Το Βιετνάμ εμφανίστηκε ως ανεξάρτητη χώρα για πρώτη φορά το 207 π.Χ., όταν ο στρατηγός Τρίου Ντα απέσπασε τη χώρα από τους Κινέζους και εγκαθίδρυσε δική του δυναστεία.
Το 111 π.Χ. όμως οι Κινέζοι επανήλθαν και κατέλαβαν το Βιετνάμ, το οποίο και κράτησαν υπό την εξουσία τους για τα επόμενα 1.000 περίπου χρόνια.
Τον 10ο αιώνα μ.Χ. το Βιετνάμ επανέκτησε την ανεξαρτησία του από την Κίνα. Μεταξύ του 939 και του 1400 μ.Χ. οι Βιετναμέζοι πολέμησαν διαδοχικά κατά των Κινέζων, των Καμποτζιανών, του βασιλείου του Σαμπά (στα νότια) και των Μογγόλων.
Οι Κινέζοι κατόρθωσαν να καταλάβουν τη χώρα το 1407, αλλά και πάλι εκδιώχθηκαν το 1427. Οι νικητές Βιετναμέζοι κατέλαβαν το 1471 το βασίλειο του Σαμπά και επέκτειναν την εξουσία τους μέχρι την κινεζική θάλασσα, στα νότια. Εμφύλιες συγκρούσεις ταλάνισαν τη χώρα τον 18ο αιώνα. Τελικά, το 1802 ο Νγκουέν Αν, με τη βοήθεια των Γάλλων, κατέλαβε την Αρχή, ενοποίησε τη χώρα και ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας.
Η παρουσία των Ευρωπαίων στο Βιετνάμ μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1516, όταν οι Πορτογάλοι ίδρυσαν εμπορικούς σταθμούς στα παράλια. Ακολούθησαν οι Ισπανοί και οι Γάλλοι. Σημαντική επίδραση είχε στη βιετναμική Ιστορία ένας Γάλλος ιερέας, ο Αλεξάντρ ντε Ροντ, ο οποίος δημιούργησε ένα νέο βιετναμικό αλφάβητο, με λατινικούς χαρακτήρες.
Το 1680 ιδρύθηκε στο Ανόι γαλλικός εμπορικός σταθμός. Τα επόμενα χρόνια οι Γάλλοι, εκμεταλλευόμενοι την εξασθένηση Πορτογάλων και Ισπανών, αύξησαν την επιρροή τους στο Βιετνάμ, συμμετέχοντας ενεργά στους πολέμους και προσφέροντας μισθοφόρους και όπλα στους Βιετναμέζους πρίγκιπες.
Ωστόσο, η διείσδυση των Γάλλων και η διάδοση του χριστιανισμού προκάλεσε την αντίδραση των Βιετναμέζων αυτοκρατόρων, οι οποίοι από το 1820 άρχισαν μεγάλη εκστρατεία κατά των Γάλλων εμπόρων και ιεραποστόλων. Πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν και άλλοι φυλακίστηκαν ή εκδιώχθηκαν.
Η γαλλική απάντηση ήρθε το 1847, με τον βομβαρδισμό του λιμανιού του Ντα Νανγκ. Το 1857, όταν ο αυτοκράτορας Του Ντουκ αρνήθηκε να εγγυηθεί τη θρησκευτική ελευθερία των χριστιανών, αλλά και τα δικαιώματα των Γάλλων εμπόρων αναφορικά με την επαγγελματική τους δραστηριότητα, ο Ναπολέων ο Γ’ της Γαλλίας αντέδρασε άμεσα.
Ο γαλλικός Στόλος, υπό τον ναύαρχο ντε Γκενουίγ, κατέλαβε στις 17 Φεβρουαρίου 1859 την Ντα Νανγκ. Η επιχείρηση ήταν ενταγμένη στην ευρύτερη σύγκρουση, γνωστή με το όνομα Β΄ Πόλεμος του Οπίου.
Οι Γάλλοι, έχοντας νικήσει μαζί με τους Βρετανούς τους Κινέζους, άρχισαν να μεταφέρουν δυνάμεις στο Βιετνάμ και το 1861 είχαν θέσει υπό τον έλεγχό τους την περιοχή της Σαϊγκόν και τις επαρχίες βόρεια αυτής. Το 1867, ο αυτοκράτορας Του Ντουκ υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει τις γαλλικές κατακτήσεις στη λεγόμενη περιοχή της Κογχικίνας.
