Μεσολιθική ονομάζουν συμβατικά οι επιστήμονες την περίοδο μετάβασης από την παλαιολιθική εποχή και το τροφοσυλλεκτικό στάδιο στη νεολιθική εποχή και το παραγωγικό στάδιο.
Η μεσολιθική εποχή δεν άρχισε ταυτοχρόνως σε όλο τον κόσμο. Υπήρξαν περιοχές, οι οποίες, για ορισμένους λόγους, προηγήθηκαν.
Τη μεσολιθική φάση ακολούθησε η λεγομένη «ακεραμική», για να έρθουμε κατόπιν στη νεολιθική, η οποία, όπως και η παλαιολιθική εποχή, διακρίνεται σε αρχαιότερη, μέση και νεότερη νεολιθική ή χαλκολιθική.
Το ερώτημα που γεννάται είναι το πότε εισήλθε η Ελλάδα στις διάφορες αυτές φάσεις, ιδιαιτέρως αν αυτό διερευνηθεί σε σχέση με τις πολιτισμικές εξελίξεις σε άλλους τόπους, και ιδιαιτέρως στην Ανατολή.
Στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να δοθεί σαφής απάντηση. Οι περισσότεροι ερευνητές παρατηρούν ένα πολιτισμικό κενό από την ελληνική παλαιολιθική στην αντίστοιχη νεολιθική φάση.
Το παράδοξο όμως είναι ότι ενώ υπάρχουν λιγοστά ευρήματα της μεσολιθικής εποχής στην Ελλάδα, στη χώρα μας η νεολιθική εποχή ξεκινά νωρίτερα από οπουδήποτε αλλού!
Η πλειοψηφία των ερευνητών αποδίδει αυτό το ελληνικό παράδοξο –που αλλού;– στην έλευση «διδασκάλων» εξ Ανατολής, οι οποίοι διδάξαν στους οπισθοδρομικούς, παλαιολιθικούς Έλληνες την καλλιέργεια των δημητριακών και την εξημέρωση των ζώων, με στόχο αυτά να γίνουν οικόσιτα.
Ισχύει όμως μια τέτοια θεώρηση; Ήταν πράγματι πίσω από τν εποχή τους οι Έλληνες; Ο καθηγητής Δ. θεοχάρης δεν συμφωνεί, και αναφέρει ότι δεν μπορεί να αγνοηθεί ο ρόλος του γηγενούς πληθυσμιακού στοιχείου, όσον αφορά στις πολιτισμικές και οικονομικές εξελίξεις. Ο Δ. Θεοχάρης βέβαια δεν πρόλαβε να ζήσει τη δικαίωσή του.
Τα ευρήματα από το σπήλαιο της Θεόπετρας Τρικάλων (σπόροι κριθής και οσπρίων) μαρτυρούν ότι, ακόμα και αν οι παλαιολιθικοί Έλληνες δεν τα καλλιεργούσαν, εντούτοις τα γνώριζαν από χρόνους αρχαιότατους. Από τη στιγμή λοιπόν που γνώριζαν τη θρεπτική τους αξία, ήταν λογικό να επιδιώξουν να τα καλλιεργήσουν.
Υπήρχε λοιπόν η υποδομή, η οποία θα μπορούσε να ξεκινήσει μια τοπικού έστω επιπέδου γεωργική επανάσταση στην Ελλάδα στους χρόνους μετά τον κατακλυσμό (περί το 10.000 π.Χ.).
Σπόροι οσπρίων και δημητριακών βρέθηκαν όμως και στην Άργισσα της Λάρισας, σε μια από τις αρχαιότερες νεολιθικές θέσεις στην Ελλάδα (γύρω στο 6200 π.Χ.).
Πέραν των ευνοϊκών προϋποθέσεων για την έναρξη της καλλιέργειας της γης στην Ελλάδα, οι νεολιθικοί Έλληνες είχαν σαφώς αναπτύξει και άλλες ασχολίες, τις οποίες εξ ορισμού δεν θα μπορούσαν να έχουν αναπτύξει οι λαοί της Ανατολής εκείνης της περιόδου, όπως άλλωστε δεν τις ανέπτυξαν και κατά τους ιστορικούς χρόνους.
Το μεγάλο όπλο των Ελλήνων, λοιπόν, ήταν η επαφή τους με τη θάλασσα.
Τεκμηριωμένα, οι Έλληνες διέσχισαν το Αιγαίο την 8η χιλιετία π.Χ., μεταφέροντας τον πολύτιμο, εκείνη την εποχή, οψιανό από τις Κυκλάδες στην Πελοπόννησο.
Ο Έλληνας ναυτικός πέρασε και στο έτερο σκέλος της Ελλάδας, στη Μικρά Ασία, και ήταν αυτός που ήρθε σε επαφή με τους λαούς της Ανατολής, και όχι το αντίστροφο.
Βάσει των ελληνικών μάλιστα «μύθων», οι πανάρχαιοι Έλληνες, υπό τον Διόνυσο, ταξίδεψαν έως την Ινδία. Όσο και αν φαίνεται περίεργο, υπάρχει και αρχαιολογικό εύρημα, το οποίο τεκμηριώνει την άφιξη του Διονύσου στη Μικρά Ασία τουλάχιστον.
