«Κύριε, φύλαξέ μας από την κατάρα των βορείων». Με αυτή την παράκληση ξεκινούσαν οι ιερείς, οι οποίοι λειτουργούσαν στους ναούς και τα μοναστήρια της Βόρειας και κεντρικής Γαλλίας, κατά τον 9ο και 10ο αιώνα στις προσευχές τους. Οι βόρειοι λαοί, ήταν οι Βίκινγκ, προερχόμενοι από τη Δανία, τη Νορβηγία και τη Σουηδία. Αυτοί κάθε χρόνο επιδίδονταν με τρομερή αγριότητα σε λεηλασίες, βιασμούς, πυρπολήσεις ναών και φόνους ιερέων. Η μακάβρια δραστηριότητα των λαών του Βορρά, που αιματοκύλησαν την Ευρώπη, άρχισε τον 8ο αιώνα και διήρκεσε πάνω από 200 χρόνια.
Οι Βίκινγκ, Τεύτονες πιθανότατα, είχαν αρχικά μεταναστεύσει από τη Γερμανία στη Δανία και από εκεί στην Σουηδία και τη Νορβηγία, εκτοπίζοντας τον αρχαιότερο πληθυσμό, που ήταν Κέλτες. Πιστεύεται ότι η Δανία έλαβε το όνομά της από τον φύλαρχο Dan Mikillati, αλλά και το όνομα της Σουηδίας (Sverige) προέρχεται από την ονομασία της αρχαίας φυλής Suiones, ενώ η Νορβηγία (Norge) απλά σημαίνει βόρειος δρόμος.
Από την ονομασία Skane στη Σουηδία, που έδωσε ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος, προέκυψε και ο όρος Σκανδιναβία. Για τον αριστοκράτη του Βορρά, η φράση «πηγαίνω για Βίκινγκ», σήμαινε πηγαίνω να λεηλατήσω, να σκοτώσω και να ερημώσω.
Οι Βίκινγκ, με ορμητήριο τη Σκανδιναβία, ενεργούσαν επιθέσεις σε μέρη πλουσιότερα και με ανώτερο πολιτισμό, τρομοκρατώντας τους κατοίκους με τα άγρια ήθη και έθιμά τους. Οι επιδρομείς αυτοί ήταν φανατικοί ειδωλολάτρες, οι οποίοι δεν είχαν αποδεχθεί τον χριστιανισμό, τον οποίο είχαν ήδη ασπασθεί οι γειτονικοί λαοί.
Πιθανόν οι φοβερές αυτές επιδρομές είχαν στόχο και τη νέα θρησκεία, η οποία συνεχώς εξαπλωνόταν εις βάρος της προγονικής και βάρβαρης παλαιάς θρησκείας των λαών της Βόρειας Ευρώπης.
Με το πέρασμα του χρόνου, οι Βίκινγκ, παράλληλα με τις ετήσιες ληστρικές επιδρομές που διεξήγαν, άρχισαν να εγκαθίστανται σε περιοχές που είχαν προηγουμένως γνωρίσει κατά τις επιδρομές τους, μεταφέροντας εκεί τις οικογένειες και τα ζώα τους. Έτσι ίδρυσαν με τον καιρό, σε μακρινές περιοχές, κομητείες και βασίλεια, που εκτείνονταν από τον ποταμό Τάμεση έως τον ποταμό Βόλγα.
Οι βάρβαροι Βίκινγκ υπερίσχυσαν στην Ρωσία και της έδωσαν το όνομά τους. Επίσης, πέρασαν τον Ατλαντικό Ωκεανό 500 χρόνια πριν τον Χριστόφορο Κολόμβο και έδωσαν το όνομα των θεών τους στις ημέρες της εβδομάδος. Παραδείγματος χάριν, η Πέμπτη, φέρει το όνομα του θεού Θορ (Thor: Thursday, Donnerstag), η δε Παρασκευή του θεού Φρέιρ (Freyr: Friday, Freitag).
Σήμερα, βασιζόμενοι στα λίγα αρχαιολογικά δεδομένα σε σωζόμενες περιγραφές καθώς και στα έπη (Sagas), τα οποία γράφτηκαν στην Ισλανδία 200 ή 300 χρόνια μετά το τέλος των επιδρομών των Βίκινγκ, μπορούμε να ανασυντάξουμε σε ικανοποιητικό βαθμό την ιστορία και τον πολιτισμό τους.
Από τον Ρωμαίο ιστορικό Τάκιτο πληροφορούμεθα ότι οι Suiones, πρόγονοι των σύγχρονων Σουηδών, ήταν άπληστοι βάρβαροι, εφοδιασμένοι με βαρύ οπλισμό, είχαν δε γνώσεις ναυσιπλοΐας. Επίσης ο Γότθος ιστορικός Ιορδάνης, στα μέσα του 6ου αιώνα, περιγράφει τους κατοίκους της Σκανδιναβίας ως πάρα πολύ υψηλούς και άγριους. Από ανασκαφές που έγιναν τον 19ο και 20ό αιώνα, συμπεραίνεται ότι η κοινωνία των Βίκινγκ ζούσε από τη γεωργία, την κτηνοτροφία, το ψάρεμα και το κυνήγι, αλλά και από τα λάφυρα των υπερπόντιων επιδρομών.
Τα φιόρδ της Νορβηγίας, τα νησιά της Δανίας, οι λίμνες και τα ποτάμια της Σουηδίας ώθησαν τους λαούς του Βορρά νωρίς προς τη θάλασσα. Ήδη από την εποχή του Χαλκού της Βόρειας Ευρώπης (1700-500 π.Χ.) οι Σκανδιναβοί διακρίθηκαν στην ναυπήγηση γερών και γρήγορων σκαφών. Οι ιστορία των λαών αυτών είναι στενά συνδεδεμένη με τα πλοία, τα οποία τους συνόδευαν ακόμη και στον τάφο τους.
Για τους ισχυρούς του Βορρά, ένα πλοίο πλήρως εξοπλισμένο ήταν απαραίτητο για να τιμηθούν μετά θάνατον. Ο νεκρός αριστοκράτης, στο τελευταίο του ταξίδι συνοδευόταν από άλογα, σκυλιά και σκλάβους, που θυσιάζονταν προς τιμήν του. Αντίθετα, οι τάφοι των άσημων ανδρών περιείχαν μόνο βάρκες, ενώ οι φτωχοί θάβονταν στο έδαφος, στην επιφάνεια του οποίου τοποθετούνταν πέτρες που σχημάτιζαν την κάτοψη ενός πλοίου.
Η παλιά θρησκεία των Σκανδιναβών περιείχε στοιχεία θεολογίας, αλλά καμμία υπόσχεση για τη σωτηρία της ψυχής. Το αντίβαρο της αιμοσταγούς θρησκείας των Βίκινγκ ήταν η ποίηση, στην οποία είχαν επιδοθεί όλοι οι Βίκινγκ, συχνά σε υψηλό βαθμό.
Οι πλούσιοι Βίκινγκ εξασφάλιζαν την αθανασία μόνο όταν έπεφταν νεκροί στο πεδίο των μαχών. Η βία και ο πόλεμος ήταν μέρος της ζωής των λαών της Βορειοδυτικής Ευρώπης, στην περίοδο της ειδωλολατρίας. Ο θεός Odin ήταν ο θεός του στρατεύματος και του πολέμου. Κατοικία του ήταν η Valhalla, εκεί όπου κατοικούσαν και οι νεκροί ήρωες.
