Κάθε Έλληνας γνωρίζει ότι η Τουρκία διεκδικεί τμήματα του Αρχιπελάγους. Οι κρυφές αλλά και οι φανερές βλέψεις της περιλαμβάνουν θαλάσσιο χώρο, υφαλοκρηπίδα, βραχονησίδες, νησίδες, μικρονήσια, ενδιάμεσες και κύριες νήσους.
Οι προσδιορισμοί των νησιών κάθε μεγέθους γίνονται σύμφωνα με τη στρατιωτική ορολογία και βασίζονται στη γεωγραφική έκταση του νησιού.
Η απειλή κατά των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου κατέστη έκδηλη στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Τότε, με αφορμή τα θερμά επεισόδια στη Κύπρο, η τουρκική πλευρά εκδήλωσε τις «καλές» της προθέσεις για τα νησιά του Αιγαίου.
Έτσι ο Ελληνικός Στρατός αποφάσισε και άρχισε ουσιαστικά και σοβαρά να οργανώνει αμυντικά τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Η άμυνα ενός νησιού έναντι αντιπάλου που εξορμά από περιοχές κοντινότερες από εκείνες από τις οποίες το νησί μπορεί να δεχθεί φίλιες ενισχύσεις είναι ένα πολύ δύσκολο επιχειρησιακό πρόβλημα.
Η εγγύτητα των μικρασιατικών παραλίων με όλη τη σειρά των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου αποτελεί σοβαρό στρατιωτικό πρόβλημα για την ελληνική πλευρά. Εάν σε αυτό προστεθούν η τουρκική αριθμητική υπεροχή και το πλεονέκτημα της τουρκικής Αεροπορίας και του τουρκικού Ναυτικού να επιχειρούν από αεροδρόμια και λιμένες που βρίσκονται σε μικρή απόσταση, τότε το αμυντικό πρόβλημα καθίσταται πράγματι δυσεπίλυτο.
Κάθε στρατιωτικός αναλυτής αλλά και κάθε ανήσυχος μελετητής της νεότερης Ιστορίας αναζητά στην τελευταία ανάλογα παραδείγματα για εξαγωγή συμπερασμάτων.
Οι πλέον πρόσφατες επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα σε ελληνικά νησιά ήταν αυτές των Γερμανών κατά των Δωδεκανήσων το 1943. Αυτό συνέβη όταν οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν με τους συμμάχους και πέρασαν στο αντίπαλο στρατόπεδο, οι δε Βρετανοί, εκμεταλλευόμενοι το κενό εξουσίας, έστειλαν δυνάμεις στα νησιά.
Οι Γερμανοί αντέδρασαν, σχεδίασαν και εκτέλεσαν μια σειρά επιχειρήσεων κατάληψης νησιών κάθε μεγέθους από τα οποία αμύνονταν από κοινού ιταλικές και βρετανικές δυνάμεις. Το μεγαλύτερο νησί κατά του οποίου ενέργησαν οι Γερμανοί από θάλασσα και αέρα ήταν η Κως. Είναι συνεπώς προφανές ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γερμανικό σχέδιο ενέργειας κατά του νησιού αλλά και ο τρόπος που αμύνθηκαν οι ιταλοβρετανικές δυνάμεις.
Ο επιτιθέμενος σε ένα νησί κατευθύνει τις προσπάθειές του κατά των ζωτικών του χώρων, δηλαδή κατά των περιοχών εκείνων που μόλις καταληφθούν καθιστούν αδύνατο για τους αμυνόμενους να κρατήσουν το νησί.
Συνεπώς, συχνά το ζητούμενο είναι ο προσδιορισμός των ζωτικών χώρων κάθε νήσου. Ως τέτοιους, η πολεμική τέχνη καθορίζει λιμένες και αεροδρόμια στα οποία μπορούν να αφιχθούν ενισχύσεις, να αποβιβαστούν βαριά οπλικά συστήματα και όγκος δυνάμεων.
Συνεπώς, όσο ο αμυνόμενος διατηρεί τους ζωτικούς χώρους του νησιού ή κάποιους από αυτούς, μπορεί να δεχθεί ενισχύσεις σε προσωπικό, μέσα και εφόδια. Αν τους χάσει, χάνει και το στρατηγικό πλεονέκτημα της πιθανής χρήσης τους, το οποίο περνά πλέον στον επιτιθέμενο.
Ο τελευταίος με τη σειρά του μπορεί να μεταφέρει απρόσκοπτα στο νησί τις αναγκαίες δυνάμεις και τα μέσα για την ολοκλήρωση της κατάληψής του.
To «σκηνικό»
Ο Σεπτέμβριος του 1943 βρήκε την ηγεσία της Ιταλίας αμφιταλαντευόμενη πριν τη λήψη τελικών αποφάσεων, μετά τις ιδιαίτερα δυσμενείς εξελίξεις για τις δυνάμεις της χώρας σε όλα τα μέτωπα των επιχειρήσεων.
Τα Δωδεκάνησα αποτελούσαν εκείνη την εποχή «ιταλική κτήση στο Αιγαίο», και οι Ιταλοί είχαν εγκατασταθεί σε αυτά από το 1913. Κυβερνήτης και διοικητής του συνόλου των ιταλικών Ενόπλων Δυνάμεων που έδρευαν στα νησιά ήταν ο ναύαρχος Ινίγκο Καμπιόνι.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι είχε επιλεγεί ως στρατιωτικός διοικητής του νησιωτικού συμπλέγματος ανώτατος αξιωματικός του Ναυτικού. Η άμυνα ενός νησιωτικού συμπλέγματος είναι μια συνδυασμένη πολεμική επιχείρηση στην οποία και οι τρεις Κλάδοι των Ενόπλων Δυνάμεων καλούνται να παίξουν σημαντικό ρόλο. Όμως πρωταγωνιστής είναι το ναυτικό, αφού η κύρια απειλή θα προέλθει από τη θάλασσα και εκεί θα πρέπει να επιδιωχθεί η εξουδετέρωση του αντιπάλου πριν αυτός «ακουμπήσει» στις ακτές. Η αναγωγή στα σύγχρονα ελληνικά δεδομένα δείχνει δυστυχώς ακριβώς το αντίθετο.
Ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής για την άμυνα των νήσων του Αιγαίου είναι ο εκάστοτε διοικητής της ΑΣΔΕΝ (Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Εσωτερικού και Νήσων) με βαθμό αντιστράτηγου και προερχόμενος πάντα από το Στρατό Ξηράς. Οι Ιταλοί, εφαρμόζοντας πιστά το δόγμα της άμυνας, οργάνωσαν και εξόπλισαν τα νησιά. Καταρχήν κατασκεύασαν αρκετά πολεμικά αεροδρόμια.
Στη Ρόδο λειτουργούσαν ένα κύριο αεροδρόμιο (Μαριτσά) και δύο βοηθητικά (Γαδουράς, Κατταβιά). Ένα ακόμη κύριο αεροδρόμιο λειτουργούσαν στην Κω (Αντιμάχεια) ενώ είχαν επίσης οργανώσει–κατασκευάσει και ένα πρόχειρο στο Τιγκάκι.
Όλα τα νησιά διέθεταν σοβαρή λιμενική υποδομή, με σημαντικότερη αυτή της Λέρου.
Εκεί, στον όρμο του Λακκίου, κατασκεύασαν από τη δεκαετία του ’20 μια πολύ μεγάλη ναυτική βάση με δυνατότητες ελλιμενισμού–εξυπηρέτησης μεγάλων πλοίων και υποβρυχίων. Οι συγκεκριμένες εγκαταστάσεις διέθεταν αυξημένες δυνατότητες συντήρησης–επισκευής και διασκευής κάθε είδους πλοίου. Συνεπώς η υποδομή που δημιουργήθηκε δεν είχε ως σκοπό μόνο την αμυντική οργάνωση για απόκρουση επίθεσης από τη θάλασσα και τον αέρα, αλλά κυρίως να καταστήσει τα νησιά αυτάρκη από πλευράς υποδομών υποστήριξης ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων.
