Οι μνήμες το πολύμηνου πολέμου που ναι μεν άφησε το Ισραήλ διπλωματικά και στρατιωτικά ισχυρό, τσάκισε όμως την αλαζονεία του μετά τον Πόλεμο των έξι ημερών.
Στιγμές φρίκης εκτυλίσσονται τις τελευταίες ώρες στη Μέση Ανατολή και, συγκεκριμένα στο Ισραήλ, δεχόμενο τα ξημερώματα, επίθεση από δυνάμεις της Χαμάς και της Ισλαμικής Τζιχάντ, οι οποίες κατέλαβαν μικρά χωριά και συνοριακές πόλεις ενώ σκότωσαν δεκάδες ανθρώπους πυροδοτώντας αντίδραση του Τελ Αβίβ που με αντεπίθεση στόχευσε πληθώρα στόχων στη Γάζα.
Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, από την πρώτη στιγμή όχι μόνο δεν υποβάθμισε το γεγονός αλλά ξεκαθάρισε πως δεν πρόκειται για μία σύρραξη αλλά για έναν κανονικό πόλεμο. Όμως τα γεγονότα των τελευταίων ωρών έχουν και μία σημαντική σημειολογία, αφού λαμβάνουν χώρα την επομένη της επετείου των 50 ετών από τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ.
Τα γεγονότα της 6ης Οκτωβρίου 1973 έχουν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην κοινωνία και την ψυχοσύνθεση των κατοίκων του Ισραήλ. Στην πιο ιερή γιορτή των Εβραίων, την ημέρα του Εξιλασμού, μια συμμαχία αραβικών κρατών, με επικεφαλής την Αίγυπτο και τη Συρία, εισέβαλε αιφνιδιαστικά σε μια απροετοίμαστη -τότε- χώρα, περνώντας τις γραμμές κατάπαυσης του πυρός στο Σινά και τα Υψώματα του Γκολάν στο βορρά.
Πάνω από 2.600 Ισραηλινοί στρατιώτες σκοτώθηκαν, περισσότεροι από 7.000 τραυματίστηκαν. Η φρίκη εκείνης της ημέρας και το ερώτημα αν ο πόλεμος των 19 ημερών, όσο διήρκησε, θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί απασχολούν ακόμη μέχρι και σήμερα τον λαό του Ισραήλ.
«Ενώ τα ισραηλινά στρατεύματα βγήκαν με αυτοπεποίθηση και νικητές από τον προηγούμενο Πόλεμο των Έξι Ημερών, ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ έδειξε τα τρωτά σημεία της τότε ακόμη νέας χώρας», λέει ο Ισραηλινός ειδικός Εγιάλ Ζίσερ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ. Ακόμη και η νικηφόρα έκβαση του πολέμου για το Ισραήλ, όμως, δεν το άλλαξε αυτό.
Τι είχε προηγηθεί του πολέμου
Το πρωί της 5ης Ιούνη 1967, κατά τον Πόλεμο των έξι ημερών σμήνη της ισραηλινής αεροπορίας προχώρησαν σε βομβαρδισμό του συνόλου των στρατιωτικών αεροδρομίων της Αιγύπτου εξουδετερώνοντας εντός ολίγων ωρών την αιγυπτιακή αεροπορία. Ακολούθησε η κατάληψη από τον ισραηλινό στρατό της χερσονήσου του Σινά και της Λωρίδας της Γάζας, της ανατολικής Ιερουσαλήμ και της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη που αποτελούσαν μέρος της Ιορδανίας και των συριακών Υψιπέδων του Γκολάν που ήταν κρίσιμης σημασίας λόγω των υδάτινων πόρων τους.