Η Valhalla δεν ήταν ο παράδεισος, αλλά η κατοικία των νεκρών αριστοκρατών που λάτρευαν τον Odin όταν αυτοί βρίσκονταν στη ζωή. Ο Odin μοίραζε τα όπλα στους οπαδούς του, που είχαν ορκιστεί να τον υπηρετούν ακόμη και μετά θάνατον. Η σχέση ανάμεσα στον Odin και τους νεκρούς πολεμιστές εξασφαλιζόταν με τις Βαλκυρίες (Valkyrie, Valkyrja), οι οποίες έδιναν τη νίκη σε όποιον ευνοούσε ο Odin. Αυτές οδηγούσαν τους σκοτωμένους πολεμιστές στη Valhalla, για να απολαύσουν το χοιρινό κρέας και την μπύρα.
Τα πλοία των Βίκινγκ
Κατά την περίοδο της Χαλκοκρατίας στην Βόρεια Ευρώπη σημειώθηκε μεγάλη ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου. Ωστόσο, τα πλοία αυτής της περιόδου δεν είχαν ιστία, όπως προκύπτει από τα ακιδογραφήματα (graffiti) με παραστάσεις πλοίων, που βρέθηκαν σε βράχους της νότιας Σκανδιναβίας. Τα ιστία, παρόλο που ήταν γνωστά από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους, δεν χρησιμοποιήθηκαν αρχικά από τους Βόρειους λαούς.
Στη Σκανδιναβία τα ιστία άρχισαν να χρησιμοποιούνται μόλις τον 7ο αιώνα. Η χρήση των ιστίων έφερε τη μεγάλη ανάπτυξη στην ναυπηγική τέχνη, που επέτρεψε στους Βίκινγκ να ναυπηγήσουν μεγάλα ποντοπόρα πλοία και να ταξιδέψουν σε μακρινές χώρες. Μολονότι τα αίτια αυτής της εξόρμησης δεν είναι απολύτως γνωστά, είναι γενικά αποδεκτό ότι αυτή οφείλεται μερικώς στην πληθυσμιακή έκρηξη που παρατηρήθηκε στη Σκανδιναβία τον 8ο αιώνα.
Οι Βίκινγκ, εξοπλισμένοι με πλοία ικανά να ταξιδέψουν σε ανοικτή θάλασσα, άρχισαν τις επιδρομές ανάμεσα στα 793 και 850. Ορισμένοι από αυτούς εξόρμησαν προς τη Δύση για να λεηλατήσουν την Αγγλία, τη Σκοτία, την Ιρλανδία και την Ισλανδία, άλλοι οδηγήθηκαν νότια στις ακτές της Γαλλίας και της Γερμανίας, ενώ αυτοί που πήγαν ανατολικά, εκμεταλλεύτηκαν τα μεγάλα ποτάμια της Ρωσίας, για να εισέλθουν στην Κασπία Θάλασσα και στον Εύξεινο Πόντο.
Μια ιδέα για τα πλοία αυτής της εποχής μας δίδουν οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στην Δανία, τη Νορβηγία και τη Σουηδία.
Τα πλοία που χρησιμοποιήθηκαν πριν την εποχή των Βίκινγκ, δεν είχαν ιστία, όπως προκύπτει και από το πολεμικό πλοίο Nydam, που βρέθηκε στην επαρχία Schleswig της Γερμανίας. Η έλλειψη αυτή οφείλεται πιθανότατα στο γεγονός, ότι τα πλοία των βορείων λαών, επειδή δεν είχαν καρίνα, δεν μπορούσαν να αντέξουν το βάρος του ιστίου και του ικρίου. Λείψανα πλοίων που ναυπηγήθηκαν τον 9ο αιώνα, αποκαλύφθηκαν στο Oseberg, στο Gokstad και Tune. Αυτά τα πλοία είχαν χρησιμοποιηθεί κατά την ταφή ατόμων, που ανήκαν στην άρχουσα τάξη.
Οι νεκροί των δύο πρώτων πλοίων, ανήκουν πιθανότατα σε μια γνωστή οικογένεια που αργότερα συνέβαλε στην ίδρυση της Νορβηγίας, ενώ η ταυτότητα του νεκρού του τρίτου πλοίου παραμένει άγνωστη. Και τα τρία πλοία βρέθηκαν σε τύμβους που σχηματίστηκαν με τη χρήση θαλάσσιου ιζήματος, της κυανής αργίλου, μέσα στην οποία είδη από ξύλο και από σίδηρο διατηρήθηκαν έως τις ημέρες μας σε αξιοθαύμαστη κατάσταση.
Το πλοίο που βρέθηκε στο αγρόκτημα Oseberg, στο Slagen, της νότιας Νορβηγίας, χρονολογείται στον 9ο αιώνα. Χρησιμοποιήθηκε κατά την ταφή γυναικών. Αυτό προκύπτει από τους 2 σκελετούς, μαζί με πλούσια κτερίσματα που βρέθηκαν μέσα στο πλοίο. Ο ένας σκελετός ανήκει σε γυναίκα 50 έως 60 ετών και ο άλλος σε νέα γυναίκα 20 έως 30 ετών. Το πλοίο τοποθετήθηκε σε ένα σκάμμα και επάνω από αυτό υψώθηκε ένας τύμβος διαμέτρου 50 μ. Μέσα στο πλοίο υπήρχε μια άμαξα με 4 τροχούς, 4 έλκηθρα, 2 αντίσκηνα, σκεύη κουζίνας, υφάσματα κ.ά.
Από την ξύλινη διακόσμηση του πλοίου, συμπεραίνεται ότι πρόκειται για πλοίο αναψυχής, που ταξίδευε κατά μήκος των ακτών. Έχει μικρό ύψος εξάλων, πράγμα που το καθιστούσε ακατάλληλο για ταξίδια σε ανοικτή θάλασσα. Το πλοίο αυτό, είναι το αρχαιότερο πλοίο της περιόδου των Βίκινγκ που βρέθηκε στην Σκανδιναβία, με ικρίο και ιστίο. Η δρυς από την οποία ναυπηγήθηκε το πλοίο χρονολογείται γύρω στα 815-820, ενώ ο χώρος ταφής έγινε από ξύλα που χρονολογούνται το 834. Έχει μήκος 22 μ. και πλάτος 5,2 μ.
Το πλοίο που βρέθηκε στο αγρόκτημα Gokstad, Vestfold της νότιας Νορβηγίας, χρησιμοποιήθηκε για την ταφή ανδρός που ετάφη μαζί με άλλα 3 μικρά σκάφη, έλκηθρο, αντίσκηνο κ.ά. Επειδή δεν βρέθηκαν όπλα συμπεραίνεται ότι ο τύμβος συλήθηκε αμέσως μετά την ταφή, γα να παρθούν τα όπλα που συνόδευαν τον νεκρό.
Το πλοίο χρονολογείται το 895, ενώ τα ξύλα από τα οποία έγινε ο τάφος χρονολογούνται το 900-905. Το πλοίο έχει μήκος 24 και πλάτος 5,2 μ. και φέρει ιστίο.
Το ύψος εξάλων είναι μεγαλύτερο του πλοίου Oseberg κατά δύο σανίδες, πάνω από τη σανίδα με τους φεγγίτες για τα κουπιά. Οι φεγγίτες φέρουν εσωτερικά ασκώματα, που εμπόδιζαν το νερό της θάλασσας να μπει μέσα στο κύτος.
Το πλοίο, όταν βρέθηκε, έφερε 32 ασπίδες σε κάθε πλευρά, που ήταν βαμμένες εναλλάξ με κίτρινο και μαύρο χρώμα. Το σκάφος αυτό λόγω του μεγέθους και του ικανοποιητικού ύψους εξάλων ήταν κατάλληλο για ταξίδια στην ανοικτή θάλασσα.
Το τρίτο πλοίο που βρέθηκε στο Tune ήταν σε χειρότερη κατάσταση από τα άλλα δύο επειδή ο τύμβος είχε σχηματιστεί όχι μόνο από κυανή άργιλο αλλά και από κοινό χώμα, το οποίο συνέβαλε στην διάβρωση των μεταλλικών αντικειμένων και στην αποσύνθεση του ξύλου.