Οι τελευταίες στάθμευαν στα νησιά για να ελέγχουν τόσο την ευρύτερη θαλάσσια και εναέρια περιοχή των Δωδεκανήσων και του Νοτιοανατολικού Αιγαίου όσο και για να αποτρέπουν εν τη γενέσει της κάθε ενέργεια κατά των νήσων.
Άλλωστε, οι Έλληνες δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι από τη Λέρο εξόρμησε το ιταλικό υποβρύχιο που βύθισε το εύδρομο «Έλλη» στις 15 Αυγούστου του 1940 και ότι ιταλικά και γερμανικά αεροσκάφη εξόρμησαν και από τα αεροδρόμια των Δωδεκανήσων και υποστήριξαν τις αεραποβατικές επιχειρήσεις κατάληψης της Κρήτης το Μάιο του 1941.
Στη Ρόδο, στα μέσα του 1943, από πλευράς ιταλικών δυνάμεων, έδρευε η μεραρχία «Regina». Η Μεραρχία διέθετε τέσσερα Συντάγματα εκ των οποίων τα τρία είχαν αναπτυχθεί στη Ρόδο και το ένα στην Κω. Δυνάμεις μεγέθους τάγματος της ίδιας μεραρχίας είχαν αναπτυχθεί στη Λέρο και την Κάρπαθο. Αποσπάσματα μικρότερου μεγέθους είχαν επίσης αναπτυχθεί στα μικρότερα νησιά του συμπλέγματος.
Το σύνολο των ιταλικών μονάδων που στάθμευαν στα νησιά έφτανε τους 40.000 άντρες και από τους τρεις Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων. Περιλαμβάνονταν και οι άντρες της «Regina» που ήταν οι περισσότεροι, καθώς και προσωπικό μονάδων διοικητικής μέριμνας-εξυπηρέτησης αεροδρομίων και λιμενικών εγκαταστάσεων.
Κύριο πρόβλημα των ιταλικών δυνάμεων στα μέσα του 1943 ήταν το χαμηλό ηθικό των αντρών λόγω της φθίνουσας εξέλιξης των επιχειρήσεων σε όλα τα μέτωπα. Τέλος οι ναυτικές μονάδες (σκάφη επιφανείας και υποβρύχια) καθώς και τα πολεμικά αεροσκάφη είχαν μετασταθμεύσει ή καταστραφεί κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων.
Την κακή κατάσταση των Ιταλών διέγνωσαν έγκαιρα οι Γερμανοί, οι οποίοι, θέλοντας να διατηρήσουν αδιάσπαστη τη νοητή αμυντική θαλάσσια γραμμή Πελοπόννησος-Κάρπαθος-Κρήτη-Ρόδος, μετέφεραν σταδιακά στρατεύματα στη Ρόδο, υπό τα καχύποπτα βλέμματα των πάλαι ποτέ πιστών τους συμμάχων.
Έτσι, το Μάιο του 1943 μεταφέρθηκαν εκεί γερμανικές δυνάμεις αρκετές για να συγκροτήσουν μια νέα μεραρχία, την 440η, με το όνομα «Rhodos». Η ενέργειά τους φανέρωνε προνοητικότητα: στις 8 Σεπτεμβρίου η Ιταλία συνθηκολόγησε, και έτσι τα γερμανικά στρατεύματα στη Ρόδο ανέλαβαν δράση εξουδετερώνοντας την ασθενή ιταλική αντίσταση και έθεσαν υπό τον έλεγχό τους το μεγαλύτερο νησί των Δωδεκανήσων.
Η κατάσταση στα υπόλοιπα νησιά ήταν ρευστή. Οι Ιταλοί έδειχναν ότι επιθυμούσαν (έστω και απρόθυμα) να συνταχθούν στο πλευρό των Συμμάχων και να πολεμήσουν κατά των Γερμανών. Στην Κω είχε την έδρα του το 10ο Σύνταγμα Πεζικού της μεραρχίας «Regina».
Το Σύνταγμα διέθετε το ΙΙ (2ο) και ΙΙΙ (3ο) Τάγμα Πεζικού, τον 252ο Λόχο Αντιαρματικών, το 10ο Λόχο Πολυβόλων Ακτής, τον 403ο Λόχο Πολυβόλων Μελανοχιτώνων, ενισχυμένη μοίρα πεδινού πυροβολικού και ενισχυμένη μοίρα αντιαεροπορικού πυροβολικού, τη 295η Πυροβολαρχία Βαρέων Πολυβόλων των 20 χιλ. και μονάδες υποστήριξης.
Το 1ο Τάγμα του Συντάγματος είχε αναπτυχθεί στη νήσο Λέρο. Από πλευράς αεροπορικών δυνάμεων, στην Κω στάθμευσε η 396η ιταλική Μοίρα Διώξεως με μόλις τέσσερα διαθέσιμα αεροσκάφη. Το σύνολο των ιταλικών δυνάμεων στο νησί έφτανε τους 4.000 άντρες με διοικητή του 10ου Συντάγματος τον συνταγματάρχη Felice Leggio.
Από τη γερμανική πλευρά, στην Κω, στο αεροδρόμιο της Αντιμάχειας, βρισκόταν ένα μικρό αεροπορικό κλιμάκιο δύναμης 10 αντρών.
Οι πρώτοι Βρετανοί έφτασαν στο νησί τη νύχτα 9 προς 10 Σεπτεμβρίου 1943, πέφτοντας με αλεξίπτωτο. Επρόκειτο για τον Λοχαγό Johnson και έναν ασυρματιστή που στάλθηκαν από το Κάιρο. Οι δύο Βρετανοί ήρθαν σε επαφή με τον επικεφαλής των ιταλικών δυνάμεων, συνταγματάρχη Felice Leggio, και τον έπεισαν να συμπαραταχθεί με τους συμμάχους εναντίον των Γερμανών.
Η πρώτη μάχιμη βρετανική δύναμη έφθασε με περιπολικό σκάφος τη νύχτα 12 προς 13 Σεπτεμβρίου και την αποτελούσαν 10 άντρες των Ειδικών Δυνάμεων του Ναυτικού (SBS: Special Boat Service) με επικεφαλής τον ταγματάρχη Sutherland.
Την επόμενη νύχτα ερρίφθη ένας λόχος αλεξιπτωτιστών δύναμης περίπου 120 αντρών.
Επρόκειτο για τον 1ο Λόχο (Α Company) του 1ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών, με επικεφαλής τον διοικητή του τάγματος, αντισυνταγματάρχη Thomas, και τμήμα του επιτελείου του. Η αερομεταφορά πραγματοποιήθηκε με έξι αεροσκάφη τύπου C-47 Dakota. Η ζώνη ρίψης ήταν δύο περίπου χιλιόμετρα νότια της πόλης της Κω, όπου τους αλεξιπτωτιστές ανάμενε ο ταγματάρχης Sutherland για να τους οδηγήσει στο αεροδρόμιο της Αντιμάχειας.
Οι αλεξιπτωτιστές ασφάλισαν το αεροδρόμιο που έμελλε να αποτελέσει στη συνέχεια την κύρια πύλη μεταφοράς ενισχύσεων για τους Βρετανούς. Στις 15 Σεπτεμβρίου αφίχθη ο διοικητής και το επιτελείο του 1ου τάγματος «The Durham Light Infantry». Την ίδια μέρα έφτασε στο νησί ο Βρετανός υποστράτηγος Anderson και ο συνταγματάρχης Kenyon. Ο τελευταίος, μετά τη λήψη οδηγιών, ανέλαβε διοικητής του συνόλου των βρετανικών δυνάμεων στο νησί της Κω. Ο υποστράτηγος Anderson αναχώρησε από την Κω για το Κάιρο στις 18 Σεπτεμβρίου.
Από τις 15 Σεπτεμβρίου μέχρι και τις 2 Οκτωβρίου οι Βρετανοί απέστειλαν στο νησί:
> Την 1η μοίρα αεροσκαφών δίωξης.
