Ο αρχαίος κόσμος θεσμοποίησε κατά καιρούς διάφορους τρόπους εκτέλεσης των εγκληματιών: οι Βαβυλώνιοι την πυρά, τον πνιγμό και τον ανασκολοπισμό, οι Πέρσες τη σταύρωση, οι Εβραίοι το λιθοβολισμό και τη σταύρωση, οι Αιγύπτιοι τον ανασκολοπισμό, την πυρά, τον πνιγμό, τον απαγχονισμό, τον αποκεφαλισμό και ίσως τη σταύρωση, οι Έλληνες, κυρίως, το λιθοβολισμό, τον κατακρήμνισμα, το δηλητήριο και τον «αποτυμπιανισμό».
Ήδη από τους πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους, σε πoλλές Ελληνιστικές πόλεις, ο λιθοβολισμός έπαψε να αποτελεί νόμιμο τρόπο εκτέλεσης κακοποιών πού η ίδια η πολιτεία καταδίκαζε σε θάνατο. Όπου εξακολούθησε να εφαρμόζεται αποτελούσε μάλλον ποινή υπαγορευμένη και εκτελούμενη από μία κοινωνική ομάδα, παρά κύρωση θεσμοθετημένη και εφαρμοζόμενη από το κράτος.
Στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, όσοι καταδικάζονταν από τα δικαστήρια σε θάνατο, εκτελούνταν είτε με κώνειο, είτε με κατακρημνισμό, είτε τέλος με «αποτυμπανισμό». Ή δηλητηρίαση των καταδίκων με κώνειο άρχισε να εφαρμόζεται προς το τέλος τού 5ου αιώνα πχ , στους κατάδικους πού έμελλε να πιουν το κώνειο έλυναν τα δεσμά τη μέρα της θανάτωσης, έτσι ώστε ο μελλοθάνατος να μπορεί αν θέλει να λουστεί και να αποχαιρετήσει τούς δικούς του.
Περισσότερο παρά τρόπος εκτέλεσης, η δηλητηρίαση συνιστά παρότρυνση σε αυτοκτονία, για λόγους επιείκειας, και ο νεκρός παραδίνεται στους συγγενείς του για ταφή. Στην εκτέλεση με κατακρημνισμό, πού εκτός από την Αθήνα εφαρμοζόταν στη Σπάρτη, στους Δελφούς, στην Κόρινθο, ίσως στην Ίλίδα και τη Θεσσαλία, ο καταδικασμένος σπρωχνόταν από το ύψος ενός ψηλού βράχου στον γκρεμό, στο βάραθρο ή όρυγμα στην Αθήνα, στον Καιάδα στη Σπάρτη, στους Κόρακες ατή Θεσσαλία.
Ο τρόπος αυτός εκτέλεσης εφαρμοζόταν μάλλον στα πολιτικά και θρησκευτικά εγκλήματα, όπως εξάλλου και το κώνειο, και συνεπαγόταν απαγόρευση ταφής τού καταδίκου. ο κατακρημνισμός δεν αναφέρεται μετά το 406 πχ και το καινούριο όρυγμα πού άνοιξαν οι ‘Αθηναίοι τον 4ο αιώνα πχ χρησίμευε μάλλον για να ρίχνουν τα πτώματα των καταδίκων. ο τρίτος τρόπος εκτέλεσης των καταδίκων, ο «αποτυμπανισμός» , αναφέρεται από τούς κλασικούς συγγραφείς με τρόπο λακωνικό.
Πουθενά δε διασώθηκε περιγραφή για τον τρόπο με τον οποίο γινόταν. Σύμφωνα με τούς μεταγενέστερους λεξικογράφους, η εκτέλεση γινόταν με το τύμπανων ή τύπανον, ξύλινο θανατικό εργαλείο τού δημίου. Οι παλιοί γραμματικοί και σχολιαστές, αναγνωρίζοντας ενεργητική σημασία Στη λέξη τύμπανων, δέχονται ότι ο αποτυμπανισμός είναι ή θανάτωση δια τυμπάνου, ερμηνεία πού δεν αμφισβητήθηκε από τούς ιστορικούς και τούς αρχαιολόγους μέχρι το 1923.
