Ο Καίσαρ έλαβε την εντολή υπεράσπισης της γαλατικής επαρχίας της Ρώμης τον Μάρτιο του 58 π.Χ. Η μέχρι τότε σχέση Ρωμαίων και Κελτών είχε διέλθει από πολλές φάσεις.

Έως τον 3ο αιώνα π.Χ. η Ρώμη είχε πολλάκις κινδυνεύσει από τις γαλατικές επιδρομές. Οι Γαλάτες δε είχαν εγκατασταθεί σε εκτεταμένες περιοχές βόρεια του ποταμού Πάδου στην Ιταλία.

Τα φύλα αυτά κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους, οι οποίοι συγκρότησαν εκεί την επαρχία τής εντεύθεν του Πάδου Γαλατίας.

Ο όγκος όμως των γαλατικών-κέλτικων φυλών κατοικούσε στις σημερινές χώρες της Γαλλίας, του Βελγίου, της νότιας Ολλανδίας και της Βρετανίας. Με όλα αυτά τα φύλα οι Ρωμαίοι είχαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, εμπορικές επαφές και μόνο.

Η πολιτική επιρροή της Ρώμης στα εδάφη αυτά είχε περιοριστεί στη στενή παραλιακή ζώνη γύρω από την ελληνική πόλη της Μασσαλίας.

Η παραλιακή αυτή ζώνη ήταν ζωτικής σημασίας για τους Ρωμαίους γιατί τους επέτρεπε την επικοινωνία με την πλούσια επαρχία τους, την Ιβηρία. Αν και στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι επιχείρησαν μεμονωμένες εκστρατείες στο εσωτερικό της Γαλατίας, αυτές δεν στέφθηκαν με επιτυχία.

Η παραλιακή αυτή ζώνη αποτελούσε και την επαρχία της εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας, επαρχία λίαν ευάλωτη και υποκειμένη στις ορέξεις των επιθετικών φυλών της ενδοχώρας.

Οι Γαλάτες, με πρώτους τους Βέλγους, πολέμησαν ηρωικά τον Καίσαρα, αλλά ηττήθηκαν.

Παρά τις επιτυχίες του, ο Καίσαρ ήταν βέβαιος ότι οι Γαλάτες θα προχωρούσαν σε γενικευμένο πόλεμο. Για αυτό παρέμεινε ο ίδιος στη Γαλατία, συγκεντρώνοντας τις λεγεώνες του.

Την ίδια ώρα οι Γαλάτες κατόρθωσαν να ενώσουν τους περισσότερους Βέλγους, πολλές βορειογαλατικές φυλές, καθώς και αρκετές γερμανικές, σε ένα αραγές αντιρωμαϊκό μέτωπο.

Ο Καίσαρ, έχοντας γνώση όλων αυτών, αποφάσισε πως θα ήταν σφάλμα να δώσει περισσότερο χρόνο στους εχθρούς. Για αυτό κίνησε με τέσσερις καταπονημένες λεγεώνες, που είχε στη διάθεσή του, κατά των Βέλγων Νερβίων, των φανατικότερων πολεμίων της Ρώμης. Η ταχεία και αφνιδιαστική επίθεση του Καίσαρα απέδωσε καρπούς.

Οι Νέρβιοι συνετρίβησαν, η χώρα τους λεηλατήθηκε και πολλοί από αυτούς αιχμαλωτίστηκαν. Μετά τη νίκη του αποφάσισε να επιχειρήσει και πάλι να προσεγγίσει διπλωματικά τους Γαλάτες.

Για τον σκοπό αυτό συγκάλεσε στη Λουτετία (Παρίσι) σύσκεψη όλων των Γαλατών αρχηγών. Οι αντιπρόσωποι των Σενόνων, των Τρεβήρων και των Καρνούτων όμως δεν εμφανίστηκαν σε αυτή, γεγονός που αποκωδικοποιούσε τις προθέσεις τους.

Αμέσως ο Καίσαρ εγκατέλειψε τη σύσκεψη και με τις διαθέσιμες δυνάμεις του επιτέθηκε στη χώρα των Σενόνων. Ο αρχηγός τους, Άκκων, όταν αντελήφθη ότι δεν προλάβαινε να οργανώσει την άμυνα της χώρας του, λόγω της ταχύτατης προσέγγισης των Ρωμαίων, αναγκάστηκε να στείλει πρέσβεις τους στον Καίσαρα και να ζητήσει την ειρήνη.

Ο Καίσαρας δέχθηκε και αφού πήρε 100 ομήρους αποχώρησε. Την ίδια ώρα και οι Καρνούτοι απέστειλαν πρέσβεις στον Καίσαρα. Όλη η Γαλατία, εκτός της βόρειας, φαινόταν τώρα να ησυχάζει.

Ο μόνος αντίπαλος που απέμενε υπό τα όπλα ήταν ο Αμβιόριξ, ο οποίος όμως είχε συμμαχήσει και με τους Μενάπιους Βέλγους και με τους  Γερμανούς.

Έτσι, πριν κινηθεί εναντίον του ο Καίσαρ, θεώρησε σκόπιμο να προσπαθήσει αρχικά να εξουδετερώσει τους υποστηρικτές του.

Κινήθηκε με πέντε λεγεώνες κατά των σκληροτράχηλων Μεναπίων. Οι τελευταίοι, βασιζόμενοι στη μορφολογία του εδάφους της χώρας τους –έλη, δάση– δεν πήραν μέτρα προστασίας. Δεν έλαβαν όμως υπόψη τους το ρωμαϊκό μηχανικό.

Ο Καίσαρ διέταξε την κατασκευή γεφυρών από τις οποίες εισέβαλε, από τρεις άξονες, ο στρατός του στη χώρα των Μεναπίων. Οι Μενάπιοι κατανικήθηκαν. Η χώρα τους λεηλατήθηκε άγρια και χιλιάδες συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.

Οι επιζήσαντες αναγκάστηκαν να ζητήσουν ειρήνη από τον Καίσαρα. Οι δε Γερμανοί που έρχονταν σε βοήθεια των Γαλατών συμμάχων τους, όταν άκουσαν για τη νέα ήττα, επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Η Γαλατία, παρ’ όλα αυτά, μόνο ήρεμη δεν ήταν. Είχε έρθει η ώρα να αντιμετωπίσει ο Καίσαρ τον πλέον άξιο αντίπαλό του, τον γενναίο Βερκιγγετόξ.

Bερκιγγετόριξ

Την ώρα που ο Καίσαρ άρχισε να έχει τις πρώτες ενδείξεις για τη μεταστροφή της στάσης του Πομπήιου απέναντί του, στη Γαλατία οι αρχηγοί των φυλών που κατοικούσαν στα δυτικά της χώρας συσκέπτονταν περί του πρακτέου.

Οι Γαλάτες είχαν πληροφορηθεί τις προστριβές του Καίσαρα με τους συγκλητικούς, οι οποίοι είχαν σχεδόν προσεταιριστεί και τον Πομπήιο, και πίστευαν ότι δεν επρόκειτο να επανέλθει ο επικίνδυνος στρατηγός στη Γαλατία.

Η φιλοπόλεμη μερίδα των Γαλατών στηρίχθηκε στο γεγονός του θανάτου του Άκκωνα για να πείσει και τους πλέον δύσπιστους για την αναγκαιότητα εξέγερσης κατά των Ρωμαίων. Και το κατόρθωσε. Σε πανηγυρικό κλίμα, οι Γαλάτες φύλαρχοι αποφάσισαν να πολεμήσουν την κραταιά Ρώμη μέχρις εσχάτων, ώσπου να κατακτήσουν την προγονική ελευθερία και δόξα ή να πέσουν όλοι στη μάχη. Το σύνθημα δε της εξέγερσης έδωσαν λίγο αργότερα οι Καρνούτοι.