Μετά το θάνατο του Γκαμάλ Αμπντελ-Νάσερ το 1970, την προεδρία της Αιγύπτου ανέλαβε ο Άνουαρ αλ Σαντάτ ο οποίος προσέγγισε τους Αμερικανούς προτείνοντας να μεσολαβήσουν για την επιστροφή των κατεχομένων αιγυπτιακών εδαφών. Οι κινήσεις αυτές μάλιστα έγιναν δίχως πρότερη συνεννόηση με τα άλλα αραβικά κράτη. Η Ισραηλινή πρωθυπουργός, Γκόλντα Μέιρ, ωστόσο δεν αισθανόταν την ανάγκη για οποιαδήποτε απόσυρση από τα αιγυπτιακά εδάφη. Μάλιστα πολιτικές πτέρυγες στο Τελ Αβίβ, αισθάνονταν υπεροχή έναντι των Αράβων μετά και τον Πόλεμο του ΄67.
Στη βιογραφία του για τον Σαντάτ, ο ιστορικός Ραφαέλ Ισραέλι υποστηρίζει πως ο Σαντάτ ένιωθε ότι η ρίζα του προβλήματος βρισκόταν στη μεγάλη ντροπή του “Πολέμου των Έξι Ημερών” του ΄67, και πριν να γίνουν οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις, ένιωθε πως υπήρχε επιτακτική ανάγκη ξεπλύματος της ντροπής, που είχε κλονίσει συθέμελα τη ζωτικότητα, το αίσθημα τιμής και την αυτοπεποίθηση του λαού του. Η οικονομία της Αιγύπτου παρέπαιε, αλλά ο Σαντάτ ήξερε πως οι βαθιές μεταρρυθμίσεις που ήταν απόλυτα αναγκαίες θα ήταν βαθιά αντιδημοφιλείς σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Μια στρατιωτική νίκη θα του έδινε τη δημοτικότητα που χρειαζόταν για να κάνει τις αλλαγές, ενώ παράλληλα θα ένωνε το έθνος δημιουργώντας υπόστρωμα συλλογικότητας, αναγκαίας κάθε ιστορικής προόδου και συλλογικής δραστηριότητας. Μια μερίδα του αιγυπτιακού πληθυσμού, κυρίως οι φοιτητές που πραγματοποιούσαν ευρείες διαδηλώσεις, ήθελαν σφοδρά έναν πόλεμο για να ξαναπάρουν το Σινά και να κατανικήσουν τα σύνδρομα οργής και ταπείνωσης, που εύλογα τους διακατείχαν, έναντι των νικητών εχθρών Ισραηλινών, ενώ υπήρχε μεγάλη δυσαρέσκεια επειδή ο Σαντάτ δεν τον πραγματοποίησε στα πρώτα τρία του χρόνια ως πρόεδρος της χώρας.
Ο Σαντάτ επίσης υποστήριζε τις εδαφικές διεκδικήσεις της Παλαιστινιακής Αρχής (Δυτική Όχθη και Λωρίδα της Γάζας) και υποσχέθηκε στον αρχηγό της, τον Γιάσερ Αραφάτ, πως θα έδινε τις περιοχές αυτές στην οργάνωσή του σε περίπτωση νικηφόρου πολέμου. Ο Ιορδανός βασιλιάς Χουσέιν έβλεπε δε ακόμα τη Δυτική Όχθη ως μέρος της Ιορδανίας, και την ήθελε για να αποκατασταθεί το βασίλειό του.
Η μυστική ετοιμασία για αιφνιδιασμό του Ισραήλ
Tον Οκτώβριο του 1972 η Μόσχα και το Κάιρο αποκατέστησαν τις σχέσεις τους και ανανέωσαν τη στρατιωτική συνεργασία τους. Παρά τη συνέχιση χορήγησης γενναιόδωρης στρατιωτικής βοήθειας, η Σοβιετική Ενωση είχε επανειλημμένως προειδοποιήσει την Αίγυπτο να μην ξεκινήσει νέο πόλεμο με το Ισραήλ.
Όμως ο Σαντάτ δεν είχε καμμία χειροπιαστή απόδειξη από την Ουάσινγκτον πως θα αποκομίσει τα οφέλη που ήθελε, έκρινε πως η διεξαγωγή «περιορισμένου πολέμου» θα ήταν το μοναδικό μέσο πίεσης για την απελευθέρωση των αιγυπτιακών εδαφών.