Αν ο Παύλος Πολάκης διαγραφεί από τον ΣΥΡΙΖΑ και ιδρύσει δικό του κόμμα, θα το ψηφίζατε;
- Ναι (41%, 6.209 Votes)
- Όχι (45%, 6.789 Votes)
- Ίσως (10%, 1.459 Votes)
- Δεν ξέρω / Δεν απαντώ (4%, 651 Votes)
Σύνολο ψήφων: 15.108
Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας τού αιώνα μας, οι αρχαιολόγοι Κουρουνιώτης και Πελεκίδης αποκάλυψαν στην περιοχή τού Φαληρικού Δέλτα αρχαίο νεκροταφείο πού εντυπωσίασε τούς ερευνητές της εποχής για την πυκνότητά του. Ανάμεσα στους 86 τάφους πού ανασκάφηκαν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα πολυανδρία των πρώιμων αρχαϊκών χρόνων, όπου τάφηκαν 17 άνδρες χωρίς κανένα κτέρισμα. Κάθε σκελετός είχε γύρω από το λαιμό, τα χέρια και τα σφύρα των ποδιών ένα σιδερένιο κλοιό με αιχμηρές απολήξεις. Στις απολήξεις των κλοιών βρέθηκαν υπολείμματα ξύλου.
Από το γεγονός αυτό συμπεραίνει κανείς ότι κάθε νεκρός ήταν ξαπλωμένος πάνω σε μία σανίδα, πλάτους 0,50-0,55, πάνω στην όποία είχε ακινητοποιηθεί με τούς κλοιούς πού περιέβαλαν τα άκρο και το λαιμό και οι οποίοι ήταν καρφωμένοι πάνω στη σανίδα. για ποίο όμως λόγο έγινε αυτή η κλοιοδεσία των 17 ανδρών:
Όπως ε{ναι τελείως απίθανο να έγινε μετά θάνατο, θα πρέπει να δεχτούμε ότι η δέσμευση έχει σχέση με τον τρόπο θανάτωσης των ανδρών αυτών, ο ένας μάλιστα από τούς οποίους είχε στο στήθος του μία χάλκινη αιχμή βέλους ενώ οι περισσότεροι είχαν σπασμένα τα οστά τού προσώπου ή τού κρανίου; Ε{ναι φανερό ότι δεν θανατώθηκαν ούτε με κώνειο ούτε με κατακρημνισμό.
Στα 1923, ο τότε έφορος αρχαιοτήτων Αττικής Α. Κεραμόπουλλος απέδειξε με μία διεθνώς αναγνωρισμένη μελέτη του ότι το πολυανδρία τού Φαλήρου μάς αποκαλύπτει τον πιο διαδεδομένο νόμιμο τρόπο εκτέλεσης εγκληματιών από τούς προσολώνειους χρόνους μέχρι τον 4ο αιώνα Π.Χ. με τη μαρτυρία των αρχαίων κειμένων, κυρίως ενός αποσπάσματος από τις Θεσμοφοριόζουσες τού Αριστοφάνη (στ. 930 έπ.), ο Α. Κεραμόπουλλος απέδειξε ότι ο άποτυμπανισμός ισοδυναμεί με το θάνατο επί της σανίδος (Θεσμ. στ. 938, 942, 1028: προς θάνατον δείται έπί της σανίδος. Ήρόδοτος 5, 72: την άπί θανάτω κατάδεσιν).
Επομένως το τύμπανων απ’ όπου προέρχεται ο άποτυμπονισμός, το ξύλινο θανατικό εργαλείο τού δημίου, σύμφωνα με τον ορισμό των σχολιαστών και των λεξικογράφων, δεν είναι παρά μία σανίδα ή σε παλιότερες εποχές ένας κορμός δέντρου.
Ονομάστηκε και ξύλον επειδή ήταν ξύλινη ή ακόμα πεντεσύριγγον ξύλον από τούς πέντε κλοιούς πού στήριζαν το σώμα τού καταδίκου στη σανίδα. Ή διαδικασία θανάτωσης ήταν η έξης: Πάνω σε μία πλατιά και γερή σανίδα, όπως πρέπει να ήταν αυτές τού Φαλήρου, ξάπλωναν τον κατάδικο, γυμνό, όπως ακριβώς σταυρώνονταν από τούς Ρωμαίους οι καταδικασμένοι σε θάνατο.