Στο μεταξύ, οι Γάλλοι είχαν κυριεύσει και την Καμπότζη, την οποία ανακήρυξαν προτεκτοράτο τους. Οι Γάλλοι εξάπλωναν την κυριαρχία τους ολοένα και περισσότερο και μέχρι το 1893 ολόκληρη η Ινδοκίνα (το Λάος, η Καμπότζη και ολόκληρο το Βιετνάμ) βρισκόταν υπό τον έλεγχό τους.
Αντίσταση
Η αντίσταση στη γαλλική αποικιοκρατία ξεκίνησε ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Αρχικά οι Βιετναμέζοι ζήτησαν τη βοήθεια της Ιαπωνίας, της οποίας το κύρος είχε κατακόρυφα αυξηθεί, μετά τη νίκη της εναντίον της τσαρικής Ρωσίας, το 1904-05. Η Ιαπωνία, όμως, μην επιθυμώντας να έρθει σε ρήξη με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, αρνήθηκε να στηρίξει το κίνημα.
Παρ’ όλα αυτά, μια εξόριστη βιετναμική κυβέρνηση συγκροτήθηκε το 1912 στην Κίνα, με επικεφαλής τον Παν Μπόι Τσάου. Ο Τσάου όμως συνελήφθη το 1925 από Γάλλους πράκτορες και φυλακίστηκε μέχρι τον θάνατό του, το 1940. Αλλά και εντός Βιετνάμ, μια επανάσταση που είχε οργανώσει ο Ντουί Ταν, το 1916, απέτυχε παταγωδώς, όπως και ένα ακόμη κίνημα, υπό τον Τάι Νγκουέν, το 1917.
Το 1920 ιδρύθηκε το εθνικιστικό κόμμα του Βιετνάμ, το οποίο διέθετε και στρατιωτικό σκέλος. Σκοπός του ήταν η απελευθέρωση της χώρας από τους αποικιοκράτες. Επικεφαλής ήταν ο Τάι Χοκ. Τον Φεβρουάριο του 1930, ο Χοκ και οι οπαδοί του επαναστάτησαν.
Το κίνημα όμως σύντομα καταπνίγηκε και ο ίδιος συνελήφθη και εκτελέστηκε από τους Γάλλους. Το 1926 ιδρύθηκε μία ακόμη αντιστασιακή οργάνωση, η Επαναστατική Οργάνωση Νέων Βιετνάμ. Επικεφαλής της ήταν ένας άγνωστος νεαρός, ο Νγκουέν Άι Κουόκ, ο οποίος έμελλε να μείνει στην Ιστορία με το όνομα Χο Τσι Μινχ.
Με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο, ο Χο Τσι Μινχ αναδείχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία του βιετναμικού απελευθερωτικού κινήματος, συνεργαζόμενος με τους Κινέζους, αλλά και με τους Γάλλους, εναντίον των εθνικιστικών βιετναμικών απελευθερωτικών ομάδων.
Το 1930 ένιωσε αρκετά ισχυρός για να κηρύξει τη δική του, κομμουνιστική, αντιγαλλική επανάσταση. Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε και οι Γάλλοι κατέπνιξαν το κίνημα με μεγάλη σκληρότητα, πράγμα το οποίο είχε πάντως και ένα θετικό αποτέλεσμα για τον Χο: συσπείρωσε γύρω του ακόμη περισσότερους Βιετναμέζους.
Χάρη στην καλύτερη οργάνωσή του, την πειθαρχία του και τον φανατισμό των μελών του, το κομμουνιστικό κόμμα κατόρθωσε να παρουσιάσει εαυτόν ως τη μόνη αξιόπιστη λύση για την ανεξαρτησία.
Παρακάμπτοντας τα αντίστοιχα εθνικιστικά ή απελευθερωτικά κινήματα (μερικά εκ των οποίων είχαν και θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως οι θρησκευτικές οργανώσεις Κάο Ντάι και Χόα Χάο), ο Χο Τσι Μινχ παρουσίαζε τη μόνη εγγύηση για την πολυπόθητη ανεξαρτησία.
Τον Σεπτέμβριο του 1940, η χώρα παραδόθηκε από τις Αρχές του Βισί, στους Ιάπωνες. Οι τελευταίοι αποδείχθηκαν εξίσου σκληροί κατακτητές με τους Γάλλους − εάν όχι σκληρότεροι. Σε αυτό το κλίμα, το 1941, ο Χο Τσι Μινχ ίδρυσε την Οργάνωση για την Απελευθέρωση του Βιετνάμ, που εν συντομία ονομάστηκε Βιετμίνχ.
