Το 1944, επτά αιώνες αργότερα, ο ιαπωνικός λαός αντιμετωπίζει ένα μεγαλύτερο κίνδυνο από το Ναυτικό των ΗΠΑ. O «θείος άνεμος», όσο ισχυρός και αν ήταν, δεν θα μπορούσε να διαλύσει τα εχθρικά μεγαθήρια.
Οι επιχειρήσεις στο πεδίο των μαχών του Ειρηνικού είχαν ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό της ιαπωνικής Αεροπορίας. Σύμφωνα με στατιστικές, στις αερομαχίες και κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων σε ναυτικούς στόχους, οι Ιάπωνες χάνουν από 40% έως και 80% της δύναμής τους, χωρίς όμως να συμβαίνει κάτι ανάλογο στo συμμαχικό στρατόπεδο.
Παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες των ιθυνόντων, δεν μπορούσαν να ανατρέψουν την υπεροχή των Αμερικανών.
Στα μέσα του Οκτωβρίου του 1944 συνέβη ένα γεγονός που έδειξε στην ιαπωνική ηγεσία την πιθανή λύση και έθεσε ένα μεγάλο ηθικό ερώτημα.
Πρωταγωνιστής του εγχειρήματος ήταν ο υποναύαρχος Μαζαμπούμι Αρίμα, Διοικητής του 26ου Στολίσκου του 1ου Αεροπορικού Στόλου του Ναυτικού.
Στις 15 Οκτωβρίου, ο Αρίμα συγκάλεσε έκτακτο συμβούλιο στη βάση του στολίσκου στον αερολιμένα Κλαρκ των Φιλιππίνων, όπου ζήτησε από τη διοίκηση του στρατού να του παραχωρήσει την αεροπορική δύναμη, με σκοπό να οργανώσει επιχείρηση που θα έπληττε την αμερικανική ναυτική Μοίρα Task Group 38.
Το αίτημα γίνεται δεκτό από την στρατιωτική ηγεσία και ο Αρίμα αποφασίζει ότι η επιχείρηση θα διεξαχθεί σε δύο κύματα.
Το πρώτο κύμα εφορμά χωρίς αποτέλεσμα, ενώ στο δεύτερο κύμα η επίθεση θα γίνει από 13 βομβαρδιστικά Yokosuka D4Y Suisei, 16 καταδιωκτικά Mitsubishi A6M Zero-Sen και 70 καταδιωκτικά διαφόρων τύπων παραχωρημένα από τον στρατό, τα οποία αναμένουν σήμα για να απογειωθούν.
Ο υποναύαρχος Αρίμα τίθεται επικεφαλής του δευτέρου κύματος. Αντίθετα προς τους κανονισμούς, φορά την στολή του χειριστή και ανεβαίνει σε ένα από τα 13 Suisei.
Το μεσημέρι τα αεροσκάφη απογειώνονται με τέτοιο σχηματισμό, ώστε τα Zero-Sen να πετούν χαμηλότερα από τα βομβαρδιστικά για να τους παρέχουν προστασία.
Τα καταδιωκτικά του στρατού ακολουθούν πιο πίσω κατά σμήνη. Η ιαπωνική δύναμη γίνεται γρήγορα αντιληπτή από τις αμερικανικές δυνάμεις, και σε μικρό χρονικό διάστημα τα Hellcats απογειώνονται από τα αεροπλανοφόρα.
Η κατάσταση που επικρατεί είναι σωστή κόλαση για τους Γιαπωνέζους. Χάνουν το ένα αεροσκάφος μετά το άλλο, από τα πανίσχυρα Hellcats και την αντιαεροπορική άμυνα των πλοίων.
Τα βομβαρδιστικά Suisei θερίζονται και καταρρίπτονται όλα, εκτός από αυτό του υποναύαρχου Αρίμα, το οποίο βρίσκεται κρυμμένο μέσα σε ένα σύννεφο προσπαθώντας να αιφνιδιάσει το αεροπλανοφόρο «Φράνκλιν».
Βρίσκοντας την κατάλληλη ευκαιρία, εφορμά με όλο το φορτίο του και προσκρούει στη γέφυρα του αεροπλανοφόρου.
Η πυρκαγιά που ακολούθησε από την έκρηξη των βομβών και των δεξαμενών του αεροσκάφους προκάλεσε σοβαρές ζημιές στο αεροπλανοφόρο, με αποτέλεσμα να πάρει επικίνδυνη κλίση και να μείνει για αρκετό καιρό στη βάση επισκευών, απέχοντας από τα πεδία των μαχών.
Παρόμοια μεμονωμένα περιστατικά φανατικών πιλότων, που έγιναν ολοκαύτωμα εφορμώντας κατά αμερικανικών στόχων, συνέβησαν από τους πρώτους μήνες του πολέμου στο Ειρηνικό. Εκείνο, όμως, που κατάφερε ο Αρίμα ήταν να επιβεβαιώσει τα λόγια του εκφραστή της ιδέας των Καμικάζε, πλοιάρχου Ειικίρο Τζο.
Μετά την ήττα των Μαριάννων με τις τρομακτικές απώλειες για το Αυτοκρατορικό Ναυτικό, ο κυβερνήτης του αεροπλανοφόρου «Κιγιόντα», Ειικίρο Τζο, στέλνει επιστολή προς την Ανώτατη Διοίκηση αναφέροντας: «Δεν είναι πια καιρός να ελπίζουμε ότι θα καταστρέψουμε με τα συνηθισμένα μέσα τα αριθμητικώς πολύ υπέρτερα εχθρικά αεροπλανοφόρα. Παρακαλώ, λοιπόν, να συγκροτηθεί, το γρηγορότερο, ειδικό αεροπορικό σώμα, του οποίου οι πιλότοι θα ρίχνονται κατευθείαν πάνω στα εχθρικά πλοία. Του σώματος αυτού επιθυμώ να αναλάβω εγώ τη διοίκηση».
Ο υποναύαρχος Αρίμα έμαθε το περιεχόμενο της επιστολής του πλοιάρχου Ειικίρο και, βλέποντας τον άσκοπο θάνατο των υφισταμένων συναδέλφων του, παραμέρισε κάθε δισταγμό και αποφάσισε να πείσει την Ανώτατη Διοίκηση με τον δικό του τρόπο.
