Λονδίνο, 24 Αυγούστου 1939. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσάμπερλεν, με τη μονότονη φωνή του μιλούσε στη Βουλή των Κοινοτήτων. Αναφερόταν στην εγγύηση της Βρεταννας έναντι της Πολωνίας, εγγύηση που δόθηκε άνευ όρων και δεν έπηρεάζεται καθόλου απο το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο, το κατάπτυστο σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, που μόλις την προηγούμενη μέρα είχε υπογραφεί και κυριολεκτικά καταδίκαζε σε θάνατο την ειρήνη στη γηραιά ήπειρο. Η Βουλή δεν περιορίστηκε στα χειροκροτήματα. Ψηφίσε χωρίς συζήτηση τον νόμο, που κήρυττε τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας.
Ο Χίτλερ φαντάστηκε, πως με την προσέγγισή του με τη Ρωσία θα ανέτρεπε τη βρετανική πολτική, θα καθιστούσε άνευ αντικρίσματος υποσχέσεις τις βρετανικές εγγυήσεις προς την Πολωνία, θα οδηγούσε τον Τσάμπερλεν σε ένα νέο Μόναχο. Και όμως έκανε λάθος. Ίσως το πιο μοιραίο λάθος της ζωής του.
Η βρετανική αντίδραση, που στηρίχτηκε απόλυτα και από τη βρετανική κοινή γνώμη, αιφνιδίασε τον Χίτλερ, ο οποίος σκόπευε να στείλει τον Γκέρινγκ στην Βρετανία για να πείσει τον Τσάμπερλεν να παραμείνει ουδέτερος στην προετοιμαζόμενη γερμανική εισβολή στην Πολωνία. Παρ’ όλα αυτά οι γέφυρες δεν είχαν ακόμα καεί.
Ο Γκέρινγκ, με την έγκριση του Χίτλερ, αποφάσισε να αποστείλει στο Λονδίνο τον Σουηδό επιχειρηματία Μπίλγκερ Ντάλερους, ως ανεπίσημο διαπραγματευτή τους στη Βρετανία. Ο Σουηδός επιχειρηματίας διατηρούσε άριστες σχέσεις με παράγοντες και των δύο χωρών. Ειρηνιστής εκ πεποιθήσεως, αλλά και με συμφέροντα που εξυπηρετούσε καλύτερα η ειρήνη από τον πόλεμο, ο Ντάλερους ανέλαβε την παράξενη αποστολή με ευχαρίστηση. Αλλά και ο Χίτλερ διεξήγαγε τις δικές του διπραγματεύσεις. Σκοπός του ήταν να κρατήσει τους Βρετανούς έξω από την επερχόμενη σύγκρουση, όχι να σταματήσει τον πόλεμο.
Κάλεσε λοιπόν τον Βρετανό πρέσβη στο Βερολίνο Χέντερσον και προσπάθησε να τον πείσει πως ήταν υποχρεωμένος να τελειώνει οριστικά με τις αφόρητες προκλήσεις των Πολωνών, αλλά δεν έχει να προβάλει καμιά διεκδίκηση στη Δύση και με μεγάλη προθυμία θα αναλάμβανε την υποχρέωση να υπερασπίσει όλες τις βρετανικές κτήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο ενάντια σε οποιαδήποτε επίθεση.
Έθεσε, τέλος, στη διάθεση του πρεσβευτή ένα αεροπλάνο, για να πάει στο Λονδίνο να υποβάλει στην αγγλική κυβέρνηση την πρότασή του ― και να την υποστηρίξει, όπως ήλπιζε. Ο Ντάλερους βρίσκονταν πάντως ήδη στο Λονδίνο στις 25 Αυγούστου και το απόγευμα της ίδιας μέρας είχε κανονιστεί συνάντησή του με τον λόρδο Χάλιφαξ, τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών.
Η μοίρα της Ευρώπης και του κόσμου ολόκληρου παιζόταν πια στα λεπτά της ώρας που περνούσαν. Η γερμανική επίθεση κατά της Πολωνίας θα εξαπολύονταν το ξημέρωμα της 26ης Αυγούστου!
Ο Χίτλερ δεν διαπραγματευόταν για την ειρήνη, αλλά για τον περιορισμό του πολέμου σε απλό γερμανο-πολωνικό επεισόδιο. Μετά τον Βρετανό πρέσβη, κάλεσε τον Γάλλο ομόλογό του Κουλόντρ. Λίγο πριν από την άφιξη του Γάλλου, έφτασε ένα δημοσιογραφικό τηλεγράφημα, πως ο Πολωνός πρέσβης στο Λονδίνο κόμης Ρααζίνσκι υπέγραψε τη βρετανο-πολωνική συνθήκη συμμαχίας.
Η συμφωνία αυτή βρισκόταν σε εκκρεμότητα από την άνοιξη, παρά τις πιέσεις των Πολωνών, που επέμειναν πως μια μεγάλη δύναμη, σαν την Πολωνία δεν μπορούσε να εξαρτάται από τη μονόπλευρη εγγύηση μιας άλλης δυνάμης και πως ήταν απαραίτητο για την εθνική υπερηφάνεια του πολωνικού λαού να υπάρξει χωρίς καθυστέρηση συμφωνία αμοιβαίας έγγύησης, όπως υποσχέθηκαν οι Βρετανοί.
Το γεγονός, πως η βρετανική κυβέρνηση διάλεξε την επομένη του σοβιετο-γερμανικού συμφώνου (το Σύμφωνο Ρίμπετροπ-Μολότοφ, αν και ως επίσημη ημερομηνία υπογραφής φέρει την 23η Αυγούστου, στην πραγματικότητα υπογράφηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 24ης), για να άνταποκριθεί σε αυτή την επιθυμία των Πολωνών, αποτελούσε μια ακόμη απόδειξη για την απόφασή της να πολεμήσει για την Πολωνία.
Ύστερα από αυτό ο Χίτλερ έμεινε αρκετή ώρα στο γραφείο του με το κεφάλι σκυμμένο, φανερά εκνευρισμένος. Υστερα έδωσε εντολή να περάσεο ο Γάλλος πρεσβευτής.
Ο Χίτλερ κάλεσε τον Κουλόντρ για να του ζητήσει να μεταφέρει στον Γάλλο πρωθυπουργό Νταλαντιέ, το πόσο οδυνηρή του ήταν η σκέψη πως υπήρχε κίνδυνος να χυθεί πάλι γαλλικό και γερμανικό αίμα, ενώ καμιά πραγματική διαφορά δεν χώριζε τους δυο λαούς.
Ο Γάλλος πρέσβης αρκέστηκε να απαντήσει: «Αν η Γερμανία επιτεθεί στην Πολωνία, η Γαλλία θα πολεμήσει με όλες της τις δυνάμεις στο πλευρό της συμμάχου της. Σας δίνω τον λόγο της στρατιωτικής μου τιμής, ως αξιωματικός».Ο Χίτλερ απάντησε ψυχρά, πως δεν εξαρτιόταν από αυτόν το αν θα αποφεύγονταν ο πόλεμος ή όχι, αλλά από τους Πολωνούς και περιορίστηκε να ζητήσει από τον πρέσβη να μεταφέρει απλώς τα λόγια του στη γαλλική κυβέρνηση.
Για τον Χίτλερ παρέμενε ένα ακόμα αίνιγμα: η Ιταλία. Είχε ήδη αποστείλει επιστολή στον Μουσολίνι, με την οποία τον ενημέρωνε για τις προθέσεις του να «λύσει το πολωνικό πρόβλημα» και περίμενε με αγωνία την απάντηση του άλλου μέλους του «χαλύβδινου άξονα».
Ο Μουσολίνι, όταν έλαβε γνώστη των προθέσεων του σύμμαχου του, πέρασε στιγμές αγωνίας. Γνώριζε ότι, παρά τις φιλοπόλεμες κορώνες του, η Ιταλία δεν ήταν έτοιμη για πόλεμο. Έτσι έγραψε στον Χίτλερ: «Αν η Γερμανία επιτεθεί στην Πολωνία και οι σύμμαχοι της τελευταίας αντεπιτεθούν στη Γερμανία, σας πληροφορώ εκ των προτέρων, πως δεν θα ήταν η κατάλληλη στιγμή για μένα να άναλάβω την πρωτοβουλία στρατιωτικών επιχειρήσεων, λόγω της σημερινής καταστάσεως των πολεμικών παρασκευών της Ιταλίας, για τις οποίες έχω εγκαίρως πληροφορήσει εσάς, Φύρερ, καθώς και τον κ. Ρίμπεντροπ».