Τα τελευταία χρόνια έχουν βρεθεί και άλλα πλοία των Βίκινγκ. Σημαντικότερα είναι αυτά που βρέθηκαν στο Φιόρδ Roskilde της Δανίας.
Τα πλοία αυτά βυθίστηκαν την εποχή των Βίκινγκ κοντά στο χωριό Skuldelev, για να χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή λιμενοβραχίονα, προκειμένου να προστατεύσουν από τα κύματα την εμπορική πόλη Roskilde, στον μυχό του ομώνυμου φιόρδ.
Συνολικά στην θέση αυτή βυθίστηκαν 5 πλοία διαφόρων μεγεθών. Το 1962, μετά την απομάκρυνση των λίθων που κάλυπταν τα πλοία, τα τμήματα που είχαν σωθεί ανελκύστηκαν και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο τμήμα συντήρησης του Δανικού Εθνικού Μουσείου στο Brede.
Μετά τη συντήρηση τα πλοία συναρμολογήθηκαν και τοποθετήθηκαν στο ναυτικό μουσείο του Roskilde (Vikingeskibsmuseet i Roskilde), όπου και εκτίθενται σήμερα.
Οι Βίκινγκ στη Ρωσία
Τον 9ο αιώνα οι Βίκινγκ, έχοντας στη διάθεσή τους κατάλληλα πλοία, δεν δίστασαν να ξανοιχτούν σε άγνωστες θάλασσες, επιθυμώντας να αποκτήσουν με θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο χρυσό και δόξα. Ενώ οι Δανοί και οι Νορβηγοί εφορμούσαν με τα πλοία τους προς τις ακτές τις Βρετανίας, της Ιρλανδίας και της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι Σουηδοί, διασχίζοντας τη Βαλτική Θάλασσα, που ονομαζόταν τότε Βαραγγική, κατευθύνονταν προς τις ακτές της Ρωσίας.
Οι Σουηδοί Βίκινγκ, ακολουθώντας τον ποταμό Νέβα, κινήθηκαν προς τις λίμνες Λαντόγκα και Ονέγκα, όπου ίδρυσαν μια βάση, κοντά στη σημερινή πόλη Σταγάγια Λαντόγκα. Οι ανασκαφές που έγιναν από Ρώσους αρχαιολόγους αποκάλυψαν ότι στη θέση αυτή, την οποία οι Βίκινγκ ονόμασαν Αλμπέϊγιουμποργκ, είχε ιδρυθεί ένας σουηδικός οικισμός, που άκμασε από τον 8ο έως τον 11ο αιώνα. Οι Σουηδοί, που ενδιαφέρονταν περισσότερο για το εμπόριο, άφηναν στο σημείο αυτό τα ποντοπόρα πλοία τους και συνέχιζαν το ταξίδι τους με μονόξυλα, που τα ναυπηγούσαν ντόπιοι τεχνίτες. Έτσι, διαπλέοντας τον ποταμό Βολκόφ, έφθασαν στο Νόβγκοροντ.
Στην πόλη αυτή που την ονόμασαν Χόλμγκαρντ, οι Βίκινγκ κυριάρχησαν των Σλάβων και σύμφωνα με το Αρχαίο Ρωσικό Χρονικό, ο Ρούρικ το 862 έγινε πρίγκιπας του Νόβγκοροντ. Στη συνέχεια, ακολουθώντας τον ποταμό Δνείπερο έφθασαν στο Κίεβο και στον Εύξεινο Πόντο.
Άλλοι Βίκινγκ ακολούθησαν τον Βόλγα έως την Κασπία Θάλασσα, όπου ήλθαν σε επαφή με εμπόρους από τη Βαγδάτη. Μαζί τους μετέφεραν γούνες, μέλι, ήλεκτρο, κερί και λευκούς σκλάβους για να τα ανταλλάξουν με μεταξωτά υφάσματα και ασήμι της Ανατολής. Πηγές σύγχρονες των γεγονότων ονομάζουν αυτούς τους αποίκους Βαράγγους αλλά και Ρως, πιθανώς παραφθορά της φινλανδικής λέξης Ruotsi, που σημαίνει κωπηλατούμενος δρόμος. Πάντως, φαίνεται ότι αυτοί οι Ρως έδωσαν το όνομά τους σε ολόκληρη τη Ρωσία.
Οι Ρως, έχοντας ιδρύσει δύο κρατίδια, το ένα από τα οποία είχε πρωτεύουσα το Νόβγκοροντ και το άλλο το Κίεβο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της Ρωσίας από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα. Όμως αργότερα η ισχύς τους άρχισε να μειώνεται και με τον καιρό ερχόμενοι σε επιγαμία με γυναίκες Σλάβες, εκσλαβίστηκαν.
Η πρώτη θαλάσσια επιδρομή των Ρως εναντίον του Βυζαντίου, που το αποκαλούσαν Μίκλαγαρντ, πραγματοποιήθηκε δίχως επιτυχία, το 860. Όμως, οι Βυζαντινοί τόσο πολύ εντυπωσιάστηκαν με την εμφάνιση και την ανδρεία τους που τους προσέλαβαν και σχημάτισαν τη φρουρά των Βαράγγων. Για δύο αιώνες οι Βαράγγοι χρησιμοποιήθηκαν στο Βυζάντιο ως μονάδες κρούσεως και ως προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα.
Ο Μιχαήλ Ψελλός, στην Ιστοριογραφία του (Τόμος 6ος, 3) σχετικά με το τελετουργικό της βασιλείας, όταν η Ζωή και η Θεοδώρα ανήλθαν στο θρόνο του Βυζαντίου το 1042, αναφέρει: «Οι δύο αδελφές κράτησαν τη μορφή που είχαν θεσπίσει οι προγενέστεροι αυτοκράτορες. Και όταν αυτές κάθονταν, κοντά τους παρατάσσονταν οι ραβδούχοι, οι σπαθάριοι και το σώμα των βαρβάρων που κρατούν τον πέλεκυ στο δεξί τους ώμο (…και το γένος όσοι τον πέλεκυν από του δεξιού ώμου κραδαίνουσι)». Με τον χαρακτηρισμό αυτό ο ιστοριογράφος προσδιορίζει τους Βαράγγους.
Οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι περιγράφουν τους Βαράγγους ως υψηλόσωμους πολεμιστές με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια, που χρησιμοποιούσαν σαν κύριο όπλο το τσεκούρι και παρατάσσονταν στη μάχη με ένα ιδιόμορφο τρόπο ώστε να σχηματίζουν ένα είδος ανθρώπινου πύργου την ώρα της μάχης. Για την σχέση των Βαράγγων με τους Βυζαντινούς υπάρχουν και άλλες ενδείξεις. Πολλές ταφόπλακες στην Σκανδιναβία θρηνούν τον πολεμιστή που σκοτώθηκε ανάμεσα στους Έλληνες. «Vard daudr i Grikkium».
Βυζαντινοί και Άραβες συγγραφείς του 9ου και 10ου αιώνα συχνά αναφέρονται στους Ρως. Ο Άραβας Ιμπν Φαντλάν, περιγράφοντας τη συνάντησή του με τους Ρως στον Βόλγα αναφέρει: «Δεν έχω δει ποτέ πιο τέλεια όντα, ψηλά σαν χουρμαδιές, ξανθά και κοκκινωπά, που δεν φορούν χιτώνα ή καφτάνι. Οι άνδρες αυτοί φέρουν ένα ρούχο που καλύπτει το μισό σώμα τους και αφήνει το ένα χέρι τους ελεύθερο». Ωστόσο, συνεχίζοντας την περιγραφή του ο Άραβας αυτός αναφέρει ότι «είναι το πιο βρώμικο από τα πλάσματα του Θεού».