Ο Χο στην αρχή είχε καλές σχέσεις με τους Κινέζους εθνικιστές του Σανγκ Τσάι Σεκ. Παρ’ όλ’ αυτά, το 1942, όταν επισκέφθηκε την Κίνα, συνελήφθη. Απελευθερώθηκε, όμως, και με συμμαχική βοήθεια άρχισε αγώνα κατά των Ιαπώνων. Πολύ αργά, τον Μάρτιο του 1945, οι Ιάπωνες αποφάσισαν να αλλάξουν τακτική και με το σύνθημα «η Ασία στους Ασιάτες», επιχείρησαν −μάταια− να προσεγγίσουν τους ασιατικούς πληθυσμούς.
Με την υποστήριξη των Αμερικανών, οι οποίοι διέθεσαν πλήθος όπλων, πυρομαχικών, εφοδίων και χρημάτων, οι Βιετμίνχ αναδείχθηκαν στους κύριους εχθρούς των Ιαπώνων.
Τον Αύγουστο του 1945, με την παράδοση της Ιαπωνίας, ο Χο κήρυξε γενική εξέγερση που πέτυχε πλήρως. Οι ιαπωνικές φρουρές εκδιώχθηκαν και οι Βιετμίνχ κατέλαβαν στις 2 Σεπτεμβρίου 1945 το Ανόι και ανακήρυξαν την ανεξαρτησία του Βιετνάμ. Η χαρά τους όμως δεν κράτησε πολύ.
Στις 23 Σεπτεμβρίου μεικτά τμήματα Γάλλων του Ντε Γκολ, οπλισμένοι Γάλλοι στρατιώτες του Βισί και οπλισμένοι Γάλλοι άποικοι επιτέθηκαν στο δημαρχείο του Ανόι, το κατέλαβαν και ύψωσαν τη γαλλική σημαία. Ωστόσο, αρχικά τουλάχιστον, ο πόλεμος απεφεύχθη. Οι Γάλλοι αναγνώρισαν το Βιετνάμ ως ανεξάρτητο κράτος, το οποίο όμως θα ήταν μέλος της Συνομοσπονδίας της Ινδοκίνας (ένα πολιτικό μόρφωμα υπό τον απόλυτο έλεγχό τους), στο πλαίσιο της Γαλλικής Ένωσης (οργανισμός αντίστοιχος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας).
Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι στη χώρα θα παρέμεναν πολυάριθμα γαλλικά στρατεύματα, τα οποία προβλεπόταν να αποχωρήσουν σταδιακά σε μια περίοδο έξι έως οκτώ ετών. Οι εθνικιστές Βιετναμέζοι αντέδρασαν έντονα, αλλά η αντίδρασή τους κατεπνίγη από τους Γάλλους, με τη βοήθεια των κομμουνιστών Βιέτ Μινχ! Με τον τρόπο αυτό, ο Χο ξεκαθάρισε το τοπίο από άλλους υποψήφιους σωτήρες.
Αμέσως μετά, όμως, ήρθε η ρήξη. Στις 15 Οκτωβρίου 1946, γαλλικές δυνάμεις κινήθηκαν προς τη Χάιφονγκ, μια παραθαλάσσια πόλη στον Βορρά, για να αναλάβουν τον έλεγχό της. Οι Βιετμίνχ όμως αντέδρασαν και σύντομα ξέσπασαν σφοδρές μάχες.
Γαλλικά πολεμικά πλοία βομβάρδισαν άγρια την πόλη, σκοτώνοντας περί τους 6.000 Βιετναμέζους, πολίτες και αντάρτες μαζί. Τελικά χρειάστηκαν επτά ημέρες άγριων μαχών για να καταλάβουν οι Γάλλοι την πόλη. Ο ηγέτης των Βιετμίνχ στη Χάιφονγκ, κάποιος Βο Νγκουέν Γκιαπ, αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Ο πόλεμος αρχίζει!
Οι Γάλλοι προχώρησαν στην υλοποίηση των πολιτικών τους σχεδίων, καλώντας τον πρίγκιπα Μπάο Ντάι να αναλάβει τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης ανδρείκελων στο Βιετνάμ, επιχειρώντας έτσι να νομιμοποιήσουν την κατοχή τους. Παράλληλα, αύξησαν τη στρατιωτική τους παρουσία στη χώρα. Το 1949 υπηρετούσαν στο Βιετνάμ περισσότεροι από 150.000 Γάλλοι στρατιώτες.
