Το πρωινό της 19ης Ιουνίου 1815, καθισμένος στο ταπεινό δωμάτιο ενός πανδοχείου στο Βατερλώ, όπου είχε εγκαταστήσει το πρόχειρο στρατηγείο του, ο δούκας του Ουέλινγκτον απηύθυνε στο βρετανικό υπουργείο Πολέμου την πρώτη, συνοπτική, επίσημη αναφορά του για την ομώνυμη μάχη της προηγούμενης ημέρας. Περιγράφοντας το κρίσιμο σημείο των γεγονότων, σημείωνε: «Η θέση την οποία κατέλαβα στο Βατερλώ βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών από το Charleroi και το Nivelles, με το δεξιό άκρο να φτάνει σε μια ρεματιά κοντά στο Merke Braine και το αριστερό να εκτείνεται σε ένα ύψωμα πάνω από το χωριουδάκι Ter la Haye. Εμπρός από τα δεξιά του κέντρου, και κοντά στο δρόμο του Nivelles, κατείχαμε την οικία και τους κήπους του Hougoumont, που κάλυπτε το πλευρό μας. Και εμπρός από τα αριστερά του κέντρου κατείχαμε την αγροικία La Haye Sainte. Προς τα αριστερά μας, μέσω του Ohain, επικοινωνούσαμε με το Στρατάρχη Πρίγκιπα Blecher στο Wavre, ο οποίος μου είχε υποσχεθεί ότι, σε περίπτωση που δεχόμασταν επίθεση, θα μας υποστήριζε με ένα ή περισσότερα σώματα, ανάλογα με την ανάγκη που θα υπήρχε.
Με την εξαίρεση του (Γαλλικού) Γ’ Σώματος Στρατού, που είχε σταλεί να παρακολουθεί το Στρατάρχη Blecher, ο εχθρός συγκέντρωσε το στράτευμά του τη νύχτα της 17ης (Ιουνίου) σε μια σειρά υψωμάτων έναντι του μετώπου μας και χθες (18 Ιουνίου) γύρω στις 10 η ώρα άρχισε μια furious επίθεση στις θέσεις μας στο Hougoumont. Κατείχα αυτή τη θέση με ένα απόσπασμα της Ταξιαρχίας Φρουρών του Στρατηγού Byng, υπό τις διαταγές αρχικά του Αντισυνταγματάρχου Macdonell και κατόπιν του Συνταγματάρχου Home. Είμαι δε ευτυχής να προσθέσω ότι η θέση αυτή κρατήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας από αυτούς τους γενναίους στρατιώτες, που αντέστησαν στις αλλεπάλληλες προσπάθειες μεγάλων τμημάτων του εχθρού να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την τοποθεσία.
Αυτή η επίθεση στο δεξιό του κέντρου μας συνοδεύτηκε από έναν πυκνό κανονιοβολισμό καθ’ όλο το μήκος της γραμμής μας, που στόχευε στην υποστήριξη αλλεπάλληλων επιθέσεων ιππικού και πεζικού. Σε μια από αυτές τις επιθέσεις ο εχθρός κατέλαβε την αγροικία La Haye Sainte, καθώς το απόσπασμα της Ελαφράς Ταξιαρχίας της Γερμανικής Λεγεώνας, που την κατείχε, είχε εξαντλήσει το σύνολο των πολεμοφοδίων του. […]
Το εχθρικό ιππικό κατ’ επανάληψιν επετέθη ανεπιτυχώς κατά του πεζικού μας […]. Αυτές οι επιθέσεις επαναλαμβάνονταν έως περίπου τις επτά το βράδυ, όταν ο εχθρός κατέβαλε απέλπιδα προσπάθεια με το ιππικό και το πεζικό του, υποστηριζομένων από το πυροβολικό, να εκβιάσει το κέντρο της παρατάξεώς μας, κοντά στην αγροικία La Haye Sainte.
Μετά από σκληρό αγώνα το εγχείρημα απέτυχε. Παρατηρώντας ότι τα στρατεύματα αποσύρονταν από την επίθεση με μεγάλη σύγχυση και ότι η πορεία του προερχομένου εκ του Frischermont σώματος του Στρατηγού Below προσέγγιζε το Planchenois και την Belle Alliance, καθώς έβλεπα το πυρ των κανονιών του, και ενώ ο Στρατάρχης Πρίγκιπας Blecher αυτοπροσώπως, προερχόμενος από το Ohain, προστέθηκε με ένα σώμα του στρατού του στα αριστερά της γραμμής μας, απεφάσισα να επιτεθώ κατά του εχθρού και αμέσως προώθησα το πεζικό κατά μήκος όλου του μετώπου, με την υποστήριξη του ιππικού και του πυροβολικού.