> Τη 14η μοίρα αεροσκαφών δίωξης.
> Τη 2901η μοίρα αεροδρομίων της RAF.
> Τη 2990η μοίρα αεροδρομίων της RAF.
> Την 4η αντιαεροπορική πυροβολαρχία.
> Τον 9ο ινδικό λόχο μηχανικού.
Ολόκληρο το τάγμα πεζικού «Durham Light Infantry». Η μονάδα αποτελούνταν από τους 4 Λόχους Τυφεκιοφόρων («A», «B», «C» και «D»), από το Λόχο Διοικήσεως, το Επιτελείο Τάγματος, τη διμοιρία όλμων 3 ιντσών και από μια μηχανοκίνητη διμοιρία ελαφρών ερπυστριοφόρων Bren Carriers.
Οι βρετανικές δυνάμεις ανέπτυξαν συνολικά 25 αντιαεροπορικά πυροβόλα Bofors των 40 χιλ. και 24 αντιαεροπορικά Hispano των 20 χιλ. Τα όπλα αυτά προστάτευαν κυρίως την πόλη της Κω και το αεροδρόμιο της Αντιμάχειας.
Το σύνολο των βρετανικών δυνάμεων έφτανε τους 1.200 περίπου άντρες. Το προσωπικό της RAF ανέρχονταν σε 500 περίπου, ενώ οι υπόλοιποι ανήκαν στη δύναμη του τάγματος πεζικού.
Οι αεροναυτικές επιχειρήσεις
Μετά την ιταλική συνθηκολόγηση, έγινε αντιληπτό από πλευράς Γερμανών ότι οι Βρετανοί θα διεκδικούσαν έντονα τον ευρύτερο χώρο του Νοτιοανατολικού Αιγαίου.
Πράγματι, από τα μέσα Σεπτεμβρίου και μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου του 1943, έλαβαν χώρα σημαντικές αεροναυτικές επιχειρήσεις σε συνδυασμό με άλλες, κατάληψης νήσων, σε μια εκατέρωθεν προσπάθεια ελέγχου του κρίσιμου επιχειρησιακά χώρου.
Η πρώτη απώλεια από πλευράς συμμάχων έμελλε να είναι ελληνική. Στις 14 Σεπτεμβρίου βυθίστηκε από γερμανικό σκάφος το ελληνικό υποβρύχιο «Κατσώνης» στο νότιο Ευβοϊκό κόλπο.
Στις 17 Σεπτεμβρίου, οκτώ βρετανικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη Bristol Beaufighters επιχειρώντας από την Κύπρο προσέβαλαν γερμανική νηοπομπή νότια της Νάξου.
Η νηοπομπή είχε ξεκινήσει από τον Πειραιά, αποτελούμενη από ένα ανθυποβρυχιακό σκάφος συνοδείας και δύο ατμόπλοια, και μετέφερε ενισχύσεις και εφόδια στα Δωδεκάνησα.
Τα αποτελέσματα ήταν η κατάρριψη τριών Bristol Beaufighters από αντιαεροπορικά πυρά, η πρόκληση ζημιών σε άλλα δύο καθώς και η απώλεια ενός γερμανικού υδροπλάνου συνοδείας, τύπου Arado. Την επίθεση ανέλαβε στη συνέχεια το βρετανικό Ναυτικό.
Έτσι, τις πρώτες πρωινές ώρες της 18ης Σεπτεμβρίου, τα γερμανικά σκάφη δέχτηκαν τα πυρά των ιταλικών επάκτιων πυροβόλων της νήσου Αστυπάλαιας, κι έπειτα την επίθεση τριών συμμαχικών αντιτορπιλικών. Συγκεκριμένα, κατά της νηοπομπής επιτέθηκαν τα περιπολούντα βρετανικά αντιτορπιλικά «Faulknor» και «Eclipse» και το ελληνικό «Βασίλισσα Όλγα».
Το αποτέλεσμα ήταν η βύθιση των δύο ατμόπλοιων και σημαντικές ζημιές στο σκάφος συνοδείας, που στη συνέχεια προσάραξε στη βραχονησίδα Γλύνο, δίπλα στην Αστυπάλαια.
Το πλήρωμα δύναμης 131 αντρών αιχμαλωτίστηκε από την εκεί ιταλική φρουρά. Η προσάραξη του σκάφους εκλήφθηκε λανθασμένα από πλευράς Ιταλών ως απόπειρα κατάληψης της Αστυπάλαιας. Έτσι στάλθηκαν τρεις ιταλικές τορπιλάκατοι για αντιμετώπιση πιθανής νέας ενέργειας.
Όμως τα τρία αυτά σκάφη αποτέλεσαν στόχους της γερμανικής Αεροπορίας, με αποτέλεσμα να βυθιστούν δύο από αυτά και το τρίτο να προσαράξει στην Αστυπάλαια.
Στις 23, το βρετανικό «Eclipse» βύθισε νοτιοδυτικά της Ρόδου το υπό γερμανικό έλεγχο εμπορικό σκάφος «Donizetti» που μετέφερε 1.576 Ιταλούς αιχμαλώτους, προκαλώντας εκατόμβη θυμάτων.
Επίσης, συμμαχικά αεροσκάφη προσέβαλαν μια γερμανική τορπιλάκατο, η οποία και προσάραξε, μη δυνάμενη πλέον να χρησιμοποιηθεί. Το ιστορικό αυτής της τορπιλακάτου είναι ενδεικτικό για την τύχη των πολεμικών σκαφών στη Μεσόγειο.
Ο ασφυκτικός έλεγχος των στενών του Γιβραλτάρ από τους Βρετανούς δεν επέτρεψε καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου την είσοδο γερμανικών σκαφών στη Μεσόγειο.
Η δίψα των Γερμανών για απόκτηση σκαφών κάθε τύπου «ικανοποιήθηκε» με την αξιοποίηση λαφύρων πολέμου.
Η συγκεκριμένη γερμανική τορπιλάκατος υπό την επωνυμία «ΤΑ-10» ήταν πρώην ιταλικό σκάφος. Οι Ιταλοί με τη σειρά τους το είχαν πάρει ως λάφυρο μετά την κατάληψη της Γαλλίας το 1940.
Το πλοίο ανήκε στο γαλλικό στόλο της Μεσογείου και έφερε το όνομα «La Pomone». Συνεπώς η γαλλική τορπιλάκατος έμελλε να αλλάξει τρεις φορές εθνικότητα, και τέλος να βυθιστεί ενώ ήταν στα χέρια των Γερμανών, από προσβολή βρετανικών αεροσκαφών. Κάτι ανάλογο συνέβη με το πρώην ελληνικό ναρκαλιευτικό «Στρυμών».
Το πλοίο ως γερμανικό λάφυρο υπό την επωνυμία «US 2101» ήταν αυτό που βύθισε το υποβρύχιο «Κατσώνης» στις 14 Σεπτεμβρίου 1943. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί λίγα χρόνια πριν τη μοίρα των σκαφών αυτών, όταν αποτελούσαν μονάδες του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Η RAF έμελλε να καταγράψει μία ακόμη επιτυχία εκείνη την περίοδο βυθίζοντας το γερμανικό σκάφος «Dithmarschen» που μετέφερε εφόδια στη Κρήτη.
Οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν την εκτεταμένη βρετανική παρουσία στην Κω στις 17 Σεπτεμβρίου, όταν μεταστάθμευσε στο νησί η 7η Νοτιοαφρικανική μοίρα διώξεως με αεροσκάφη Spitfires.
Την ίδια μέρα, ένα γερμανικό αεροσκάφος τύπου Ju-88 εντοπίστηκε πάνω από το νησί, προσβλήθηκε από αντιαεροπορικά πυρά, και στη συνέχεια καταρρίφθηκε από βρετανικό Spitfire που απογειώθηκε από την Αντιμάχεια. Φυσικό επακόλουθο της γερμανικής απώλειας ήταν η εκτεταμένη προσβολή του αεροδρομίου που έλαβε χώρα την επομένη από πέντε αεροσκάφη Me-109G6.
