Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης είναι ένας οχυρωματικός πύργος του 15ου αιώνα, που χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια σαν κατάλυμα φρουράς Γενιτσάρων και σαν φυλακή θανατοποινιτών. Είναι ένα από πιο γνωστά κτίσματα-σύμβολα πόλεων στην Ελλάδα.

Είναι μια κυλινδρική κατασκευή με ύψος 33,9 μ., περίμετρο 70 μ. και διάμετρο 22,7 μ. Έχει 6 ορόφους, που επικοινωνούν με εσωτερική σκάλα, που ελίσσεται κοχλιωτά και σε επαφή με τον εξωτερικό τοίχο.

Έτσι, σε κάθε όροφο υπάρχει μια κεντρική κυκλική αίθουσα με διάμετρο 8,5 μ, με την οποία επικοινωνούν μικρότερα τετράπλευρα δωμάτια, ανοιγμένα στο πάχος του εξωτερικού τοίχου.

Ο 6ος όροφος έχει μόνον κεντρική αίθουσα κι έξω από αυτήν ένα δώμα με θέα το τοπίο γύρω από τον πύργο. Η ύπαρξη αφοδευτηρίων, τζακιών και καπναγωγών δείχνει ότι ο πύργος προοριζόταν όχι μόνο σαν αμυντικό έργο, αλλά και για στρατιωτικό κατάλυμα.

">

Η τοποθεσία

Η Θεσσαλονίκη τοπογραφικά συχνά οριζόταν από τους πολλούς χείμαρρους της. Ένας τέτοιος ξεκινούσε από ένα λατομείο στον Άγιο Παύλο, ανατολικά του οποίου υπάρχει σήμερα το νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας και συνεχίζοντας παράλληλα με την οδό Εθνικής Άμυνας κατέληγε, μέσω των προσχώσεων, στη δημιουργία ενός μικρού ακρωτηρίου.

Πάνω σ’ αυτό το ακρωτήριο πιθανολογείται ότι υπήρχε κάποιος μικρός οχυρωματικός πύργος ήδη από το 1185, έργο Βυζαντινών, αν και υπάρχουν αμφιβολίες για το αν ο πύργος του 1185 βρίσκονταν στο ακρωτήρι ή πιο δυτικά, περίπου στο ύψος του Βασιλικού Θεάτρου.

Άλλοι πιστεύουν ότι δεν είναι ο χείμαρρος της Ευαγγελίστριας υπεύθυνος για το ακρωτήρι, αλλά ο χείμαρρος που περνούσε ανατολικά από το εβραϊκό νεκροταφείο και διακλαδιζόταν στο Goz Dere (Λάκκο του Ματιού) και στο Kirishane (Χορδοποιείο). Υπάρχει όμως μια κοινή συμφωνία για την προσχωματική φύση του ακρωτηρίου και των δυο ορμίσκων που διέθετε, που αποτέλεσαν τη φυσική τοποθεσία όπου δημιουργήθηκε ο Πύργος. Άλλωστε αυτή η λειτουργία διατηρήθηκε και τους μετέπειτα αιώνες με τη λειτουργία της τεχνητής αποβάθρας, όταν οι προσχώσεις αλλοίωσαν τον φυσικό του χαρακτήρα.