Η επίθεση υπήρξε επιτυχής σε όλα τα σημεία: Ο εχθρός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις οχυρές του θέσεις, να διασκορπιστεί με πλήρη σύγχυση, αφήνοντας πίσω του, καθ’ όσον μπορώ να εκτιμήσω, 150 πυροβόλα με τα πυρομαχικά τους, τα οποία έπεσαν στα χέρια μας.
Συνέχισα την καταδίωξη επί μακρόν μετά την πτώση του σκότους, σταματώντας μόνο εξαιτίας της κούρασης των στρατευμάτων μας, που πολεμούσαν επί δωδεκάωρο, και επειδή συνάντησα καθ’ οδόν τον Στρατάρχη Blecher, που με διαβεβαίωσε για την πρόθεσή του να καταδιώξει τον εχθρό καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Έλαβα μήνυμά του σήμερα το πρωί ότι κατέλαβε 60 κανόνια της Αυτοκρατορικής Φρουράς και αρκετές άμαξες, αποσκευές κτλ. που ανήκαν στον Βοναπάρτη».
Αφού έπλεκε το εγκώμιο μιας πλειάδας Βρετανών αξιωματικών που διακρίθηκαν στο πεδίο της μάχης, ο Ουέλινγκτον κατέληγε με μια μελετημένη κίνηση γαλαντομίας προς το σύμμαχό του: «Δεν θα ήμουν δίκαιος έναντι των αισθημάτων μου ή έναντι του Στρατάρχου Blecher και του Πρωσικού Στρατού εάν δεν απέδιδα το επιτυχές αποτέλεσμα αυτής της δυσχερούς ημέρας στην εγκάρδια και έγκαιρη επικουρία που μου παρείχαν. Η επιχείρηση του Στρατηγού Below στο πλευρό του εχθρού υπήρξε λίαν αποφασιστική. Ακόμη και εάν δεν είχα βρεθεί στην κατάλληλη συγκυρία να πραγματοποιήσω εγώ την επίθεση που παρήγαγε το τελικό αποτέλεσμα, θα είχε εξαναγκάσει τον εχθρό να αποσυρθεί εάν οι επιθέσεις του αποτύγχαναν -και θα τον είχε εμποδίσει να τις εκμεταλλευτεί εάν, παρ’ ελπίδα, είχαν επιτύχει».
Αφού σφράγισε την αναφορά του, ο Ουέλινγκτον την εμπιστεύτηκε στον Harry Percy, το μόνο υπασπιστή του που είχε επιβιώσει χωρίς σοβαρά τραύματα από τη μάχη. Ο Percy τύλιξε την αναφορά σε ένα βελούδινο μαντίλι που του είχε δώσει μία θαυμάστριά του καθώς εγκατέλειπε βιαστικά τον περίφημο χορό της Δούκισσας του Richmond στις Βρυξέλλες, την παραμονή της μάχης.
Αν και είχε να κοιμηθεί έξι ημέρες, δεν έχασε στιγμή. Κάλπασε μέχρι την ακτή, διέσχισε τη φουρτουνιασμένη Μάγχη, συνέχισε αδιάκοπα μέχρι το Λονδίνο και, με τη χρυσοπόρφυρη στολή του σκισμένη, βρόμικη και γεμάτη αίματα, εισέβαλε στην αίθουσα του Ανακτόρων του St James κρατώντας δύο γαλλικές σημαίες-λάφυρα και, γονατίζοντας ενώπιον του Αντιβασιλέα, του έτεινε την αναφορά. Η σκηνή ήταν πράγματι σεξπιρική.
Με την αναφορά του αυτή, που δημοσιεύτηκε αμέσως στους «Times» της 22ας Ιουνίου 1815, ο Ουέλινγκτον εδραίωσε εσαεί (;) στη βρετανική και, εν πολλοίς, στην παγκόσμια κοινή γνώμη την πεποίθηση ότι το Βατερλώ υπήρξε αποτέλεσμα αφενός της γενναίας άμυνας του Βρετανικού Στρατού όλη την ημέρα και αφετέρου της δικής του αποφασιστικότητας, που τον οδήγησε στην τελική επίθεση, έχοντας ωστόσο την ευγενή καλοσύνη να αναγνωρίσει ότι και οι Πρώσοι -εμφανιζόμενοι πάντως αφού η ύστατη επιθετική προσπάθεια του Ναπολέοντα είχε ήδη αποκρουστεί με επιτυχία- διαδραμάτισαν έναν αξιοπρόσεκτο μεν αλλά δευτερεύοντα και επικουρικό ρόλο.