Πρόκειται για μια τοιχογραφία από τη νότια Μικρά Ασία (σημερινή Τσατάλ Χιουγιούκ της Τουρκίας), στην οποία εικονίζεται ένας άνδρας, που φέρει δέρμα λεοπάρδαλης, να χορεύει.
Το δέρμα της λεοπάρδαλης όμως γνωρίζουμε ότι ήταν το σήμα κατατεθέν του Διονύσου.
Φυσικά, οι οπαδοί της εξ Ανατολών θεωρίας χρησιμοποιούν το αυτό επιχείρημα αντιστρόφως, υποστηρίζοντας ότι ο Διόνυσος γεννήθηκε στην Ανατολή και «εισήχθη» στην Ελλάδα.
Στηρίζουν μάλιστα τη θεωρία τους στο «γεγονός» ότι στην Ελλάδα δεν ζούσαν το 6000 π.Χ. λεοπαρδάλεις. Δεν απαντούν όμως στο ερώτημα: πόσο δύσκολο θα ήταν για τον Έλληνα ταξιδευτή να προμηθευτεί ένα τέτοιο δέρμα από τους ντόπιους;
Από τη στιγμή λοιπόν που ο Έλληνας άνοιξε την οδό της θάλασσας, όλος ο κόσμος άνοιξε την αγκαλιά του και τον υποδέχθηκε.
Προσφάτως, μάλιστα, μια νέα ανακάλυψη Αμερικανών επιστημόνων ήρθε να συνταράξει την παγκόσμια κοινή γνώμη.
Βρέθηκε ένας χάρτης του ελληνικής καταγωγής, εξωμότη Οθωμανού πειρατή Πίρι Ρέις, του 1513 μ.Χ., ο οποίος απεικονίζει το περίγραμμα των αμερικανικών ακτών, αλλά και της Ανταρκτικής, δίνοντας παράλληλα υψομετρικά και άλλα στοιχεία για τη γη, όπως αυτή ήταν μεταξύ 6.000-4000 ετών π.Χ.
Ποιος άραγε να ήταν ο δημιουργός αυτού, αλλά και άλλων παρομοίων χαρτών;
Η ζωή των Νεολιθικών Ελλήνων
Από τη στιγμή που ο Έλληνας ξεκίνησε την καλλιέργεια της γης, επιχείρησε να οργανώσει τη ζωή του το δυνατό καλύτερα.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι, κατά τα φαινόμενα, ο Έλληνας κατέκτησε πρώτα τα μυστικά της θάλασσας και κατόπιν αυτά της γης. Υπήρξε δηλαδή πρώτα ναυτικός και μετά συστηματικά αγρότης.
Η καλλιέργεια της γης σχετίζεται με την υιοθέτηση του αστικού τρόπου ζωής, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει την ταυτόχρονη εγκατάλειψη παραδοσιακών συνηθειών, όπως του κυνηγιού και της αλιείας.
Οι Έλληνες συγκρότησαν τους πρώτους βασιζόμενους στην αγροτική οικονομία οικισμούς την 7η χιλιετία π.Χ.
Οι οικισμοί αυτοί σταδιακώς επεκτάθηκαν, και την επόμενη χιλιετία, την 6η, πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα ένα γεγονός παγκόσμιας σημασίας, η ίδρυση της πρώτης πόλης, του Σέσκλου.
Στο διάστημα μετάβασης από την ημιαγροτική-ημιτροφοσυλλεκτική κοινωνία στην ακραιφνώς παραγωγική, αγροτική, σημειώθηκε και μια σειρά κοινωνικών μεταβολών, απαραίτητων για τη μετάβαση.
Η αγροτική οικονομία δεν ήταν ζήτημα μιας αποκομμένης φυλετικής πατριάς (οικογενειακής ομάδας).
Για να αποδώσει η καλλιέργεια της γης, δεδομένων και των μέσων της εποχής, χρειάζονταν μεγάλες εκτάσεις γης, ώστε να επιτυγχάνεται και η αγρανάπαυση, χωρίς παύση της παραγωγής, αλλά και μεγάλος αριθμός εργατικών χεριών, ιδιαιτέρως κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών εργασιών (όργωμα, φύτεμα) και της συγκομιδής.
Μόνο ισχυρές, πολυάριθμες κοινωνικές ομάδες μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις νέες οικονομικές συνθήκες και απαιτήσεις.
Αυτή ήταν και η γενεσιουργός αιτία της δημιουργίας της πόλης, η οποία αργότερα μετεξελίχθηκε στο άστυ των κλασικών χρόνων.
Πόλη όμως χωρίς κοινωνική οργάνωση δεν υφίσταται. Μοιραία λοιπόν, για την αντιμετώπιση των πρακτικών καθημερινών αναγκών, οι πρόγονοί μας αναγκάστηκαν να οργανωθούν, στενότερα, κοινωνικά, αναπτύσσοντας και τους ανάλογους κοινωνικούς θεσμούς, όπως αυτούς της βασιλείας και του στρατού.
