Το 1529 οι Τούρκοι είχαν διαλύσει τους Ούγγρους και είχαν φτάσει μέχρι τη Βιέννη, την οποία και πολιόρκησαν ανεπιτυχώς. Παρ’ όλα αυτά, η τουρκική επιρροή μέχρι τα όρια της αυστριακής πρωτεύουσας ήταν ισχυρή.
Από το 1618 μέχρι το 1648, η Αυστρία -η Αυτοκρατορία των Αψβούργων, για την ακρίβεια- ενεπλάκη στον καταστροφικό Τριακονταετή Πόλεμο, παραμελώντας τα ανατολικά της σύνορα.
Ευτυχώς για τους Αυστριακούς, και οι Τούρκοι ήταν απασχολημένοι εκείνη την περίοδο, πολεμώντας τους Ενετούς για την κατοχή της Κρήτης (1645-69).
Οι Τούρκοι υπέστησαν τεράστιες απώλειες, αλλά τελικά κατάφεραν να κατακτήσουν το νησί, μετά από την επική (25ετή) πολιορκία του Χάνδακα.
Θεμελιωτής της τουρκικής νίκης ήταν ο νέος μεγάλος βεζίρης Αχμέτ Κιοπρουλί (1635-76), ο οποίος διαδέχτηκε στο αξίωμα τον πατέρα του Μεχμέτ το 1661. Η οικογένεια των Κιοπρουλί ήταν αλβανικής καταγωγής. Τα μέλη της όμως κατόρθωσαν να ανέλθουν στην οθωμανική ιεραρχία χάρη στην προσαρμοστικότητα και την ευφυΐα τους.
Ιδιαίτερα ο Αχμέτ έδειξε από πολύ νέος τις ικανότητές του και έγινε μεγάλος βεζίρης (πρωθυπουργός) του σουλτάνου Μωάμεθ Δ’ του κυνηγού, και μάλιστα σε ηλικία μόλις 26 ετών, προωθούμενος βέβαια από τον πατέρα του.
Ο νεαρός Αχμέτ ρίχτηκε αμέσως με ζήλο στο επίπονο έργο της ανασυγκρότησης της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Αχμέτ κατάλαβε ότι το οθωμανικό κράτος είχε φτάσει στα όριά του, και μόνο η κατάκτηση και η εκμετάλλευση νέων χωρών θα του έδινε πνοή ζωής. Ωστόσο, οι ρίζες της οθωμανικής παρακμής ήταν πολύ βαθιές για να καταπολεμηθούν, εφόσον αποτελούσαν και δομικό τμήμα των ίδιων των αρχών λειτουργίας του κράτους.
Η διαφθορά, η αποκέντρωση της εξουσίας και η ενδυνάμωση των τοπικών αρχόντων, είχε άμεση σχέση με την κατάπτωση του Στρατού, των κρατικοδίαιτων Γενίτσαρων και των σπαχήδων μικροφεουδαρχών. Τα δύο αυτά στρατιωτικά σώματα, τα πάλαι ποτέ στηρίγματα του σουλτανικού θρόνου, είχαν εκπέσει δραματικά την περίοδο αυτή.
Οι Γενίτσαροι αποτελούσαν πια κράτος εν κράτει και περιόριζαν τις επιλογές των σουλτάνων. Ο Αχμέτ κατάφερε να εξισορροπήσει τις αντίρροπες δυνάμεις εντός του κράτους και να προσδώσει προσωρινά μια επίφαση ισχύος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όταν ανέλαβε την εξουσία, ο Κρητικός Πόλεμος είχε εξαντλήσει οικονομικά το κράτος. Γι’ αυτό, αποφάσισε να προσαρτήσει και την Τρανσυλβανία στο κράτος. Μέχρι τότε η Τρανσυλβανία ήταν φόρου υποτελές κρατίδιο. Η προσάρτησή της όμως θα άνοιγε νέους δρόμους στους Τούρκους.
Από την άλλη πλευρά του λόφου, ο Αυστριακός αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α’ με την άνοδό του στο θρόνο (1656), παρέλαβε ένα κράτος κυριολεκτικά ρημαγμένο, με κατεστραμμένη οικονομία που είχε χάσει σχεδόν το 30-40% του πληθυσμού του. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ανασυγκρότηση του Στρατού ήταν θέμα μάλλον δευτερεύουσας σημασίας. Ωστόσο, ο Λεοπόλδος είχε την τύχη να έχει στην υπηρεσία του έναν από τους μεγαλύτερους στρατιώτες όλων των εποχών, τον κόμη Ραϊμόνδο Μοντεκουκόλι (1608-80).
Ο ιταλικής καταγωγής Μοντεκουκόλι διακρίθηκε στον Τριακονταετή Πόλεμο, ενώ επίσης πολέμησε στην Ουγγαρία, την Τρανσυλβανία και το Ρήνο κατά των Γάλλων. Το 1664, σε ηλικία 56 ετών βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του, αλλά και της εμπειρίας του. Ο στρατάρχης Μοντεκουκόλι είχε επιτυχώς αναδιοργανώσει τον αυστριακό Στρατό, ο οποίος όμως διέθετε μόλις 10.000 άνδρες.
Φυσικά, σε περίπτωση ανάγκης, μπορούσε να στηριχθεί και στα αυτοκρατορικά στρατεύματα των κρατών της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας – του Ράιχ. Και πάλι όμως η παρατακτέα δύναμη των αυστριακών και των γερμανικών στρατευμάτων μαζί ήταν πολύ μικρή.