Σε μια άλλη περίπτωση ο Ιμπν Φαντλάν περιγράφει την ταφή ενός νεκρού: «συγκεντρώνουν τα υπάρχοντα του νεκρού και τα μοιράζουν στα τρία. Ένα μέρος είναι για την οικογένεια, το άλλο για να πληρώσουν το ένδυμα του νεκρού και το τρίτο για να αγοράσουν ποτό… Αποβλακώνονται πίνοντας το ποτό αυτό από το πρωί έως το βράδυ και μερικές φορές κάποιος από αυτούς πεθαίνει με το κύπελλο στο χέρι».
Ο ίδιος Άραβας απεσταλμένος μας πληροφορεί για κάποια ταφικά έθιμα, αναφερόμενος σε μια σκλάβα που προθυμοποιήθηκε να καεί στην πυρά μαζί με τον αφέντη της. Περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο το πλοίο του σύρθηκε στην στεριά και μετά τοποθετήθηκε επάνω σε ένα βάθρο κάτω από το οποίο τοποθετήθηκαν ξύλα.
Επάνω στο πλοίο οι Ρως έβαλαν ένα αντίσκηνο και μέσα στο αντίσκηνο ένα στρώμα στολισμένο. Αφού δε έντυσαν τον νεκρό με πλούσια ρούχα τον μετέφεραν στο αντίσκηνο και τον τοποθέτησαν επάνω στο στρώμα. Δίπλα έβαλαν ποτά, φαγητά και όπλα. Μετά έφεραν έναν σκύλο, αφού δε τον έκοψαν στα δύο τον τοποθέτησαν επάνω στο πλοίο. Ακολούθως πήραν δύο άλογα, τα έβαλαν να τρέξουν και όταν ίδρωσαν, τα τεμάχισαν και έβαλαν τα κομμάτια τους επάνω στο πλοίο, επίσης, το ίδιο έκαμαν και με δύο βόδια κλπ.
Όταν η νεαρή σκλάβα ανέβηκε στο πλοίο, συνάντησε μια γριά γυναίκα γνωστή ως «Άγγελος του θανάτου». Σε λίγο έφθασαν εκεί και άνδρες που κρατούσαν ρόπαλα και ασπίδες στα χέρια τους. Αμέσως έδωσαν στην κοπέλα να πιει ένα ποτό. Αυτή δε άρχισε να τραγουδά. Όταν η γριά κατάλαβε ότι αυτή άρχισε να μεθά από το ποτό την έπιασε από το κεφάλι και την τράβηξε στο αντίσκηνο. Αμέσως οι άνδρες άρχισαν να κτυπούν τις ασπίδες τους με τα ρόπαλα για να καλύψουν τις φωνές της κοπέλας και να μην τρομοκρατηθούν οι άλλες σκλάβες, που στο μέλλον θα είχαν την ίδια τύχη.
Στο μεταξύ μέσα στο αντίσκηνο ξάπλωσαν τη μεθυσμένη κοπέλα δίπλα στη σωρό του πολεμιστή και στη συνέχεια την σκότωσαν με μαχαιριές, σφίγγοντάς της και το λαιμό. Μετά από αυτό, οι στενοί συγγενείς του νεκρού πολεμιστή έβαλαν φωτιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των απωλειών των Βίκινγκ κατά τη διάρκεια των επιδρομών τους, είναι η επιγραφή μιας ταφόπετρας που βρέθηκε στην Σουηδία και αναφέρει: «Ο καλός αγρότης Γκούλε είχε πέντε γιούς. Ο Άσμουντ έπεσε στο Φύρις, ο άφοβος πολεμιστής Ασσούρ πέθανε στην ανατολή στην Ελλάδα, ο Χάλβνταν σκοτώθηκε σε μονομαχία, ο Κάρα πέθανε στο Ντάντι, αλλά πεθαμένος είναι και ο Μπόε».
Οι Νορβηγοί Βίκινγκ στην Ιρλανδία
Οι Βίκινγκ της Σουηδίας, με την κατάκτηση τμημάτων της Ρωσίας και ερχόμενοι σε επιγαμία με τους γηγενείς πληθυσμούς, διασπούσαν τις δυνάμεις τους, υποσκάπτοντας την εθνική τους υπόσταση, ενώ οι Δανοί και οι Νορβηγοί Βίκινγκ βρήκαν την ευκαιρία να δράσουν λεηλατώντας τις παράκτιες πόλεις της Δύσης. Πρώτα κινήθηκαν οι Νορβηγοί, οι οποίοι, αφού πέρασαν το βόρειο άκρο της Σκωτίας, διέσχισαν την Ιρλανδική Θάλασσα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους λεηλάτησαν και αποίκησαν τα νησιά Όρκνεϊ, Εβρίδες και τη νήσο Mαν. Όμως ο αντικειμενικός τους σκοπός ήταν το ανυπεράσπιστο νησί της Ιρλανδίας, το οποίο τελικά λεηλάτησαν δίχως κανένα έλεος.
Το 845 οι Νορβηγοί κατέλαβαν τα οχυρά λιμάνια, από το Γκάλγουεϊ στη Δύση έως το Κορκ στο Νότο. Επίσης στις ανατολικές ακτές της Ιρλανδίας ίδρυσαν μια πόλη, η οποία αργότερα εξελίχτηκε στη σύγχρονη πόλη του Δουβλίνου. Οι αρχαιολογικές έρευνες κοντά στο κέντρο του Δουβλίνου έδειξαν ότι οι δρόμοι του νορβηγικού οικισμού ήταν στρωμένοι με σανίδες από ξύλο, τα δε σπίτια κατά μήκος του δρόμου για την στέγαση των πολυπληθών εμπόρων και των μαστόρων ήταν στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο.
Οι Βίκινγκ δεν προσπάθησαν ποτέ να καταλάβουν ολόκληρο το νησί της Ιρλανδίας, ωστόσο είχαν υπό τον έλεγχό τους όλα τα λιμάνια. Οι τοπικοί βασιλείς δεν στράφηκαν εναντίον των εισβολέων επειδή εκείνο το διάστημα πολεμούσαν μεταξύ τους. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε έως ότου ο Μπράϊαν Μπόρου, βασιλέας του Munster, ένωσε τα μικρά βασίλεια του νησιού και έγινε βασιλέας της Ιρλανδίας.
Το έτος 1000, σε ηλικία 74 ετών, ο Μπράϊαν Μπόρου έδωσε την πρώτη του μάχη εναντίον των Βίκινγκ του Δουβλίνου και τους νίκησε, περιορίζοντάς τους σε μια μικρή περιοχή. Το 1014, όταν ο Μπράϊαν Μπόρου ήταν ήδη 90 ετών, νίκησε ολοκληρωτικά τους Βίκινγκ, στο Κλόνταρφ, στον κόλπο του Δουβλίνου.
Όμως, κατά τη διάρκεια της μάχης, δέχθηκε την επίθεση των Βίκινγκ και σκοτώθηκε.
Οι Δανοί Βίκινγκ στη Γαλλία και την Αγγλία
To 834, ομάδες Βίκινγκ από τη Δανία διέσχισαν τον ισθμό που σχηματίζεται μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, ακολουθώντας δε τις ακτές έφθασαν στο στόμιο του ποταμού Λουάρ. Από εκεί, ταξιδεύοντας ανάντι του ποταμού, επιτέθηκαν κατά της Nantes και τη λεηλάτησαν. Στη συνέχεια, διέπλευσαν τον Σηκουάνα και λεηλάτησαν το Παρίσι.
Συνήθως οι άνθρωποι του Βορρά έκαναν επιδρομές μόνο όταν ο καιρός το επέτρεπε και το χειμώνα επέστρεφαν στις πατρίδες τους. Ωστόσο, στα μέσα του 9ου αιώνα πολλοί από αυτούς αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα σε παραποτάμιες περιοχές της Γαλλίας, ξεχειμωνιάζοντας κοντά στις εκβολές των ποταμών και ενεργώντας επιθέσεις το καλοκαίρι.