Η Ιταλία δε μπορούσε να επέμβει, συνέχιζε, αν η Γερμανία δεν της προμήθευε πολεμικό υλικό και πρώτες ύλες, απαραίτητες για να άντισταθεί στις επιθέσεις, που Γάλλοι και Βρετανοί θα εξαπέλυαν εναντίον της. Ο Χίλτερ άκουγε την ανάγνωση της επιστολής του Μουσολίνι από τον πρέσβη Ατόλικο, ανέκφραστος.
Με το πέρας της ανάγνωσης, του ζήτησε να αποχωρήσει και αμέσως μετά ξέσπασε ο άγριος θυμός που τον έπνιγε για την υπαναχώρηση των συμμάχων του. Μόλις ηρέμησε λίγο, φώναξε τον Κάιτελ και του είπε θυμωμένα: «Τα σταματάω όλα. Ειδοποιήστε τα τμήματα». Η ώρα ήταν 6.30 μ.μ. και τα γερμανικά στρατεύματα είχαν φυσικά αναπτυχθεί στις θέσεις εξόρμησης για την επίθεση που θα εκδηλωνόταν σε λίγες ώρες. Παραλίγο η ανακλητική διαταγή να μη φτάσει σε όλα τα τμήματα, μερικά από τα οποία σταματήθηκαν σχεδόν στη μεθόριο.
Τελευταίες αχτίδες ειρήνης
Αφού έλαβε την απόφασή του, ο Χίτλερ τηλεφώνησε στον Γκέρινγκ. «Τα σταματώ όλα», του είπε. «Οριστικά δηλαδή;», ήρθε η αγωνιώδης απάντηση από την άλλη άκρη. «Όχι, θέλω να δω, μήπως είναι δυνατό να αποφευχθεί η επέμβαση των Άγγλων», ήταν η απάντηση του Χίτλερ.
Ο Χέντερσον έφτασε στο μεταξύ στο Λονδίνο κομίζοντας τις προτάσεις Χίτλερ. Την ίδια ώρα, ο Ντάλερους ξαναέφευγε με επιστολή του Χάλιφαξ για τον Γκέριγκ. Ο Ντάλερους βρήκε τον Γκέρινγκ στο στρατηγείο του τελαυταίου και μαζί πήγαν στην καγκελαρία. Οι προτάσεις του Χίτλερ αντιμετωπίστηκαν με σκεπτικισμό από τους Βρετανούς, οι οποίοι όμως δεν έκλεισαν τις διαπραγματεύσεις. Ο Ντάλερους ανακοίνωσε τα πενιχρά αποτελέσματα των επαφών του στον Χίτλερ, ο οποίος αντέδρασε απειλώντας θεούς και δαίμονες, προβάλλοντας την ισχύ της Βέρμαχτ στον Σουηδό μεσολαβητή.
Τελικά, στάθηκε απέναντι στον Σουηδό και του είπε: «Ντάλερους, εσείς, που γνωρίζετε τόσο καλά τους Βρετανούς, μπορείτε να μου πείτε, γιατί δεν πέτυχα ποτέ να συνεννοηθώ μαζί τους;». Ο Ντάλερους, με ειλικρίνεια απάντησε: «Εξοχότατε, μπορώ να σας πω ότι πηγή των δυσκολιών είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης τους σε σας και στην κυβέρνησή σας».
Ο Χίτλερ, οργισμένος και λυπημένος μαζί, σήκωσε το δεξί του χέρι καί χτυπώντας το στήθος του με την αριστερή του γροθιά, είπε: «Ηλίθιοι! Έχω πει έστω και ένα ψέμα στη ζωή μου; Ήρθε πια η στιγμή των αποφάσεων». Αμέσως ο Χίτλερ ζήτησε από τον Ντάλερους να γυρίσει στο Λονδίνο για να μεταβιβάσει στη βρετανική κυβέρνηση τις προτάσεις του, που αποτελούνταν από τα εξής σημεία:
– Η Βρετανία θα βοηθήσει τη Γερμανία να ανακτήσει το Ντάντσιχ και τον πολωνικό διάδρομο.
– Τα οικονομικά συμφέροντα της Πολωνίας στο Ντάντσιχ θα διαφυλαχτούν.
– Το λιμάνι της Γδύνια μαζί με ανάλογο έδαφος θα μείνουν στην πολωνική επικυριαρχία.
– Το Ράιχ θα εγγυηθεί τα νέα δυτικά σύνορα της Πολωνίας.
– Θα ρυθμιστεί με λογικό τρόπο το αποικιακό θέμα σαν άντάλλαγμα της συμμαχίας με τη Βρετανία και της υποχρέωσης του Ράιχ νά υπερασπίζει τη βρετανική αυτοκρατορία, όπου παρουσιάζεται άνάγκη.
Ο Ντάλερους πράγματι πήγε πάλι στη Βρετανία, το μεσημέρι της 27ης Αυγούστου. Αμέσως οδηγήθηκε στο γραφείο του Τσάμπερλεν, όπου βρισκόταν πέρα από τον πρωθυπουργό και ο λόρδος Χάλιφαξ και ο γενικός γραμματέας του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών Κάντογκαν. Ο Ντάλερους αμέσως ανέπτυξε τις προτάσεις του Χίτλερ στους Βρετανούς, οι οποίοι όμως και πάλι φάνηκαν επιφυλακτικοί. Παρ’ όλα αυτά, απάντησαν στις γερμανικές προτάσεις, επιμένοντας κυρίως στο σημείο ότι η Γερμανία δεν θα έπρεπε για κανέναν λόγο να επιτεθεί στην Πολωνία.
Με τις βρετανικές προτάσεις υπό μάλης ο Ντάλερους έφυγε το ίδιο βράδυ για το Βερολίνο. Μόλις έφτασε, πήγε στο γραφείο του Γκέρινγκ. Εκεί άρχισαν να εξετάζονται οι βρετανικές αντιπροτάσεις. Οι Βρετανοί πρότειναν απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ Πολωνίας και Γερμανίας για το θέμα του Ντγάντσιχ και του διαδρόμου, τη σύγκληση πενταμερούς διεθνούς διάσκεψης για τον καθορισμό της νέας γερμανο-πολωνικής μεθορίου, την οποία θα εγγυώντο όλες οι μετέχουσες δυνάμεις – Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και ΕΣΣΔ. Οι Βρετανοί αρνούνταν να ικανοποιήσουν τις αποικιακές διεκδικήσεις του Γ΄ Ράιχ και ευχαριστούσαν τον Χίτλερ για την πρόθεσή του να τους ενισχύσει στην υπεράσπιση της αυτοκρατορίας τους, αλλά δήλωναν ότι τα κατάφερναν καλά και μόνοι τους.
Ο Γκέρινγκ θεώρησε λογικές τις βρετανικές αντιπροτάσεις και αμέσως ενημέρωσε τον Χίτλερ και του τις παρουσίασε ο ίδιος πηγαίνοντας στην καγκελαρία τα ξημερώματα της 28ης Αυγούστου. Λίγο αργότερα, ο Γκέρινγκ ενημέρωσε τον Ντάλερους ότι ο Χίτλερ αποδεχόταν σε γενικές γραμμές τις βρετανικές αντιπροτάσεις. Η ειρήνη έδειχνε να επιβιώνει εκείνο το βράδυ. Ο Χίτλερ, αμέσως μετά την απάντηση που έδωσε στις βρετανικές αντιπροτάσεις, συγκάλεσε στην καγκελαρία σύσκεψη, στην οποία συμμετείχαν ο Χίμλερ, ο Γκέμπελς, ο αρχηγός της Ανωτάτης Διοίκησης Στρατού (ΟΚΗ) στρατηγός Χάλντερ και άλλοι. «Ο πόλεμος αν ξεσπάσει θα είναι σκληρός.