Οι Σοβιετικοί είχαν την πίστη πως οι πιθανότητες του Σαντάτ σε έναν πόλεμο θα ήταν λίγες. Προειδοποίησαν πως κάθε προσπάθεια να περάσουν τη βαριά οχυρωμένη και φρουρούμενη Διώρυγα του Σουέζ, θα προκαλούσε τεράστιες απώλειες. Οι Σοβιετικοί, που επιζητούσαν τη διπλωματική αποκλιμάκωση, δεν είχαν συμφέρον να δουν αποσταθεροποιημένη τη Μέση Ανατολή. Σε μια συνάντησή του τον Ιούνιο του 1973 με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον, ο Σοβιετικός ηγέτης Λεονίντ Μπρέζνιεφ είχε προτείνει την υποχώρηση του Ισραήλ στα σύνορα του 1967 (πριν τον τότε πόλεμο). Ο Μπρέζνιεφ είπε πως αν δεν το έκανε το Ισραήλ, «θα δυσκολευτούμε να κρατήσουμε την ανάφλεξη της στρατιωτικής κατάστασης» – μια ένδειξη πως η Σοβιετική Ένωση δεν δύνατο να συγκρατήσει τον Σαντάτ και να ανασχέσει τα σχέδιά του.
Ένας από τους κρυφούς στόχους της Αιγύπτου στον “Πόλεμο της Φθοράς” ήταν να αναγκάσει τη Σοβιετική Ένωση να προμηθεύσει την Αίγυπτο με πιο εξελιγμένα όπλα και πολεμικό υλικό. Η Αίγυπτος ένιωθε πως ο μόνος τρόπος για να πείσει τους Σοβιετικούς ηγέτες για την ανεπάρκεια σχεδόν του συνόλου του αεροπορικού και αντιαεροπορικού οπλικού υλικού που της είχαν δώσει μετά το 1967, ήταν να δοκιμάσει τα σοβιετικά όπλα εναντίον του ανεπτυγμένου οπλικού συνόλου των ΗΠΑ, τον οποίο κατείχε το Ισραήλ.
Έτσι επήλθε η συμφωνία με τον Σύρο ομόλογό του Χάφεζ αλ Άσαντ για τη διεξαγωγή ταυτόχρονης επίθεσης από Βορρά (στα Υψίπεδα του Γκολάν) και Νότο (στη Χερσόνησο του Σινά) εντός του 1973. Τον Απρίλιο άρχισαν μυστικά να προετοιμάζονται για πόλεμο. Ακόμα, ο Σαντάτ είχε προσεγγίσει τη Σαουδική Αραβία, η οποία υποσχέθηκε να υποστηρίξει πολιτικά και διπλωματικά την Αίγυπτο και τη Συρία, χρησιμοποιώντας κυρίως το «όπλο» του πετρελαίου.
Ο πόλεμος
Η Γκόλντα Μεΐρ, ο Μοσέ Νταγιάν, υπουργός Εθνικης Άμυνας, και ο Ισραηλινός στρατηγός και Αρχηγός ΓΕΕΘΑ Νταβίντ Ελαζάρ, συναντήθηκαν στις 8:05 το πρωινό του Γιομ Κιπούρ, έξι ώρες πριν να αρχίσει ο πόλεμος. Ο Νταγιάν άνοιξε τη συνάντηση υποστηρίζοντας πως ο πόλεμος δεν ήταν μια βεβαιότητα. Ο Ελαζάρ ακολούθως παρουσίασε τη διαφωνία του, υπερθεματίζοντας για προληπτική επίθεση.
Αυτή τη φορά οι Αιγύπτιοι και οι Σύριοι κατόρθωσαν να αιφνιδιάσουν πλήρως το Ισραήλ, εξαπολύοντας ταυτόχρονη αιφνίδια επίθεση στην ανατολική όχθη της Διώρυγας του Σουέζ και στο Σινά, καθώς και στα Υψίπεδα του Γκολάν, στις 6 Οκτωβρίου 1973, ημέρα θρησκευτικής γιορτής και αργίας για τους Εβραίους (Yom Kippur, Ημέρα της Εξιλέωσης ή Σκηνοπηγίας).