Στο αεροδρόμιο την ώρα της επιδρομής βρίσκονταν αεροσκάφη C-47 Dakota που είχαν φέρει ενισχύσεις και εφόδια.
Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή τριών εξ αυτών, και η πρόκληση ζημιών σε ένα ακόμη, αλλά και οι απώλειες σε προσωπικό (ένας νεκρός, τρεις τραυματίες).
Οι Βρετανοί αντέδρασαν, δύο Spitfires ενεπλάκησαν σε αερομαχία με τα γερμανικά αεροσκάφη, με αποτέλεσμα ισοδύναμες εκατέρωθεν απώλειες. Οι Γερμανοί απώλεσαν δύο Me-109G6, ενώ κατέρριψαν δύο βρετανικά Spitfires.
Στις 19 Σεπτεμβρίου, μία ακόμη γερμανική αεροπορική επιδρομή κατέστρεψε ένα προσγειωμένο C-47 Dakota. Την ίδια μέρα υπήρξε απώλεια ενός ακόμη Spitfire, που έχασε τον έλεγχο μετά από εμπλοκή του με γερμανικό Me-109. Από τις 19 Σεπτεμβρίου άρχισε να καταφθάνει στο νησί κλιμάκιο μηχανικών αεροδρομίων της RAF, το οποίο μπόρεσε σύντομα να δημιουργήσει έναν ακόμη αεροδιάδρομο στη Λάμπη, μια περιοχή επίπεδη, δίπλα στη θάλασσα, που κάποιες φορές μετατρεπόταν σε αλμυρό έλος.
Το τελευταίο 10ήμερο του Σεπτεμβρίου βρήκε τη γερμανική αεροπορία ιδιαίτερα ενισχυμένη, να αριθμεί περί τα 360 αεροσκάφη που επιχειρούσαν από αεροδρόμια του κορμού της κύριας Ελλάδας (Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Μέγαρα, Άργος και Αθήνα), της Κρήτης αλλά και της Ρόδου.
Τη γερμανική αεροπορική πλημμυρίδα προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τα λίγα Spitfires που μεταστάθμευσαν στην Κω και των οποίων ο διαθέσιμος αριθμός λιγόστευε σχεδόν καθημερινά εξαιτίας των συνεχών απωλειών αλλά και της ελλιπούς υποστήριξης, αφού τα αεροδρόμια της Κω βρίσκονταν συνεχώς υπό την πίεση των βομβαρδιστικών της Luftwaffe. Τέλος οι Βρετανοί προσπαθούσαν να εξισορροπήσουν την αεροπορική κατάσταση με πτήσεις βομβαρδιστικών Beaufighters που εξορμούσαν από την Κύπρο.
Στις 27 Σεπτεμβρίου ένα ακόμη Spitfire καταστράφηκε στο έδαφος στο αεροδρόμιο της Αντιμάχειας, ενώ το ίδιο απόγευμα απωλέσθησαν άλλα τρία αεροσκάφη.
Τα δύο καταρρίφθηκαν στην προσπάθεια να ανακόψουν τη γερμανική αεροπορική επιδρομή κατά του αεροδρομίου, ενώ ένα ακόμη Spitfire πραγματοποίησε αναγκαστική προσθαλάσσωση. Οι Γερμανοί με τη σειρά τους φέρονται να απώλεσαν ένα αεροσκάφος Messerschmitt ΒF-109G.
Στις 28 Σεπτεμβρίου έφτασε από την Αίγυπτο μέσω Κύπρου η 14η μοίρα αεροσκαφών διώξεως 8 με επιπλέον Spitfires, για να ενισχύσει την 7η μοίρα, που μέχρι τότε σήκωνε όλο το βάρος των αναχαιτίσεων. Την αμέσως επόμενη ημέρα, τα αεροσκάφη της νέας Μοίρας έλαβαν το βάπτισμα του πυρός.
Συγκεκριμένα η 1η μοίρα αναγκάστηκε να επιχειρεί ολόκληρη την ημέρα αντιμετωπίζοντας κύματα βομβαρδιστικών Junkers JU-88 και Junkers Ju-87 Stuka που συνοδεύονταν από BF 109G. Οι Γερμανοί φέρονται να απώλεσαν ένα Ju-88 και ένα Messerschmitt BF-109G με κέρδος το ότι τέθηκε σε αχρηστία λόγω ζημιών το αεροδρόμιο της Αντιμάχειας και το αεροδρόμιο της Λάμπης. Έτσι, αρκετά από τα Spitfires που βρίσκονταν στον αέρα υποχρεώθηκαν να προσγειωθούν στο Τιγκάκι, του οποίου ο αεροδιάδρομος ήταν απλό ξερό αλμυρό έλος, όπως και της Λάμπης.
Η αχρήστευση του αεροδρομίου της Αντιμάχειας στέρησε την ικανότητα από τους Βρετανούς της μεταφοράς εφοδίων και ενισχύσεων με τα C-47 Dakota, που περιορίστηκαν στη ρίψη εφοδίων με αλεξίπτωτα.
Οι γερμανικές προετοιμασίες
Ο Γερμανός υποστράτηγος Muller, στρατιωτικός διοικητής της 22ης Μεραρχίας Πεζικού με έδρα τη Κρήτη, από την Ε΄ ομάδα Στρατιών έλαβε εντολή στις 23 Σεπτεμβρίου του 1943 να προετοιμαστεί για κατάληψη των νήσων Κω και Λέρου. Η Κως θα αποτελούσε τον πρώτο γερμανικό στόχο. Ως μεταφορικά σκάφη θα χρησιμοποιούνταν πέντε ατμόπλοια, εννέα φορτηγίδες ναυτικού MFPs (Marine Fahrprame) και τρία αποβατικά σκάφη μηχανικού (Pionierstrum Boat). Ως σκάφη συνοδείας θα χρησιμοποιούνταν οι ναρκοθέτιδες «Drache» και «Bulgaria», πέντε ανθυποβρυχιακά και τρία μηχανοκίνητα σκάφη, δύο εξοπλισμένα αλιευτικά, τέσσερα παράκτια περιπολικά και τέσσερα ναρκαλιευτικά.
Η συγκέντρωση των τμημάτων από την Κρήτη που θα συμμετείχαν στην απόβαση πραγματοποιήθηκε την 1η Οκτωβρίου σε δύο σημεία αναχώρησης. Συγκεκριμένα το ΙΙ/16 Τάγμα Γρεναδιέρων (πεζικού) προωθήθηκε και επιβιβάστηκε στο Ηράκλειο.
Το ΙΙ/16 Τάγμα Γρεναδιέρων προωθήθηκε και φορτώθηκε στη Σούδα. Άλλα τμήματα συγκεντρώθηκαν και αναχώρησαν από την περιοχή της Αττικής. Συγκεκριμένα από τον Πειραιά αναχώρησε το ΙΙΙ/440 Τάγμα Γρεναδιέρων, ενώ ο Λόχος Αλεξιπτωτιστών Brandenburg συγκεντρώθηκε στο αεροδρόμιο του Τατοΐου. Η αναχώρηση των τμημάτων με τα θαλάσσια μέσα έγινε το ίδιο βράδυ.
Τις πρωινές ώρες συναντήθηκαν στις Κυκλάδες μεταξύ Πάρου και Νάξου, οι νηοπομπές που είχαν ξεκινήσει από τη Κρήτη και τον Πειραιά αντίστοιχα.
Η πορεία των νηοπομπών υπήρξε σκόπιμα παραπλανητική προκειμένου να εξαπατηθούν οι Βρετανοί. Κάποια από τα πλοία κινήθηκαν προς την Ικαρία, και τα υπόλοιπα προς τη Ρόδο. Πράγματι, οι Βρετανοί στην Κω, παρά την έγκαιρη προειδοποίησή τους από τη RAF, θεώρησαν ότι τα σκάφη μετέφεραν εφόδια και ενισχύσεις στη Ρόδο, και παρέμειναν εν πολλοίς σε κατάσταση σχετικής χαλάρωσης.