To 859 δύο φύλαρχοι, ο Bjorn και ο Hasteinn, οδήγησαν 63 πλοία από τον ποταμό Λουάρ προς Νότο. Ακολουθώντας δε τις γαλλικές ακτές του Βισκαϊκού κόλπου, αρχικά λεηλάτησαν πόλεις των ιβηρικών ακτών και αφού ανασυγκροτήθηκαν στο Γιβραλτάρ, επιτέθηκαν κατά της αφρικανικής πόλεως Algeciras και τη λεηλάτησαν.
Στη συνέχεια, οι Βίκινγκ με τα πλοία τους ξεχύθηκαν για πρώτη φορά στην Μεσόγειο για να λεηλατήσουν τις αφρικανικές παράκτιες πόλεις και να συλλάβουν μαύρους, που τους αποκαλούσαν «μπλε ανθρώπους», τους πουλούσαν δε ως σκλάβους. Στη συνέχεια οι άνθρωποι του Βορρά, ακολουθώντας τις ισπανικές ακτές, λεηλάτησαν τις Βαλεαρίδες νήσους και πόλεις της νότιας Γαλλίας, φθάνοντας έως τις εκβολές του Ροδανού ποταμού. Αφού λαφυραγώγησαν τις πόλεις Nimes και Arles, έφθασαν στην Πίζα της Ιταλίας, την οποία λεηλάτησαν και έσφαξαν τους κατοίκους της.
Όμως κατά το ταξίδι της επιστροφής, οι Άραβες τους το ξεπλήρωσαν, νικώντας τους σε μια ναυμαχία. Όσοι κατόρθωσαν να διαφύγουν συνέχισαν το αιματηρό τους έργο, καταλαμβάνοντας τη Ναβάρα και την Παμπλόνα. Οι Βίκινγκ όταν επέστρεψαν στον ποταμό Loire είχαν χάσει τα 40 από τα 62 πλοία τους, ωστόσο οι διασωθέντες έγιναν πλούσιοι, αφού τα λάφυρα μοιράστηκαν σε λιγότερους.
Γύρω στα 900, μόνο λίγες πόλεις της περιοχής αυτής της είχαν μείνει ανέπαφες από τις επιδρομές των Βίκινγκ. Πολλοί μοναχοί που είχαν μείνει ζωντανοί, εγκατέλειψαν τα χωράφια τους, η δε περιοχή κατά μήκος του ποταμού Loire, ερήμωσε.
Κατά την πρώτη δεκαετία του 10ου αιώνα, στίφη αποτελούμενα από Δανούς, με ηγέτη τον Νορβηγό Χρολφ, λεηλάτησαν την κοιλάδα του κάτω Seine. Όμως ένα χρόνο μετά ο Φράγκος βασιλέας Κάρολος παραχώρησε στον Χρολφ όλα τα εδάφη που είχε καταλάβει έως τότε και τον έχρισε Δούκα.
Ο Χρολφ και οι οπαδοί του έγιναν χριστιανοί και ασπάστηκαν τα φραγκικά έθιμα, με αποτέλεσμα να ξεχάσουν και τη γλώσσα τους μετά από δύο γενεές. Από το όνομα των Nordmanni, δηλαδή των ανθρώπων του Βορρά, ονομάστηκε αυτή η περιοχή της Γαλλίας Νορμανδία. Αργότερα οι Νορμανδοί, καταλαμβάνοντας τη Σικελία, έγιναν ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς του Βυζαντίου.
Οι Βίκινγκ στην Αγγλία
Ενώ λοιπόν η Ιρλανδία και η δυτική Ευρώπη υπέφεραν από τις τοπικές επιδρομές των Βίκινγκ, η Αγγλία ήταν εκείνη που δέχθηκε τον κύριο όγκο των επιθέσεών τους. Οι άτακτοι επιδρομείς της θάλασσας του 8ου και των αρχών του 9ου αιώνα αντικαταστάθηκαν από καλώς οργανωμένους άνδρες, οι οποίοι, επιβαίνοντας σε Δανικά πλοία, επιδίωκαν περισσότερο την κατάκτηση της Αγγλίας και την αποίκισή της, παρά τη λαφυραγώγηση.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Άγγλου ηγεμόνα Αίθελμπερτ (860-866), οι Βίκινγκ αποβιβάστηκαν στις νότιες ακτές της Αγγλίας, κατέλαβαν το Ουίντσεστερ πρωτεύουσα του Ουέσσεξ, το λεηλάτησαν και το έκαψαν. Τότε οι Άγγλοι, συνειδητοποιώντας ότι ειδωλολάτρες βάρβαροι πυρπολούσαν τμήματα της χώρας τους, οργανώθηκαν και νίκησαν τους Βίκινγκ σε μια μάχη βόρεια της πρωτεύουσάς τους. Μετά το θάνατο του Αίθελμπερτ το συμβούλιο, γνωστό ως Witanagemot ή Witan, επέλεξε ως βασιλέα τον αδελφό του, Αίθελρεντ (866-871).
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αίθελρεντ, οι Βίκινγκ για πρώτη φορά συμμάχησαν μεταξύ τους και δημιούργησαν ένα μεγάλο στρατιωτικό συνασπισμό – τη λεγόμενη «Μεγάλη Στρατιά». Η πρώτη επίθεση των καλύτερα οργανωμένων και πειθαρχημένων επιδρομέων σημειώθηκε κοντά στο Scarborough. Οι Βίκινγκ, προχωρώντας προς το εσωτερικό του νησιού, εξουδετέρωσαν τις δυνάμεις που είχαν συγκεντρωθεί στην Βόρεια Ουμβρία (Northumbria). Στη συνέχεια πολιόρκησαν και κατέλαβαν το Γιορκ, που ήταν κέντρο μαθήσεως και θρησκείας, κατάσφαξαν δε τους κατοίκους του.
Οι επιδρομές συνεχίστηκαν και οι Βίκινγκ κατόρθωσαν να καταλάβουν όλη την Αγγλία, βόρεια του ποταμού Τρεντ. Οι νικητές, που συχνά είχαν και τις οικογένειές τους μαζί, αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί, κατασκευάζοντας καταλύματα. Στο μεταξύ ο βασιλέας Αίθελρεντ άρχισε να ετοιμάζει νέο Στρατό, πιστεύοντας ότι οι Βίκινγκ, μετά την κατάληψη της βόρειας Αγγλίας, δεν θα αργούσαν να εμφανισθούν και στο νότιο τμήμα της χώρας.
Το 871 η «Μεγάλη Στρατιά», υπό τη διοίκηση δύο αρχηγών, του Γκούθρουμ και του Bagsaeg, έχοντας επιβιβαστεί σε πλοία, εισήλθε στον ποταμό Τάμεση και έφθασε στο Σάρρεϋ και στο Μπέρκσαϊρ. Κατά τη διάρκεια των μαχών που δόθηκαν, σκοτώθηκε ο Bagsaeg.
Μετά το θάνατο του Αίθελρεντ, το Συμβούλιο Witan επέλεξε βασιλέα τον Αλφρέδο, στον οποίο αργότερα δόθηκε η προσωνυμία Μέγας. Το 877, όταν ο αρχηγός των Βίκινγκ Γκούθρουμ οδήγησε μια πολυάριθμη στρατιά προς Νότο και κατέλαβε το Λονδίνο και το Ουίντσεστερ, ο Αλφρέδος κατόρθωσε να τον νικήσει στο Ethandune.
Ωστόσο το 878, με τη συνθήκη Wedmore, που υπεγράφη ανάμεσα στον Γκούθρουμ και τον Αλφρέδο, οι Βίκινγκ έλαβαν την άδεια να εγκατασταθούν σε μια περιοχή, που ονομάστηκε Danelagh. H περιοχή αυτή είχε ως όριο, από την μια πλευρά την κοίτη του Τάμεση και από την άλλη τη σημερινή πόλη του Λίβερπουλ. Εκεί οι Βίκινγκ ήλθαν σε επιμειξία με τους Άγγλους, υιοθέτησαν τη γλώσσα τους, τις συνήθειές τους και ασπάστηκαν τη θρησκεία τους.
