Ο στρατός του Ξέρξη κάλυψε το αγκυροβόλιο του στόλου στο Φάληρο, καθώς όλος ο ελληνικός στόλος ήταν απέναντι, στη Σαλαμίνα, μετά την εκκένωση των Αθηνών.

Και τότε συγκάλεσε μεγάλο ναυτικό συμβούλιο, για να αποφασιστεί η συνέχεια.

Οι ναύαρχοι θέλουν να απαλλαγούν από το στίγμα του Αρτεμίσιου με μια μεγάλη ναυμαχία. Μεταξύ τους, η Αρτεμισία μειοψηφεί, προτείνοντας να μην ακολουθηθεί ναυτική στρατηγική, αλλά χερσαία. Κυβερνώντας Δωριείς και έχοντας εμπορικό στόλο, η Αρτεμισία δεν θέλει να ακούει για την πρόταση του Δημάρατου.

Η έμμεση ναυτική του στρατηγική, με απόσπαση 200-300 πλοίων στα Κύθηρα, εκθέτει την εν λόγω Μοίρα στον καιρό του Καφηρέα και στις διαθέσεις του Μαλέα τέτοια προχωρημένη εποχή και αποδυναμώνει τον περσικό στόλο. Σε αυτό συμφωνούν και οι Πέρσες ναύαρχοι. Αλλά εκείνοι θέλουν άμεση ναυτική στρατηγική.

Η Αρτεμισία αρρωσταίνει στην προοπτική διεξαγωγής μαζικής ναυμαχίας από τον περσικό συρφετό, με τους άναυτους επιβάτες και τους αλαζόνες Φοίνικες σε άγνωστα νερά. Θέλει χερσαία στρατηγική για την εκπόρθηση της Πελοποννήσου.

Ο Ξέρξης σέβεται τη γνώμη της Αρτεμισίας. Όμως, ο Ξέρξης δεν έχει τα βιώματα της Αρτεμισίας και δεν γνωρίζει την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο στόλος του, ούτε φυσικά κανείς –πλην της προαναφερθείσας– είχε τολμήσει να του το αποκαλύψει. Θέλει να ακολουθήσει τη στρατηγική του Δημάρατου, για μια ναυτική συνέχεια.

Αυτό που δεν γνωρίζει η Αρτεμισία, αλλά έχει καταλάβει ο Ξέρξης –όπως και ο Δημάρατος– είναι ότι ούτε ο περσικός στρατός μπορεί να κάνει πολλά πράγματα, και η προοπτική σύγκρουσης στις στενωπούς και τα οχυρά του Ισθμού με 30.000 περίπου Οπλίτες, στους οποίους συγκαταλέγονται 8.000 ερυθροχίτωνες Όμοιοι του Κλεόμβροτου, προκαλεί… αναφυλαξία μετά τις Θερμοπύλες στον βασιλέα των βασιλέων.

Για να μπορέσει να ακολουθήσει τη συμβουλή του Δημάρατου (που φυσικά δεν έχει υπόψη του την τραγική κατάσταση του περσικού στόλου, αλλά μόνο του στρατού), πρέπει να καθαρίσει τη θάλασσα από τον ελληνικό στόλο, και αυτό γίνεται μόνο με αποφασιστική ναυμαχία. Έτσι, τα περσικά πλοία περιφέρονται νοτίως των Στενών, προκαλώντας τους Έλληνες εκεί που έχουν το πλεονέκτημα των αριθμών και της ευρυχωρίας.

Όλοι οι Έλληνες θα ναυμαχούσαν και θα πολεμούσαν για την υπέρτατη σωτηρία. Όχι τη σωτηρία της Πελοποννήσου. Η Αθήνα, τα Μέγαρα και η Αίγινα όντως θα εγκαταλείπονταν και θα εκκενώνονταν στην Πελοπόννησο, όπως και η Σαλαμίνα, αν ο στόλος απέπλεε από αυτήν. Αυτό ήταν δεδομένο εξαρχής.

Όσο οι Πέρσες δεν προωθούνταν στα Μέγαρα, οι Έλληνες θα μπορούσαν να διαφύγουν μετά από μια ήττα στην ακτή της Μεγαρίδας. Για το λόγο αυτό ο Ξέρξης κινήθηκε το βράδυ με το πεζικό προς Μέγαρα, ενώ ο Θεμιστοκλής είχε άλλη μια ευκαιρία να πείσει τον Ευρυβιάδη.

Ναυμαχώντας στη Σαλαμίνα υπήρχε σωτηρία και πολλά τακτικά και στρατηγικά πλεονεκτήματα: τα στενά, η μη απώλεια Μεγαρίδας, Αίγινας και Σαλαμίνας και η καλύτερη θέση επιτήρησης του περσικού στόλου. Αν εκκενώνονταν στον Ισθμό, τίποτα δεν εμπόδιζε τον περσικό στόλο να κάνει μια μαζική απόβαση στη φιλική γη του Άργους, δεδομένου του ότι η Λακωνία –και η Μεσσηνία– υποτίθεται ότι φρουρούνταν από τα 60 κερκυραϊκά πλοία.

Υπήρξε μία μόνο μαραθώνια συνεδρίαση, κατά την οποία ελήφθησαν αποφάσεις, έγιναν ενέργειες και καταστρώθηκαν σχέδια μάχης. Σε αυτή τη συνεδρίαση οι Πελοποννήσιοι ήρθαν υποψιασμένοι για το ότι πάλι θα ετίθετο θέμα παραμονής, καθώς δεν υπήρχε κανείς άλλος λόγος για να συγκληθεί σύσκεψη, ενώ είχε αποφασιστεί η αποχώρηση.

Οι Μεγαρείς και οι Αιγινήτες συμφωνούσαν με τους Αθηναίους, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Και ενώ οι λεκτικοί διαξιφισμοί βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους, ο Θεμιστοκλής βγήκε και έστειλε τον Σίκινο στον Ξέρξη. Το δεδομένο είναι ότι ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα οι Έλληνες βρίσκονται κυκλωμένοι. Το αναφέρει ο Τήνιος αυτόμολος Παναίτιος και ο Αριστείδης. Και τώρα είναι που αποφασίζουν να ναυμαχήσουν, καθώς δεν έχουν πλέον άλλες επιλογές.

Ο απεσταλμένος (μάλλον γνωστός από προηγούμενες αποστολές) ενός «φίλου» γίνεται άμεσα δεκτός και πιστευτός και αφήνεται να φύγει αμέσως, χωρίς να κρατηθεί μέχρι διαπιστώσεως, όπως προβλέπει η τυπική διαδικασία των Περσών. Ο Ξέρξης βλέπει την ευκαιρία που θέλει να δει. Ο Θεμιστοκλής μέσω Σίκινου είπε ξεκάθαρα στον Ξέρξη να σπεύσει και να μην αφήσει τους Έλληνες να διαφύγουν. Ο Πέρσης βασιλιάς, που καταλάβαινε ότι οι Έλληνες αν ήθελαν να φύγουν θα το έπρατταν μετά την απογευματινή του απόσυρση, διατάζει να δειπνήσουν τα πληρώματα και να ξαναβγούν.

