Η μικρή αυστριακή στρατιά του αρχιδούκα Αλβέρτου κατάφερε να σταματήσει τους τριπλάσιους Ιταλούς και να βγει νικήτρια στην άγρια μάχη της Κουστόζα.
Η Αυστρία ήταν η μεγάλη ηττημένη του πολέμου του 1859, εναντίον Γάλλων και Ιταλών. Το βασίλειο του Πεδεμόντιου, με τη συνεργασία και του μεγάλου επαναστάτη Γκαριμπάλντι, κατάφερε να υποτάξει το βασίλειο των Δύο Σικελιών, που εκτεινόταν στην κεντρική και νότια Ιταλία και να περιορίσει το παπικό κράτος.
Έτσι, σχεδόν ενοποιημένη, η Ιταλία άρχισε να διεκδικεί και τα λοιπά αυστροκρατούμενα εδάφη –περιοχή Μάντουας και Βενετίας– αλλά και μέρος του αυστριακού Τιρόλο.
Το 1864, η Αυστρία μαζί με την Πρωσία και άλλα γερμανικά κράτη πολέμησαν κατά της Δανίας για την κατοχή του Σλέσβιχ και του Χόλσταϊν. Μετά τη νίκη τους, τα δύο μεγάλα γερμανικά κράτη μοίρασαν τα εδαφικά τους κέρδη. Η Πρωσία, όμως, υπό την καθοδήγηση του Ότο φον Μπίσμαρκ, άρχισε να διεκδικεί την κατοχή και των δύο δουκάτων (Σλέσβιχ και Χόλσταϊν), επιδιώκοντας παράλληλα να ενοποιήσει τη Γερμανία, υπό το σκήπτρο της Πρωσίας. Την εποχή εκείνη η Γερμανία παρέμενε ένα χαλαρό σύνολο λίγων δεκάδων δουκάτων, βασιλείων και εκλεκτοράτων. Μοιραία, οι δύο μεγάλες γερμανικές δυνάμεις βρέθηκαν αντιμέτωπες.
Η Αυστρία προσπάθησε με διπλωματικούς ελιγμούς να αποφύγει τον πόλεμο, αλλά ο Μπίσμαρκ αποδείχθηκε καλύτερος διπλωμάτης και οδήγησε την κατάσταση εκεί που επιθυμούσε, δηλαδή στην αναπόφευκτη σύγκρουση. Παράλληλα, για να πιέσει την Αυστρία στο μαλακό της υπογάστριο, συμμάχησε με την Ιταλία, η οποία βρισκόταν στη φάση της ενοποίησής της και διεκδικούσε τα αυστροκρατούμενα ιταλικά εδάφη, αλλά και μέρος του αυστριακού Τιρόλο.
Παρ’ όλα αυτά, η Ιταλία άργησε να κηρύξει τον πόλεμο στην Αυστρία, περιμένοντας να δει ποια θα ήταν η εξέλιξη των επιχειρήσεων στο βόρειο μέτωπο. Μετά τις πρώτες πρωσικές επιτυχίες, οι δισταγμοί του Ιταλού βασιλιά Βίκτορος-Εμμανουήλ Β’ και των συμβούλων του κάμφθηκαν τελικά, και στις 20 Ιουνίου 1866 η Ιταλία κήρυξε επίσημα τον πόλεμο στην Αυστρία.
Δυνάμεις και σχέδια
Οι ευρωπαϊκοί Στρατοί, στα μέσα της δεκαετίας του 1860, βρίσκονταν σε ένα μεταβατικό στάδιο. Στην Πρωσία και στη Γαλλία οι μελέτες για τον επανεξοπλισμό του πεζικού με σύγχρονα οπισθογεμή τυφέκια, είχαν προχωρήσει αρκετά. Οι Πρώσοι πεζοί έλαβαν μέρος στον πόλεμο κατά της Αυστρίας το 1866 οπλισμένοι με το πρώτο χρηστικό οπισθογεμές τυφέκιο, το περίφημο βελονοφόρο Dreyse, διαθέτοντας έτσι δραματικό πλεονέκτημα έναντι των οπλισμένων με μουσκέτα ραβδωτής κάννης Αυστριακών. Το Dreyse είχε δραστικό βεληνεκές 600 μ. και ταχυβολία 10-12 βολές ανά λεπτό.
Οι Αυστριακοί, μετά την ήττα τους το 1859 από τους Γάλλους και τους Πεδεμόντιους, παρέμειναν πιστοί στα αξιόπιστα εμπροσθογεμή τυφέκια ραβδωτής κάννης Lorentz. Τα όπλα αυτά είχαν δραστικό βεληνεκές περίπου 300 μ. και μπορούσαν να βάλλουν, σε συνεχή ρυθμό, τρεις βολές ανά λεπτό.
Ωστόσο, η αυστριακή διοίκηση δεν ανησυχούσε, αφού το τακτικό δόγμα του αυστριακού πεζικού δεν βασιζόταν στην ανταλλαγή πυρών, αλλά στην ορμητική έφοδο με τη λόγχη. Η τακτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα εκατόμβες θυμάτων μετά τις συμπλοκές με τους Πρώσους. Απέναντι στους Ιταλούς όμως είχε πιθανότητες επιτυχίας, αφού και αυτοί ήταν εξοπλισμένοι με εμπροσθογεμή μουσκέτα ραβδωτής κάννης -εξέλιξη των γαλλικών Mignie- αντίστοιχων δυνατοτήτων με τα αυστριακά, ενώ και οι Ιταλοί είχαν υιοθετήσει το επιθετικό δόγμα που με επιτυχία εφάρμοσαν στον πόλεμο του 1859.