Μα είναι αναπόφευκτος, χωρίς μια μίνιμουμ λύση του πολωνικού προβλήματος και χωρίς την απόδοση του Ντάντσιχ και του διαδρόμου», είπε ο Χίτλερ στους ακροατές του, προεξοφλώντας την έναρξη του πολέμου σύντομα, αφού, όπως θα δούμε, δεν έδωσε τελικά τον απαιτούμενο χρόνο για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων, ελπίζοντας ότι ο πόλεμος που σχεδίαζε θα παρέμενε μια τοπική σύγκρουση και τίποτα περισσότερο. Λίγο αργότερα, παρουσιάστηκε ενώπιόν του ο Βρετανός πρέσβης Χέντερσον, κομίζοντας -επίσημα- τις βρετανικές αντιπροτάσεις.
Ο Χίτλερ συμφώνησε, κατ’ αρχήν, αλλά προσέθεσε εντελώς αιφνιδιαστικά και ένα νέο αίτημα: Ζητούσε την αλλάγη συνόρων, υπέρ του Ράιχ και στη Σιλεσία, «ώστε να διορθωθεί η αδικία που έγινε το 1922», όπως είπε. Ο Βρετανός πρέσβης δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να απαντήσει στη νέα γερμανική αιτίαση και έτσι η συνάντηση δεν κατέληξε πουθενά. Η αναφορά του Χέντερσον όμως προς το Λονδίνο εδραίωσε στους βρετανικούς κύκλους την πεποίθηση ότι ο Χίτλερ συνεχώς πρόβαλλε νέες αξιώσεις και ότι ήταν εν τέλει αποφασισμένος να προχωρήσει σε πόλεμο.
Η Ευρώπη υπό τα όπλα
Στο μεταξύ, ολόκληρη η Ευρώπη έλαβε τα όπλα. Η γενική κοινητοποίηση διατάχτηκε στην Πολωνία -για να ακυρωθεί λίγο αργότερα, με τραγικά για την πολωνική πολεμική προσπάθεια αποτελέσματα- αλλά και στη Γερμανία, η οποία δεν είχε ακόμα κινητοποιήσει πλήρως το έμψυχο δυναμικό της. Η 29η Αυγούστου πάντως ξημέρωσε πιο αισιόδοξη. Οι λαοί της Ευρώπης φάνηκε να δέχονται με ανακούφιση την αποτροπή του πολέμου. Ο Βρετανός πρέσβης Νέβιλ Χέντερσον βιαζόταν να μεταβεί στην καγκελαρία. Η νέα του συνάντηση με τον Χίτλερ αφορούσε ολόκληρη την υφήλιο. Ο Βρετανός πρέσβης όμως σύντομα έμεινε άφωνος μπροστά στις φραστικές ομοβροντίες του Χίτλερ.
Ο προσηνής Χίτλερ της προηγουμένης είχε μετατραπεί σε έναν αγριάνθρωπο που ούρλιαζε. Ο Χίτλερ κατηγορούσε τους Πολωνούς για γενοκτονία των Γερμανών της Πολωνίας. «Πέντε φυγάδες, που δοκίμασαν να περάσουν κολυμπώντας τον Βάρτε, σκοτώθηκαν εν ψυχρώ από τους Πολωνούς στρατιώτες, αλλά φυσικά η Βρετανία δεν σκοτίζεται γι’ αυτά», φώναξε στον κατάπληκτο Χέντερσον. «Ο γερμανικός Στρατός περιμένει με αδημονία. Ο κόσμος ολόκληρος θα αισθανθεί σύντομα το βάρος του Στρατού που δημιούργησα», κατέληξε ωρυόμενος.
Ο Βρετανός, απέναντι στην αντιμετώπιση αυτή, άφησε κατά μέρος το βρετανικό φλέγμα και άρχισε και αυτός να μιλά στον Χίτλερ με ιδιαίτερα έντονο ύφος: «Δεν επιτρέπω ούτε σε εσάς ούτε σε κανέναν άλλο να μου μιλά με τέτοιο ύφος», απάντησε ο Χέντερσον στον Χίτλερ, αφήνοντάς τον με τη σειρά του εμβρόντητο. Ενώπιον της βρετανικής αντεπίθεσης, ο Χίτλερ εγκατέλειψε την θεατρινίστικη οργή του και άρχισε να λέει στον Χέντερσον ότι τίποτα στον κόσμο δεν επιθυμούσε περισσότερο από τη συνεννόηση με τη Μ. Βρετανία.
Μόνο και μόνο λόγω της εκτίμησης που έτρεφε προς τον βρετανικό λαό θα δεχόταν μια ακόμα παραχώρηση (!) Θα δεχόταν να συναντηθεί με κάποιον Πολωνό αντιπρόσωπο την Παρασκευή της 30ής Αυγούστου, ή μάλλον μέχρι την Παρασκευή, 30 Αυγούστου. Ο Χέντερσον απάντησε ότι η πρόταση αυτή του έμοιζε με τελεσίγραφο. «Όχι», απάντησε ο Χίτλερ, «όχι, δεν είναι τελεσίγραφο, αλλά σε μια τόσο τεταμένη κατάσταση πρέπει κανείς να ενεργεί και να λύνει τα προβλήματα χωρίς καθυστέρηση».
Η καταστροφική αυτή συνάντηση Χίτλερ-Χέντερσον επανέφερε στον προσκήνιο τον Ντάλερους. Ο Γκέρινγκ επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί του και του ζήτησε να μεταβεί και πάλι στο Λονδίνο, παραχωρώντας του και αεροσκάφος της Λουφτβάφε – αργότερα ο Γκέρινγκ είπε στον Ντάλερους ότι ο Ρίμπεντροπ επιχείρησε να σαμποτάρει το αεροσκάφος! Ο Ντάλερους πράγματι πήγε στο Λονδίνο και συναντήθηκε αμέσως με τον Τσάμπερλεν και τον Χάλιφαξ.
Οι Βρετανοί με τη σειρά τους, επικοινώνησαν κατόπιν με τον Πολωνό ηγέτη Μπεκ, ο οποίος συμφώνησε να απαντήσει στην γερμανική πρόσκληση μέχρι το μεσημέρι της 30ής Αυγούστου. «Ψυχική ευφορία πλημμύρισε την Ευρώπη. Πολλοί θα βεβαιώσουν αργότερα πως εκείνο το βράδυ έπεσαν να κοιμηθούν μα ανάλαφρο το πνεύμα και την ψυχή. Ο Ρομπέρ Κουλόντρ στην πρεσβεια του στην Παρίζερ Πλατς, καταμεσής στο Βερολίνο, το βυθισμένο στη συσκότιση, γράφει στον Νταλαντιέ ιδιόχειρη επιστολή, για να την εμπιστευθεί σε έναν από τους προξένους του, που θα γυρίσει με τ’ αυτοκίνητο στο Παρίσι: «30 Αύγούστου 1939, το βράδυ… Η δοκιμασία της δύναμης παίρνει τροπή ευνοϊκή για μας.
Πληροφορούμαι από σίγουρη πηγή πως ο κ. Χίτλερ δείχνει εδώ και πέντε μέρες περισσότερο διστακτικός… Για την επίθεση κατά της Πολωνίας είχε ορισθεί η νύχτα της 25ης προς την 26η Αυγούστου. Την τελευταία στιγμή, ο κ. Χίτλερ υποχώρησε… Δεν δημοσιεύτηκαν παρά ορισμένα μόνο μέτρα, όπως το δελτίο στα τρόφιμα, που τάραξε τον λαό. Δόθηκε ύφος απότομο στην απάντηση στην αγγλική κυβέρνηση με μοναδικό σκοπό να συγκαλυφθεί η υποχώρηση. Δεν υπάρχει λοιπόν άλλη λύση από το να συνεχισθεί η αντίσταση, αντίσταση, αντίσταση…
Πλημμυρίζει την καρδιά μου η συγκίνηση, κύριε πρόεδρε, καθώς σας μεταβιβάζω αυτό το πρώτο δελτίο. Σύμφωνα με όσα μου λένε, ο κ. Χίτλερ αναρωτιέται πώς θα βγει από το άδιέξοδο, όπου μόνος του κλείστηκε… Πρέπει να τον οδηγήσουμε στο συμπέρασμα, πως δεν θα πετύχει πια τίποτα με τις μεθόδους που χρησιμοποίησε μέχρι τώρα… Όταν επιτευχθεί το άποτέλεσμα, θα πρέπει να αποφύγουμε να τον εξωθήσουμε στην απελπισία. Συνηθίζετε να ψαρεύετε, νομίζω. Λοιπόν, το ψάρι πιάστηκε στο αγκίστρι! Πρέπει τώρα να ελιχθούμε με την απαραίτητη επιδεξιότητα, ώστε να το κουράσουμε και να το τραβήξουμε έξω χωρίς να σπάσει η πετονιά….», αναφέρει ο Ραϊμόν Καρτίε στο βιβλίο του «Ανάμεσα σε δύο πολέμους».