Οι αντίπαλοι Στρατοί
Ο οθωμανικός Στρατός διέθετε τρία μεγάλα πλεονεκτήματα, τον τεράστιο αριθμό ανδρών που παρέτασσε, το φανατισμό του και τον ασύλληπτο αριθμό ιππέων που διέθετε. Από την άλλη όμως είχε και σοβαρά μειονεκτήματα. Βασικά, οι οθωμανικοί Στρατοί διέθεταν παράλληλα τακτικά και άτακτα τμήματα, με τα τελευταία να αποτελούν τον όγκο του στρατού.
Τα τακτικά τμήματα περιορίζονταν στα στρατεύματα της Υψηλής Πύλης και στο πυροβολικό. Όλα τα υπόλοιπα τμήματα ήταν άτακτα, με φεουδαρχική οργάνωση. Τα στρατεύματα της Πύλης διακρίνονταν σε πεζοπόρα και σε έφιππα. Στα πρώτα εντάσσονταν τα Ορτά (= συντάγματα) των Γενίτσαρων, καθένα εκ των οποίων είχε κατά μέσο όρο δύναμη 3.000 ανδρών.
Εκείνη την εποχή οι Γενίτσαροι ήταν ομοιόμορφα οπλισμένοι με μακρύκαννα μουσκέτα με σύστημα πυροδότησης με φιτίλι, ανώτερα των ευρωπαϊκών σε βεληνεκές και ακρίβεια βολής. Έφεραν επίσης γιαταγάνια και πελέκια. Η τακτική μάχης τους όμως εξουδετέρωνε το πλεονέκτημα του οπλισμού τους. Οι Γενίτσαροι ακολουθούσαν επιθετική τακτική.
Πλησίαζαν το αντίπαλο πεζικό και αφού έβαλαν εναντίον του από απόσταση περίπου 30 μ., εφορμούσαν με άγριο φανατισμό κραδαίνοντας τα σπαθιά τους. Αν οι αντίπαλοι πεζοί ήταν καλά εκπαιδευμένοι, μπορούσαν να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους, αφήνοντας τους Γενίτσαρους να πλησιάσουν στα 10 μ. Κατόπιν, έβαλλαν μαζικά εναντίον τους και συνήθως τους σάρωναν.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα μουσκέτα με μέσο διαμέτρημα τα 18 χιλ. σε τέτοιες αποστάσεις τεμάχιζαν, με όλη τη σημασία της λέξης, ανθρώπους.
Υπήρχαν πάντως και τμήματα Γενίτσαρων ακροβολιστών, οι οποίοι βασίζονταν στη χρήση πυρών. Στους Γενίτσαρους ήταν ενταγμένοι και οι Σολάκοι, δηλαδή η φρουρά του σουλτάνου. Τα έφιππα τμήματα των Καπικουλού ήταν το μόνο τακτικό ιππικό του οθωμανικού Στρατού.
Οι ιππείς της Πύλης είχαν απεμπολήσει κάθε είδους θωράκιση, δίνοντας έμφαση στην ευκινησία και, πέραν της λόγχης και της κυρτής σπάθης, έφεραν κοντόκαννα μουσκέτα και πιστόλες. Ωστόσο, δεν είχαν ούτε το βάρος ούτε την εκπαίδευση να σταθούν απέναντι στο πειθαρχημένο, βαριά οπλισμένο και θωρακισμένο ευρωπαϊκό ιππικό.
Το πυροβολικό είχε ιδιαίτερα αναπτυχθεί στον οθωμανικό Στρατό. Υπήρχαν διαθέσιμα πολλά αλλά βαριά και δύσχρηστα πυροβόλα, με ικανοποιητικά εκπαιδευμένους πυροβολητές, τους λεγόμενους Τοπτσίδες. Τον υπόλοιπο Στρατό αποτελούσαν αποκλειστικά άτακτα τμήματα, με το ιππικό να αποτελεί περί το 50% του συνόλου.
Ο διαχωρισμός μεταξύ βαρέος και ελαφρού ιππικού στις οθωμανικές Στρατιές ήταν μάλλον θεωρητικός. Το άλλοτε φοβερό βαρύ ιππικό των Σπαχήδων είχε μετατραπεί σε ένα παράδοξο ιππικό σώμα, εντός του οποίου συνυπήρχαν εντελώς αθωράκιστοι ιππείς, οπλισμένοι μόνο με τόξο και σπάθη, παράλληλα με ιππείς φέροντες θώρακες του 15ου αιώνα, οπλισμένους ακόμα και με πιστόλες, μουσκέτα και λόγχες. Οι περισσότεροι των Σπαχήδων πάντως ήταν αθωράκιστοι και ελαφρά οπλισμένοι. Πολεμούσαν σε πυκνότερους σχηματισμούς σε σχέση με τους Τατάρους ιπποτοξότες ή τους Ντελήδες λογχοφόρους ελαφρούς ιππείς.
Το άτακτο πεζικό ήταν ακόμα χειρότερο. Δεκάδες χιλιάδες άντρες, εξοπλισμένοι με ό,τι όπλο ήταν διαθέσιμο, λάμβαναν μέρος στις εκστρατείες με μόνο σκοπό τη λαφυραγώγηση. Πολλοί έφεραν τόξα, άλλοι δόρατα, σπαθιά και πελέκια και άλλοι μουσκέτα ή αρκεβούζια. Ιδιαίτερη περίπτωση ήταν το ημιτακτικό σώμα των Τουφεκσίδων (= τυφεκιοφόροι).