Το αυστριακό πεζικό θεωρητικά διακρινόταν σε τρεις κατηγορίες: στο πεζικό της γραμμής, στο πεζικό Οροφυλακής (Grenzer) και στους Ακροβολιστές Κυνηγούς (Jagers). Το πεζικό της γραμμής ήταν οργανωμένο σε συντάγματα με 3-4 τάγματα έκαστο, όπως και οι Grenzers, οι οποίοι πολεμούσαν πλέον ως κοινό πεζικό γραμμής, και η διαφοροποίηση με το λοιπό πεζικό υπήρχε μόνο για λόγους παράδοσης.
Οι Κυνηγοί παραδοσιακά αποτελούσαν επίλεκτο τμήμα. Συνήθως, ένα τάγμα κυνηγών διατίθετο σε κάθε μεραρχία πεζικού. Ήταν οπλισμένοι με εμπροσθογεμή τυφέκια ραβδωτής κάννης, μεγαλύτερης ακρίβειας αυτών του απλού πεζικού.
Ήταν εκπαιδευμένοι να πολεμούν σε γραμμή ακροβολισμού, αξιοποιώντας το έδαφος και την παρεχόμενη κάλυψη. Το πεζικό πολεμούσε σε γραμμή δύο ζυγών, με το τάγμα να αναπτύσσεται ανά διλοχία. Με τον τρόπο αυτό το κλασικό τάγμα των έξι λόχων τασσόταν με μέτωπο δύο και βάθος τριών λόχων – βάθος έξι ανδρών. Ο σχηματισμός αυτός προσέδιδε πράγματι βάρος κατά την επίθεση και επέτρεπε την αναπλήρωση των απωλειών.
Το ιππικό επίσης διακρινόταν σε βαρύ και ελαφρύ. Το βαρύ περιλάμβανε τα συντάγματα των θωρακοφόρων –οι οποίοι όμως δεν έφεραν πλέον θώρακα– και των δραγόνων. Στο ελαφρύ ιππικό περιλαμβάνονταν τα συντάγματα των ουσάρων και των ουλάνων (λογχοφόροι) καθώς και πολλά εθελοντικά συντάγματα ελαφρού ιππικού. Οι ιππείς έφεραν κοντόκαννο εμπροσθογεμές τυφέκιο, κυρτή σπάθη και λόγχη, μήκους 2,5 μέτρων – οι λογχοφόροι. Το ιππικό πλέον πολεμούσε με τον αυτό τρόπο. Τασσόταν σε γραμμή δύο ζυγών, ανά επιλαρχία. Συνήθως ένα σύνταγμα διέθετε τρεις επιλαρχίες (έξι ίλες), οι οποίες αναπτύσσονταν ανάλογα με την τακτική κατάσταση. Το πυροβολικό διέθετε πλέον πυροβόλα ραβδωτής κάννης, με μέσο βεληνεκές μάχης της τάξης των 3,5-4 χλμ.
Ο ιταλικός Στρατός ήταν παρόμοια οργανωμένος. Το πεζικό διακρινόταν σε πεζικό της γραμμής, οργανωμένο σε συντάγματα των τριών ταγμάτων και σε ελαφρύ, τους περίφημους Βερσαλιέρους ακροβολιστές. Υπήρχαν συντάγματα γρεναδιέρων και φρουρών, τα οποία όμως δεν διέφεραν σε τίποτα από τα κοινά. Ο οπλισμός τους δε ήταν παρόμοιος αυτού των Αυστριακών, όπως αναφέρθηκε. Τα ίδια ίσχυαν και για το ιππικό και εν μέρει και για το πυροβολικό, το οποίο διέθετε και παλαιότερα λειόκαννα πυροβόλα. Οι δύο αντίπαλοι στρατοί επίσης είχαν και κοινό τακτικό δόγμα, βασιζόμενο στην ορμητική επίθεση.
Ωστόσο, υπήρχαν δύο σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους δύο Στρατούς, στη δεδομένη χρονική στιγμή και στο συγκεκριμένο πολεμικό θέατρο της βορειοανατολικής ιταλικής χερσονήσου. Οι δύο Στρατοί διέφεραν ως προς την αριθμητική τους ισχύ και ως προς την ποιότητά τους. Η ιταλική στρατιά που διατέθηκε για την εισβολή στην αυστροκρατούμενη Λομβαρδία αριθμούσε περίπου 210.000 άνδρες και υποστηριζόταν από 370 πυροβόλα. Η ποιότητα όμως των ανδρών αυτών δεν εγγυόταν την επιτυχία.
Ο ίδιος ο Ιταλός αρχιστράτηγος Αλφόνσο ντε Λα Μαρμόρα παραδεχόταν ότι «από τους 200.000 ετοιμοπόλεμους άνδρες μας μόνο οι μισοί μπορούν να θεωρηθούν στρατιώτες». Οι Ιταλοί στρατιώτες ήταν άσχημα εκπαιδευμένοι και με χαμηλό ηθικό. Μάλιστα, πριν από την κήρυξη του πολέμου πολλοί αυτομόλησαν στους Αυστριακούς, ενημερώνοντάς τους για την επικείμενη επίθεση. Το κλίμα ήταν τόσο άσχημο, που σε μια επιθεώρηση στην Κρεμόνα, στρατιώτες, δημόσια, επέκριναν τον βασιλιά, που τους μιλούσε!
Η κατάσταση περιπλέχθηκε ακόμα περισσότερο για τους Ιταλούς από τη διαμάχη μεταξύ του Λα Μαρμόρα και του στρατηγού Ενρίκο Κιαλντίνι. Ο Λα Μαρμόρα ήταν ευνοούμενος του Ιταλού βασιλιά και ο Κιαλντίνι ευνοούμενος του σώματος των αξιωματικών και των Πρώσων συμμάχων. Οι δύο Ιταλοί στρατηγοί διαφωνούσαν ως προς το σχέδιο επίθεσης. Ο Λα Μαρμόρα επέμενε ότι θα έπρεπε να εξαπολυθεί η κύρια επίθεση βόρεια, ανάμεσα στη λίμνη Γκάρντα και τη Μάντοβα, στην κοιλάδα του ποταμού Μίντσιο, με αντιπερισπαστική επίθεση στο νότιο μέτωπο, στην κοιλάδα του Πάδου. Ο Κιαλντίνι επέμενε ότι ήταν προτιμότερο να εξαπολυθεί η κύρια επίθεση στον τομέα του Πάδου και η δευτερεύουσα στον Μίντσιο.