Τη στιγμή που ο Γάλλος πρέσβης συνέτασσε την ενθουσιώδη αυτή «νικητήρια» αναφορά, ο Βρετανός ομόλογός του Χέντερσον ενημέρωνε το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών ότι η κυβέρνησή του επιδοκίμαζε την έναρξη απευθείας συνομιλιών μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας, παρατηρούσε όμως πως είναι ακατόρθωτη η αποκατάσταση επαφής σε τόσο λίγο χρόνο. Ο Ρίμπεντροπ δέχτηκε μα απαίσιο τρόπο τον Βρετανό διπλωμάτη. Λίγο έλειψε οι δύο άνδρες να πιαστούν στα χέρια! Με τη συνδρομή του διερμηνέα Πολ Σμιτ, τα πνεύματα ηρέμησαν.
Τότε ο Ρίμπεντροπ άρχισε να διαβάζει τους όρους που το Ράιχ σκόπευε να επιβάλει στην Πολωνία για να αποφευχθεί ο πόλεμος. Το διάβασε στα γερμανικά και με τέτοιον τρόπο, ώστε ο Βρετανός να μην καταλαβαίνει παρά ξεκομμένες φράσεις. Όταν ο Χέντερσον του ζήτησε αντίγραφο, ο Ρίμπεντροπ αρνήθηκε να του δώσει, κατηγορώντας και πάλι τους Πολωνούς ότι δεν είχαν στείλει αντιπρόσωπο στην καθορισμένη ώρα – κάτι που ήταν ψέμα φυσικά, αφού και η προθεσμία που οι Γερμανοί είχαν θέσει δεν είχε ακόμα εκπνεύσει.
Το τέλος των ψευδαισθήσεων
Στο μεταξύ, ο Ντάλερους μετά τις επαφές του με τους Βρετανούς, πέταξε πάλι για τη Γερμανία. Τις πρώτες πρωινές ώρες συναντήθηκε με τον Γκέρινγκ. Ο Γκέρινγκ ενημέρωσε τον Ντάλερους για τη συνάντηση Ρίμπεντροπ-Χέντερσον, λέγοντας ότι ο Ρίμπετροπ κάνει ό,τι μπορεί για να υπονομεύσει τις τελευταίες ελπίδες για την ειρήνη. Με τη σύμφωνη γνώμη του Γκέρινγκ, ο Ντάλερους διαβίβασε τηλεφωνικά τους γερμανικούς όρους στη βρετανική πρεσβεία στο Βερολίνο – τους όρους που ο Ρίμπεντροπ αρνήθηκε να επιδώσει στον Χέντερσον. Οι όροι είχαν ως εξής:
– Η πόλη του Ντάντσιχ θα αποδίδονταν στη Γερμανία.
– Η Γδύνια θα παρέμενε στην Πολωνία.
– Στον διάδρομο θα διεξαγόταν εντός ενός έτους δημοψήφισμα με διεθνή έλεγχο. Αν το δημοψήφισμα ήταν υπέρ της Πολωνίας, θα αποδιδόταν στη Γερμανία δικαίωμα ελεύθερης συγκοινωνίας με τη Γδύνια. Ίσως πραγματοποιούνταν και ανταλλαγές πληθυσμών.
– Το Ντάντσιχ και η Γδύνια θα κηρύσσονταν ανοχύρωτες πόλεις.
-Δεν θα υπήρχε πλέον θέμα αποδόσεως στη Γερμανία όλων των εδαφών, που της αποσπάσθηκαν το 1919, ούτε καν της Άνω Σιλεσίας.
Ο Γκέρινγκ δεν γνώριζε όμως ότι ο Χίτλερ είχε διατάξει τον Ρίμπεντροπ να μην ενημερώσει ουσιαστικά τον Βρετανό πρέσβη για τους γερμανικούς όρους, επιδιώκοντας ίσως να θέσει πολύ σκληρότερους όρους στους Πολωνούς, αν τελικά προλάβαιναν να αποστείλουν εκπρόσωπο.
Μετά πάντως την ενημέρωσή του από τον Ντάλερους, ο Χέντερσον τηλεφώνησε στον Πολωνό πρέσβη στο Βερολίνο Γιόζεφ Λίπτσκι και τον ικέτευσε να ζήτησει άμεση ακρόαση από τον Ρίμπεντροπ. Ο Πολωνός δήλωσε ότι δεν είχε εντολή από την κυβέρνησή του για μια τέτοια ενέργεια, αλλά θα ζητούσε οδηγίες το πρωί της 31ης Αυγούστου. Κατόπιν αυτού, ο Χέντερσον ενημέρωσε το Λονδίνο, τονίζοντας ότι δεν αισιοδοξούσε πια. Παρ’ όλα αυτά και η 31η Αυγούστου υπήρξε μέρα διπλωματικών ζυμώσεων για την αποτροπή του αναπότρεπτου πλέον πολέμου.
Ο Χέντερσον έστειλε τον γραμματέα του Φορμπς μαζί με τον Ντάλερους στην πολωνική πρεσβεία με σκοπό να πιέσουν για την αποστολή Πολωνού αντιπροσώπου στο γερμανικό υπεουργείο Εξωτερικών. Ο Λίπτσκι δέχτηκε το κείμενο με τους γερμανικούς όρους, αλλά δήλωσε: «Γιατί νά διαπραγματευθούμε; Βρίσκομαι εδώ και πέντε χρόνια στη Γερμανία. Ξέρω τι σας λέω.
Αν αρχίσει πόλεμος, ο λαός θα επαναστατήσει και θα πάρουμε το Βερολίνο». Τόσο ο Σουηδός, όσο και ο Βρετανός όμως δεν πείστηκαν και τον παρακάλεσαν να επισκεφτεί τον Ρίμπεντροπ. Στο μεταξύ, και ο Ιταλός πρέσβης Ατόλικο τηλεφώνησε επειγόντως στον Τσιάνο –τον υπουργό Εξωτερικών και γαμπρό του Μουσολίνι- ζητώντας του να ζητήσει παρέμβαση του Μουσολίνι στον Χίτλερ για να αποτραπεί ο πόλεμος που αλλιώς θα ξεσπούσε, σύμφωνα με πληροφορίες του, τις επόμενες ώρες.
Ο Μουσολίνι συμφώνησε να προσπαθήσει. Την ίδια ώρα στο Ντάντισχ, οι Γερμανοί εξέγερθηκαν. Ο Μουσολίνι άδραξε την ευκαιρία και διέταξε τον Τσιάνο να μιλήσει με τον Χάλιφαξ, προτείνοντας αποδοχή του τετελεσμένου, δηλαδή άμεση απόδοση της πόλης στη Γερμανία. Ο Βρετανός υπουργός όμως δήλωσε ότι το πρόβλημα του Ντάντσιχ ήταν γενικότερο και πως η Βρετανία δεν μπορούσε να επιβάλει στην Πολωνία να παραχωρήσει τμήμα του εθνικού της εδάφους.
Λίγο αργότερα, ο Μουσολίνι επανήλθε προτείνοντας τη σύγκλιση διάσκεψης των ευρωπαϊκών δυνάμεων στην Ιταλία, στις 5 Σεπτεμβρίου, για να ρυθμιστεί το ζήτημα. Την αυτή πρόταση ο Μουσολίνι, μέσω του Τσιάνο, υπέβαλε και στη Γαλλία.
Οι δύο κυβερνήσεις υποσχέθηκαν να εξετάσουν ευμενώς την πρόταση Μουσολίνι. Τα γεγονότα όμως έτρεχαν. Στην πολωνική πορεσβεία στο Βερολίνο έφτασε ένα κωδικοποιημένο τηλεγράφημα. Οι Γερμανοί το αποκρυπτογράφησαν.