Η ίδρυση του πρώτου ειδικού αεροπορικού σώματος αυτοκτονίας
Αν και στους κύκλους των πιλότων του Αυτοκρατορικού Ναυτικού συζητιόταν με δέος το κατόρθωμα του Αρίμα, που άναψε τη φλόγα της αυτοθυσίας για τη σωτηρία της πατρίδας του ως νέος σαμουράι, κανείς από τους υψηλά ιστάμενους της Ανώτατης Ηγεσίας δεν τολμά να υλοποιήσει μια στρατηγική που να βασίζεται στην αρχή του υποχρεωτικού θανάτου.
Από την άλλη, οι αμερικανικές δυνάμεις σφυροκοπούσαν τις Φιλιππίνες όλο και περισσότερο, γνωρίζοντας ότι ήταν ίσως η βασικότερη πηγή πρώτων υλών της ιαπωνικής βιομηχανίας. Οι Ιάπωνες ήξεραν ότι, εάν χαθούν οι Φιλιππίνες, θα χανόταν και η Ιαπωνία. Η Ανώτατη Ηγεσία αποφασίζει να υπερασπίσει τις Φιλιππίνες με κάθε τρόπο βάζοντας σε εφαρμογή το Σχέδιο Σο-γκο (σχέδιο της νίκης). Ακόμη και σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο, η αυτοκρατορική ηγεσία σχεδιάζει τις αεροπορικές επιχειρήσεις με συμβατικό τρόπο.
Στις 17 Οκτωβρίου, δύο ημέρες μετά την ηρωική αυτοκτονία του υποναύαρχου Αρίμα, μεγάλη αμερικανική δύναμη συγκεντρώνεται στον κόλπο της Λέιτε. Το Σχέδιο Σο μπαίνει σε εφαρμογή. Μεγάλες ναυτικές δυνάμεις στέλνονται στην περιοχή. Ταυτόχρονα, ο αντιναύαρχος Τακτζίρο Ονίσι φθάνει στη Μανίλα και αναλαμβάνει τη διοίκηση του 1ου Στόλου.
Στις 19 Οκτωβρίου συναντάται με τον υποδιοικητή της 201ης Σμηναρχίας, Ασαΐκι Ταμάι, τον υπαρχηγό του 1ου Αεροπορικού Στόλου Ρικιχέι Ινογκούκι και τους διοικητές σμηναρχιών Γιοκογιάμα και Ιμπουσούκι.
Τους εξηγεί τη σοβαρότητα της κατάστασης και την πιθανή αποτυχία του Σχεδίου Σο, ανακοινώνοντάς τους ότι ο μόνος τρόπος για να σταματήσουν την προέλαση του εχθρού είναι η συγκρότηση επίλεκτων αεροπορικών μονάδων που θα συντρίβονται επί των στόχων. Ο Ταμάι και ο Ιμπουσούκι συμφωνούν με τον Ονίσι και του ζητούν να αναθέσει στη 201η Σμηναρχία τη δημιουργία της πρώτης ομάδας ειδικών αποστολών.
Η ειδική μονάδα που θα δρούσε μόνο για μία φορά, με σκοπό να καθηλώσει τα αμερικανικά αεροσκάφη στα αεροπλανοφόρα, ονομάσθηκε «Καμικάζε» και συγκροτήθηκε από 26 αεροσκάφη, από τα οποία τα 13 ήταν εξοπλισμένα με βόμβες των 250 lb και είχαν ως αποστολή να συντριβούν. Χωρίσθηκε σε 4 τμήματα με τα ονόματα «Σικισίμα», «Γιαμάτο», «Ασάχι» και «Γιαματζακούρα».
Οι χειριστές ήταν όλοι εθελοντές, γνήσια τέκνα της Ιαπωνίας, που θεωρούσαν υπέρτατη τιμή το να θυσιάσουν τη ζωή τους για την Ιαπωνία και τον αυτοκράτορα. Αξίζει να αναφέρουμε ότι οι εθελοντές ήσαν πολλοί περισσότεροι από τον αριθμό που χρειαζόταν για τη συγκρότηση του ειδικού σώματος.
Η δράση και οι αποστολές των Καμικάζε
Η πρώτη επιχείρηση των Καμικάζε πραγματοποιείται στις 23 Οκτωβρίου από τη βάση Τσεμπού χωρίς επιτυχία, διότι δεν βρήκαν τον εχθρό. Στις 25 Οκτωβρίου και ώρα 7:30 πραγματοποιούν νέα έξοδο, και 40 μίλια από το νησί Σιαργκάο το Σμήνος «Γιαμάτο» εντοπίζει την αμερικανική δύναμη «Taffy Group 1», αποτελούμενη από 4 αεροπλανοφόρα συνοδείας και 7 αντιτορπιλικά.
Ένα από τα 6 Zero-Sen του «Γιαμάτο» εφορμά κατά του αεροπλανοφόρου «Santee» και προσκρούει στο μπροστινό τμήμα της γέφυρας προκαλώντας τεράστιες ζημιές.
Το «Santee» λόγω των μεγάλων ζημιών έμεινε για αρκετό καιρό εκτός επιχειρήσεων. Ένα άλλο Zero-sen εφορμά κατά του «Πετρόφ-Μπέι», αλλά χτυπιέται από τα πυρά του «Suwanne». Ο πιλότος επαναφέρει το αεροσκάφος και συντρίβεται πάνω στο «Suwanee», το οποίο ακολουθεί την τύχη του «Santee».
Τα υπόλοιπα τέσσερα αεροσκάφη του τμήματος «Γιαμάτο» έπεσαν ηρωικά στο πεδίο της μάχης, χωρίς να προκαλέσουν κάποια σημαντική φθορά στον εχθρό.
Το τμήμα «Σικισίμα» εντοπίζει την αμερικανική ναυτική δύναμη «Taffy Group 3», ανοικτά της Λέιτε. Γρήγορα οι Ιάπωνες γίνονται αντιληπτοί από τα ραντάρ του εχθρού και 40 Hellcats απογειώνονται για να τους αναχαιτίσουν. Ο Γιακουχίτο Σέκι, επικεφαλής του τμήματος, εντοπίζει τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα και διατάσσει «τσιμακού» (κάθετη εφόρμηση αυτοκτονίας).
Το πρώτο Zero-Sen εφορμά κατά του «Κιτκούν Μπέι», αλλά αστοχεί και συντρίβεται περίπου 100 μέτρα από το πλοίο προκαλώντας μικρές ζημιές.
Δύο άλλα εφορμούν κατά του «White Plains», εκ των οποίων το ένα εκρήγνυται εν πτήσει και προκαλεί μεγάλες ζημιές στο «White Plains», ενώ το άλλο την τελευταία στιγμή κάνει ελιγμό και συντρίβεται πάνω στο αντιτορπιλικό «St.Lo».