Οι άνδρες αυτοί ήταν οπλισμένοι με μουσκέτα και γιαταγάνια και πολεμούσαν κυρίως με τη χρήση πυρών. Οι περισσότεροι ήταν εξισλαμισμένοι Βαλκάνιοι. Υπήρχαν δε και τμήματα έφιππων Τουφεκσίδων, αντίστοιχα των ευρωπαίων Δραγόνων, οι άνδρες των οποίων χρησιμοποιούσαν τα άλογα για να κινούνται ταχύτερα, αλλά πολεμούσαν πάντα πεζοί.
Χαρακτηριστικό των οθωμανικών Στρατιών της περιόδου αυτής ήταν το μεγάλο τους μέγεθος, καθώς ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο μια στρατιά να αποτελείται από 100.000-150.000 άντρες. Ο οθωμανικός Στρατός της περιόδου πολεμούσε με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Στο κέντρο τάσσονταν οι Γενίτσαροι με το πυροβολικό εμπρός τους. Μπροστά από τους Γενίτσαρους τάσσονταν οι Τουφεκσίδες με σκοπό την πρόκληση όσο το δυνατό περισσότερων απωλειών στον αντίπαλο.
Μπροστά από αυτούς τάσσονταν το άτακτο πεζικό, το οποίο εφορμούσε πρώτο σε μπουλούκια, με σκοπό την εξασθένηση και την κόπωση του αντιπάλου. Στις πτέρυγες τάσσονταν το ιππικό. Οι Καπικουλού τάσσονταν εκατέρωθεν των Γενίτσαρων. Μπροστά τους τάσσονταν οι Σπαχήδες (δεξιά εκείνοι που προέρχονταν από τις ευρωπαϊκές κτήσεις και αριστερά εκείνοι των ανατολικών) και μπροστά από αυτούς οι ελαφροί ιππείς, οι οποίοι είχαν ως κύρια αποστολή την υπερφαλάγγιση των αντιπάλων.
Αντίθετα, την περίοδο εκείνη η πολεμική τέχνη είχε αρχίσει και πάλι να εξελίσσεται στη δυτική Ευρώπη. Ο Τριακονταετής Πόλεμος αποτέλεσε μεγάλο σχολείο για τους σημαντικότερους Ευρωπαίους στρατηγούς της εποχής. Ειδικά ο Μοντεκουκόλι εξελίχθηκε σε μεγάλο μεταρρυθμιστή.
Έχοντας αντιμετωπίσει τον καλύτερο Στρατό της εποχής, τον σουηδικό, ο Μοντεκουκόλι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ισχύς πυρός κερδίζει τις μάχες. Με το σκεπτικό αυτό μείωσε τον αριθμό των σαρισοφόρων ανά σύνταγμα πεζικού, αυξάνοντας τον αριθμό των μουσκετοφόρων. Μέχρι τότε κάθε σύνταγμα πεζικού, μέσης δύναμης 1.500 ανδρών, διέθετε 1.000 μουσκετοφόρους και 500 σαρισοφόρους.
Έτσι, το πεζικό ήταν ικανό να αντιμετωπίζει με ευχέρεια τις επελάσεις του αντιπάλου ιππικού και να εφορμά (σαν μακεδονική φάλαγγα) στο αντίπαλο πεζικό.
Ωστόσο, ο μεγάλος αριθμός σαρισοφόρων ανά σύνταγμα μείωνε δραματικά την ευκινησία του πεζικού και την ισχύ πυρός του. Ο Μοντεκουκόλι μείωσε τον αριθμό των σαρισοφόρων αρχικά σε 350 ανά σύνταγμα και αργότερα σε 250. Με το δεδομένο ότι το πεζικό της εποχής δεν διέθετε χρηστικές ξιφολόγχες, για την επιβίωσή του από τις επελάσεις του αντίπαλου ιππικού βασιζόταν μόνο στο πυρ και τους σαρισοφόρους. Η μείωση του αριθμού των σαρισοφόρων αδυνάτιζε την ισχύ κρούσης του πεζικού, αύξανε όμως τον αριθμό των μουσκετοφόρων και άρα την ισχύ πυρός του.
Την ίδια περίοδο οι ευρωπαϊκοί Στρατοί εξοπλίστηκαν στο σύνολό τους με νέα, ελαφρύτερα μουσκέτα με σύστημα πυροδότησης με φιτίλι, τα οποία δεν χρειάζονταν στήριγμα κατά τη βολή. Τα όπλα αυτά μπήκαν για πρώτη φορά σε υπηρεσία από τους Σουηδούς κατά τον Τριακονταετή πόλεμο, αλλά η καθολική τους χρήση άρχισε τη δεκαετία του 1660.
Το αυστριακό πεζικό εκπαιδεύτηκε από το Μοντεκουκόλι να πολεμά σε λεπτότερους σχηματισμούς, βάθους 6 ανδρών, αντί των 10 που ίσχυαν μέχρι τότε. Με τον τρόπο αυτό ένα σύνταγμα πεζικού μπορούσε να καλύψει μεγαλύτερο εύρος μετώπου και, σε καθορισμένη διάρκεια χρόνου, να ρίξει περισσότερα μουσκέτα στη μάχη. Συνήθως βάλλονταν ομοβροντίες ανά έναν ζυγό. Οι πεζοί όμως εκπαιδεύτηκαν να βάλλουν και μαζικές ομοβροντίες ανά δύο ή και τρεις ζυγούς, ταυτόχρονα.