Με το τηλεγράφημα, η πολωνική κυβέρνηση εξουσιοδοτούσε τον πρέσβη της στο Βερολίνο να μετάφερει τη συμφωνία της να «εξετάσει» το αίτημα της βρετανικής κυβέρνησης για διακανονισμό των προβλημάτων με τη Γερμανία. Η Πολωνία είχε μόλις αυτοκτονήσει. Στις 4.00 μ.μ. της 31ης Αυγούστου, ο Πολωνός πρέσβης ζήτησε ακρόαση από τον ίδιο τον Χίτλερ.
Δεν έγινε δεκτός. Αφού ενημέρωσε τη Βαρσοβία και έλαβε οδηγίες, επανήλθε περίπου δύο ώρες αργότερα δηλώνοντας στους Γερμανούς πως «η πολωνική κυβέρνηση δέχεται την έναρξη απευθείας συνομιλιών με την κυβέρνηση του Ράιχ».
Ο Ρίμπεντροπ τον ρώτησε: «Εχετε πλήρη εξουσιοδότηση να δεχθείτε τις προτάσεις της γερμανικής κυβέρνησης;» «Εχω αποστολή να σας μεταβιβάσω μόνο το μήνυμα που ακούσατε», απάντησε ο Λίπτσκι. «Με τέτοιους όρους είναι άσκοπο να παραταθεί αυτή η συζήτηση», ανταπάντησε ο Ρίμπεντροπ. Όλα είχαν τελειώσει.
Μερικά λεπτά αργότερα, ο Ιταλός πρέσβης Ατόλικο συναντήθηκε με τον Χίτλερ, μεταφέροντάς του την πρόταση του Μουσολίνι για σύγκλιση σύσκεψης στις 5 Σεπτεμβρίου για το πολωνικό πρόβλημα. Ο Χίτλερ απάντησε πως δεν επιθυμούσε να δεχθεί και άλλα ραπίσματα από τους Πολωνούς, ούτε να φέρει τον Μουσσολίνι σε δύσκολη θέση, εμπλέκοντάς τον σε μια μεσολάβηση χωρίς επιτυχία. «Ώστε όλα τέλειωσαν;» ρώτησε τότε ο Ατόλικο. «Ναί, όλα τέλειωσαν», απάντησε ο Χίτλερ.
Οι Ευρωπαίοι όμως ακόμα ήλπιζαν. «Όλοι περιμένουν ένα νέο Μόναχο. Πολύ λίγοι πιστεύουν πως μαζί με τον ήλιο δύει στις 31Αυγούστου και η ειρήνη», αναφέρει γλαφυρά ο Ραιμόν Καρτίε. Το μήνυμα «Υ = 1.9.4.45» ελήφθη στις 5.00 μ.μ. Στα στρατηγεία τους οι Γερμανοί διοικητές στις ομάδες στρατιών, που θα εφορμούσαν κατά της Πολωνίας, 1 Σεπτεμβρίου ώρα 4.45 π.μ.
Στο λιμάνι του Ντάντσιχ το παλαιό θωρηκτό «Σλέσβιγκ-Χόλσταϊν» στρέφει πυροβόλα του προς τις πολωνικές θέσεις. Στο Γκλάιβιτς, στην Άνω Σιλεσία, άνδρες των SS εκτελούν 13 πολιτικούς κρατουμένους, ντυμένους με πολωνικές στολές για να κατηγορήσουν την Πολωνία για δήθεν παραβίαση των συνόρων. Το σκηνοθετημένο επεισόδιο μεταδόθηκε από το γερμανικό ραδιόφωνο σε όλο τον κόσμο. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε αρχίσει.
Η εισβολή στην Πολωνία
Η Πολωνία είναι μία από τις μεγαλύτερες χώρες της Βορειοανατολικής Ευρώπης. Το 1939 το νέο πολωνικό κράτος είχε ζωή μόλις 21 ετών. Από το 1918 που επανιδρύθηκε, ως και το 1921, η Πολωνία πολέμησε σκληρά κατά των Σοβιετικών και τους κατανίκησε. Το γεγονός αυτό της επικράτησης έναντι του προαιώνιου αντιπάλου είχε κάνει τους Πολωνούς να υπερεκτιμήσουν τις δυνάμεις τους.
Η επόμενη δεκαπενταετία είδε τον πολωνικό Στρατό να επιχειρεί βήματα εκσυγχρονισμού, τα οποία όμως δεν ήταν αρκετά, λαμβανομένης υπόψη και της γεωγραφικής θέσης της χώρας και κατά συνέπεια των αντιπάλων που ο Στρατός της θα καλούνταν να αντιμετωπίσει. Παρ’ όλα αυτά, ο πολωνικός Στρατός δεν ήταν το 1939 η παντελώς απηρχαιωμένη δύναμη που με ευκολία υπέκυψε στις «σιδηρές φάλαγγες» του εισβολέα – όπως κάποιοι αρέσκονται να τον παρουσιάζουν. Ο πολωνικός Στρατός και μεγάλος ήταν και αρκετά ισχυρός. Αυτό που του έλειπε ήταν η ευκινησία και η καθαρή σκέψη των ηγετών του.
Στο ερώτημα μπορούσε ο πολωνικός Στρατός να ανταπεξέλθει της γερμανικής εισβολής η απάντηση θα ήταν μάλλον καταφατική, υπό προϋποθέσεις φυσικά. Το μεγάλο ατύχημα για τους Πολωνούς ήταν η απηρχαιωμένη στρατηγική σκέψη των στρατιωτικών ηγετών τους.
Οι νικητές των Σοβιετικών στρατηγοί και οι επίγονοι τους, αρέσκονταν στις μαζικές ιππικές επελάσεις και πίστευαν ότι το θάρρος και μόνο αποτελεί την αναγκαία και καλή συνθήκη για την επιτυχία. Η αλαζονική αυτή άγνοια κινδύνου που τους διακατείχε τους οδήγησε και στη λήψη εντελώς ξεπερασμένων από τα πράγματα μέτρων άμυνας.
Ωστόσο, οι μελλοντικοί σύμμαχοι των Πολωνών δεν αντελήφθησαν τις αδυναμίες των. Όταν ο Βρετανός στρατηγός Αϊρονσάιντ, όταν επεσκέφθη την Πολωνία, τον Ιούλιο του 1939 και παρακολούθησε ασκήσεις του πολωνικού Στρατού, έμεινε απόλυτα ικανοποιημένος. Οι Πολωνοί αξιωματούχοι μπορούσαν, όπως διατείνονταν, να καλέσουν υπό τα όπλα 2.500.000 άνδρες. Ας δούμε όμως ποιος πραγματικά ήταν ο πολωνικός Στρατός το 1939.
Ο πολωνικός Στρατός περιελάμβανε στη διάταξη μάχης του 30 ενεργές μεραρχίες πεζικού, εννέα επιστρατευόμενες μεραρχίες πεζικού, 11 ταξιαρχίες ιππικού, μια μηχανοκίνητη ταξιαρχία, τρεις ταξιαρχίες ορεινού πεζικού και διάφορες άλλες ανεξάρτητες μονάδες επιπέδου τάγματος. Οι μεραρχίες πεζικού ήταν τριαδικού τύπου. Κάθε μια τους διέθετε τρία συντάγματα πεζικού –των τριών ταγμάτων πεζικού και ενός τάγματος πολυβόλων το καθένα– ένα σύνταγμα μέσου-ελαφρού πυροβολικού, μια μοίρα βαρεώς πυροβολικού, ένα τάγμα μηχανικού, έναν λόχο διαβιβάσεων και μία αντιαεροπορική πυροβολαρχία.
Κάθε μεραρχία πεζικού διέθετε και 30 αντιαρματικά πυροβόλα Bofors των 37 χλστ. Για εγγύς αντιαρματική άμυνα, οι πολωνικοί σχηματισμοί ήσαν εφοδιασμένοι και με αντιαρματικά τυφέκια. Οι 11 ταξιαρχίες ιππικού ήταν οργανωμένες ως εξής: Κάθε μια τους διέθετε τρία ως τέσσερα συντάγματα ιππικού –των τεσσάρων ιλών μάχης και μίας ίλης βαρέων όπλων– μια έφιππη μοίρα πυροβολικού, με 12 στοιχεία, μία αντιαεροπορική πυροβολαρχία, ίλη εφίππων σκαπανέων και υπηρεσίες.
