Η Αφρική γνώρισε την πιο δραματική μορφή αποικιοκρατίας, καθώς οι «άπληστοι» ευρωπαίοι ηγέτες τη διαμοίρασαν αυθαίρετα σε «σφαίρες επιρροής». Αυτός ο διαμελισμός της Μαύρης Ηπείρου, που επικυρώθηκε στη διάσκεψη του Βερολίνου (1884-1885), έμεινε γνωστός στην Ιστορία ως «ο σκοτωμός για την Αφρική».
Οι ιστορικοί ακόμη συζητούν τους λόγους του «νέου ιμπεριαλισμού» και τις αιτίες που τον προκάλεσαν.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι Ευρωπαίοι αντιμετώπιζαν την Αφρική με περιέργεια, δέος και απληστία. Οι ξένες εισβολές αποτρέπονταν εξαιτίας της γεωγραφικής διαμόρφωσής της.
Λόγω, όμως, του μεγέθους, των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της επιφάνειάς της, του κλίματος, των πρώτων υλών και της στρατηγικής σημασίας της, αποτέλεσε στόχο για κατάκτηση από τις φιλόδοξες ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες.
Η εξερεύνησή της άρχισε όταν οι Πορτογάλοι έπλευσαν κατά μήκος των ακτών της, το 1450. Η θετική έκβαση των ταξιδιών των Πορτογάλων, ενθάρρυνε και άλλες ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις να εξερευνήσουν την Αφρική. Στα τέλη του 18ου αι., η αποικιοκρατία φαινόταν ότι ανήκε στο παρελθόν.
Η Μεγάλη Βρετανία είχε χάσει 13 αποικίες της στην Αμερική, η Ισπανία και η Πορτογαλία είχαν χάσει το μεγαλύτερο μέρος της Νότιας Αμερικής και η Ολλανδία αντιμετώπιζε δυσκολίες να κρατήσει τις Ανατολικές Ινδίες.
Εκατό χρόνια αργότερα, όμως, ένα δεύτερο κύμα αποικιοκρατίας εμφανίσθηκε. Μέχρι τα μέσα του 19ου αι, οι Ευρωπαίοι είχαν εγκαθιδρύσει αποικίες κατά μήκος των αφρικανικών ακτών και ανταγωνίζονταν για τον έλεγχό τους.
Η ώθηση για τα υπερπόντια εδάφη έγινε εντονότερη μετά τις βιομηχανικές επαναστάσεις του 19ου αι., καθώς μεγάλωσαν οι ανάγκες της Ευρώπης σε πολύτιμα μέταλλα και πρώτες ύλες: χαλκό και άλλα μη σιδηρούχα μεταλλεύματα, κυρίως δε βαμβάκι, που άρχισε να σπανίζει με τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο και το οποίο η Αίγυπτος, υπό αγγλική κυριαρχία από το 1882, παρείχε σε σημαντικές ποσότητες.
Εξάλλου, με τη γενική επιστροφή του προστατευτισμού, οι εξαγωγικές χώρες ήλπιζαν ότι οι αποικίες θα μπορούσαν να απορροφήσουν τα προϊόντα της μητρόπολης.
Πέραν των οικονομικών αιτίων, υπήρχαν και άλλοι λόγοι που προκάλεσαν την αύξηση του ενδιαφέροντος για απόκτηση αποικιών. Ο ένας ήταν στρατηγικός, αφού ήταν απαραίτητο για ένα εμπορικό έθνος, όπως η Μεγάλη Βρετανία, να φρουρεί τους εμπορικούς δρόμους της.
Ο άλλος ήταν η εθνική υπερηφάνεια, ώστε να οικοδομηθεί ένα έθνος σε μια εποχή που αυξάνονταν ο πληθυσμός και επεκτείνονταν οι πόλεις, ενώ οι ταξικές διακρίσεις διαφοροποιούσαν τις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες.
Τότε, είχε καθιερωθεί η υποχρεωτική κρατική εκπαίδευση και αν τα παιδιά ενός σχολείου μπορούσαν να δουν στον χάρτη ότι όλες οι περιοχές με κόκκινο χρώμα ήταν βρετανικές ή όλες οι περιοχές με πράσινο ήταν γαλλικές, θα ένιωθαν υπερήφανα ότι είναι κομμάτι του έθνους και θα μειώνονταν οι πιθανότητες να ασπαστούν τις νέες επικίνδυνες ιδέες, όπως ο σοσιαλισμός.
Σε μια εποχή που το εθνικό συμφέρον αποτιμούνταν με την ισχύ και το κύρος, η θέληση των κυβερνήσεων να οικοδομήσουν απέραντες αποικιακές αυτοκρατορίες ήταν ένας τρόπος να αυξήσουν τις ζωτικές δυνάμεις του έθνους, παρέχοντάς του στρατιώτες, βάσεις για τον στόλο και πρώτες ύλες για τη βιομηχανία του. Στον επιθετικό ανταγωνισμό που χαρακτήριζε τα τέλη του 19ου αι., η στρατηγική μέριμνα των Ευρωπαίων διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο.
Μεγάλη Βρετανία
Μετά το συνέδριο της Βιέννης, η Μεγάλη Βρετανία απόκτησε την αποικία του Ακρωτηρίου στη Νότια Αφρική, που ήταν ένα σημαντικό λιμάνι στον θαλάσσιο δρόμο προς την Ινδία.
