηρυτό η πλούσια Κομητεία της Τρίπολης.
Ακόμα πιο νότια, στα εδάφη του σημερινού Ισραήλ και της Παλαιστίνης, στη δυτική όχθη του ποταμού Ιορδάνη, σχηματίστηκε το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, που συνόρευε με την Αίγυπτο της δυναστείας των Φατιμίδων στην αμφισβητούμενη περιοχή της Γάζας και της Ασκαλώνας. Το πιο ευπαθές και απομονωμένο φραγκικό κρατίδιο ήταν η Κομητεία της Έδεσσας, η οποία είχε δημιουργηθεί εκατέρωθεν του Ευφράτη.
Οι πρώτοι σταυροφόροι (Νορμανδοί, Γάλλοι, Γερμανοί, Ιταλοί και Φλαμανδοί) εκμεταλλεύθηκαν την πολιτική και στρατιωτική διάσπαση των μουσουλμάνων σαρώνοντας σε αλλεπάλληλες μάχες κάθε τουρκική ή αραβική αντίσταση και εγκαθιδρύοντας στην ευρύτερη Συρία και στην Παλαιστίνη μικρούς χριστιανικούς οικισμούς, κυρίως στις οχυρωμένες πόλεις της παράλιας ζώνης.
Παρά τις αρχικές όμως επιτυχίες, οι Φράγκοι αντιμετώπιζαν σημαντικά προβλήματα που προέρχονταν από την αντιπάθεια και την καχυποψία του τοπικού πληθυσμού, κυρίως όμως οφείλονταν στην έλλειψη μάχιμων ανδρών.
Οι περισσότεροι από τους πολεμιστές οι οποίοι συμμετείχαν στην κατάληψη της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ, έσπευσαν να επιστρέψουν στην Ευρώπη μετά την ολοκλήρωση του προσκυνήματός τους στους Αγίους Τόπους. Επιπλέον, οι βασικοί πρωταγωνιστές της Α΄ Σταυροφορίας άρχισαν να συγκρούονται μεταξύ τους για τη διανομή των νέων κτήσεων και την πρωτοκαθεδρία στη φεουδαρχική ιεραρχία.
Η οικογένεια του κόμη Ρεϋμόνδου Σαιν Ζιλ (1041-1105) από την Τουλούζη της νότιας Γαλλίας, διατηρούσε την επικυριαρχία στην Τρίπολη, οι Ιταλο-Νορμανδοί πρίγκιπες Βοημούνδος Α΄ (1050-1111) και Τανκρέδος (1076-1112) διοικούσαν διαδοχικά την Αντιόχεια, ενώ ιππότες γαλλο-βελγικής καταγωγής όπως ο Βαλδουίνος Α΄ (1062-1118) και ο Γοδεφρείδος της Βουλώνης (1061-1100) ανέλαβαν αντίστοιχα τα ηνία της διοίκησης στην Έδεσσα και στην Ιερουσαλήμ. Η Έδεσσα για την οποία γίνεται αναφορά εδώ είναι η ελληνική πόλη της Μεσοποταμίας «Αντιόχεια η επί Καλλιρρόης» (σημ. στη Συρία), την οποία ίδρυσε ο Σέλευκος Α΄ ο Νικάτωρ τον 3ο αιώνα π.Χ. κοντά στην πόλη που είχε χτίσει ο Μέγας Αλέξανδρος. Μετά την καταστροφή της όμως από πλημμύρες ο Σέλευκος την συνοίκισε για δεύτερη φορά και την ονόμασε Έδεσσα.
Στο μεταξύ στο κατακερματισμένο μουσουλμανικό στρατόπεδο οι ηγεμόνες των ανεξάρτητων εμιράτων, με αφορμή τον θάνατο του Σελτζούκου σουλτάνου Μαλίκ Σαχ το 1092, ήταν αναμεμιγμένοι σε έναν μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο διαδοχής, αφήνοντας τους Φράγκους να επεκτείνονται στα παράλια.
Οι ατίθασοι Σελτζούκοι του Ρουμ, του Χαλεπιού και της Ανατολίας, οι πλούσιοι Άραβες χαλίφηδες της Δαμασκού και της Βαγδάτης και οι Φατιμίδες χαλίφηδες της Αιγύπτου αποτελούσαν τις διαφορετικές έδρες του ίδιου κύβου, χωρίς όμως την απαραίτητη διάθεση να διευθετήσουν ειρηνικά τις μεταξύ τους δυναστικές διαφορές.
Θεωρητικά όλοι οι σουνίτες μουσουλμάνοι αναγνώριζαν ως επικυρίαρχό τους τον Σελτζούκο σουλτάνο Μαλίκ Σαχ και τους απογόνους του, καθώς και τον χαλίφη της Βαγδάτης, όμως οι ηγεμόνες περιφερειακών πόλεων όπως το Χαλέπι, η Μοσούλη και η Δαμασκός ακολουθούσαν ανεξάρτητη πολιτική. Αντίθετα οι σιΐτες Φατιμίδες αναγνώριζαν ως πνευματικό και στρατιωτικό ηγέτη τους τον χαλίφη του Καΐρου.
Η μετανάστευση των Δυτικών στην Ανατολή
Ύστερα από την επιτυχημένη εισβολή, τα πρώτα κύματα χριστιανών εποίκων άρχισαν να φθάνουν στην Παλαιστίνη μετά το 1100, ακολουθώντας είτε τον θαλάσσιο δρόμο μέσω των πολυσύχναστων λιμανιών της Ιταλίας, είτε τον πιο επικίνδυνο χερσαίο δρόμο μέσω Βαλκανίων, Κωνσταντινούπολης και Μικράς Ασίας.
Η κυριότερη απόπειρα να ενισχυθούν τα νεοσύστατα φέουδα με καινούργιους κατοίκους πραγματοποιήθηκε το 1101, όταν ομάδες Λομβαρδών, Γερμανών και Γάλλων εποίκων (συνολικά περίπου 200.000 άνθρωποι) χωρίς κεντρική διοίκηση ακολούθησαν ασυντόνιστα και κατά ξεχωριστά κύματα τον χερσαίο δρόμο μέσω Νίκαιας- Δορυλαίου-Ικονίου με προορισμό την Αντιόχεια.
Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των φιλόδοξων μεταναστών σφαγιάσθηκε αλύπητα από τους Τουρκομάνους ιππείς κατά τη διάρκεια της βασανιστικής πορείας από τη Νίκαια μέχρι το Ικόνιο, με αποτέλεσμα οι ολιγάριθμες φραγκικές αποικίες να μην ενισχυθούν με το απαραίτητο έμψυχο υλικό και οι μουσουλμάνοι να αναθαρρήσουν.
Παράλληλα με τις στρατιωτικές ατυχίες, στα σταυροφορικά φέουδα εξελίσσονταν διαρκώς σημαντικές και συνεχείς πολιτικές ανακατατάξεις. Κατά την περίοδο 1100-1103 την Αντιόχεια διοικούσε ο κατακτητής της Γαλιλαίας Τανκρέδος, επειδή ο θείος του, Βοημούνδος Α΄, είχε συλληφθεί στη Μελιτινή από τους Τούρκους. Τον Ιούνιο του 1100 ο Βοημούνδος Α΄ είχε κατατροπώσει τις ορδές του πρίγκιπα Ριντβάν του Χαλεπιού στα σύνορα της Αντιόχειας, αλλά στη συνέχεια αιχμαλωτίστηκε και κρατήθηκε φυλακισμένος επί τρία χρόνια.
Τον ίδιο χρόνο απεβίωσε σε νεαρή ηλικία ο Γοδεφρείδος, πιθανώς πέφτοντας θύμα δηλητηρίασης, οπότε μέσα σε κλίμα αμφισβήτησης βασιλιάς της Ιερουσαλήμ στέφθηκε ο μικρότερος αδελφός του, ο Βαλδουίνος Α΄. Αν και ο Βοημούνδος Α΄ ήταν ο αναμφισβήτητος άρχοντας της Αντιόχειας, μετά τον θάνατο του Γοδεφρείδου της Βουλώνης διεκδίκησε και το στέμμα της Ιερουσαλήμ, όμως τον πρόλαβε ο Βαλδουίνος Α΄. Αντίστοιχες βλέψεις εκδήλωσε και ο επίσκοπος Δαϊμβέρτος, που είχε γίνει πατριάρχης της Ιερουσαλήμ, που επιθυμούσε να μετατρέψει το νεοσύστατο βασίλειο σε μοναστικό κράτος με τη σιωπηρή συναίνεση του Βατικανού.