Οι Μοίρες του παίρνουν θέση, διότι ένας αποκλεισμός δεν μπορεί να είναι παράταξη μάχης. Γίνεται με περιπολία Μοιρών, όχι με τάξη μάχης, διότι μπορεί να κρατήσει αρκετά και τα πλοία δεν μπορούν εύκολα να είναι σταθερά και ακίνητα για ώρες στην ίδια θέση. Αυτή η περιπολία εξαντλεί τους κωπηλάτες. Οι Πέρσες περίμεναν ότι καθώς θα έφευγαν οι Έλληνες, αυτοί, που περιπολούσαν, θα τους πετύχαιναν στα ανοιχτά και ανέτοιμους, και έτσι θα κέρδιζαν μια εύκολη νίκη, λόγω πλεονεκτήματος χώρου και λόγω αιφνιδιασμού.

Το λογικό ήταν οι Έλληνες να φύγουν προς το νότο, καθώς θα μπορούσαν να κατευθυνθούν και προς Αίγινα, Τροιζήνα ή οπουδήποτε αλλού. Αλλά καλού-κακού έπρεπε να αποκλειστεί και η βόρεια πρόσβαση. Εκεί η αποκοπή (αν έχει δίκιο ο Διόδωρος αποτελούνταν από 200 αιγυπτιακά πλοία, όταν τα ελληνικά ήταν μόλις 380) θα τους κρατούσε στον κόλπο της Ελευσίνας και ο υπόλοιπος στόλος από το νότο θα εισερχόταν, διά των στενών, στον κόλπο της Ελευσίνας κλείνοντας την παγίδα. Ο Ξέρξης την ημέρα της ναυμαχίας βρίσκεται στο Αιγάλεω.

«Ίτε, παίδες Ελλήνων»

Η νύχτα πέρασε ήρεμα για τους Έλληνες αλλά στο κουπί για τους Πέρσες. Δεν συνέβη τίποτα. Με το φως της αυγής ο Ξέρξης ήξερε ότι είχε χάσει την ευκαιρία. Αν απέσυρε τα πλοία του με τα ξενυχτισμένα πληρώματα, οι Έλληνες θα έφευγαν ωσάν σε κρουαζιέρα. Ο Θεμιστοκλής είχε συμβουλεύσει αποκλεισμό και αναμονή. Η συμφωνία ήταν μια μαζική σύλληψη, σχεδόν χωρίς αντίσταση. Ο Ξέρξης, αφού δεν την έκανε, τώρα έπαιζε το τελευταίο του χαρτί: θα επετίθετο να τους σφάξει όλους. Αρκεί να ήξερε ότι δεν έφυγαν, όχι γιατί ήθελαν να πολεμήσουν, αλλά για άλλους λόγους.

Και τότε, εκείνη τη στιγμή, όλοι βλέπουν μια ελληνική Μοίρα να κάνει πανιά. Ο Ξέρξης δεν ξέρει ότι, ενώ τα πλοία ήταν έτοιμα, οι στρατηγοί έχουν συγκεντρώσει τους επιβάτες και εκφωνούν λόγους, ότι μετά από αυτό τα πληρώματα επιβιβάζονται και οι Έλληνες εφαρμόζουν το σχέδιο μάχης που αναπτύχθηκε μέχρι τις πρωινές ώρες.

Για τον Ξέρξη, η Μοίρα που κάνει πανιά (του Αδείμαντου, τα 40 πλοία της Κορίνθου) λέει ένα και μόνο πράγμα: ότι αποχωρεί, δεν σπεύδει για μάχη. Και αποχωρεί προς βορρά, για να περάσει από τον Κόλπο της Ελευσίνας και τον πορθμό των Μεγάρων είτε στη μεγαρική ακτή, είτε στον Ισθμό. Ο Ξέρξης δεν γνωρίζει αν οι Έλληνες γνωρίζουν ότι έχει αποκοπεί το πέρασμα από τα πλοία του. Γνωρίζει όμως ότι αν καθυστερήσει, όλος ο ελληνικός στόλος που καταφανώς ετοιμάζεται (και δεν είχε φύγει λόγω νύχτας ή λόγω άλλων συμβάντων προκαλούμενων από εσωτερικά αίτια) θα κάνει πανιά.

Αν πέσει επάνω στη Μοίρα αποκλεισμού, στα 200 αιγυπτιακά πλοία (κατά τον Διόδωρο) που δεν μπορούν να στηριχθούν σε ακτή για παράταξη μάχης, ίσως διαφύγει προκαλώντας μεγάλες απώλειες. Αλλά και να μη συμβεί αυτό, μπορεί να εξοκείλει στη Μεγαρίδα και να ενισχύσει με 80.000 άνδρες τον Κλεόμβροτο στα στενά του Ισθμού και στα οχυρά.

Δεν περιμένει άλλο. Τα πανιά που βλέπει δεν ξέρει αν είναι τα πρώτα ή τα τελευταία. Και αν δεν το ξέρει εκείνος, στο Αιγάλεω, που βλέπει απέναντι τον ελληνικό στόλο στη Σαλαμίνα παραβεβλημένο, τι θα σκέφτηκαν οι ναύαρχοί του, τόσο απομονωμένοι, έξω από το νότιο στενό; Αν άφηναν την ευκαιρία, θα αποκεφαλίζονταν, αν την άρπαζαν, θα εξιλεώνονταν και θα δοξάζονταν. Ο περσικός στόλος εισέρχεται λοιπόν στο στενό για να καταδιώξει έναν εχθρό που φεύγει ή ετοιμάζεται να φύγει. Τα φοινικικά πλοία περνούν μεταξύ Ψυτάλλειας και Αττικής, ενώ τα ιωνικά μεταξύ Ψυτάλλειας και Σαλαμίνας. Όλοι εξορμούν, σε γιουρούσι, προς καταδίωξη, ο καθένας από τη θέση του. Να τι εμφανίζεται στις πηγές ως «αταξία».

Εξορμούν και βρίσκονται απέναντι στα ελληνικά έμβολα. Οι ταχύτεροι Φοίνικες διανύουν μια απόσταση προτού δουν τους Αθηναίους στο αριστερό να εξορμούν. Οι Αιγινήτες στο άκρο δεξί, πολύ εγγύτερα στους Ίωνες που έρχονταν από  πλησιέστερη θέση, επιτίθενται πρώτοι, καθώς βλέπουν το πλευρό του εχθρού. Έτσι επιτίθεται πρώτο το ελληνικό δεξί, επειδή οι Αιγινήτες στη δεξιά πτέρυγα έχουν τον εχθρό δίπλα τους. Αντίθετα, οι Αθηναίοι, αριστερά, τον έχουν αρκετά μακριά. Μέχρι να πλεύσουν εναντίον των Φοινίκων που είναι αγκιστρωμένοι στην αττική ακτή, οι τελευταίοι έχουν στρέψει 90 μοίρες και σχηματίζουν μια γραμμή μάχης.