Το 1867, όταν διανοίχτηκε η διώρυγα του Σουέζ κατά μήκος του αιγυπτιακού εδάφους, μεταξύ της Μεσογείου και της Ερυθράς Θάλασσας, έχασε τη στρατηγική σημασία του, καθώς τα ατμόπλοια μπορούσαν να πλέουν προς και από την Ινδία, χωρίς να ταξιδεύουν γύρω από τη νότια άκρη της Αφρικής.
Η αιγυπτιακή κυβέρνηση ήταν, όμως, πολύ ασταθής και διστακτικά, το 1882, η Μεγάλη Βρετανία ανέλαβε, κατ’ όνομα, τη διοίκηση της χώρας, η οποία με τη σειρά της εξουσίαζε το Σουδάν και τη βρετανική Σομαλία. Τότε, άρχισε ο «σκοτωμός για την Αφρική».
Σιγά σιγά, οι Βρετανοί κατέλαβαν και την υπόλοιπη Ανατολική Αφρική, για να προστατεύσουν κυρίως τους θαλάσσιους δρόμους του Ινδικού ωκεανού. Ταυτόχρονα, οι βρετανοί άποικοι στη Νότια Αφρική ενδιαφέρθηκαν για την επέκταση των κτήσεών τους, αφού στο εσωτερικό της περιοχής ανακαλύφθηκαν χρυσός και διαμάντια.
Ένας ηγέτης των αποίκων, ο Σέσιλ Ρόντες, ονειρευόταν τη δημιουργία μιας σιδηροδρομικής γραμμής, που θα διέσχιζε όλη την Αφρική, από το Κάιρο στον βορρά, μέχρι το Ακρωτήριο στον νότο. Τα όποια εμπόδια -όπως οι σκληροί άποικοι Μπόερς, οι οποίοι ήταν απόγονοι των Ολλανδών αποίκων που είχαν φθάσει στο Ακρωτήριο πολύ πριν από τους Βρετανούς και αντιπαθούσαν τη βρετανική εξουσία- έπρεπε να εξουδετερωθούν.
Γαλλία
Οι Γάλλοι άποικοι δραστηριοποιήθηκαν ιδιαίτερα στη Δυτική Αφρική. Μετά την ήττα της Γαλλίας στον Γαλλο-πρωσικό πόλεμο του 1871, κάποιοι Γάλλοι πολιτικοί, που καθοδηγούνταν από τον Ζυλ Φερύ, επεδίωξαν εμπορικά κέρδη και γόητρο, με την επέκτασή τους προς Ανατολάς στην αφρικανική ενδοχώρα από τη Σενεγάλη και προς τα νότια από την Αλγερία και την Τυνησία. Συγχρόνως, ο Φερύ ενδιαφέρθηκε για την Ινδοκίνα και τη Μαδαγασκάρη, υποστηρίζοντας ότι αυτές οι νέες αποικίες εξυπηρετούσαν τα εμπορικά συμφέροντα της Γαλλίας.
Ο σημαντικότερος λόγος, όμως, ήταν η ανάγκη να αντισταθμιστεί η απώλεια της Αλσατίας-Λορένης με τη δημιουργία μιας μεγάλης αυτοκρατορίας, ώστε η Γαλλία να αποκτήσει τα μέσα για να εκδικηθεί τη Γερμανία. Οι Γάλλοι κατέλαβαν την Τυνησία το 1881 και τη Γουινέα το 1884.
Βέλγιο
Ένας σοβαρός παράγοντας στο «Ανακάτεμα της Αφρικής» ήταν το αίσθημα της «αρπαγής» εδάφους, ακόμα κι αν αυτό ήταν αδιαπέραστη ζούγκλα ή άνυδρη έρημος, απλώς και μόνο για να αποτραπεί ένα γειτονικό κράτος στην Ευρώπη να υψώσει τη σημαία του στο ίδιο έδαφος. Ο βασιλιάς Λεοπόλδος Β ́ του Βελγίου και οι αξιώσεις του στην τεράστια λεκάνη του ποταμού Κόνγκο συνέβαλε πιο πολύ σε αυτή την αίσθηση του «άμεσου».
Ήταν έτοιμος «να πληρώσει από την τσέπη του» για να αποκτήσει μια αποικία μεγαλύτερη από τη χώρα του. Παρασυρόμενη από τον παροξυσμό αυτό, η Πορτογαλία υποχρεώθηκε να επανυποβάλει τις παλαιές αξιώσεις της, που χρονολογούνταν από τον 16ο αι., στις τεράστιες εκτάσεις της Αγκόλα και της Μοζαμβίκης.
Η λεκάνη του ποταμού Κόνγκο
Το Βέλγιο είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία του μόλις στο 1830 και υποχρεώθηκε από τις διεθνείς συνθήκες να παραμείνει ουδέτερη χώρα. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε να συμμετέχει σε οποιεσδήποτε διεκδικήσεις στην Ευρώπη, παράλληλα με τις μεγάλες δυνάμεις.
Αν και οι Βέλγοι και η κυβέρνησή τους δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδεις, ο Λεοπόλδος επιθυμούσε διακαώς να μεταμορφώσει τη χώρα του σε μια αυτοκρατορία: «Δεν υπάρχει κανένα μικρό έθνος…. μόνο μικρά μυαλά», έλεγε χαρακτηριστικά.
Το 1875, ο Βέλγος μονάρχης δημιούργησε τη «Διεθνή Αφρικανική Κοινωνία», η οποία είχε ως στόχο την εξερεύνηση και τον εκπολιτισμό της ηπείρου και διεκδικούσε μια τεράστια περιοχή, ογδόντα φορές το μέγεθος της χώρας του, στη λεκάνη του ποταμού Κόνγκο.