Η αδυναμία κατάρτισης σχεδίου δράσης υποχρέωσε τον Ιταλό βασιλιά να επέμβει για να συμβιβάσει τα διεστώτα. Η λύση στην οποία τελικά κατέληξε δεν ήταν παρά ένας αξιοκατάκριτος συμβιβασμός. Η κύρια επίθεση θα εξαπολυόταν στο μέτωπο του Μίντσιο, με τρία σώματα Στρατού, δύναμης 127.00 ανδρών, με 272 πυροβόλα. Οι υπόλοιπες δυνάμεις θα συγκροτούσαν τη Στρατιά του Πάδου, υπό τον Κιαλντίνι, και θα δρούσαν, ουσιαστικά ανεξάρτητα, στο μέτωπο του Πάδου. Η λύση που δόθηκε ήταν η χειρότερη δυνατή, αφού στερούσε από τον ιταλικό Στρατό την ενότητα της διοίκησης, αλλά και μέρος του αριθμητικού του πλεονεκτήματος, στο οποίο κυρίως στηριζόταν για την επιτυχία.
Την ανώτατη διοίκηση δε ανέλαβε ο ίδιος ο βασιλιάς, ο οποίος έδωσε επίσης εντολή στον Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι, τον γνωστό Ιταλό πατριώτη, να συγκροτήσει και ένα σώμα 20.000 ερυθροχιτώνων.
Στην άλλη πλευρά, ο αρχιδούκας Αλβέρτος μπορούσε να παρατάξει 75.000 άνδρες και 168 πυροβόλα στο πεδίο της μάχης, απέναντι στους Ιταλούς. Λίγες ακόμα δυνάμεις που διέθετε ήταν υποχρεωμένος να τις διαθέσει για τη φρούρηση πόλεων και οχυρών. Τελικά, η στρατιά του συγκροτήθηκε από τρία σώματα Στρατού (5ο, 7ο και 9ο), μία ανεξάρτητη μεραρχία πεζικού, συγκροτημένη εκ των ενόντων με φρουριακά τάγματα, και μία ελαφρά ταξιαρχία ιππικού.
Κάθε μεραρχία διέθετε δύο ταξιαρχίες πεζικού και ένα τάγμα κυνηγών. Κάθε ταξιαρχία πεζικού παρέτασσε δύο συντάγματα πεζικού των τριών ταγμάτων. Δηλαδή κάθε μεραρχία διέθετε 13 τάγματα. Την ίδια ακριβώς σύνθεση είχαν και οι ιταλικές μεραρχίες.
Το ιταλικό σχέδιο μάχης, όπως αναφέρθηκε, προέβλεπε την ταυτόχρονη εισβολή των δύο ιταλικών στρατιών, αυτής του Μίντσιο και αυτής του Πάδου, στα αυστριακά εδάφη, την κατάληψη της εύφορης κοιλάδας μεταξύ των ποταμών Αδίγη, Πάδου και Μίντσιο, που διαρρέουν την περιοχή και τη συνένωσή τους στη Βερόνα, το σημείο-κλειδί της όλης περιοχής.
Αντίθετα, ο αρχιδούκας Αλβέρτος, με τη μικρή του στρατιά, αποφάσισε να αναπτυχθεί στην περιοχή από την Πεσιέρα –δίπλα στη λίμνη Γκάρντα– μέχρι το τρίγωνο των χωριών Κουστόζα, Σομακαμπάνα και Σάντα Λουκία, νοτιοδυτικά της Βερόνα, με στόχο να καλύψει την στρατηγικής σημασίας πόλη-βάση επιχειρήσεών του.
Από εκεί θα εφάρμοζε τον κλασικό ελιγμό επί εσωτερικών γραμμών, καλυπτόμενος από τη μια ιταλική στρατιά με ελαφρές προκαλυπτικές δυνάμεις –ένα μόνο σύνταγμα πεζικού!- και συγκεντρώνοντας τον όγκο του εναντίον της άλλης.
Ο Αλβέρτος αποφάσισε να συγκεντρωθεί βόρεια, στον Μίντσιο, απέναντι στην ισχυρότερη ιταλική στρατιά, αντί να επιχειρήσει να αναμετρηθεί με τη λιγότερο ισχυρή στρατιά του Κιαλντίνι. Η απόφασή του στηριζόταν στο γεγονός ότι στο μέτωπο του Πάδου μπορούσε να παραχωρήσει έδαφος, ενώ στο μέτωπο του Μίντσιο, όχι, γιατί απλούστατα από τον Μίντσιο ο Λα Μαρμόρα μπορούσε να φτάσει σε μια μέρα στη Βερόνα.
Έτσι ο Αυστριακός διοικητής αποφάσισε να αντιμετωπίσει την ισχυρότερη εκ των δύο εχθρικών στρατιών. Αποφάσισε μάλιστα να μην την αντιμετωπίσει επί της όχθης του ποταμού, όπως ίσως θα φαινόταν λογικό, αλλά να αφήσει τους Ιταλούς να περάσουν τον ποταμό και να υπερκεράσει την αριστερή τους πτέρυγα, με στόχο να αποκόψει την οδό υποχώρησης της ιταλικής στρατιάς και να την καταστρέψει.