Οι μαζικές ομοβροντίες των τριών ζυγών ειδικά, είχαν ιδιαίτερα σημαντική επίδραση στον αντίπαλο, καθώς σε μικρό χρόνο δέχονταν το μέγιστο δυνατό αριθμό βολών. Έτσι, ένα σύνταγμα με 1.200 μουσκετοφόρους, εκπαιδευμένους να βάλλουν σε ομοβροντίες, μπορούσε σε 10 δευτερόλεπτα να εξαπολύσει επί μετώπου 250 μ. 1.200 βολές (ρυθμός βολής ανώτερος και των συγχρόνων πολυβόλων).
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ποιο ήταν το πρακτικό, αλλά και το ηθικό αποτέλεσμα ενός τέτοιου συντριπτικού πλήγματος, εναντίον αντιπάλου σχηματισμού, ειδικά αν το βάλλον τμήμα ήταν καλά εκπαιδευμένο και άρα ικανό να συγκρατεί τα πυρά του, μέχρι λίγες στιγμές μέχρι τη φυσική επαφή. Ο Μοντεκουκόλι εκπαίδευσε το πεζικό να αντιμετωπίζει με το πυρ και το αντίπαλο ιππικό.
Οι αντίπαλοι ιππείς αφήνονταν να πλησιάσουν στα 20 μ. Από την απόσταση αυτή εξαπολυόταν διπλή φονική ομοβροντία, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ανάμεσα στους επιζώντες ιππείς και τους πεζούς ένα «τείχος» από νεκρά άλογα και αναβάτες, που τους έφραζε το δρόμο. Εξάλλου τα τουρκικά τμήματα δεν είχαν συνήθως ούτε την πειθαρχία ούτε το ηθικό για να αντέξουν τόσο μεγάλο αριθμό απωλειών σε τόσο μικρή διάρκεια χρόνου. Έτσι, μετά από μία με δύο ομοβροντίες τρέπονταν σε φυγή.
Όσον αφορά στο αυστριακό ιππικό, αυτό διακρινόταν σε δύο κατηγορίες: το βαρύ και το ελαφρύ. Το βαρύ διακρινόταν σε δύο υποκατηγορίες, τους Θωρακοφόρους και τους Καραμπινιέρους. Οι πρώτοι έφεραν θωράκιση 3/4 που τους κάλυπτε από το κεφάλι μέχρι τα γόνατα. Ήταν οπλισμένοι με 4 πιστόλες, σπάθη και κοντόκαννο μουσκέτο.
Πολεμούσαν σε πολύ πυκνή παράταξη με την μπότα του ενός να ακουμπά στην μπότα του διπλανού του. Κινούνταν αργά, σε τροχασμό, για να μη διασπάται ο σχηματισμός. Πλησίαζαν τον αντίπαλο και έβαλλαν εναντίον του από πολύ μικρές αποστάσεις.
Μόλις ο αντίπαλος, λόγω απωλειών ή πτώσης του ηθικού του, άρχισε να παρουσιάζει σημεία κάμψης, έσερναν τις σπάθες τους και εφορμούσαν εναντίον του. Η βαριά θωράκιση τους καθιστούσε σχεδόν άτρωτους, ακόμα και από πυρά μουσκέτου (μέχρι κάποια απόσταση), ενώ ο πυκνός σχηματισμός τους δεν επέτρεπε στους πολύ πιο ευέλικτους Τούρκους ιππείς να τους διασπάσουν και να τους εξοντώσουν. Σταδιακά, τα περισσότερα συντάγματα Θωρακοφόρων εγκατέλειψαν τη θωράκιση 3/4 και υιοθέτησαν τη θωράκιση 1/2.
Έφεραν δηλαδή βαρύ σιδερένιο κράνος, με ενισχυμένο καταυχένιο, εμπρόσθιο και οπίσθιο βαρύ ημιθωράκιο, εσωτερικά του οποίου φορούσαν χοντρό δερμάτινο χιτώνιο. Έφεραν τον ίδιο οπλισμό και πολεμούσαν με τον ίδιο τρόπο με τους βαρύτερα οπλισμένους προκατόχους τους. Οι Καραμπινιέροι ήταν σχεδόν παρόμοια θωρακισμένοι και οπλισμένοι με τους μεταγενέστερους Θωρακοφόρους. Σταδιακά, οι δύο τύποι συγχωνεύθηκαν.
Το ελαφρύ ιππικό αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από Ούγγρους και Βαλκάνιους ελαφρούς ιππείς, οι οποίοι ίππευαν κοντά αλλά ταχύτατα άλογα και πολεμούσαν σε διάταξη ακροβολισμού. Ήταν οι λεγόμενοι «Κροάτες» και Ουσάροι, απόγονοι των Ελλήνων Στρατιωτών, που κατέφυγαν στη Δύση μετά την τουρκική κατάκτηση.