Η χαρτογράφηση της λεκάνης του Κόνγκο (1874-1877) από τον Αγγλο-αμερικανό εξερευνητή Χένρυ Μόρτον Στάνλεϊ ολοκλήρωσε την εξερεύνηση και του τελευταίου άγνωστου κομματιού της Μαύρης Ηπείρου, που μέχρι τότε δεν είχε αποτυπωθεί στους ευρωπαϊκούς χάρτες. Το 1878, ο Λεοπόλδος Β ́, κάλεσε τον Στάνλεϊ να συνεργαστεί μαζί του. Το 1878, διαμορφώθηκε η «Διεθνής Κοινωνία του Κονγκό» που είχε πιο πολύ οικονομικούς στόχους, αλλά συνδεόταν ακόμα στενά με την προηγούμενη «Κοινωνία».
Ο Λεοπόλδος εξαγόρασε κρυφά το μερίδιο των ξένων επενδυτών στην «Κοινωνία του Κονγκό», η οποία είχε ξεκάθαρα ιμπεριαλιστικούς σκοπούς, ενώ η «Αφρικανική Κοινωνία» λειτουργούσε πρωτίστως ως ένας φιλανθρωπικός οργανισμός.
Από 1879 έως το 1884, ο Στάνλεϊ επέστρεψε στο Κονγκό, αυτή τη φορά όχι ως δημοσιογράφος, αλλά ως απεσταλμένος του Λεοπόλδου με τη μυστική αποστολή να οργανώσει κράτος, το οποίο θα γινόταν γνωστό ως «ελεύθερο κράτος του Κονγκό».
Αφού εξερεύνησε την περιοχή του ποταμού, ανακάλυψε τη λίμνη, στην οποία έδωσε το όνομα του Βέλγου μονάρχη, διάνοιξε δρόμο από το Κάτω Κόνγκο ως τον Ταμιευτήρα Στάνλεϊ και ίδρυσε μια αλυσίδα εμπορικών σταθμών.
Η Πορτογαλία, που διεκδικούσε επίσης την περιοχή λόγω των παλαιών συνθηκών με την αυτοκρατορία του Κονγκό, σύναψε συνθήκη με το Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας στις 26 Φεβρουαρίου του 1884, για να εμποδίσει την πρόσβαση της «Κοινωνίας του Κονγκό» στον Ατλαντικό.
Από το 1875 ως τον Νοέμβριο του 1878, ο ιταλικής καταγωγής εξερευνητής Πιερ Πολ Σαβορνιάν ντε Μπραζά εξερεύνησε τον ποταμό Ουγκαουά και τη λεκάνη του από την ακτή της Γκαμπόν προς την ενδοχώρα, όπου εντόπισε τις πηγές και έφθασε ως τον παραπόταμο του Κόνγκο, τον Αλίμα.
Το 1881 ύψωσε τη γαλλική σημαία στο νεοϊδρυθέν Μπρανζαβίλ. Ενεργώντας κατ’ όνομα για λογαριασμό της γαλλικής κυβέρνησης, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του σύναψε μια σειρά συνθηκών με έναν Αφρικανό φύλαρχο, γνωστό ως Μακόκο.
Αυτές οι συνθήκες εκχωρούσαν μεγάλα κομμάτια γης στο ντε Μπραζά, ως αντιπρόσωπο της Γαλλίας. Επειδή, όμως, ήταν ασαφείς και προφανώς παράτυπες, η κυβέρνηση αποφάσισε να τις αγνοήσει.
Ωστόσο, το 1882, εξαιτίας της κρίσης της Αιγύπτου, η κυβέρνηση της Γαλλίας άλλαξε γνώμη και αναγνώρισε δημόσια τις συνθήκες Μακόκο ως έγκυρες, απαιτώντας με αυτόν τον τρόπο μια μεγάλη έκταση εδάφους στην Κεντρική Αφρική.
Ωστόσο, δεν ήταν τόσο η γαλλική κυβέρνηση που ήθελε να ανταγωνιστεί τη Μεγάλη Βρετανία, όσο μάλλον η γαλλική κοινή γνώμη, που αγανακτώντας με τις απώλειες που υπέστη η χώρα τους από τη Γερμανία και δυσφορώντας για τον αδύναμο ρόλο που διαδραμάτισε η Γαλλία στην Αίγυπτο, ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητη στην εκστρατεία που διεξήγαγαν μέσω του Τύπου ο ντε Μπραζά, μέλη της κυβέρνησης και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, υπέρ των συνθηκών.
Επιχειρηματικά συμφέροντα
Στον Κάτω Νίγηρα, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία ήταν υποψήφιοι ανταγωνιστές για το εμπόριο στον ποταμό. Οι έμποροι σε ολόκληρη την Ευρώπη πίεζαν τις κυβερνήσεις τους να προστατεύσουν τα αφρικανικά εμπορικά συμφέροντά τους από τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές.
Η Τυνησία μετατράπηκε σε «προτεκτοράτο» της Γαλλίας, το 1881, γιατί ορισμένοι γαλλικοί κύκλοι (διπλωμάτες και πολιτικοί, αλλά και επιχειρηματίες) επιδίωκαν να παρεμποδίσουν τις οικονομικές φιλοδοξίες της Ιταλίας.
Ο Γερμανός καγκελάριος Ότο Φον Βίσμαρκ αποφάσισε να επέμβει στο Καμερούν, το 1884, μετά από αίτημα μιας μεγάλης οικογένειας εμπόρων του Αμβούργου, των Βέρμαν, οι οποίοι ήθελαν να προάγουν τα συμφέροντά τους έναντι των Βρετανών και των Γάλλων ανταγωνιστών τους.