Μετά από μια σειρά ικανών βασιλέων, ο θρόνος της Αγγλίας πέρασε στον Αίθελρεντ Β΄ (978-1016), ο οποίος απεδείχθη ένας από τους χειρότερους ηγεμόνες της. Κατά τη μακρά του βασιλεία συνέβησαν πολλές και μεγάλες καταστροφές. Οι Δανοί και οι Νορβηγοί Βίκινγκ που είχαν σταματήσει τις επιδρομές για ένα περίπου αιώνα, άρχισαν πάλι να λεηλατούν τις ακτές της Αγγλίας, όταν δε διαπίστωσαν ότι η χώρα ήταν διαιρεμένη, έγιναν τολμηρότεροι.
Παρόλο που η Αγγλία είχε ισχυρό στόλο και οργανωμένο Στρατό, ο Αίθελρεντ Β΄ δεν μπόρεσε να χρησιμοποιήσει ικανοποιητικά τις δυνάμεις αυτές. Επιπλέον, το 991 εισήγαγε την πράξη της δωροδοκίας στην πολιτική, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Βίκινγκ.
Με τη σειρά τους οι βάρβαροι, επειδή ήταν άπληστοι, πρώτα έσπευδαν να εισπράξουν το συμφωνηθέν ποσό και αμέσως μετά επέστρεφαν για να ζητήσουν περισσότερα. Τα χρήματα που καταβάλλονταν στους Βίκινγκ συγκεντρώνονταν από μια ειδική φορολογία, που απέβη τελικά δυσβάστακτη για τον αγγλικό λαό. Η φορολογία αυτή ονομαζόταν Danegeld. Έτσι, το 991 η Αγγλία υποχρεώθηκε να καταβάλει 10.000 λίρες, το 1007 άλλες 30.000 και αργότερα ακόμη περισσότερα.
Το 1002, ο Αίθελρεντ είχε την απερισκεψία να διατάξει τη θανάτωση όλων των Δανών που ζούσαν στην χώρα. Πράγματι την ημέρα της εορτής του Αγίου Brice, που εορτάζεται στις 12 Νοεμβρίου, όλοι οι Δανοί που ζούσαν στην Αγγλία σφάχτηκαν. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και συγγενείς του βασιλέα της Δανίας Σβέιν.
Όταν ο τελευταίος έμαθε για τη σφαγή, αμέσως επετέθη κατά της χώρας και κατέλαβε τη Βόρεια και τη Μέση Αγγλία. Το 1013 ο Σβέιν εισέβαλε ξανά, με αποτέλεσμα, ο Εάντρικ Στρεόνα, ένας από τους συμβούλους του βασιλέα Αίθελρεντ, να πείσει όλους να αλλάξουν στρατόπεδο και να αποδεχθούν την κυριαρχία του Σβέιν. Ο Αίθελρεντ αναγκάστηκε να καταφύγει στο εξωτερικό και το Συμβούλιο Witan ανέδειξε βασιλέα τον Δανό Σβέιν.
Όταν ο νέος βασιλέας πέθανε, οι Βίκινγκ εξέλεξαν ως βασιλέα τον Κανούτε, γιό του Σβέιν. Όμως, οι Άγγλοι σύμβουλοι του Witan που μετάνιωσαν για τη φιλοδανική στάση τους, δεν αναγνώρισαν τον Κανούτε, αλλά έσπευσαν να ανακαλέσουν τον Αίθελρεντ. Στη συνέχεια ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος, για ένα δε χρονικό διάστημα δεν ήταν γνωστό ποίος ήταν ο βασιλέας. Όταν πέθανε ο Αίθελρεντ, τα μέλη του Witan στο Λονδίνο αναγόρευσαν βασιλέα τον γιό του Αίθελρεντ, Eδμούνδο Β΄, τον επονομαζόμενο «Ironside».
Ωστόσο, ο Κανούτε εκτός από την ψήφο των Βίκινγκ εξασφάλισε και αυτήν των μελών του συμβουλίου, που έδρευαν στο Νότο, έτσι η Αγγλία βρέθηκε με δύο βασιλείς, που άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους. Μετά τη μάχη στο Άσινγκτον, οι δύο αντίζηλοι αποφάσισαν να μοιράσουν το βασίλειο στα δύο. Σύντομα όμως ο Eδμούνδος Β΄ πέθανε από υπερκόπωση και ο Κανούτε έμεινε στην εξουσία μόνος. Σύντομα βαπτίστηκε χριστιανός και επέλεξε ως έδρα την Αγγλία, μολονότι ήταν συγχρόνως μονάρχης και της Δανίας.
Όταν πέθανε o Κανούτε το 1035, στον θρόνο της Αγγλίας ανέβηκε ο γιός του Χάρολντ, ενώ στον θρόνο της Δανίας ανήλθε ο άλλος του γιος Χαρθακανούτε. Μετά το θάνατο του Χάρολντ το 1040, ο Χαρθακανούτε διεκδίκησε και τον θρόνο της Αγγλίας. Έτσι, έσπευσε στην Αγγλία με ένα μεγάλο Στρατό από Δανούς, οι οποίοι φέρθηκαν στους Άγγλους με μεγάλη σκληρότητα. Επίσης, ο νέος βασιλέας, για να συντηρήσει το Στρατό κατοχής, δεν δίστασε να φορολογήσει άγρια τους Άγγλους και όταν οι κάτοικοι του Ουόρτσεστερ ξεσηκώθηκαν εναντίον του, κατέλαβε την πόλη και την πυρπόλησε.
Όταν ο Χαρθακανούτε απεβίωσε το 1042 και ο οίκος του Κανούτε είχε πλέον εκλείψει, το Συμβούλιο Witan, στράφηκε προς τον οίκο του Αλφρέδου του Μεγάλου. Διάδοχος ήταν ο Εδουάρδος ο Εξομολογητής (Edward the Confessor), γιός του Αίθελρεντ, o οποίος, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κανούτε βρισκόταν στην αυλή του Ριχάρδου, Δούκα της Νορμανδίας.
Όταν το Συμβούλιο Witan τον εξέλεξε, ήταν ήδη 40 χρονών. Ωστόσο, ο ίδιος ήταν πολύ θρήσκος και δεν είχε τη διάθεση να κυβερνήσει, γι’ αυτό άφησε τη διοίκηση του κράτους, στον Γκόντγουϊν, κόμη του Ουέσεξ και στο Συμβούλιο Witan.
Όταν ο βασιλεύς πέθανε το 1066, το Συμβούλιο ανακήρυξε βασιλέα τον Χάρολντ Γκόντγουϊνσον, κόμη του Ουέσεξ (γιο του Γκόντγουϊν). Για κακή τύχη της Αγγλίας, όταν o Χάρολντ είχε κάποτε ναυαγήσει στις ακτές της Νορμανδίας, ο Δούκας Ουίλλιαμ τον είχε φιλοξενήσει, αλλά αργότερα δεν τον άφηνε να επιστρέψει στην πατρίδα του εάν δεν έδιδε όρκο ότι θα τον βοηθούσε να γίνει βασιλέας της Αγγλίας μετά το θάνατο του Εδουάρδου.
Όταν ο Χάρολντ εξελέγη βασιλέας, ο Δούκας της Νορμανδίας Ουίλλιαμ του έστειλε αγγελιοφόρους να του υπενθυμίσουν τον όρκο που είχε δώσει. Όμως αυτός, θεωρώντας ότι οι όρκοι είχαν δοθεί κάτω από πίεση, αγνόησε το μήνυμα του Ουίλλιαμ. Στο μεταξύ, ο Χάρολντ πληροφορήθηκε ότι ο ετεροθαλής αδελφός του Τόστιγκ, έχοντας βλέψεις στον θρόνο, είχε προσκαλέσει στην Αγγλία τον βασιλέα της Νορβηγίας Χάραλντ Χαντράντα.