Τι είναι το Γιομ Κιπούρ και γιατί επελέγη ως ημέρα για την επίθεση
Ο προφανής λόγος για τον οποίο επιλέχθηκε η εβραϊκή γιορτή του “Γιομ Κιπούρ” («Εξιλασμός» στα Ελληνικά), για την εκδήλωση της αιφνιδιαστικής επίθεσης εναντίον του Ισραήλ, ήταν πως εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, σε αντίθεση με κάθε άλλη εβραϊκή εορτή, τα πάντα στο Ισραήλ «νεκρώνουν».
Στο Γιομ Κιπούρ, την ιερότερη μέρα των Εβραίων, όχι μόνο οι θρησκευόμενοι, αλλά το σύνολο των Εβραίων νηστεύουν, αποφεύγουν κάθε χρήση φωτιάς, ηλεκτρικού, μηχανών, επικοινωνιών κτλ., και οι οδικές μεταφορές και Η γενικότερη κυκλοφορία σταματούν. Πολλοί στρατιώτες έπαιρναν άδεια για να γιορτάσουν στο σπίτι τους και το Ισραήλ ήταν σε μεγάλο βαθμό ευάλωτο, ειδικά με μεγάλο μέρος του στρατού ανενεργό.
Το Γιομ Κιπούρ είναι «η δέκατη ημέρα του [του] έβδομου μήνα» ( Τίσρεϊ) και είναι επίσης γνωστό ως το «Σάββατο των Σαββάτων». Το Ρος Ασανά (αναφέρεται στην Τορά ως Γιομ Τέρουα) είναι η πρώτη ημέρα αυτού του μήνα σύμφωνα με το εβραϊκό ημερολόγιο. Το Γιομ Κιπούρ ολοκληρώνει την ετήσια περίοδο που είναι γνωστή στον Ιουδαϊσμό ως Άγιες Ημέρες ή Γιάμιν Νοραΐμ («Ημέρες δέους») που ξεκινά με το Ρος Ασανά.
Οι δέκα ημέρες από τη Ρος Ασανά έως το Γιομ Κιπούρ αντιστοιχούν στις τελευταίες δέκα ημέρες της περιόδου των 40 ημερών που ο Μωυσής βρισκόταν στο όρος Σινά και λάμβανε τη δεύτερη σειρά εντολών.
Σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση, ο Θεός εγγράφει τη μοίρα κάθε ατόμου για το επόμενο έτος σε ένα βιβλίο, το Βιβλίο της Ζωής, στο Ρος Ασανά, και περιμένει μέχρι το Γιομ Κιπούρ για να «σφραγίσει» την ετυμηγορία. Κατά τη διάρκεια των Ημερών του Δέους, ένας Εβραίος προσπαθεί να τροποποιήσει τη συμπεριφορά του και να ζητήσει συγχώρεση για αδικήματα που έγιναν εναντίον του Θεού και εναντίον άλλων ανθρώπινων όντων. Το βράδυ και η ημέρα του Γιομ Κιπούρ προορίζονται για δημόσιες και ιδιωτικές αναφορές και ομολογίες ενοχής (βιντούι). Στο τέλος του Γιομ Κιπούρ, ελπίζει κανείς ότι τον έχει συγχωρήσει ο Θεός.
Πώς ξεκίνησε ο πόλεμος
Κατά τις πρώτες ημέρες του πολέμου, οι αραβικές δυνάμεις σημείωσαν αξιοσημείωτες και μάλλον ανέλπιστες επιτυχίες. Ιδίως οι Αιγύπτιοι, με παράτολμη επιχείρηση μετέφεραν ισχυρές δυνάμεις ανατολικά της Διώρυγας του Σουέζ και προέλασαν στο Σινά.
