Πριν από 117 χρονιά έλαβε χώρα η μεγαλύτερη φυσική καταστροφή στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Ο λόγος για τον φονικό σεισμό στο Σαν Φρανσίσκο το 1906 που μαζί με την εκτεταμένη πυρκαγιά που ακολούθησε, κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης.
Από κάθε καταστροφή όμως βγαίνει και κάτι και στην προκειμένη περίπτωση, το συμβάν αυτό βοήθησε στο να αναπτυχθεί η σεισμολογία και να ερευνηθούν κάποια φαινόμενα.
Ο σεισμός εκδηλώθηκε λίγο μετά τις 05:00 τα ξημερώματα της 18ης Απριλίου του 1906 και είχε διάρκεια 48 δευτερόλεπτα. Το επίκεντρο της ισχυρής σεισμικής δόνησης εντοπίστηκε στη θαλάσσια περιοχή του Σαν Φρανσίσκο, 3 χιλιόμετρα μόλις δυτικά της πόλης. Το μέγεθος της υπολογίζεται ότι ήταν μεταξύ 7,7 και 8,3 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και προκλήθηκε από το ρήγμα του San Andreas.
Το ρήγμα του San Andreas είναι ένα ηπειρωτικό ρήγμα μετασχηματισμού που αποτελεί μέρος του τεκτονικού ορίου μεταξύ της πλάκας του Ειρηνικού και της Βόρειας Αμερικής.
Ο σεισμός του 1906 ήταν τόσο σημαντικός γιατί άλλαξε εντελώς τον τρόπο με τον οποίο είδαμε την επιστήμη των σεισμών», είχε δηλώσει ο Richard Allen, σεισμολόγος στο Εργαστήριο Σεισμολογίας του UC Berkeley.
Παρά τις καταστροφές που προκάλεσε ο σεισμός, οι περισσότερες ζημιές στην πόλη προκλήθηκαν από έναν άλλο παράγοντα: τη φωτιά. Σύμφωνα με τον Allen, το κούνημα από τον σεισμό χτύπησε ξυλόσομπες, την κύρια πηγή θερμότητας για τα σπίτια εκείνη την εποχή. Αυτό προκάλεσε φωτιά από τις σόμπες που εξαπλόθηκε σε πολλά κτίρια.
«Επειδή το μεγαλύτερο μέρος της κατασκευής ήταν ξύλινο, η πόλη κάηκε»
«Επειδή το μεγαλύτερο μέρος της κατασκευής ήταν ξύλινο, η πόλη κάηκε», είπε. «Και από τη στιγμή που έχεις αρκετές από αυτές τις φωτιές, φυσικά, δεν είναι πλέον δυνατό να τις περιορίσεις και η φωτιά απλώς μεγαλώνει, μεγαλώνει και μεγαλώνει μέχρι να καεί ένα πολύ μεγάλο τμήμα της πόλης».Πολλά διδάγματα υπήρξαν μετά τον σεισμό του 1906. «Υπήρξε μια στροφή σε πιο στιβαρά κτίρια που ήταν και πιο πυρίμαχα και επίσης πιο ανθεκτικά στο κούνημα», είπε ο Allen. Τότε ο κόσμος παρατήρησε ότι τα λίγα κτίρια της πόλης που είχαν σκελετό από χάλυβα παρέμειναν όρθια. Έτσι, κατά τη διάρκεια της ανοικοδόμησης, νέα κτίρια κατασκευάστηκαν με χαλύβδινα κουφώματα και όχι με παραδοσιακά ξύλινα κουφώματα.
Η καταστροφή αυτή είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους περίπου 3.000 άνθρωποι.