Οι αρχηγοί τους, Κοτουάτος και Κονκονετόδουμνος, κατέλαβαν την πόλη Κέναβον και σφαγίασαν όσους Ρωμαίους εμπόρους ή στρατιώτες βρήκαν μπροστά τους.

Αμέσως η είδηση έκανε τον γύρο της Γαλατίας, από τον Ρήνο έως την Αρβέρνη. Σε αυτή την περιοχή ηγέτης είχε αναδειχθεί κάποιος Βερκιγγετόριξ, ένας άσημος έως τότε νέος.

Ο Βερκιγγετόριξ, στο άκουσμα της είδησης για την εξέγερση των Καρνούτων ηλεκτρίστηκε. Συγκέντρωσε όσο μπορούσε περισσότερους άνδρες και επιχείρησε να εξεγείρει και τους συμπατριώτες του.

Ο αρχηγός όμως και θείος του, Γοβανίτιος, στράφηκε εναντίον του. Ως εκφραστής της συντηρητικής μερίδας φοβόταν την εμπλοκή σε πόλεμο με την πανίσχυρη Ρώμη. Κατόρθωσε μάλιστα να εκδιώξει από την πρωτεύουσα Γεργοβία τον Βερκιγγετόριξ και τους οπαδούς του.

Ο νεαρός όμως ηγέτης δεν απογοητεύτηκε. Συγκέντρωσε γύρω του τους αγρότες και όποιον βρήκε μπροστά του. Ο Βερκιγγετόριξ ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα και, αφού συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό ανδρών, όρμησε στη Γεργοβία και εκδίωξε με τη σειρά του τους συντηρητικούς. Αμέσως οι άνδρες του τον ανέβασαν στην ασπίδα –αυτό έπρατταν οι Γαλάτες ως αναγνώριση της εξουσίας ενός ανδρός– και τον ανακήρυξαν βασιλιά των Αρβερνών.

Μετά τη θριαμβευτική του είσοδο στη Γεργόβια, ο Βερκιγγετόριξ συγκέντρωσε όλες τις γύρω γαλατικές φυλές και κατόρθωσε σε πολύ λίγο χρόνο να έχει υπό τις διαταγές του έναν τεράστιο στρατό.

Με την εξουσία που του έδιδε η δύναμη των όπλων τιμώρησε σκληρά τους αντιπάλους του.

Πολλοί οπαδοί της ειρήνης με τη Ρώμη βρήκαν φρικτό θάνατο –κάηκαν ζωντανοί– και πολλοί άλλοι υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια και ακρωτηριασμούς. Άφου υπέταξε κάθε αντίθετη φωνή εντός της επικράτειάς του, διαμοίρασε τον στρατό και με τον μισό εισέβαλε στη χώρα των Βιτουρίγων, ενώ με το άλλο μισό, με επικεφαλής τον υπαρχηγό του Καδούρκο, εισέβαλε στη χώρα των Ρουτήνων. Και τα δύο αυτά φύλα ήσαν φιλικά προσκείμενα στη Ρώμη.

Αμέσως όμως μετά την άφιξη των επαναστατικών δυνάμεων στα εδάφη τους, ενώθηκαν μαζί τους και κήρυξαν επίσης επανάσταση.

Ο Καίσαρ από την πλευρά του, έχοντας επαναπροσεγγίσει τον Πομπήιο, ήταν τώρα, και υπό το βάρος των γεγονότων, έτοιμος να επιστρέψει στη Γαλατία και να ενωθεί με τον στρατό του.

Πραγματικά σε πολύ λίγο χρόνο ο Καίσαρ έφτασε στη ρωμαιοκρατούμενη περιοχή της Γαλατίας. Δεν ήταν όμως εύκολο να ενωθεί με τον στρατό του. Άλλωστε έπρεπε πρωτίστως να αντιμετωπίσει την στρατιά του Καδούρκου, η οποία εισέβαλε στη ρωμαϊκή επαρχία τής εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας.

Με όσες δυνάμεις μπόρεσε να συγκεντρώσει, ο Καίσαρ οργάνωσε αμυντικά την επαρχία και κατόρθωσε να αποκρούσει τη γαλατική εισβολή. Όμως δεν περιορίστηκε σε αυτό.

Μέσα στην καρδιά του χειμώνα του έτους 53 προς 52 π.Χ., ο Καίσαρ διέσχισε με τις λιγοστές του δυνάμεις το χιονισμένο όρος Καβέννα, φυσικό σύνορο της ρωμαϊκής επαρχίας και της Αρβέρνης, και μετέφερε τον πόλεμο εντός του εχθρικού εδάφους.

Το χιόνι στις ορεινές διαβάσεις είχε ύψος δύο μέτρων. Παρ’ όλα αυτά, οι Ρωμαίοι πέρασαν. Μόλις ο Καίσαρ βρέθηκε σε εχθρικό έδαφος διέταξε το ιππικό του να αναπτυχθεί σε μεγάλο εύρος μετώπου, εμπρός από το πεζικό, και να επιτίθεται σε κάθε οικία ή αγρόκτημα.

Οι στόχοι της ενέργειας αυτής ήταν δύο. Ο Καίσαρ επιθυμούσε, πρώτον, να παραπλανήσει τον αντίπαλο σχετικά με το μέγεθος των δυνάμεών του και, δεύτερον, να τρομοκρατήσει τους Γαλάτες και να τους υποχρεώσει να σκεφτούν συνετότερα.

Η τακτική του Καίσαρα απέδωσε ταχέως καρπούς. Από κάθε λεηλατημένη περιοχή κατέφθαναν αγγελιαφόροι στον Βερκιγγετόριξ, οι οποίοι τον ικέτευαν να σπεύσει να προστατεύσει τους κατοίκους από το πλήθος των Ρωμαίων!

Ο Βερκιγγετόριξ ενέδωσε στις ικεσίες του λαού του και μετακίνησε τον στρατό του προς νότο. Αυτό ήταν και το μοιραίο του λάθος. Ο Καίσαρ φυσικά ούτε μπορούσε, ούτε επιθυμούσε να κατακτήσει την Αρβέρνη.

Αυτό που επιθυμούσε ήταν να αποσυρθεί ο εχθρικός στρατός από τον βορρά και να ανοίξει τις οδεύσεις που κρατούσε, ώστε να κατορθώσει να ενωθεί με τον εμπειροπόλεμο στρατό του. Έτσι ακριβώς έγινε.

Ο Καίσαρ έφυγε με λίγους συνοδούς από την Αρβέρνη και σε ελάχιστες μέρες κατόρθωσε να ενωθεί με τον στρατό και να τον συγκεντρώσει ολόκληρο!

Η έκπληξη του Βερκιγγετόριξ στο άκουσμα αυτής της είδησης ήταν μεγάλη. Ωστόσο, ο νεαρός και γενναίος Γαλάτης αρχηγός δεν δείλιασε.

Συγκέντρωσε όλο τον στρατό του και κινήθηκε και πάλι βόρεια με πρώτο στόχο την κατάληψη ενός οχυρού των συμμάχων του Καίσαρα Βοίων. Η σκέψη πάντως του Βερκιγγετόριξ είχε σαφώς μεγαλύτερο βάθος.