Από τις ηγετικές προσωπικότητες του πρώτου κύματος, ο κόμης Ρεϋμόνδος Σαιν Ζιλ ήταν ο μόνος Φράγκος που διατηρούσε ακόμα φιλικές σχέσεις με τη βυζαντινή Αυλή. Δυσαρεστημένος επειδή δεν καρπώθηκε το στέμμα της Ιερουσαλήμ, συμμετείχε αργότερα ως στρατιωτικός σύμβουλος στις αποτυχημένες σταυροφορίες προς ενίσχυση της Ανατολίας. Το 1102 κατέλαβε την Τορτόσα και στη συνέχεια έθεσε υπό πολιορκία το Εμιράτο της Τρίπολης, που ανήκε στην αραβική οικογένεια Μπενού Αμάρ. Την πολύπλοκη εικόνα των φραγκικών κρατιδίων συμπλήρωνε ο άρχοντας της απομακρυσμένης Έδεσσας, ο Βαλδουίνος ντε Μπουργκ. Ήταν εξάδελφος του Βαλδουίνου Α΄ της Ιερουσαλήμ και διατηρούσε τον έλεγχο της πόλης στηριζόμενος κυρίως στο πολυπληθές αρμενικό στοιχείο της.
Συγκρούσεις στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας (1100-1120)
Στο διάστημα της σύντομης ηγεμονίας του στην Αντιόχεια ο Τανκρέδος συγκρούστηκε στα ανατολικά σύνορά του, προς την ασιατική ενδοχώρα, με τους Τούρκους του Χαλεπιού. Παράλληλα αναμίχθηκε σε τοπικές συρράξεις με τους Βυζαντινούς, κυρίως στα παράλια της βόρειας Συρίας. Το 1102 κατέλαβε τη Λαοδίκεια, απωθώντας τη βυζαντινή φρουρά που υπεράσπιζε αυτό το σημαντικό μεσογειακό λιμάνι.
Παρά την έντονη διαμάχη με τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης για το δυναστικό ζήτημα του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας, μεγαλύτερος εχθρός των Νορμανδών σταυροφόρων ήταν ο Σελτζούκος ηγεμόνας του Χαλεπιού, ο πρίγκιπας Ριντβάν, ανιψιός του Μαλίκ Σαχ.
Το 1104 ο Βοημούνδος Α΄ αφέθηκε ελεύθερος από τους δεσμώτες του. Είχε συλληφθεί το 1100) από τον Μαλίκ Γαζί Ντανισμέντ και έμεινε τρία χρόνια φυλακισμένος. Με τη συνδρομή του κόμη Βαλδουίνου της Έδεσσας συγκρούστηκε με τους Τούρκους στην πόλη Χαράν, που ήταν κτισμένη στις όχθες του Μπαλίχ, ενός παραπόταμου του Ευφράτη, νοτίως της Έδεσσας.
Η κατοχή της πόλης θα του έδινε τη δυνατότητα να ελέγχει αποτελεσματικά τις μουσουλμανικές κινήσεις στον στρατηγικό άξονα Χαλεπιού-Μοσούλης-Βαγδάτης, ανακουφίζοντας παράλληλα την Έδεσσα από τη μόνιμη πίεση των επώδυνων τουρκικών επιδρομών.
Οι χριστιανοί που συγκεντρώθηκαν για να πολιορκήσουν τη Χαράν ήταν περίπου 3.000 ιππείς και 7.000 έως 9.000 πεζοί, κυρίως αρμενικής καταγωγής. Αντί, όμως, της ολιγομελούς φρουράς βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις ενωμένες στρατιές του Σοκμάν Ιμπν Ορτόκ της Μαρδίν και του Ζεκερμίς, ηγεμόνα της Μοσούλης. Οι δύο εμίρηδες έσπευσαν να ενισχύσουν την πολιορκούμενη πόλη, με αποτέλεσμα να διεξαχθεί μάχη εκ παρατάξεως αντί να ολοκληρωθεί η πολιορκία.
Η μάχη η οποία ακολούθησε διεξήχθη στις όχθες του ποταμού Μπαλίχ, περίπου στο ίδιο σημείο όπου αιώνες πριν οι Πάρθοι ιπποτοξότες είχαν αποδεκατίσει τις ρωμαϊκές λεγεώνες του Κράσσου, κατά τη μάχη των Καρρών.
Στο αριστερό πλευρό της χριστιανικής παράταξης τοποθετήθηκαν οι Αρμένιοι της Έδεσσας υπό τον άρχοντα Βαλδουίνο ντε Μπουργκ, απέναντι από τον Σοκμάν, ενώ στη δεξιά πτέρυγα παρατάχθηκαν οι κατάφρακτοι της Αντιόχειας. Σύμφωνα με το σχέδιο του Βοημούνδου, οι άνδρες του θα παρέμεναν κρυμμένοι σε μικρή απόσταση πίσω από τους πρόποδες γειτονικού λόφου, ενώ οι Αρμένιοι θα ξεκινούσαν πρώτοι τη μάχη δεχόμενοι το σφυροκόπημα της τουρκικής εμπροσθοφυλακής, με ρητές διαταγές να προσποιηθούν υποχώρηση. Αντικειμενικός σκοπός ήταν να παρασυρθούν οι Τούρκοι σε προώθηση ώστε να εκθέσουν το αριστερό πλευρό τους στο μέτωπο των ιπποτών της Αντιόχειας.
Ουσιαστικά ο δαιμόνιος Βοημούνδος είχε προσπαθήσει να πολεμήσει τους Τούρκους αντιγράφοντας τις τακτικές τους, όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα υπολόγιζε. Όταν το εχθρικό ιππικό επιτέθηκε, οι Αρμένιοι όχι μόνο διατήρησαν το μέτωπό τους αλλά κατόρθωσαν να απωθήσουν τους αντιπάλους τους προς τις όχθες του Μπαλίχ. Ενθουσιασμένοι άρχισαν να καταδιώκουν τους Τούρκους, διασχίζοντας βιαστικά και ασυντόνιστα τον παραπόταμο νομίζοντας πως είχαν επικρατήσει πλήρως. Όταν αντιλήφθηκαν ότι είχαν πέσει οι ίδιοι θύματα μιας καλά σχεδιασμένης παγίδας, ήταν πολύ αργά.
Περίπου 10.000-15.000 ιππείς τους είχαν περικυκλώσει από τους γύρω λόφους και άρχισαν να εφορμούν εναντίον τους από κάθε σημείο του ορίζοντα. Ο ενθουσιασμός για τη νίκη μετατράπηκε σε φόβο και πανικό, με αποτέλεσμα μέσα σε λίγη ώρα τα απομεινάρια των Αρμενίων να διασχίσουν πάλι τον παραπόταμο, σε κατάσταση πλήρους αταξίας, παρασύροντας στο διάβα τους και τους σαστισμένους ιππότες της Αντιόχειας.
Οι τελευταίοι, βλέποντας τους συμμάχους τους να προελαύνουν χωρίς να τους αναμένουν, είχαν σπεύσει να καλύψουν το διογκούμενο κενό στο δεξιό πλευρό της χριστιανικής παράταξης. Εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και επιτέθηκαν με επιτυχία, εξουδετερώνοντας στο μέτωπό τους όσες τουρκικές ίλες προσπάθησαν να τους ανακόψουν, όταν ξαφνικά αντιλήφθηκαν τους πρώτους πανικόβλητους φυγάδες που απειλούσαν να τους παρασύρουν σαν παλιρροιακό κύμα. Αντιλαμβανόμενος τη δυσμενή εξέλιξη της μάχης, ο Βοημούνδος προσπάθησε να απεμπλακεί ώστε να σώσει εγκαίρως τις δικές του άθικτες μονάδες.
Συνολικά όμως ο στρατός είχε υποστεί σημαντικές απώλειες. Όσοι Αρμένιοι δεν εξουδετερώθηκαν από το τουρκικό βαρύ ιππικό, πνίγηκαν κατά τη διάρκεια της υποχώρησης στα νερά του ποταμού. Οι Τουρκομάνοι και οι Γκουλάμοι (έφιππα επίλεκτα σώματα των μουσουλμανικών στρατών που ήταν βαριά εξοπλισμένα και πολεμούσαν με λόγχη, ξίφος ή τόξο) είχαν επιδοθεί σε τρομερή καταδίωξη των «χριστιανικών σκυλιών». Καλπάζοντας επιδέξια απομόνωναν τους πανικόβλητους φυγάδες, «κομματιάζοντας» με ευκολία το χριστιανικό πεζικό.
Περίπου 8-10.000 Αρμένιοι και Φράγκοι άφησαν την τελευταία τους πνοή στο πεδίο της μάχης, ενώ αρκετοί ευγενείς αιχμαλωτίστηκαν, όπως ο κόμης ντε Μπουργκ, ο αυθέντης του Τουρμπεσέλ, λόρδος Ζοσλέν του Κουρτεναί, και ο αρχιεπίσκοπος Βενέδικτος. Τα υπολείμματα του φραγκο-αρμενικού στρατού κατέφυγαν στην Έδεσσα, αφήνοντας τους Τούρκους ανενόχλητους να ισοπεδώσουν τους συνοριακούς οικισμούς.