Το σχέδιο ήταν αρκετά φιλόδοξο και δύσκολο να εφαρμοστεί, με δεδομένη την απόλυτη αριθμητική υπεροχή των Ιταλών. Μαζί με τον επιτελάρχη του, τον στρατηγό Φραντς Γιον, διέταξε τους τρεις σωματάρχες του, τον στρατηγό Τζόζεφ Μάριτσιτς του 7ου ΣΣ, τον Ερνστ Χάρτουνγκ του 9ου ΣΣ και τον Γκάμπριελ Ρόντιτς του 5ου ΣΣ, να κινηθούν άμεσα προς την τοποθεσία που αναφερόταν στη διαταγή. Το δεξιό της αυστριακής παράταξης θα κάλυπτε η Ανεξάρτητη Μεραρχία (ΑΜ) και το αριστερό, η Ταξιαρχία Ιππικού (ΤΙ) του στρατηγού Πουλτς.
Στις 23 Ιουνίου, η ιταλική στρατιά του Λα Μαρμόρα άρχισε να διαβαίνει τον Μίντσιο. Το 1ο ΣΣ υπό τον στρατηγό Τζιάκομο Ντουράντο διέσχισε τον ποταμό μεταξύ Πεσιέρα και Βαλέτζιο, με διαταγή να κινηθεί βόρεια και να καταλάβει τα υψώματα βορειοανατολικά της Κουστόζα και της Σομακαμπάνα. Νοτιότερα, άρχισαν να διασχίζουν τον ποταμό και τα άλλα δύο ΣΣ της στρατιάς και η μεραρχία ιππικού. Το πρόβλημα ήταν ότι υπήρχαν μόνο τρεις γέφυρες επί του Μίντσιο, συν άλλες δύο που κατασκεύασε το ιταλικό μηχανικό. Η διέλευση μιας στρατιάς 127.000 ανδρών, με τα πυροβόλα και τα μεταγωγικά τους, από πέντε μόλις γέφυρες προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, χάος. Ο Λα Μαρμόρα διανυκτέρευσε την 23η προς την 24η Ιουνίου στη δυτική όχθη του ποταμού.
Ο Ιταλός στρατηγός ξύπνησε στις 04.00 της 24ης Ιουνίου και διέσχισε τον ποταμό, μόνο και μόνο, για να βρεθεί και ο ίδιος μέσα σε μια απίστευτη σύγχυση. Στρατιώτες διαφόρων συνταγμάτων, αναμεμειγμένοι, βρίζοντας και χειρονομώντας, προσπαθούσαν να περάσουν απέναντι. Τα μεταγωγικά δύο μεραρχιών του 1ου ΣΣ είχαν «μπλοκάρει» τους δρόμους και τίποτα δεν μπορούσε να κινηθεί. Ο Λα Μαρμόρα παρ’ όλ’ αυτά δεν ανησύχησε. Πίστευε ότι η μέρα που ξημέρωνε, η 24η Ιουνίου, δεν θα τον έφερνε αντιμέτωπο με τους Αυστριακούς.
Ήταν βέβαιος ότι θα είχε την ημέρα αυτή στη διάθεσή του για να περάσει ολόκληρη η στρατιά του τον ποταμό και να αναδιοργανωθεί. Ήταν τόσο βέβαιος δε, που αμέλησε να αποστείλει περιπόλους ιππικού να ανακαλύψουν τις κινήσεις του εχθρού! Κι όμως, ο εχθρός βρισκόταν μόλις 20 χλμ. ανατολικότερα και λάμβανε την τελική διάταξή του.
Το τελικό όμως σφάλμα του υπερφίαλου Ιταλού στρατηγού ήταν ότι διέταξε το 2ο ΣΣ του να αποκλείσει την αυστροκρατούμενη πόλη-φρούριο της Μάντοβας. Με τον τρόπο αυτό, τρεις ιταλικές μεραρχίες θα έμεναν εκτός της κρίσιμης μάχης, έναντι σε έναν στόχο, ο οποίος, αν η αναμενόμενη μάχη έληγε ευνοϊκά, μόνο να παραδοθεί θα μπορούσε.
Τα κανόνια βροντούν
Αντίθετα με τον Λα Μαρμόρα, ο Αλβέρτος είχε αποστείλει τρεις ταξιαρχίες πεζικού του να καταλάβουν τα υψώματα στη Βιλαφράνκα, τη Σομακαμπάνα και την Κουστόζα. Η τοποθεσία είχε επιλεγεί από τον Αλβέρτο ως ο στροφέας της παράταξής του, από όπου θα εξαπέλυε την πλευρική του επίθεση κατά των Ιταλών.
Πριν ξημερώσει η 24η Ιουνίου, οι Αυστριακοί είχαν λάβει τις διατεταγμένες θέσεις και περίμεναν την εμφάνιση του εχθρού. Οι περίπολοι των ακαταπόνητων Ούγγρων ουσάρων ενημέρωσαν την αυστριακή διοίκηση ότι «μια μεγάλη στρατιά πλησιάζει προς τη Βιλαφράνκα».
Οι Ιταλοί πρόλαβαν και κατέλαβαν με τμήματα του 3ου ΣΣ τους την κωμόπολη και άρχισαν να οχυρώνονται εντός, αντί να επιτεθούν και να ανατρέψουν τη μοναδική αυστριακή ταξιαρχία του υποστρατήγου Βεκμπέκερ, που είχαν απέναντί τους. Αντίθετα, ο Αυστριακός υποστράτηγος διέταξε το πυροβολικό του να αναπτυχθεί και να αρχίσει να βομβαρδίζει την κωμόπολη.