Ο William Siborne εισέρχεται στη σκηνή
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 1830, ενώ ο ένδοξος Στρατάρχης ήταν πλέον ο πανίσχυρος πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, ο τότε επικεφαλής του Βρετανικού Στρατού Λόρδος Rowland Hill ανέθεσε σ’ έναν άσημο υπολοχαγό ονόματι William Siborne να κατασκευάσει μια τρισδιάστατη μακέτα της περίφημης μάχης, που θα διαιώνιζε τη μνήμη του μεγάλου επιτεύγματος του «Σιδηρού Δουκός» και θ’ αποτελούσε το κεντρικό έκθεμα στο υπό ανέγερση τότε νέο Πολεμικό Μουσείο.
Ο Siborne, γεννημένος το 1797, δεν είχε καν λάβει μέρος στο Βατερλώ, αλλά είχε τη φήμη μορφωμένου και ευσυνείδητου αξιωματικού, με πάθος για την ιστορία και ειδικού σε θέματα τοπογραφίας. Η πρόταση αυτή του έδινε την ευκαιρία να αναδειχθεί και έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Ταξίδευσε στο Βέλγιο, όπου επί οκτώ εβδομάδες μελετούσε σπιθαμή προς σπιθαμή το πεδίο της μάχης, αποτυπώνοντας κάθε πτυχή του εδάφους, κάθε χαμόσπιτο, κάθε μαντρούλα. Μανιακός ως προς την ακριβή απεικόνιση και της τελευταίας λεπτομέρειας, έφτασε στο σημείο να διερευνήσει το είδος των σπαρτών που φύτρωνε σε κάθε χωράφι ξεχωριστά εκείνο τον Ιούνιο του 1815. Τα έξοδα του ταξιδιού του αποζημιώθηκαν κανονικά από το δημόσιο ταμείο και όλα φαίνονταν να βαδίζουν κατ’ ευχήν.
Επιστρέφοντας στην έδρα του, ο Siborne επικοινώνησε με όσους επιζώντες Βρετανούς αξιωματικούς κατόρθωσε να εντοπίσει, ζητώντας τους να του περιγράψουν τη σύγκρουση όπως την έζησαν από το πόστο τους ο καθένας. Δεν αρκέστηκε όμως μόνο σε αυτό, αλλά πέτυχε να αποκτήσει πρόσβαση στα ολλανδικά αρχεία (οι Ολλανδοί είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Βρετανών), ενώ παράλληλα ήρθε σε επαφή με το γαλλικό υπουργείο Πολέμου και το πρωσικό Γενικό Επιτελείο. Έλαβε περισσότερες από 700 απαντήσεις βετεράνων, συχνά εμπλουτισμένες με σχέδια και πλήθος επίσημων εγγράφων, διαταγών, αναφορών, υπομνημάτων κτλ., συγκροτώντας έτσι το πληρέστερο αρχείο για το Βατερλώ που υπήρξε ποτέ.
Το αποτέλεσμα ήταν η μεγαλύτερη μακέτα στην ιστορία. Σε μια ξύλινη βάση 38 τετραγωνικών μέτρων (420 sq. ft.) απεικονίζονταν τρισδιάστατα οι κάμποι, οι λόφοι, τα χωριά, οι αγροικίες, το οδικό δίκτυο και 115.000 μεταλλικά στρατιωτάκια (ένα για κάθε δύο πραγματικούς στρατιώτες), ύψους 10 χιλιοστών το καθένα, πεζοί, ιππείς και πυροβολητές με τα κανόνια τους. Κάθε στρατιωτάκι είχε κατασκευαστεί χωριστά, με τη στολή και τα διάσημα που αντιστοιχούσαν στη μονάδα του. Η μακέτα αποτύπωνε τη μάχη του Βατερλώ στην πιο κρίσιμη ώρα της: στις 7.15 μ.μ. της 18ης Ιουνίου 1815.