Η Γερμανία συμμετείχε πολύ αργά στον «σκοτωμό», καθώς ο Βίσμαρκ, μετά την ενοποίηση της χώρας του, το 1871, αντετίθετο στον αποικισμό απομακρυσμένων περιοχών. Όταν αναγκάστηκε να αλλάξει πολιτική ήταν πλέον πάρα πολύ αργά.
Υπό την πίεση, πάντως, των επιχειρηματικών συμφερόντων στα μέσα του 1884, διακήρυξε τις γερμανικές διεκδικήσεις σε τρεις αφρικανικές αποικίες (Τόγκολαντ, Καμερούν και Νοτιοδυτική Αφρική).
Η διάσκεψη
Ο ανταγωνισμός μεταξύ των Ευρωπαίων προκαλούσε συχνά βίαιες συγκρούσεις, οι οποίες ήταν τρομερά επιζήμιες. Τότε, η Πορτογαλία πρότεινε την ιδέα μιας Διεθνούς Διάσκεψης που θα μπορούσε να διευθετήσει τις εδαφικές διαμάχες που προέκυψαν από τις ευρωπαϊκές δραστηριότητες στην περιοχή του Κονγκό.
Ο Βίσμαρκ κάλεσε τους αντιπροσώπους της Αυστρο-Ουγγαρίας, του Βελγίου, της Δανίας, της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιταλίας, των Κάτω Χωρών, της Πορτογαλίας, της Ρωσίας, της Ισπανίας, της Σουηδίας-Νορβηγίας (ήταν ενωμένες μέχρι το 1905), της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Ηνωμένων Πολιτειών να λάβουν μέρος σε διάσκεψη για να χαράξουν την πολιτική.
Οι μισές από τις χώρες που αντιπροσωπεύονταν, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, ουδεμία αποικιακή αξίωση κατοχύρωναν στην Αφρική. Εντούτοις, κλήθηκαν για να βοηθήσουν στη διευθέτηση των αντίπαλων διεκδικήσεων και να θέσουν τη σφραγίδα της αμερόληπτης διεθνούς έγκρισης στα μελλοντικά εδαφικά αποκτήματα.
Η διάσκεψη διοργανώθηκε στο Βερολίνο μεταξύ 15 Νοεμβρίου του 1884 και 26 Φεβρουαρίου του 1885, υπό την προεδρία του Βίσμαρκ. Αν και ο έλεγχος του εμπορίου των σκλάβων και η προώθηση του ανθρωπιστικού ιδεαλισμού προβλήθηκαν ως τα κύρια θέματα συζήτησης, η διάσκεψη τελικά ενέκρινε μόνο «κενά» περιεχομένου ψηφίσματα για την κατάργηση του εμπορίου των σκλάβων και ένα ευχολόγιο για ευημερία της Αφρικής.
Στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμα της διάσκεψης ήταν μια μέθοδος διαμελισμού της Αφρικανικής ηπείρου μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών.
Η Γενική πράξη
Η Γενική Πράξη της διάσκεψης ρύθμισε τα ακόλουθα σημεία:
– Το ελεύθερο κράτος του Κονγκό κατοχυρώθηκε ως ιδιωτική ιδιοκτησία της «Κοινωνίας του Κονγκό». Κατά συνέπεια, η επικράτεια της σημερινής Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, περίπου 2.000.000 τ.χλμ., έγινε ουσιαστικά ιδιοκτησία του Λεοπόλδου Β΄.
– Τα 14 συμβαλλόμενα κράτη μπορούσαν να ασκούν ελεύθερο εμπόριο σε όλη τη λεκάνη του Κονγκό, καθώς επίσης και στη λίμνη Νιάσα και σε καθορισμένη περιοχή στα ανατολικά αυτής.
– Οι ποταμοί Νίγηρας και Κόνγκο ήταν ελεύθεροι για την κυκλοφορία πλοίων.
– Υπογράφηκε η διεθνής απαγόρευση του εμπορίου σκλάβων.
– Καθιερώθηκε η αρχή της «αποτελεσματικότητας» (άρθρα 34 και 35), ώστε να σταματήσουν τα κράτη να ιδρύουν αποικίες μόνο κατ’ όνομα. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι δυνάμεις θα μπορούσαν να διατηρούν αποικίες μόνο αν τις κατείχαν πραγματικά, με άλλα λόγια αν είχαν συνάψει συμφωνίες με τοπικούς φύλαρχους, αν ύψωναν τη σημαία τους εκεί και αν καθιέρωναν διοίκηση στην επικράτειά τους για να τις κυβερνήσουν με ένοπλη δύναμη, που θα εξασφάλιζε την τήρηση της τάξης και θα προστάτευε τα υφιστάμενα δικαιώματα, όπως την ελευθερία του εμπορίου και της διέλευσης. Η αποικιακή δύναμη έπρεπε, επίσης, να εκμεταλλεύεται την αποικία οικονομικά. Αν δεν ανταποκρινόταν σε αυτές τις υποχρεώσεις της, μια άλλη δύναμη, ικανή να τις πραγματοποιήσει, θα μπορούσε να αναλάβει τη διοίκηση του εδάφους. Αυτό το άρθρο εισήγαγε το δόγμα των «σφαιρών επιρροής», σύμφωνα με το οποίο ο έλεγχος μιας ακτής σήμανε, επίσης, επέκταση του ελέγχου και στην ενδοχώρα, σε μια απεριόριστη σχεδόν απόσταση. Το δόγμα της «αποτελεσματικής κατοχής» εξασφάλιζε ότι ο διαμελισμός της Αφρικής θα πραγματοποιούνταν χωρίς πόλεμο μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων.
