Το 1341, ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος πεθαίνει, και το θρόνο καλείται να αναλάβει ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Ε΄.

Εξαιτίας όμως της ηλικίας του (εννέα χρόνων τότε), ο έμπιστος συνεργάτης τού Ανδρόνικου, μέγας δομέστικος Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, άνθρωπος φιλόδοξος, ικανός στρατηγός και προασπιστής των συμφερόντων της αυτοκρατορίας, ανέλαβε την πρωτοβουλία να τεθεί επικεφαλής της διοίκησης του κράτους και της εποπτείας του Ιωάννη Ε΄.

Η στάση του όμως αυτή δυσαρέστησε τη ματαιόδοξη βασιλομήτορα Άννα της Σαβοΐας, η οποία -φοβούμενη ότι θα υποβαθμιστεί η θέση του γιου της- μαζί με τον μεγαδούκα Αλέξιο Απόκαυκο και τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα -δολοπλόκοι και σφετεριστές του θρόνου αμφότεροι- επωφελούμενοι από την απουσία του Ιωάννη ΣΤ΄ από την Κωνσταντινούπολη, όταν βρισκόταν στη Θράκη για στρατιωτικές επιχειρήσεις, δήμευσαν την περιουσία του, φυλάκισαν πολλούς φίλους του και τον ανακήρυξαν δημόσιο κίνδυνο, ενώ οι οπαδοί του κατηγορήθηκαν για «καντακουζηνισμό» – όρος υποτιμητικός, τον οποίο απέδωσε ο Αλέξιος Απόκαυκος σε εκείνους που υπερασπίζονταν τον Καντακουζηνό.

Ο Απόκαυκος μάλιστα έφτασε σε σημείο να φυλακίσει τη μητέρα του Καντακουζηνού, Θεοδώρα, η οποία υπέστη τρομακτικά βασανιστήρια από τους φρουρούς της. Από τα πιο ανώδυνα είναι ότι την πρόσβαλλαν, της μαγάριζαν το φαγητό, ενώ δεν της επέτρεπαν να ανάψει φωτιά για να ζεσταθεί. Επιπλέον, της ασκούσαν ψυχολογική βία λέγοντάς της πότε ότι ο γιος της συνελήφθη και πότε ότι πέθανε.

Στις 6 Ιανουαρίου 1342, η Θεοδώρα Καντακουζηνή πέθανε στη φυλακή μη γνωρίζοντας ούτε πού βρίσκεται ο γιος της ούτε αν εκείνος ήξερε για την τύχη της. Αμέσως μετά, ο Ιωάννης ΣΤ΄ αυτοαναγορεύθηκε αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο στις 26 Οκτωβρίου 1341, όπου οι αξιωματικοί του λατινικού Στρατού τον έχρισαν ιππότη του Δυτικού Τάγματος Ιπποτών.

Ο Ιωάννης, ωστόσο, φρόντισε στη σεμνή τελετή της στέψης του να παρουσιάζεται ως συμβασιλέας, μη θέλοντας να θίξει τον νόμιμο κληρονόμο του θρόνου. Με αυτό τον τρόπο όμως κήρυξε και επίσημα την έναρξη του νέου εμφυλίου πολέμου στους κόλπους της αυτοκρατορίας.

A΄ Φάση Πολέμου – Αναταραχές στη Θεσσαλονίκη

Ο εμφύλιος αυτός προκάλεσε βαθμιαία εξασθένηση του βυζαντινού κράτους -με την επέμβαση ξένων δυνάμεων- κοινωνικές συγκρούσεις και διχαστικές θρησκευτικές διαμάχες.

Στο πλαίσιο της ήδη καταπονημένης αυτοκρατορίας, δημιουργήθηκαν δύο αντίπαλες παρατάξεις, οι οποίες δίχασαν το λαό και τον ώθησαν σε εσωτερικές συγκρούσεις.

Έτσι, έχασε τη συναίσθηση των εξωτερικών κινδύνων. Από τη μία πλευρά, ο Καντακουζηνός προασπιζόταν τα συμφέροντα της αριστοκρατίας, και από την άλλη, η «αυλή» της βασιλομήτορος προσπαθούσε να προσυλητίσει τον φτωχό λαό.

Εξ αφορμής της εμφύλιας διαμάχης που μαινόταν στην Πόλη, το 1342, στη Θεσσαλονίκη, μια ομάδα ανθρώπων που μάχονταν υπέρ των αδυνάτων και του καταπιεσμένου λαού, οι ζηλωτές, εναντιώθηκαν στον διοικητή της, Θεόδωρο Συναδηνό, ο οποίος -αντίθετα με άλλους διοικητές πόλεων- τάχθηκε με το μέρος του Καντακουζηνού, προτείνοντάς του μάλιστα να του παραδώσει και την πόλη.

Οι ζηλωτές, πέραν των θρησκευτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων, απαιτούσαν και ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης. Έτσι, βρήκαν την ευκαιρία να στραφούν εναντίον της αριστοκρατίας.

Στην άλλη πλευρά της αυτοκρατορίας, ο Καντακουζηνός είχε καταφέρει να πάρει με το μέρος του τους ευγενείς, ενώ η «αντιβασιλεία της Κωνσταντινούπολης» -όπως ονομάστηκε η συμμαχία της Άννας της Σαβοΐας- προσπαθούσε ολοένα και περισσότερο να στρέψει τα λαϊκά στρώματα εναντίον της άρχουσας τάξης.

Αρχικά, η Θεσσαλονίκη, με τη βοήθεια των αυτοκρατορικών στρατευμάτων της Κωνσταντινούπολης, προσπαθούσε να ενισχύσει την άμυνά της εναντίον του Καντακουζηνού και του Στρατού του, που εποφθαλμιούσαν την περιοχή (σ.σ.: Ο Καντακουζηνός γνώριζε πως αν καταλάμβανε τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της αυτοκρατορίας, τότε η θέση του στην εξουσία θα παγιωνόταν οριστικά).