Η βαριά ήττα εκτός από μεγάλες εκτάσεις ανατολικά του ποταμού Ορόντη που ανήκαν στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, στέρησε οριστικά από τους Φράγκους τη δυνατότητα να μεθοδεύσουν τον αποκλεισμό του Χαλεπιού από τη Μοσούλη.
Μέχρι το 1291, οπότε οι Φράγκοι αποχώρησαν από τη Συρία, το Χαλέπι και η ευρύτερη περιοχή της Μεσοποταμίας παρέμειναν διαρκώς υπό μουσουλμανική κατοχή. Μετά τη μάχη οι ασυγκράτητοι Σελτζούκοι του Ζεκερμίς πολιόρκησαν την Έδεσσα, την οποία είχε αναλάβει να υπερασπισθεί με λίγες αξιόμαχες μονάδες ο Τανκρέδος. Ο Βοημούνδος Α΄ είχε αφήσει την άμυνα της πόλης στον ανιψιό του και ο ίδιος είχε επιστρέψει βιαστικά στην Αντιόχεια για να συγκεντρώσει ενισχύσεις. Εκεί τον περίμεναν νέες δυσάρεστες ειδήσεις. Την καταστροφή στη Χαράν είχε έλθει να σφραγίσει η ξαφνική αντεπίθεση του βυζαντινού στόλου που διοικούσε ο ναύαρχος Καντακουζηνός.
Οι αποβατικές δυνάμεις των Βυζαντινών επιτέθηκαν στη Λαοδίκεια και την ανακατέλαβαν, εκτός από την ακρόπολη στην οποία οχυρώθηκαν οι εναπομείναντες Φράγκοι. Επιπλέον οι αυτοκρατορικές δυνάμεις είχαν αποσπάσει την Ταρσό και τα Άδανα, ολοκληρώνοντας την αντεπίθεσή τους στην Κιλικία. Η αντίδρασή τους ήταν αναμενόμενη, αφού ποτέ δεν είχαν αναγνωρίσει ως νόμιμη τη νορμανδική εγκατάσταση στην Αντιόχεια και στην ευρύτερη Κιλικία.
Αν και η θέση του Βοημούνδου Α΄ ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη, τελικά η κατάσταση αντιστράφηκε. Στην Έδεσσα ο απελπισμένος Τανκρέδος, για να λύσει την πολιορκία της πόλης, επιχείρησε βραδινή έξοδο επικεφαλής λίγων ιπποτών, σεργέντων και Αρμενίων πολιτοφυλάκων.
Το τολμηρό εγχείρημα στέφθηκε από απρόσμενη επιτυχία, καθώς οι μεθυσμένοι Τούρκοι στάθηκαν ανίκανοι να προβάλουν ουσιαστική αντίσταση και ποδοπατήθηκαν ή σφαγιάσθηκαν αλύπητα μέσα στις σκηνές τους. Την καταστροφή τους επιτάχυνε η φήμη ότι στα νώτα τους είχε εμφανιστεί ο Βοημούνδος Α΄ με τους υπόλοιπους ιππότες της Αντιόχειας.
Η σωτηρία της Έδεσσας ήταν παροδική και οφειλόταν κυρίως στον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στους μουσουλμάνους εμίρηδες, γεγονός που ο Βοημούνδος Α΄ γνώριζε καλά. Ο τελευταίος, επειδή δεν διέθετε αρκετούς Λατίνους υπηκόους, ήταν υποχρεωμένος να στηρίζεται σε μονοφυσίτες Αρμένιους και ορθόδοξους Έλληνες, οι οποίοι με την πρώτη ευκαιρία θα τον εγκατέλειπαν για να υποστηρίξουν πάλι τους Σελτζούκους ή τους Βυζαντινούς.
Λίγο μετά την ήττα αναχώρησε για την Ιταλία (Απουλία) σχεδιάζοντας να στρατολογήσει νέους Φράγκους και Νορμανδούς μαχητές για να ενισχύσει τη λατινική μειοψηφία της Αντιόχειας.
Αφού τακτοποίησε τις εκκρεμείς διοικητικές υποθέσεις του ιταλο-νορμανδικού βασιλείου του, ρύθμισε την αποστολή ναυτικής βοήθειας προς την Αντιόχεια και ύστερα μετέβη στο Βατικανό, όπου συνεργάστηκε με τον πάπα Πασχάλη Β΄ σχεδιάζοντας την εξουδετέρωση των Βυζαντινών. Στη συνέχεια επισκέφθηκε τη Γαλλία αναζητώντας οικονομική και στρατιωτική αρωγή από τον βασιλιά Φίλιππο Α΄.
Κατά τη διάρκεια των διμερών συνομιλιών ο Βοημούνδος ενημέρωσε τον Γάλλο ηγεμόνα ότι σκόπευε να εκστρατεύσει εναντίον των Ελλήνων, εισβάλλοντας πρώτα στις βυζαντινές κτήσεις στα Βαλκάνια. Η «ανίερη» συμφωνία που σηματοδοτούσε μια νέα τροπή για το κίνημα των Σταυροφοριών (7), σφραγίστηκε με δύο γάμους: ο ηλικιωμένος Βοημούνδος νυμφεύθηκε την πριγκίπισσα Κονστάνς και στον Τανκρέδο στάλθηκε η πριγκίπισσα Σεσίλ, κόρες και οι δύο του Φιλίππου Α΄.
Το 1108 ο γαλλο-νορμανδικός στρατός που πολιορκούσε το Δυρράχιο στην Αδριατική παραδόθηκε στον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό, καταπονημένος από την πείνα και τις μεταδοτικές ασθένειες. Μεταξύ των δύο πλευρών υπογράφηκε η Συνθήκη του Δεβόλη, σύμφωνα με την οποία ο ταπεινωμένος Βοημούνδος Α΄ ορκίστηκε υποτέλεια στον Έλληνα αυτοκράτορα ως νόμιμος εκπρόσωπος του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας.
Για να μην επιβάλει τους δυσμενείς όρους της ήττας του στον Τανκρέδο, παρέμεινε στην Ιταλία, όπου και απέκτησε δύο γιους. Ο πρώτος απεβίωσε σε νεανική ηλικία, ο δεύτερος όμως ονομάστηκε Βοημούνδος Β΄ και προοριζόταν για μελλοντικός ηγεμόνας της Αντιόχειας. Τρία χρόνια αργότερα ο μεγαλύτερος πρωταγωνιστής της Α΄ Σταυροφορίας απεβίωσε χρεοκοπημένος και ξεχασμένος από τους συμπολεμιστές του, χωρίς να δει ποτέ πάλι τις συριακές ακτές, αφήνοντας την αντιβασιλεία της Αντιόχειας στον ανιψιό του. Ο Τανκρέδος παρέμεινε στην ηγεσία της πόλης από το 1104 έως το 1112, κατορθώνοντας μόνος του να ανασυντάξει τις δυνάμεις του πριγκιπάτου.
Το καθοριστικό βήμα για τη σωτηρία της Αντιόχειας πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1105, όταν οι Νορμανδοί ιππότες αφάνισαν τις δυνάμεις του πρίγκιπα Ριντβάν κατά τη μάχη της οχυρωμένης πόλης Αρτάχ, βόρεια της Αντιόχειας. Εκείνο τον χρόνο οι Αρμένιοι φρουροί παρέδωσαν το κάστρο στους Τούρκους, επικαλούμενοι την αντίθεσή τους στην ασφυκτική επικυριαρχία των Φράγκων. Η πράξη προδοσίας ώθησε τον Τανκρέδο να βαδίσει κατά του οχυρού επικεφαλής ισχυρών δυνάμεων, για να αποκαταστήσει τη λατινική ηγεμονία στην περιοχή.
Ο Ριντβάν επιχείρησε να τον εμποδίσει πριν πολιορκήσει το οχυρό, με αποτέλεσμα οι δύο αντίπαλοι στρατοί να συναντηθούν μετωπικά σε μια βραχώδη πεδιάδα ανατολικά της Αρτάχ. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη για τους Φράγκους, διότι ο Ριντβάν είχε συγκεντρώσει φανατικά στρατεύματα από όλες τις τουρκικές επαρχίες της Μεσοποταμίας. Όταν ο Τανκρέδος αντίκρισε τον πολυάριθμο αντίπαλο στρατό, αποφάσισε να παραμείνει στατικός έξω από το ανώμαλο έδαφος, ώστε να υποχρεωθούν οι Τούρκοι να το διασχίσουν πρώτοι.