Από την έκρηξη προκαλείται μεγάλη φωτιά που εξαπλώνεται στον χώρο αποθήκευσης των τορπιλών του πλοίου. Οι τορπίλες αναφλέγονται και σε λίγα λεπτά το πλοίο βυθίζεται. Τα υπόλοιπα δύο αεροσκάφη του τμήματος «Σικίμα» καταρρίπτονται από τα πυκνά πυρά του «White Plains».
Τα άλλα δύο τμήματα του πρώτου ειδικού σώματος, «Ασάχι» και «Γιαματζακούρα», ακολουθούν τα πλοία της ίδιας αμερικανικής ναυτικής δύναμης.
Ορισμένα εφορμούν κατά του «Κιτκούν Μπέι» χωρίς επιτυχία. Τέσσερα άλλα εφορμούν ομαδικά κατά του «Καλινίν Μπέι». Το ένα από αυτά βρίσκει τον στόχο και προκαλεί σημαντικές ζημιές. Στις 12:20 επιστρέφουν στο Τσεμπού μόνο τρία αεροσκάφη συνοδείας.
Πολλά από τα αεροσκάφη συνοδείας, αν και δεν έφεραν βόμβες, ακολούθησαν το παράδειγμα των «συναδέλφων» τους και συνετρίβησαν.
Παρά τα σχετικά καλά αποτελέσματα που κατάφεραν οι Καμικάζε στην αεροναυμαχία της Λέιτε, τα πλοία του Αυτοκρατορικού Ναυτικού και οι συμβατικές επιθέσεις αεροσκαφών βύθισαν μόνο 5 εχθρικά πλοία, ενώ οι απώλειες ανέρχονταν σε 26 πλοία, ανάμεσά τους και τα θωρηκτά «Γιαμασίρο» και «Φούσο», καθώς και 391 αεροσκάφη.
Οι επιτελείς αντιλαμβάνονται την παταγώδη αποτυχία του Σχεδίου Σο σε συνδυασμό με τη μεγάλη προσφορά των εθελοντών Καμικάζε και αποφασίζουν τη συγκρότηση νέων ειδικών σωμάτων αυτοκτονίας.
Τα επιτελεία του 1ου και του 2ου Αεροπορικού Στόλου συγχωνεύονται και Διοικητής τίθεται ο ναύαρχος Φουκουντόμε, Διοικητής του 2ου Στόλου.
Ο Ονίσι, ως νεότερος, αναλαμβάνει καθήκοντα υποδιοικητή. Αμέσως δημιουργούνται 4 νέα Σμήνη Καμικάζε από τους πιλότους της 701 Σμηναρχίας με τις ονομασίες «Κουγιού», «Σεΐκου», «Τζουνκού» και «Τζιρετσού». Τα ειδικά σώματα αυτοκτονίας είναι πλέον μια πραγματικότητα.
Στις 27 Οκτωβρίου, τα 4 Σμήνη επιχειρούν την πρώτη τους αποστολή και προκαλούν σοβαρές ζημιές στο ελαφρό καταδρομικό «Ντένβερ».
Σε σύσκεψη των υπευθύνων για τα ειδικά σώματα και των πιλότων συνοδείας αποφασίσθηκε ότι το κάθε Σμήνος θα έπρεπε να αποτελείται από τρία αεροσκάφη εφόδου και δύο συνοδείας. Επίσης, για τον τρόπο επίθεσης επικράτησαν δύο απόψεις:
1) Η εφόρμηση από μεγάλο ύψος, όπου αποφεύγονται τα πυρά της αντιαεροπορικής άμυνας του εχθρού και γίνεται καλύτερη επιλογή στόχου.
2) H χαμηλή πτήση για να μην γίνονται αντιληπτοί από τα εχθρικά ραντάρ, να ελαχιστοποιούν τον χρόνο επέμβασης των Hellcats και την τελευταία στιγμή να ανυψώνονται και να εφορμούν το πολύ από ύψος 2.500 ποδών.
Στην αρχή χρησιμοποιήθηκε η πρώτη μέθοδος με αρκετή επιτυχία, αλλά πολύ γρήγορα υιοθετήθηκε και η δεύτερη μέθοδος, η οποία σε μεγάλη συχνότητα χρησιμοποιήθηκε από τους Καμικάζε του Σέκι στο Σαμάρ. Για την επιτυχία της πρώτης μεθόδου θα έπρεπε οι πιλότοι να είναι ικανοί και με μεγάλη εμπειρία.
Οι έμπειροι πιλότοι, όμως, χρειάζονταν για τις συμβατικές επιχειρήσεις και την υπεράσπιση στρατηγικών σημείων πίσω από την πρώτη γραμμή.
Παρ’ όλα αυτά, χρησιμοποιήθηκαν και οι δύο μέθοδοι, με σκοπό τη δημιουργία λανθασμένων εντυπώσεων στον εχθρό για τον τρόπο δράσης τους.
Ο Ονίσι σε συνάντηση με την Ανώτατη Διοίκηση στο Τόκιο ενημερώνεται για την κρισιμότητα της κατάστασης και την σπουδαιότητα των Φιλιππίνων και προτείνει την υπεράσπισή τους αποκλειστικά και μόνο από τους Καμικάζε.
Η πρόταση γίνεται δεκτή, και περίπου 150 αεροσκάφη στέλνονται στους αερολιμένες Ταϊνάν και Ταϊκού για να εκπαιδευτούν οι νέοι Καμικάζε.
Παρά το μεγάλο αριθμό των εθελοντών, η επιλογή γίνεται με κριτήριο τη μικρή τους ηλικία και την έλλειψη οικογενειακών υποχρεώσεων.
Η εκπαίδευση των νέων Καμικάζε κάθε άλλο παρά επαρκής θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί. Διαρκούσε το πολύ δώδεκα ημέρες, με ελάχιστες ώρες πτήσης, λόγω της οικονομίας καυσίμων.
Το πιο δραματικό ήταν ότι αρκετοί από τους εκπαιδευόμενους προς το τέλος του πολέμου εκπαιδεύονταν σε ξύλινα ομοιώματα, λόγω έλλειψης καυσίμων και αεροπλάνων. Για τους περισσότερους, η τελευταία αποστολή τους ήταν και η πρώτη.
Είναι απόλυτα κατανοητό από τα προαναφερθέντα ότι τα νέα σμήνη των Καμικάζε δεν είχαν τις ίδιες δυνατότητες με τα πρώτα τμήματα, σίγουρα όμως πετύχαιναν πολύ καλύτερα αποτελέσματα από τις συμβατικές αεροπορικές επιθέσεις.
Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στα σημαντικότερα πλήγματα που επέφεραν οι Καμικάζε στον εχθρό, διότι είναι πρακτικά αδύνατο να αναφέρουμε όλες τις αποστολές τους. Πάντως, δεν υπήρξε σχεδόν ούτε μία μέρα της περιόδου που περιγράφουμε που να μην υπήρξε επιτυχημένη ή αποτυχημένη αποστολή Καμικάζε.
Μια σημαντική επιχείρηση των Καμικάζε πραγματοποιήθηκε στις 25 Νοεμβρίου, όταν 8 Καμικάζε και 4 αεροσκάφη συνοδείας από το Μαμπαλακάτ επισήμαναν την «Task Force 38».
Παρά την ισχυρότατη αντιαεροπορική ομπρέλα της ναυτικής δύναμης, οι 8 Καμικάζε κατάφεραν να προκαλέσουν τεράστιες ζημιές στα αεροπλανοφόρα «Έσεξ», «Ίντρεπιντ», «Χανκόκ» και «Καμπότ». Μικρότερης σημασίας αποστολές πραγματοποιούνται όλο το Δεκέμβριο.
Οι πολλές αποστολές αυτοκτονίας αποδυναμώνουν ακόμη περισσότερο την ήδη αιμορραγούσα Ιαπωνία, με αποτέλεσμα να υπάρχουν τρομακτικές απώλειες σε πιλότους και αεροπλάνα. Στις 5 Ιανουαρίου επισημαίνεται μεταξύ Μίντορο και Λουζόν μεγάλη εχθρική ναυτική δύναμη αποτελούμενη από 700 πλοία.
Στις 11:25 της ίδιας μέρας, μετά από υπεράνθρωπη προσπάθεια του τεχνικού τμήματος, απογειώνονται 35 Καμικάζε και 7 αεροσκάφη συνοδείας.
Συναντούν τα εχθρικά πλοία δυτικά της Λουζόν, ανοικτά της Ίμπα, στον κόλπο Σαν Φερνάνδο, όπου αντιμετωπίζουν αντιαεροπορικά πυρά μεγάλης ισχύος.
Καταφέρνουν να περάσουν και εφορμούν χτυπώντας τα αεροπλανοφόρα συνοδείας «Μανίλα Μπέι» και «Σέιβο Ατλάντικ», το καταδρομικό «Λούισβιλ», τα αντιτορπιλικά «Ντέιβιντ Τέιλορ», «Χελμ» και «Στάφορντ», το υδροπλανοφόρο «Όρκα» και το ρυμουλκό «Απάτσε». Την επόμενη μέρα, 29 Καμικάζε και 15 αεροσκάφη συνοδείας επιτίθενται στην ίδια δύναμη, προκαλώντας μεγάλες ζημιές στα θωρηκτά «Καλιφόρνια» και «Νιου Μέξικο», στα καταδρομικά «Μινεάπολη», «Λούισβιλ» και «Κολούμπια», σε πέντε αντιτορπιλικά, ένα ναρκοθετικό και ένα μεταγωγικό.
Οι επιθέσεις συνεχίζονται και τις επόμενες μέρες, προκαλώντας σοβαρά πλήγματα στα αεροπλανοφόρα συνοδείας «Κίτκουν Μπέι» και «Καντάσαν Μπέι», καθώς και στο ελαφρό καταδρομικό «Κολούμπια», με τρομακτικές όμως απώλειες. Ο Ονίσι, βλέποντας να εξαντλούνται οι αεροπορικές εφεδρείες των Φιλιππίνων, πείθει τον Φουκουντόμε να μεταφέρουν στη Φορμόζα τις βάσεις και την ενιαία διοίκηση των δύο στόλων.
Στις 10 Ιανουαρίου, το αρχηγείο εγκαταστάθηκε σε ένα ύψωμα κοντά στο Τακάο. Ουσιαστικά εδώ τελειώνει η δράση των Καμικάζε στις Φιλιππίνες, αν και τυπικά η τελευταία αποστολή πραγματοποιήθηκε στις 25 Ιανουαρίου. Συνολικά, στους τρεις μήνες που έδρασαν στις Φιλιππίνες, χρησιμοποιήθηκαν 421 Καμικάζε, εκ των οποίων οι 378 εκτέλεσαν την αποστολή τους, ενώ οι υπόλοιποι δεν βρήκαν τον στόχο τους.
Μαζί με τα καταδιωκτικά συνοδείας συνολικά χάθηκαν 480 αεροσκάφη, ενώ βύθισαν 16 πλοία και προκάλεσαν σοβαρότατες ζημιές σε άλλα 87.
Με την ολοκλήρωση της μεταφοράς των αεροπορικών δυνάμεων από τις Φιλιππίνες, τη φύλαξη ανέλαβαν οι χερσαίες δυνάμεις. Στη νέα βάση τα ειδικά σώματα αυτοκτονίας αναδιοργανώνονται, και στις 15 Ιανουαρίου 8 Καμικάζε και 4 αεροσκάφη συνοδείας απογειώνονται από τη βάση της Ταϊκού για την πρώτη τους αποστολή.
Κατά τη διάρκεια της αποστολής συναντώνται με αμερικανικά Hellcats και χάνουν ένα αεροσκάφος Καμικάζε και ένα συνοδείας. Στις 20 Ιανουαρίου συγκροτείται νέα μονάδα Καμικάζε με το όνομα «Νιιτάκα».
Στις 21 Ιανουαρίου το σμήνος Νιιτάκα, αποτελούμενο από 6 βομβαρδιστικά Suisei, 6 καταδιωκτικά Zero-Sen και 6 αεροσκάφη συνοδείας, ετοιμάζεται να απογειωθεί με σκοπό να πλήξει τον 3ο Αμερικανικό Στόλο που βρίσκεται σε απόσταση 200 μιλίων από τη βάση του.
Ξαφνικά, μεγάλη αμερικανική αεροπορική δύναμη περνά από πάνω τους, κατευθυνόμενη προς τη Φορμόζα. Οι εχθρικές δυνάμεις, μόνο στην Ταϊνάν βυθίζουν 10 ιαπωνικά πλοία και περισσότερα από 60 αεροσκάφη.
Το Σμήνος «Νιιτάκα» πλησιάζοντας τα πλοία του 3ου Στόλου αντιμετωπίζει πλήθος εχθρικών αεροσκαφών και πυκνών πυρών. Τέσσερα αεροσκάφη Καμικάζε καταφέρνουν να διασπάσουν τον κλοιό.