Έτσι, ο Καντακουζηνός αναζητούσε συμμάχους που θα τον βοηθούσαν να σταθεροποιήσει τη θέση του στην αυτοκρατορία αλλά και να αντεπιτεθεί στις συνωμοσίες του στέμματος.

Το καλοκαίρι του 1343, με τη βοήθεια του εμίρη του Αϊδινίου Ομούρ (!), ο οποίος κατέπλευσε από τη Μικρά Ασία προς τη Θεσσαλονίκη με στόλο 60 πλοίων και δύναμη 6.000 ανδρών, ο Καντακουζηνός προσπάθησε να επιβληθεί στην πόλη. Ήλπιζε πως οι οπαδοί του -οι ευγενείς- θα προσέτρεχαν σε βοήθεια, καθιστώντας έτσι την πόλη πολιορκούμενη και εξωτερικά και εσωτερικά.

Οι ζηλωτές, όμως, οργάνωσαν ένοπλες ομάδες περιφρούρησης με σκοπό να αποτρέψουν το ενδεχόμενο συνωμοσίας που θα έδινε στον Καντακουζηνό την ευκαιρία να εισέλθει στην πόλη. Και αυτή η προσπάθεια του Καντακουζηνού συμπεριλήφθηκε στις αποτυχίες του, παρά τη σημαντική βοήθεια του Τούρκου συμμάχου του.

Η αντιβασιλεία στην Κωνσταντινούπολη, αντιλαμβανόμενη τις προθέσεις του Καντακουζηνού, αποφάσισε να επέμβει. Έτσι, απέστειλε τον Αλέξιο Απόκαυκο, με συνοδεία 70 πλοίων, στη Θεσσαλονίκη, και διόρισε διοικητή της τον γιο του, Ιωάννη. Ηγέτης των ζηλωτών ορίστηκε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ο οποίος θα διατελούσε, ύστερα από εντολή της Κωνσταντινούπολης, συνδιοικητής του Ιωάννη Απόκαυκου.

Την άνοιξη του 1345, ωστόσο, ο Ιωάννης -ο οποίος είχε καταφέρει να συσπειρώσει και την αριστοκρατία υπέρ του, αλλά και γιατί δυσανασχετούσε από την ισχυρή παρέμβαση του Μιχαήλ στα τεκταινόμενα της πόλης- αφού τον παραπλάνησε προβάλλοντας ως πρόσχημα την ανάγκη συνεύρεσής τους, τον δολοφόνησε.

Ο λαός, παραδόξως, δεν αντέδρασε στη δολοφονία του ηγέτη του, κι έτσι ο Απόκαυκος με το πεδίο ελεύθερο στράφηκε κατά των ζηλωτών και ανέλαβε τα ηνία της Θεσσαλονίκης. Αργότερα, όμως, αντιλαμβανόμενος ότι ο πατέρας του σχεδίαζε λανθασμένες πολιτικές κινήσεις και επομένως η θέση του θα διακυβευόταν, συμμάχησε με τον Ιωάννη Καντακουζηνό, σχεδιάζοντας την παράδοση της πόλης σε αυτόν.

Οι ζηλωτές, όμως, με τον νέο τους ηγέτη, Ανδρέα Παλαιολόγο, επικεφαλής της αντιεξουσιαστικής ομάδας των «παραθαλάσσιων», την οποία αποτελούσαν άτομα χαμηλής κοινωνικής προέλευσης που εργάζονταν στο λιμάνι, ανασυγκροτηθήκαν και καλούσαν τον λαό σε εξέγερση εναντίον της αριστοκρατίας.

Η φρουρά της Θεσσαλονίκης αρνήθηκε να στραφεί εναντίον συμπατριωτών της, και το οργισμένο πλήθος, αφού έβαλε φωτιά στις πύλες, εισέβαλε στην ακρόπολη. Ο Ιωάννης Απόκαυκος και περίπου 100 υποστηρικτές του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Την επόμενη ημέρα, διαδόθηκε η φήμη ότι οι φυλακισμένοι είχαν αποδράσει και είχαν θέσει υπό τον έλεγχό τους την ακρόπολη.

Ο λαός, εξοργισμένος, πήρε τα όπλα και άρχισε να κατευθύνεται εκεί με άγριες διαθέσεις. Όταν αντίκρισαν τους αιχμαλώτους επάνω στα τείχη, γυμνούς, βασανισμένους και ταλαιπωρημένους, δεν δίστασαν να επιτεθούν με ακόμα μεγαλύτερο μένος. Ο Απόκαυκος βρέθηκε πρώτος γκρεμισμένος ανάμεσα στο εξεγερμένο πλήθος που διψούσε για το αίμα των πλουσίων.

Τους έκοβαν τα κεφάλια και ακρωτηρίαζαν τα σώματά τους. Αφού ολοκλήρωσαν τη διαπόμπευση των αιχμαλώτων, κινήθηκαν προς την πόλη όπου συνέχισαν τις αποτροπιαστικές ενέργειές τους με φόνους και λεηλασίες των περιουσιών της αριστοκρατίας.

Οι ζηλωτές, παρά τον φαινομενικό ριζοσπαστικό χαρακτήρα της οργάνωσής τους, προέβησαν σε ακρότητες που κόστισαν τόσο σε αυτούς όσο και στους υποστηρικτές τους. Κατείχαν τη διοίκηση της πόλης έως το 1347, οπότε ο Καντακουζηνός εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη και τους εκδίωξε, άλλους φυλακίζοντάς τους και σε άλλους επιβάλλοντας την ποινή της απέλασης.

Το κίνημα των ζηλωτών ήταν μία από τις συνέπειες του τραγικού εμφυλίου πολέμου του Βυζαντίου και έδωσε νέα τροφή στις αντιπαραθέσεις, αυξάνοντας την κυριαρχία του Καντακουζηνού.