Τότε όμως συνέβη ένα γεγονός καταλυτικής σημασίας: ο κινεζικός εμφύλιος πόλεμος έληξε με πλήρη επικράτηση των κομμουνιστών του Μάο Τσε Τουνγκ. Με τον τρόπο αυτό, άνοιξε διάπλατα ο δρόμος για την ενίσχυση των Βιετμίνχ. Ο επικεφαλής τους, ο στρατηγός πλέον Γκιαπ, στάθμισε την κατάσταση και τον Φεβρουάριο του 1950 θεώρησε πως ήταν αρκετά ισχυρός για να ξεκινήσει ανοιχτό πόλεμο κατά των Γάλλων.
Στις 16 Σεπτμεβρίου 1950, ο Γκιάπ επιτέθηκε με 3.000 περίπου άνδρες εναντίον μιας μικρής γαλλικής βάσης στο Ντονγκ Κε. Τη βάση φρουρούσαν 260 άνδρες της Λεγεώνας των Ξένων.
Ύστερα από άγρια μάχη, οι Λεγεωνάριοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη βάση. Μετά την πρώτη αυτή νίκη ο Γκιαπ επιτέθηκε αιφνιδιαστικά, κοντά στο Κάο Μπανγκ, σε δύο γαλλικά τμήματα, διαλύοντάς τα.
Οι επιζώντες Γάλλοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Επρόκειτο για μία από τις χειρότερες και τις πλέον ντροπιαστικές ήττες στη γαλλική στρατιωτική ιστορία. Οι Γάλλοι έχασαν 6.000 άνδρες από τους 10.000 που συνολικά ενεπλάκησαν! Επίσης, οι Βιετμίνχ κυρίευσαν και μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού: 125 όλμους, 13 πυροβόλα, 9.800 ατομικά τυφέκια και υποπολυβόλα και 450 φορτηγά.
Μέσα σε αυτό το κλίμα της ήττας, οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να στείλουν στο Βιετνάμ τον καλύτερο στρατηγό τους, τον ήρωα του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου, ντε Λατρ ντε Τασινί. Στις 14-15 Ιανουαρίου 1951, οι ντε Τασινί και Γκιαπ μονομάχησαν προσωπικά, στη μάχη του Βιν Γιεν. Ο Γκιαπ επιτέθηκε στην εκεί γαλλική βάση με 2 μεραρχίες.
Αμέσως ο ντε Τασινί συγκέντρωσε 8.000 άνδρες στην περιοχή και με τη βοήθεια της Αεροπορίας συνέτριψε τις μεραρχίες του Γκιάπ. Οι απώλειες των Βιετναμέζων ήταν τρομακτικές. Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 8.000. Άλλοι τόσοι ήταν οι τραυματίες, ενώ 600 αιχμαλωτίστηκαν.
Οι απώλειες των Γάλλων ήταν μικρές. Ακολούθησαν δύο ακόμη μεγάλες νίκες του ντε Τασινί, στο Μάο Κε, τον Μάρτιο του 1951 και στον ποταμό Ντέι, τον Ιούνιο. Εκμεταλλευόμενος τις νίκες του, ο ντε Τασινί οργάνωσε μια σειρά οχυρωμένων βάσεων –σημείων στηρίγματος– στα βιετναμοκινεζικά σύνορα, τη λεγόμενη «Γραμμή Τασινί». Επίσης, οργάνωσε άτακτα τμήματα από ντόπιους αντικομμουνιστές, αλλά και άρχισε να συγκροτεί τον βιετναμικό Στρατό, έναν στρατό υπό γαλλική επίβλεψη, φυσικά.
Στο μεταξύ ο Γκιαπ, έχοντας αναδιοργανώσει τις δυνάμεις του και επιδιώκοντας απελπισμένα μια νίκη, επιτέθηκε στις αρχές Οκτωβρίου 1951 στη γαλλική βάση του Νγκια Λο. Η μάχη της Νγκια Λο κράτησε τέσσερις μέρες. Ο Γκιαπ έριξε σε αυτήν ολόκληρη την 312η Μεραρχία Πεζικού του, αλλά απέτυχε παταγωδώς. Ο ντε Τασινί ενίσχυσε την πολιορκημένη φρουρά από αέρος με εφόδια και αλεξιπτωτιστές και υποχρέωσε τον αντίπαλό του να παραιτηθεί των σχεδίων του, προκαλώντας του μάλιστα καταστροφικές απώλειες.