Τα δύο εφορμούν κατά του αεροπλανοφόρου «Τικοντερόγκα», ένα κατά του ελαφρού αεροπλανοφόρου «Λάνγκλι» και το άλλο κατά του αντιτορπιλικού «Μάντοξ». Εκτός του «Λάνγκλι», τα άλλα δύο πλοία υπέστησαν τεράστιες ζημιές, που τα ανάγκασαν να μείνουν αρκετό διάστημα εκτός επιχειρήσεων.
Στην επιστροφή τους, τα ελάχιστα αεροσκάφη του Σμήνους «Νιιτάκα» αντίκρισαν κυριολεκτικά καμένη γη μετά την «επίσκεψη» των εχθρικών δυνάμεων και χρειάστηκαν ακροβατικές ικανότητες για να προσγειωθούν στον σμπαραλιασμένο από τους βομβαρδισμούς διάδρομο.
Βλέποντας την απελπιστική κατάσταση που επικρατεί, η Ανώτατη Ηγεσία της Ιαπωνίας αποφασίζει στις 11 Φεβρουαρίου του 1945 την ίδρυση του 5ου Αεροπορικού Στόλου, με σκοπό να πλήξει τον εχθρό στο μέτωπο Οκινάβα – Ίβο Τζίμα. Τη διοίκηση αναλαμβάνει ο ναύαρχος Κιμπέι Τεραόκα και αμέσως συγκροτεί ειδικά σώματα αυτοκτονίας από τη δύναμη της 601ης Σμηναρχίας.
Το νέο τμήμα με την ονομασία «Μιτάτε» αποτελείται από πέντε σμήνη με συνολικά 32 αεροσκάφη.
Ακριβώς την επομένη η Αμερικανοί επιχειρούν κατά της νήσου Ίβο-Τζίμα. Οι αμερικανικές δυνάμεις υπερέχουν κατά πολύ των ιαπωνικών και όλοι γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει τρόπος να σταματήσουν την προέλαση των συμμάχων.
Ο ίδιος ο Τεραόκα θεωρεί ανώφελη τη δράση των Καμικάζε στην Ίβο-Τζίμα. Το Σμήνος «Μιτάτε» πραγματοποίησε ουσιαστικά μία μόνο αποστολή στις 21 Φεβρουαρίου.
Οι 32 Καμικάζε του Μιτάτε, πετώντας πάνω από την Ίβο-Τζίμα και αντικρίζοντας ηφαιστειογενές τοπίο από τους καπνούς της μάχης, παίρνουν διαταγή να επιτεθούν. Στις 17:00 δύο Καμικάζε, εκτελώντας άψογα τσεμπάκου, συντρίβονται σχεδόν ταυτόχρονα στη γέφυρα του «Σαρατόγκα». Αμέσως η αντιαεροπορική άμυνα των πλοίων ενεργοποιείται και πυκνά πυρά πλήττουν τους Καμικάζε.
Δύο χτυπημένα αεροσκάφη συντρίβονται πάνω στο «Μπίσμαρκ Σι», προκαλώντας από την έκρηξη μεγάλη φωτιά. Ένα άλλο αεροσκάφος εκρήγνυται στον αέρα, λίγα μέτρα πάνω από το αεροπλανοφόρο συνοδείας «Λούγκα Πόιντ», προκαλώντας του σημαντικές ζημιές. Άλλο ένα αεροσκάφος πέφτει πάνω στο «Σαρατόγκα» και τρία άλλα σε δύο αποβατικά και ένα μεταγωγικό.
Το «Μπίσμαρκ Σι» γίνεται παρανάλωμα του πυρός και σε λίγα λεπτά διαλύεται με μια γιγαντιαία έκρηξη και βυθίζεται μαζί με τους 350 άνδρες του πληρώματος. Το «Σαρατόγκα» έχασε περίπου 300 άνδρες και με βαρύτατες ζημιές κατέπλευσε προς το Περλ Χάρμπορ για επισκευές. Από το σμήνος «Μιτάτε» όλα τα αεροσκάφη χάθηκαν ηρωικά μαχόμενα, χωρίς να επιστρέψει στη βάση στο Κατόρι ούτε ένα αεροπλάνο συνοδείας.
Τον Μάρτιο του 1945 οι Αμερικανοί αρχίζουν συστηματικούς βομβαρδισμούς των ιαπωνικών πόλεων, ξεκινώντας από το Τόκιο με τα ιπτάμενα υπερφρούρια Β-29, με αποτέλεσμα τον θλιβερό απολογισμό των περίπου 130.000 θυμάτων. Η Ανώτατη Ηγεσία διατάσσει την εφαρμογή του Σχεδίου Ταν, με σκοπό να πλήξει την αμερικανική βάση Ουλίθι όπου επισκευάζονται τα μεγάλα αεροπλανοφόρα.
Από τον 5ο Στόλο συγκροτείται η ομάδα «Αζούσα» με 24 νέα ταχύτατα αεροσκάφη εξοπλισμένα με βόμβες των 800 κιλών.
Στις 11 Μαρτίου τα αεροσκάφη απογειώνονται με σκοπό να διανύσουν 3.000 χιλιόμετρα από τη βάση Κιούσου, για να βρουν και να πλήξουν τον στόχο τους.
Ο καιρός κατά την απογείωση είναι ιδανικός για την αποστολή, αλλά πάνω από το νησί Οκινοτόρι Σίμα τα δεδομένα αλλάζουν και ο ουρανός γεμίζει με μαύρα σύννεφα. Τα αεροσκάφη, προσπαθώντας να αποφύγουν την κακοκαιρία, αλλάζουν τη διαδρομή σπαταλώντας πολύτιμα καύσιμα. Μερικά προσγειώνονται στη Μινάμι Ντετοτζίμα, άλλα χάνονται στη δίνη της θύελλας και τελικά μόνο 11 με ελάχιστα καύσιμα καταφέρνουν να συνεχίσουν.
Φθάνοντας κοντά στο Ουλίθι εντοπίζουν από μακριά τις αμερικανικές εγκαταστάσεις, αλλά έχοντας διανύσει περίπου 4.000 μίλια πέφτουν το ένα μετά το άλλο στη θάλασσα από έλλειψη καυσίμου. Μόνο ένα, με σβηστούς τους κινητήρες, εφορμά χωρίς να γίνει αντιληπτό κατά του αεροπλανοφόρου «Ράντολφ» και συντρίβεται στη γέφυρα του πλοίου προκαλώντας μεγάλη πυρκαγιά.