Στο μεταξύ, ο Ουέλινγκτον είχε ανατραπεί από την πρωθυπουργία και η νέα κυβέρνηση των Φιλελευθέρων έδειξε απρόθυμη να συνεχίσει τη χρηματοδότηση ενός σχεδίου προορισμένου κατά τα φαινόμενα να εξυμνεί τα επιτεύγματα του επικεφαλής των Συντηρητικών. Ήταν η πρώτη αναποδιά που αντιμετώπισε ο Siborne, ο οποίος όμως συνέχισε απτόητος να δουλεύει τη μακέτα στον ελεύθερο χρόνο του, δανειζόμενος χρήματα προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του έργου, βέβαιος καθώς ήταν ότι η ανταπόκριση που θα έβρισκε το έργο του στο κοινό θα τον αποζημίωνε για τα έξοδα και τους κόπους του.
Ουέλινγκτον: «Δεν μπορώ να θυμηθώ τη θέση των Πρώσων»
Το 1836, ελέγχοντας τα τελικά προσχέδια του Siborne, ο Ουέλινγκτον τα βρήκε καταρχήν ικανοποιητικά, σχολίασε όμως ότι «δεν μπορούσε να θυμηθεί με βεβαιότητα την ακριβή θέση των μονάδων, ειδικότερα των Πρώσων».
Ο υπαινιγμός ήταν εμφανής, καθώς η μακέτα έδειχνε στις 7.15 το βράδυ της 18ης Ιουνίου 1815 48.000 Πρώσους να βρίσκονται ήδη σε πλήρη επίθεση σε όλο το ανατολικό πεδίο της μάχης, έχοντας δεσμεύσει το σύνολο σχεδόν των γαλλικών εφεδρειών, ενώ οι Βρετανοί μετά βίας κρατούσαν τις θέσεις τους απέναντι στην ούτως ή άλλως αποδυναμωμένη, λόγω ακριβώς του διμέτωπου αγώνα, επίθεση του Ναπολέοντα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, το έργο του Siborne έθετε σε αμφισβήτηση την ειλικρίνεια της επίσημης αναφοράς του ήρωα του Βατερλώ.
Ο γραμματέας του Ουέλινγκτον λόρδος Somerset έσπευσε να γράψει στον Siborne επισημαίνοντας το «σφάλμα» του και ζητώντας του να μεταβάλει τις θέσεις των στρατευμάτων στη μακέτα, προσαρμόζοντάς τις στην κρατούσα άποψη. Έκπληκτος ο τελευταίος απάντησε ότι είχε διερευνήσει εξαντλητικά το θέμα και ήταν βέβαιος για την ακρίβεια του σχεδίου του.
Η συνέχεια δείχνει ότι ο Siborne δεν είχε προφανώς αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης και τη σπουδαιότητα του διακυβεύματος. Όταν το περιβάλλον του Δούκα έπεισε τον Ουέλινγκτον να συγκατανεύσει σε μια κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον αυθάδη υπολοχαγό, προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα, ο τελευταίος αρνήθηκε να μεταβεί στο Λονδίνο (υπηρετούσε τότε στο Δουβλίνο), επικαλούμενος έλλειψη χρημάτων και χρόνου!
Ήταν προφανές πλέον ότι η επίμονη, μέχρις αφελείας, απόφαση του ξεροκέφαλου Siborne να δημιουργήσει μια ιστορικά έγκυρη αναπαράσταση εκείνου του απογεύματος του 1815 τον οδηγούσε σε ευθεία μετωπική σύγκρουση με το σημαντικότερο στρατιωτικό ηγέτη της Αγγλίας, που ήταν αποφασισμένος να προστατέψει τη δημόσια εικόνα του.
Αρχικά οι επιπτώσεις ήταν περιορισμένες, καθώς η πρώτη φάση της σύγκρουσης έλαβε χώρα στο παρασκήνιο, μακριά από κάθε δημοσιότητα. Έτσι, όταν το 1838 η ολοκληρωμένη μακέτα εκτέθηκε για ένα μήνα, με πρωτοβουλία του Siborne, στο Egyptian Hall του Piccadilly, πάνω από 100.000 θεατές έσπευσαν να πληρώσουν ένα σελίνι προκειμένου να τη δουν από κοντά.
Οι 5.000 λίρες που συγκεντρώθηκαν θα μπορούσαν να καλύψουν με το παραπάνω τα έξοδα κατασκευής της (περίπου 3.000 λίρες) εάν ο, πάντοτε αιθεροβάμων, Siborne δεν έπεφτε θύμα των διοργανωτών της έκθεσης, λαμβάνοντας μόλις 800 λίρες.