Πραγματικά, βέβαιοι για τη νίκη τους οι ανυπόμονοι Τουρκομάνοι συνέχισαν να προελαύνουν, επιδιώκοντας να προλάβουν τους λιγότερους Νορμανδούς. Εξερχόμενο από το βραχώδες πεδίο, το ελαφρύ μουσουλμανικό ιππικό επιτέθηκε με ορμή εναντίον της ακίνητης νορμανδικής παράταξης. Αν και μικρότερο αριθμητικά, το βαρύ ιππικό της Αντιόχειας κατόρθωσε να διασπάσει τη συνοχή του αντιπάλου, οπότε οι ηττημένοι Τούρκοι ιππείς υποχώρησαν προς το κακοτράχαλο έδαφος για να ανασυνταχθούν, όμως δεν μπόρεσαν να ελιχθούν αποτελεσματικά ανάμεσα στα δύσβατα μονοπάτια.
Αρκετοί αναγκάστηκαν να κατέβουν από τα τραυματισμένα άλογά τους, με συνέπεια να αποτελέσουν εύκολο στόχο για τις λόγχες των Νορμανδών, που τους ακολουθούσαν και τους αποτελείωσαν με ιδιαίτερο μίσος.
Η νίκη αυτή επανέφερε την επικυριαρχία του Τανκρέδου επί του Ριντβάν, καθώς και τον έλεγχο στις εύφορες περιοχές ανατολικά του Ορόντη. Χωρίς επαρκή στρατιωτική υποστήριξη, οι φρουρές των Σελτζούκων στις πόλεις Αρτάχ και Σερμίν υποτάχθηκαν σχεδόν αμέσως στους ιππότες του πριγκιπάτου. Τον Σεπτέμβριο του 1106 ο Τανκρέδος σημείωσε νέα επιτυχία εναντίον του εμίρη της Απάμειας, νότια της Αντιόχειας, στη δυτική όχθη του Ορόντη. Δύο χρόνια αργότερα, εκμεταλλευόμενος την απουσία του βυζαντινού στόλου (που βρισκόταν στην Αδριατική), ανέκτησε πάλι τον έλεγχο της Λαοδίκειας και τον επόμενο χρόνο κατέλαβε τη Ζάβαλα και το φρούριο του Μαργκάτ (Μαρκάμπ), επεκτείνοντας τα νότια σύνορά του προς τον Λίβανο και την Κομητεία της Τρίπολης. Το 1110 έθεσε υπό την κατοχή του το μετέπειτα θρυλικό Κρακ των ιπποτών. (Βλ. σελ. 104)
Το Κρακ των Ιπποτών (Krak des Chevaliers ή και Crac des Chevaliers), είναι φρούριο κτισμένο από σταυροφόρους, το οποίο βρίσκεται στη Συρία και ένα από τα σημαντικότερα μνημεία μεσαιωνικής στρατιωτικής αρχιτεκτονικής στον κόσμο. Στα Αραβικά το φρούριο καλείται Qal’at al-Ḥiṣn. Η λέξη «Κρακ» προέρχεται από το Συριακό karak, που σημαίνει «φρούριο». Βρίσκεται 65 χλμ. δυτικά της πόλης Χομς, κοντά στα σύνορα του Λιβάνου. Το Κρακ ήταν η έδρα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών. Επεκτάθηκε μεταξύ των ετών 1150 και 1250 και στέγαζε φρουρά 2.000 ανθρώπων. Το φρούριο έχει εξωτερικά τείχη πάχους 30 μέτρων, με επτά πύργους διαμέτρου 10 μέτρων έκαστος.
Μέσα σε λίγα χρόνια ο Τανκρέδος είχε επιτύχει σε κάθε τομέα στον οποίο ο Βοημούνδος Α΄ είχε υποστεί ήττα, σταθεροποιώντας οριστικά τα σύνορα του πριγκιπάτου από την οροσειρά του Ταύρου στον βορρά μέχρι τον Λίβανο στον νότο και από τη Μεσόγειο μέχρι τη δεξιά όχθη του Ορόντη. Όμως, καθώς ο άπληστος πρίγκιπας αύξανε τη δύναμή του με αλματώδεις ρυθμούς, είχε αρχίσει να δημιουργεί αντιπάθειες, κυρίως ανάμεσα στους δυσαρεστημένους συμμάχους του.
Κατά το χρονικό διάστημα που σημείωνε τις διαδοχικές επιτυχίες ως αντιβασιλιάς της Αντιόχειας, διοικούσε παράλληλα ως προστάτης-άρχοντας και την Κομητεία της Έδεσσας, αφού ο κόμης Λε Μπουργκ και ο Ζοσλέν του Κουρτεναί είχαν συλληφθεί από τους Τούρκους κατά τη μάχη του Χαράν.
Επωφελούμενος από την πλούσια συλλογή φόρων που του κατέβαλλαν οι Αρμένιοι, δεν επεδίωξε ποτέ να καταβάλει τα πολλά λύτρα για την απελευθέρωση του Λε Μπουργκ (60.000 δηνάρια), προκαλώντας τη φυσιολογική οργή του δεύτερου. Την Έδεσσα διοικούσε στο όνομα του Τανκρέδου ο εξάδελφός του, Ρογήρος Φιτζρίτσαρντ, ο οποίος όμως δεν ήταν αγαπητός στους Αρμένιους λόγω της βίαιης συμπεριφοράς του.
Όταν ο Ζοσλέν απελευθερώθηκε, μεσολάβησε για να αποφυλακιστεί και ο Λε Μπουργκ αφού πρώτα αμφότεροι δεσμεύτηκαν να υποστηρίξουν τον Τούρκο δεσμώτη τους, εμίρη Τζαβαλί, στον πόλεμο που διεξήγε εναντίον του πρίγκιπα Ριντβάν του Χαλεπίου. Επιστρέφοντας στην Έδεσσα ο Λε Μπουργκ απαίτησε αμέσως την ανάληψη της εξουσίας, φέρνοντας σε πλήρη αμηχανία τον Τανκρέδο, που δεν περίμενε την εμφάνισή του ούτε επιθυμούσε να δώσει πίσω την ηγεμονία της πόλης. Τελικά το 1108, με την επίμονη μεσολάβηση των υπολοίπων ηγεμόνων της Αρμενίας και του πατριάρχη Βερνάρδου της Αντιόχειας, ο Τανκρέδος διέταξε απρόθυμα τον Ρογήρο να παραχωρήσει την Έδεσσα στον Λε Μπουργκ.
Παρά τη διευθέτηση, οι σχέσεις μεταξύ των δύο πρώην συμμάχων παρέμειναν «ψυχρές» και η προσωρινή ανακωχή μεταξύ τους φαινόταν ότι σύντομα θα τελείωνε. Όντως, όταν ο πρίγκιπας Ριντβάν κήρυξε πόλεμο στον εμίρη Τζαβαλί για να αποκτήσει τον έλεγχο της Μοσούλης και της δυτικής όχθης του Ευφράτη, ο Τανκρέδος με 1.500 ιππότες τάχθηκε με το μέρος του υποτελούς του, ενώ οι ιππότες της Έδεσσας υπό τον Λε Μπουργκ συντάχθηκαν αμέσως με τους Βεδουίνους του Τζαβαλί! Οι δύο αντίπαλοι φραγκο-τουρκικοί στρατοί συγκρούστηκαν με πρωτοφανή μανία στη Μενμπίζ. κοντά στο κάστρο του Τουρμπεσέλ, και η αμφίρροπη μάχη τελείωσε με οριακή επικράτηση της συμμαχίας του Τανκρέδου.
Στην προσπάθειά του να αποκτήσει περισσότερη ισχύ ο Τανκρέδος είχε συγκρουστεί με έναν σύμμαχο σταυροφόρο μόλις δέκα χρόνια μετά την κατάληψη της Αντιόχειας. Αυτό το απαράδεκτο γεγονός προκάλεσε την αγανάκτηση των υπόλοιπων χριστιανών, που σκανδαλίστηκαν με την αλαζονική συμπεριφορά του. Το 1110 η αχαλίνωτη επεκτατική πολιτική του συνεχίστηκε, αφού αναμίχθηκε στις στρατιωτικές συγκρούσεις που διαδραματίζονταν μεταξύ των διαδόχων της Κομητείας της Τρίπολης.
Η ανεξέλεγκτη δράση του περιορίστηκε τελικά ύστερα από την έγκαιρη επέμβαση του βασιλιά Βαλδουίνου Α΄. ο οποίος σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις, δρώντας ως νόμιμος επικυρίαρχος όλων των χριστιανών ηγεμόνων, απαίτησε την απόλυτη ομοψυχία μεταξύ των Λατίνων για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η νέα θανάσιμη απειλή του εμίρη Μαουντούντ.
Ο Μαουντούντ μετέβη στη Συρία επικεφαλής μεγάλης δύναμης ως στρατιωτικός απεσταλμένος του χαλίφη της Βαγδάτης, αναλαμβάνοντας να προβεί σε εκκαθαρίσεις για να απαλλάξει τη χώρα από το χριστιανικό «μίασμα» αλλά και από τους ανεξάρτητους εμίρηδες που αγνοούσαν την επικυριαρχία της Βαγδάτης.