Στη συνέχεια, καθήλωναν τον κατάδικο με πέντε ήλους , δηλ. κλοιούς πού περιέβαλαν τα άκρα και το λαιμό και καρφώνονταν γερά στη σανίδα. Μετά την ακινητοποίηση τού σώματος, η σανίδα στηνόταν όρθια και στερεωνόταν στο έδαφος έτσι ώστε ο κατάδικος έκρέματο (‘Ησύχιος και Φώτιος τουμπανίζεται ξύλω πλήσσεται, έκδέρεται και κρέμαται).
Είναι πιθανό λοιπόν, προτού ανορθωθεί η σανίδα, ο κατάδικος να μαστιγωνόταν ή να ραβδιζόταν, όπως γινόταν η φραγγέλωση στη ρωμαϊκή σταύρωση.
Για το λόγο αυτό έπρεπε ο κατάδικος να είναι γυμνός. Αφού η σανίδα στηνόταν όρθια, φύλακες φρουρούσαν μη και κανείς αποπειραθεί να απελευθερώσει τον άποτυμπανιζόμενο ή μη θελήσει να συντομεύσει το μαρτύριό του επισπεύδοντας το θάνατό του. Φαίνεται όμως ότι το μαρτύριο τού καταδίκου δε σταματούσε εδώ.
Τα κακοποιημένα οστά των νεκρών τού Φαλήρου δείχνουν ότι αφού καθηλώνονταν στη σανίδα, οι κακούργοι λιθοβολούνταν, έτσι ώστε διαμελισμένοι και κακοποιημένοι να μη μπορούν να πάρουν εκδίκηση μετά θάνατο.
Η συνήθεια αυτή αποτελεί ίσως συμβολικό κατάλοιπο άλλων εποχών, όταν η εκτέλεση των καταδίκων γινόταν με λιθοβολισμό. Ταυτόχρονα όμως οι πέτρες πού ρίχνονταν στους άποτυμπανιζομένους θυμίζουν το σημερινό ανάθεμα, χάρη σ’ αυτές οι κακούργοι αντετίθεντο και ως εκ τούτου κατέχονταν από τούς χθόνιους θεούς χωρίς κίνδυνο να ξαναγυρίσουν Στη γη. δεν υπήρχε έτσι φόβος να ξαναεμφανιστούν Στη ζωή, σαν τούς καταχανάδες της σημερινής Κρήτης, δηλαδή τούς κακοβαφτισμένους, τούς κακοβαμμένους ή τούς ανθρώπους πού διαπράξανε όσο ζούσαν πολλά ανομήματα, οι όποίο σηκώνονται νύχτα από τον τάφο τους και εμφανίζονται μαζί με τούς δαίμονες.
Δεν αποκλείεται αντί να καρφωθεί με τούς κλοιούς στη σανίδα, να ήταν δυνατό να δεθεί ο κατάδικος πάνω στο τύμπανο ή στο σταυρό. Όμως, η συμβολική δύναμη τού μετάλλου, σιδήρου ή χαλκού, είτε είναι κλοιός είτε καρφί, όχι μόνο είναι ισχυρότερη και διαρκέστερη από τού σχοινιού αλλά και έχει μεγάλη αποτροπιαστική δύναμη (Σχολ. Όδυσ. Λ. 48 κοινή τις παρά άνθρωπος εστίν ύπόληψις, ότι νεκροί και δαίμονες σίδηρον φοβουνται). Ή αγχόνη, η καρατόμηση, ο κατακρημνισμός, η πυρά ή ο πνιγμός είναι φιλάνθρωποι θάνατοι σε σύγκριση με τον άποτυμπανισμό.
Ακόμα και η ρωμαϊκή σταύρωση, οδυνηρότερη εξαιτίας τού καρφώματος των ακρών, συνεπάγεται γρηγορότερο θάνατο λόγω της απώλειας αίματος. το μαρτύριο τού άποτυμπανιζόμενου ξεπερνά κάθε περιγραφή. Γυμνός καθηλωμένος με τούς κλοιούς πάνω στην όρθια σανίδα, όλο το βάρος τού σώματός του έπεφτε προς τα κάτω, με συνέπεια οι κλοιοί να πιέζουν τις κνήμες, τις ώλένες και το κάτω σαγόνι.