Όσον αφορά τα τεθωρακισμένα ο πολωνικός Στρατός διέθετε 173 άρματα 7ΤΡ και Vickers, 50 άρματα Renault R-35, 102 παλαιά Renault FT-17, 574 τανκέτες των τύπων ΤΚ, ΤΚS και ΤΚF και 100 θωρακισμένα οχήματα του τύπου Wz. Το πολωνικό πυροβολικό διέθετε επίσης 1.840 πεδινά πυροβόλα των 75 χλστ., 900 οβιδοβόλα Skoda των 100 χλστ., 254 πυροβόλα των 105 χλστ., 43 πυροβόλα των 120 χλστ., 340 οβιδοβόλα των 155 χλστ., 27 υπερόλμους των 220 χλστ., 1.200 αντιαρματικά πυροβόλα των 37 χλστ., 306 αντιαεροπορικά πυροβόλα των 40 χλστ., και 156 αντιαεροπορικά πυροβόλα των 75 χλστ.
Στην κατηγορία των όπλων πεζικού οι Πολωνοί διέθεταν 1.200.000 τυφέκια, 3.500 αντιαρματικά τυφέκια, 15.000 πολυβόλα, 26.000 οπλοπολυβόλα, 50 πυροβόλα των 20 χλστ., 3.850 τυφέκια ικανά για εκτόξευση οπλοβομβίδων. 1.200 όλμους των 81 χλστ. Η πολωνική Αεροπορία, τέλος, η αχίλλειος πτέρνα των Πολωνών, διέθετε λιγότερα των 400 αεροσκαφών πρώτης γραμμής, ήτοι 36 σύγχρονα μέσα βομβαρδιστικά PZL P-37 Los, 117 ελαφρά βομβαρδιστικά PZL P-23 Karas, 142 ξεπερασμένα καταδιωκτικά αεροσκάφη PZL P-7 και Ρ-11 και 89 αεροσκάφη στρατιωτικής συνεργασίας R-13 Lublin και Czapla.
Οι αριθμοί, αν μη τι άλλο, δείχνουν εντυπωσιακοί, με εξαίρεση φυσικά τις αεροπορικές δυνάμεις. Θεωρητικά, λοιπόν, και παρά την υστέρησή τους σε αεροπορικές δυνάμεις, οι Πολωνοί φαίνονταν ικανοί να αντικρούσουν, ή έστω να καθυστερήσουν περισσότερο τους Γερμανούς. Από τη στιγμή μάλιστα που η Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία, οι Πολωνοί θα μπορούσαν να ελπίζουν σε αντιπερισπασμό των συμμάχων τους κατά των γερμανικών δυνάμεων στον Ρήνο. Ίσως η ελπίδα τους αυτή να υπήρξε και η πλέον καταστροφική για αυτούς αυταπάτη.
Το σοβαρότερο, ωστόσο, σφάλμα των Πολωνών στρατηγών, και πιο συγκεκριμένα του στρατάρχη Ριντζ-Σμίγκλι, ήταν το αρχικό σχέδιο συγκέντρωσης των δυνάμεών τους, εν όψει πολέμου με τη Γερμανία.
Ο Πολωνός στρατάρχης κατέστρωσε το πλέον άκαμπτο και μονολιθικό σχέδιο ανάπτυξης των αιώνων. Θα επιχειρούσε να καλύψει τα μήκους 2.800 χλμ. σύνορά του με τους Γερμανούς στο σύνολό τους! Επρόκειτο για την αποθέωση της γραμμικής στρατηγικής του 18ου αιώνα! Σύμφωνα λοιπόν με το «σχέδιο», ο Στρατός οργάνωθηκε σε οκτώ στρατιές, και οι οκτώ υπαγόμενες στο γενικό στρατηγείο της Βαρσοβίας. Την πρώτη γραμμή άμυνας θα καταλάμβαναν 29 μεραρχίες και ταξιαρχίες πεζικού και 10 ταξιαρχίες ιππικού.
Το τραγικό σχέδιο συγκέντρωσης και ανάπτυξης δεν λάμβανε καθόλου υπόψιν του ούτε τις δυνατότητες ταχείας κίνησης του αντιπάλου, ούτε την ενδεχόμενη καθυστέρηση της φίλιας επιστράτευσης. Έτσι, όταν κηρύχθηκε η επιστράτευση, στις 11.00 π.μ. της 30ής Αυγούστου 1939, 13 μεραρχίες πεζικού δεν είχαν καν αρχίσει τις κινήσεις συγκέντρωσής τους και οι εννέα επιστρατευόμενες μεραρχίες τότε θα ξεκινούσαν την ενεργοποίησή τους.
Ιδιαίτερα ανόητη ήταν επίσης η επιμονή της πολωνικής διοίκησης στην περιοχή του περίφημου διαδρόμου του Ντάντσιχ. Όπως είναι γνωστό, εκείνη την περίοδο η Ανατολική Πρωσία αποτελούσε γερμανικό έδαφος. Άρα οι πολωνικές δυνάμεις που θα ετάσσοντο στον διάδρομο θα ήταν εκτεθειμένες σε επίθεση τόσο κατά μέτωπο, από την Πομερανία, όσο και από το δεξιό πλευρό και τα νώτα από την Αν. Πρωσία. Η άμυνα του πλέον εκτεταμένου τμήματος του μετώπου –του τμήματος της άνω Σιλεσίας και της Βοημίας- βάρυνε τρεις μόνο πολωνικές στρατιές, από Βορρά προς Νότο, αυτές του στρατηγού Κούρτσεμπα (στρατιά Ποζνανίας), του στρατηγού Ρόμελ (στρατιά Λοτζ) και του στρατηγού Σίλινγκ (στρατιά Κρακοβίας).
Τα πολωνο-σλοβακικά σύνορα φρουρούσε η στρατιά των Καρπαθίων. Βόρεια στα πολωνο-πρωσικά σύνορα στάθμευαν οι στρατιές του Μοντλίν και του Νάρεβ. Όσον αφορά τις εφεδρείες του ο στρατάρχης Σμίγκλι τις κατένειμε σε τρεις περιοχές. Οι δύο εφεδρικές συγκεντρώσεις υποτίθεται ότι θα δρούσαν επ’ ωφελεία των στρατιών Ποζνανίας και Λοτζ. Η τρίτη εφεδρική συγκέντρωση θα πραγματοποιούνταν επ’ ωφελεία των βορείων στρατιών. Η λογική επέβαλε στους Πολωνούς να οργανώσουν αμυντικές θέσεις πολύ πιο πίσω, στις ποτάμιες γραμμές του Βιστούλα και του Νάρεβ.
Αυτή ήταν η μόνη αμυντική γραμμή στην οποία είχαν ελπίδες να αντιμετωπίσουν με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας την γερμανική κρούση. Όλα ήταν έτοιμα για την εξέλιξη του μεγάλου δράματος. Οι Πολωνοί περίμεναν πολλά τόσο από τους εαυτούς τους, όσο και από τους «μεγάλους» συμμάχους τους.
Τι συνέβαινε όμως στην «άλλη πλευρά του λόφου»; Τι κατάσταση παρουσίαζε ο γερμανικός Στρατός τις παραμονές του νέου παγκοσμίου πολέμου; Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο γερμανικός Στρατός δεν αποτελούσε ακόμα την τέλεια στρατιωτική μηχανή, η οποία αργότερα θα σάρωνε τη Δυτική Ευρώπη και τον σοβιετικό γίγαντα. Παρά τα περί του αντιθέτου γραφόμενα, κυρίως από τους ηττημένους, οι οποίοι προσπάθησαν με κάθε τρόπο να δικαιολογήσουν τη δική τους απρονοησία και ανικανότητα προσπαθώντας να παρουσιάσουν τους Γερμανούς ως υπερανθρώπους και τον γερμανικό Στρατό ως το απόλυτο όπλο όλων των εποχών, δεν έχουν πραγματική βάση.
Η αλήθεια είναι ότι το 1939 ο γερμανικός Στρατός έπασχε από σοβαρές ασθένειες. Το έτος αυτό ήταν το ορόσημο για τους Δυτικούς για να επιτύχουν να σταματήσουν τους Γερμανούς. Από τη στιγμή όμως που δεν έπραξαν τίποτα προς την κατεύθυνση αυτή, τη στιγμή που εγκατέλειψαν τη σύμμαχο Πολωνία, όπως προηγουμένως είχαν εγκαταλείψει την Τσεχοσλοβακία, η ευκαιρία, η τελευταία ευκαιρία, χάθηκε. Και εδώ ακριβώς γεννάται το ερώτημα: Ποιος τελικά είναι υπέυθυνος για έναν πόλεμο, μόνο αυτός που τον άρχισε ή και αυτοί που δεν φρόντισαν να τον αποτρέψουν από το να τον αρχίσει. Ο Χίτλερ ξεκίνησε την εκστρατεία κατά της Πολωνίας και μαζί και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπολογίζοντας στην αδράνεια των Βρετανών και των Γάλλων, ακριβώς όπως ως τότε τον είχαν συνηθίσει.