Μη περιοριζόμενος στις αμυντικές του επιτυχίες, ο ντε Τασινί αποφάσισε να περάσει στην επίθεση. Στόχος της γαλλικής επίθεσης ορίστηκε η πόλη Χόα Μπινχ (80 χλμ. δυτικά του Ανόι), την οποία είχαν υπό τον έλεγχό τους οι Βιετμίνχ και την είχαν μετατρέψει σε ορμητήριό τους. Η επίθεση διεξήχθη με υποδειγματικό τρόπο. Εντελώς ξαφνικά, στις 14 Νοεμβρίου 1951, τρία γαλλικά τάγματα αλεξιπτωτιστών ερρίφθησαν στην πόλη από αέρος και την κατέλαβαν σε λίγα λεπτά, αιφνιδιάζοντας τους αντιπάλους τους.
Την ίδια ώρα, γαλλικές μονάδες προσπαθούσαν να φτάσουν στην πόλη, ανοίγοντας δρόμο μέσα από την ελεγχόμενη από τον εχθρό περιοχή. Μόλις συνήλθαν από τον αρχικό αιφνιδιασμό οι Βιετμίνχ αντέδρασαν άμεσα, επιχειρώντας να ανακόψουν την προέλαση των γαλλικών δυνάμεων, ώστε να απομονώσουν τους Γάλλους αλεξιπτωτιστές.
Η όλη μάχη θύμιζε έντονα την πολύ μεγαλύτερης κλίμακας μάχη του Άρνεμ. Τελικά, οι Γάλλοι κατόρθωσαν να ανοίξουν τον δρόμο μέχρι τους πολιορκημένους τους αλεξιπτωτιστές. Ο στενός διάδρομος όμως που επέτυχαν να διανοίξουν ήταν φρικτά ευπρόσβλητος.
Ο ντε Τασινί είχε δύο επιλογές: ή να υποχωρήσει, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν ή να προσπαθήσει να διατηρήσει ανοιχτό τον δρόμο, εγκαθιστώντας μια σειρά φυλακίων κατά μήκος του. Επέλεξε το δεύτερο. Σύντομα, όμως, ο ίδιος έπρεπε να εγκαταλείψει το Βιετνάμ. Χτυπημένος σκληρά από τον καρκίνο, ο μέχρι τότε νικητής Γάλλος στρατηγός, επέστρεψε στην πατρίδα του όπου και πέθανε τον Ιανουάριο του 1952. Η τελευταία γαλλική ελπίδα είχε σβήσει.
Τον ντε Τασινί αντικατέστησε ο στρατηγός Ραούλ Σαλάν. Αυτός, μη διαθέτοντας τα σιδερένια νεύρα του προκατόχου του, διέταξε την εγκατάλειψη της Χόα Μπινχ, αρχικά, και ολόκληρης της γαλλικής αμυντικής τοποθεσίας, κατά μήκος του Μαύρου ποταμού, κατόπιν.
Ο Σαλάν υποστήριξε ότι εγκατέλειψε τα προκεχωρημένα σημεία άμυνας, για να περικόψει τις απώλειες και για να μπορέσει να συγκεντρώσει δυνάμεις για την εξαπόλυση μιας αποφασιστικής επίθεσης. Ήδη οι ΗΠΑ είχαν εμπλακεί ενεργά στον πόλεμο, παρέχοντας στους Γάλλους πληθώρα υλικού.
Η μεγάλη απογοήτευση όμως για τον Σαλάν ήρθε από τον νεοσυγκροτημένο βιετναμικό Στρατό. Όπως και οι Αμερικανοί μάλλον διαπίστωσαν αργότερα, οι Βιετναμέζοι δεν επέδειξαν μεγάλη προθυμία να πολεμήσουν τους συμπατριώτες τους.
Την ίδια ώρα και οι Βιετμίνχ ενισχύονταν με κάθε τρόπο. Χάρη στους Κινέζους, ο στρατός του Γκιαπ ανασυγκροτήθηκε από τις προηγούμενες ήττες, επανεξοπλίστηκε και αναδιοργανώθηκε. Το μεγαλύτερο μέρος του 1952 κύλησε με μικροσυμπλοκές και αιφνιδιαστικές προσβολές φυλακίων, εκατέρωθεν. Στις 17 Οκτωβρίου 1952, όμως, ο Γκιαπ ήταν έτοιμος να εξαπολύσει τον όγκο των δυνάμεών του κατά του γαλλικού σημείου στηρίγματος της Νγκια Λο, εκεί όπου είχε αποτύχει ένα έτος πριν.