Ο Καντακουζηνός εκφοβίζει τους Βούλγαρους

Στη διάρκεια του εμφυλίου, οι αντίπαλες παρατάξεις αναγκάστηκαν να συνάψουν συμμαχίες με διάφορους εχθρούς του Βυζαντίου προκειμένου να επιβληθεί η μία στην άλλη.

Το 1341, στη Βουλγαρία, εκδηλώθηκε επανάσταση στο παλάτι. Οι Βούλγαροι επιθυμούσαν την καθαίρεση του σκληρού τσάρου τους και διεκδικούσαν διάφορα προνόμια.

Ο τσάρος Μιχαήλ Σισμάν, για να αποφύγει τη διαπόμπευση, κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει άσυλο. Ο νέος τσάρος, όμως, Ιωάννης Αλέξανδρος απαιτούσε την έκδοσή του. Το Βυζάντιο βρισκόταν προ των πυλών νέων κινδύνων…

Την εποχή εκείνη, ο Στρατός των Βυζαντινών ήταν αποδυναμωμένος και λόγω των εσωτερικών ερίδων αλλά κυρίως λόγω της έλλειψης χρημάτων σε ένα Βυζάντιο που συνεχώς παρήκμαζε και συρρικνωνόταν. Το ηθικό και η πειθαρχία των στρατιωτών βρίσκονταν σε χαμηλά επίπεδα καθώς είχαν μείνει απλήρωτοι για πολύ καιρό (Να θυμίσουμε ότι ο βυζαντινός Στρατός κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, αποτελούνταν από ξένους μισθοφόρους, κυρίως Τούρκους, Λατίνους και Γερμανούς).

Ο Καντακουζηνός βρισκόταν αντιμέτωπος με την εξαθλίωση του στρατεύματός του και την απροθυμία του να υπερασπιστεί την Πόλη σε περίπτωση που οι Βούλγαροι θα εφορμούσαν. Στο πρόβλημά του, ωστόσο, απάντηση ήρθε να δώσει ένας πλούσιος πολίτης, ο οποίος, θέλοντας να εξαγνιστεί από τις αμαρτίες του, ήταν διετειθεμένος να δωρίσει την περιουσία του σε κάποιο μοναστήρι.

Μια περιουσία διόλου ευκαταφρόνητη, αφού ανερχόταν σε 100.000 χρυσά νομίσματα, με 40.000 επιπλέον σε κινητή περιουσία. Ύστερα από προτροπή του Καντακουζηνού πείστηκε να μοιράσει τα χρήματά του στους στρατιώτες, βοηθώντας έτσι την Πόλη να εξέλθει από το οικονομικό αδιέξοδο.

Ο Στρατός κατενθουσιάστηκε εν όψει του λαμβάνειν των οφειλομένων του και δέχτηκε να πολεμήσει τους εχθρούς του Καντακουζηνού. Έτσι, οι στρατιώτες ετοίμασαν τα όπλα και τα άλογά τους για μάχη.

Τον Ιούλιο του 1341, ο Καντακουζηνός αποφάσισε να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του έναντι των Βουλγάρων, οι οποίοι εξακολουθούσαν να ζητούν την έκδοση του πρώην ηγέτη τους. Συγκέντρωσε το Στρατό του στο Διδυμότειχο και ήταν έτοιμος για μάχη. Το βυζαντινό ιππικό είχε παραταχθεί ανάμεσα στον Ερυθροπόταμο και στον Έβρο, περιμένοντας το βουλγαρικό να επιτεθεί.

Παράλληλα, ο Καντακουζηνός είχε αφήσει μια στρατιά πίσω στο κάστρο, οχυρώνοντάς το έτσι ώστε κανείς εχθρός να μην μπορεί να προσβάλλει την οχυρωματική του περίπολο. Ταυτόχρονα, είχε ζητήσει από τον φίλο του Τούρκο εμίρη του Αϊδινίου, Ομούρ, βοήθεια. Ο τελευταίος είχε διασχίσει τη Θράκη με σημαντική στρατιωτική δύναμη και κατευθυνόταν προς το Διδυμότειχο.

Όταν ο Αλέξανδρος αντίκρισε τα βυζαντινά στρατεύματα, αντιλήφθηκε ότι μια επέμβαση θα ήταν καταστροφική. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να αποσύρει το Στρατό του και να ανανεώσει τη συνθήκη του με τον Καντακουζηνό. Οι Τούρκοι όμως είχαν ήδη φτάσει με μεγάλο στόλο στο στόμιο του Δούναβη, και αυτό τρομοκράτησε ακόμα περισσότερο τους Βούλγαρους.

Μπορεί η απειλητική παρουσία του Στρατού των Βυζαντινών να εμπόδισε προσωρινά την εισβολή των Βουλγάρων στα εδάφη της αυτοκρατορίας, οδήγησε όμως και στη σύναψη και άλλων συμμαχιών αρκετά επισφαλών – όπως αποδείχτηκε.

Οι «φίλοι»: Στέφανος Ντουσάν της Σερβίας και Ομούρ του Αϊδινίου

Ενώ στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας η αντιβασιλεία προσπαθούσε με δόλιους τρόπους να σφετεριστεί τον θρόνο, ο Καντακουζηνός βρισκόταν αποκομμένος στο Διδυμότειχο. Είχε πληροφορηθεί ότι στην Πόλη ο Αλέξιος Απόκαυκος σχεδίαζε πραξικόπημα εναντίον του  – σχεδίαζε να απαγάγει τον μικρό Ιωάννη και να τον κρατήσει όμηρο ώσπου η αυτοκράτειρα Άννα να τον διορίσει υπεύθυνο υποθέσεων στην Κωνσταντινούπολη.

Γνώριζε ακόμα ότι και η βασιλομήτωρ προσπαθούσε να δελεάσει του «συμμάχους» του ώστε να της παραχωρήσουν Στρατό.