– Κάθε νέα πράξη απόκτησης εδάφους σε κομμάτι της αφρικανικής ακτής, έπρεπε να δηλωθεί από τη δύναμη που το αποκτούσε ή το αναλάμβανε ως προτεκτοράτο στα άλλα συμβαλλόμενα κράτη.
– Οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης μοίραζαν την Αφρική και είναι αξιοσημείωτο ότι η πρώτη αναφορά σε διεθνή πράξη σχετικά με υποχρεώσεις που συνδέονται με τις «σφαίρες επιρροής», γίνεται στην πράξη του Βερολίνου.
Οριοθέτηση περιοχών
Οι «σφαίρες επιρροής» των ευρωπαϊκών κρατών στα εδάφη της Αφρικής οριοθετήθηκαν ως εξής:
– Πορτογαλία και Μεγάλη Βρετανία: Η κυβέρνηση της Πορτογαλίας παρουσίασε ένα σχέδιο, γνωστό ως «Ροζ Χάρτης», στον οποίο οι αποικίες της Αγκόλα και της Μοζαμβίκης ήταν ενωμένες. Όλες οι χώρες, πλην του Ηνωμένου Βασιλείου, συμφώνησαν σε αυτό. Το 1890 η βρετανική κυβέρνηση, παραβιάζοντας τις συνθήκες του Γουίντσορ, αλλά και του Βερολίνου, εξανάγκασε με τελεσίγραφο τους Πορτογάλους να αποσυρθούν από αυτή την περιοχή.
– Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία: Μια γραμμή που διασχίζει το Σέι στον Νίγηρα μέχρι την Μπαρούα, στη βορειοανατολική ακτή της λίμνης Τσαντ καθόριζε ποιο μέρος ανήκε σε ποιον. Η Γαλλία θα ήταν κύρια του εδάφους στα βόρεια αυτής της γραμμής και το Ηνωμένο Βασίλειο στο έδαφος, στον νότο αυτής. Η λεκάνη του Νείλου θα ήταν βρετανική, ενώ οι Γάλλοι θα κατελάμβαναν τη λεκάνη της λίμνης Τσαντ.
Επιπλέον, μεταξύ του γεωγραφικού μήκους της 11ης και 15ης Μοίρας, τα σύνορα θα περνούσαν μεταξύ του Κουαντάι, το οποίο θα ήταν γαλλικό και του Νταρφούρ στο Σουδάν, που θα ήταν βρετανικό. Στην πραγματικότητα, ένα αμφισβητούμενο έδαφος 200 χιλιομέτρων πλάτους, βρίσκονταν μεταξύ του 21ου και του 23ου μεσημβρινού.
– Γαλλία και Γερμανία: Η περιοχή στα βόρεια μιας γραμμής που διαμορφωνόταν από τη διασταύρωση του 14ου μεσημβρινού και της περιοχής Μιλτού σχεδιάσθηκε ως γαλλική, έτσι ώστε στο νότο να είναι γερμανική.
– Μεγάλη Βρετανία και Γερμανία: Ο διαχωρισμός προέκυπτε υπό μορφή γραμμής που διήρχετο μέσω Γιόλας, στο Μπενουέ, στην Ντικόα και κατέληγε στην άκρη της λίμνης Τσαντ.
– Γαλλία και Ιταλία: Η Ιταλία θα κατείχε την περιοχή βόρεια της γραμμής από τη διασταύρωση του τροπικού του καρκίνου και του 17ου μεσημβρινού μέχρι τη διασταύρωση του 15ου παράλληλου και 21ου μεσημβρινού.
Ουσιαστικά, μετά το πέρας των εργασιών, οι Γάλλοι κυριάρχησαν στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Αφρικής και οι Βρετανοί στην Ανατολική και Νότια Αφρική. Η διάσκεψη αναγνώρισε τις γαλλικές αξιώσεις κατά μήκος της ανατολικής όχθης του Κόνγκο που θα γινόταν το γαλλικό Κονγκό, τις γερμανικές στο Τόγκολαντ, στο Καμερούν και στη Νοτιοδυτική Αφρική, ενώ στην Πορτογαλία έμεινε μια μόνο μικρή περιοχή στο στόμιο του Κόνγκο.
Η κρίση της Φασόντα (1898)
Η διάσκεψη του Βερολίνου έθεσε τους κανόνες για τον διαχωρισμό της Αφρικής, ταυτόχρονα, όμως, επέτεινε την επιθετικότητα των αποικιακών δυνάμεων για την αναζήτηση «παρθένων» εδαφών. Η Γαλλία επεκτεινόταν σαφώς με κατεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά, από τη γαλλική Δυτική Αφρική στη γαλλική Σομαλιλάνδη, ενώ η Μεγάλη Βρετανία είχε επεκταθεί σε βορειοδυτική κατεύθυνση, από την Αίγυπτο στο Ακρωτήριο.
Το σημείο όπου οι δύο άξονες διασταυρώνονταν ήταν το Σουδάν, όπου στην τοποθεσία Φασόντα, στον Άνω Νείλο, το 1898, έφθασε μια μικρή γαλλική αποστολή υπό τον ταγματάρχη Μαρσάντ. Στη Φασόντα, όμως, έσπευσε δύο μόλις μήνες αργότερα, μια πολύ μεγαλύτερη βρετανική δύναμη υπό τον λόρδο Κίτσενερ. Οι δύο αποστολές διεκδικούσαν τη Φασόντα και το Σουδάν για λογαριασμό των χωρών τους.