Οι Αθηναίοι, βλέποντας αυτό, αρχίζουν να πλέουν όπισθεν. Δεν τους αιφνιδίασαν και δεν θέλουν να συγκρουστούν κοντά στην ακτή και τους Πέρσες τοξότες, ούτε να εκτείνουν διαγώνια τη γραμμή στα στενά, όπου ατυχία του δεξιού θα τους εκθέσει. Όσο πλησιέστερα στη Σαλαμίνα, τόσο ασφαλέστεροι οι ίδιοι, τόσο η εκ των ενόντων αναπτυχθείσα γραμμή των Φοινίκων θα δείξει τις αδυναμίες της και, τέλος, τόσο περισσότερο χώρο έχουν πίσω από τους Φοίνικες για να εκμεταλλευτούν πιθανή νίκη τους.

Τώρα ο περσικός στόλος, από δύο ευθείες παραλληλόγραμμες πορείες σε δύο άξονες εκτελεί μια στρέψη και επιτίθεται κατά μέτωπον. Για το ελληνικό σχέδιο, ο χώρος είναι απόλυτα σημαντικός, η τάξη το ίδιο, και βέβαια οι αποστάσεις. Αν ο Πλούταρχος έχει δίκιο (και εμείς μαζί του), ο αέρας που θα φυσήξει στο μέσο του στενού θα δημιουργήσει προβλήματα στους βαρβάρους αλλά μόνο αν αυτοί είναι στη σωστή θέση. Αλλιώς δεν θα πάθουν τίποτα, και αντίθετα, θα επηρεαστούν –λιγότερο– οι Έλληνες. Στο Αιγαίο το θέμα είναι μερικές δεκάδες μέτρα. Οι Αθηναίοι υποχωρούν για να φέρουν τους Φοίνικες στη σωστή θέση, τόσο ως προς την υποστήριξη όσο και ως προς τον αέρα.

Οι Αθηναίοι το παράκαναν στην υποχώρησή τους και φτάνουν σχεδόν επί της ακτής. Ο αέρας άργησε. Τώρα υπάρχει πολύς χώρος πίσω από τους Φοίνικες, και άλλες περσικές Μοίρες μπορούν να εισέλθουν από πίσω τους στο στενό και να αναπτυχθούν προς υποστήριξη. Την υποχώρηση αναστρέφει πρώτος ο Αμεινίας, είτε επειδή είδε έναν καλό στόχο, είτε επειδή θεώρησε ότι δεν πήγαινε άλλο. Μικρή υποχώρηση κάλυπτε το πλευρό των Αιγινητών, μεγαλύτερη το εξέθετε, μεγάλη καθυστέρηση άφηνε και άλλες περσικές δυνάμεις να μπορούν να εισέλθουν και να λάβουν θέσεις πίσω από τους Φοίνικες, αναιρώντας τα προβλήματα στη γραμμή μάχης των πρώτων.

Τώρα που οι Φοίνικες εκλύθηκαν πάνω στην ελληνική γραμμή, η προχειροφτιαγμένη δική τους δείχνει το μέγιστο της ανωμαλίας της, με  τοπικά αδύνατα σημεία.

Οι Αθηναίοι χτυπούν όπου βρίσκουν ευκαιρία. Όπου τα κενά είναι μεγάλα ή δύο πλοία των Φοινίκων έχουν στριμωχθεί και μπλέκουν τα κουπιά τους,  όπου ο αέρας γυρίζει ένα φοινικικό και το ορθοπλωρίζει με αποτέλεσμα να στρέψει παρειά ή πλευρό, οι Αθηναίοι επιτίθενται με τις τριήρεις τους σαν βέλη. Έτσι εξηγείται η διαφορετική αντίληψη για το ποιος άρχισε τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ένας Αιγινήτης την άρχισε στο νότο και ένας Αθηναίος στο βορρά. Θα μπορούσε, σε απόλυτους χρόνους, ο Αθηναίος να έχει προηγηθεί του Αιγινήτη, χωρίς να αλλάξει τίποτα στη διήγηση. Αρκούσε οι Ίωνες να βραδύνουν λίγο σε σχέση με τους Φοίνικες (ή, έστω, λίγο περισσότερο). Αλλά τότε δεν θα ίσχυε η ρήση του Αισχύλου, ότι οι Έλληνες επετέθησαν με προτεταμένο το δεξί.

Προτού συνεχίσουμε στην περιγραφή της μάχης, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε δύο σημεία: το πρώτο σημείο είναι ότι τα αθηναϊκά πλοία δεν εφόρμησαν όλα προς εμβολισμό. Γιατί τότε ένα στα δύο αντιμαχόμενα πλοία θα έπρεπε να έχει εμβολιστεί, και η μεγάλη διάρκεια της ναυμαχίας δεν δείχνει κάτι τέτοιο.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Τα πλοία στέκονταν, αντάλλασσαν πυρά εκηβόλων όπλων και ορμούσαν όταν υπήρχε ευκαιρία. Οι Έλληνες θα ήθελαν να αποφύγουν τη μάχη επιβίβασης, οι Πέρσες να την επιβάλλουν. Όταν ένα περσικό γάντζωνε ένα ελληνικό, τότε άλλα ελληνικά επετίθεντο στο πλευρό του για να το βυθίσουν με εμβολισμό ή ώστε οι επιβάτες του να αντιμετωπίζουν περισσότερους του ενός στόχους-απειλές. Αυτό εξηγεί την –ακατανόητη– αναφορά του Αισχύλου, που ήταν εκεί (στην αθηναϊκή παράταξη) και μιλούσε σε ωσαύτως παρόν ακροατήριο για το ότι τα ελληνικά στριφογύριζαν. Κρατούσαν τη γραμμή αλλά κατευθύνονταν όπου υπήρχε ανάγκη, όπου υπήρχε ευκαιρία.

Το άλλο σημείο στο οποίο πρέπει να δώσουμε έμφαση είναι στο να ανασκευάσουμε τη λανθασμένη άποψη πολλών (π.χ. του Ράδου) ότι ο ελληνικός στόλος στη Σαλαμίνα είχε κέντρο και δύο κέρατα. Αυτή η τάξη, που μας έχει εντυπωθεί από το Μαραθώνα και την έχουμε εμπεδώσει από τις Πλαταιές, δεν είναι η μοναδική δυνατή. Σε πολλές περιπτώσεις ένα στράτευμα είναι μονολιθικό, π.χ. στις Θερμοπύλες. Δεν υπάρχει δεξί, κέντρο και αριστερό. Υπάρχει και η διαίρεση σε δύο κέρατα χωρίς κέντρο, δεξί και αριστερό. Όχι κέντρο. Το ίδιο μάλλον έκανε και ο Επαμεινώνδας. Ο ελληνικός στόλος, λοιπόν, ιδίως στη Σαλαμίνα αλλά πιθανόν και στο Αρτεμίσιο, ήταν χωρισμένος σε δύο διοικήσεις: το αριστερό κέρατο των Αθηναίων, υπό τον Θεμιστοκλή, και το δεξί, όπου βρίσκονταν όλοι οι άλλοι.