Στα μέσα του 1342, ο Καντακουζηνός αποφάσισε πως έπρεπε να αναζητήσει τη βοήθεια του Σέρβου «φίλου» του Στέφανου Ντουσάν για να υπερασπιστεί τη θέση του στην αυτοκρατορία. Έτσι, αφού έστειλε αγγελιαφόρους να προετοιμάσουν το έδαφος, άρχισε να προελαύνει βόρεια, πέρα από τον ποταμό Βαρδάρη, με κατεύθυνση τα Σκόπια και με τη συνοδεία 2.000 ανδρών.

Στη συνάντηση που είχε με τον κράλη της Σερβίας, συζητήθηκε το ενδεχόμενο της σύναψης ενός συμφώνου συνεργασίας, για το οποίο όμως ο Ντουσάν ζήτησε από τον Καντακουζηνό, ως ανταπόδοση, ένα μεγάλο τμήμα της βυζαντινής Μακεδονίας. Το τίμημα ήταν μεγαλύτερο από αυτό που μπορούσε να ικανοποιήσει ο αυτοκράτορας, αλλά σημασία είχε ότι ο Ντουσάν τού είχε υποσχεθεί ότι θα τον βοηθήσει στον αγώνα του ενάντια στους κοινούς εχθρούς της Κωνσταντινούπολης.

Με τη συνδρομή σημαντικής σερβικής στρατιωτικής δύναμης -ο Ντουσάν τού είχε παραχωρήσει 20 από τους πιο έμπειρους στρατηγούς του- ο Καντακουζηνός ξεκίνησε για την επιστροφή του στο Διδυμότειχο. Στα μέσα της διαδρομής, προσπάθησε να πολιορκήσει τις Σέρρες -οι οποίες πρόβαλλαν σθεναρή αντίσταση διότι ήταν ταγμένες με το μέρος του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου- όμως, το μεγαλύτερο μέρος του Στρατού αρρώστησε από επιδημία και στασίασε. Οι Σέρβοι μισθοφόροι που τον συνόδευαν επέστρεψαν στην πατρίδα τους με εναπομείναντες μόνο 500 στο πλευρό του Καντακουζηνού.

Ο Καντακουζηνός, μην μπορώντας να συνεχίσει, επέστρεψε αποκαρδιωμένος στη Σερβία. Παράλληλα, η αυτοκράτειρα Άννα προσπάθησε δύο φορές να δωροδοκήσει τον Ντουσάν για να της παραδώσει τον Καντακουζηνό ως αιχμάλωτο. Ο Ντουσάν όμως έμενε προσωρινά στο πλευρό στου παλιού του φίλου.

Στα τέλη του 1342, ο Καντακουζηνός αποφάσισε να επιστρέψει στο Διδυμότειχο. Ο Σέρβος οικοδεσπότης τον συνόδευσε μέχρι τις Σέρρες. Τα σερβικά στρατεύματα, όμως, άρχισαν πάλι να λιποψυχούν και να λιποτακτούν. Δεν ήξεραν πού βρίσκονταν και φοβούνταν ότι κατευθύνονταν όχι προς τη Θράκη αλλά προς την Παρθία ή την Ινδία. Για ακόμα μία φορά ο δρόμος προς τη βάση του ήταν γεμάτος προβλήματα και έπρεπε να γυρίσει στη Σερβία.

Καθώς περνούσε ο καιρός και ο Καντακουζηνός δεν εμφανιζόταν στο Διδυμότειχο, ο γυναίκα του Ειρήνη, την οποία είχε ο ίδιος αφήσει ως επιτηρήτρια στο κάστρο, αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια του Βούλγαρου Ιωάννη Αλέξανδρου.

Εκείνος χάρηκε ιδιαίτερα κυρίως γιατί θα του δινόταν η ευκαιρία να ανταποδώσει στον Καντακουζηνό τον εξευτελισμό που είχε υποστεί λίγο νωρίτερα.

Έτσι, κατέφτασε με το Στρατό του στο Διδυμότειχο όπου η παρουσία του και μόνο ήταν αρκετή για να προκαλέσει τρόμο. Άρχισε να λεηλατεί τις γύρω περιοχές και απέκλεισε την πόλη εμποδίζοντας τους κατοίκους να βγουν έξω για ανεφοδιασμό σε τρόφιμα. Αναμφισβήτητα ήταν μια λάθος κίνηση της συζύγου του Καντακουζηνού.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Όταν ο Καντακουζηνός ενημερώθηκε για την κατάσταση που επικρατούσε στο Διδυμότειχο, ξαναστράφηκε για βοήθεια στον παλιό του φίλο εμίρη του Αϊδινίου Ομούρ. Εκείνος, ξεκίνησε για τη Θράκη με μία δύναμη 380 πλοίων και 29.000 ανδρών. Έπλευσε έως τις εκβολές του ποταμού Μαρίτσα και οδήγησε το Στρατό του μέχρι το Διδυμότειχο, όπου για ακόμα μία φορά εκδίωξε τους Βούλγαρους από την περιοχή.

Και οι Τούρκοι όμως δεν άφησαν απείραχτη την ύπαιθρο. Γνωστοί για τις αποτρόπαιες πράξεις τους, ρήμαξαν κυριολεκτικά τα παράλια. Από καιρό ήλπιζαν να μπορέσουν να καταλάβουν μέρη της αυτοκρατορίας για να μπορέσουν να προσεγγίσουν την πρωτεύουσα. Αργότερα, ο Ομούρ, αφήνοντας πίσω του περίπου 10.000 στρατιώτες, ξεκίνησε για να συναντήσει τον Καντακουζηνό.

Δεν πρόλαβε όμως, καθώς αντιμετώπισε έναν δριμύ χειμώνα κατά τη διάρκεια του οποίου εκατοντάδες Τούρκοι πέθαναν από κρυοπαγήματα και ασιτία. Ο Ομούρ υποχώρησε, φορτώνοντας στα πλοία του τους επιζώντες, διέσχισε τον Ελλήσποντο και επέστρεψε στη χώρα του.