Αυτός ήταν σε θέση να γνωρίζει πως ο Καίσαρ αντιμετώπιζε μεγάλο δίλημμα. Αν ο τελευταίος προσπαθούσε  να επιχειρήσει με τον στρατό του, εντός του χειμώνα, κατά πάσα πιθανότητα θα αντιμετώπιζε σοβαρές ανεφοδιαστικές δυσχέρειες.

Αν δε στάθμευε απλώς, με τις δυνάμεις του συγκεντρωμένες σε ένα σημείο, υπήρχε ο κίνδυνος ο Βερκιγγετόριξ να ξεσηκώσει ολόκληρη τη Γαλατία εναντίον του. Όπως όμως εκείνος, έτσι και ο Καίσαρ διακρινόταν για την τόλμη του. Προκειμένου λοιπόν να αντιμετωπίσει γενική εξέγερση, προτίμησε να αντιμετωπίσει τον χειμώνα και τις δυσκολίες του. 

Ο Καίσαρ έθεσε άμεσα το σχέδιό του σε εφαρμογή. Πρώτος στόχος των δυνάμεων του ήταν η πόλη των Σενόνων, το Βελαουνόδουνο. Ο ρωμαϊκός στρατός έφτασε ταχύτατα έξω από αυτή και σε δύο μόλις μέρες την περιέκλεισε με οχυρώματα.

Οι Γαλάτες, τρομαγμένοι από την ταχύτητα των Ρωμαίων, έσπευσαν να συνθηκολογήσουν. Ο Καίσαρ όμως δεν χρονοτρίβησε περισσότερο εκεί.

Αφού άφησε τον Γάιο Τρεβώνιο με στρατό στη χώρα των Σενόνων, ο ίδιος κινήθηκε επικεφαλής του όγκου των δυνάμεων κατά της χώρας των Καρνούτων. Οι Καρνούτοι είχαν πληροφορηθεί την επίθεση του Καίσαρα κατά του Βελαουνόδουνου και, γνωρίζοντας ότι η πόλη ήταν καλά οχυρωμένη, πίστευαν ότι θα είχαν τον χρόνο να ετοιμαστούν. Δύο μέρες όμως αργότερα αντίκρυσαν με τρόμο τις ρωμαϊκές λεγεώνες να στρατοπεδεύουν εμπρός από την πόλη τους, το Κέναβο.

Έντρομοι οι κάτοικοι αποφάσισαν να φύγουν τη νύχτα από τη νότια πύλη, η οποία συνδεόταν με μεγάλη γέφυρα επί του Λείγηρα ποταμού.

Ο Καίσαρ όμως είχε προνοήσει και για αυτό το ενδεχόμενο και είχε διατάξει δύο λεγεώνες του να βρίσκονται υπό τα όπλα όλη τη νύχτα. Παράλληλα είχε αποστείλει ανιχνευτές γύρω από την πόλη.

Έτσι, όταν κατά τη διάρκεια της νύχτας οι Γαλάτες επιχείρησαν να φύγουν, ο Καίσαρ διέταξε επίθεση των έτοιμων λεγεώνων του και κατέλαβε την πόλη, την οποία και λεηλάτησε και κατέκαψε, για παραδειγματισμό.

Στο μεταξύ, ο Βερκιγγετόριξ είχε πληροφορηθεί τις κινήσεις του αντιπάλου του. Αναγκάστηκε λοιπόν να εγκαταλείψει την πολιορκία του οχυρού των Βοίων και να στραφεί με όλες του τις δυνάμεις κατά του ασυγκράτητου Καίσαρα. Ο τελευταίος, μετά την κατάληψη και του Κενάβου, εστράφη κατά της πόλης των Βιτουρίγων Νοβοδούνο.

Οι κάτοικοί της, επί τη εμφανίσει του ρωμαϊκού στρατού έστειλαν πρέσβεις στον Καίσαρα. Μόλις όμως συμφωνήθηκε η παράδοση της πόλης, εμφανίστηκαν οι ιππείς του Βερκιγγετόριξ.

Αμέσως οι κάτοικοι διέκοψαν τις συνομιλίες και επιτέθηκαν στους Ρωμαίους που είχαν εισέλθει σε αυτήν. Αντιδρώντας αστραπιαία, ο Καίσαρ έσπευσε με το ιππικό του κατά των Γαλατών ιππέων. Σε λίγο οι ιππείς του, και ιδιαίτερα οι 400 Γερμανοί «σωματοφύλακές» του, είχαν τρέψει σε φυγή τους Γαλάτες.

Το αποτέλεσμα της μάχης ανάγκασε τους κατοίκους του Νοβόδουνου να συνθηκολογήσουν και να παραδώσουν τους πρωταίτιους της προηγούμενης παρασπονδίας τους στον Καίσαρα.

Έχοντας κυριεύσει τρεις μεγάλες πόλεις σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο της εβδομάδας, ο Καίσαρ είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένος.

Όχι μόνο είχε ανατρέψει τα εις βάρος του δεδομένα αλλά είχε θέσει υπό τον έλεγχό του και εδάφη τα οποία έως τότε παρέμεναν ελεύθερα. Ο δε επόμενος στόχος του ήταν η μεγάλη και πολύ καλά οχυρωμένη πόλη του Αβαρίκου.

Ο Βερκιγγετόριξ στο μεταξύ, ενώπιον τόσων ατυχιών, συγκάλεσε συνέλευση και των άλλων αρχηγών και τους πρότεινε να υιοθετήσουν την τακτική της καμένης γης.

Η πρότασή του έγινε τελικά δεκτή, έστω και με «κρύα» καρδιά από τους υπόλοιπους, και αμέσως τέθηκε σε εφαρμογή. Περίπου 20 χωριά των Βιτουρίγων πυρπολήθηκαν την ίδια αυτή μέρα από τους Γαλάτες. Το αυτό συνέβη και σε άλλες περιοχές.

Η πόλη όμως του Αβαρίκου αποφασίστηκε να μην καεί. Οι κάτοικοι ήταν έτοιμοι να την υπερασπιστούν, κάτι που φαινόταν εύκολο, αν λαμβανόταν υπόψη και η οχυρή τοποθεσία στην οποία ήταν κτισμένη.

Η πόλη περιτριγυριζόταν από έλη και ποταμούς και η πρόσβαση σε αυτή ήταν δυνατή μόνο από μία κατεύθυνση. Εξάλλου, σε απόσταση 10 χλμ. περίπου από αυτήν είχε στρατοπεδεύσει και ένα τμήμα της στρατιάς του Βερκιγγετόριξ. Λίγο αργότερα αφίχθη και η στρατιά του Καίσαρα.

Βλέποντας τη φυσική οχύρωση της πόλης, ο Καίσαρ διέταξε την κατασκευή προχώματος στη μόνη προσπελάσιμη πλευρά. Όταν αυτό ολοκληρώθηκε, τοποθέτησε επί του προχώματος πολιορκητικές μηχανές.

Η πολιορκία όμως δεν ήταν δυνατό να καταστεί ασφυκτική, από τη στιγμή που οι Ρωμαίοι δεν ήταν σε θέση, λόγω του εδάφους, να αποκλείσουν πλήρως την πόλη. Εξάλλου υπήρχε και ο Βερκιγγετόριξ, οι άνδρες του οποίου επιτίθεντο συνεχώς κατά των Ρωμαίων, μόλις αυτοί ξεμάκραιναν από το στρατόπεδό τους αναζητώντας μάταια τροφή. Σταδιακά το ρωμαϊκό στρατόπεδο άρχισε να υποφέρει από έλλειψη τροφίμων, και όλα έδειχναν ότι ο Καίσαρας δεν θα ήταν σε θέση να παρατείνει για καιρό την πολιορκία.