Αυτή τη φορά η γαλλική ηγεσία δεν αντέδρασε αρκετά γρήγορα και η βάση έπεσε, μαζί με μια σειρά άλλων κοντινών φυλακίων. Ήδη ο Γκιαπ είχε επιτύχει ρήγμα και στη νέα γαλλική αμυντική γραμμή. Ο Σαλάν απάντησε, στις 29 Οκτωβρίου, με την Επιχείρηση «Λορένη», μια μεγάλης κλίμακας επιθετική ενέργεια, στην οποία συμμετείχαν 30.000 Γάλλοι στρατιώτες.
Η επίθεση απέτυχε και οι Γάλλοι απογοητευμένοι υποχώρησαν, προδομένοι περισσότερο από τη δική τους επιμελητεία, παρά από την εχθρική δράση.
Μέχρι τον Μάρτιο του 1953 δεν σημειώθηκαν μεγάλες συγκρούσεις. Ο Γκιαπ εδραίωσε τις προηγούμενες επιτυχίες του, εκκαθαρίζοντας τα απελευθερωμένα εδάφη και ο Σαλάν προσπαθούσε να σχεδιάσει τις επόμενές του ενέργειες, για να ξεφύγει από το δημιουργηθέν αδιέξοδο.
Τον Απρίλιο του 1953, ο Γκιαπ εισέβαλε στο Λάος με πολύ ισχυρές, τακτικές δυνάμεις. Παρ’ όλα αυτά, απέφυγε να συγκρουστεί με τους Γάλλους. Αφού ελίχθηκε με επιτυχία, υποχώρησε, αφήνοντας τους Γάλλους να προσπαθούν να γιατρέψουν τις πληγές τους.
Τον Μάιο του 1953 ο στρατηγός Σαλάν αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Ανρί Ναβάρ. Ο Ναβάρ κινήθηκε στα χνάρια των προκατόχων του. Φιλοδοξούσε να καταστήσει τον βιετναμικό Στρατό ικανό να αναλαμβάνει τουλάχιστον αποστολές στατικής άμυνας, ώστε να απαγκιστρώσει τα γαλλικά στρατεύματα και να τα χρησιμοποιήσει πιο επιθετικά. Ζήτησε επίσης την αποστολή ενισχύσεων από τη Γαλλία και υλικού από τις ΗΠΑ.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις πίστευε ότι θα ήταν σε θέση να εκκαθαρίσει οριστικά τους Βιετμίνχ το 1955! Παράλληλα ο Ναβάρ ανέλαβε μερικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, κάποιες από τις οποίες ήταν επιτυχημένες, αλλά ο όγκος των ανδρών του Γκιαπ απλώς υποχώρησε.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Ναβάρ, αφού δεν μπορούσε να εξοντώσει τον αντίπαλο, αποφάσισε να περιορίσει τις κινήσεις του δημιουργώντας ένα πλέγμα οχυρών βάσεων γύρω από το χωριό Ντιεν Μπιεν Φου. Το χωριό καταλήφθηκε από αλεξιπτωτιστές τον Νοέμβριο του 1953 και αμέσως άρχισε η κατασκευή της μεγάλης βάσης, η οποία θα έλεγχε τις προσβάσεις από το Τονκίνο στο Λάος.
Ταυτόχρονα, ο Ναβάρ επιχείρησε να εκκαθαρίσει και τα νότια παράλια του Βιετνάμ, που ελεγχόταν από τους Βιέτ Μινχ. Στις επιχειρήσεις αυτές ενέπλεξε και βιετναμικές δυνάμεις με απολύτως απογοητευτικά αποτελέσματα.
Ντιεν Μπιεν Φου
Όμως η έκβαση του πολέμου επρόκειτο να καθοριστεί βόρεια, 275 χλμ. δυτικά του Ανόι, στο Ντιεν Μπιεν Φου. Η γαλλική βάση εκεί, είχε κατασκευαστεί στο σημείο όπου διασταυρώνονταν τρεις σημαντικοί δρόμοι, σε απόσταση μόλις 16 χλμ. από τα σύνορα με το Λάος. Η βάση εκτεινόταν σε μια περιοχή μήκους 19 χλμ. και πλάτους 16 χλμ. μεταξύ δύο δασωμένων λόφων και προστατευόταν από μια σειρά πρόχειρων οχυρών, στα οποία οι Γάλλοι είχαν δώσει γυναικεία ονόματα, ενώ διέθετε δύο αεροδιαδρόμους.