Στο Λονδίνο και το Παρίσι συζητούνταν έντονα το ενδεχόμενο πολέμου μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας. Οι διπλωμάτες αναγνώρισαν ότι ήταν παράλογο για τις χώρες τους να πολεμήσουν για ένα απόμακρο αφρικανικό χωριό και τελικά, μια συμφωνία επιτεύχθηκε. Η Γαλλία θα αναγνώριζε τη βρετανική παρουσία στην Αίγυπτο και το Σουδάν και η Μεγάλη Βρετανία θα αναγνώριζε την παρουσία της Γαλλίας στο Μαρόκο. Με τις αποικιακές διαφορές να τακτοποιούνται, οι δύο χώρες θα μπορούσαν να επικεντρωθούν σε ένα πολύ περισσότερο πιεστικό θέμα, τη συνένωσή τους σε μια «εγκάρδια συνεννόηση» για να αντιμετωπίσουν τον κοινό κίνδυνο, τη Γερμανία.
Συνέπειες
Η διάσκεψη σηματοδότησε την έναρξη μιας περιόδου υψηλής αποικιακής δραστηριότητας των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ενώ ταυτόχρονα εξάλειψε τις περισσότερες υπάρχουσες μορφές αφρικανικής αυτονομίας και αυτοδιακυβέρνησης. Ο «σκοτωμός για την Αφρική» επιταχύνθηκε μετά τη διάσκεψη, αφού οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έπρεπε να κατέχουν τις περιοχές που σχεδιάσθηκαν ως σφαίρες επιρροής τους, σύμφωνα με την αρχή της αποτελεσματικότητας.
Στην Κεντρική Αφρική, ιδιαίτερα, προωθήθηκαν αποστολές για να εξαναγκάσουν τους τοπικούς φύλαρχους να υπογράψουν συνθήκες, ακόμη και με τη χρήση δύναμης αν είναι απαραίτητο, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Εμσίρι, βασιλιά της Κατάνγκα, το 1891.
Μέσα σε λίγα χρόνια, η Αφρική είχε διαμοιραστεί στα νότια της Σαχάρας, τουλάχιστον, ονομαστικά. Από 1895, τα μόνα ανεξάρτητα κράτη ήταν:
– Η Λιβερία, που ιδρύθηκε με την υποστήριξη των ΗΠΑ για τους σκλάβους που είχαν απελευθερωθεί και επιστρέψει.
– Η Αβησσυνία (Αιθιοπία), το μόνο ελεύθερο γηγενές κράτος, το οποίο απέκρουσε την ιταλική εισβολή από την Ερυθραία κατά τον πρώτο Ιταλο-αβησσυνιακό πόλεμο (1889-1896).
Δυο κράτη (δημοκρατίες των Μπόερς), το Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης και η Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία (Τρανσβάαλ) έχασαν την ανεξαρτησία τους από τη βρετανική αυτοκρατορία, εντός μιας δεκαετίας περίπου. Οι δημοκρατίες των Μπόερς κατακτήθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο, στον πόλεμο των Μπόερς, μεταξύ 1899-1902.
Μέχρι το 1902, το 90% του αφρικανικού εδάφους βρισκόταν υπό ευρωπαϊκό έλεγχο. Ένα μεγάλο μέρος της Σαχάρας ήταν γαλλικό, ενώ μετά την καταστολή της εξέγερσης του Μαχντί και τη λήξη της κρίσης της Φασόντα, το Σουδάν παρέμεινε σταθερά υπό κοινή βρετανο-αιγυπτιακή κατοχή.
Το Μαρόκο μοιράσθηκε μεταξύ των Γάλλων και των Ισπανών το 1911 και η Λιβύη κατακτήθηκε από την Ιταλία το 1912. Η επίσημη βρετανική προσάρτηση της Αιγύπτου το 1914 ολοκλήρωσε τον αποικιακό διαχωρισμό της Αφρικής. Από αυτό το σημείο και μετά, όλη η Αφρική, με εξαίρεση τη Λιβερία και την Αιθιοπία, βρίσκονταν υπό ευρωπαϊκή κατοχή.
Το «φορτίο του λευκού ανθρώπου»
Οι Ευρωπαίοι, θεωρώντας τον πολιτισμό τους ανώτερο από όλους τους άλλους, εκτιμούσαν ότι έχουν να εκπληρώσουν μια «αποστολή» απέναντι στους αποικισμένους λαούς και συγκεκριμένα να τους φέρουν την «πρόοδο». Σύμφωνα με την άποψη αυτή, δεν ήταν μόνο οι οικονομικοί παράγοντες που διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στον «σκοτωμό για την Αφρική». Μερικοί άποικοι πίστευαν ότι συνέβαλαν πραγματικά στον εκπολιτισμό της Αφρικής και της Ασίας, φέρνοντας όχι μόνο τα οφέλη των λιμανιών και των σιδηροδρόμων, αλλά και το δικαστικό σύστημα και τη χριστιανική θρησκεία.