Τα επόμενα χρόνια, η κατάσταση στην αυτοκρατορία θα ήταν αμφίρροπη. Από τη μια ο Καντακουζηνός προσπαθούσε να αποδείξει ότι ενδιαφέρεται για τη σύναψη ειρήνης με την αντιβασιλεία και από την άλλη, ο Απόκαυκος και η βασιλομήτωρ προσπαθούσαν να προσεταιριστούν όσους ξένους μπορούσαν, για να εκθρονίσουν τον Καντακουζηνό.

Στις αρχές του 1345 και ενώ ο Καντακουζηνός είχε καταφέρει να πάρει με το μέρος του σχεδόν όλη τη Θράκη, ζήτησε και πάλι βοήθεια από τους Τούρκους. Έτσι, μία στρατιά Τούρκων μισθοφόρων, απεσταλμένων του Ορχάν της Βιθυνίας, κατέφτασε στη Θράκη.

Η Άννα της Σαβοΐας, ύστερα από την αποτυχημένη προσέγγιση του Ντουσάν, στράφηκε και προς τους Τούρκους – εκείνοι όμως προτίμησαν να υποστηρίξουν τον Καντακουζηνό διότι ήξεραν πως αργά ή γρήγορα εκείνη θα λυμαινόταν τα εδάφη που αυτός θα κατακτούσε προς όφελος της αυτοκρατορίας.

Ενώ ο Καντακουζηνός εξακολουθούσε να στέλνει στην πρωτεύουσα μηνύματα ειρήνευσης, η αυτοκράτειρα και η κλίκα της αρνούνταν πεισματικά να συμφωνήσουν. Την άνοιξη του 1345 ήρθε να συνδράμει τον Καντακουζηνό και ο έταιρος Τούρκος σύμμαχος Ομούρ, με 20.000 ιππείς. Οι άντρες του λεηλατούσαν τα βουλγαρικά εδάφη και σκορπούσαν τον τρόμο στους ταλαιπωρημένους από τον εμφύλιο πόλεμο κατοίκους, οι οποίοι έβλεπαν συχνά τη γη τους να σπαράζει από τα μισθοφορικά στρατεύματα.

Εκείνο τον καιρό έφταναν στο στρατόπεδο του Ιωάννη αναφορές που έλεγαν ότι ο Στέφανος Ντουσάν εξαπέλυε επιθέσεις κατά της πόλης των Σερρών, ενός προπύργιου που ο ίδιος ο Ιωάννης είχε προσπαθήσει δύο φορές να πολιορκήσει. Ξεκίνησε λοιπόν για να αναχαιτίσει τον Ντουσάν, όταν έφτασαν νέα από την Πόλη ότι ο Απόκαυκος είχε δολοφονηθεί. Έπειτα από προτροπή του Ομούρ, ο Ιωάννης ανέκοψε την προέλασή του προς τις Σέρρες και εξεστράτευσε προς την Κωνσταντινούπολη.

Ήταν ένα μοιραίο λάθος του, διότι ο κράλης της Σερβίας θα αποδείκνυε πως φιλίες ανάμεσα σε αντίπαλα στρατόπεδα δεν υφίστανται… Εκμεταλλευόμενος τις εμφύλιες διαμάχες στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας και την αποχή του Ιωάννη από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, βρήκε το έδαφος πρόσφορο ώστε να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του για το σφετερισμό των βυζαντινών εδαφών.

Ήδη από το 1342, άρχισε η κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Σέρβους. Το 1343, ο Σέρβος ηγεμόνας είχε καταλάβει την Καστοριά, το Lerin και ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Αλβανίας εκτός από το Δυρράχιο. Πρόθεσή του ήταν να αντικαταστήσει τη βυζαντινή με μια σερβοελληνική αυτοκρατορία.

Όταν το 1345 έφτασε με το Στρατό του έξω από την πόλη των Σερρών (σ.σ.: ο Ντουσάν είχε και παλαιότερα προσπαθήσει να πολιορκήσει την πόλη των Σερρών αλλά απέτυχε λόγω επιδημίας «η οποία προήλθεν από την βουλιμίαν και την άκρατον πολυφαγίαν, και η οποία κυριολεκτικώς εσάρωσε τα σερβικά στραυτεύματα», όπως αναφέρει ο ίδιος ο Καντακουζηνός στα απομνημονεύματά του), οι στρατιώτες του λεηλάτησαν τις γύρω περιοχές, παίρνοντας λάφυρα και δολοφονώντας όποιον τους έφερνε αντίρρηση.

Η πόλη των Σερρών, εξαιρετικά οχυρωμένη καθώς ήταν, προέβαλλε σθεναρή αντίσταση για μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά στο τέλος, αποκλεισμένη και χωρίς βοήθεια ούτε από τον Καντακουζηνό αλλά ούτε και από τον Παλαιολόγο που τόσο του είχε σταθεί (σ.σ.: είναι χαρακτηριστικό το πόσο προσηλωμένοι ήταν οι Σερραίοι στον Παλαιολόγο – αναφέρεται ότι στις προσπάθειες του Καντακουζηνού να τους προσεταιριστεί, αντιδρούσαν με τόση βία, που κάποια φορά κατέσφαξαν τον πρεσβευτή του και τον τεμάχισαν σε τέσσερα κομμάτια τα οποία και κρέμασαν στους πύργους της πόλης!), υπέκυψε και παραδόθηκε στην αμείλικτη επίθεση του Σέρβου ηγεμόνα.