«Αν οι κλοιοί των άκρων είναι χαλαροί, όλο το βάρος πέφτει στο λαιμό και συνθλίβεται το κάτω σαγόνι. Στις οδύνες αυτές πρέπει να προστεθούν η πείνα, η δίψα, το κρύο, η ζέστη, τα έντομα και τα όρνεα, οι μολύνσεις, η γάγγραινα, μαρτύρια πού μπορούσαν να διαρκέσουν πολλές μέρες. Ποία όμως ήταν τα εγκλήματα πού επέσυραν για το δράστη την ποινή τού αποτυμπανισμου: Σύμφωνα με την επικρατέστερη γνώμη, δεν ήταν ούτε τα πολιτικά ούτε τα θρησκευτικά εγκλήματα , στις περιπτώσεις αυτές η εκτέλεση γινόταν είτε με κώνειο είτε με κατακρημνισμό.
Με αποτυμπανισμό εκτελούνταν οι κακούργοι, κατηγορία στην οποία περιλαμβάνονταν, κατά τον Αριστοτέλη (Αθηναίων πολιτεία 52 1): κλέπται, άνδραποδισταί, λωποδύται, τοιχωρύχοι και βαλαvτιoτόμοι (τσαντάκηδες) και ενδεχομένως οι φονιάδες. Αν συλληφθούν έπ’ αύτοφόρω, όλοι αυτοί οι εγκληματίες οδηγούνται χωρίς ανάκριση κατ’ ευθείαν στο δικαστήριο των Ένδεκα. Εφ’ όσον ομολογούν την πράξη τους ακολουθεί συνοπτική διαδικασία και εκτελούνται αμέσως.
Ή συνοπτική αυτή διαδικασία, η απαγωγή, αποτελεί κατάλοιπο της πανάρχαιας ιδιωτικής απονομής της δικαιοσύνης και εκδίκησης, όταν το ίδιο το θύμα ή οι συγγενείς του συνελάμβαναν το δράστη και τον εκτελούσαν αμέσως, χωρίς την επέμβαση των κρατικών οργάνων. Οι νεκροί τού Φαλήρου ανήκαν επομένως στην κατηγορία των κακούργων. Όμως το γεγονός ότι τάφηκαν συγχρόνως 17 εγκληματίες καθιστό απίθανο να πρόκειται για κλέφτες. για τον Α. Κεραμόπουλο πρόκειται για πειρατές πού έπέδραμαν στις αττικές ακτές -παρόμοιες επιδρομές ήταν συνηθισμένες πριν από τούς χρόνους τού Σόλωνα.
Αποκρούοντας την επιδρομή, οι Αθηναίοι τούς συνέλαβαν και τούς εκτελέσανε με τον απάνθρωπο αυτό τρόπο. ο λιθοβολισμός καΙ ο κατακρημνισμός των καταδίκων είναι ένας τρόπος εξάλειψης τού μιάσματος πού γεννά ένα έγκλημα θρησκευτικού κυρίως χαρακτήρα, ένα άγος.
Ή θανατική εκτέλεση στις περιπτώσεις αυτές δεν αποσκοπεί στο φυσικό αφανισμό του ενόχου, αλλά έχει θρησκευτική χροιά. Πρώτα απ’ όλα αποβλέπει στον εξαγνισμό της κοινωνικής ομάδας από την ευθύνη τού αίματος πού θα χυθεί.
Έπειτα, η βίαιη αποπομπή στο θάνατο ενός ανάξιου και καταραμένου μέλους της ομάδας μπορεί να θεωρηθεί πράξη ευσέβειας τόσο από μέρους της συγκεκριμένης ομάδας όσο και από την πλευρά τού καταδικασμένου ο οποίος εγκαταλείπεται στο έλεος των θείων δυνάμεων. Τελείως διαφορετική είναι η περίπτωση των κακούργων. Ή εκτέλεσή τους οδηγεί σε θάνατο τελείως διαφορετικό από το θάνατο με κατακρημνισμό των ενόχων θρησκευτικού ή πολιτικού εγκλήματος. Ο αποτυμπανιζόμενος εκτίθεται στη δημόσια θέα σαν αντικείμενο αποστροφής και χλευασμού, το οποίο πρέπει να υποφέρει με κάθε τρόπο.
Αποτελεί συνάμα και ένα μέσο εκφοβισμού: Η αγωνία είναι πιο παραδειγματική από ένα πτώμα.