Στην κρίσιμη αυτή στιγμή όμως μίλησε η καρτερικότητα και η πειθαρχία των Ρωμαίων στρατιωτών, αλλά και η διπλωματικότητα του Καίσαρα. Ο στρατηγός προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κρατήσει υψηλό το φρόνημα των πεινασμένων του ανδρών. Τους μιλούσε, συμμεριζόταν την ταλαιπωρία τους και τους εμψύχωνε.

Ελλείψεις τροφίμων όμως άρχισε να έχει και ο στρατός του Βερκιγγετόριξ. Για να τις αντιμετωπίσει, ο Γαλάτης αρχηγός αποφάσισε να μετακινήσει το στρατόπεδο του πλησιέστερα στην πόλη, σε μια πιο εύφορη περιοχή.

Αποφάσισε επίσης να στήσει ενέδρα σε ένα σημείο από το οποίο υπολόγιζε ότι θα περνούσαν την επομένη ρωμαϊκά αποσπάσματα αναζητώντας τρόφιμα. Ο Καίσαρ όμως είχε πληροφορηθεί από αιχμαλώτους τις προθέσεις του αντιπάλου του και αποφάσισε να τον προλάβει.

Αλλά και ο Βερκιγγετόριξ είχε ανιχνευτές και μέσω αυτών ενημερώθηκε εγκαίρως για τον ερχομό των Ρωμαίων. Έτσι πρόλαβε να εξασφαλίσει τις αποσκευές του στρατού στα παρακείμενα δάση και να διατάξει το πεζικό του να λάβει θέση σε έναν γήλοφο, περικλειόμενο από έλη. Ο ίδιος με το ιππικό αποσύρθηκε από εκεί, αφού έτσι και αλλιώς δεν μπορούσε, εντός των ελών, να συνδράμει τους δικούς του.

Ο Καίσαρ έφτασε νωρίς το πρωί απέναντι από τη θέση αυτή. Αντελήφθη πόσο δύσκολη θα ήταν η απόπειρα εκπόρθησής της και διέταξε την επιστροφή του στρατού στο στρατόπεδο, παρά τους γογγυσμούς των ανδρών οι οποίοι επιθυμούσαν να εμπλακούν με τους Γαλάτες και να τους εκδικηθούν για τις υφιστάμενες ταλαιπωρίες.

Ωστόσο, η αποχώρηση του Βερκιγγετόριξ προκάλεσε εκνευρισμό στους Γαλάτες, οι οποίοι δεν δίστασαν να τον κατηγορήσουν ακόμα και για προδότη. Με τέχνασμα πάντως εκείνος κέρδισε και πάλι την εμπιστοσύνη τους και διέταξε την αποστολή 10.000 στρατιωτών στο Αβαρίκο. Αυτοί θα ενίσχυαν τη φρουρά απέναντι στους εξαντλημένους  Ρωμαίους. Και πράγματι οι Ρωμαίοι είχαν πολύ άσχημα παγιδευτεί.

Οι πολιορκημένοι Γαλάτες αντιμετώπιζαν με θάρρος και ευστροφία κάθε τέχνασμα και μηχανή που έριχναν οι Ρωμαίοι στην επίθεση. Διεξήγαγαν δε και αιφνιδιαστικές εξόδους και κατέστρεφαν τις πολεμικές μηχανές και τα οχυρώματα των Ρωμαίων. Υπό αυτές τις συνθήκες, καθώς είχε εμπλακεί κατά μέτωπο και απειλούμενος από τα νώτα, μόνο ένας άριστα πειθαρχημένος στρατός με άριστη ηγεσία θα μπορούσε να αντεπεξέλθει.

Παρά και τις άθλιες καιρικές συνθήκες και τις συνεχείς και έντονες βροχοπτώσεις, οι Ρωμαίοι άντεξαν και κατόρθωσαν να κατασκευάσουν πρόχωμα πλάτους 100 και ύψους 24 μέτρων.

Τώρα πια μπορούσαν να πολεμούν τους πολιορκημένους από το ίδιο ύψος! Οι Γαλάτες, όμως, ενισχυμένοι και από τους άνδρες του Βερκιγγετόριξ, αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν νυχτερινή έξοδο για να καταστρέψουν το επικίνδυνο πρόχωμα. Αφού πρώτα έσκαψαν υπόνομο κάτω από το πρόχωμα και έβαλαν φωτιά στα ξύλινα υποστηλώματά του, αμέσως επιτέθηκαν με αλαλαγμούς από δύο σημεία. Ο Καίσαρ όμως αγρυπνούσε.

Κατά των επιτιθεμένων έστειλε τις δύο λεγεώνες που πάντα τηρούσε σε επιφυλακή. Παράλληλα, άλλοι άνδρες ασχολούνταν με την κατάσβεση των πυρκαγιών και την προστασία των πολεμικών μηχανών, ενώ οι «πυροβολητές» του θέριζαν με τα μεγάλα βαριά βέλη των οξυβελών καταπελτών τους τις πυκνές γαλατικές μάζες.

Ακολούθησε φρικτή μάχη γύρω από το πρόχωμα, την οποία, όμως, και χάρη στην υποστήριξη του «πυροβολικού» τους, κέρδισαν οι Ρωμαίοι και ανάγκασαν τους Γαλάτες να επιστρέψουν εντός των τειχών, αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς.

Μετά από την αποτυχημένη αυτή απόπειρα, οι πολιορκημένοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Θα έφευγαν νύχτα και θα έβρισκαν καταφύγιο στο στρατόπεδο του Βερκιγγετόριξ.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Το σχέδιό τους προδόθηκε από τους ίδιους. Οι γυναίκες και τα παιδιά τους έκλαιγαν και ικέτευαν τους άνδρες να μην τους εγκαταλείψουν.

Οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι το ρωμαϊκό στρατόπεδο, κι έτσι ο Καίσαρ δεν άργησε να αντιληφθεί περί τίνος επρόκειτο. Ετοίμασε λοιπόν το ιππικό του. Όταν οι Γαλάτες είδαν την επομένη το ρωμαϊκό ιππικό να περιπολεί γύρω από την πόλη, απογοητεύτηκαν και εγκατέλειψαν το σχέδιό τους.

Την ίδια ώρα ο Καίσαρ, βλέποντας τους Γαλάτες στα τείχη απαγοητευμένους και με χαλαρωμένη την προσοχή, έδωσε προσεκτικές οδηγίες για την εξαπόλυση αιφνιδιαστικής επίθεσης, η οποία και διεξήχθη με εξαίρετη ακρίβεια.

Οι λεγεωνάριοι προσέγγισαν τα τείχη σχηματίζοντες χελώνες, την ώρα που άλλοι συνάδελφοί τους πλησίαζαν μέσω προστεγασμένων στοών και μέσω των γεφυρών των πολιορκητικών πύργων.

Παράλληλα, τα βλήματα των καταπελτών θέριζαν τους Γαλάτες υπερασπιστές των τειχών. Σύντομα, η συντονισμένη προσπάθεια των Ρωμαίων απέδωσε, και τα τείχη καταλήφθηκαν.

Οι επιζήσαντες Γαλάτες αποσύρθηκαν στην αγορά της πόλης και, αφού συντάχθηκαν, επιχείρησαν έξοδο.

Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν στην προσπάθειά τους αυτή, και οι λίγοι που κατόρθωσαν να εξέλθουν έπεσαν επάνω στο ρωμαϊκό ιππικό. Οι Ρωμαίοι δεν λυπήθηκαν κανέναν.