Πολλοί δε εξ αυτών ήταν και ελληνικής καταγωγής. Την περίοδο αυτή οι ελαφροί ιππείς ήταν οπλισμένοι με κυρτή σπάθη, πιστόλες και κοντόκαννο μουσκέτο. Πολεμούσαν σε διάταξη ακροβολισμού. Ήταν εξαιρετικοί για την εκτέλεση επιδρομών και αναγνωρίσεων, αλλά δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν, επί ίσοις όροις, βαρύτερο ιππικό. Ο Μοντεκουκόλι πρώτος αναγνώρισε την αξία τους και στρατολόγησε μεγάλο αριθμό ελαφρών ιππέων.
Ένας άλλος ενδιάμεσος τύπος στρατιωτών ήταν οι Δραγόνοι, οι οποίοι ήταν έφιπποι πεζοί που απλώς χρησιμοποιούσαν τα άλογά τους για να κινούνται ταχύτερα. Το πυροβολικό αποτελούσε μάλλον το φτωχό συγγενή του Στρατού. Τα πυροβόλα ήταν ακόμα βαριά και δύσχρηστα.
Ωστόσο, μια καινοτομία του Τριακονταετούς Πολέμου, που υιοθέτησε ο Μοντεκουκόλι, ήταν τα ελαφρά πυροβόλα συνοδείας πεζικού. Τα πυροβόλα αυτά έβαλλαν βλήματα βάρους μέχρι 3 λιβρών (περίπου 1.400 γραμμαρίων) σε αποστάσεις μέχρι 600 μ. Υπήρχαν από 2 έως 4 σε κάθε σύνταγμα πεζικού και τάσσονταν στις πτέρυγες της παράταξης του κάθε συντάγματος.
Συνήθως χρησιμοποιούνταν σε αποστάσεις 200 έως 300 μ., γεμισμένα με πρωτόγονα βολιδοφόρα βλήματα (τσουβάλια γεμάτα με βολίδες μουσκέτου). Τα βλήματα αυτά είχαν ιδιαίτερα καταστροφικά αποτελέσματα βαλλόμενα σε τέτοιες αποστάσεις. Μπορούσαν να εξοντώσουν ολόκληρους λόχους σε διάστημα δευτερολέπτων.
Σύγκρουση Τιτάνων
Η μάχη του Αβαείου του Αγίου Γκοτθάρδου δόθηκε από δύο εκ διαμέτρου αντίθετους Στρατούς, όσον αφορά τόσο στην εκπαίδευση και τη νοοτροπία, όσο και στους αριθμούς. Η οθωμανική Στρατιά παρέταξε 150.000 άνδρες (30.000 Γενίτσαροι, 30.000 Σπαχήδες και 90.000 άτακτοι πεζοί και ιππείς) που είχαν στη διάθεσή του 360 πυροβόλα. Η ευρωπαϊκή στρατιά αριθμούσε μόλις 26.450 άνδρες.
Από αυτούς οι 12.900 ήταν Αυστριακοί (5.000 πεζοί, 5.900 βαρέοι ιππείς και Δραγόνοι και 2.000 ελαφροί ιππείς), 8.300 Γερμανοί (7.000 πεζοί και 1.500 ιππείς και Δραγώνοι), 5.250 Γάλλοι (3.500 πεζοί και 1.750 ιππείς) και μερικοί ελαφροί πεζοί, με μόλις 24 πεδινά πυροβόλα και άλλα περίπου 30 ελαφρά συνοδείας πεζικού. Οι Τούρκοι απολάμβαναν δηλαδή υπεροχή 6:1 σε άνδρες και 7:1 σε πυροβολικό.
Το 1662 οι Τρανσυλβανοί επιχείρησαν να ξεφύγουν από την τουρκική κηδεμονία. Ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος έσπευσε να τους ενισχύσει, μυστικά. Η κίνησή του αυτή προκάλεσε την οργή του Κιοπρουλί, ο οποίος όμως αναζητούσε, ούτως ή άλλως, απλώς την αφορμή για να επιτεθεί στους Αυστριακούς.
Οι οθωμανικές Στρατιές εισέβαλαν στην Τρανσυλβανία και δεν δυσκολεύτηκαν να συντρίψουν τις δυνάμεις του ηγεμόνα Γεωργίου Β’ Ρακόζι. Ο Λεοπόλδος έστειλε αμέσως το στρατάρχη Μοντεκουκόλι στην περιοχή, ο οποίος όμως με τις μικρές δυνάμεις που διέθετε, ελάχιστα μπορούσε να πράξει.
Παράλληλα, ο Αυστριακός αυτοκράτορας κινήθηκε και διπλωματικά, εξασφαλίζοντας τελικά τη συνεργασία αρκετών Γερμανών πριγκίπων, αλλά και του μετέπειτα φανατικού εχθρού του, Λουδοβίκου ΙΔ’ της Γαλλίας. Ωστόσο, και οι ενισχύσεις αυτές ήταν μικρές. Μία ακόμα γερμανική Στρατιά 21.000 ανδρών άρχισε να συγκροτείται αλλά τελικά δεν έλαβε μέρος στη σύγκρουση.
Στο μεταξύ οι Τούρκοι κήρυξαν επίσημα τον πόλεμο στους Αυστριακούς (Απρίλιος 1663). Η κήρυξη του πολέμου δεν εξέπληξε το Λεοπόλδο, ο οποίος είχε αρχίσει ήδη να προετοιμάζεται. Αντίθετα όμως η άκαιρη, όπως αποδείχτηκε, κίνηση του Κιοπρουλί αιφνιδίασε την οθωμανική πολεμική μηχανή! Ο οθωμανικός Στρατός δεν ήταν έτοιμος να αναλάβει νέα σοβαρή εκστρατεία εντός του 1663.