Ο Ηρόδοτος το λέει σαφώς, αναφέροντας κέρας των Αθηναίων και κέρας των Λακεδαιμονίων. Δεν υπήρχε ξεχωριστό κέντρο. Δεν είναι δυνατόν να θεωρούμε τα 180 αθηναϊκά πλοία -λίγο λιγότερα από το ήμισυ στη Σαλαμίνα και λίγο περισσότερα από το ήμισυ στο Αρτεμίσιο- ως μια πτέρυγα από ένα σύνολο τριών τμημάτων. Τα 16 πλοία της Σπάρτης δεν είναι «δεξιά πτέρυγα», με τους υπόλοιπους συμμάχους κέντρο και τους Αθηναίους αριστερή πτέρυγα. Όλοι οι σύμμαχοι είναι δεξιά πτέρυγα.

Ο σημαντικός ρόλος του Αδείμαντου μάλιστα μας ωθεί να συμπεράνουμε ότι είχε ειδική εξουσία στη δεξιά πτέρυγα, αντίστοιχη αυτής του Θεμιστοκλή στην αριστερή, και ο Ευρυβιάδης ήταν ο γενικός αρχηγός. Αυτά βέβαια στο Αρτεμίσιο, καθώς στη Σαλαμίνα ο Αδείμαντος μάλλον έλειπε σε ειδική αποστολή. Οι Λακεδαιμόνιοι δεν αποτελούν το ένα κέρας, αλλά διοικούν το ένα κέρας, αυτό στο οποίο μετέχουν, μαζί με όλους τους άλλους, πλην Αθηναίων. Οι Αθηναίοι αποτελούν και φυσικά διοικούν το άλλο κέρας. Δεν υπάρχει κέντρο. Τα πλοία της Αθήνας είναι όλα υπό ενιαία διοίκηση.

Ο Ηρόδοτος είναι σαφής: στο κέρας των Αθηναίων έχουν επιτεθεί οι Φοίνικες, στο κέρας των Λακεδαιμονίων οι Ίωνες. Και αυτοί είναι όσοι βάρβαροι έλαβαν μέρος στην πρώτη φάση της ναυμαχίας. Κανείς άλλος. Οι Έλληνες χτύπησαν προτού μπει μέσα ο υπόλοιπος περσικός στόλος, ώστε να έχουν λίγα πλοία προς αντιμετώπιση. Το στριμωξίδι και η αταξία θα προκαλούνταν αν νικούσαν αυτά τα πλοία και τα έσπρωχναν πάνω στα άλλα. Ας εξετάσουμε τα νούμερα: οι Ίωνες είχαν 100 πλοία στην αρχή της εκστρατείας και οι Φοίνικες 300, δηλαδή το σύνολο ήταν 400.

Τα ελληνικά ήταν 380 συνολικά, 340 μετά την κίνηση του Αδείμαντου… Φυσικά τα ιωνικά και τα φοινικικά θα είχαν απώλειες από την καταιγίδα και τις ναυμαχίες, αλλά τα πληρώματα από το συμβάν της Σηπιάδας θα είχαν σωθεί και θα είχαν διατεθεί σε πλοία αναπλήρωσης. Ο χαρακτηρισμός «ιωνικά» βέβαια πολλάκις αναφέρεται και στα πλοία νησιωτών, Ελλησπόντινων, Αιολέων και Δωριέων, ενίοτε και Κάρτων.

Οι Σάμιοι τριήραρχοι που συλλαμβάνουν πλοία των Ελλήνων δεν είναι ακριβώς Ίωνες και βρίσκονται απέναντι από τα δωρικά και καρικά παράλια. Πάντως η φοινικική μοίρα υπερκαλύπτει τους Αθηναίους και αντιμετωπίζει και μερικά πλοία του ελληνικού δεξιού. Οι Αιγινήτες και οι Λακεδαιμόνιοι έχουν όμως μπροστά τους τους Ίωνες.

Οι Ίωνες είναι από τους πλέον δύσκολους αντιπάλους. Έχουν παρόμοια πλοία, παρόμοιες τακτικές και επιβατικό που αποτελείται από Οπλίτες (οι οποίοι είναι απολύτως ισοδύναμοι με τους αντιστοίχους της μητρόπολης) συν τα μαζικά περσομηδικά στοιχεία. Δεν είναι τυχαίο το ότι καταφέρνουν να συλλάβουν ελληνικά πλοία. Αντίθετα, οι Φοίνικες φαίνεται να έχουν πρόβλημα. Τα πλοία τους αντέχουν αρκετά στους εμβολισμούς (το θύμα του Αμεινία έμεινε σφηνωμένο στο έμβολό του και στην επιφάνεια για αρκετό χρόνο, το ίδιο και το πλοίο που είχε συλλάβει τον Πυθέα, δεν βυθίστηκε από το πλήγμα του εμβόλου και το ίδιο συνέβη και στη ναυαρχίδα του Αριαβίγνη κατά τον Πλούταρχο). Αλλά αυτό δεν αρκεί. Δέχονται πολλαπλά πλήγματα και βυθίζονται ένα προς ένα. Χωρίς ποτέ να σχηματίσουν σωστά γραμμή, τραβηγμένοι στα ρηχά στην εχθρική ακτή, άυπνοι και χωρίς Οπλίτες στα αγήματα επιβατών δέχονται τη μανία των Αθηναίων που ξέρουν ότι η πόλη τους κάηκε, οι θεοί τους εξευτελίστηκαν και οι συμπολίτες τους στην Ακρόπολη σφάχτηκαν.

Καθώς οι Ίωνες δέχθηκαν νωρίς της αιγινήτικη επίθεση, το ενιαίο μέτωπο δεν θα σχηματίστηκε ποτέ πλήρως και η φοινικική οπισθοφυλακή θα υπερεκτάθηκε. Κάπου εκεί, σε κάποιο σημείο της φοινικικής παράταξης, οι Αθηναίοι πέτυχαν, μετά από σκληρό αγώνα, ένα ρήγμα. Τα φοινικικά πλοία χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, άνισες. Η μία, η βόρεια, προς την Ελευσίνα, απωθήθηκε από τους Αθηναίους με ορμή προς την αττική ακτή και εξώκειλε. Οι τριήραρχοί της φώναζαν για την προδοσία των Ιώνων που δεν εισήλθαν γρήγορα στο στενό ώστε να δημιουργήσουν μια ισχυρή γραμμή. Είχαν τεχνικά δίκιο.