Η πόλη αναπτύσσεται περιμετρικά της ακρόπολης, της έδρας του ηγεμόνα-βασιλιά, αλλά και του μόνιμου στρατού.
Εντός της ακρόπολης προβλέπεται να καταφύγει ο πληθυσμός σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής.
Έτσι, βλέπουμε να αναπτύσσεται στην Ελλάδα, ήδη από την αρχαιότερη Νεολιθική, το κοινωνικό πλαίσιο δομών, που διέπει την ελληνική κοινωνία έως και τους υστεροβυζαντινούς χρόνους!
Η ακρόπολη και η πόλη καθίστανται το κέντρο της οικονομικής ζωής, μέσω της οποίας το παραχθέν προϊόν θα καταμεριστεί στους δικαιούχους και το πλεόνασμα, το οποίο για πρώτη φορά στην ανθρώπινη Ιστορία δημιουργείται, θα διατεθεί σε άλλους ανθρώπους, σε άλλες αγορές.
Γεννιέται λοιπόν το μεταπρατικό εμπόριο, το οποίο με τη σειρά του γεννά και νέες ανάγκες.
Η μεταφορά των προϊόντων επέβαλε τη δημιουργία μεταφορικών μέσων, αφού οι ανθρώπινοι ώμοι δεν είναι πλέον αρκετοί. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή την εποχή (5η χιλιετία) εμφανίζεται το πρώτο οδικό δίκτυο στην Ευρώπη -και ίσως παγκοσμίως- στην Ανατολική Αττική (Ραφήνα, Νέα Μάκρη, Μαραθώνας).
Οι ναυτικοί αυτοί οικισμοί, εξελίσσονται σε πόλεις –ειδικά η Νέα Μάκρη– και αναπτύσσονται οικονομικά μέσω του εμπορίου, ενώ συνδέουν τη νησιωτική με την ηπειρωτική Ελλάδα και ανταλλάσσουν τα προϊόντα της πρώτης με το στρατηγικό υλικό της εποχής, τον οψιανό.
Η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαρία Παντελιάδου-Γκόφα μάλιστα, στο βιβλίο της «Νεολιθική Αττική» κάνει λόγο για εκτεταμένες εμπορικές επαφές μεταξύ Κυκλάδων και Ανατολικής Αττικής, μέσω ενός εκτεταμένου θαλάσσιου εμπορικού δικτύου!
Η Ελλάδα της 5ης ήδη χιλιετίας ούτε έρημη ήταν ούτε απολίτιστη. Μοιραία λοιπόν συντελέστηκε και το τελικό βήμα, η ανακάλυψη της κατεργασίας των μετάλλων.
Οι Έλληνες, βάσει των νεοτέρων στοιχείων, άρχισαν την κατεργασία των μετάλλων –του χρυσού και του αργύρου αρχικά– ήδη από την 5η χιλιετία. Στην επόμενη χιλιετία η Ελλάδα θα εισέλθει στην εποχή του χαλκού. Δεν είναι λοιπόν τυχαία τα λόγια του Αιγυπτίου ιερέα προς τον Σόλωνα, τα οποία μεταφέρει ο Πλάτωνας στον Τίμαιο: «Φθόνος ουδείς, ω Σόλων, αλλά σού τε ένεκα ερώ και της πόλεως υμών, μάλιστα δέ της θεού χάριν, ή τήν τε υμετέραν και τήν δε έλαχεν και έθρεψεν και επαίδευσεν, προτέραν μέν τήν παρ’ υμίν έτεσιν χιλίοις, εκ Γής τε και Ηφαίστου το σπέρμα παραλάβουσα υμών, τήν δε υστέραν. Της δέ ενθάδε διακοσμήσεως παρ’ ημίν εν τοίς ιεροίς γράμμασιν οκτακισχιλίων ετών αριθμός γέγραπται» («Φθόνος ουδείς, ω Σόλων, αλλά θα σου τα πω όλα, για χάρη σου και για χάρη της πόλεώς σου, αλλά και για χάρη της θεάς που προστάτευσε, ανέθρεψε και εκπαίδευσε τον δικό σας και μετά τον δικό μας τόπο, αρχίζοντας από εσάς χίλια έτη πριν, όταν πήρε το σπέρμα για εσάς από τη Γη και τον Ήφαιστο. Η διάρκεια του πολιτισμού μας είναι, συμφώνα με τα ιερά μας βιβλία, οκτώ χιλιάδες έτη»).
Εφόσον λοιπόν ο ελληνικός πολιτισμός ήταν αρχαιότερος του αιγυπτιακού κατά χίλια έτη και ο τελευταίος τότε μέτραγε οκτώ χιλιάδες έτη ζωής, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο ελληνικός πολιτισμός γεννήθηκε το 9500 π.Χ. περίπου, ημερομηνία που συμβαδίζει με την έναρξη της μεσολιθικής εποχής στη χώρα μας.