Οι αιτίες για το απίστευτο αυτό γεγονός ήταν πολλές, αλλά δεν φαίνεται να ελήφθησαν σοβαρά υπόψη από τον παρορμητικό Κιοπρουλί. Οι Οθωμανοί πολεμούσαν ακόμα κατά των Ενετών. Ο Κρητικός Πόλεμος τους είχε προκαλέσει τρομακτική αιμορραγία. Η δε εκστρατεία στην Τρανσυλβανία επιδείνωσε την κατάσταση.
Χρειάστηκε ένα έτος προετοιμασιών για να καταφέρει ο Κιοπρουλί να συγκεντρώσει την επιβλητική στρατιά των 150.000 ανδρών που σκόπευε να ρίξει επί των Αυστριακών. Η καθυστέρηση αυτή αποτέλεσε όμως και την ταφόπλακα των σχεδίων του. Αν ο Μοντεκουκόλι πραγματοποιούσε επίθεση άμεσα, δεν θα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει με τους 12.000 τακτικούς και τους λιγοστούς Τρανσυλβανούς άτακτους στρατιώτες που διέθετε.
Χάρη στην τουρκική καθυστέρηση, τα συμμαχικά χριστιανικά τμήματα πρόλαβαν να συγκροτηθούν και να αφιχθούν, πλην των 21.000 Γερμανών. Έτσι, στις αρχές του καλοκαιριού του 1664, ο Αυστριακός στρατάρχης είχε κατορθώσει να διαθέτει επί της δυτικής όχθης του ποταμού Ράαμπ μια αξιοπρεπή τουλάχιστον σε αριθμό δύναμη.
Τον Ιούλιο του 1664 έφτασε και η τουρκική στρατιά και στρατοπέδευσε στην ανατολική όχθη του ποταμού. Όλα ήταν έτοιμα για την καταλυτική σύγκρουση.
Οι δύο Στρατοί παρέμειναν ο ένας απέναντί στον άλλο για μερικές ημέρες, με τους δύο ηγέτες να καταστρώνουν τα σχέδιά τους. Ο Μοντεκουκόλι γνώριζε ότι έπρεπε, με κάθε τρόπο, να αποτρέψει τον τεράστιο αντίπαλο στρατό από το να διέλθει τον ποταμό. Αν αποτύγχανε και υποχρεωνόταν να δώσει μάχη σε αναπεπταμένο πεδίο, οι πιθανότητές του να νικήσει ήταν σχεδόν μηδενικές. Το βασικό πρόβλημα όμως που αντιμετώπιζε ήταν η απειθαρχία των διοικητών των συμμαχικών τμημάτων προς τις διαταγές του.
Τόσο ο διοικητής του γαλλικού τμήματος κόμης του Κολινί, όσο και ο επικεφαλής των γερμανικών στρατευμάτων πρίγκιπας Λεοπόλδος Γουλιέλμος του Μπάντεν-Μπάντεν, δεν έδειχναν την απαραίτητη διάθεση συνεργασίας. Μάλιστα είχαν αποτραβήξει τα τμήματά τους από την όχθη του ποταμού, στρατοπεδεύοντας αρκετά πίσω, αφήνοντας τους Αυστριακούς του Μοντεκουκόλι μόνους.
Ο Μοντεκουκόλι είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο του στη μονή του Αγίου Γκοτθάρδου, λίγες εκατοντάδες μέτρα από τον ποταμό και είχε εγκαταστήσει υποχρεωτικά (λόγω ανεπάρκειας των δυνάμεών του) ένα δίκτυο επιτήρησης της δυτικής όχθης του Ράαμπ. Ο Κιοπρουλί από την πλευρά του προσπαθούσε να βρει τον προσφορότερο τρόπο για να διαβεί τον ποταμό και να πλήξει τους Αυστριακούς.
Σε όλη τη διάρκεια του Ιουλίου, υπό την κάλυψη του ισχυρού πυροβολικού τους, τουρκικά τμήματα κυρίως ελαφρού ιππικού πραγματοποιούσαν αιφνιδιαστικές κρούσεις με σκοπό να «ζυγίσουν» την αυστριακή αντίσταση. Σε κάθε περίπτωση όμως οι τουρκικές ενέργειες απέτυχαν.
Τότε ο Κιοπρουλί διέταξε τη διενέργεια μαζικότερης επίθεσης, στο ύψος της μονής του Αγίου Γκοτθάρδου. Η επιχείρηση διεξήχθη αιφνιδιαστικά, με πορθμεία, αλλά τα αυστριακά περίπολα καραδοκούσαν. Οι Τούρκοι εντοπίστηκαν και δέχτηκαν συντριπτικά και μαζικά πυρά. Ακόμα και όσοι κατόρθωσαν να φτάσουν στην απέναντι όχθη, δεν κατόρθωσαν να εγκαταστήσουν προγεφύρωμα και εξοντώθηκαν όλοι, καθώς στον πανικό τους έπεσαν στον ποταμό και πνίγηκαν.
Παρά τη νίκη του, ο Μοντεκουκόλι δεν ήταν αισιόδοξος. Αν οι Τούρκοι επιχειρούσαν γενική επίθεση δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να τους συγκρατήσει. Αυτό το κατάλαβε και ο Κιοπρουλί και ακριβώς αυτό σχεδίασε.