Ο βασιλέας της Νορβηγίας, Χάραλντ Σίγκουρντσον, ο επονομαζόμενος Χαντράντα, δηλαδή ο σκληρός ηγέτης, είχε ανέλθει στο θρόνο το 1047. Στα 15 του χρόνια είχε πολεμήσει με τον αδελφό του βασιλέα Όλαφ, στην μάχη του Sticklestad το 1030. O νεαρός Χάραλντ μετά τη μάχη, που έληξε με τον θάνατο του Όλαφ, πήγε στο Κίεβο, όπου βρήκε καταφύγιο στην αυλή του συγγενούς του Γιαροσλάβ του Σοφού. Εκεί ερωτεύτηκε την Ελισάβετ, κόρη του βασιλέα, ο οποίος αρνήθηκε να τον κάμει γαμβρό του. Τότε ο Χάραλντ πήγε στο Βυζάντιο.
Εκεί μπήκε στην φρουρά των Βαράγγων και σε λίγο έγινε αρχηγός της. Αφού πολέμησε για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στα νησιά του Αιγαίου, στην Μικρά Ασία, στον Καύκασο και στην Ιερουσαλήμ, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη, το 1044 επέστρεψε στο Κίεβο και έπεισε τον Γιαροσλάβ να του δώσει την κόρη του. Μετά το γάμο επέστρεψε στην Νορβηγία, όπου ο βασιλεύς Μάγκνους τον διόρισε συμβασιλέα.
Μετά τον θάνατο του Μάγκνους το 1047 ο Χάραλντ έμεινε μόνος του στο θρόνο και για 19 χρόνια ήταν ο πιο φοβερός Βίκινγκ πολεμιστής. Έχοντας μεγάλο πάθος για τον πόλεμο, εκστράτευσε σε όλη τη Σκανδιναβία με το πλοίο του «Dragon», εκμηδενίζοντας κάθε αντίσταση, λεηλατώντας και φονεύοντας.
Το 1066, το βλέμμα του Χάραλντ Χαντράντα έπεσε στην Αγγλία, που τη θεωρούσε ως το μεγαλύτερο έπαθλο της σταδιοδρομίας του. Μαζί με τον Τόστιγκ και πολυάριθμο Στρατό, επιβιβάστηκαν σε 300 πλοία και απέπλευσαν ακολουθώντας τις ακτές. Η αποβίβαση του στρατεύματος έγινε στο Ricall. Αλλά και ο Χάρολντ, δεν παρέμεινε άπραγος. Με ταχύρυθμες πορείες έφθασε στην γέφυρα του Στάμφορντ και αιφνιδίασε τον Χάραλντ, του οποίου η τύχη για εύκολες νίκες φαίνεται ότι τον είχε εγκαταλείψει.
Η μάχη άρχισε με την επίθεση των Άγγλων, που γρήγορα διαπέρασαν το τείχος που είχαν σχηματίσει οι Βίκινγκ με τις ασπίδες τους. Όταν ο Χάραλντ, πετώντας την ασπίδα του, όρμησε εναντίον των Άγγλων με ακάλυπτα τα χέρια, ένα τόξο τον βρήκε στο λαιμό. Στην μάχη σκοτώθηκε και ο Τόστιγκ. Από τους Νορβηγούς σκοτώθηκαν πολλοί, ενώ μερικοί κατόρθωσαν να φθάσουν έως τα πλοία τους. Μετά τη σαρωτική ήττα ο γιος του Χάραλντ, Όλαφ, αναγκάστηκε να υπογράψει συνθήκη με τους Άγγλους, έδωσε δε την υπόσχεση ότι στο εξής δεν θα ενεργούσε επιθέσεις κατά της Αγγλίας.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όλαφ, για 25 χρόνια, οι Νορβηγοί δεν τόλμησαν να πολεμήσουν ξανά και όταν πέθανε ο βασιλέας τους, έληξε η εποχή των επιδρομών των Βίκινγκ.
Ο θρίαμβος του Άγγλου βασιλέα Χάρολντ δεν κράτησε πολύ. Σύντομα έφθασαν τα νέα ότι ο Ουίλλιαμ, Δούκας της Νορμανδίας, είχε αποβιβαστεί στον κόλπο Pevensey του Σάσεξ με σκοπό να καταλάβει τον θρόνο της Αγγλίας. Τότε ο Χάρολντ, με ολοήμερες πορείες προς Νότο, έσπευσε να συναντήσει τους Νορμανδούς που είχαν ιδρύσει ένα οχυρωμένο στρατόπεδο στο Χάστινγκς. Εκεί, οι δύο μοιραίοι αντίπαλοι έδωσαν την τελευταία μάχη. Στις 14 Οκτωβρίου του 1066, ο Στρατός του Χάρολντ εγκαταστάθηκε σε ένα λόφο, ενώ ο Στρατός του Ουίλλιαμ συγκεντρώθηκε στην πεδιάδα.
Αρχικά, οι Νορμανδοί ιππείς επιτέθηκαν κατά των Άγγλων καλπάζοντας προς το λόφο ενώ οι τοξότες τους έριχναν συνέχεια βέλη. Όταν μετά την απόκρουση των αρχικών επιθέσεων οι Άγγλοι, παίρνοντας θάρρος, όρμησαν εναντίον των Νορμανδών, δέχθηκαν την επίθεση των ιππέων. Στο μεταξύ, οι τοξότες έβαλαν ασταμάτητα εναντίον των Άγγλων, που πολεμούσαν πεζοί. Στη διάρκεια της μάχης, ένα βέλος πέτυχε στο μάτι τον Χάρολντ, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή στο πεδίο της μάχης. Με το τέλος της θανάσιμης σύγκρουσης επήλθε και το τέλος της αγγλοσαξονικής Αγγλίας.
Οι Βίκινγκ στον Νέο Κόσμο
Όπως είδαμε παραπάνω, οι Βίκινγκ κινήθηκαν προς Ανατολάς, από τη Βαλτική Θάλασσα έως τον Εύξεινο Πόντο και την Κασπία, νοτιοδυτικά προς την Αγγλία, Γαλλία και τη Μεσόγειο, ενώ ορισμένοι Βίκινγκ της Νορβηγίας κινήθηκαν προς τη Βόρεια Θάλασσα. Αφού ταξίδεψαν προς τα νησιά Σέτλαντ, Όρκνεϊ και Φερόες, τελικά έφθασαν στην Ισλανδία.
Ο Ερρίκος ο Κόκκινος (Eric the Red), που είχε γεννηθεί στην Νορβηγία, επειδή είχε αναμιχθεί σε φόνους αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Ισλανδία, όπου άρχισε να επιδίδεται στην γεωργία. Όταν το 982 καταδικάστηκε σε τριετή εξορία, από το τοπικό συμβούλιο των Βίκινγκ, ξεκίνησε από την Ισλανδία προς Δυσμάς για να ανακαλύψει μια περιοχή της Γροιλανδίας, που παλαιότερα είχαν επισκεφτεί άλλοι. Μετά τη λήξη της εξορίας επέστρεψε στην Ισλανδία και έδωσε ψευδή στοιχεία σχετικά με την αποστολή του, ισχυριζόμενος ότι η γη που ανακάλυψε ήταν πράσινη, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για ακτές καλυμμένες με πάγους. Το 986 ο Ερρίκος ηγήθηκε μιας μεγάλης ομάδας πάνω σε 25 πλοία.