Στο άλλο άκρο του μετώπου, η Ανεξάρτητη Μεραρχία του στρατηγού Φρίντριχ Ρούπρεχτ είχε αναλάβει να καλύψει τη δεξιά πτέρυγα της αυστριακής στρατιάς, απέναντι σε δύο πλήρεις ιταλικές μεραρχίες. Η ΑΜ δέχτηκε από τις 06.00 το πρωί την επίθεση της 1ης Μεραρχίας Πεζικού (ΜΠ) του 1ου ΣΣ των Ιταλών, αλλά κράτησε, αν και οι εχθροί ήταν σχεδόν πενταπλάσιοι. Στο μεταξύ, ο Λα Μαρμόρα, αφυπνισμένος από τους ήχους της μάχης, κατάλαβε επιτέλους τις επιδιώξεις του αντιπάλου του και, αντί να κινηθεί βορειοανατολικά προς τη Βερόνα, όπως αρχικά σχεδίαζε, διέταξε το 1ο και το 3ο ΣΣ του να στραφούν προς Βορρά και να επιτεθούν μετωπικά στους Αυστριακούς. Παράλληλα, εκμεταλλευόμενος την υπεροχή του σε αριθμό γενικά και σε ιππικό, θα επιχειρούσε να θραύσει το αυστριακό κέντρο, καταλαμβάνοντας το σημείο στηρίγματος της Σομακαμπάνα, αλλά και τη δεξιά τους πτέρυγα, καταλαμβάνοντας το χωριό Ολιόζι.
Ο ελιγμός ήταν εύκολος στα χαρτιά. Στην πραγματικότητα όμως τα ιταλικά στρατεύματα, ειδικά στο ιταλικό αριστερό, έχασαν πολύτιμο χρόνο, καθώς το χάος στις γέφυρες συνεχιζόταν και καθώς πολλές χιλιάδες ανδρών συνωστίζονταν σε μικρό χώρο. Ο Λα Μαρμόρα ήταν εμφανές ότι δεν είχε σαφείς πληροφορίες για την εχθρική διάταξη. Η Σομακαμπάνα αποτελούσε το σημείο στηρίγματος του αυστριακού αριστερού και όχι του αυστριακού κέντρου, όπως ο Ιταλός στρατηγός πίστευε.
Από την άλλη, ο αρχιδούκας Αλβέρτος, βλέποντας ότι το σχέδιό του για υπερκέραση του ιταλικού αριστερού δεν μπορούσε να ευοδωθεί, αποφάσισε να πλήξει το ιταλικό κέντρο, βασιζόμενος στην πίστη ότι οι δύο πτέρυγές του θα κρατούσαν για αρκετό χρόνο τον αντίπαλο, τόσο όσο χρειαζόταν για να του σπάσει το κέντρο! Επρόκειτο για μια απίστευτη απόφαση, ανάλογη αυτής του στρατάρχη Φος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τις δύο πτέρυγες κυριολεκτικά στον αέρα, ο Αυστριακός αρχιστράτηγος αποφάσιζε να επιτεθεί!
Στις 07.00, ο Ιταλός αρχιστράτηγος αποφάσισε επιτέλους να εκτελέσει προσωπική αναγνώριση. Συνοδευόμενος από μερικούς ιππείς και επιτελείς, ο Λα Μαρμόρα ανέβηκε σε ένα λοφίσκο ύψους 115 μ. Από εκεί είδε με τρόμο, για πρώτη φορά τον εχθρό. Ήταν ολόκληρο το αυστριακό 9ο ΣΣ που βάδιζε εναντίον του κέντρου του, με τις σημαίες ξεδιπλωμένες στον πρωινό καλοκαιρινό αγέρα. Στην Κουστόζα βρισκόταν εκείνη τη στιγμή μόνο μία ιταλική μεραρχία.
Η επέλαση της αυστριακής ελαφράς ταξιαρχίας
Την ώρα που ο Λα Μαρμόρα έντρομος αντίκριζε τις αυστριακές φάλαγγες, άκουσε πίσω του τον ήχο της μάχης! Τι είχε συμβεί; Ο Αλβέρτος είχε καλύψει το αριστερό με την Ταξιαρχία Ιππικού του στρατηγού Πουλτς. Ο Πουλτς είχε στη διάθεσή του μόλις 15 ίλες ελαφρών ιππέων – περίπου 1.600 άνδρες. Απέναντι προήλαυναν δύο ολόκληρες ιταλικές μεραρχίες, μία υπό τη διοίκηση του πρίγκιπα Ουμβέρτου, γιου του Ιταλού βασιλιά και μία υπό τον στρατηγό Μπίξιο. Στη δύναμη αυτή είχε διατεθεί και μια μεραρχία βαρέος ιππικού, η οποία κάλυπτε το πλευρό τους καθώς βάδιζαν προς τη Σομακαμπάνα.
Οι ιταλικές αυτές δυνάμεις άρχισαν να ελίσσονται με σκοπό να επιτεθούν στη Σομακαμπάνα από βορειοανατολικά. Ο Πουλτς δεν σκόπευε να επιτεθεί. Άλλωστε, οι 1.600 άνδρες του δεν μπορούσαν να τα βάλουν με 26.000 Ιταλούς. Ένας συνταγματάρχης του, όμως, ο πολωνικής καταγωγής Τζόζεφ Ροντακόφσκι, επικεφαλής ενός συντάγματος λογχοφόρων, είχε εντελώς αντίθετη άποψη. Ο γενναίος συνταγματάρχης τέθηκε επικεφαλής των τεσσάρων ιλών του και, με κλασικό ναπολεόντειο τρόπο, όρμησε μπροστά.
Οι Ιταλοί, βλέποντας τη μικρή δύναμη των ιππέων, σχημάτισαν τετράγωνο και απέκρουσαν τους Αυστριακούς λογχοφόρους. Ωστόσο, πίσω από τους λογχοφόρους ακολούθησε ο συνταγματάρχης Μπουγιάνοβιτς με 7 ίλες ουσάρων και τέλος ο ίδιος ο Πουλτς με τις υπόλοιπες ίλες.