Και ναι μεν ο Χίτλερ έσφαλε όταν υπολόγιζε ότι οι Δυτικοί δεν θα επενέβαιναν, αλλά και οι Δυτικοί έσφαλαν όταν υπολόγιζαν ότι η εγγύηση και μόνο που παραχώρησαν στην Πολωνία, η οποία δεν είχε όμως ουσιαστικό στρατιωτικό αντίκρισμα, θα σταματούσε τον Χίτλερ από το να της επιτεθεί. Τον Σεπτέμβριο του 1939 όμως ο Χίτλερ δεν είχε στη διάθεσή του περισσότερες από 100 μεραρχίες κάθε τύπου. Το ένα τρίτο όμως αυτών ήταν ασυμπλήρωτες σε υλικά και το προσωπικό τους δεν ήταν επαρκώς εκπαιδευμένο.
Από τις 100 περίπου αυτές μεραρχίες, οι έξι ήταν μεραρχίες αρμάτων, οι τέσσερις μηχανοκίνητου πεζικού και οι τέσσερις ελαφρές – πρώην σχηματισμοί ιππικού, οι οποίες όμως διέθεταν τεθωρακισμένα στοιχεία. Οι 14 αυτές μεραρχίες, μαζί με κάποιες «αυτοσχέδιες» μονάδες, όμως βάρυναν στην πολεμική σκακιέρα περισσότερο από τις εξαπλάσιές τους κοινές μεραρχίες πεζικού. Όταν ο Χίτλερ συγκέντρωσε 63 μεραρχίες για την επίθεση κατά της Πολωνίας, στις οποίες περιλαμβάνονταν και όλες οι ταχυκίνητες και τεθωρακισμένες, διακινδύνευε πράγματι πολλά.
Ολόκληρο το Δυτικό Μέτωπο καλύφθηκε από ένα συγκρότημα 44 περίπου μεραρχιών πεζικού, έναντι 100 περίπου μεραρχιών, τις οποίες μπορούσαν να παρατάξουν απέναντι του οι Γάλλοι. Ωστόσο, οι Γάλλοι δεν κινήθηκαν, σοβαρά τουλάχιστον. Σύμφωνα με την ευχή του σοσιαλιστή Γάλλου πρωθυπουργού Λεόν Μπλουμ: «Ο γαλλικός Στρατός είχε χάσει τη δυνατότητα στρατηγικής πρωτοβουλίας του». Παρέμεινε λοιπόν θεατής της κατακρεούργησης του πολωνικού Στρατού, αναμένοντας αδιάφορα να έρθει και η σειρά του.
Εμπιστευόμενος την ανικανότητα των Γάλλων, ο Χίτλερ έδωσε τα ξημερώματα της 1ης Σεπτεμβρίου του 1939 την εντολή στις δυνάμεις του να εισβάλουν στην Πολωνία. Οι γερμανικές δυνάμεις είχαν αναπτυχθεί κατά μήκος των γερμανο-πολωνικών συνόρων, συγκροτημένες σε δύο ομάδες στρατιών. Ο όγκος των δυνάμεων είχε διατεθεί στην Ομάδα Στρατιών Α΄ του φον Ρούνστεντ. Είχε αναπτυχθεί από την άνω Σιλεσία ως και τα σλοβακο-πολωνικά σύνορα. Συγκροτούνταν από τη 14η Στρατιά –Λιστ– την 10η Στρατιά –Ράιχεναου– και την 8η Στρατιά – Μπλάσκοβιτς.
Η 14η Στρατιά, του γνωστού μας Λιστ, αποτελούνταν από τρία Σώματα Στρατού –18ο Ορεινό, 17ο, 8ο και αργότερα την Ομάδα Τεθωρακισμένων Κλάιστ, η οποία όμως συνεστάθη εκ των ενόντων– διαθέτουσα δύο τεθωρακισμένες και μία ελαφρά μεραρχίες, μία ορεινή μεραρχία πεζικού, έξι μεραρχίες πεζικού και ένα σύνταγμα SS. Η 10η Στρατιά του φον Ράιχεναου ήταν η ισχρότερη. Διέθετε 15 μεραρχίες κατανεμημένες σε πέντε Σώματα Στρατού – 15ο και 16ο Τεθωρακισμένα, 14ο Μηχανοκίνητο, 4ο και 11ο Πεζικού.
Η ισχύς κρούσης της στρατιάς ήταν οι δύο τεθωρακισμένες, οι δύο μηχανοκίνητες και οι τρεις ελαφρές της μεραρχίες και οι οκτώ μεραρχίες πεζικού της. Η 8η Στρατιά ήταν η πλέον αδύναμη. Διέθετε τέσσερις μεραρχίες πεζικού, ένα σύνταγμα SS και μία ανεξάρτητη επιλαρχία αρμάτων.
Η Ομάδα Στρατιών Β, υπό τις διαταγές του φον Μποκ, διέθετε τη 3η και 4η Στρατιά, υπό τους φον Κούχλερ και φον Κλούγκε αντίστοιχα. Η 3η Στρατιά ήταν ανεπτυγμένη στην Αν. Πρωσία, ενώ η 4η ήταν ανεπτυγμένη στην Πομερανία. Η 3η Στρατιά διέθετε επτά μεραρχίες πεζικού, την «Τεθωρακισμένη Μεραρχία Κέμπφ», δύο μεικτές ταξιαρχίες και μία ταξιαρχία ιππικού.
Η 4η Στρατιά του φον Κλούγκε διέθετε έξι μεραρχίες πεζικού, μία μεικτή ταξιαρχία, μία τεθωρακισμένη μεραρχία και δύο μηχανοκίνητες μεραρχίες. Άλλες τρεις μεραρχίες πεζικού τηρούνταν ως εφεδρεία της Ομάδας Στρατιών Β. Τις επιχειρήσεις των δύο ομάδων στρατιών επρόκειτο να υποστηρίξουν τα αεροσκάφη του 4ου και του 1ου Λουφτφλότ, υπό τους πτεράρχους Λερ και Κέσσερλινγκ αντίστοιχα – 1.600 αεροσκάφη κάθε τύπου.
Ας δούμε όμως αναλυτικά την ισχύ των γερμανικών τεθωρακισμένων σχηματισμών την παραμονή της επίθεσης.
Η 1η Τεθωρακισμένη Μεραρχία. Το σύνολο αρμάτων της μεραρχίας έφτανε τα 309. Η 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία διέθετε 322 συνολικά άρματα. Η 3η Τεθωρακισμένη Μεραρχία διέθετε συνολικά 391 άρματα. Η 4η Τεθωρακισμένη Μεραρχία συνολικά διέθετε 341 άρματα. Η 5η Τεθωρακισμένη Μεραρχία διέθετε 335 συνολικά άρματα. Η Τεθωρακισμένη Μεραρχία Κεφμπ, από το όνομα του διοικητή της, διέθετε 164 άρματα. Η Τεθωρακισμένη Μεραρχία Ανατολικής Πρωσίας, η μετέπειτα 10η Πάντσερ, διέθετε 150 άρματα. Η 1η Ελαφρά διέθετε 226 συνολικά άρματα. Η 2η Ελαφρά Μεραρχία διέθετε μόλις 85 συνολικά άρματα. Η 3η Ελαφρά Μεραρχία διέθετε 80 άρματα. Η 4η Ελαφρά Μεραρχία διέθετε 62 άρματα. Ο γερμανικός Στρατός εισβολής είχε επίσης ενισχυθεί με δύο ακόμα ανεξάρτητα συγκροτήματα αρμάτων, το 25ο και το 10ο Συντάγματα Αρμάτων. Το 25ο Σύνταγμα διέθετε συνολικά 151 άρματα. Το 10ο Σύνταγμα διέθετε 74 άρματα.