Το Νοέμβριο του 1345, ο κράλης της Σερβίας αυτοανακηρύχθηκε «βασιλεύς των Ρωμαίων» και το Πάσχα του 1346 στέφθηκε πανηγυρικά στα Σκόπια «αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας». Αργότερα, το 1346, ο Ντουσάν έστειλε στη Θεσσαλία τον στρατηγό του Θωμά Πρελούμπιο να καταλάβει ολόκληρη τη χώρα, και εκείνος χωρίς δυσκολία κυρίευσε όλα τα θεσσαλικά φρούρια μέχρι τον Πτελεό.

Στο τέλος του 1348, η σερβική κυριαρχία στη Θεσσαλία ήταν απόλυτη, και ο Ντουσάν έλαβε τον τίτλο του κόμη της Βλαχίας και Μεγαλοβλαχίας. Αργότερα, προσπάθησε να καταλάβει και τη Θεσσαλονίκη αλλά ο Καντακουζηνός εξεστράτευσε εναντίον του.

Όμως, αναγκάστηκε να υπογράψει ειρήνη με την οποία αναγνωριζόταν η Θεσσαλία ως κυριαρχία του Ντουσάν. Διοικητής της Θεσσαλίας ορίστηκε ο αδερφός του Ντουσάν, Συμεών Ούρεσιν, ο οποίος κατέστησε πρωτεύουσα τα Τρίκαλα. Το τέλος της «φιλίας» του Καντακουζηνού με τον Στέφανο Ντουσάν ήταν πια μια πραγματικότητα.

Ο Καντακουζηνός, πλησιάζοντας προς την Κωνσταντινούπολη, πληροφορήθηκε ότι η τάξη είχε αποκατασταθεί και ότι η παρουσία του εκεί θα ήταν πλέον περιττή. Έσπευσε λοιπόν να πείσει τους συμμάχους του Τούρκους να κατευθυνθούν προς τις Σέρρες. Στην πορεία, όμως, ο Σουλεϊμάν -γιος του Σαρουχάν, εμίρη της Λυδίας- που ηγούνταν του Στρατού, αρρώστησε και πέθανε. Οι άντρες του κατηγόρησαν τον Ομούρ για το θάνατό του, με αποτέλεσμα ο Ομούρ να επιστρέψει στη Σμύρνη παίρνοντας και όλο το Στρατό του και αφήνοντας τον Καντακουζηνό χωρίς συμμάχους. Τότε ο Καντακουζηνός αποφάσισε να γυρίσει στο Διδυμότειχο.

Απομονωμένος καθώς ήταν, ο Καντακουζηνός προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αντισταθμίσει τις αποτυχίες του. Αποφάσισε λοιπόν να προβεί σε μια ακόμα λανθασμένη απόφαση. Όταν απεσταλμένοι του Ορχάν ήρθαν να τον βρουν για να του ζητήσουν το χέρι της κόρης του, Θεοδώρας, εκείνος δεν δίστασε να συγκατατεθεί σε αυτό το γάμο, και αυτό γιατί γνώριζε πως από καιρό η Άννα στην Κωνσταντινούπολη προσπαθούσε να δωροδοκήσει τον Ορχάν και να τον πείσει να της διαθέσει Στρατό.

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1346, ο Ιωάννης ζήτησε από τον Ορχάν να στείλει Στρατό με ανάλογη συνοδεία στη Σηλυβρία για να πάρει την αρραβωνιαστικιά του. Αμέσως κατέφτασαν 30 τουρκικά πλοία που μετέφεραν ένα σύνταγμα ιππικού και πολλούς από τους ευγενείς του Ορχάν.

Δεν υπολόγισε, όμως, ο Ιωάννης ότι με αυτόν το γάμο έφερνε ακόμα πιο κοντά τον τουρκικό κίνδυνο. Από την ώρα εκείνη οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επιδρομή τους στη βυζαντινή αυτοκρατορία καταλαμβάνοντας συνεχώς εδάφη της και σταθεροποιώντας την παρουσία τους στη βαλκανική χερσόνησο.

Οι έταιροι «φίλοι» Γενουάτες

Κατάληψη της Χίου

Στην άλλη πλευρά της αυτοκρατορίας και ενώ συμβασιλείς και αντιβασιλείς βρίσκονταν απασχολημένοι με τις εμφύλιες διαμάχες για την απόκτηση του στέμματος, οι Γενουάτες -με τους οποίους οι Βυζαντινοί είχαν καλές σχέσεις λόγω των εμπορικών τους δραστηριοτήτων στο Βόσπορο και στη θάλασσα του Μαρμαρά- επωφελούμενοι της κατάστασης θέλησαν να κινηθούν προς το νησί της Χίου το οποίο αποτελούσε σημαντικό συγκοινωνιακό και εμπορικό κόμβο.

Έτσι, το 1346, η Δημοκρατία της Γένοβας, δανειζόμενη χρήματα από ιδιώτες εφοπλιστές, εξόπλισε Στρατό υπό τον Σίμωνα Βιγνώζο με σκοπό να καταλάβει τη Χίο. Ο Βιγνώζος, φτάνοντας στη Χίο, πρότεινε στην ελληνική φρουρά να αποβιβάζει το Στρατό του δήθεν για να την προστατεύσει αλλά οι Χιώτες υπό τον Ιωάννη Ζιβό αρνήθηκαν.

Τότε, οι Γενουάτες επιτέθηκαν από την ξηρά με ένα σώμα των οπλιτών τους να εισχωρεί προς το κέντρο της πόλης. Επίσης, αποβιβάστηκαν στο ακρωτήριο της Μαστίχας και κατέλαβαν έξι οχυρώσεις. Ο Ζιβός και η φρουρά του είχαν αποσυρθεί στο εσωτερικό του κάστρου της πόλης περιμένοντας την επίθεση των εχθρών.

Η είσοδος του λιμανιού είχε απομονωθεί με αλυσίδα κατά μήκος της και οι Γενουάτες είχαν κατασκευάσει έναν περιβάλλοντα τοίχο πολύ υψηλότερο από τα οχυρωματικά έργα και τις επάλξεις.