Η πρώτη του κίνηση ήταν να θέσει την Έδεσσα υπό πολιορκία. Η καταλυτική μεσολάβηση του Βαλδουίνου και η υπόσχεση ότι θα τιμωρούσε όποιον Φράγκο αποστάτη θα συμμαχούσε στο μέλλον με τους μουσουλμάνους για προσωπικό του όφελος, ανάγκασαν τον Τανκρέδο να συμμορφωθεί και να βαδίσει με τους υπόλοιπους εναντίον των Τούρκων, παραμερίζοντας τις παλαιές διαφορές του με τον Λε Μπουργκ.
Ο ίδιος ο Βαλδουίνος Α΄ είχε μόλις τελειώσει την πολιορκία της Βηρυτού και επικεφαλής 15.000 ανδρών παρατάχθηκε στον κάμπο της Έδεσσας απειλώντας τα νώτα του Μαουντούντ. Όταν οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν την έλευση του βασιλιά, προτίμησαν να αποσυρθούν στο Χαράν λύνοντας αμέσως την πολιορκία. Οι σταυροφόροι είχαν κατορθώσει να ενωθούν λίγο πριν από την καταστροφή, αφομοιώνοντας πλήρως τα απειλητικά λόγια του βασιλιά προς τον Τανκρέδο: «…Όποιος προτιμά να μηχανορραφεί με τους Τούρκους δεν μπορεί να είναι δικός μας και θα παταχθεί αμείλικτα…».
Έναν χρόνο αργότερα, την άνοιξη του 1111, ο Μαουντούντ εισέβαλε πάλι στην κεντρική Συρία ενισχυμένος με τις δυνάμεις του εμίρη Τουχτεκίν της Δαμασκού.
Η πρώτη μάχη της Ράμλα
Ο πρίγκιπας Ριντβάν, παρά τις παροτρύνσεις των πολιτών του Χαλεπίου, αρνήθηκε να συνδράμει τον απεσταλμένο της Βαγδάτης επικαλούμενος ως πρόφαση τη συμμαχία του με το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Στο πλευρό του Τανκρέδου έσπευσαν σχεδόν αμέσως ο Λε Μπουργκ, ο κόμης της Τρίπολης και φυσικά ο Βαλδουίνος Α΄, επικεφαλής περίπου 16.000 ανδρών. Οι Φράγκοι στρατοπέδευσαν στην Απάμεια και οι Τούρκοι πιο νότια, στην περιοχή της Σετζέρ. Οι αντίπαλοι ηγεμόνες δεν επεδίωξαν να εμπλακούν σε μάχη εκ παρατάξεως και, αντίθετα, περιορίστηκαν σε μικρής έκτασης αψιμαχίες, κυρίως μεταξύ τμημάτων των δύο εμπροσθοφυλακών
Χωρίς να επιτύχουν τη σημαντική νίκη που επεδίωκαν, οι Τούρκοι υποχώρησαν πέρα από τον Ευφράτη το φθινόπωρο του ίδιου έτους, αφήνοντας τους Φράγκους απόλυτους κυρίαρχους στα εδάφη της Συρίας. Έναν χρόνο αργότερα ο Τανκρέδος απεβίωσε και την αντιβασιλεία στο πριγκιπάτο ανέλαβε ο Ρογήρος (1112-1119), διοικώντας μέχρι την ενηλικίωση του Βοημούνδου Β΄.
Καθώς στον βορρά οι συγκρούσεις των Νορμανδών της Αντιόχειας μαίνονταν με τους Τούρκους του Χαλεπίου αλλά και με τους Βυζαντινούς, στον νότιο τομέα ο βασιλιάς Βαλδουίνος Α΄ προσπαθούσε με δυσκολία να ανακόψει τις αλλεπάλληλες αιγυπτιακές επιθέσεις στην περιοχή της Ασκαλώνας. Παράλληλα το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ δεχόταν ύπουλες επιδρομές από ένοπλα αποσπάσματα Δαμασκηνών που παραβίαζαν τα βορειοανατολικά σύνορα στη Γαλιλαία, κοντά στην περιοχή της λίμνης Τιβεριάδας.
Όταν ο Βαλδουίνος Α΄ ανέλαβε την εξουσία στην Ιερουσαλήμ, οι Άραβες είχαν ήδη τον απόλυτο έλεγχο της υπαίθρου και οι χριστιανοί ήταν περιορισμένοι πίσω από τα υψηλά τείχη της πόλης. Για να διασπάσει τον ασφυκτικό αραβικό κλοιό γύρω από την Ιερουσαλήμ οργάνωσε εξόδους-αντεπιθέσεις εναντίον των μουσουλμανικών στρατοπέδων, κατορθώνοντας σύντομα να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της παλαιστινιακής ενδοχώρας.
Στη συνέχεια έστρεψε την προσοχή του δυτικά, προς τα μεσογειακά παράλια, επιδιώκοντας αφενός να διατηρήσει τη Χάιφα και τη Γιάφα ως βασικά λιμάνια για την πρωτεύουσά του και αφετέρου να αναζητήσει προς τον βορρά ένα λιμάνι (Άκρα) με βαθύτερα νερά και καλύτερη προστασία από τους θυελλώδεις ανέμους της περιοχής. Όμως για να υλοποιήσει τα σχέδιά του, έπρεπε πρώτα να δημιουργήσει έναν ασφαλή διάδρομο από την Ιερουσαλήμ προς τη θάλασσα, διατηρώντας οπωσδήποτε την κατοχή των συνοριακών πόλεων Ράμλα και Λύδα.
Το 1101 οι φραγκικές δυνάμεις κατέλαβαν τις πόλεις-λιμάνια Αρσούφ και Καισάρεια, απομακρύνοντας τον αιγυπτιακό στόλο. Ως τότε οι μουσουλμανικές γαλέρες αποτελούσαν μόνιμη απειλή για τα ιταλικά σκάφη της Πίζας, της Γένοβας και της Βενετίας που μετέφεραν διαρκώς νέους προσκυνητές στην Ιερουσαλήμ. Η κατάληψη των δύο ναυτικών βάσεων στερούσε άμεσα από την Αίγυπτο τη θαλάσσια επικοινωνία με τα παλαιστινιακά παράλια, παρά το γεγονός πως διατηρούσε ακόμα την Ασκαλώνα.
Η προώθηση των χριστιανών στην ακτογραμμή φανέρωνε τη διάθεσή τους να απαλλαγούν από την αιγυπτιακή παρουσία και αυτό, μοιραία, προκάλεσε την αντίδραση του ηγεμόνα της Αιγύπτου, του βεζίρη Αλ Αφντάλ Σαχανσάχ, που διοικούσε τη χώρα στο όνομα του ανήλικου χαλίφη Αλ Αμίρ. Αφού συγκέντρωσε περίπου 12.000 ιππείς και 20.000 πεζούς, ο Σαχανσάχ βάδισε κατά των χριστιανικών εδαφών μέσω της Ασκαλώνας, απειλώντας να κυριεύσει τη Ράμλα.
Ο κίνδυνος ήταν άμεσος, όμως ο Βαλδουίνος Α΄, παρά το γενικό πρόσταγμα υπό τα όπλα, διέθετε μόλις 260 έφιππους κατάφρακτους και 900 πεζούς, γεγονός που τον καταδίκαζε εκ προοιμίου σε αποτυχία, παρά την εμπειρία των ανδρών του. Όλοι γνώριζαν πως η μάχη που θα ακολουθούσε θα έκρινε την επιβίωση του μικρού βασιλείου, αν και η αναμενόμενη σύγκρουση θύμιζε περισσότερο τη μονομαχία του γενναίου Δαβίδ με τον ανίκητο Γολιάθ.
Για να τονωθεί το ηθικό των χριστιανών, ο επίσκοπος Γεράρδος είχε διατάξει να συνοδεύει τους στρατιώτες ο Τίμιος Σταυρός. Πριν από την έναρξη των συμπλοκών ο Βαλδουίνος Α΄ εκφώνησε έναν πύρινο λόγο που αποκαλύπτει πλήρως τη διάθεση και τα συναισθήματά του: «Άνδρες, ο Θεός είναι μαζί μας και με αυτόν στο πλευρό μας δεν φοβόμαστε, θα επιτεθούμε! Αν σκοτωθείτε, τότε οδύνη θα απλωθεί στο βασίλειό μας, αν όμως νικήσετε, τότε θα σας ανήκει αθάνατη δόξα… Όσο για υποχώρηση ούτε να το σκέπτεστε… η Γαλλία είναι πολύ μακριά». Αφού προσευχήθηκε και μετέλαβε, χώρισε το στράτευμά του σε πέντε μικρότερα αποσπάσματα, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τη διοίκηση του αγήματος της οπισθοφυλακής.