1η Αυγούστου 1664
Ο Τούρκος διέταξε την κατασκευή τριών μεγάλων πλωτών γεφυρών, οι οποίες θα ρίχνονταν στο νερό την τελευταία στιγμή πριν την έφοδο. Το βράδυ της 30ης Ιουλίου όλα ήταν έτοιμα.
Το στρατόπεδο των Τούρκων ήταν φωταγωγημένο. Οι ιμάμηδες επικαλούνταν με δυνατές φωνές τον Αλλάχ, εμψυχώνοντας τους πολεμιστές. Φαγητά και ποτά σερβίρονταν στους ηγέτες του Στρατού και στους άνδρες.
Τα τύμπανα και τα μουσικά όργανα διέκοπταν με τρόπο δραματικό τη νυχτερινή ησυχία. Απέναντι, οι Αυστριακοί στρατιώτες στέκονταν και αυτοί στις φωτιές που είχαν ανάψει, παρατηρώντας, όχι χωρίς φόβο, την οχλαγωγία από την απέναντι όχθη. Όλοι κατάλαβαν ότι κάτι ετοιμαζόταν. Σε απάντηση στις τουρκικές ιαχές, οι στρατιώτες άρχισαν με τη σειρά τους να ψάλλουν ύμνους.
Έτσι, αναπτερώθηκε το ηθικό τους και όλοι ένιωσαν ότι η επερχόμενη μάχη θα είχε τον χαρακτήρα Σταυροφορίας.
Ο Μοντεκουκόλι επίσης παρατηρούσε την κινητικότητα στο τουρκικό στρατόπεδο. Μαζί με τους αξιωματικούς του, έφιππος, περιόδευσε τη δυτική όχθη του ποταμού, επιθεώρησε και εμψύχωσε τους άνδρες του. Όλοι ήταν έτοιμοι πια. Ωστόσο, το ξημέρωμα της επόμενης μέρας δεν έφερε την αναμενόμενη σύγκρουση. Οι Τούρκοι στρατιώτες στην ανατολική όχθη φαίνονταν απορροφημένοι στις τυπικές καθημερινές τους ασχολίες.
Οι Αυστριακοί στρατιώτες δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε, γι’ αυτό και η αγωνία τούς κατέτρωγε. Μόνο ο αρχηγός τους ήξερε. Ήταν βέβαιος για τις προθέσεις του αντιπάλου του, αν και δεν μπορούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια τον χρόνο εκτέλεσης της τουρκικής επίθεσης.
Ο Μοντεκουκόλι προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τους συμμάχους διοικητές (οι οποίοι διατηρούσαν και μεταξύ τους κάκιστες σχέσεις) προβάλλοντάς τους την πεποίθησή του περί της επικείμενης τουρκικής εφόδου. Αυτοί όμως δεν φάνηκαν να πείθονται.
Ο έμπειρος Μοντεκουκόλι είχε απόλυτο δίκιο. Τα ξημερώματα της 1ης Αυγούστου οι Τούρκοι έριξαν τις γέφυρες σε τρία σημεία, ακριβώς απέναντι, δεξιά και αριστερά των αυστριακών θέσεων και επιτέθηκαν με τρομερούς αλαλαγμούς. Οι Αυστριακοί βρέθηκαν αμέσως σε μειονεκτική θέση, καθώς το πρώτο τουρκικό κύμα που πέρασε τον ποταμό αριθμούσε 30-40.000 άνδρες.
Ο Μοντεκουκόλι με τους άνδρες του πολέμησαν ηρωικά. Με συνεχείς ομοβροντίες θέριζαν σειρές ολόκληρες Τούρκων. Σύντομα όμως σχεδόν το σύνολο της αυστριακής δύναμης βρέθηκε περικυκλωμένο από τις συντριπτικά ανώτερες εχθρικές δυνάμεις, αφού ο Κιοπρουλί έστελνε συνεχώς νέες δυνάμεις στη δυτική όχθη.
Με έξυπνους ελιγμούς ο Μοντεκουκόλι κατάφερε να βγάλει τους άνδρες του από την παγίδα και να τους οδηγήσει λίγο πιο πίσω, στις παρυφές ενός μικρού δάσους, εκεί όπου το τουρκικό ιππικό δεν είχε ευχέρεια κινήσεων.
Την ίδια ώρα έπεισε επιτέλους τους συμμάχους διοικητές να κινηθούν και να επιτεθούν συγκεντρωτικά κατά των Τούρκων, οι δυνάμεις των οποίων είχαν σταματήσει την επίθεση για να ανασυγκροτηθούν μεταξύ του ποταμού και του παρακείμενου δάσους.
Πραγματικά ο χριστιανικός Στρατός επιτέθηκε στους μέχρι τότε νικητές Τούρκους, οι οποίοι δεν περίμεναν την επιθετική του επιστροφή. Αιφνιδιασμένοι και δεχόμενοι συντριπτικά πλήγματα από τα πυρά των αντιπάλων τους, οι Τούρκοι άρχισαν να τρέπονται σε φυγή, όταν δέχτηκαν τη μαζική επέλαση του χριστιανικού ιππικού.