Άνδρες, γυναίκες και παιδιά σφαγιάστηκαν από τα ξίφη τους. Από τους 40.000 κατοίκους της πόλης, μόλις 800 γλίτωσαν και κατέφυγαν στον Βερκιγγετόριξ, μεταφέροντάς του την είδηση της καταστροφής.

Η πρώτη ήττα του Καίσαρα 

Μετά και την κατάληψη του Αβάρικου, ο Καίσαρ συνέγειρε τον στρατό του και βάδισε στη χώρα των παλαιών συμμάχων του, Αιδούων. Είχε πια έρθει η άνοιξη, και όλα τώρα φαίνονταν πιο εύκολα. Αφού ανεφοδιάστηκε με τρόφιμα και απέσπασε όρκους πίστης από τους Αιδούους, ο Καίσαρ χώρισε τον στρατό σε δύο τμήματα. Το ένα, τέσσερις λεγεώνες υπό τον Λαβηινό, το έστειλε να πλήξει τους Σένονες και τους Παρισίους.

Το άλλο, έξι λεγεώνες, θα το οδηγούσε ο ίδιος κατά της Γεργοβίας, της πρωτεύουσας του αντιπάλου του Βερκιγγετόριξ. Ο τελευταίος όμως πληροφορήθηκε τις προθέσεις του Καίσαρα και αφού κατέστρεψε τις γέφυρες του ποταμού Ελάβρου (σημερινού Αλιέ, παραποτάμου του Λείγηρα) βάδιζε απέναντι από τον ρωμαϊκό στρατό με σκοπό να του επιτρέψει να γεφυρώσει τον ποταμό και να απειλήσει τη Γεργοβία.

Ο πονηρός όμως Καίσαρ κατόρθωσε και πάλι να ξεγελάσει τον αντίπαλό του. Σε κάποια φάση της πορείας, έκρυψε δύο λεγεώνες του σε ένα μεγάλο δάσος.

Παράλληλα διέταξε τις υπόλοιπες τέσσερις να συνεχίζουν να βαδίζουν δίπλα στην όχθη του ποταμού, με αραιωμένα όμως διαστήματα, ώστε να μην καταλάβει ο αντίπαλος την απουσία του 1/3 του στρατού! Πραγματικά, το τέχνασμα του Καίσαρα πέτυχε απόλυτα.

Οι δύο κρυμμένες λεγεώνες γεφύρωσαν τον ποταμό, πέρασαν απέναντι, κατασκεύασαν οχυρό στρατόπεδο και κατόπιν ειδοποίησαν και τις υπόλοιπες να επιστρέψουν και να περάσουν με ασφάλεια τον ποταμό! Όταν ο Βερκιγγετόριξ αντελήφθη τι είχε συμβεί, ήταν πλέον αργά. Αδυνατώντας να πλήξει το οχυρό ρωμαϊκό στρατόπεδο, προτίμησε να αποσύρει τις δυνάμεις του σε αμυντικό κλοιό γύρω από την πόλη.

Η Γεργοβία ήταν κτισμένη σε φύσει οχυρά θέση, στην κορυφή ενός δύσβατου υψώματος. Η πρόσβαση σε αυτήν ήταν δύσκολη, ακόμα και υπό φυσιολογικές συνθήκες, πόσο μάλλον υπό συνθήκες μάχης.

Αντικρύζοντας για πρώτη φορά την πόλη, ο Καίσαρ απογοητεύτηκε. Κατάλαβε ότι ήταν ουσιαστικά αδύνατο να την καταλάβει με έφοδο. Απέμενε μόνο να την πολιορκήσει. Όφειλε όμως να λάβει υπόψην του και την αμυντική περίμετρο που είχε δημιουργήσει γύρω της ο Βερκιγγετόριξ. Αρχικά ο Καίσαρ κατόρθωσε να εκτοπίσει τους Γαλάτες από έναν επίσης φύσει οχυρό λόφο, απέναντι από την πόλη.

Εγκατέστησε σε αυτόν δύο λεγεώνες και κατασκεύασε ισχυρό στρατόπεδο, το οποίο και συνέδεσε, με οχύρωμα, με το κυρίως στρατόπεδό του στους πρόποδες του λόφου. Από τη θέση αυτή θα μπορούσε να ελέγχει, εν μέρει, τον εφοδιασμό της πόλης. Ωστόσο την ώρα που ο Καίσαρας προωθούσε τις θέσεις του, στη χώρα των Αιδούων ξεσπούσε νέα στάση.

Ο στρατός των Αιδούων που βάδιζε για να ενωθεί με τις δυνάμεις του Καίσαρα, στασίασε και, αφού κατέσφαξε όποιον Ρωμαίο βρήκε μπροστά του, κινήθηκε προς τη Γεργόβια. Ο Καίσαρ όταν πληροφορήθηκε το συμβάν, κίνησε με τέσσερις λεγεώνες εναντίον τους. Τον συνόδευαν και οι αρχηγοί των Αιδούων Επορεδόριξ και Βιριδόμαρος, οι οποίοι είχαν ταχθεί κατά της στάσης. Τελικά, με τη μεσολάβησή τους απεφεύχθη η μάχη και οι Αιδούοι τάχθηκαν υπέρ του Καίσαρα.

Οι πρωταίτιοι της στάσης όμως κατάφεραν να ξεφύγουν και κατέφυγαν στη Γεργόβια.

Εκεί πληροφόρησαν τον Βερκιγγετόριξ για την απουσία του Καίσαρα και των τεσσάρων λεγεώνων από το στρατόπεδο και τον προέτρεψαν να επιτεθεί. Πράγματι, καθώς ο Καίσαρ επέστρεφε με τον στρατό του στο στρατόπεδο το είδε περικυκλωμένο από Γαλάτες, οι οποίοι όμως αποσύρθηκαν σύντομα.

Την επομένη ο Καίσαρ αποφάσισε να παραπλανήσει τους Γαλάτες, να τους οδηγήσει σε ένα στρατηγικής σημασίας αυχένα, για την υπεράσπιση του οποίου θα όφειλαν να πολεμήσουν, ώστε να μείνουν ακάλυπτες οι οχυρώσεις της πόλης. Το σχέδιό του τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή, και ήταν αρχικά επιτυχές. Οι ενεδρεύουσες όμως δυνάμεις του, οι έτοιμες να επιτεθούν στην πόλη, βιάστηκαν να κινηθούν πριν οι Γαλάτες αγκιστρωθούν από τα ρωμαϊκά τμήματα στον αυχένα.

Έτσι οι Γαλάτες πρόλαβαν να επιστρέψουν και να αποκρούσουν τους Ρωμαίους προκαλώντας τους βαριές απώλειες – 46 εκατόνταρχοι και 700 λεγεωνάριοι έπεσαν στη μάχη και πολλοί άλλοι τραυματίστηκαν. Κατόπιν της αποτυχίας αυτής, και λόγω της νέας στάσης των Αιδούων, ο Καίσαρ αποφάσισε τη λύση της πολιορκίας. Ήταν η πρώτη φορά, εδώ και 8 περίπου χρόνια που εγκατέλειπε ηττημένος το πεδίο της μάχης.

Καταλυτική σύγκρουση   

Η αποτυχία της Γεργόβιας δεν απογοήτευσε τον Καίσαρα. Αφού επέπληξε τους άνδρες του για τη βιασύνη τους, στράφηκε και πάλι κατά των Αιδούων. Την ίδια ώρα ο υπαρχηγός του Λαβηινός πολεμούσε και υπέτασσε τους Παρισίους. Ο ρωμαϊκός στρατός κινήθηκε και πάλι ταχύτατα και εισέβαλε στη χώρα των Αιδούων. Οι τελευταίοι, φοβούμενοι την οργή του Καίσαρα, εγκατέλειψαν την πρωτεύουσά τους Βίβρακτα, την οποία και πυρπόλησαν.