Η άνιση μάχη ξεκίνησε με έφοδο των δύο πρώτων τμημάτων εναντίον του αριστερού πλευρού της αιγυπτιακής λαοθάλασσας. Μέσα σε λίγη ώρα οι Φράγκοι είχαν αφανιστεί, καθώς οι Αιγύπτιοι τους περικύκλωσαν και τους εξουδετέρωσαν με ευκολία. Τα βέλη των Σουδανών τοξοτών έπεφταν παντού σαν βροχή, θερίζοντας τους υπόλοιπους Φράγκους που έβλεπαν τη μάχη να χάνεται, όμως ο βασιλιάς παρέμενε απτόητος.
Το τρίτο απόσπασμα των ιπποτών της Γαλιλαίας υπό τον άρχοντα της Τιβεριάδας Ούγο ντε Σαιντ Ομέρ, επιχείρησε να αποκαταστήσει το ρήγμα το οποίο προκάλεσε η προέλαση των Αιγυπτίων, όμως η απεγνωσμένη προσπάθεια απέτυχε παταγωδώς. Οι Αιγύπτιοι σάρωσαν τους άνδρες του και ο ηττημένος Σαιντ Ομέρ αναγκάστηκε μαζί με τους επιζώντες να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης, αναζητώντας τη σωτηρία στα τείχη της γειτονικής Γιάφας ακολουθούμενος από το μουσουλμανικό ιππικό που τον κατεδίωξε μέχρι τις παρυφές της πόλης.
Η μάχη φαινόταν να έχει κριθεί, όταν ο ριψοκίνδυνος Βαλδουίνος Α΄, επικεφαλής των δύο τελευταίων αποσπασμάτων, εφόρμησε εναντίον του κέντρου της αιγυπτιακής παράταξης εκμεταλλευόμενος το πυκνό σύννεφο σκόνης που είχε δημιουργηθεί από τον καλπασμό των αλόγων. Οι ανύποπτοι Αιγύπτιοι δεν περίμεναν αυτή την έφοδο και σάστισαν μπροστά στα ξίφη και στις γυμνές λόγχες των αποφασισμένων ιπποτών που εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά τους.
Ακολούθησε σκληρή μάχη σώμα με σώμα, η οποία τερματίστηκε με την πλήρη επικράτηση των ιπποτών, ενώ ο Βαλδουίνος φέρεται ότι νίκησε τον ίδιο τον Σαχανσάχ σε προσωπική μονομαχία. Υπό την αφόρητη πίεση του φραγκικού ιππικού το αιγυπτιακό κέντρο κατέρρευσε και όσοι μουσουλμάνοι στρατιώτες δεν θανατώνονταν επιτόπου, άρχισαν διστακτικά να οπισθοδρομούν και στη συνέχεια να τρέπονται σε φυγή.
Ο φόβος της ήττας μεταδόθηκε ακαριαία και στις μονάδες του δεξιού πλευρού, που άρχισαν να εγκαταλείπουν τους συντρόφους τους αναζητώντας καταφύγιο στην Ασκαλώνα.
Ο Βαλδουίνος Α΄, επάνω στο άλογό του που ονομαζόταν Γαζέλα, έδωσε διαταγή για άμεση καταδίωξη του εχθρού, με την απειλή της ποινής του θανάτου για όποιον επιχειρούσε να συλλέξει λάφυρα πριν από την πλήρη καταστροφή των Αιγυπτίων και την έλευση της νύκτας. Η νίκη ήταν ολοκληρωτική.
Την επόμενη ημέρα ο βασιλιάς επέστρεψε ως νικητής έξω από τα τείχη της Γιάφας, με τα λάβαρά του να κυματίζουν περήφανα σκορπίζοντας ελπίδα στους αναστατωμένους κατοίκους οι οποίοι νόμισαν, με βάση τις πένθιμες περιγραφές του Σαιντ Ομέρ, ότι ο μονάρχης τους κειτόταν νεκρός στο «σφαγείο» της Ράμλα. Η ανέλπιστη επιστροφή του και η αναγγελία της νίκης του στάθηκαν αρκετές για να «πείσουν» τους 500 περίπου Αιγυπτίους ιππείς που είχαν καταδιώξει αλύπητα τον Σαιντ Ομέρ να αποχωρήσουν από τα χριστιανικά εδάφη πριν ολοκληρώσουν τη λεηλασία των γειτονικών οικισμών.
Συνολικά οι Αιγύπτιοι είχαν περίπου 5.000 νεκρούς, ενώ οι Φράγκοι 500-1.000 νεκρούς. Ανάμεσα στα θύματα βρίσκονταν οι ιππότες των τριών πρώτων αποσπασμάτων και οι πεζοί της οπισθοφυλακής που είχαν παρασυρθεί από τους ιππείς οι οποίοι κατατρόπωσαν τον Σαιντ Ομέρ. Με το γόητρο ανεβασμένο ο Βαλδουίνος Α΄ επιβεβαίωσε προσωρινά το ανίκητο του στρατού του. Ο μόνος που φάνηκε να δυσαρεστείται ήταν ο Τανκρέδος, ο οποίος είχε πιστέψει ότι με τον θάνατο του βασιλιά θα άνοιγε επιτέλους η διαδικασία της διαδοχής για τον ίδιο, δεδομένου ότι διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον πατριάρχη Δαϊμβέρτο της Ιερουσαλήμ.
Καταστροφή και αναγέννηση
Έναν χρόνο αργότερα (1102), ο γιος του Σαχανσάχ, Σαράφ Αλ Μααλί, επανήλθε στην περιοχή της Ράμλα αποφασισμένος να εκδικηθεί τον μισητό Βαλδουίνο Α΄. Με αφετηρία την Ασκαλώνα οι άνδρες του κατέλαβαν την πόλη Λύδα και παρέδωσαν τον καθεδρικό ναό της στις φλόγες.
Η είδηση της νέας μουσουλμανικής εισβολής μεταδόθηκε εγκαίρως στην Ιερουσαλήμ, όμως οι συγκεχυμένες πληροφορίες για το μέγεθος της αντίπαλης στρατιάς (ανεξακρίβωτες πληροφορίες μιλούσαν για μερικές χιλιάδες άνδρες), παρέσυραν τον βασιλιά σε μια απόφαση ενδεικτική της υπεροψίας με την οποία αντιμετώπιζε τους Φατιμίδες. Στις 17 Μαΐου αναχώρησε από την Ιερουσαλήμ χωρίς να περιμένει τις ενισχύσεις των υπόλοιπων ιπποτών, των πεζών σεργέντων και των βαλλιστροφόρων που είχαν ήδη συγκεντρωθεί στη Γαλιλαία, στη Γιάφα και στη Χεβρώνα.
Τέθηκε επικεφαλής 500 κατάφρακτων, συνοδευόμενος από ορισμένους παλαιούς συντρόφους του που είχαν πρωταγωνιστήσει στην Α΄ Σταυροφορία. Ανάμεσά τους βρίσκονταν ο Στέφανος του Μπλουά, ο Στέφανος της Βουργουνδίας, ο Κονράδος, ο κοντόσταβλος του Γερμανού αυτοκράτορα, και ο Ούγος Λουζινιάν.
Οι βετεράνοι πολεμιστές βάδισαν αμέριμνοι εναντίον των αντιπάλων τους, αισιοδοξώντας ότι θα απωθούσαν εύκολα τους Βεδουίνους «πλιατσικολόγους». Όταν όμως ήλθαν σε οπτική επαφή με τις εχθρικές μονάδες και διαπίστωσαν το σφάλμα τους, ήταν πολύ αργά για να διαφύγουν. Η ταχυκίνητη αιγυπτιακή εμπροσθοφυλακή είχε εξαλείψει κάθε ελπίδα διαφυγής για τη μικρή δύναμη.
Ο αστείρευτος εγωισμός του βασιλιά απέναντι στους παλαιούς του γνώριμους και η ανάμνηση της προηγούμενης νίκης, τον είχαν εμποδίσει να πράξει με σύνεση. Έτσι η «συντροφιά» των παλαιών σταυροφόρων εφόρμησε απρόθυμα εναντίον των αλλοθρήσκων και παρά το γεγονός ότι πολέμησε με σθένος, εξοντώθηκε σχεδόν πλήρως. Ο ίδιος ο Βαλδουίνος Α΄ σώθηκε χάρη στην αυταπάρνηση των ανδρών της προσωπικής του συνοδείας, που άνοιξαν δρόμο με τα ξίφη τους ανάμεσα στους μανιασμένους Αιγυπτίους και τελικά θυσιάστηκαν όλοι για να μπορέσει να διαφύγει προς τη Ράμλα, αποφεύγοντας την τελευταία στιγμή την αιχμαλωσία και τη διαπόμπευση στα σοκάκια του Καΐρου.
Στο πλευρό του Βαλδουίνου Α΄ στέκονταν ακόμη ελάχιστοι κατάκοποι μαχητές. Επειδή δεν υπήρχε άλλη δίοδος σωτηρίας, υποχώρησαν προς τη Ράμλα αναζητώντας καταφύγιο στον πύργο της πόλης. Μόνο μια ολιγομελής ομάδα ιπποτών κατόρθωσε να σωθεί κατευθυνόμενη προς τη Γιάφα υπό τη διοίκηση του Ούγου Λε Μπουργκ, εξαδέλφου του βασιλιά.