Η αποτυχία των Ιώνων στοίχιζε τη ναυμαχία. Αλλά δεν ήταν δικό τους σφάλμα. Ο Ξέρξης αποκεφάλισε τους κατήγορους βλέποντας, με το μάτι του βασιλιά γενναίων ανδρών, ότι οι Ίωνες πολεμούσαν, και είχαν επιτυχίες – πολλοί Ίωνες ήταν ιδεολογικά υπέρ της περσικής κατοχής και άλλοι θυμούνταν την απροθυμία των Σπαρτιατών και την προδοσία των Αθηναίων κατά την Ιωνική Επανάσταση και απέδιδαν τα ίσα και με τόκο. Οι Φοίνικες υποχωρούσαν. Ο Ξέρξης δεν έβλεπε με το μάτι του τακτικού. Και τι να δει άλλωστε;

Του αρκούσε ότι το δεύτερο φοινικικό τμήμα που προέκυψε από τη διάσπαση, πλαγιοκοπημένο από τις τριήρεις των Αθηναίων υποχωρούσε αρχικά προς ΒΑ, στις ακτές της Αττικής, αλλά οι Αθηναίοι το υπερκέρασαν (ιδίως μόλις εξώθησαν τα πλοία του άλλου τμήματος στην ξηρά) και το ανάγκασαν να υποχωρεί προς την είσοδο του στενού.

Τα πλοία από τις υπόλοιπες Μοίρες που είχαν μπει στο στενό και αναπτύσσονταν πίσω από τη φοινικική γραμμή έπεσαν σε σύγχυση, καθώς οι Αθηναίοι έσπρωξαν τους Φοίνικες επάνω στους αναπτυσσόμενους σε τάξη μάχης, και προκάλεσαν φοβερό μπέρδεμα. Όλοι μαζί συμπιέστηκαν πάνω στους νεοεισερχόμενους, που δεν είχαν προλάβει καν να αρχίσουν να αναπτύσσονται. Οι όγκοι των μπερδεμένων πλοίων με τα μπλεγμένα και σπασμένα κουπιά προσέφεραν καλό στόχο, όταν οι συγκρούσεις δεν κατέληγαν σε φίλιες καταβυθίσεις. Οι Αθηναίοι χτυπούσαν όπου έβρισκαν ευκαιρία.

Αυτή η φάση θα ήταν η πλέον μακροχρόνια και άγρια, αλλά η μάχη είχε ήδη κριθεί. Επρόκειτο για σφαγή πλοίων. Το πλαϊνό αθηναϊκό χτύπημα προκαλούσε φαινόμενο ντόμινο διαλύοντας με αταξία τα πλοία πίσω από το αρχικό μέτωπο και  πλήττοντας από το πλάι όσα διατηρούσαν το μέτωπο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Αθηναίοι κατέστρεφαν όσα πλοία αντιστέκονταν και όσα έφευγαν, και η περιγραφή ταιριάζει απόλυτα. Όπως οι Αθηναίοι σάρωναν τα περσικά μετόπισθεν, ο στροφέας, τα πλοία του ελληνικού κέντρου (για την ακρίβεια του δεξιού κέρατος) ωσαύτως προσαρμόζονταν και χτύπαγαν από το πλάι τους εχθρούς τους.

Χάρη στην ικανότητα αυτών των μικρών αποσπασμάτων –για την οποία ο Ηρόδοτος δεν λέει τίποτα αλλά η αξίωσή τους για το αριστείο γενναιότητας δείχνει ότι πολέμησαν σκληρά έναντι του αντιπάλου που τάχθηκε εμπρός τους και κράτησαν την ακεραιότητα του μετώπου, πιθανόν υπό αντίξοες συνθήκες καθώς ανήκαν σε διαφορετικά αποσπάσματα– η ελληνική παράταξη δημιουργεί ένα βρόγχο και οι Αθηναίοι αρχίζουν να πλησιάζουν τους Αιγινήτες από Βορρά. Η ναυαρχίδα του ιωνικού τμήματος του στόλου δέχεται επίθεση από 2-3 αθηναϊκά πλοία και καταστρέφεται, με τον Αριαβίγνη να σκοτώνεται πολεμώντας.

Σε αυτό το σημείο, οι Αιγινήτες έκαναν κάτι που μετέτρεψε τη νίκη σε θρίαμβο: εγκατέλειψαν τη θέση τους -καθώς  πλέον, λόγω της νίκης αλλά και της στροφής της ελληνικής παράταξης δεν δημιουργούνταν πρόβλημα στο δεξί πλευρό του υπολοίπου στόλου- και προωθήθηκαν στη γραμμή υποχώρησης του περσικού στόλου, είτε μεταξύ Ψυτάλλειας και Σαλαμίνας είτε πίσω από την Ψυτάλλεια, πάνω στην οδό υποχώρησης των Περσών προς Φάληρο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει «εν τω πορθμώ». Οι διώκοντες Αθηναίοι απωθούσαν τους Πέρσες (όσους δεν βύθιζαν) ως σφύρα πάνω στον άκμονα, δηλαδή τους Αιγινήτες.

Αν δεν ήταν τόσο λίγοι, θα είχαν διαλύσει τελείως το περσικό ναυτικό. Όντες λίγοι, έφτασαν σχετικά κοντά στο να το πετύχουν. Το πλοίο της Σαμοθράκης, που κατέληξε να υπερνικά δύο ελληνικά πλοία, ένα αθηναϊκό με εμβολισμό και ένα αιγινήτικο με ρεσάλτο ενώ είχε μόλις εμβολιστεί (από το αιγινητικό) μπορεί να ανήκε στις Μοίρες της Ιωνίας, αλλά πιθανότερο είναι να ανήκε στις Μοίρες Αιολίδας ή Ελλησπόντου ή νήσων ή ακόμη και στις θρακομακεδονικές Μοίρες που ήρθαν μετά την έναρξη της εισβολής. Επειδή δεν γνωρίζουμε πού ανήκε, δεν ξέρουμε και το κατά πόσο βρισκόταν στις πίσω γραμμές των περσικών πλοίων, που αναπτύσσονταν υπό την προστασία της αρχικής των Ιώνων και Φοινίκων, και έπεσαν σε σύγχυση όταν αυτές υποχώρησαν.

Το γνωστό περιστατικό της Αρτεμισίας που, καταδιωκόμενη από ελληνικό πλοίο, εμβόλισε φίλιο, αυτό του Κάρα βασιλίσκου Δαμασίθυμου της Καλύνδου, δείχνει μερικά ενδιαφέροντα σημεία. Η Αρτεμισία με αυτόν τον τρόπο γλίτωσε την καταδίωξη του Αμεινία, ο οποίος θεώρησε το πλοίο ελληνικό που είχε αυτομολήσει από τους Πέρσες. Ο Ξέρξης, αναφώνησε «οι γυναίκες μου έγιναν άνδρες» επειδή νόμισε ότι εμβόλισε ελληνικό πλοίο. Αυτό σημαίνει ότι στη φάση και την περιοχή εκείνη η συμπλοκή ήταν με τέτοια γεωμετρία που οι θέσεις και οι πορείες εχθρών και φίλων ήταν συγκεχυμένες, κάτι που σημαίνει προφανώς καταδίωξη υποχωρούντος με συγκλίνουσες δυνάμεις.