Ο Καίσαρ ωστόσο, εκμεταλλευόμενος τον τρόμο των Αιδούων, αποφάσισε πως θα ήταν προτιμότερο να βαδίσει κατά της χώρας των Σενόνων. Την ώρα που ο Καίσαρ βάδιζε κατά των Σενόνων και ο Λαβηινός πολεμούσε τους Παρισίους, οι υπόλοιποι Γαλάτες, πλην των Ρήμων που ήταν πιστοί σύμμαχοι της Ρώμης και των Τρεβήρων, τους οποίους απασχολούσαν οι επιδρομές των Γερμανών, επαναστάστησαν όλοι και τάχθηκαν υπό τις διαταγές του Βερκιγγετόριξ.

Ο νεαρός Γαλάτης αρχηγός είχε πλέον στη διάθεσή του έναν τεράστιο στρατό. Μόνο το ιππικό του αριθμούσε 15.000 άνδρες! Παρ’ όλα αυτά, στις αψιμαχίες που ακολούθησαν, οι άνδρες του Καίσαρα νίκησαν. Τότε ο Βερκιγγετόριξ αποφάσισε να αποσύρει τον στρατό του στην Αλέσια (ή Αλήσια).

Η Αλέσια ήταν πόλη χτισμένη σε έναν λόφο ανάμεσα στις σημερινές πόλεις Ντιζόν και Τονέρ. Τον λόφο της Αλέσια προστάτευαν από τρεις πλευρές δύο ποταμοί. Μπροστά από την πόλη απλωνόταν μια μικρή πεδιάδα μήκους 2.000 περίπου μέτρων και τριγύρω υπήρχαν πολλοί λόφοι. Σε αυτή την οχυρή θέση έταξε τον στρατό του ο Βερκιγγετόριξ. Αμέσως ο Καίσαρ, αντιλαμβανόμενος ότι ήταν αδύνατο να καταληφθεί η πόλη με έφοδο, αν και διέθετε 50.000 άνδρες, αποφάσισε να αρχίσει συστηματική πολιορκία της.

Οι στρατιώτες του κατασκεύασαν αρχικά οχυρό στρατόπεδο και στη συνέχεια περιέζωσαν την πόλη με οχυρωματικά έργα μήκους 8 χλμ. περίπου. Επίσης κατασκευάστηκαν 23 οχυρά επί της πολιορκητικής περιμέτρου με σκοπό να ελέγχουν τους πολιορκημένους. Φυσικά ο Βερκιγγετόριξ αντέδρασε και επιχείρησε με επιδρομές του ιππικού του να παρεμποδίσει τις εργασίες των Ρωμαίων.

Σε μια από αυτές τις εξόδους διεξήχθη πραγματική μάχη, στην οποία όμως και πάλι ο Καίσαρ νίκησε και απώθησε τους Γαλάτες με μεγάλες απώλειες πίσω στα οχυρώματά τους. Μετά την ήττα του, ο Βερκιγγετόριξ αποφάσισε να ζητήσει ενισχύσεις. Έστειλε λοιπόν αγγελιαφόρους σε όλα τα γαλατικά έθνη, ζητώντας τους να σπεύσουν στην Αλέσια και να πλήξουν τον ρωμαϊκό στρατό εκ των νώτων. Ο Βερκιγγετόριξ δεν είχε πράγματι άλλη δυνατότητα. Βρισκόταν αποκλεισμένος με 80.000 στρατιώτες στην Αλέσια διαθέτοντας εφόδια για 30 μόλις μέρες.

Ο Καίσαρ από την πλευρά του αποφάσισε να στενέψει τον κλοιό γύρω από την πόλη, αλλά και να προστατεύσει τα νώτα του. Είχε άλλωστε ήδη πληροφορηθεί, από αυτόμολους και αιχμαλώτους, την αποστολή των αγγελιαφόρων. Διέταξε λοιπόν την κατασκευή μιας πραγματικά εντυπωσιακής οχυρωματικής γραμμής. Επρόκειτο για το απόγειο της μάχης στα οχυρά. Κατασκευάστηκαν δύο σειρές τάφρων, η δεύτερη διπλή, σε απόσταση 300 μέτρων η μια από την άλλη.

Πέρα από την εσωτερική γραμμή των τάφρων, κατασκεύασε χωμάτινα προχώματα, τα οποία ενισχύθηκαν με ξύλινα τείχη και θωράκια.

Επί των προχωμάτων και στο νεκρό έδαφος τοποθετήθηκαν μυτεροί ξύλινοι πάσσαλοι εντός πέντε σειρών τάφρων.

Παράλληλα, σκάφθηκαν οκτώ σειρές λαγούμια, σε κάποια από τα οποία τοποθετήθηκαν επίσης χαμηλοί, μυτεροί, ξύλινοι πάσσαλοι, ενώ σε κάποια άλλα, ξύλινοι πάσσαλοι με σιδερένια άγκιστρα.

Σκοπός του Καίσαρα ήταν να δημιουργήσει μια τέτοιου τύπου οχυρωμένη γραμμή, η οποία θα ήταν απόρθητη από τους Γαλάτες και θα μπορούσε να την υπερσπιστεί ο ελάχιστος αριθμός ανδρών.

Η οχυρωματική ζώνη ήταν περίκλειστη και ικανή να προστατεύσει τον στρατό του Καίσαρα τόσο από τυχόν έξοδο των πολιορκημένων, όσο και από επίθεση των γαλατικών εφεδρειών, η άφιξη των οποίων αναμενόταν.

Και πράγματι οι απεσταλμένοι του Βερκιγγετόριξ είχαν κατορθώσει να συγκεντρώσουν περί τους 150.000 άνδρες. Σύντομα οι άνδρες του Καίσαρα θα αναγκάζονταν να πολεμήσουν με πενταπλάσιους αντιπάλους, πολιορκώντας την Αλέσια και πολιορκούμενοι από τους άλλους Γαλάτες!

Στην Αλέσια όμως η κατάσταση άρχισε να επιδεινώνεται. Το σιτάρι τελείωσε και και η απελευθερωτική δύναμη δεν έλεγε να φανεί. Τότε οι αρχηγοί συγκάλεσαν σύσκεψη στην οποία αποφάσισαν να διαπράξουν κάτι τρομακτικό: για να παρατείνουν την αντίστασή τους εκδίωξαν από την πόλη όλους τους άμαχους και τους ασθενείς, και γενικά όλους τους ανίκανους να φέρουν όπλα! Χιλιάδες γέροντες, γυναίκες και παιδιά συγκεντρώθηκαν ανάμεσα στα τείχη της πόλης και τις ρωμαϊκές οχυρώσεις.

Οι άμοιροι αυτοί σε λίγες μέρες άρχισαν να λιμοκτονούν και γονυπετείς παρακαλούσαν τους Ρωμαίους να τους δεχθούν ως σκλάβους έστω στο στρατόπεδό τους και να τους δώσουν τρόφιμα.

Ο Καίσαρ, παρά τον οίκτο που ένιωθε για αυτούς, όπως ο ίδιος παραδέχεται στα απομνημονεύματά του, απαγόρευσε στους άνδρες του να δεχθούν έστω και έναν Γαλάτη άμαχο εντός του στρατοπέδου. Τα τρόφιμα που διέθετε ο ίδιος ο στρατός του δεν ήταν αρκετά και, σε περίπτωση πολιορκίας του από τη γαλατική στρατιά, η άφιξη της οποίας αναμενόταν, σίγουρα θα αντιμετώπιζε επισιτιστικό πρόβλημα.