Το γερμανικό σχέδιο
Ο Γερμανός υποστράτηγος Muller σχεδίαζε να καταλάβει αιφνιδιαστικά το νησί. Το επιτελείο του επέλεξε τρεις ακτές απόβασης, μία κύρια και δύο δευτερεύουσες.
Η παραλία στην περιοχή Μαρμάρι επιλέχθηκε ως η κύρια ακτή. Εκεί θα αποβιβαζόταν το ΙΙ/65 Τάγμα Γρεναδιέρων, το ΙΙΙ/40 Τάγμα, η 3/22 και η 4/22 πυροβολαρχίες Πυροβολικού Μάχης, η 3/22 πυροβολαρχία Αντιαεροπορικού Πυροβολικού και ο 2/252 Λόχος Μηχανικού.
Το σύνολο αυτών των μονάδων αποτέλεσε την ομάδα μάχης «von Saldern», η οποία πήρε το όνομά της από το όνομα του διοικητή του ΙΙ/6 Τάγματος ταγματάρχη Sylvester von Saldern, που ήταν ο αρχαιότερος αξιωματικός. Για όσους μπορεί να διερωτηθούν γιατί ένας αξιωματικός βαθμού ταγματάρχη τοποθετήθηκε επικεφαλής ομάδας μάχης μονάδων, η απάντηση είναι απλή: ο συνεχής πόλεμος των τεσσάρων ετών είχε υποχρεώσει τους Γερμανούς να αναθέτουν σε στελέχη χαμηλότερων βαθμών καθήκοντα που άρμοζαν σε ανώτερα στελέχη.
Σε αυτό συνέτειναν οι απώλειες των μαχών αλλά και η συνεχής δημιουργία νέων μονάδων, προκειμένου να καλυφθούν οι τρομακτικές επιχειρησιακές ανάγκες. Το ΙΙ/16 Τάγμα Πεζικού μαζί με μια διμοιρία Μηχανικού, υπό την ηγεσία του λοχαγού «Aschoff» θα αποβιβάζονταν στην ανατολική ακτή, στην περιοχή Σίμπετρο.
Τα βαριά όπλα του τάγματος, δηλ. τα αντιαρματικά των 75 χιλ., τα ρυμουλκά και τα ρυμουλκούμενα πυρομαχικών θα αποβιβάζονταν μαζί με την ομάδα «von Saldern» προκειμένου να συνενωθούν με το τάγμα σε δεύτερη φάση. Κάτι τέτοιο σχεδιάστηκε υποχρεωτικά λόγω του δύσβατου εδάφους της ανατολικής ακτής.
Για την εξουδετέρωση του ζωτικού χώρου του αεροδρομίου της Αντιμάχειας σχεδιάστηκε μια συνδυασμένη απόβαση από αέρος και θαλάσσης με τον 15ο Λόχο Αλεξιπτωτιστών του Συντάγματος Brandenburg να αναλαμβάνει την αεραπόβαση, και τον 1ο Λόχο Επάκτιων Κυνηγών του ίδιου Συντάγματος να αναλαμβάνει το από θαλάσσης εγχείρημα. Επικεφαλής των αλεξιπτωτιστών ήταν ο υπολοχαγός Oschatz και των επάκτιων κυνηγών, ο λοχαγός Kuhlmann.
Οι τελευταίοι θα αποβιβάζονταν στον κόλπο του Καμαρίου, ενώ λίγο βορειότερα και νότια του αεροδρομίου της Αντιμάχειας θα έπεφτε λόχος αλεξιπτωτιστών. Ως ώρα απόβασης των τμημάτων είχε οριστεί η 4η πρωινή της 3ης Οκτωβρίου και ως ώρα ρίψης των αλεξιπτωτιστών, η 6η πρωινή.
Σχολιάζοντας το γερμανικό σχέδιο, θα πρέπει να επισημάνουμε την αρτιότητά του. Επιλέχθηκε ως κύρια ακτή απόβασης το Μαρμάρι, το οποίο, λόγω μεγέθους και ομαλού αιγιαλού, επιτρέπει την προσέγγιση σημαντικών αποβατικών δυνάμεων. Η προώθηση των αποβιβαζόμενων στο εγγύς της ακτής έδαφος εξουδετερώνει άμεσα τους δύο κοντινούς αεροδιαδρόμους (Τιγκάκι και Λάμπη). Η δευτερεύουσα ακτή απόβασης ήταν και είναι μη αναμενόμενη.
Οι αποβιβαζόμενοι συναντούν μικρή ή μηδενική αντίσταση, αλλά θα πρέπει να διέλθουν το ορεινό και δύσβατο έδαφος πριν προσεγγίσουν κατοικημένους τόπους και οδικό δίκτυο. Ο αιφνιδιασμός του αντιπάλου θεωρείται βέβαιος, ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα.
Η τρίτη κατεύθυνση, στον κόλπο του Καμαρίου, οδηγούσε σε λίγο χρόνο σε ζωτικό χώρο, αυτόν του αεροδρομίου της Αντιμάχειας. Η επιλογή των Γερμανών για διπλή προσέγγιση από τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, τόσο από τη θάλασσα όσο και από τον αέρα, καθιστά την αντίδραση του αμυνόμενου δύσκολη και απαιτεί επάρκεια προσωπικού και μέσων για την αντιμετώπισή της. Οι παραπάνω διαπιστώσεις οδηγούν αβίαστα στο ερώτημα αν οι ελληνικές δυνάμεις που σταθμεύουν σήμερα στο νησί μπορούν να αντιμετωπίσουν μια ανάλογη επιθετική ενέργεια από δυνάμεις που εξορμούν από τις απέναντι ακτές.
Οι Επιχειρήσεις
Οι βρετανικές χερσαίες δυνάμεις, αποτελούμενες κατά βάση από τα Τάγμα «Durham Light Infantry», είχαν διαταχθεί στο νησί ως εξής:
> Ο 4ος Λόχος («D») του Τάγματος, μαζί με δύο σωλήνες όλμων των 3 ιντσών από τη διμοιρία όλμων του τάγματος και μια ομάδα της διμοιρίας ερπυστριοφόρων carriers αναπτύχθηκαν πέριξ του αεροδρομίου της Αντιμάχειας.
> Ο 3ος Λόχος («C») αναπτύχθηκε μέσα στην πόλη της Κω.
> Η Διμοιρία Αντιαρματικών του Τάγματος ανέλαβε τη φύλαξη του αεροδρομίου της Λάμπης.
> Τέλος ο 1ος και ο 2ος («Α» και «Β»), ο Λόχος Διοικήσεως και το επιτελείο τού Τάγματος αναπτύχθηκαν βόρεια του χωριού Πλατάνι κατά μήκος του κύριου δρόμου που διασχίζει το νησί από τα ανατολικά προς τα δυτικά.
Για τους Ιταλούς δεν υπάρχουν λεπτομερή στοιχεία. Φαίνεται όμως ότι κατά βάση είχαν αναπτυχθεί ως εξής:
> Ο σταθμός διοικήσεως του Συντάγματος βρίσκονταν σε μόνιμες εγκαταστάσεις στο ύψωμα προφήτη Ηλία που βρίσκονταν σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από το κέντρο της παραλίας Μαρμαρίου.
> Δύο λόχοι Πεζικού, δύο πυροβολαρχίες πεδινού πυροβολικού και μια ακόμη αντιαεροπορικού πυροβολικού είχαν αναπτυχθεί πέριξ του αεροδρομίου της Αντιμάχειας.
> Ένας τουλάχιστον λόχος πεζικού είχε αναπτυχθεί στην περιοχή της Κεφάλου στα δυτικά της Κω.
> Το υπόλοιπο του πυροβολικού (δύο πυροβολαρχίες) και δύο λόχοι πεζικού αναπτύχθηκαν στην περιοχή του χωριού Πλατάνι.