Τρία ήταν τα βασικά οχυρά – δυτικά το Ουγκέτ, νότια το Κλοντίν και βορειοανατολικά το Ντομινίκ. Άλλα τέσσερα μικρότερα οχυρά (Γκαμπριέλ, Μπεατρίς, Ιζαμπέλ και Αν Μαρί) σχημάτιζαν έναν δεύτερο αμυντικό δακτύλιο. Στο κέντρο της βάσης είχε δημιουργηθεί το οχυρό Ελέν, που αποτελούσε την καρδιά της.
Τη βάση επάνδρωσαν αρχικά 12 γαλλικά τάγματα, υποστηριζόμενα από δύο Μοίρες μέσου πυροβολικού και μια βαριά πυροβολαρχία. Επίσης, η φρουρά διέθετε μια ίλη ελαφρών αμερικανικών αρμάτων Μ 24. Έξι ελαφρά βομβαρδιστικά στάθμευαν μόνιμα στη βάση, επιτρέποντας στον διοικητή της, συνταγματάρχη Πιρότ, να ελέγχει την περιοχή και να πλήττει άμεσα κάθε προσεγγίζουσα εχθρική δύναμη.
Οι Γάλλοι περίμεναν την επίθεση του Γκιαπ κατά της βάσης, βέβαιοι ότι θα την απέκρουαν εύκολα.
Δεν είχαν ιδέα τι όγκο δυνάμεων όμως σκόπευε να εξαπολύσει εναντίον τους ο Γκιαπ. Ο ανεξάντλητος όγκος των Βιετμίνχ και η υπεροχή τους στο πυροβολικό αποτέλεσαν στρατηγικό αιφνιδιασμό, από τον οποίο ο Γάλλοι δεν κατόρθωσαν ποτέ να συνέλθουν.
Αντίθετα με τις προσδοκίες του Πιρότ, ο Γκιαπ συγκέντρωσε περί τα 200 ελαφρά και μέσα πυροβόλα γύρω από τη βάση, μαζί με 50.000 τακτικούς στρατιώτες και περισσότερους από 54.000 άτακτους και βοηθητικούς. Οι Βιετναμέζοι έσυραν με τα χέρια τα πυροβόλα τους μέσα στη ζούγκλα και τα έθεσαν σε θέσεις βολής, σχηματίζοντας ένα φονικό δακτύλιο γύρω από τους Γάλλους.
Στις 10 Μαρτίου 1954 τα βιετναμικά πυροβόλα άνοιξαν πυρ. Δευτερόλεπτα αργότερα, οι πρώτες εκρήξεις των οβίδων «ξύπναγαν» τους Γάλλους από τη μακαριότητά τους, τινάζοντας στον αέρα τα σιδηρά πλέγματα των αεροδιαδρόμων.
Πρώτος στόχος του Γκιαπ ήταν η καταστροφή των αεροδιαδρόμων, ώστε να επιτευχθεί η πλήρης απομόνωση της φρουράς. Ο στόχος αυτός επετεύχθη, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των πολιορκημένων, οι οποίοι επισκεύαζαν με κάθε διαθέσιμο μέσο τη μοναδική οδό που μπορούσε να τους κρατήσει στη ζωή. Απέναντι όμως στα 200 βιετναμικά πυροβόλα, οι Γάλλοι μπορούσαν να αντιπαρατάξουν μόνο 28.
Ηττημένοι από την αρχή στη μονομαχία του πυροβολικού, οι πολιορκημένοι Γάλλοι πολέμησαν πράγματι ηρωικά, ιδιαίτερα οι μονάδες της Λεγεώνας των Ξένων. Παρ’ όλα αυτά, ο Γκιαπ πέτυχε να διασπάσει την πρώτη γαλλική γραμμή άμυνας. Ο Πιρότ, στο άκουσμα της είδησης, προτίμησε να αυτοκτονήσει, στις 15 Μαρτίου, αφήνοντας τη φρουρά και ακέφαλη.
Η μάχη ωστόσο συνεχίστηκε άγρια. Οι Γάλλοι, στα χαρακώματα, αγωνίστηκαν με θάρρος, αποκρούοντας τις κατά κύματα εξαπολυόμενες εφόδους του εχθρικού πεζικού. Σιγά σιγά όμως υπέκυπταν. Στις 18 Μαρτίου τα οχυρά Μπεατρίς, Γκαμπριέλ και Αν Μαρί είχαν καταληφθεί. Αμέσως οι Βιετναμέζοι τοποθέτησαν αντιαεροπορικά πυροβόλα στα οχυρά, αποκλείοντας τον εναέριο ανεφοδιασμό της φρουράς.