Οι τουρκικές γραμμές τσάκισαν και οι απείθαρχοι Τούρκοι ρίχτηκαν προς τα πίσω για να διαφύγουν το θάνατο. Την ίδια ώρα οι χριστιανοί ιππείς, κραδαίνοντας τις μακριές τους σπάθες, με τις σάλπιγγες να ηχούν και τις σημαίες με το Σταυρό και το Δικέφαλο Αετό να κυματίζουν, ρίχτηκαν με φανατισμό επάνω στο ασύντακτο τουρκικό πλήθος που επιχειρούσε όπως-όπως να περάσει το ποτάμι.
Πίσω τους ακολουθούσαν σε πυκνούς σχηματισμούς τα συντάγματα του πεζικού.
Ωστόσο, οι Τούρκοι δεν στάθηκαν να πολεμήσουν. Χιλιάδες έπεσαν πανικόβλητοι στο ποτάμι και χάθηκαν για πάντα, ενώ όσοι επιχειρούσαν να αντισταθούν σφάζονταν χωρίς έλεος. Σε λίγα λεπτά η όχθη του ποταμού είχε γίνει κατακόκκινη από το αίμα, θυμίζοντας σκηνή ομηρικής μάχης. Χιλιάδες άψυχα κουφάρια επέπλεαν στο νερό.
Παντού ακούγονταν οι κραυγές των ετοιμοθάνατων, των τραυματιών και αυτών που, μάταια, εκλιπαρούσαν να τους χαριστεί η ζωή. Το χειρότερο για τον Κιοπρουλί ήταν ότι το πρώτο κύμα εφόδου αποτελούσαν τα πλέον επίλεκτα τμήματα που διέθετε, δηλαδή οι Γενίτσαροι και οι Καπικουλού.
Και ήταν τα τμήματα αυτά που εξολοθρεύτηκαν στη δυτική όχθη, αφήνοντας του ως εφεδρεία για να συνεχίσει τη μάχη μόνο τα άτακτα μπουλούκια, που συγκροτούσαν τον όγκο των δυνάμεών του.
Ενώ η σφαγή στη δυτική όχθη συνεχιζόταν, ο Τούρκος βεζίρης έδωσε διαταγή να καταστραφούν οι πλωτές γέφυρες που είχαν κατασκευάσει, φοβούμενος ότι ο Μοντεκουκόλι θα συνέχιζε την επίθεση και στην ανατολική όχθη του ποταμού. Έτσι, μερικές χιλιάδες ανδρών του παγιδεύτηκαν στην απέναντι όχθη και σφαγιάστηκαν. Εκείνη την ώρα όμως δεν υπήρχαν περιθώρια για θρήνους.
Παρά την ήττα, η τουρκική Στρατιά εξακολουθούσε να υπερέχει αριθμητικά της χριστιανικής με αναλογία τουλάχιστον 4:1. Ωστόσο, το ηθικό της είχε καταπέσει, μαζί με το ηθικό του μέχρι τότε αήττητου Κιοπρουλί.
Η ήττα ήταν συντριπτική. Στη μάχη χάθηκαν περισσότεροι από 25.000 Τούρκοι, ενώ άλλοι τόσοι περίπου λιποτάκτησαν. Οι απώλειες της χριστιανικής στρατιάς ανήλθαν σε 2.000 νεκρούς και τραυματίες.
Συμπεράσματα
Η νίκη στη μάχη του Αγίου Γκοτθάρδου ήταν συντριπτική για τους Αυστριακούς. Παρ’ όλα αυτά, αν και τέθηκε από τον Μοντεκουκόλι, δεν έτυχε της ανάλογης αξιοποίησης. Ο παλαίμαχος στρατάρχης διείδε αμέσως την ευκαιρία συνέχισης της εκστρατείας, με στόχο την εκδίωξη των Τούρκων από την Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία.
Ωστόσο, οι σύμμαχοι, και ιδίως οι Γάλλοι, δεν ήταν διατεθειμένοι να ενισχύσουν μια τέτοια προσπάθεια, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την ενδυνάμωση της Αυστρίας.
Άλλωστε, ο κόμης ντε Κολινί, αμέσως μετά τη μάχη, άρχισε να έχει επαφές με Ούγγρους ευγενείς του αυστροκρατούμενου τμήματος της Ουγγαρίας, τους οποίους προέτρεπε να επαναστατήσουν κατά των Αυστριακών.
Έτσι, η διχόνοια των Ευρωπαίων έσωσε για μία ακόμα φορά τους Τούρκους. Ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος υποχρεώθηκε να υπογράψει μια κατώτερη της νίκης των στρατευμάτων του συνθήκη ειρήνης με το σουλτάνο, βάσει της οποίας διατηρήθηκαν τα πριν τη μάχη σύνορα και αναγνωρίστηκε η τουρκική κατάκτηση της Τρανσυλβανίας.
Ο μεγάλος χαμένος της μάχης ήταν πάντως ο βεζίρης Αχμέτ Κιοπρουλί, ο οποίος δεν ξεπέρασε ποτέ την ήττα και πέθανε μερικά χρόνια αργότερα, αλκοολικός. Ο νικητής Μοντεκουκόλι συνέχισε να ηγείται του αυστριακού Στρατού, μέχρι το θάνατό του, συμβάλλοντας καταλυτικά στην αναγέννησή του.
Όταν ο στρατάρχης πέθανε, ο αυστριακός Στρατός είχε φτάσει να αριθμεί 80.000 εμπειροπόλεμους άνδρες και θεωρούνταν ο δεύτερος ισχυρότερος της Ευρώπης, μετά το γαλλικό.