Επίσης σημαίνει ότι τα ελληνικά και τα καρικά πλοία έμοιαζαν, και βυθίζονταν γρήγορα, αφού το πλοίο του Δαμασίθυμου βυθίστηκε αύτανδρο και αμέσως, σε αντίθεση με αρκετά φοινικικά. Επιπλέον σημαίνει ότι τα καρικά πλοία (και η Αρτεμισία και ο Δαμασίθυμος είναι από την Καρία) εισήλθαν στη ναυμαχία, αλλά προφανώς καθυστερημένα και πίσω από την πρώτη γραμμή Φοινίκων και Ιώνων και δεν μπόρεσαν να προσφέρουν, αφού βρέθηκαν κατευθείαν από παράταξη πορείας (γραμμή παραγωγής;) στη μέση υποχώρησης και καταδίωξης.

Το κείμενο του Διόδωρου μιλά για αντίσταση των φοινικικών και των κυπριακών πλοίων στους Αθηναίους, που, μόλις κάμπτεται, τα ακολουθούντα πλοία Κιλίκων, Λυκίων και Παμφύλων, ενώ αρχικά αντιστέκονταν, εγκαταλείπουν τον αγώνα. Ο Διόδωρος μάλλον πρέπει να ερμηνευτεί με διαφορετικό τρόπο από τον απλό, ότι μετά τα φοινικικά πλοία ακολουθούσαν και τα υπόλοιπα, ως περσικό «κέντρο». Είναι περίεργο ο Ηρόδοτος σε αυτό να κάνει λάθος και να συνυπολογίζει τους Κύπριους στους Φοίνικες ή/και στους Ίωνες. Πρέπει να αντιληφθούμε τα εξής σημεία: ο Διόδωρος δεν αναφέρει αυτά τα πλοία για να δικαιολογήσει τους ισχυρισμούς και τις επιτιμήσεις Αρτεμισίας και Μαρδονίου, όπως λένε μερικοί, διότι οι Λύκιοι λείπουν από τις μαύρες λίστες των ανωτέρω προσωπικοτήτων.

Οι Κίλικες είχαν χάσει τα πλοία τους στο Αρτεμίσιο, αλλά η φύση της απώλειας (αιφνιδιαστικά εν όσω ήταν μεθορμισμένα) επέτρεψε τη σωτηρία των πληρωμάτων και την επάνδρωση πλοίων αναπλήρωσης απωλειών από τις γέφυρες του Ελλήσποντου. Και, το βασικότερο, οι Κύπριοι και οι υπόλοιποι δεν ήταν μετά (αριστερά) από τους Φοίνικες στην πρώτη γραμμή, αλλά ΠΙΣΩ από τους Φοίνικες, σε επόμενες γραμμές. Έτσι συγκλίνουμε με τις παρατηρήσεις του Αισχύλου. Η στρέψη των Φοινίκων από γραμμή παραγωγής σε γραμμή μετώπου και η πλεύση κατά των Αθηναίων άφησαν χώρο για ανάπτυξη και άλλων περσικών Μοιρών που εισέρχονταν με τον ίδιο τρόπο.

Σε γραμμή παραγωγής ήταν πίσω από τους Φοίνικες, επί του αυτού ίσως άξονα, αλλά σε γραμμή μετώπου άνοιξε ο χώρος και ήταν παράλληλα παραταγμένοι με τους Φοίνικες. Οι Κύπριοι φαίνεται ότι μέχρι ενός βαθμού πρόλαβαν να παραταχθούν προτού καταρρεύσει τελείως η φοινικική άμυνα, αλλά οι υπόλοιποι, όχι, και περιέπεσαν εξαρχής σε σύγχυση. Με τον τρόπο αυτό ερμηνεύεται ακόμη καλύτερα το συμβάν με την Αρτεμισία και οι διηγήσεις Ηροδότου, Διόδωρου και Αισχύλου συμπίπτουν.

Καθώς ο περσικός στόλος αποσυρόταν με φοβερή αταξία προς Φάληρο, ο ελληνικός δεν καταδίωκε πέραν ορισμένης γραμμής. Αυτή ήταν σαφώς πέρα από την Ψυτάλλεια. Ο Αριστείδης, στο φυσικό του ρόλο, επικεφαλής Οπλιτών στην ξηρά, που υποστήριζαν τον ελληνικό στόλο, παρέλαβε αρκετούς από αυτούς (ας θυμηθούμε ότι ήταν οι μεσήλικοι, άνω των 30, ήτοι όλοι βετεράνοι του Μαραθώνα) και πέρασε στην Ψυτάλλεια, όπου εξόντωσε την περσική φρουρά. Δεν γνωρίζουμε το μέγεθος αυτής, αλλά θα επρόκειτο για εξαιρετικά αξιόπιστους άνδρες για να εγκατασταθούν σε τόσο νευραλγική και απομονωμένη θέση.

Το πώς ακριβώς πέρασε ο Αριστείδης δεν το γνωρίζουμε. Πιθανώς με πολεμικά, και υποστηριζόμενος από τους Αθηναίους τοξότες. Πιθανώς με βάρκες ή με εμπορικά. Πιθανώς να χρειάστηκε αρκετή ώρα βομβαρδισμού με βέλη από τους Κρήτες τοξότες. Οπωσδήποτε όμως προκάλεσε μια σοβαρή απώλεια, έσωσε αρκετούς Έλληνες και κατέστρεψε ένα ενοχλητικό σημείο στηρίγματος που θα είχε σημασία σε περίπτωση συνέχισης των συγκρούσεων την επόμενη ή την ίδια μέρα. Χτυπημένα ελληνικά πλοία που παρασύρονταν από το ρεύμα δεν θα αποδεικνύονταν τάφοι για τα πληρώματά τους.

Εν γένει, καθώς οι Έλληνες κράτησαν την αρχική φάση της ναυμαχίας, με την άγρια αντίσταση, κοντά στη Σαλαμίνα, τα πληρώματά τους σώζονταν κολυμπώντας στη γεμάτη με Οπλίτες φίλια ακτή. Αντίθετα, οι Πέρσες, και όσοι ακόμη γνώριζαν κολύμπι (π.χ. Φοίνικες) είτε κολυμπούσαν στην ελληνική ακτή, όπου τους περίμεναν τα δόρατα των εξαγριωμένων και ξεσπιτωμένων Αθηναίων, είτε κατέληγαν στο βυθό.