Στη Μεγάλη Βρετανία, η υπερπόντια επέκταση εξυμνήθηκε από τον συγγραφέα Ράντγιαρντ Κίπλινγκ και έγινε μέσο έκφρασης του πνεύματος της φυλής, ενός «αγώνα για τη ζωή», στον οποίο θα θριάμβευε ο πιο δυνατός και ριψοκίνδυνος λαός. Χαρακτηριστική του πνεύματος αυτού ήταν η ομιλία του λόρδου Κάρζον στο δημαρχείο του Μπέρμιγχαμ το 1907 με τίτλο «Ο αληθινός ιμπεριαλισμός»: «Όπου η αυτοκρατορία επέκτεινε τα σύνορά της… η δυστυχία και η καταπίεση, η αναρχία και η ένδεια, η δεισιδαιμονία και η θρησκοληψία, τείνουν να εξαφανιστούν και αντικαθίστανται από την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την ευημερία, τον ανθρωπισμό, και την ελευθερία της σκέψης, του λόγου και των έργων… Αλλά επίσης έχει αναπηδήσει κάτι που πιστεύω ότι είναι μοναδικό στην ιστορία των αυτοκρατοριών, ένα πάθος για την πίστη και ενθουσιασμός, που προκαλεί ρίγη στην καρδιά του πιο απομακρυσμένου Βρετανού πολίτη, με τη σκέψη ότι μοιράζεται το πεπρωμένο και τον αναγκάζει να σεβαστεί ένα ξεχωριστό κομμάτι της πολύχρωμης σημαίας, δεδομένου ότι το σύμβολο όλων αυτών είναι η πιο ευγενική φύση του και το βαθύτερο νόημα για το καλό του κόσμου».
Είναι αλήθεια ότι οι αφρικανικές αποικίες παρείχαν πρώτες ύλες (μέταλλα, τρόφιμα, ξυλεία κ.λπ.), ωστόσο δεν μετεξελίχθηκαν ποτέ σε αγορές για τα βιομηχανικά προϊόντα, όπως κάποιοι ήλπιζαν.
Η διοίκηση και η ασφάλεια των αποικιών στοίχιζαν ακριβά, χωρίς να υπάρχουν τα ανάλογα ανταποδοτικά οφέλη. Ο διάσημος Άγγλος ιστορικός Τέιλορ έγραψε μετά τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο: «Αθροίστε τον εθνικό ισολογισμό κάθε αυτοκρατορικής χώρας κατά τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα ετών και θα βρείτε ότι το κοινωνικό σύνολο δεν αποκόμισε όφελος».
Αναμφίβολα, αρκετά από τα μεγαλύτερα υπερπόντια κέρδη προέρχονταν από χώρες που δεν αποικίστηκαν. Η Κίνα, η Περσία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Βραζιλία και η Αργεντινή, για παράδειγμα, παρείχαν κάποιες από τις καλύτερες πηγές πρώτων υλών και αγορών για τα βιομηχανικά προϊόντα, χωρίς οι Ευρωπαίοι να υποβληθούν σε δαπάνες για την αποίκισή τους.
Όμως, η ιδέα του «φορτίου του λευκού ανθρώπου», αν και μπορεί να είναι απαλλαγμένη από πολιτικές υστεροβουλίες, επέτρεψε στους θιασώτες της αποικιοκρατίας να ελαφρύνουν τη συνείδησή τους και να δικαιολογήσουν, μερικές φορές, επιχειρήσεις αρπαγής και λεηλασίας.
Επίλογος
Πολλοί μύθοι καλύπτουν την κληρονομιά της διάσκεψης του Βερολίνου. Κάποιοι θωρούν ότι οι αντιπρόσωποι των ευρωπαϊκών εθνών διαμοίρασαν το αφρικανικό έδαφος μεταξύ τους, συζητώντας γύρω από ένα τραπέζι στο Βερολίνο.
Ωστόσο, η ευρωπαϊκή κατάληψη του αφρικανικού εδάφους ήταν σε εξέλιξη αρκετά χρόνια πριν και η διάσκεψη του Βερολίνου οδήγησε σε αναγνώριση μόνο των διεκδικήσεων κατά μήκος του Κόνγκο και των αποικιών της Γερμανίας. Περαιτέρω, οι κανόνες που τέθηκαν για διεκδίκηση της επικράτειας ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος χωρίς νόημα και ανεκτέλεστοι.
Σε κάθε περίπτωση, η διάσκεψη του Βερολίνου έχει συμβολική σημασία. Η διεξαγωγή της σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, χιλιάδες μίλια μακριά από την Αφρική, χωρίς έστω μια απλή παρουσία Αφρικανών αντιπροσώπων, αντανακλά το αδιαμφισβήτητο αίσθημα ανωτερότητας των Ευρωπαίων, το οποίο αποτέλεσε το υπόστρωμα για τον «σκοτωμό» κατά τις αρχικές περιόδους αποικιοκρατίας.
Αν και το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής παρέμεινε υπό αφρικανική κατοχή αμέσως μετά τη διάσκεψη, η διάσκεψη του Βερολίνου για τη Δυτική Αφρική αποτέλεσε την πρώτη δημόσια ένδειξη ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θα συμβιβάζονταν για να καταλάβουν την ήπειρο, την οποία θα ολοκλήρωναν κατά τη διάρκεια των επόμενων 25 ετών.
Οι ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις μοιράστηκαν έναν στόχο: την εκμετάλλευση των αφρικανικών αποικιών τους. Αλλά ο τρόπος που κυβέρνησαν τις αποικίες τους, αντανακλούσε τις διαφορές τους. Μερικές αποικιακές δυνάμεις ήταν οι ίδιες δημοκρατίες (Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία), ενώ άλλες ήταν δικτατορίες (Πορτογαλία, Ισπανία).