Αλλά αυτό δεν ήταν παρά ένα μόνο από τα προβλήματά του. Ο κύκλος του Ουέλινγκτον δεν άργησε να θέσει σε κυκλοφορία διαδόσεις για τις «πολλές ανακρίβειες» της μακέτας. Ο ίδιος ο Δούκας, ερωτώμενος γιατί αρνήθηκε να την επισκεφτεί, δήλωσε με νόημα: «Είναι μια ερώτηση που μου τέθηκε πολλές φορές και την οποία δεν θέλω να απαντήσω για να μην πληγώσω τον άνθρωπο».
Η δυσφημιστική αυτή εκστρατεία επρόκειτο να ενταθεί όταν έγινε γνωστό ότι ο Siborne, αξιοποιώντας το μοναδικό αρχειακό υλικό που είχε στη διάθεσή του, την εξοικείωσή του με το πεδίο της μάχης και τη γνώση που είχε αποκτήσει από την πολυετή ενασχόλησή του με το αντικείμενο, ετοιμαζόταν να εκδώσει μια ιστορία της εκστρατείας του Βατερλώ. Το βιβλίο δημοσιεύτηκε το 1844 και, παρά την κριτική που του άσκησε ο κύκλος του Ουέλινγκτον, πραγματοποίησε τρεις αλλεπάλληλες εκδόσεις και παραμένει έως σήμερα κλασικό.
«Αφαιρούνται» 40.000 Πρώσοι
Η εκδοτική επιτυχία του βιβλίου κάλυψε εν μέρει τα χρέη του συγγραφέα, ο οποίος εντούτοις δεν έπαψε να αναζητεί μια στέγη για το έργο της ζωής του. Κάθε απόπειρα όμως μόνιμης έκθεσης της μακέτας έβρισκε κλειστές πόρτες, πίσω από τις οποίες διακρινόταν το μακρύ χέρι της επιρροής του «Σιδηρού Δουκός».
Πιεζόμενος από τους πιστωτές του, αλλά και καταβεβλημένος από τον αδιάκοπο και συστηματικό αυτό πόλεμο, που μεταξύ άλλων είχε δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην υγεία του, ο Siborne προέβη σε μια τελευταία, απεγνωσμένη κίνηση: Δήλωσε ότι δέχεται να επιφέρει στο έργο του όσες αλλαγές απαιτούσε ο Ουέλινγκτον και, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, αφαίρεσε από μόνος του τους 40.000 από τους 48.000 Πρώσους της μακέτας, ενέργεια που γνωστοποίησε με ειδική αγγελία στις εφημερίδες. Η πράξη αυτή, που μάλλον δημοσιοποιούσε παραπέρα το σκάνδαλο παρά το διευθετούσε, εκθέτοντας ανεπανόρθωτα τις μηχανορραφίες του διώκτη του στην κοινή γνώμη, είχε ως απάντηση την παγερή σιωπή του Δούκα.
Μόνο το 1851, όταν πλέον η επιρροή του 82χρονου Ουέλινγκτον είχε μειωθεί αισθητά, 36 χρόνια μετά τη μάχη του Βατερλώ και 21 ολόκληρα χρόνια μετά την αρχική παραγγελία του έργου, η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε τελικά να εκθέσει επίσημα τη μακέτα του Βατερλό στο Whitehall.
Ήταν όμως αργά για τον Siborne, ο οποίος είχε πεθάνει πρόωρα από το 1849, εξουθενωμένος, σύμφωνα με πολλούς, από τις απογοητεύσεις, τις πιέσεις και τις διώξεις που είχε υποστεί, γιατί θέλησε να υπερασπιστεί την ιστορική αλήθεια, υψώνοντας το ασθενικό ανάστημά του απέναντι στους ισχυρούς της εποχής.
Σήμερα η μακέτα βρίσκεται στο Εθνικό Στρατιωτικό Μουσείο του Λονδίνου και προκαλεί πάντοτε το θαυμασμό χιλιάδων επισκεπτών.
Λίγοι παρατηρούν τα μεγάλα κενά στην ανατολική πλευρά του πεδίου της μάχης, όπου διακρίνονται αραιά τοποθετημένοι 8.000 Πρώσοι στρατιώτες και ακόμη λιγότεροι γνωρίζουν την αιτία αυτής της αισθητικής και ιστορικής ανορθογραφίας και το δράμα που κρύβεται πίσω της.
Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.
Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com
Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.