Έτσι, ο Ζιβός και οι υπερασπιστές του ήταν αποκομμένοι και διά ξηράς και διά θαλάσσης. Μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου του 1346, η φρουρά είχε υποκύψει στην πείνα και υποχρεώθηκε να υπογράψει συμφωνία ανακωχής με τους Γενουάτες.

Επίθεση στην Πόλη

Όταν το 1348 ο Καντακουζηνός εδραιωνόταν στην αυτοκρατορία και αποκτούσε όλο και περισσοτέρους πιστούς φίλους, επέβαλε φόρους που του εξασφάλισαν χρήματα για τη δημιουργία ενός ναυτικού στόλου ο οποίος θα αντικαθιστούσε τον ήδη ταλαιπωρημένο και καταπονημένο από τις συνεχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις. Έδωσε λοιπόν εντολή όλα τα ναυπηγεία του Κεράτιου Κόλπου να αρχίσουν να δουλεύουν εντατικά για τη δημιουργία του στόλου. Την εργασία αυτή ο Ιωάννης την ανέθεσε στον πρωτομάστορα Φωκεωλάτο.

Οι Γενουάτες όμως, ανήσυχοι για την τύχη της εμπορικής τους δραστηριότητας, αναζητούσαν πρόφαση για να εμποδίσουν την κατασκευή του στόλου. Στις 15 Αυγούστου 1348 εξόπλισαν οκτώ γαλέρες και άλλα μικρότερα πλοία και εξαπέλυσαν επίθεση στην παραλία της Κωνσταντινούπολης, όπου υπήρχαν ξύλα για τη ναυπήγηση πλοίων, και έβαλαν φωτιά.

Κάηκαν όλα τα πλοία εκτός από τρία. Κήρυξαν αποκλεισμό της περιοχής και εμπόδιζαν τα βυζαντινά και ενετικά πλοία να πλησιάζουν την Πόλη από τον Βόσπορο, επιβάλλοντάς τους υψηλά διόδια, με αποτέλεσμα να παρουσιαστεί έλλειψη τροφίμων στην πόλη. Τοποθέτησαν ακόμα μια μεγάλη λιθοβόλο μηχανή, των 500 και πλέον τόνων, με την οποία άρχισαν να ρίχνουν βαριά λιθάρια προς τις κατοικίες που έβλεπαν τον Κεράτιο Κόλπο.

Τρομοκρατημένοι οι κάτοικοι, ζήτησαν τη βοήθεια του αυτοκράτορα. Εκείνος έδωσε εντολή να προχωρήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα η κατασκευή και ο εξοπλισμός των πλοίων. Ήταν όμως μια χρονοβόρα διαδικασία καθώς η ξυλεία για την κατασκευή των πλοίων θα έπρεπε να συρθεί διά ξηράς με βόδια από τα βουνά της Θράκης, καθώς οι Γενουάτες έλεγχαν τους θαλάσσιους δρόμους.

Έτσι, τοποθέτησε και εκείνος λιθοβόλους μηχανές οι οποίες προξένησαν καταστροφές στα πλοία των Γενουατών. Κατόπιν, ο Καντακουζηνός ζήτησε από τους ηγέτες των Γενουατών στην Ιταλία να του δώσουν πίσω το νησί της Χίου.

Τελικώς, συμφωνήθηκε ότι το νησί θα ετίθετο πάλι υπό βυζαντινή κυριαρχία σε δέκα χρόνια, ενώ στο μεταξύ η Δημοκρατία της Γένουας θα κατέβαλλε ετήσιο ενοίκιο στον αυτοκράτορα και θα προστάτευε τα δικαιώματα όλων των υπηκόων του που ζούσαν στη Χίο. Αυτή η έκβαση ίσως θα μπορούσε να καταχωρηθεί στις επιτυχίες του Καντακουζηνού αν οι Γενουάτες δεν εμφανίζονταν ξανά το 1349, έτοιμοι να εμπλακούν σε νέα ναυμαχία στον Κεράτιο Κόλπο.

Αν και ο Καντακουζηνός είχε οργανώσει αρκετά την επιχείρηση εκδίωξης των Γενουατών, καθώς σχεδίαζε να τους περικυκλώσει και να τους πολιορκήσει από την ξηρά, παρ’ όλα αυτά δεν τα κατάφερε. Ο στόλος του, αποτελούμενος από εννέα μεγάλα πολεμικά πλοία και περίπου 100 μικρότερα, στην εμπλοκή του με τους Γενουάτες βυθίστηκε και αιχμαλωτίστηκε από τους εχθρούς.

Ο λόγος φαίνεται ότι ήταν όχι η ξαφνική θύελλα -όπως υποστήριξε ο Καντακουζηνός- αλλά η απειρία των ναυτών να χειριστούν την κατάσταση. Ευτυχώς για τον Καντακουζηνό, οι ηγέτες των Γενουατών θεώρησαν ότι ήταν άδικη η επίθεση εναντίον των Βυζαντινών και με απεσταλμένους τους ζήτησαν να συνάψουν συνθήκη. Σύμφωνα με αυτή, οι Γενουάτες αναγκάστηκαν να πληρώσουν υψηλή αποζημίωση στον αυτοκράτορα για τις δαπάνες του πολέμου και να ορκιστούν ότι δεν θα εξαπέλυαν ξανά επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης.

Το τέλος του εμφυλίου

Η αρχή του τέλους για τον εμφύλιο στάθηκε η δολοφονία του Αλέξιου Απόκαυκου στις 11 Ιουνίου 1345. Ο Απόκαυκος βλέποντας ότι η κατάσταση στην πόλη δεν άλλαζε, έχοντας ως αυτοκράτορα έναν Παλαιολόγο ο οποίος αδυνατούσε να κυβερνήσει -λόγω της ηλικίας του- συμπράττοντας με μια βασιλομήτωρ η οποία ανησυχούσε για την τύχη του γιου της και δολοπλοκώντας με έναν πατριάρχη ο οποίος ενδιαφέρονταν μόνο για την εξουσία, έγινε ακόμα πιο τυραννικός. Είχε συλλάβει τόσους πολλούς, ώστε αναγκάστηκε να κατασκευάσει ένα νέο μπουντρούμι για να χωρέσουν.