Η αττική ακτή ήταν αρκετά μακριά και η Ψυτάλλεια το ίδιο, ενώ αργότερα μεταξύ φίλιας ακτής και ναυαγών υπήρχαν οι τριήρεις με τους μανιασμένους επιβάτες. Οπλίτες και τοξότες – αλλά και ερέτες, που χτυπούσαν με τα κουπιά ό,τι κινούνταν. Πιθανώς οι Πέρσες για αποφυγή αποστασιών και ανταρσιών να εφάρμοζαν κάποιο είδος δεσμού στα ερετικά των αναξιόπιστων συμμάχων τους, αν και η ομηρία των γενέθλιων πόλεων ήταν γενικώς αρκετά ισχυρό κίνητρο για να υπακούσουν.

Τι είχαν γίνει οι Κορίνθιοι με τον εριστικό Αδείμαντο; Η αθηναϊκή κακοπιστία εξαγριώνει και τον ίδιο τον Ηρόδοτο, που αναφέρει ότι οι Αθηναίοι τον κατηγορούν για δειλία, και ότι επανήλθε όταν η ναυμαχία είχε κριθεί, αλλά οι άλλοι Έλληνες υποστηρίζουν, όπως και οι Κορίνθιοι, ότι διακρίθηκε και αυτός και η πόλη του. Το ενεπίγραφο μνήμα δείχνει ότι πολέμησε και δεν περιορίστηκε στο να παρακολουθεί τα αιγυπτιακά πλοία. Πότε πολέμησε; Στη φάση της καταδίωξης, όταν επανήλθε –προφανώς– στο στενό και η ναυμαχία είχε κριθεί; Ίσως.

Υπήρχαν στόχοι για όλους σε αυτή τη φάση. Όμως ο Μαρδόνιος μετά τη ναυμαχία αναφέρει στον Ξέρξη ότι Φοίνικες, Κύπριοι, Κίλικες και Αιγύπτιοι απέτυχαν, προσπαθώντας να εξαιρέσει τους Πέρσες (που απλώς… κατασφάχτηκαν στην Ψυτάλλεια και απέτυχαν ως αγήματα εμβολής).

Εκτός από τους Φοίνικες, που συνετρίβησαν, όλοι οι άλλοι περιλαμβάνονταν και στη Μαύρη Λίστα της Αρτεμισίας. Εδώ ο Ηρόδοτος, που δίνει έμφαση σε θέματα που αφορούν στους Αιγύπτιους, δεν αναφέρει τίποτα. Άρα δεν μετείχαν στην πρώτη και κύρια ναυμαχία, ενώ και ο Ηρόδοτος, που αναφέρει και άλλα πλοία να μετέχουν, εκτός από φοινικικά και ιωνικά, επίσης δεν τους αναφέρει: είναι στα βόρεια, η αποκοπή του Ξέρξη.

Αν συνδυάσουμε αυτή την έλλειψη με την αναφορά του Μαρδόνιου σε αυτούς (που μπορεί να απηχεί μεν αυτή της Αρτεμισίας με την προσθήκη των Φοινίκων, που συνετρίβησαν, αντί των Παμφύλων, που και να υπήρχαν, ο αριθμός τους ήταν αμελητέος, αλλά από την άλλη μπορεί και να είναι ακριβής) με το επίγραμμα για τον Αδείμαντο και τους Κορίνθιους και τις πληροφορίες του Διόδωρου, φτάνουμε σε άλλο συμπέρασμα: και οι δύο δυνάμεις είχαν καθαρά ρόλο συγκράτησης. Οι Αιγύπτιοι είχαν πρόβλημα διότι επιτηρούσαν με την έξοδο, αλλά δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν, επειδή και οι δύο ακτές, Μέγαρα και Σαλαμίνα, ήταν αναφανδόν εχθρικές.

Για το λόγο αυτό ο Αδείμαντος με 40 πλοία μπορούσε να τους κρατήσει να μην επιτεθούν από βόρεια. Αλλά σε κάποιο σημείο πρέπει να συνεπλάκησαν, καθώς από το Αιγάλεω το επιτελείο του Ξέρξη θα τους έκανε κάποιο σήμα για να κινηθούν ώστε να βοηθήσουν, είτε επαναλαμβάνοντας το γύρο της Σαλαμίνας (απίθανο, χρονοβόρο και επικίνδυνο μπροστά στα κορινθιακά έμβολα) είτε διασπώντας την κορινθιακή γραμμή (πολύ πιθανότερο).

Οι Κορίνθιοι είχαν απώλειες, όπως φανερώνει το επίγραμμα που έστησαν με αθηναϊκή άδεια, αλλά κράτησαν το μέτωπο, και για το λόγο αυτό επέστρεψαν όταν τελείωσε η ναυμαχία. Είχαν εκτελέσει το καθήκον τους μέχρι την τελευταία στιγμή και επέστρεψαν μόνο όταν το θέμα είχε λήξει.

Με τη δύση του ηλίου οι Έλληνες έχουν διακόψει την καταδίωξη, αποσύρουν τα ναυάγια για να περισώσουν ό,τι είναι χρήσιμο και, για να ελευθερώσουν το χώρο ναυσιπλοΐας από παγίδες, μαζεύουν τους νεκρούς και ετοιμάζονται για τον επόμενο γύρο. Γρήγορες επισκευές και θεραπεία και ξεκούραση. Οι Αιγινήτες με τον ελιγμό τους είχαν μετατρέψει σε θρίαμβο την αποφασιστική νίκη. Όλοι, χαρούμενοι για τη νίκη, ετοιμάζονταν για τον επόμενο γύρο που θα ήταν εξίσου δύσκολος: ο βασιλιάς είχε πολλά πλοία ακόμη, ίσως όσα και εκείνοι, και αυτή τη φορά δεν θα έκανε τα ίδια λάθη.

Ο Ξέρξης από την άλλη μεριά, έβλεπε τα πράγματα ως είχαν. Οι απώλειες ήταν τέτοιες, που από το στόλο του δεν περίμενε τίποτα. Μεγαλύτερο πλήγμα από όλα όμως ήταν αυτό στο ηθικό. Χωρίς το στόλο, είχε ηττηθεί και στην ξηρά. Είχε ερημώσει τα πάντα, και η χερσαία οδός δεν μπορούσε να τον ανεφοδιάζει. Μπορούσε να αποκοπεί και να πεινάσει, ίσως και να εξοντωθεί, όπως ο Κύρος ο Μέγας ή ο Δαρείος.

Η αυτοκρατορία μπορεί να διαλυόταν. Το τελευταίο που του χρειαζόταν ήταν να δει την επόμενη μέρα τους Έλληνες στο Φάληρο να επιτίθενται στο στόλο που του έμεινε, όπως έκαναν στο Αρτεμίσιο. Δεν ήξερε πόσο ακριβώς είχαν οι ίδιοι κατανοήσει τη νίκη τους. Μεγαλοφυώς και με πείσμα, δίνει στα πλοία του εντολή να είναι έτοιμα για νέο γύρο.