Γύρω στις 4.45 το πρωί της Παρασκευής 1ης Σεπτεμβρίου του 1939, βόμβος κάλυψε σχεδόν σκοτεινό ακόμα δυτικό ορίζοντα. Οι Πολωνοί στρατιώτες, με τα όπλα τους σφιχτά κρατημένα στα χέρια, ήσαν όσο αυτό μπορεί να λεχθεί, έτοιμοι. Ο βόμβος από τα δυτικά όλο και απλωνόταν. Ξαφνικά, άρχισαν να καταλαβαίνουν. Ήταν κινητήρες αεροσκαφών. Ο πόλεμος είχε αρχίσει. Ο πολωνικός Στρατός δέχθηκε από εκείνη την ώρα τις πρώτες επιθέσεις της εχθρικής Αεροπορίας στις προωθημένες του θέσεις. Μία ώρα αργότερα δεχόταν και την επίθεση των χερσαίων γερμανικών δυνάμεων.
Ο πολωνικός Στρατός δεν είχε οργανώσει την τοποθεσία άμυνάς του. Οι ηγέτες του υπολόγιζαν να ανταπεξέλθουν στις εχθρικές διεισδύσεις με αντεπιθέσεις. Ο Στρατός τους όμως δεν διέθετε την απαραίτητη ευκινησία για να δοκιμάσει ή έστω να εκτελέσει αντεπίθεση. Δεν υπολόγισαν επίσης ότι θα ήταν τουλάχιστον δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να υποχωρήσουν σε περίπτωση οιουδήποτε ατυχήματος, υπό την πίεση των εχθρικών ταχυκίνητων σχηματισμών.
Και πώς θα ήταν δυνατό να υποχωρήσουν οι Πολωνοί πεζοί και ιππείς ταχύτερα από ό,τι θα προχωρούσαν τα γερμανικά τεθωρακισμένα. Κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Άρα, οι υποχωρούσες πολωνικές δυνάμεις θα έπεφταν κατά την υποχώρησή τους επί των γερμανικών τεθωρακισμένων, τα οποία θα τις είχαν ξεπεράσει και θα προσέβαλαν τις γραμμές των συγκοινωνιών τους. Ακριβώς έτσι συνέβη. Οι γερμανικές στρατιές επιτέθηκαν ταυτόχρονα σχεδόν κατά των Πολωνών σε όλο το μήκος των συνόρων. Ο πολωνικός Στρατός κατόρθωσε να κρατήσει μόνο για δύο ημέρες. Στις 3 Σεπτεμβρίου, την ημέρα που οι Δυτικοί κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία, ο Κλούγκε είχε διαλύσει τις πολωνικές δυνάμεις στον διάδρομο του Ντάντσιχ, ο Κούχλερ προήλαυνε σταθερά από την Αν. Πρωσία, ο Ράιχεναου είχε συντρίψει τους συνδέσμους μεταξύ των πολωνικών στρατιών του Λοτζ και της Ποζνανίας, τις είχε υπερκεράσει και εκινείτο σε βάθος 80 χλμ. πίσω τους! Η πολωνική στρατιά της Ποζνανίας είχε σχεδόν περικυκλωθεί την επομένη.
Οι Πολωνοί πολέμησαν πραγματικά γενναία. Δεν είχαν όμως καμία ελπίδα. Φυσικά, δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα οι θρύλοι περί της εκτέλεσης εφίππων εφόδων των Πολωνών κατά των γερμανικών πάντσερ, αν και το επίλεκτο πολωνικό ιππικό πολέμησε πραγματικά ηρωικά. Παρ’ όλα αυτά, στις 8 Σεπτεμβρίου οι εμπροσθοφυλακές της 4ης Γερμανικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας βρίσκονταν έξω από τα προάστια της Βαρσοβίας. Αν και η πρώτη απόπειρα των Γερμανών να καταλάβουν άμεσα την πολωνική πρωτεύουσα απέτυχε παταγωδώς, εντούτοις το 16ο Σώμα Στρατού της 10ης Στρατιάς του φον Ράιχεναου είχε καλύψει 225 χλμ. Αλλά και στο νότιο μέτωπο η κατάσταση είχε εξελιχθεί επίσης καταστροφικά για τους Πολωνούς.
Ο Λιστ είχε διασπάσει τις πολωνικές γραμμές και αμέσως μετά είχε εξαπολύσει την Ομάδα Τεθωρακισμένων του φον Κλάιστ, η οποία όφειλε να εκμεταλλευτεί την επιτυχία του πεζικού. Μόλις μία εβδομάδα είχε περάσει από την έναρξη των επιχειρήσεων και ο πολωνικός Στρατός είχε σχεδόν συντριβεί. Στο κεντρικό μέτωπο ο διοικητής της στρατιάς της Ποζνανίας, στρατηγός Κούρτσεμπα, επιχείρησε να εξέλθει του κλοιού που είχε ήδη στηθεί γύρω του. Στις 12 Σεπτεμβρίου η στρατιά στράφηκε προς τα πίσω. Εκείνη την ημέρα οι εμπροσθοφυλακές της συγκρούσθηκαν με τις γερμανικές δυνάμεις στο Λόβιτς, τις κατενίκησαν και κατέλαβαν τις διαβάσεις του ποταμού Μπζούρα. Όλα όμως τελείωσαν εκεί.
Οι γερμανικές δυνάμεις ενισχύθηκαν και περιέσφιξαν και πάλι τον κλοιό γύρω από τους γενναίους Πολωνούς. Επικές μάχες έλαβαν χώρα μεταξύ της 15ης και 18ης Σεπτεμβρίου. Στο Γιάβοροφ οι πολωνικές 11η και 38η Μεραρχίες Πεζικού τσάκισαν τους Γερμανούς, διέσπασαν τον κλοιό και κατόρθωσαν να διαφύγουν. Αποτελούσαν όμως την εξαίρεση. Στις 16 Σεπτεμβρίου τα λείψανα της στρατιάς της Ποζνανίας και των δυνάμεων φρούρησης του διαδρόμου του Ντάντσιχ, παραδόθηκαν τελικά ύστερα από σφοδρό αλλά μάταιο αγώνα. Τμήματα 12 μεραρχιών –180.000 άνδρες– εξουδετερώθηκαν. Την επόμενη μέρα, ο ανίερος σύμμαχος του Χίτλερ, ο «πατερούλης» των απανταχού δημοκρατών, ο Στάλιν, διέτασσε τις δυνάμεις του να ριχθούν στη λεία τους.
Οι σοβιετικές φάλαγγες εισέβαλαν ανενόχλητες στο πολωνικό έδαφος, κατακερμάτισαν τις ασθενείς πολωνικές δυνάμεις που επιχείρησαν να αντισταθούν και προωθήθηκαν ως την προσυμφωνημένη γραμμή κατοχής. Ο Σοβιετικός δικτάτορας μάλιστα δεν δίστασε, λίγο αργότερα, να δολοφονήσει χιλιάδες Πολωνούς αιχμαλώτους αξιωματικούς στο Κατίν, οι οποίοι αρνήθηκαν να κατηχηθούν στα σοβιετικά νάματα.
Ακριβώς 11 μέρες αργότερα, και η Βαρσοβία υπέκυπτε στις γερμανικές ορδές. Η οργανωμένη αντίσταση των πολωνικών δυνάμεων έπαυσε στις 5 Οκτωβρίου, αν και πολλοί Πολωνοί στρατιώτες συνέχισαν τον αγώνα ως τον χειμώνα του 1939-1940.
Στις 30 Σεπτεμβρίου, σε πανηγυρικό του λόγο, ο Χίτλερ παραδέχθηκε τις εξής απώλειες των στρατευμάτων του στην Πολωνία: Νεκροί-10.572, τραυματίες-30.332, αγνοούμενοι-3.409. Συνολικά, 44.313 άνδρες, απώλειες αντιστοιχούσες σε προσωπικό τριών μεραρχιών πεζικού. Οι Γερμανοί συνέλαβαν 450.000 αιχμαλώτους. Άλλους 200.000 συνέλαβαν οι Σοβιετικοί.
Περίπου 80.000-100.000 Πολωνοί στρατιωτικοί κατόρθωσαν να διαφύγουν και αρκετοί από αυτούς έφτασαν έως τη Γαλλία, όπου συγκρότησαν νέα τμήματα και πολέμησαν και πάλι γενναία.