Η επίθεση αυτή δεν είχε φυσικά καμία πιθανότητα επιτυχίας και στοίχισε στον Πουλτς το 1/3 των ανδρών του. Είχε όμως καταλυτικό αποτέλεσμα στην ιταλική ψυχολογία. Ο πρίγκιπας Ουμβέρτος, ο οποίος εκτελούσε αναγνώριση έφιππος, όταν η μεραρχία του δέχτηκε την επίθεση του αυστριακού ιππικού, παραλίγο να συλληφθεί αιχμάλωτος και μόλις πρόλαβε να κρυφτεί σε ένα από τα τετράγωνα του πεζικού του, πετώντας όπλα, καπέλα κ.λπ. Το τραγελαφικό αυτό θέαμα επηρέασε τους Ιταλούς στρατιώτες.
Ο ίδιος δε ο διοικητής του 3ου ΣΣ Ντε Λα Ρόκα, τρομοκρατημένος και ο ίδιος και πιστεύοντας ότι η παράτολμη επέλαση αποτελούσε προπομπό επικείμενης γενικής αυστριακής επίθεσης εναντίον του, διέταξε το ΣΣ να λάβει θέσεις άμυνας στη Βιλαφράνγκα, απαγορεύοντας την εκδήλωση επίθεσης κατά της Σομακαμπάνα.
Έτσι με τη θυσία 500 περίπου ιππέων σταματήθηκαν 50.000 Ιταλοί (4 μεραρχίες πεζικού και μια ιππικού)! Η επέλαση αυτή της Ταξιαρχίας του Πουλτς έμεινε στην Ιστορία με την ονομασία η «Επέλαση της Αυστριακής Ελαφράς Ταξιαρχίας», σε αντιδιαστολή με την επέλαση της αντίστοιχης βρετανικής στη Μπαλακλάβα. Η απόφαση του Πουλτς και των δύο συνταγματαρχών του, εκ του αποτελέσματος, κρίνεται απολύτως ορθή, με τη συνεργασία φυσικά και των ίδιων των Ιταλών. Είχε δε ως αποτέλεσμα η στρατιά του Αλβέρτου να απολαύσει αριθμητικής υπεροχής, σε ένα πεδίο μάχης όπου βρίσκονταν πολλαπλάσιες των δικών του δυνάμεις!
Κρεσέντο
Καθώς το 3ο ιταλικό ΣΣ αναχαιτιζόταν από 1.600 ιππείς, στο άλλο άκρο του μετώπου, κοντά στο Ολιόζι, η 1η ιταλική ΜΠ τρέπονταν σε άτακτη φυγή! Ο Λα Μαρμόρα είχε διατάξει τον διοικητή της, στρατηγό Ενρίκο Τσεράλε, να κινηθεί παράλληλα με την όχθη του Μίντσιο και να ανατρέψει την αυστριακή ταξιαρχία που κρατούσε το έδαφος βόρεια του Ολιόζι.
Επικεφαλής της ταξιαρχίας αυτής ήταν ο υποστράτηγος Ευγένιος Πίρετ, ένας έμπειρος στρατιώτης, βετεράνος των πολέμων του 1848 και του 1859. Ο Τσεράλε οδηγούσε προσωπικά τη μεραρχία του, αλλά χωρίς αναγνώριση κατάφερε να ρίξει τους άνδρες του μέσα στους αμπελώνες που κάλυπταν την περιοχή.
Ξαφνικά, μέσα από τα χαμηλά αμπέλια, άρχισαν να ξεπροβάλλουν σειρές λευκοφορεμένων ανδρών με τα όπλα τους προτεταμένα. Οι αξιωματικοί έδωσαν τη διαταγή και οι ομοβροντίες άρχισαν να κομματιάζουν τους Ιταλούς από μικρή απόσταση. Ο ίδιος ο Τσεράλε πληγώθηκε και οι άνδρες του άρχισαν να πανικοβάλλονται. Όταν δε άρχισαν να δέχονται τα φονικά πυρά του Τάγματος Κυνηγών της αυστριακής ΑΜ, δεν άργησαν να τραπούν σε άτακτη φυγή. Αμέσως, ο Πίρετ διέταξε τους άνδρες του να σχηματίσουν φάλαγγες εφόδου και να εφορμήσουν κατά των τρομοκρατημένων Ιταλών.
Οι υποχωρούντες Ιταλοί κατέφυγαν στο Ολιόζι, όπου και μερικές μονάδες τους ανασυγκροτήθηκαν και αντέταξαν σκληρή άμυνα. Στο χωριό σημειώθηκαν ίσως οι σφοδρότερες συγκρούσεις της ημέρας, σώμα με σώμα. Τελικά, οι λιγότεροι Αυστριακοί υπερίσχυσαν και καταδίωξαν τους Ιταλούς μέχρι έξω από το Βαλέτζιο, όπου υπήρχε και μια από τις μεγάλες γέφυρες που ένωναν τις δύο όχθες του Μίντσιο.
Ο κίνδυνος ήταν προφανής, και ο Λα Μαρμόρα διέταξε τον διοικητή του 1ου ΣΣ να κρατήσει με κάθε τρόπο τους Αυστριακούς. Παρ’ όλα αυτά, μια ακόμα αυστριακή επίθεση, από την ταξιαρχία του υποστράτηγου Μπάουερ, ανέτρεψε την ιταλική 5η ΜΠ και την υποχρέωσε να υποχωρήσει.