Επιτυχίες είχαν και οι Σύριοι. Στα Υψώματα του Γκολάν, οι Σύριοι επιτέθηκαν στις αμυντικές γραμμές του Ισραήλ που αποτελούνταν από δύο ταξιαρχίες και έντεκα μοίρες πυροβολικού, με πέντε μεραρχίες και 188 μοίρες πυροβολικού. Στην έναρξη της μάχης, 180 ισραηλινά άρματα μάχης και 60 πυροβόλα βρέθηκαν εναντίον περίπου 1.300 συριακών αρμάτων μάχης. Κάθε ισραηλινό άρμα που αναπτύχθηκε στα Υψώματα Γκολάν μπήκε στον πόλεμο από τις πρώτες μάχες.
Ευρισκόμενο ήδη σε δύσκολη θέση, το Ισραήλ ζήτησε από τις ΗΠΑ την άμεση αποστολή οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών. Αρχικά οι Αμερικανοί δεν επιθυμούσαν να εμπλακούν ενεργά στον πόλεμο και υιοθέτησαν στάση αναμονής. Όμως, στις 9 Οκτωβρίου η ΕΣΣΔ άρχισε να ανεφοδιάζει την Αίγυπτο με πρόσθετο πολεμικό υλικό, ενώ τα επόμενα κρίσιμα 24ωρα υπήρξαν διαρροές ότι αν οι Ισραηλινοί δεν μπορούσαν να αντιστρέψουν την κατάσταση με συμβατικά όπλα, δεν θα δίσταζαν να καταφύγουν σε χρήση πυρηνικών όπλων. Μια τέτοια εξέλιξη, βέβαια, θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου και θα προκαλούσε ανεξέλεγκτη κλιμάκωση. Ετσι στις 13 Οκτωβρίου οι ΗΠΑ εγκαινίασαν μια γιγαντιαία επιχείρηση ανεφοδιασμού των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, κυρίως από αέρος.
Η τροπή του πολέμου αλλάζει στις 10 Οκτωβρίου, όταν οι Ισραηλινοί οργανώνονται και ολοκληρώνουν την επιστράτευσή τους. Στις 14 Οκτωβρίου οι ισραηλινές δυνάμεις βρίσκονταν σε απόσταση βολής πυροβόλου από τη Δαμασκό. Ανάλογη είναι η εικόνα και στο νότο, όπου οι ισραηλινοί ανακόπτουν την πορεία των Αιγυπτίων και περνούν το Κανάλι του Σουέζ. Οι Αιγύπτιοι βρίσκονται σε δεινή θέση, καθώς η 3η Στρατιά τους βρίσκεται περικυκλωμένη.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ πέρασε (με 14-0), μετά από διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, στις 22 Οκτωβρίου, το Ψήφισμα 338 το οποίο καλούσε για κατάπαυση του πυρός. Καλούσε «όλες τις εμπόλεμες πλευρές» να «τερματίσουν κάθε στρατιωτική δραστηριότητα αμέσως». Ενεργοποιήθηκε 12 ώρες αργότερα στις 18:52 ώρα Ισραήλ. Επειδή ενεργοποιήθηκε μετά τη δύση του ηλίου, ήταν αδύνατον για τη δορυφορική εποπτεία να καθορίσει που βρίσκονταν οι γραμμές των μετώπων στο υποτιθέμενο σημείο όπου έγινε η κατάπαυση του πυρός. Πριν η τελευταία ενεργοποιηθεί, ο Χένρυ Κίσινγκερ είχε πει στην Γκόλντα Μεΐρ, «Δεν θα πάρεις βίαιες διαμαρτυρίες από την Ουάσιγκτον αν γίνει κάτι στη διάρκεια της νύχτας, ενώ εγώ πετάω. Δεν μπορεί να γίνει τίποτα έως αύριο το μεσημέρι».