Τα πρώτα γερμανικά σκάφη εντοπίστηκαν μεταξύ Κω και Καλύμνου από τα ιταλικά παρατηρητήρια που υπήρχαν στη δεύτερη. Παρ’ όλα αυτά, δεν κατέστη δυνατή η έγκαιρη ενημέρωση των Βρετανών. Δυστυχώς, οι βρετανικές δυνάμεις αντιλήφθηκαν τα τεκταινόμενα μετά την έναρξη της αποβίβασης (και όχι πλέον απόβασης) των τμημάτων του ΙΙ/65 Τάγματος στο Μαρμάρι. Η ουσιαστική ειδοποίηση έγινε και πάλι μέσω των ιταλικών τμημάτων όταν μια ιταλική πυροβολαρχία άρχισε να βάλλει κατά των αποβιβαζόμενων τμημάτων.
Νωρίτερα είχε διαταχθεί η διμοιρία ερπυστριοφόρων Bren Carriers να εκτελέσει αναγνώριση προς το Μαρμάρι, όπου φθάνοντας δέχθηκε δραστικά πυρά από τους ήδη αποβιβασθέντες Γερμανούς. Τα γερμανικά τμήματα προωθήθηκαν γρήγορα προς το εσωτερικό του νησιού και κατέλαβαν το αεροδρόμιο στο Τιγκάκι, όπου συνέβαλαν περί τους 40 Βρετανούς και βρήκαν άθικτα έξι αεροσκάφη Spitfires. Οι Γερμανοί, εκμεταλλευόμενοι την αδράνεια των Βρετανών, προχώρησαν με γοργούς ρυθμούς την αποβίβαση των τμημάτων τους.
Η πρώτη ουσιαστική βρετανική αντίδραση εκδηλώθηκε από αέρος. Μετά το ξημέρωμα τέσσερα Bristol Beaufighters προερχόμενα από την Κύπρο επιχείρησαν να προσβάλλουν τα αποβατικά σκάφη. Όμως η πρόνοια των Γερμανών για τον εξοπλισμό κάθε σκάφους με πολλά αντιαεροπορικά μέσα είχε άμεσα αποτελέσματα. Τα αεροσκάφη «κρατήθηκαν» μακριά και η αποβατική δύναμη παρέμεινε αλώβητη.
Από τις 07:00 το πρωί έκανε εμφανή την παρουσία της και η Luftwaffe παρέχοντας αφενός υποστήριξη στα μαχόμενα χερσαία τμήματα, αφετέρου αεροπορική προστασία από τα αεροσκάφη της RAF. Οι αποστολές των Bristol Beaufighters συνεχίστηκαν καθ’ όλη την ημέρα χωρίς σοβαρά αποτελέσματα επί των γερμανικών σκαφών και τμημάτων. Αντιθέτως, οι Βρετανοί έχασαν συνολικά πέντε αεροσκάφη, ενώ οι Γερμανοί απώλεσαν δύο αεροσκάφη σε αερομαχίες και ένα ακόμη από επίγεια πυρά.
Γύρω στις 06:00, και μετά την επιβεβαίωση από τη διμοιρία ερπυστριοφόρων περί αποβίβασης Γερμανών στο Μαρμάρι, το τάγμα «Durham Light Infantry» άρχισε να αντιδρά. Ο 2ος Λόχος διατάχθηκε να εγκατασταθεί αμυντικά εκατέρωθεν του κυρίου δρομολογίου Αντιμάχεια-Κω, δυτικά του χωριού Πλατάνι. Ο 1ος Λόχος διατάχθηκε να συγκεντρωθεί πίσω από το 2ο Λόχο ως εφεδρεία, ενώ ο Λόχος Διοικήσεως έλαβε εντολή να καλύψει τη ζώνη εδάφους μεταξύ του 2ου Λόχου και της παραλίας. Ο 3ος Λόχος παρέμεινε στην πόλη της Κω, γιατί μη διασταυρωμένες πληροφορίες ανέφεραν περί γερμανικής απόβασης και στην περιοχή του ακρωτηρίου Φωκάς.
Ο διοικητής του τάγματος, αντισυνταγματάρχης Kirby, την κρίσιμη ώρα βρισκόταν νοσηλευόμενος στο νοσοκομείο της πόλης της Κω με μόλυνση στο γόνατο. Αντιλαμβανόμενος τη σοβαρότητα της κατάστασης, έσπευσε στο σταθμό διοικήσεως του Τάγματος και έδωσε τις πρώτες του εντολές αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του υποδιοικητή του. Ακολουθώντας τις εντολές, ο 1ος Λόχος αναπτύχθηκε και αυτός στα βορειοδυτικά της κυρίας οδού μεταξύ του 2ου Λόχου και του Λόχου Διοικήσεως.
Στις 08:00 άρχισε και η αποβίβαση του δεύτερου γερμανικού κύματος στην κύρια ακτή. Συγκεκριμένα, άρχισε να αποβιβάζεται το ΙΙΙ/40 Τάγμα μαζί με βαριά μέσα – τα δικά του, του ΙΙ/65 και του ΙΙ/16 Τάγματος. Η μόνη σημαντική ενέργεια από πλευράς Ιταλών και Βρετανών ήταν τα συνεχή πυρά τών ιταλικών πυροβολαρχιών που ήταν παρατεταγμένες κοντά στο χωριό Πλατάνι. Παράλληλα με την αποβίβαση στη βόρεια ακτή, εξελίχθηκε ομαλά και η αντίστοιχη στη νότια πλευρά του νησιού, δυτικά του ακρωτηρίου Φωκάς.
Το ΙΙ/16 Τάγμα αποβιβάστηκε χωρίς αντίσταση και άρχισε να ανεβαίνει την απότομη πλαγιά του υψώματος.
Γύρω στις 09:00, το Τάγμα έφτασε στην κορυφογραμμή που αποτελεί και το υψηλότερο σημείο του νησιού και ενδείκνυται για παρατήρηση προς κάθε κατεύθυνση. Στη συνέχεια, άρχισε να κατηφορίζει σε διάταξη μάχης προς το Πλατάνι, προκειμένου να «σιγήσει» την ιταλική πυροβολαρχία. Την ίδια ώρα, νότια του αεροδρομίου της Αντιμάχειας παιζόταν η τρίτη πράξη του αποβατικού εγχειρήματος.
Οι επάκτιοι κυνηγοί επέβαιναν στα δικά τους ταχύπλοα σκάφη, ταλαιπωρήθηκαν αρκετά από τη σχετικά ταραγμένη θάλασσα και καθυστέρησαν να αποβιβαστούν κατά δύο ώρες.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην έχουν προωθηθεί στο εσωτερικό της ακτής, όταν άρχισε η ρίψη του 15ου Λόχου Αλεξιπτωτιστών γύρω στις 06:10.
Ο Λόχος αυτός πραγματοποίησε άλμα με μειωμένη δύναμη, αφού δύο μεταγωγικά Junkers Ju-52 επέστρεψαν πίσω λόγω μηχανικών προβλημάτων.
Η ζώνη ρίψης δεν είχε εξασφαλιστεί, και οι αλεξιπτωτιστές δέχτηκαν πυρά πυροβόλων, όλμων και πολυβόλων από τμήματα που ήταν ανεπτυγμένα στην εσωτερική περιοχή του αεροδρομίου της Αντιμάχειας.
Η συνένωση των τμημάτων κατέστη δυνατή γύρω στις 07:00, οπότε και ο αρχαιότερος αξιωματικός, ο λοχαγός Kuhlmann, ανέλαβε τη διοίκηση των δύο λόχων.
Γύρω στις 07:30, ιταλική δύναμη δύο λόχων εξαπέλυσε αντεπίθεση, η οποία όμως αποκρούστηκε από τους εμπειροπόλεμους Γερμανούς.