Η ώρα ήταν ήδη 08.00, και η μάχη ήταν εμφανές ότι δεν εξελισσόταν θετικά για τους Ιταλούς. Ο βασιλιάς τους, Βίκτωρ-Εμμανουήλ, βρισκόταν ακόμα στη δυτική όχθη του ποταμού. Ανήσυχος για την εξέλιξη της μάχης, έστειλε τον υπασπιστή του, στρατηγό Πετίτι, να ενημερωθεί για την κατάσταση. Ο Πετίτι σύντομα βρέθηκε ενώπιον μεγάλου αριθμού ανδρών που είχαν πετάξει τα όπλα τους και υποχωρούσαν. Όταν τους ρώτησε τι συνέβαινε απάντησαν: «Ηττηθήκαμε». Αμέσως, η είδηση έφτασε στους άνδρες των μεταγωγικών, στα μετόπισθεν, οι οποίοι ίππευσαν και άρχισαν να φεύγουν, αφήνοντας πίσω τις άμαξες με τα εφόδια! Ο Πετίτι επέστρεψε ύστερα από μισή ώρα στο αρχηγείο του βασιλιά μεταφέροντάς του τα δυσάρεστα νέα.
Παρ’ όλα αυτά, η μάχη δεν είχε ούτε κατά διάνοια κερδηθεί. Καθώς οι αυστριακές δυνάμεις άρχισαν να πιέζουν τους Ιταλούς στο Βαλέτζιο, δημιουργήθηκε ένα κενό στη διάταξή τους, μεταξύ των τμημάτων της ΑΜ και του 5ου ΣΣ. Η κρίση αποσοβήθηκε, πάντως, χάρη στην πρωτοβουλία των κατά τόπους διοικητών. Οι γραμμές πύκνωσαν, και η στρατιά ετοιμάστηκε για την τελική επίθεση.
Ωστόσο, η προκαταρκτική επίθεση που εξαπολύθηκε κατά του ιταλικού δεξιού, δυτικά της Σομακαμπάνα, απέτυχε, με σοβαρές απώλειες. Αν εκείνη τη στιγμή το αδρανές 3ο ιταλικό ΣΣ επιτίθετο κατά της Σομακαμπάνα, η μοναδική αυστριακή ταξιαρχία που κρατούσε το χωριό δύσκολα θα άντεχε στην πίεση και, αν οι Ιταλοί καταλάμβαναν τη Σομακαμπάνα, ολόκληρη η αυστριακή αριστερή πτέρυγα θα κατέρρεε και η μάχη θα χανόταν οριστικά για τους Αυστριακούς. Το ιταλικό 3ο ΣΣ όμως δεν κινήθηκε, τρομοκρατημένο ακόμα από την επέλαση του αυστριακού ιππικού.
Ο Λα Μαρμόρα, μαζί με τον Ιταλό βασιλιά έσπευσαν στη Βιλαφράνκα αναζητώντας τον διοικητή του 3ου ΣΣ Ντε Λα Ρόκα. Όταν τον βρήκαν, προσπάθησαν να τον πείσουν να επιτεθεί. Αυτός όμως απάντησε: «Μεγαλειότατε, η Βιλαφράνκα και όχι η Κουστόζα είναι το κλειδί της νίκης. Θα επιτεθώ μόνο αν μου δώσετε εσείς, απευθείας, τη διαταγή». Ο βασιλιάς κατόπιν τούτου δεν επέμεινε.
Στο μεταξύ, η 3η ΜΠ του 3ου ΣΣ που κρατούσε τα υψώματα βόρεια της Βιλαφράνκα άρχισε να καταρρέει, δεχόμενη τις συνεχείς εφόδους μιας αυστριακής ταξιαρχίας! Η κατάρρευση δεν οφειλόταν σε λόγους πρακτικούς, αλλά σε ηθικούς.
Η διοίκηση της μεραρχίας φάνηκε ανίκανη να επιβάλει το κύρος της, και σύντομα η πλαγία του Μόντε Κρόσε είχε γεμίσει με Ιταλούς στρατιώτες που πετούσαν τα όπλα τους και έφευγαν φωνάζοντας ότι καταδιώκονταν από τους Αυστριακούς λογχοφόρους. Όταν οι λιποτάκτες έφτασαν μπροστά από τον βασιλιά, έβγαλαν τα καπέλα τους, τον χαιρέτησαν με χαμήλωμα της κεφαλής και συνέχισαν να αποχωρούν, αγνοώντας τις φωνές του άτυχου Ιταλού μονάρχη που προσπαθούσε να τους επαναφέρει στο δρόμο του καθήκοντος.
Ο Λα Μαρμόρα κινήθηκε τότε ο ίδιος προς το Μόντε Κρόσε, διατάσσοντας δύο αδρανείς μεραρχίες του 3ου ΣΣ να σπεύσουν προς τα εκεί. Ήταν μάταιο. Ένας μέραρχος, ο στρατηγός Κουτζίας αντί απάντησης έδειξε με το χέρι στον Λα Μαρμόρα τα εφεδρικά τμήματα που είχε αποστείλει και τα οποία τρέπονταν με τη σειρά τους σε φυγή από την 4η συνεχόμενη επίθεση με τη λόγχη της Ταξιαρχίας του Βεκμπέρκ, που αποτελούνταν από σκληροτράχηλους Ούγγρους στρατιώτες. Ο Βέκμπερκ, με περίπου 5.000 άνδρες, κατάφερε να διαλύσει δύο σχεδόν ιταλικές μεραρχίες και να ανοίξει ένα υπέροχο ρήγμα στο ιταλικό δεξιό πλευρό. Ο Λα Μαρμόρα επιχείρησε να κλείσει το ρήγμα ρίχνοντας στη μάχη μια ταξιαρχία γρεναδιέρων που τη διοικούσε ο πρίγκιπας Αμεδέος.
Η ταξιαρχία αυτή αδρανούσε νότια της Κουστόζα, και ο πρίγκιπας γευμάτιζε με την ησυχία του. Ο Λα Μαρμόρα τον διέταξε να κινηθεί αμέσως προς το Μόντε Κρόσε. Ο πρίγκιπας υπάκουσε και, τιθέμενος επικεφαλής, οδήγησε τους άνδρες του. Τότε όμως πληγώθηκε και έπεσε από το άλογό του. Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο: οι άνδρες του πανικοβλήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια. Μαζί τους υποχώρησαν και τα ιταλικά τμήματα που κρατούσαν την Κουστόζα. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός για τους Αυστριακούς.