Οι Βρετανοί καθιέρωσαν το σύστημα της έμμεσης εξουσίας στις περισσότερες κτήσεις τους, αφήνοντας στους ντόπιους τη δομή της εξουσίας και κάνοντας τους τοπικούς φύλαρχους αντιπροσώπους του βρετανικού στέμματος. Αυτό ήταν αδιανόητο στις πορτογαλικές αποικίες, όπου η σκληρή, άμεση εξουσία ήταν ο κανόνας. Οι Γάλλοι επεδίωξαν να δημιουργήσουν πολιτιστικά αφομοιωμένες ελίτ, που θα αντιπροσώπευαν τα γαλλικά ιδανικά στις αποικίες.
Το Κονγκό αποτέλεσε το πιο περίεργο και πιο αιματηρό παράδειγμα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στην Αφρική. Στο βελγικό Κονγκό, ο Λεοπόλδος Β ́ ξεκίνησε μια εκστρατεία ανηλεούς εκμετάλλευσης.
Από τη δεκαετία του 1880, επειδή τα οικονομικά του περνούσαν δύσκολη φάση, με μια σειρά βασιλικών διαταγμάτων, εξουσιοδότησε τους αποικιακούς φοροεισπράκτορές του να πηγαίνουν στα χωριά και να κινητοποιούν όλους τους κογκολέζικους πληθυσμούς για να μαζεύουν καουτσούκ, να σκοτώνουν τους ελέφαντες για το ελεφαντόδοντό τους και να χτίζουν δημόσια έργα για να βελτιώσουν το οδικό δίκτυο εξαγωγής. Ολόκληρες κοινότητες σφαγιάστηκαν επειδή δεν κατάφεραν να αποδώσουν τα προσδοκώμενα ποσοστά παραγωγής.
Η δολοφονία και ο ακρωτηριασμός έγιναν καθημερινότητα σε μια αποικία, που η φρίκη ήταν ο μόνος κοινός παρονομαστής.
Μετά τις επιπτώσεις από το εμπόριο των σκλάβων, η βασιλεία του τρόμου του Λεοπόλδου Β ́ συνέβαλε στην τρομερή δημογραφική καταστροφή της Αφρικής. Ο Βρετανός πρόξενος στο «ανεξάρτητο κράτος του Κονγκό», ο Ρότζερ Κέιζμεντ, συνέταξε μια συγκλονιστική έκθεση το 1903, στην οποία αποκάλυπτε πώς οι γηγενείς Κογκολέζοι, συστηματικά, ακρωτηριάζονταν (χέρια, αυτιά, κομμένες μύτες), βασανίζονταν και εκτελούνταν γιατί «δεν παρήγαγαν αρκετό άγριο καουτσούκ», για να εκπληρώσουν τους φόρους τους.
Το 1908, μετά την παγκόσμια κατακραυγή, ο βασιλιάς εγκατέλειψε την ιδιωτική αποικία του και την έδωσε στο βελγικό κράτος. Μέχρι τότε, 10.000.000 τουλάχιστον Κογκολέζοι είχαν δολοφονηθεί. Όμως το όνομα της πρωτεύουσας δεν άλλαξε: έμεινε Λεοπολντβίλ, μέχρι που το βελγικό Κονγκό απέκτησε την ανεξαρτησία του το 1960.
Αφότου καθιερώθηκε σταθερά η αποικιοκρατία στην Αφρική, η μόνη αλλαγή στις κτήσεις επήλθε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι τέσσερις γερμανικές αποικίες τέθηκαν υπό τον έλεγχο της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία θέσπισε ένα σύστημα προσωρινής διοίκησης, προκειμένου οι άλλοι αποικιοκράτες να διαχειρίζονται τα εδάφη. Η διάσκεψη του Βερολίνου θεωρήθηκε ως η καταστροφή της Αφρικής με περισσότερους από έναν τρόπους.
Οι αποικιακές δυνάμεις επέβαλαν τις σφαίρες επιρροής τους στην αφρικανική ήπειρο. Μέχρι να επανακτήσει η Αφρική την ανεξαρτησία της, μετά τα τέλη της δεκαετίας του1950, η περιοχή είχε αποκτήσει μια κληρονομιά πολιτικού τεμαχισμού που δεν θα μπορούσε ούτε να εξαλειφθεί, ούτε και να λειτουργήσει ικανοποιητικά. Ο αφρικανικός πολιτικο-γεωγραφικός χάρτης είναι έτσι μια μόνιμη ευθύνη που προέκυψε κατά τους τρεις μήνες της διάσκεψης, σε μια περίοδο που η αναζήτηση της Ευρώπης για πρώτες ύλες και αγορές είχε γίνει ακόρεστη.
Μέσω της πράξης του Βερολίνου, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δικαιολόγησαν τη διαίρεση μιας ηπείρου μεταξύ τους, χωρίς να λάβουν υπόψη τους τις επιθυμίες των γηγενών λαών.
Ενώ αυτό φαίνεται ακραία αλαζονικό στην εποχή μας, τότε θεωρήθηκε ως προφανής επέκταση του ιμπεριαλισμού τους. Η διάσκεψη του Βερολίνου είναι ένα από τα σαφέστερα παραδείγματα των εικασιών και των προκαταλήψεων αυτής της εποχής και τα αποτελέσματά της στην Αφρική είναι ορατά μέχρι σήμερα.
Τα αυθαίρετα όρια που οι Ευρωπαίοι επέβαλαν, διέλυαν συχνά μια εθνική ομάδα και επίσης έφερναν αντιμέτωπες εθνικές ομάδες που βρίσκονταν κάτω από την ίδια κυβέρνηση, προκαλώντας συγκρούσεις, που συντηρούνται ακόμη μέχρι σήμερα.