Ο Kuhlmann, έχοντας διαπιστώσει τη σημαντική ιταλική παρουσία στο νότιο άκρο της Κω στην περιοχή της Κεφάλου εγκατέστησε αμυντικά, για κάλυψη από τα νότια, ένα τμήμα εξοπλισμένο με πολυβόλα και ένα πυροβόλο. Στη συνέχεια, με το υπόλοιπο της δύναμής του προέλασε προς το αεροδρόμιο υπό τα πυρά του αντίπαλου πυροβολικού.
Έτσι 3,5 χιλιόμετρα πριν φτάσει εκεί, εξουδετέρωσε δύο πυροβολαρχίες πεδινού πυροβολικού και μια αντιαεροπορική πυροβολαρχία των 75 χιλ.
Κάνοντας ένα σύντομο απολογισμό των πρώτων ωρών της επιχείρησης, διαπιστώνουμε ότι οι Γερμανοί, περίπου τέσσερις ώρες μετά την έναρξή της, είχαν πετύχει να αποβιβαστούν και στις τρεις ακτές απόβασης αιφνιδιάζοντας τους αντιπάλους τους, αλλά και να προωθηθούν προς το εσωτερικό του νησιού.
Έτσι οι σύμμαχοι όχι μόνο δεν απειλούσαν τα γερμανικά προγεφυρώματα. αλλά βρίσκονταν σε δυσμενή θέση απέναντι σε τμήματα που κινούνταν δραστήρια προς τους αντικειμενικούς τους σκοπούς.
Γύρω στις 09:00, τα πρώτα τμήματα της ομάδας «Von Saldern» κινούμενα με ταχύτητα προσέγγισαν την αμυντική διάταξη των Βρετανών στη ζώνη ευθύνης του 1ου Λόχου.
Την ίδια ώρα, 18 αεροσκάφη της Lufwaffe προσέβαλλαν με σφοδρότητα τις θέσεις του Λόχου σε μια επίδειξη άριστου συντονισμού χερσαίων και αεροπορικών δυνάμεων.
Ο Λόχος δεν άντεξε στην επίθεση των Γερμανών, και, με απώλειες που έφθαναν το 50% της δύναμής του από τις αεροπορικές προσβολές, υποχώρησε περί τα 800 μέτρα προς το Πλατάνι δημιουργώντας ρήγμα στη εσπευσμένη βρετανική αμυντική γραμμή. Οι υποχωρήσαντες Βρετανοί εγκαταστάθηκαν εκ νέου, αμυντικά υποστηριζόμενοι από ιταλικό Λόχο που ήταν ανεπτυγμένος στη περιοχή.
Μετά τον 1ο Λόχο, ήρθε η σειρά του 2ου Λόχου και του Λόχου Διοικήσεως να αναμετρηθούν με τους σκληροτράχηλους Γερμανούς. Ο αντισυνταγματάρχης Kirby διαβλέποντας τη δυσμενή εξέλιξη για το Τάγμα του, μετακίνησε τη διμοιρία αντιαρματικών από τη Λάμπη, και την ανέπτυξε μεταξύ 2ου Λόχου και Λόχου Διοικήσεως, σε μια προσπάθεια να κλείσει το κενό που δημιουργήθηκε.
Η λανθασμένη αναφορά περί εμφάνισης γερμανικών αρμάτων τον οδήγησε επίσης στην εσπευσμένη μετακίνηση τεσσάρων αντιαεροπορικών Bofors των 40 χιλ. από τη Λάμπη, προκειμένου να ταχθούν για να αντιμετωπίσουν τα υποτιθέμενα γερμανικά άρματα, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ρυμουλκά ημιερπυστριοφόρα.
Οι Γερμανοί συνέχιζαν να πιέζουν ασφυκτικά τη βρετανική διάταξη και γύρω στις 14:00, δύο διμοιρίες του 2ου Λόχου διαλύθηκαν, και όσοι από αυτές σώθηκαν οπισθοχώρησαν προς το σταθμό διοικήσεως του Τάγματος. Μισή ώρα αργότερα άρχισε και ο Λόχος Διοικήσεως να οπισθοχωρεί. Την ίδια στιγμή, τα γερμανικά τμήματα του ΙΙ/16 Τάγματος κατηφόριζαν προς το χωριό Πλατάνι για να εξαλείψουν την απειλή του ιταλικού πυροβολικού.
Οι Ιταλοί όμως τους αντιλήφθηκαν, και τους έθεσαν κάτω από τα πυρά των πυροβόλων τους, επιβραδύνοντας σημαντικά την κάθοδό τους στη δύσβατη πλαγιά. Τελικά, οι Γερμανοί προσέγγισαν τις ιταλικές θέσεις στη 13:50 και επιτέθηκαν αναχαιτιζόμενοι από την ισχυρή αντίσταση. Οι αμυνόμενοι Ιταλοί, δυνάμεως δύο λόχων ενεπλάκησαν σε σκληρό αγώνα με σημαντικές απώλειες εκατέρωθεν.
Το προγεφύρωμα στο Μαρμάρι δεν επεκτεινόταν μόνο προς Βορρά αλλά και προς Νότο. Μετά την κατάληψη του σταθμού διοικήσεως των Ιταλών στο ύψωμα 211, οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν το χωριό Πυλί, και ο υποστράτηγος Muller έδωσε εντολή γύρω στη 13:00 να κινηθούν νοτιότερα για συνένωση με την ομάδα «Kuhlmann». Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκε το ΙΙΙ/440 Τάγμα με δύο λόχους του (9ος–11ος).
Στο νότιο τομέα, οι δύο λόχοι του Συντάγματος Brandenburg περιέσφιξαν τις βρετανικές δυνάμεις του αεροδρομίου της Αντιμάχειας.
Για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησαν και τα καταληφθέντα ιταλικά αντιαεροπορικά πυροβόλα των 75 χιλ. υποχρεώνοντας τους χειριστές τους να βάλλουν κατά των πρώην συμμάχων τους. Έτσι στις 17:30, πιεζόμενος, ο 4ος Λόχος του Τάγματος «Durham Light Infantry» άρχισε να οπισθοχωρεί έχοντας απωλέσει και την επαφή με τη διοίκηση του Τάγματος.
Οι Γερμανοί κατόρθωσαν λίγο μετά τις 18:00 να καταλάβουν το αεροδρόμιο και να συλλάβουν περί τους 30 Βρετανούς αιχμαλώτους. Την ενέργειά τους υποστήριξε και η Luftwaffe.
Το μεγαλύτερο μέρος των Βρετανών υποχώρησε άτακτα προς την Καρδάμαινα. Στο νότιο άκρο του νησιού, το τμήμα κάλυψης που άφησε ο Λοχαγός Kuhlmann κατόρθωσε να αναχαιτίζει συνεχώς τις επιθέσεις από την πλευρά των Ιταλών που ενεργούσαν από την Κέφαλο.
Τις απογευματινές ώρες και τις πρώτες πρωινές η κατάσταση εξελίχθηκε ως εξής:
Οι Γερμανοί στο Πλατάνι κατόρθωσαν το απόγευμα να εξουδετερώσουν τη μία από τις δύο πυροβολαρχίες. Στη συνέχεια, και μετά από σκληρό εναλλασσόμενο αγώνα, πέτυχαν να καταλάβουν και τις θέσεις της δεύτερης γύρω στις 20:30.
Η γερμανική επίθεση κατά της πόλης της Κω κατά μήκος του κύριου οδικού άξονα εξελισσόταν θετικά. Η μεγαλύτερη προώθηση επιτεύχθηκε στον παραλιακό τομέα. Σε αυτό συνέβαλε τόσο η υποστήριξη της Luftwaffe όσο και τα εύστοχα πυρά του γερμανικού πυροβολικού.
Έτσι στις 17:15, ο αντισυνταγματάρχης Kirby, διοικητής του βρετανικού Τάγματος, διέταξε τη περαιτέρω σύμπτυξη των τμημάτων και την εγκατάσταση περιμετρικής άμυνας πέριξ της πόλης της Κω.