Μετά από λίγες μέρες όμως έφτασε επιτέλους η στρατιά της σωτηρίας, επικεφαλής της οποίας ήταν ο παλαιός φίλος του Καίσαρα, ο Κόμμιος. Ο Κόμμιος εγκατέστησε τη στρατιά του σε απόσταση 750 μέτρων από τις ρωμαϊκές οχυρώσεις. Την ίδια ώρα οι πολιορκημένοι στην Αλέσια, μόλις είδαν ότι αφίχθησαν οι συμπατριώτες τους, βγήκαν από τα τείχη και παρατάχθηκαν για μάχη. Αλλά και ο Καίσαρ μοίρασε τον στρατό του και κατέλαβε θέσεις τόσο απέναντι στη στρατά του Κόμμιου, όσο και απέναντι στη στρατιά του Βερκιγγετόριξ.

Παράλληλα όμως διέταξε το ιππικό του να εξέλθει της οχυρωμένης περιοχής και να επιτεθεί στο ιππικό του Κόμμιου. Έτσι ακριβώς και έγινε.

Το ρωμαϊκό ιππικό ενεπλάκη με τους πολύ περισσότερους αντιπάλους του, και για ώρα αντιμετώπισε τις επιθέσεις τους. Όταν άρχισε να κάμπτεται, ο Καίσαρ έριξε στη μάχη τις γερμανικές του ίλες, τις οποίες έως τότε κρατούσε ως εφεδρεία.

Οι Γερμανοί όρμησαν με άγριες κραυγές και αιφνιδίασαν τους Γαλάτες, τρέποντας σε φυγή το ιππικό τους και κατακόπτοντας τους υποστηρίζοντες τους τοξότες.

Η νίκη -μια απίστευτη νίκη- ανήκε στον Καίσαρα. Η στρατιά του Κόμμιου αποσύρθηκε λίγο πιο πίσω και οι άνδρες του Βερκιγγετόριξ επέστρεψαν απογοητευμένοι εντός των τειχών της Αλέσια.

Ο Κόμμιος πάντως επανήλθε την επόμενη νύχτα. Εφοδιασμένοι οι άνδρες του με κλίμακες και μεγάλα ξύλινα προστατευτικά παραπετάσματα, επιτέθηκαν κατά του ρωμαϊκού οχυρού. Οι προφυλακές των Ρωμαίων πιέστηκαν και οπισθοχώρησαν εντός της οχυρωμένης περιοχής. Τότε άρχισαν και τα προβλήματα των Γαλατών. Μόλις εισήλθαν στη ζώνη των τάφρων, οι Γαλάτες έδωσαν με τις σάλπιγγες το σύνθημα στους πολιορκημένους να πραγματοποιήσουν έξοδο.

Οι άνδρες του Κόμμιου παράλληλα κινήθηκαν και αφού πέρασαν με απώλειες τις τάφρους έπεσαν στους πασσάλους και τις παγίδες. Αφήνοντας πίσω τους νεκρούς και άσχημα πληγωμένους συντρόφους τους, οι άνδρες του Κόμμιου συνέχισαν την προέλασή τους, ώσπου έφτασαν στην κύρια αμυντική γραμμή των Ρωμαίων. Εκεί όμως τα όνειρά τους συνετρίβησαν. Τα βλήματα των οξυβελών καταπελτών σφύριζαν στον αέρα σκορπώντας τον θάνατο σε ολόκληρους ζυγούς Γαλατών. Τα βαριά ρωμαϊκά ακόντια διατρυπούσαν με ευκολία τις ασπίδες των πολεμιστών. Μεγάλοι λίθοι και ξύλινοι δοκοί έπεφταν πάνω τους, σε κάθε απόπειρά τους να προσεγγίσουν τα οχυρώματα και να στήσουν τις κλίμακές τους.

Μέσα σε αυτή την κόλαση οι Γαλάτες πολεμιστές δεν άντεξαν. Υποχώρησαν άτακτα, υφιστάμενοι και νέες απώλειες από τις παγίδες του Καίσαρα. Στο μεταξύ στο άλλο άκρο της οχυρωμένης περιοχής, οι άνδρες του Βερκιγγετόριξ είχαν καθυστερήσει τόσο πολύ να διασχίσουν τη ζώνη των τάφρων και των παγίδων, ώστε όταν έφτασαν εμπρός από την κύρια οχυρωματική γραμμή, οι υπό τον Κόμμιο διοικούμενοι είχαν ήδη υποχωρήσει.

Οι δε Ρωμαίοι, έχοντας αποκρούσει τον Κόμμιο, έσπευσαν τώρα μαζικά στην άλλη πλευρά των οχυρώσεων. Στη θέα των πλήρως επανδρωμένων οχυρωμάτων και έχοντας πληροφορηθεί την ήττα του Κόμμιου, ο Βερκιγγετόριξ με βαριά καρδιά έδωσε το σήμα της υποχώρησης. Η προνοητικότητα του Καίσαρα είχε και πάλι νικήσει. Έχοντας αποτύχει δύο φορές να διασπάσουν τις ρωμαϊκές οχυρώσεις και έχοντας υποστεί σημαντικές απώλειες, οι Γαλάτες αποφάσισαν να εφαρμόσουν έμμεση στρατηγική, πλήτοντας τα περιφερειακά ρωμαϊκά οχυρά.

Ως πρώτο στόχο επέλεξαν ένα οχυρό, σε κακή θέση, κατασκευασμένο επί ενός λόφου, στο οποίο ο Καίσαρ είχε τάξει ως φρουρά δύο λεγεώνες. Εναντίον αυτού του οχυρού επιτέθηκαν 60.000 Γαλάτες. Παράλληλα επιτέθηκαν μαζικά και οι υπόλοιποι και από τις δύο πλευρές των οχυρώσεων.

Ο Καίσαρ ήδη αντιμετώπιζε τη μεγαλύτερη έως τότε κρίση. Οι άνδρες του πολεμούσαν γενναία σε όλο το μήκος της αμυντικής περιμέτρου και των λοιπών έργων εκστρατείας, αλλά οι εχθροί ήταν πολλοί και άρχισαν να τους πιέζουν εξαιρετικά σοβαρά. Ο Καίσαρ όμως αγρυπνούσε. Είχε ήδη συγκροτήσει ένα εφεδρικό σώμα με το οποίο αυτός και ο Λαβηινός έσπευδαν στα απειλούμενα σημεία. Ιδιαίτερα πιέστηκε ο τομέας στον οποίο επιτίθεντο ο Βερκιγγετόριξ και οι υπ’ αυτόν.

Με αφάνταστο ηρωισμό, και παρά τα εχθρικά βλήματα που θέριζαν, οι Γαλάτες πολεμιστές πλησίασαν στην κύρια αμυντική γραμμή των Ρωμαίων και με άγκιστρα άρχισαν να αποκολλούν τα θωράκια από τους πύργους και τους ξύλινους πασσάλους από το χώμα. Την κρισιμότερη στιγμή, την ώρα που οι Γαλάτες, έχοντας ανοίξει ρήγμα στις οχυρώσεις, ετοιμάζονταν να εισβάλουν στο ρωμαϊκό στρατόπεδο, έφτασε στο σημείο εκείνο ο Καίσαρ με τις εφεδρικές κοόρτεις.

Οι άνδρες του τον αναγνώρισαν από τον βαρύτιμο μανδύα του, και το ηθικό τους αναπτερώθηκε.