Το ηθικό θα ήταν άθλιο, αλλά οι δήμιοι μπορούσαν να επιβάλλουν την πειθαρχία. Και, στο μεταξύ, έφερνε φοινικικές ολκάδες γιαλό-γιαλό, κάτω από την προστασία των βελών του στρατού, για να κάνει ανάχωμα και να προσβάλλει τη Σαλαμίνα διά ξηράς.

Αφού η ναυμαχία αποδείχθηκε ένα φιάσκο και έμαθε με σκληρό τρόπο ότι ούτε στο στόλο μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη, ο Ξέρξης αποφάσισε ότι έπρεπε να φύγει. Με αυτά που είχε δει, απλά δεν μπορούσε να κερδίσει. Η Αρτεμισία τιμήθηκε διότι είχε κρίνει ορθά και είχε περιγράψει ακριβώς και με παρρησία την κατάσταση – όσον αφορά το ναυτικό, γιατί όσον αφορά το στρατό ξηράς αγνοούσε την κακή του κατάσταση.

Ως δείγμα τιμής και εμπιστοσύνης, ο Ξέρξης της δίνει να μεταφέρει στην Έφεσο και στην ασφάλεια τα παιδιά του, την υποθήκη επιβίωσης του Οίκου του, ενώ εκείνος θα εκτελέσει το δύσκολο και άχαρο καθήκον της απεμπλοκής. Της έχει ήδη  ζητήσει τη γνώμη για την απαγκίστρωση, και αυτή του λέει ότι καλό είναι να επιστρέψει αρκούμενος στη μέχρι τότε επιτυχία του, την ερήμωση των Αθηνών.

Ο πολυπράγμων και μεγαλαυχών Μαρδόνιος, που περιμένει υποδειγματική τιμωρία αφού ό,τι συμβουλή έχει δώσει έχει αποδειχτεί λάθος (και ως εκ τούτου, η δυσμένεια του Δαρείου μετά το 492 π.Χ. φαίνεται να δικαιώνεται) έχει αντιρρήσεις: ας αφήσουν τον ίδιο εκεί, με στρατό δικής του επιλογής, να τελειώσει κατά την ίδια ή έστω κατά την επόμενη εκστρατευτική περίοδο, τη «βρωμοδουλειά» και ο βασιλεύς να σπεύσει στον οίκο του να διασφαλίσει την τάξη. Η Αρτεμισία που πληροφορείται αυτό από τον Ξέρξη συμφωνεί, και ο Ξέρξης το ίδιο, αλλά ο Μαρδόνιος, που πρότεινε επίθεση στον Ισθμό, μόλις του ανατίθεται το έργο ούτε που διανοείται να βρεθεί απέναντι στους ερυθροχίτωνες του Κλεόμβροτου. Θα ακολουθήσει τον Ξέρξη μέχρι τη Θεσσαλία, για να επιλέξει το στρατό του.

Μετά από αυτή τη φιλική συζήτηση, με το Μαρδόνιο να αποβιβάζει τη νύχτα της ναυμαχίας και να κρατά τους Αιγύπτιους επιβάτες και τις αποστολές να έχουν ανατεθεί, η Αρτεμισία αποπλέει και ο Ξέρξης οργανώνει την επόμενη ημέρα. Αρχίζει την επιχείρηση επιχωμάτωσης.

Όταν φάνηκε ότι η επιχωμάτωση δεν πηγαίνει πολύ καλά, με τον ελληνικό στόλο και τους τοξότες να δημιουργούν τεράστια προβλήματα (πιθανόν όντως αυθημερόν), ο Ξέρξης έλαβε την απόφασή του. Ο στόλος, που ήταν σε ετοιμότητα, έλαβε διαταγή απόπλου από το Φάληρο με το πρώτο σκοτάδι, όταν ο ελληνικός στόλος, κουρασμένος από τις επιχειρήσεις περίσχεσης της επιχωμάτωσης θα αναπαυόταν, ευρισκόμενος όμως σε εγρήγορση, έτοιμος για αναχαίτιση περσικής νυχτερινής επίθεσης. Κάνοντας πανιά, ο περσικός στόλος μπορούσε να κερδίσει τουλάχιστον 12 ώρες σε προβάδισμα προς τον Ελλήσποντο. Ο περσικός στρατός έμεινε στρατοπεδευμένος για να διατηρήσει τη φυσιογνωμία του μετώπου.

Το επόμενο πρωί οι Έλληνες, που επιτηρούσαν τον περσικό στόλο, κατάλαβαν τι έχει γίνει κι όρμησαν προς καταδίωξη, μέχρι την Άνδρο.

Σκέψεις & Συμπεράσματα

Οι Έλληνες επανήλθαν στη Σαλαμίνα για να συγκεντρώσουν και να μοιράσουν τα λάφυρα, κάνοντας θυσίες στους θεούς, δίνοντας το ορισμένο μερίδιο και αφιερώνοντας τρόπαιο. Κατόπιν, έχοντας αφιερώσει τρεις συλληφθείσες τριήρεις της Σιδώνας –μία στο Σούνιο, όπου ο ναός του Ποσειδώνα στην Αττική και το σημείο «τροπής» του εχθρού οίκαδε, μία στη Σαλαμίνα, όπου νίκησαν, και μία στον Ισθμό, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι αντιπρόσωποι και παρακαλούσαν τον Ποσειδώνα– απένειμαν τα Αριστεία.

Οι Σπαρτιάτες φρόντισαν να απονεμηθεί το συλλογικό στην Αίγινα, προς μεγάλη απογοήτευση των Αθηναίων. Αν η νίκη στη Σαλαμίνα ήταν όντως επίτευγμα κυρίως αθηναϊκό, το ότι ήταν συντριπτική  οφειλόταν εν πολλοίς στην παρατολμία των Αιγινητών να αναπτύξουν τα λίγα πλοία τους εκτός θέσης και να αποκόψουν –ή έστω να καθυστερήσουν– την υποχώρηση πολλών περσικών πλοίων.

Ο Θεμιστοκλής θα τιμηθεί με αριστείο φρόνησης από τη Σπάρτη και με δευτερείο ανδρείας από όλους τους στρατηγούς στον Ισθμό. Ο Αμεινίας, ο αδελφός του Αισχύλου, θα θεωρηθεί ο αριστεύσας, έχοντας αρχίσει την επίθεση που έκρινε τη ναυμαχία, έχοντας καταδιώξει την Αρτεμισία και πλήξει το πλοίο του Αριαβίγνη, και μαζί με αυτόν ο Πολύκριτος από την Αίγινα, προφανώς διακριθείς στην κίνηση αποκοπής.

Η θυσία του Λεωνίδα, η ευρύνοια του Ευρυβιάδη και η μεγαλοφυία του Θεμιστοκλή έστησαν τη σκακιέρα στη Σαλαμίνα για την κίνηση ματ στις Πλαταιές.