Στο μεταξύ είχε σουρουπώσει και η ομάδα του Βαλδουίνου Α΄ μαζί με τους τραυματίες είχε στοιβαχτεί σε οικτρή κατάσταση μέσα στον μικρό πύργο. Οι οχυρώσεις της πόλης δεν ήταν επαρκείς και όλοι γνώριζαν πως οι Αιγύπτιοι θα κατελάμβαναν με ευκολία το εξωτερικό τοίχος.
Ο βασιλιάς και πέντε πιστοί άνδρες του επιχείρησαν να δραπετεύσουν προστατευμένοι από το πυκνό σκοτάδι, με την προοπτική να επιστρέψουν στη Γιάφα για να συγκεντρώσουν ενισχύσεις. Ο Βαλδουίνος Α΄ κατόρθωσε να διαφύγει προς την παράλια ζώνη, αναζητώντας θαλάσσιο μέσο για να μεταβεί στη Γιάφα, αφού όλα τα χερσαία μονοπάτια ήταν αποκλεισμένα.
Την επόμενη αυγή οι Αιγύπτιοι ξεκίνησαν την επίθεση. Ανέβηκαν ανενόχλητοι στα τείχη, πολιόρκησαν τον πύργο και επιχείρησαν να τον πυρπολήσουν ώστε να αναγκάσουν τους τελευταίους υπερασπιστές του οχυρού να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους. Προτιμώντας να πεθάνουν πολεμώντας παρά να καούν ζωντανοί, οι σταυροφόροι υπό την ηγεσία του Κονράδου επιχείρησαν ηρωική έξοδο.
Η μάταιη απόπειρα κατέληξε σε τραγωδία, αφού οι περισσότεροι ευγενείς, όπως ο Ούγος Λουζινιάν, ο Στέφανος της Βουργουνδίας και ο Στέφανος του Μπλουά σκοτώθηκαν. Μόνο ο Κονράδος και μερικοί ακόμα αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στα μπουντρούμια του Καΐρου. Στο μεταξύ ο Βαλδουίνος Α΄, αφού περιπλανήθηκε επί δύο ημέρες στα βουνά γύρω από τη Ράμλα, κατόρθωσε να προσεγγίσει τη Γιάφα με τη βοήθεια του Γκοντέρικ, ενός Άγγλου καπετάνιου που δρούσε ως πειρατής στα παράλια της Παλαιστίνης.
Ενώ το τοπίο φαινόταν γκρίζο και η Ιερουσαλήμ ήταν πλέον εκτεθειμένη στις διαθέσεις του αιγυπτιακού στρατού, η μοίρα φάνηκε πάλι ευνοϊκή προς τον Βαλδουίνο Α΄. Οι διχόνοιες και οι αντιζηλίες στην ηγεσία της μουσουλμανικής παράταξης δεν επέτρεψαν στον Σαράφ Αλ Μααλί να ασχοληθεί απερίσπαστος με την πολιορκία της Ιερουσαλήμ. Επιπλέον η ενασχόλησή του με τον αποκλεισμό της Γιάφας, μετά την εύκολη νίκη στη Ράμλα, είχε καταπονήσει τους στρατιώτες του, που παρέμεναν επί εβδομάδες απλήρωτοι, περιπολώντας στην ύπαιθρο χωρίς να έχουν συλλέξει πλούσια λάφυρα.
Η ανικανότητα του Μααλί να αναλάβει επιθετική πρωτοβουλία, έδωσε τον απαραίτητο χρόνο στους Φράγκους για να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους. Αρχικά η φρουρά της Γιάφας ενισχύθηκε από ένα ισχυρό απόσπασμα ιπποτών και σεργέντων από τη Γαλιλαία, το οποίο βρισκόταν υπό τις διαταγές του Σαιντ Ομέρ. Οι έμπειροι πολεμιστές απέφυγαν τις αιγυπτιακές περιπόλους και εισήλθαν στην παραθαλάσσια πόλη, συντελώντας στην αναπτέρωση του ηθικού των κατοίκων της.
Ωστόσο το σημαντικότερο γεγονός που έγειρε οριστικά την πλάστιγγα υπέρ της χριστιανικής παράταξης, ήταν η απρόσμενη άφιξη, στα παράλια της πόλης, ενός μεγάλου στόλου από δεκάδες πλοία που μετέφεραν στην Παλαιστίνη στρατιώτες και προσκυνητές από την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Αφού κατόρθωσαν να διαφύγουν από τις αιγυπτιακές μοίρες με τη βοήθεια των ούριων ανέμων, προσέγγισαν το λιμάνι της Γιάφας και εκφόρτωσαν σημαντικές ποσότητες εφοδίων, ενώ παράλληλα τροφοδότησαν τον βασιλιά με νέους αφοσιωμένους μαχητές που «διψούσαν να πολεμήσουν αμέσως τους απίστους».
Στα τέλη Μαΐου ο Βαλδουίνος Α΄, επικεφαλής ενός ετοιμοπόλεμου στρατού, βγήκε από την πύλη της Γιάφας, έχοντας επιπλέον στη διάθεσή του και 90 ιππότες από την Ιερουσαλήμ που είχαν σπεύσει να τεθούν υπό τις διαταγές του πριν από τη μεγάλη σύγκρουση. Η μάχη η οποία ακολούθησε, ήταν μια άτυπη συνέχεια της δεύτερης μάχης της Ράμλα.
Αυτή τη φορά οι Φράγκοι ήταν πλήρως προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν τους υπεράριθμους Φατιμίδες. Οι Αιγύπτιοι κατά την προσφιλή τους τακτική, επιχείρησαν αρχικά να υπερκεράσουν το μέτωπο των σταυροφόρων, όμως το λατινικό πεζικό παρέμεινε σταθερό γύρω από τους ιερείς και τους διοικητές του και τελικά με συνεχείς βολές αποδεκάτισε το ελαφρύ ιππικό του Μααλί.
Έχοντας σταθεροποιημένα τα πλευρά τους, οι σιδηρόφρακτοι ιππότες εξαπέλυσαν με σφοδρότητα αλλεπάλληλες επιθέσεις κατά του αιγυπτιακού κέντρου, προκαλώντας σε κάθε νέα έφοδο μεγάλες απώλειες στις αντίπαλες μονάδες. Η συνδυασμένη δράση των έφιππων ιπποτών, των σεργέντων, των λογχοφόρων και των βαλλιστροφόρων σύντομα απέφερε καρπούς και τα ρήγματα στον κορμό της μουσουλμανικής παράταξης διαρκώς διογκώνονταν. Τελικά, υπό το αδυσώπητο σφυροκόπημα οι Αιγύπτιοι ιππείς εγκατέλειψαν κάθε προσπάθεια να συνεχίσουν τη μάχη και άρχισαν να αποχωρούν σταδιακά, εγκαταλείποντας πίσω τους 3.000 νεκρούς και βαριά τραυματίες.
Το βασίλειο είχε σωθεί, παρά τις απαισιόδοξες προβλέψεις, Απαλλαγμένος προσωρινά από την πίεση του βεζίρη Μααλί, ο Βαλδουίνος Α΄ συνέχισε την πολιτική επέκτασης στην παράλια ζώνη. Το 1104, με τη βοήθεια 70 γενοβέζικων πλοίων και των πληρωμάτων τους, κατόρθωσε τελικά να καταλάβει την Άκρα, εξασφαλίζοντας για το βασίλειό του ένα μεγάλο λιμάνι.
Η πτώση της Άκρας προκάλεσε σημαντικά οικονομικά προβλήματα στους εμπόρους του Καΐρου, καθώς οι αρχηγοί των καραβανιών, για να αποφύγουν τους φραγκικούς θύλακες και τις ληστρικές επιδρομές των σταυροφόρων, ήταν υποχρεωμένοι να διασχίσουν την έρημο νοτίως της Νεκράς Θάλασσας για να φθάσουν με ασφάλεια στη Δαμασκό. Το εμπόριο από τη Δαμασκό προς τη Δύση, αντίθετα, συνεχίστηκε κανονικά με τη συνδρομή των μουσουλμάνων εμπόρων της Άκρας.