Το χωριό καταλήφθηκε από την ταξιαρχία του υποστρατήγου Σκούντιερ που αποτελούνταν από Ρουμάνους στρατιώτες (η Αυστρία ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία). Αυτή τη φορά όμως οι Ιταλοί αντέδρασαν δυναμικά και, με αντεπίθεση του επίλεκτου 34ου Συντάγματος Βερσαλιέρων, απώθησαν τους Ρουμάνους του Σκούντιερ και ανακατέλαβαν την Κουστόζα.
Ο Αλβέρτος διέταξε τον Σκούντιερ να αντεπιτεθεί αλλά αυτός υποχώρησε πολύ πιο πίσω, χωρίς να πιέζεται. Στο αυστριακό κέντρο υπήρχαν τώρα μόνο 7 τάγματα, απέναντι σε μια ιταλική μεραρχία. Ο Σκούντιερ, ο οποίος μετά τον πόλεμο δικάστηκε και καταδικάστηκε από στρατοδικείο, παραλίγο να δώριζε τη νίκη στους Ιταλούς.
Η κατάσταση τώρα εμφανίζονταν συγκεχυμένη, σε αμφότερα τα στρατόπεδα. Ο Αλβέρτος κατάφερε να καλύψει το αδύνατο κέντρο του, αλλά οι Ιταλοί κατείχαν πάντα την Κουστόζα. Στο δεξιό του πλευρό τα πράγματα ήταν καλύτερα αν και οι Ιταλοί κατάφεραν τελικά να σχηματίσουν νέα γραμμή άμυνας, στηριγμένη στην όχθη του ποταμού. Επίσης, το ρήγμα που τα τμήματά του είχαν δημιουργήσει στο Μόντε Κρόσε δεν μπορούσε να τύχει εκμετάλλευσης γιατί απλούστατα στην περιοχή υπήρχαν δύο ακόμα άθικτες ιταλικές μεραρχίες πεζικού και μία ιππικού.
Παρ’ όλα αυτά, στο ιταλικό στρατόπεδο, αν και δεν έλειπαν οι δυνατότητες, έλειπε το ηθικό. Ο βασιλιάς Βίκτωρ-Εμμανουήλ πήγε στο Βαλέτζιο όπου και πάλι βρέθηκε ανάμεσα σε χιλιάδες άοπλους άνδρες που απλώς έφευγαν προς τα πίσω. Ο βασιλιάς σε λίγο ακολούθησε το παράδειγμα των ανδρών του και πέρασε και πάλι στη δυτική όχθη του Μίντσιο, αφήνοντας και τυπικά το Στρατό του ακέφαλο. Το έπραξε μάλιστα χωρίς να ενημερώσει τον Λα Μαρμόρα, ο οποίος επί μια ώρα τον αναζητούσε μεταξύ Βαλέτζιο και Βιλαφράνκα.
Κατόπιν τούτου, και το ηθικό του Ιταλού αρχιστρατήγου κατέρρευσε. Φοβούμενος ότι ο αντίπαλος θα κυρίευε τη γέφυρα του Βαλέτζιο και θα παγιδευόταν το 1ο ΣΣ, αποφάσισε να διατάξει γενική υποχώρηση. Πριν όμως προλάβει η διαταγή του να φτάσει στα μαχόμενα τμήματα, αυτά δέχτηκαν την επίθεση των αυστριακών 5ου και 7ου ΣΣ, τα οποία έσπασαν τις ιταλικές γραμμές στη Σάντα Λουκία και την Κουστόζα, αντίστοιχα, και κατέλαβαν τα δύο χωριά, το δεύτερο μετά από σφοδρή μάχη που κράτησε μέχρι τις 17.00.
Ωστόσο οι επιτυχίες αυτές σηματοδότησαν και το ευτυχές για τους Αυστριακούς πέρας της μάχης. Τα υπολείμματα των ιταλικών μονάδων συνέχισαν να υποχωρούν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, καθώς ο Αλβέρτος επέλεξε να μην καταδιώξει τον αντίπαλο.
Στην απόφασή του αυτή κατέληξε λόγω της κόπωσης του Στρατού και του μικρού αριθμού αξιόμαχων ιππέων που διέθετε. Αν και κατακρίθηκε για την απόφασή του αυτή, ήταν γεγονός ότι οι άνδρες του ήταν πράγματι κατάκοποι, όντας όρθιοι για περισσότερες από 16 ώρες, τις 10 από τις οποίες πολεμούσαν και τις υπόλοιπες βάδιζαν.
Οι απώλειες των νικητών ήταν σχετικά ελαφρές – 1.960 νεκροί και εξαφανισμένοι, 3.650 τραυματίες. Οι Ιταλοί είχαν συνολικές απώλειες στη μάχη της τάξης των 8.200 ανδρών. Περισσότεροι δε από 20.000 άνδρες λιποτάκτησαν. Η ήττα της Στρατιάς του Μίντσιο υποχρέωσε και τη Στρατιά του Πάδου να υποχωρήσει.
Οι Ιταλοί είχαν ηττηθεί επώδυνα και επαίσχυντα. Τους έσωσε όμως η μεγάλη νίκη των Πρώσων συμμάχων τους στο Κένιγκγκρατς και, με τη τελική συνθήκη ειρήνης, κέρδισαν την περιοχή της Βενετίας.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και οι ίδιοι δεν μπορούσαν να ξεχάσουν την ντροπή της Κουστόζα. Βρήκαν δε το εξιλαστήριο θύμα στο πρόσωπο του Λα Μαρμόρα, ο οποίος όμως δεν ήταν ούτε πιο ανόητος ούτε πιο ανίκανος από τους λοιπούς Ιταλούς στρατηγούς.