Οι λόχοι του εκτέλεσαν την εντολή, πλην του Λόχου «Α» ο οποίος δεν κατέστη δυνατόν να ειδοποιηθεί. Ο λόχος συμπτύχθηκε μόνος του τις πρώτες νυχτερινές ώρες, γύρω στις 19:00, ο διοικητής του τάγματος συγκάλεσε σύσκεψη στην οποία αποφασίστηκε η εκ νέου σύμπτυξη των τμημάτων προς τους λόφους νοτιοανατολικά της πόλης εν αναμονή νέων ενισχύσεων.
Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης, πυρά όλμων τραυμάτισαν όλους του συμμετέχοντες, μεταξύ αυτών και τον αντισυνταγματάρχη Kirby, τον ταγματάρχη διοικητή του Λόχου Διοικήσεως και τον λοχαγό διοικητή του 2ου Λόχου («Β»). Όλοι διακομίστηκαν στο πολιτικό νοσοκομείο της πόλης, ενώ τη διοίκηση του Τάγματος ανέλαβε εκ νέου ο υποδιοικητής ταγματάρχης Vaux.
Η σύμπτυξη των βρετανικών δυνάμεων άρχισε λίγο πριν τα μεσάνυχτα υπό την κάλυψη της διμοιρίας αντιαρματικών του τάγματος καθώς και δύο διμοιριών του 3ου Λόχου («C»). Ο τελικός προορισμός των συμπτυσσόμενων τμημάτων ήταν τα υψώματα στη περιοχή Σύμπετρο.
Το πρωί της επόμενης μέρας βρήκε τους Γερμανούς να επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους σε τρεις κατευθύνσεις: κατάληψη της πόλης της Κω, ευρεία εξασφάλιση του αεροδρομίου της Αντιμάχειας, εξάλειψη της ιταλικής αντίστασης στο νότιο άκρο του νησιού.
Έτσι, στις 08:00 η Lufwaffe επανέλαβε τις προσβολές της με ταυτόχρονη κίνηση των χερσαίων τμημάτων. Περίπου στις 09:00 κατελήφθη η πόλη της Κω και ο αεροδιάδρομος της Λάμπης.
Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και ο νοσηλευόμενος στο νοσοκομείο Βρετανός αντισυνταγματάρχης Kirby, καθώς και ο επικεφαλής των Ιταλών, συνταγματάρχης Leggio.
Στη συνέχεια, το ΙΙ/16 γερμανικό Τάγμα κινήθηκε ανατολικά εκκαθαρίζοντας τις τελευταίες αντιστάσεις. Αξιόλογη αντίσταση προέβαλλαν μόνο κάποιες ιταλικές δυνάμεις κοντά στο ακρωτήρι Φωκάς, ενισχυμένες από τη βρετανική οπισθοφυλακή. Τελικά οι Γερμανοί πέτυχαν μέχρι τις απογευματινές ώρες να εκκαθαρίσουν την ευρύτερη περιοχή στα ανατολικά του νησιού.
Στα νότια του νησιού η προέλαση του ΙΙΙ/440 Τάγματος είχε ως αποτέλεσμα το πρωί της 4ης Οκτωβρίου αυτό να συνενωθεί με τα τμήματα της ομάδας «Kuhlmann» και να τα θέσει υπό τη διοίκησή του.
Στη συνέχεια, ανέθεσε στο Λόχο παράκτιων κυνηγών και στον έναν εκ των δύο Λόχων του ΙΙΙ/440 (9ος Λόχος) να διασφαλίσουν την ευρύτερη περιοχή του αεροδρομίου. Αυτός με το υπόλοιπο τάγμα (11ος Λόχος) και το Λόχο Αλεξιπτωτιστών υποστηριζόμενος από βαρέα όπλα του ΙΙ/16 τάγματος και τη 3/22 πυροβολαρχία αντιαεροπορικού πυροβολικού κατευθύνθηκε προς το χωριό Κέφαλος, όπου δύναμη 200 περίπου Ιταλών συνέχιζε να αντιστέκεται.
Ακολουθώντας, οι ενισχυμένοι Γερμανοί έκαμψαν την ιταλική αντίσταση και περί τις 14:00 εισήλθαν στην Κέφαλο. Στη συνέχεια κινήθηκαν νοτιότερα και εκκαθάρισαν κάθε ιταλική αντίσταση μέχρι τη δύση του ηλίου.
Το λιμανάκι του χωριού Καρδάμαινα παρέμενε το μόνο ακόμη ανοικτό. Από εκεί αναχωρούσαν σταδιακά Βρετανοί με ψαρόβαρκες προς την κατεύθυνση της Τουρκίας. Οι Γερμανοί το αντιλήφθηκαν έγκαιρα και απέστειλαν προς τα εκεί μια μηχανοκίνητη διμοιρία του ΙΙ/65 Τάγματος, με αποτέλεσμα τη σύλληψη αρκετών εκατοντάδων Βρετανών που επιδίωκαν να διαφύγουν.
Στις 6 Οκτωβρίου ο Γερμανός υποστράτηγος Muller απέστειλε το εξής μήνυμα στον προϊστάμενο σχηματισμό, την Ομάδα Στρατιών Ε΄: «Το ‘σκούπισμα’ του νησιού συνεχίζεται. Η μέρα πέρασε ήσυχα.
Ο αριθμός των αιχμαλώτων αυξήθηκε σε 886 Βρετανούς, συμπεριλαμβανομένων 46 αξιωματικών, και 3.000 Ιταλών. 89 Ιταλοί αξιωματικοί τουφεκίστηκαν».
Με αυτόν το σύντομο και κυνικό τρόπο οι Γερμανοί ανακοίνωσαν τη μοίρα που επεφύλαξαν στους αιχμαλώτους Ιταλούς αξιωματικούς. Δεν τους συγχώρεσαν ποτέ το ότι πέρασαν στο αντίπαλο στρατόπεδο και πολέμησαν εναντίον τους. Τελικός απολογισμός της μάχης: 3.145 Ιταλοί και 1.388 Βρετανοί αιχμάλωτοι.
Ως λάφυρα περιήλθαν στα χέρια των Γερμανών 40 πυροβόλα διαφόρων τύπων, 16 αντιαεροπορικά πυροβόλα, 1 αποβατικό σκάφος, 12 επίτακτα ψαροκάικα, 1 επίτακτο γιοτ, 11 αεροσκάφη, 5.000 τεμάχια φορητού οπλισμού και μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών, τροφίμων και καυσίμων.
Οι γερμανικές απώλειες ανέρχονταν σε 14 ή 15 νεκρούς και τουλάχιστον 70 τραυματίες. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν και οι 5 νεκροί και 18 τραυματίες από τις επιχειρήσεις στη θάλασσα της 3ης Οκτωβρίου.
Η μοίρα της Κω κρίθηκε το πρωινό της 3ης Οκτωβρίου.
Χρειάστηκαν μόλις 48 ώρες για να εξαλειφθεί κάθε βρετανο-ιταλική αντίσταση και το νησί να περιέλθει πλήρως στα γερμανικά χέρια. Είναι προφανές ότι οι γεωγραφικές περιοχές που χρησιμοποιήθηκαν κατά την επιχείρηση κατάληψης διαθέτουν σήμερα ιδιαίτερη επιχειρησιακή αξία.
Η περιοχή της κύριας απόβασης στο Μαρμάρι αξιολογείται και στην εποχή μας ως κρίσιμη κύρια ακτή απόβασης.
Οι πρόχειροι αεροδιάδρομοι στο Τιγκάκι και τη Λάμπη και το αεροδρόμιο της Αντιμάχειας μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν ως περιοχές ρίψης αλεξιπτωτιστών ή χώροι προσγείωσης κυμάτων ελικοπτέρων.
Ευχή όλων μας, η γερμανική αποβατική επιχείρηση κατά της Κω να έχει μελετηθεί ενδελεχώς από τους Έλληνες στρατιωτικούς, ώστε τα λάθη που έκαναν οι Ιταλοί και οι Βρετανοί να μην επαναληφθούν στο μέλλον από τους Έλληνες.
Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.
Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com
Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.