Ανίκανος να αντιμετωπίσει μόνος του τους Φράγκους, ο βεζίρης συνειδητοποίησε ότι, για να τους εξουδετερώσει, έπρεπε να συμμαχήσει με τους σουνίτες της Δαμασκού, ξεπερνώντας πρώτα τις θρησκευτικές διαφορές που τους χώριζαν. Το 1105 ο ανανεωμένος στρατός του (υπολογίζεται ότι είχε 5.000-15.000 άνδρες), αποτελούμενος από Άραβες ιππείς και Αφρικανούς τοξότες, υπό την ηγεσία του γιου του, Σενά Αλ Χουσεΐν, συγκεντρώθηκε στην Ασκαλώνα και από εκεί εισέβαλε πάλι στα χριστιανικά εδάφη, στρατοπεδεύοντας 6 χιλιόμετρα μακριά από τα επιδιορθωμένα τείχη της Ράμλα. Αυτή τη φορά οι Αιγύπτιοι είχαν στο πλευρό τους 1.300 έφιππους Τουρκομάνους από τη Δαμασκό, τους οποίους είχε στείλει ως βοήθεια ο στρατιωτικός ηγέτης της πόλης, ο σφετεριστής Τογτεκίν.
Ο νόμιμος ηγεμόνας της Δαμασκού, ο 12χρονος πρίγκιπας Ιρτάς, ήταν πολιτικός εξόριστος και είχε ζητήσει καταφύγιο και άσυλο στην Αυλή του Βαλδουίνου Α΄, γεγονός που επιτάχυνε τη συμμαχία μεταξύ των Φατιμίδων και του Τογτεκίν, αφού ο τελευταίος επεδίωκε να απαλλαγεί ταυτόχρονα από τους Φράγκους αλλά και από τον ενοχλητικό νεαρό διεκδικητή. Απέναντι στη νέα διπλή απειλή ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ είχε να αντιτάξει μόνον 500 ιππότες, περίπου 1.000 έφιππους σεργέντους και 2.000 πεζούς, ενώ στη Χάιφα απέμεινε φρουρά 300 ανδρών για να φυλάσσει το κάστρο.
Την Κυριακή 27 Αυγούστου, ο πατριάρχης Εβρεμάρ ευλόγησε τους Φράγκους πολεμιστές και η μάχη ξεκίνησε αμέσως μετά. Το βαρύ χριστιανικό ιππικό επιτέθηκε ορμητικά εναντίον των Αφρικανών τοξοτών που βρίσκονταν στο κέντρο της αντίπαλης παράταξης υπό τις ιαχές «Ο Χριστός νικάει, ο Χριστός βασιλεύει, ο Χριστός προστάζει!», επιδιώκοντας να τους συντρίψει πριν το αντίπαλο ιππικό προλάβει να τους περικυκλώσει. Το μέτωπο των σταυροφόρων κινείτο σαν ένας τεράστιος «ζωντανός τοίχος», όταν οι Δαμασκηνοί ιππείς που είχαν τοποθετηθεί στο δεξιό πλευρό της μουσουλμανικής παράταξης κάλπασαν εναντίον τους, εξαπολύοντας εκατοντάδες βέλη για να τους ακινητοποιήσουν πριν προλάβουν να έλθουν σε επαφή με το αιγυπτιακό πεζικό.
Πράγματι, οι πρώτες ίλες των Φράγκων υπέστησαν δεκάδες απώλειες, με αποτέλεσμα η ορμή των σταυροφόρων να κοπάσει. Ολοκληρώνοντας έναν δρεπανοειδή ελιγμό οι ευέλικτοι Τουρκομάνοι απέφυγαν τους έκπληκτους Φράγκους που βρίσκονταν σε κατάσταση αταξίας και κινήθηκαν γοργά προς το εκτεθειμένο αριστερό πλευρό τους, ενώ το αφρικανικό πεζικό συνέχισε να πλήττει με βολές τους χριστιανούς για να μη δώσουν ευκαιρία στους έφιππους σεργέντους να προστατεύσουν το ευάλωτο πλευρό των ιπποτών.
Αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης, ο Βαλδουίνος Α΄ άρπαξε το λευκό λάβαρο της Ιερουσαλήμ με τον κεντημένο κίτρινο σταυρό και υψώνοντάς το ψηλά, για να φαίνεται ότι οδηγούσε προσωπικά τις εφεδρείες, κάλπασε εναντίον των Τουρκομάνων. Οι δυνάμεις της οπισθοφυλακής αιφνιδίασαν τους Δαμασκηνούς ιπποτοξότες και τους εξολόθρευσαν πριν οι τελευταίοι προλάβουν να πλήξουν τους ιππότες. Η επέμβαση του βασιλιά ήταν καταλυτική.
Το βαρύ ιππικό μπόρεσε να ανασυνταχθεί και, απαλλαγμένο από τη δράση των Τουρκομάνων, επιτέθηκε συντονισμένα εναντίον των Αφρικανών. Με τις λόγχες προτεταμένες οι πρώτες φραγκικές ίλες «τρύπησαν» τη γραμμή των απροστάτευτων τοξοτών και ξεχύθηκαν ορμητικά ανάμεσα από τα κενά της αντίπαλης παράταξης, φθάνοντας μέχρι τις σκηνές των Αιγυπτίων.
Το αιγυπτιακό πεζικό βρέθηκε περικυκλωμένο χωρίς ελπίδα διαφυγής, καθώς οι Φράγκοι ιππείς βρίσκονταν παντού, κομματιάζοντας με ξίφη και τσεκούρια όσους φυγάδες εγκατέλειπαν τις θέσεις τους. Γνωρίζοντας ότι ήταν μια μάχη χωρίς ελπίδα παράδοσης, οι Σουδανέζοι πολεμούσαν επίσης παθιασμένα, αντιλαμβανόμενοι ότι οι Φράγκοι δεν θα τους έδειχναν έλεος.
Την ολοκληρωτική κατάρρευση του στρατού των Φατιμίδων διευκόλυνε το ότι την ώρα της χριστιανικής επίθεσης, μονάδες ιππικού από το αριστερό πλευρό των Αιγυπτίων είχαν εγκαταλείψει κρυφά τις θέσεις τους με σκοπό να πολιορκήσουν τη Χάιφα και στη συνέχεια να βρεθούν αιφνιδιαστικά στα νώτα των χριστιανών. Το σχέδιο απέτυχε και κατά την εξέλιξη της μάχης ο αιγυπτιακός στρατός εγκατέλειψε τη Ράμλα, ηττημένος για τρίτη φορά, αφήνοντας πίσω του περίπου 4.000 νεκρούς. Οι χριστιανικές απώλειες ήταν περίπου 1.000 νεκροί.
Επίλογος
Μέχρι το 1120 οι επιδρομές των Αιγυπτίων εναντίον της Ράμλα παρουσίασαν σχετική ύφεση. Οι Φράγκοι, υπό την ηγεσία του Βαλδουίνου Α΄, συνέχισαν τις κατακτήσεις στα παράλια, αποσπώντας από τους Άραβες τη Σιδώνα και τη Βηρυτό το 1110.
Ο βασιλιάς απεβίωσε το 1118 και τον διαδέχθηκε ο Βαλδουίνος Λε Μπουργκ ως Βαλδουίνος Β΄. Πέντε χρόνια αργότερα καταλήφθηκε και η Τύρος. Ανατολικά το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ επεκτάθηκε στην περιοχή της Υπεριορδανίας, πέρα από την ανατολική όχθη του Ιορδάνη, φθάνοντας την περίοδο της ακμής του μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα, στον κόλπο της Άκαμπα.
Στον βορρά οι Φράγκοι της Αντιόχειας διατήρησαν το τακτικό πλεονέκτημα απέναντι στους εμίρηδες, που εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ τους αλλά και με την κεντρική ηγεσία στη Βαγδάτη.
Η οριακή ισορροπία δυνάμεων διατηρήθηκε στη Συρία μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο πολέμαρχος Ζενγκί, ο οποίος ένωσε υπό το σκήπτρο του τη Μοσούλη, τη Δαμασκό και το Χαλέπι, δρομολογώντας τα δραματικά γεγονότα που οδήγησαν τα Χριστούγεννα του 1144 στην κατάληψη της Έδεσσας και στη διοργάνωση της Β΄ Σταυροφορίας.
Πιο συγκεκριμένα, ο Σελτζούκος αταμπέγκ (κυβερνήτης) της Μοσούλης, Ιμάντ αντ-Ντιν Ζενγκί, που είχε καταφέρει να κυριεύσει και το Χαλέπι, κατέλαβε το 1144 την Έδεσσα, καταλύοντας το σταυροφορικό κράτος του οποίου ήταν έδρα. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με προβλήματα στο εσωτερικό της επικράτειάς του και δύο χρόνια αργότερα δολοφονήθηκε από έναν αξιωματικό του.
Ο γιος του και σουλτάνος του Χαλεπιού, Νουρεντίν, αντιμετώπισε με επιτυχία την εξέγερση των Αρμενίων της Έδεσσας που υποστηρίχθηκε και από τον παλιό κόμη της, Ζοσελέν Β΄, άρχισε να πιέζει επικίνδυνα την Αντιόχεια και αναδείχθηκε στο σημαντικότερο αντίπαλο των ηγετών της Β΄ Σταυροφορίας για τα επόμενα 30 χρόνια…