Η αρνητική έκβαση του Σχεδίου Ταν και οι μεγάλες απώλειες αναγκάζουν τον Τερακόα να μην επιχειρήσει παρόμοιες αποστολές. Η Ναυτική Αεροπορία διαθέτει πλέον μόνο 2.100 αεροσκάφη διαφόρων τύπων, από τα οποία πολλά δεν έχουν ανταλλακτικά ή βρίσκονται καθηλωμένα από έλλειψη καυσίμων.
Ένα άλλο απεγνωσμένο όπλο που χρησιμοποιήθηκε ήταν η ιπτάμενη βόμβα ΟΧΚΑ (το όνομά της σημαίνει λουλούδι της κερασιάς). H ΟΧΚΑ ήταν μια κατευθυνόμενη βόμβα με εκρηκτικά 800 χιλιογράμμων, που μεταφέρονταν στον στόχο από ένα δικινητήριο Mitsubishi GAM, γνωστό στο συμμαχικό στρατόπεδο με το προσωνύμιο «Μπέτι».
Η πρώτη αποστολή πραγματοποιήθηκε στις 21 Μαρτίου με στόχο μεγάλο ναυτικό σχηματισμό που είχε επισημανθεί νοτιοανατολικά της Κιούσου. Στις 11:35, 16 Μπέτι με βόμβες ΟΧΚΑ, δύο αεροσκάφη συνοδείας και 30 Zero-Sen πλησιάζουν τον στόχο.
Οι Ιάπωνες είναι σίγουροι για την επιτυχία της αποστολής. Ξαφνικά εμφανίζονται 50 Hellcats, και τα αργοκίνητα Μπέτι θερίζονται όλα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, χωρίς τα Zero-Sen να προλάβουν να αντιδράσουν. Οι απώλειες είναι τρομακτικές. Ελάχιστα Zero-Sen επιστρέφουν, ενώ τα Hellcats δεν έχουν καμία απώλεια.
Παρά την παντελή αποτυχία της πρώτης αποστολής, ο ναύαρχος Ματόμε Ουγκάκι, Διοικητής όλων των αεροπορικών δυνάμεων του Ναυτικού της Κιούσου, διατάσσει τη συγκρότηση ειδικών σωμάτων αυτοκτονίας, που τα ονομάζει «Κικουσούι» (πλωτά χρυσάνθεμα), για να ενισχύσει το τελευταίο προπύργιο πριν την Ιαπωνία, την Οκινάβα, που την υπεράσπισή της έχει αναλάβει η 32η Στρατιά. Το παράδειγμα του ναυτικού ακολουθεί και ο στρατός, δημιουργώντας τα δικά του ειδικά σώματα αυτοκτονίας που τα ονομάζει «Τοκουμπέτσου» (ειδικός). Επίσης, ειδικά σώματα αυτοκτονίας συγκροτούν και οι 10ος και 3ος Αεροπορικός Στόλος.
Στις 18 Μαρτίου, 40 Καμικάζε από την Κανόγια και 8 από την Κοκουμπού επιχειρούν κατά εχθρικής ναυτικής δύναμης, προκαλώντας σοβαρές ζημιές στο αεροπλανοφόρο «Ίντρεπιντ».
Τελικά, στη βάση επιστρέφουν μόνο 18. Στο διάστημα 20-25 Μαρτίου καταφέρνουν πλήγματα στο αντιτορπιλικό «Χάλσι Πάουελ», στο υποβρύχιο «Νέβιλφις», σε ένα ναρκοβόλο και σε ένα αποβατικό.
Στις 26 Μαρτίου, τη στιγμή που Αμερικανοί επιχειρούν αποβατική ενέργεια σε νησίδα της Οκινάβα, περισσότεροι από 100 Καμικάζε απογειώνονται και χτυπούν το Θ/Κ «Νεβάδα», τα Α/Τ «Πόρτεφιλντ», «Ο Μπράιεν», «Κάλαγκαν» και «Φόουρεμαν», το ελαφρό καταδρομικό «Μπίλοξ», το ναρκοβόλο «Ντόλσι» και το ναρκαλιευτικό «Σκέρμις». Στις 29 Μαρτίου, Καμικάζε συντρίβεται στο βαρύ καταδρομικό «Ινδιανάπολις».
Την 1η Απριλίου Αμερικανοί πεζοναύτες καταφέρνουν να αποβιβασθούν σε ακτή της Οκινάβα. Μετά από λίγο, τρία Μπέτι με βόμβες ΟΧΚΑ πλήττουν το Θ/Κ «Γουέστ Βιρτζίνια» και τρία μικρά φορτηγά.
Στις 6 Απριλίου πραγματοποιείται η πρώτη μαζική επίθεση του «Κικουσούι», όπου απογειώνονται 80 Καμικάζε, 8 Μπέτι με βόμβες ΟΧΚΑ, 11 καταδιωκτικά συνοδείας και 160 Τοκουμπέτσου.
Από τα 358 αεροσκάφη που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση θα επιστρέψουν μόνο τα 41, καταφέρνοντας να βυθίσουν τα Α/Τ «Μπας» και «Κόλουμ», το ναρκοβόλο «Έμονς», ένα αποβατικό, καθώς και να προκαλέσουν βλάβες στο ελαφρύ καταδρομικό «Σαν Τζατσίνο» σε 12 Α/Τ, 1 ναρκοβόλο, 4 ναρκαλιευτικά και 2 μικρότερα σκάφη. Στις 7 Απριλίου προκαλούν ζημιές στο Θ/Κ «Μέριλαντ» και το αεροπλανοφόρο «Χανκόκ».
Στις 11 Απριλίου πλήττουν το Θ/Κ «Μισούρι» και το αεροπλανοφόρο «Εντερπράιζ».
Στις 12 Απριλίου εξαπολύεται δεύτερη μαζική επίθεση αποτελούμενη από 83 Καμικάζε, 9 Μπέτι με ΟΧΚΑ, 60 Τοκομπέτσου και 196 αεροσκάφη συνοδείας. Το αποτέλεσμα ήταν 330 ιαπωνικά αεροσκάφη να χαθούν στα νερά της Οκινάβα, καταφέρνοντας να βυθίσουν το Α/Τ «Μάνερτ Αμπέλε» και να πλήξουν το Α/Τ «Στάνλεϊ» και τα Θ/Κ «Τένεσι» και «Αϊντάχο».