Όταν το έργο είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, το επισκέφθηκε. Παραδόξως, δεν είχε μαζί του προσωπική φρουρά, με αποτέλεσμα ένας κρατούμενος να αρπάξει ένα κούτσουρο και να τον χτυπήσει. Κάποιοι άλλοι πήραν στα χέρια τους εργαλεία και υλικά που είχαν αφήσει οι εργάτες και συμμετείχαν στη δολοφονία.

Ήταν τόση η οργή τους, που του έκοψαν το κεφάλι και το κρέμασαν σε ένα κοντάρι δίπλα στα τείχη της φυλακής. Οι κρατούμενοι δεν προσπάθησαν να διαφύγουν. Νόμιζαν ότι θα τους αντιμετώπιζαν ως ήρωες που ελευθέρωσαν την πόλη από έναν τύραννο.

Η αντίδραση όμως της αυτοκράτειρας δεν ήταν αυτή που περίμεναν. Έκεινη έδωσε εντολή στους υποστηρικτές του Απόκαυκου να πάρουν την εκδίκησή τους, σφαγιάζοντας περίπου 200 κρατούμενους, πολλοί από τους οποίους δεν ευθύνονταν για τη δολοφονία.

Με τον πρωθυπουργό και διοικητή του Στρατού της δολοφονημένο, η αυτοκράτειρα βρέθηκε μόνη, με μοναδικό σύμμαχο τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα, με τον οποίο οι σχέσεις τους είχαν ήδη αρχίσει να ψυχραίνονται. Ύστερα από την επικράτηση του Καντακουζηνού σχεδόν σε όλη τη Θράκη, η βασιλομήτωρ φοβόταν μήπως τελικά αντιμετωπίσει την οργή του και έτσι διακυβευτούν τα συμφέροντα του γιου της. Αποφάσισε λοιπόν να εκδιώξει και τον τελευταίο σύμμαχο της αντιβασιλείας. Γνώριζε ότι ο πατριάρχης δεν ήταν αγαπητός και συγκάλεσε σύνοδο στην οποία καταδικάστηκε για τα θεολογικά του σφάλματα και απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του.

Στις 8 Φεβρουαρίου 1347, υπογράφηκε και επικυρώθηκε συμφωνία μεταξύ της βασιλομήτορος και του Καντακουζηνού. Σύμφωνα με αυτή, ο Καντακουζηνός δεν θα πραγματοποιούσε αντίποινα εναντίον κανενός. Θα έδινε γενική αμνηστία σε όλους όσοι τον είχαν βλάψει τα τελευταία χρόνια και δεν θα κρατούσε έχθρα εναντίον της αυτοκράτειρας και του γιου της. Συμφωνήθηκε επίσης ότι ο Καντακουζηνός και ο νεαρός Παλαιολόγος θα κυβερνούσαν από κοινού ως συναυτοκράτορες. Με αυτούς τους όρους, άνοιξε πάλι το παλάτι των Βλαχερνών για να δεχτεί τον Καντακουζηνό ως πρεσβύτερο αυτοκράτορα.

Ο Καντακουζηνός διέταξε με θέσπισμα να αφεθούν ελεύθεροι όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι και να μην πραγματοποιηθούν αντίποινα εναντίον όλων εκείνων που είχαν αγωνιστεί εναντίον του. Είχε ήδη απαγορεύσει αυστηρά στους στρατιώτες του να προβούν σε λεηλασίες και συγκράτησε το λαό ώστε να μην προκληθούν νέες αναταραχές.

Ο Φεβρουάριος του 1347 φαίνεται πως προοιώνιζε την αυγή μιας νέας εποχής. Ο Καντακουζηνός και ο Παλαιολόγος θα συγκυβερνούσαν μέχρι το 1355, οπότε ο Καντακουζηνός αποσύρεται στη Μονή Μαγγανών της Κωνσταντινούπολης ασπαζόμενος τον μοναχικό βίο και μετονομαζόμενος σε Ιωάσαφ.

Η ταραχώδης αυτή εξαετία στους κόλπους της αυτοκρατορίας διαίρεσε το κράτος, εξάντλησε τις ηθικές και υλικές του δυνάμεις και επέτρεψε -το κυριότερο- στους εχθρούς να ισχυροποιηθούν έναντί του.

Οι παλιοί «φίλοι» βρήκαν γόνιμο το έδαφος να εισβάλουν, και μάλιστα προσκεκλημένοι στα εδάφη του κράτους, οι δολοφονίες πάντα θα αμαύρωναν οποιαδήποτε θετική έκβαση και οι εμφύλιες έριδες πάντα θα υποκρύπτονταν δικαιολογημένες, καθώς υπήρξε ήδη δύο φορές το δεδικασμένο.

Ίσως να μην είναι σωστό να εξετάζουμε πώς θα είχε εξελιχθεί το βυζαντινό κράτος αν δεν είχε βιώσει δύο εμφύλιους πολέμους και αν κάποιοι από τους τελευταίους ηγέτες του δεν είχαν φερθεί με τόση απρονοησία και επιπολαιότητα.

Όπως και να ’χει, ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος του Βυζαντίου περιγράφεται με τον πιο γλαφυρό τρόπο στα απομνημονεύματα του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, ο οποίος αναφέρει: «Υπήρξε η χειρότερη εμφύλια σύγκρουση, που κατέστρεψε σχεδόν τα πάντα και μετέβαλε την άλλοτε μεγάλη ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε αδύναμη σκιά του εαυτού της»…