Στο μεταξύ η Αίγυπτος έδειξε σημάδια προσέγγισης με το Ισραήλ ενημερώνοντας σχετικά τους Αμερικανούς. Οι συνομιλίες έγιναν στις 28 Οκτωβρίου, μεταξύ του Ισραηλινού υποστράτηγου Αχαρόν Γιαρίβ και του Αιγύπτιου υποστράτηγου Άμπντελ Γκάνι ελ-Γκαμασί. Εν τέλει, ο Κίσινγκερ έφερε την πρόταση στον Σαντάτ, ο οποίος συμφώνησε σχεδόν χωρίς δεύτερη σκέψη. Τα σημεία ελέγχου των Ηνωμένων Εθνών θα αντικαθιστούσαν τα ισραηλινά σημεία ελέγχου, θα επιτρεπόταν η διακίνηση μη στρατιωτικών προμηθειών, και θα γινόταν ανταλλαγή των αιχμαλώτων πολέμου.
Στις 18 Ιανουαρίου, το Ισραήλ υπέγραψε μια συμφωνία να υποχωρήσει στην ανατολική πλευρά της διώρυγας, και ο τελευταίος στρατιώτης του αποσύρθηκε από τη δυτική πλευρά της διώρυγας στις 5 Μαρτίου 1974.
Στο συριακό μέτωπο, η δορυφορική διπλωματία από τον Χένρυ Κίσινγκερ τελικά είχε ως αποτέλεσμα μια συμφωνία απεμπλοκής στις 31 Μαΐου 1974, βασισμένη στην ανταλλαγή των αιχμαλώτων, την απόσυρση του Ισραήλ στην Πορφυρή Γραμμή και τη δημιουργία μιας ενδιάμεσης ουδέτερης ζώνης από τον ΟΗΕ.
Τα αποτελέσματα
Η αρχική επιτυχία των Αιγυπτίων και των Σύρων, έδειχνε ότι οι Άραβες είχαν επιτελέσει προόδους στον στρατιωτικό τομέα και ήταν σε θέση να εφαρμόσουν μια αιφνιδιαστική στρατιωτική τακτική. Ο πόλεμος είχε μια μεγάλη συνέπεια στον πληθυσμό του Ισραήλ. Μετά τη νίκη του στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, ο Ισραηλινός Στρατός είχε γίνει αλαζονικός. Το σοκ και οι ξαφνικές ήττες που συνέβησαν στην αρχή του πολέμου ήταν ένα τρομερό ψυχολογικό χτύπημα για τους Ισραηλινούς, που πίστευαν πως είχαν τη στρατιωτική υπεροχή στην περιοχή.
Αυτό άλλαξε, και πήρε την θέση της η συνειδητοποίηση πως ναι μεν το Ισραήλ είναι ισχυρό στρατιωτικά, οι γείτονές του όμως δεν θα έπρεπε να υποτιμούνται πλέον. Επίσης, ο Πόλεμος του 1973 είχε ως αποτέλεσμα πρωτοφανή αριθμό στρατιωτών που υπέφεραν από σοκ στη μάχη και άλλα ψυχιατρικά προβλήματα. Η αναλογία των ψυχιατρικών περιπτώσεων ήταν τόσο υψηλή που έφτανε το 23,1% όλων των μη θανάσιμων περιπτώσεων. Οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις ήταν απροετοίμαστες να αντιμετωπίσουν τέτοιες περιπτώσεις επειδή, σ’ όλους τους προηγούμενους πολέμους (με την εξαίρεση του 1948), οι Ισραηλινοί συχνά επιτύγχαναν γρήγορες νίκες με λίγες απώλειες. Όμως ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, στιγματίστηκε για τη φονικότητα και την έντασή του, και τις παρατεινόμενες μάχες, που δημιούργησαν τέτοια μεγάλα περιστατικά νευρικών κλονισμών από τη μάχη. Ο Αριέλ Σαρόν, ένας παράτολμος στρατηγός, τόνισε αυτή την πραγματικότητα: «Πολεμάω 25 χρόνια, και όλα τα άλλα που έζησα ήταν απλά μάχες. Αυτός ήταν πραγματικός πόλεμος».