Τώρα πια, εφόδια έρχονταν στη φρουρά μόνο τη νύχτα, με μεμονωμένα αεροσκάφη που εκτελούσαν ρίψεις. Έχοντας εδραιωθεί στις καταληφθείσες θέσεις, οι άνδρες του Γκιαπ ετοιμάστηκαν μεθοδικά για την τελική έφοδο.
Η τελική βιετναμική επίθεση ξεκίνησε στις 30 Μαρτίου. Το πεζικό τους εξορμούσε κατά κύματα. Οι Γάλλοι μάταια προσπαθούσαν να διατηρήσουν τις αμυντικές τους περιμέτρους. Όρυγμα το όρυγμα, χαράκωμα το χαράκωμα, οι Βιετναμέζοι πλημμύριζαν και τις τελευταίες γαλλικές νησίδες αντίστασης.
Όταν οι επιτιθέμενοι πηδούσαν στα χαρακώματα, ήταν η ώρα να δράσει η ξιφολόγχη. Η μάχη θύμιζε μεσαιωνικό μακελειό.
Οι μεγαλόσωμοι Γάλλοι και λεγεωνάριοι, πολεμούσαν απεγνωσμένα εναντίον πέντε με έξι μικρόσωμων Βιετναμέζων ο καθένας. Μια άγρια, θανάσιμη πάλη ξεσπούσε, λες και είχαν ξαναζωντανέψει οι πολεμιστές του Βερντέν. Με τη δύναμη της απελπισίας, τα γαλλικά τμήματα, πολέμησαν πραγματικά ηρωικά. Και τα κατάφεραν.
Οι τεράστιες απώλειες των δυνάμεών του, υποχρέωσαν τον Γκιαπ να διακόψει την επίθεση στις 6 Απριλίου. Οι Γάλλοι κρατούσαν ακόμα τα οχυρά Ελέν, Κλοντίν και Ιζαμπέλ, και μέρος του οχυρού Ουγκέτ. Οι πολιορκημένοι όμως δεν είχαν καμία ελπίδα. Οι απώλειές τους δεν μπορούσαν να αναπληρωθούν. Τα πυρομαχικά έλειπαν και το ηθικό έπεφτε.
Ο Γκιαπ από την πλευρά του, αφού ξεκούρασε τις δυνάμεις του και αναπλήρωσε τις απώλειές του, την 1η Μαΐου, έριξε 50.000 άνδρες και πάλι στην επίθεση. Η ενέργεια αυτή απέβη αποτελεσματική.
Το βράδυ της 7ης Μαΐου, ο διοικητής της 308ης Μεραρχίας ενημέρωνε τον Γκιαπ ότι οι δυνάμεις τους είχαν καταλάβει το τελευταίο εχθρικό σημείο στηρίγματος, το οχυρό Ελέν. Η μάχη του Ντιεν Μπιεν Φου είχε λήξει.
Οι Γάλλοι είχαν υποστεί μία από τις ατιμωτικότερες ήττες της ιστορίας τους. Οι δυνάμεις τους απώλεσαν 2.293 νεκρούς και 5.134 τραυματίες. Άλλοι 11.000 άνδρες τους αιχμαλωτίστηκαν. Πολλοί από τους τραυματίες και από τους αιχμαλώτους πέθαναν κατά την πορεία ή κατά την παραμονή τους στα βιετναμικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Αλλά και η Αεροπορία τους πλήρωσε βαρύ τίμημα, στην προσπάθειά της να ανακουφίσει την πολιορκημένη φρουρά.
Οι Γάλλοι παραδέχθηκαν την απώλεια 167 αεροσκαφών τους. Οι Βιετναμέζοι υποστήριξαν ότι είχαν καταρρίψει περισσότερα.
Και για τον Γκιαπ, βέβαια, η νίκη δεν ήταν αναίμακτη. Ακριβώς το αντίθετο, μάλιστα. Σκοτώθηκαν περισσότεροι από 8.000 άνδρες του και άλλοι 15.000 τραυματίσθηκαν. Το αποτέλεσμα όμως άξιζε τη θυσία.
Η νίκη στο Ντιεν Μπιεν Φου σήμανε και το τέλος της γαλλικής παρουσίας στην Ινδοκίνα.