Ακολούθησε επική μάχη. Με τα βούκινα να ηχούν, οι Γαλάτες όρμησαν, ψάλλοντας άγρια πολεμικά εμβατήρια, εντός του ρήγματος. Εκεί όμως τους περίμεναν οι λεγεωνάριοι.

Οι καλύτερα εκπαιδευμένοι, οπλισμένοι και θωρακισμένοι λεγεωνάριοι, οι οποίοι υπερέβαλαν ωστόσο εαυτόν για να συγκρατήσουν το πλήθος των πολεμίων. Οι αντίπαλοι στρατιώτες ενεπλάκησαν σε φονική σώμα με σώμα σύγκρουση με ιδιαίτερο μίσος. Σε λίγο το έδαφος είχε αλλάξει χρώμα.

Πατώντας στη ματωμένη λάσπη, γλιστρώντας πάνω σε ανθρώπινες σάρκες, σε κομμένα χέρια και σε ξεσκισμένα κορμιά, οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι πισωγύρισαν το γαλατικό κύμα, το έθραυσαν. Με το κεφάλι σκυμμένο, ο Βερκιγγετόριξ δεν είχε άλλη επιλογή. Διέταξε υποχώρηση.

Ο Καίσαρ όμως δεν σκόπευε να αφήσει τους Γαλάτες να φύγουν ανενόχλητοι. Μόλις είδε ότι κλονίζονταν και υποχωρούσαν, διέταξε το ιππικό του να εξέλθει από μια δευτερεύουσα πύλη και να τους πλαγιοκοπήσει. Αυτό που ακολούθησε δύσκολα μπορεί να περιγραφεί. Δεχόμενοι στο πλευρό την έφοδο του ρωμαϊκού ιππικού, πιεζόμενοι κατά μέτωπο από τους λεγεωναρίους και εμποδιζόμενοι από τις παγίδες και τις τάφρους, οι δύσμοιροι Γαλάτες αφανίστηκαν.

Σώματα ολόκληρα σφαγιάστηκαν μέχρι ενός. Ο τόπος όλος είχε γεμίσει από άψυχα σώματα, φρικτά ακρωτηριασμένα, και από πληγωμένους, που, χωρίς μέλη πολλοί από αυτούς, εκλιπαρούσαν τους συντρόφους τους να τους σκοτώσουν, καθώς οι ίδιοι δεν είχαν πια χέρια για να αυτοκτονήσουν. Όταν τελείωσε η σφαγή, οι Ρωμαίοι, αποκαμωμένοι και καταματωμένοι, ήταν οι μόνοι όρθιοι στο πεδίο της μάχης.

Τουλάχιστον 40.000 Γαλάτες σφαγιάστηκαν εκείνη την ημέρα ενώπιον των ακατάβλητων οχυρών του Καίσαρα. Η μεγάλη κρίση είχε περάσει.

Μέσα στην κατήφεια και τον θρήνο που επικρατούσε στο γαλατικό στρατόπεδο, μόνο ο γενναίος Βερκιγγετόριξ διατηρούσε την ψυχραιμία του.

Η συντριπτική ήττα που υπέστησαν οι δυνάμεις του στην καταραμένη τελευταία μάχη τον έπεισε ότι δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας. Με τον στρατό του συντετριμμένο, με τα τρόφιμα λιγοστά, με τους αμάχους να πεθαίνουν από την πείνα, ο Βερκιγγετόριξ, ως πραγματικός ηγέτης, ανέλαβε τις ευθύνες του και ζήτησε συνθηκολόγηση.

Όταν οι πρότασή του έγινε δεκτή, παρουσιάστηκε και ο ίδιος ενώπιον του Καίσαρα για να παραδοθεί. Η σκηνή της παράδοσής του έχει περάσει στην Ιστορία. Περιέκλειε όλο το ψυχικό μεγαλείο και την υπερηφάνια του νικημένου πρίγκιπα, που προσπάθησε ως το τέλος για την ελευθερία της πατρίδας του. Με βήμα αργό, σχεδόν τελετουργικό, ο Βερκιγγετόριξ πλησίασε τον Καίσαρα, που και αυτός τον περίμενε σιωπηλός και μαγεμένος από το μεγαλείο της στιγμής.

Όταν έφτασε μπροστά στον νικητή, ο γενναίος Αρβέρνιος έριξε τα τιμημένα όπλα του στα πόδια του Καίσαρα και γονάτισε εμπρός του. Ο ίδιος είχε νικηθεί, ο λαός του, όμως, χάρη στην πράξη του αυτή, θα ζούσε. Θα θεραπευόταν από τις πληγές του πολέμου και θα ανέκαμπτε.

Αργότερα, ο φυλακισμένος στη Ρώμη Βερκιγγετόριξ εκτελέστηκε και μάλιστα με τρόπο ατιμωτικό: στραγγαλίστηκε. Κατά πάσα πιθανότητα, την εκτέλεσή του διέταξε ο Καίσαρ, αν και το σημείο αυτό δεν είναι εξακριβωμένο.

Η δολοφονία του, όμως, αν και πολιτικά ορθή, στιγμάτισε ανεξίτηλα την ένδοξη ιστορία του μεγάλου στρατηλάτη Γάιου Ιούλιου Καίσαρα. 

Η νίκη στη Αλέσια υπήρξε το αποφασιστικό σημείο των Γαλατικών Πολέμων, των ήδη διαρκούντων τότε έξι έτη. Ωστόσο, ο Καίσαρ θα χρειαζόταν άλλα τρία χρόνια για να υποτάξει εντελώς τη Γαλατία.

Το 49 π.Χ. όμως ο Καίσαρ ήταν σε θέση να δηλώσει με υπερηφάνεια πως ήταν ο κατακτητής της Γαλατίας, της χώρας που θα έμενε υπό ρωμαϊκή διοίκηση έως και τον 5ο αιώνα μ.Χ.

Εξετάζοντας τα γεγονότα των Γαλατικών Πολέμων, μπορούμε να καταλήξουμε σε χρήσιμα συμπεράσματα. Πρώτα από όλα, αξίζει να αποτίσουμε φόρο τιμής στο θάρρος και τη γενναιότηα των αντιμαχόμενων. Δεύτερον, μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι την τελική νίκη δεν την πέτυχε μόνο ο καλύτερα διοικούμενος στρατός, αλλά και ο καλύτερα εκπαιδευμένος. Και είναι πράγματι γεγονός ότι η σχέση μεταξύ του ηγέτη και του απλού στρατιώτη του είναι σχέση απόλυτης αλληλεξάρτησης.

Γιατί και ο ηγέτης φαίνεται κατώτερος αν διοικεί κατώτερους άνδρες, αλλά και το θάρρος των γενναίων ανδρών ακυρώνεται από τον ανίκανο αρχηγό. Ποιος θα ήταν άραγε ο Καίσαρας χωρίς τους λεγεωνάριούς του και ποιος θα ήταν ο Αλέξανδρος χωρίς τους Μακεδόνες του ή χωρίς τον Κλείτο που του έσωσε τη ζωή και βρήκε τον θάνατο από το χέρι του; Φυσικά στα καθαρά θεωρητικά αυτά ερωτήματα δεν μπορεί κανείς να δώσει απάντηση.

Η Ιστορία έχει γραφτεί και δεν αλλάζει. Και έχει γραφτεί με πολύ συγκεκριμένους όρους. Με τον Καίσαρα να διοικεί τις λεγεώνες του και τον Αλέξανδρο τις φάλαγγές του. Εμείς οι νεότεροι δεν έχουμε παρά να τη μελετήσουμε απλώς, όπως ακριβώς έχει, χωρίς σκόπιμες παραποιήσεις, και να διδαχθούμε από αυτήν.