Μαζί τους είχαν γυναίκες και παιδιά αλλά και άλογα, αγελάδες, εργαλεία και όπλα. Από τα 25 πλοία στη Γροιλανδία έφθασαν τα 14, ενώ τα υπόλοιπα βυθίστηκαν ή γύρισαν πίσω. Στα φιόρδ της νότιας Γροιλανδίας οι άποικοι κατασκεύασαν σπίτια από πέτρα και χορτάρι. Η αποικία αυτή συχνά έστελνε πλοία, με δέρματα, γούνες, δόντια θαλάσσιου ελέφαντα και άλλα για τις αποθήκες του Μπέργκεν στην Νορβηγία. Η αποικία στη μεγαλύτερή της ακμή αριθμούσε 300 κτήματα, 16 εκκλησίες, δύο μοναστήρια και πληθυσμό γύρω στις 4.000 ψυχές.
Ενώ ο Ερρίκος ήταν ειδωλολάτρης, η γυναίκα του και ο γιός του Ληφ ήταν χριστιανοί. Όταν οι Βίκινγκ αποίκησαν τη Γροιλανδία, η Αμερική βρισκόταν σε απόσταση μόνο 200 ναυτικών μιλίων. Το ταξίδι στην Αμερική για ναυτικούς όπως οι Βίκινγκ, που είχαν απομακρυνθεί περί τα 1.500 ναυτικά μίλια από τις ακτές τις Νορβηγίας, φαίνεται ότι δεν επρόκειτο να αποτελέσει πρόβλημα.
Σύμφωνα με τα ισλανδικά έπη, ο Bjarni Herjulfsson, που έφυγε από την Ισλανδία το 986 με προορισμό τη Γροιλανδία για να βρει τον πατέρα του, παρασύρθηκε από τα δυτικά ρεύματα έφθασε σε άγνωστες περιοχές, αλλά στο τέλος επέστρεψε σώος στην Γροιλανδία.
Μετά από αυτόν ο Ληφ Έρικσον οργάνωσε μια αποστολή, για να εξερευνήσει τις περιοχές δυτικά της Γροιλανδίας. Για το σκοπό αυτό αγόρασε ακόμη και το πλοίο του Bjarni. Πρώτα έπλευσε προς την τελευταία θέση που είχε επισκεφτεί ο Bjarni. Αυτό ήταν πιθανώς το νησί Baffin, που το ονόμασε Helluland. Μετά έπλευσε νότια έως ότου έφθασε σε μια περιοχή με δάση και ακτές με λευκή άμμο, που την ονόμασε Markland, που ήταν προφανώς το Λαβραδόρ.
Συνεχίζοντας το ταξίδι του, για δύο μέρες και δύο νύκτες, έφθασε σε μια περιοχή με γρασίδι, ξυλεία και σολομούς που κολυμπούσαν στα ποτάμια. Εκεί ο Ληφ κατασκεύασε μεγάλα οικήματα. Στη θέση αυτή που την ονόμασε Vinland, ο Ληφ έμεινε ένα χρόνο και μετά επέστρεψε στην Γροιλανδία.
Μετά από αυτόν ο αδελφός του Θόρναλντ, έπλευσε ξανά προς τη Vinland και έμεινε εκεί για ένα διάστημα. Όμως σε μια σύγκρουση με τους γηγενείς κατοίκους της περιοχής, δηλαδή τους ερυθρόδερμους που τους ονόμασε Skraelings, τραυματίστηκε και υπέκυψε στα τραύματά του. Όταν ο Θόρφιν Κάρλσεφνι αποφάσισε να εγκαταστήσει μια μόνιμη αποικία στην νέα γη, οργάνωσε μια αποστολή, η οποία απετελείτο από 3 πλοία και 160 αποίκους, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν και γυναίκες. Μεταφέρθηκαν επίσης και ζώα, παρέμειναν δε στην Vinland τρία χρόνια. Το τελευταίο ταξίδι στην Νέα Γη, οργανώθηκε από τη Φρέιντις, ετεροθαλή αδελφή του Ληφ. Αυτή όμως αποφάσισε να σκοτώσει όλες τις γυναίκες με το τσεκούρι της, εκτελώντας τις με τρόπο αρμόζοντα σε Βίκινγκ.
Μετά από ανασκαφές στην περίοδο 1961-1963 στη θέση L’ Anse au Meadow της επαρχίας Νιουφάουντλαντ του Καναδά, διαπιστώθηκε ότι οι Βίκινγκ είχαν πράγματι κατασκευάσει σπίτια σε εκείνο το μέρος και το είχαν ονομάσει Vinland. Φαίνεται δε ότι επειδή ήταν ολιγάριθμοι δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στις επιδρομές των ερυθροδέρμων και των Εσκιμώων που ζούσαν εκείνη την περίοδο στο νησί και αποδεκατίστηκαν όλοι, με τον καιρό.
Επίλογος
Οι επιδρομές των Βίκινγκ, δεν μπορούν να συγκριθούν με τις μαζικές μετακινήσεις των λαών της Ευρώπης, που πραγματοποιήθηκαν τον 5ο αιώνα. Οι Βίκινγκ δεν ενήργησαν υπό την επίδραση και την πίεση εξωτερικών παραγόντων, αλλά λόγω αντίξοων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Η επιτυχία των Βίκινγκ, οφείλεται κατά κύριο λόγο στις ναυτικές τους ικανότητες.
Όλες οι επιδρομές τους εκτελούνταν διά μέσου της θαλάσσης, επειδή είχαν περισσότερη αυτοπεποίθηση στις ναυτικές τους ικανότητες απ’ ό,τι οι αντίπαλοί τους Φράγκοι και Αγγλοσάξονες. Ωστόσο δεν ήταν ανίκητοι στις ναυμαχίες, όμως τα πλοία τους ήταν πολύ καλύτερα από αυτά των αντιπάλων, οι οποίοι ποτέ δεν μπόρεσαν να προβούν σε αντεπιθέσεις χρησιμοποιώντας πλοία.
Από τις επιδρομές που έγιναν κατά της Αγγλίας, οι Βίκινγκ επέδρασαν αναμφίβολα στην φυλετική διαμόρφωση του πληθυσμού της χώρας αυτής, ο οποίος αποτελείται από ένα κράμα Κελτών, Ρωμαίων, Αγγλοσαξόνων, Δανών και Νορμανδών.
Η επίδραση των Βίκινγκ στην διαμόρφωση της ιστορίας της Ρωσίας είναι επίσης αναμφισβήτητη, όμως δεν είχε την ίδια βαρύτητα σε σχέση με αυτήν στην Δυτική Ευρώπη.
Σίγουρα οι Βίκινγκ δεν έμειναν στη ιστορία για τη διάχυση πολιτισμικών και πολιτιστικών αγαθών προς τους υπόλοιπους ανθρώπους. Η βαρβαρότητά τους, η έμφυτη τάση τους να ληστεύουν, οι αναίτιες σφαγές και ο τρόμος που προκαλούσαν στο πέρασμά τους, έμειναν βαθιά χαραγμένες όχι μόνο στα βιβλία, αλλά και στις σκέψεις των ανθρώπων, που σαν ένα «κακό παραμύθι» πέρασε από γενιά σε γενιά.
Η ανάγκη τους για λάφυρα και πλούτο τους οδήγησε να ανακαλύψουν νέες ηπείρους. Όμως αυτό πέρασε αδιάφορο μέσα στους αιώνες, στην προσπάθεια τον λαών που υπέφεραν από τις πράξεις τους,να παραμείνουν «εξορισμένοι» από την ανθρώπινη μνήμη.
Ισως η «μεταμέλεια» των σημερινών απογόνων τους –που δεν θυμίζουν σε τίποτα τους βάρβαρους προγόνους τους– να συνέβαλε ώστε να τους δούμε κάτω από μια διαφορετική οπτική γωνία και να ψάξουμε το παρελθόν τους αναζητώντας στους φονιάδες Βίκινγκ, τους Βίκινγκ θαλασσοπόρους…