Στις 14 Απριλίου, 76 Καμικάζε και 7 Μπέτι με Όχκα πλήττουν το Θ/Κ «Νέα Υόρκη» και 3 Α/Τ. Στις 16 Απριλίου, 126 Καμικάζε, 6 Μπέτι με ΟΧΚΑ, 23 Τοκουμπέτσου και αεροσκάφη συνοδείας αποδεκατίζονται. Χάνονται 110 αεροσκάφη, βυθίζοντας το Α/ Τ «Πρινγκλ» και προκαλώντας σοβαρές ζημιές στο αεροπλανοφόρο «Ίντερπιντ», το Θ/Κ «Μισούρι» και σε 4 μικρότερα πλοία. Στο διάστημα από τις 17 έως τις 22 Απριλίου επιχειρούν 87 Καμικάζε και επιστρέφουν μόνο 33.
Το πλήγμα που καταφέρνουν στον εχθρό είναι να βυθίσουν ένα ναρκαλιευτικό και να προκαλέσουν ζημιές σε 4 Α/Τ και 3 ναρκοβόλα.
Στις 28 και 29 Απριλίου, εξορμούν 90 Καμικάζε, 4 Μπέτι με βόμβες ΟΧΚΑ και 21 Τοκουμπέτσου. Μονάχα 22 επιστρέφουν στη βάση τους προκαλώντας μικρές ζημιές σε 6 Α/Τ, 3 ναρκοβόλα και 2 πλωτά νοσοκομεία. Στις 3 και 4 Μαΐου, 75 Καμικάζε απογειώνονται και πάλι από την Κιούσου.
Βουλιάζουν 3 Α/Τ και προκαλούν μικρές ζημιές στο αεροπλανοφόρο «Μπέρμιγχαμ», στο αεροπλανοφόρο συνοδείας «Σάνγκαμον» και σε 4 Α/Τ. Στις 24 και 25 Μαΐου πραγματοποιούνται επίσης μαζικές έξοδοι Καμικάζε, χωρίς όμως σημαντικές απώλειες για τον εχθρό. Στις 5 και 6 Ιουνίου χτυπούν το Θ/Κ «Μισισιπής», το βαρύ καταδρομικό «Λούισβιλ» και το αεροπλανοφόρο συνοδείας «Νατόμα Μπέι».
Τις επόμενες μέρες μέχρι την 21η Ιουνίου, που η Οκινάβα κυριεύεται από το στρατό των ΗΠΑ, οι Καμικάζε επιχειρούν πολλές εξόδους, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Η τελευταία καταβύθιση από Καμικάζε πραγματοποιήθηκε στις 28 Ιουλίου 1945, όταν ένα αεροσκάφος από Σμήνος Καμικάζε εφορμά και συντρίβεται στον πυργίσκο του κυβερνήτη του Α/Τ «Κάλαχαν», με αποτέλεσμα το πλοίο να βυθιστεί μέσα σε ελάχιστα λεπτά.
Στις 13 Αυγούστου από άγνωστο Καμικάζε χτυπιέται ελαφρά το φορτηγό «Λαγκράνζ».
Στις 15 Αυγούστου, ημέρα παράδοσης άνευ όρων της Ιαπωνίας, 11 αεροσκάφη Susei με τον Ουγκάκι ξεκινούν για την τελευταία τους αποστολή. Τέσσερα από αυτά προσγειώνονται λόγω μηχανικών βλαβών σε βάσεις κοντά στην Οκινάβα, που βρίσκονται ακόμη στην κατοχή της Ιαπωνίας.
Τα υπόλοιπα 7 μαζί με τον Ουγκάκι συντρίβονται στα παγωμένα νερά του νησιού, σε ένδειξη τιμής για τους αδικοχαμένους συντρόφους τους. Έτσι άδοξα τελείωσε η ηρωική, αλλά χωρίς τελικά αποτέλεσμα, δράση των Καμικάζε και των Τοκουμπέτσου.
Από τη δημιουργία τους στις 25 Οκτωβρίου 1944 μέχρι την τελευταία αποστολή τους στις 15 Αυγούστου του 1945, θυσιάστηκαν 4.615 χιλιάδες αεροπόροι των ειδικών σωμάτων από τους οποίους 2.630 ανήκαν στη Ναυτική Αεροπορία και 1985 στην Αεροπορία Στρατού.
Το Ναυτικό εξαπέλυσε συνολικά 298 μονοθέσιες κατευθυνόμενες βόμβες ΟΧΚΑ, που συνολικά βύθισαν 34 πλοία των συμμάχων και προκάλεσαν σοβαρές ζημιές σε άλλα 288.
Σίγουρα το ποσοστό είναι πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με τα αποτελέσματα των συμβατικών αεροπορικών επιθέσεων, αν εξαιρέσουμε βέβαια το τίμημα: 4.615 άνθρωποι θυσίασαν τη ζωή τους για ένα σκοπό χωρίς προοπτική. Μπορεί οι μαχητές του θείου ανέμου να μην κατάφεραν τελικά να σώσουν την Ιαπωνία, σίγουρα όμως απέδειξαν ότι ήταν άξιοι απόγονοι των θρυλικών Σαμουράι.
Υποβρύχια-νάνοι και άλλα όπλα αυτοκτονίας του Ναυτικού
Μετά τις πρώτες αποστολές των Καμικάζε εκδηλώνεται μια διάθεση συναγωνισμού κυρίως στο Ναυτικό, που επίμονα θέλει να συγκροτηθούν τμήματα αυτοκτονίας χρησιμοποιώντας υποβρύχια-νάνους. Τα υποβρύχια αυτού του τύπου χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στο Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκεμβρίου του 1941. Τα πρωτότυπα των υποβρυχίων-νάνων τύπου «Κο» κατασκευάσθηκαν το 1938 στα ναυπηγεία του Κουρέ.
Ουσιαστικά ήταν μικρογραφίες υποβρυχίων, με μήκος 24 μέτρα, μέγιστη ταχύτητα 19 κόμβους και 46 τόνους εκτόπισμα. Είχαν τη δυνατότητα πλεύσης με μέγιστη ταχύτητα 32 χιλιομέτρων ή με οικονομική ταχύτητα 2 κόμβων.
Η κίνηση δινόταν στην τετράφυλλη έλικα από έναν ηλεκτροκινητήρα 600 ίππων. Ο οπλισμός τους αποτελούνταν από δύο τορπίλες των 458 χλστ. και πλήρωμα δύο ανδρών.
Λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων τους δεν είχαν τη δυνατότητα πλεύσης σε ανοικτή θάλασσα, με αποτέλεσμα να μεταφέρονται από κανονικά υποβρύχια σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από τον στόχο. Ο τρόπος δράσης τους στηριζόταν στο ότι δεν γίνονταν εύκολα αντιληπτά από τον εχθρό και μπορούσαν να διαπερνούν εύκολα τα προστατευτικά πλέγματα των λιμανιών και να πλήττουν τα αγκυροβολημένα πλοία.
Μετά, το πλήρωμα θα έπρεπε να εγκαταλείψει το υποβρύχιο-νάνο και κολυμπώντας να επιστρέψει στο υποβρύχιο-μητέρα. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι, αν και το υποβρύχιο-νάνος δεν ήταν ακριβώς όπλο Καμικάζε, το πλήρωμα θα πρέπει να είχε σίγουρα τα ψυχικά αποθέματα ενός γνήσιου Καμικάζε, διότι στις περισσότερες περιπτώσεις ο θάνατος ήταν βέβαιος.
Η πιο επιτυχής ίσως αποστολή με υποβρύχια-νάνους πραγματοποιήθηκε το βράδυ της 30ής Μαΐου 1942 στο λιμάνι Ντιέγκο Σουάρεζ της Μαδαγασκάρης, με σκοπό να πληγούν τα αγγλικά πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι. Το αποτέλεσμα της επιχείρησης ήταν η καταβύθιση ενός πετρελαιοφόρου και μικρές ζημιές στο θωρηκτό «Ραμίρεζ». Σίγουρα μικρό κέρδος, αν αναλογιστεί κανείς ότι χάθηκαν αύτανδρα δύο υποβρύχια-νάνοι.
Χρησιμοποιήθηκαν σε αρκετές αποστολές στις Φιλιππίνες στο τέλος του 1944 και στις αρχές του 1945, χωρίς όμως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Ένας νεότερος τύπος υποβρυχίου-νάνου ή «μύγας», κατά το ιαπωνικό προσωνύμιο, ήταν ο τύπος «Οτσού» με μήκος 24,5 μέτρα, εκτόπισμα 50 τόνους, με δυνατότητα πλεύσης 650 χιλιομέτρων στην επιφάνεια και 220 χιλιομέτρων σε κατάδυση. Από τον τύπο αυτό προέκυψε ο τύπος «Χέι», με τριμελές πλήρωμα και με τη δυνατότητα μεταφοράς του από πλοίο.
Ο επόμενος τύπος «Κοριού» παρουσιάσθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 1944 και είχε πενταμελές πλήρωμα, μήκος 26,20 μέτρα, εκτόπισμα 60 τόνους, δυνατότητα πλεύσης 1.850 χιλ. στην επιφάνεια με 8 κόμβους ταχύτητα και 320 χιλ. σε κατάδυση με 4 κόμβους. Συνολικά κατασκευάσθηκαν 115 μονάδες, χωρίς να επιτύχουν κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα.
Το τελευταίο και πιο εξελιγμένο υποβρύχιο-νάνος ήταν ο τύπος «Κερίου», με κινητά φτερά ισορρόπησης, εκτόπισμα 19 τόνους και μήκος 17 μέτρα. Κατασκευάσθηκαν 20 μονάδες το 1945. Είχε δυνατότητα πλεύσης 830 χιλ. στην επιφάνεια της θάλασσας και 67 χιλ. σε κατάδυση με 3 κόμβους. Έφερε για οπλισμό δύο τορπίλες των 600 κιλών, αλλά δεν έλαβε ποτέ μέρος σε καμία επιχείρηση.
Παρ’ όλη την αυταπάρνηση των πληρωμάτων και τους διάφορους εξελιγμένους τύπους που κατασκευάσθηκαν, όπου και αν έδρασαν τα υποβρύχια απέτυχαν παταγωδώς.
Ένας άλλος τύπος όπλου Καμικάζε που χρησιμοποίησε το Αυτοκρατορικό Ναυτικό ήταν η κατευθυνόμενη τορπίλη «Κάιτεν». Εξελίχθηκε σε τέσσερις εκδόσεις, όπου η πιο εξελιγμένη είχε διμελές πλήρωμα, μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα 40 κόμβων, είχε χημικό κινητήρα υπεροξειδίου του υδρογόνου ισχύος 1.500 ίππων και έφερε εκρηκτικό φορτίο 1.800 κιλών τρινιτροτολουόλη.
Αν και το πλήρωμα θεωρητικά εγκατέλειπε την τορπίλη 50 μέτρα πριν τον στόχο, ο θάνατός του ήταν σίγουρος από το ωστικό κύμα της έκρηξης.
Στις 8 Νοεμβρίου 1944 συγκροτήθηκε η πρώτη μονάδα με «Κάιτεν», με την ονομασία «Κικουμίζου», και στη συνέχεια άλλες δύο, η «Καμπάγια» και η «Καμιτάκε». Οι τρεις ειδικές μονάδες με τις κατευθυνόμενες τορπίλες «Κάιτεν» έδρασαν από το Νοέμβριο του 1944 μέχρι και τον Ιούλιο του 1945, επιτυγχάνοντας καλύτερα αποτελέσματα από τα υποβρύχια-νάνους, χωρίς όμως να μπορούν να αντισταθμίσουν τις τεράστιες απώλειες ανθρώπων και υλικού.
Το τελευταίο όπλο αυτοκτονίας του Ναυτικού που χρησιμοποιήθηκε, ουσιαστικά ήταν πλοιάρια φορτωμένα με μεγάλες ποσότητες εκρηκτικής ύλης και έφεραν την ονομασία «Σίνγιο». Κατασκευάσθηκαν σε τρεις τύπους, εκ των οποίων οι δύο ήταν ξύλινοι με διαστάσεις 4,90μ. και 5,20μ., συνολικού βάρους 1.125 και 1.700 κιλών, με δυνατότητα ανάπτυξης 26 κόμβων και με δυνατότητα μεταφοράς 1,5 τόνου εκρηκτικής ύλης τρινιτροτολουόλης.
Ο τρίτος τύπος ήταν από ατσάλι με επένδυση αλουμινίου, με 5,50 μέτρα μήκος, βάρος 2.150 κιλά, ταχύτητα 30 κόμβων και δυνατότητα μεταφοράς 2 τόνων τρινιτροτολουόλης. Συνολικά κατασκευάσθηκαν 6.000 μονάδες με αποστολή να πλησιάζουν με μέγιστη ταχύτητα τα εχθρικά πλοία και να συντρίβονται πάνω τους.
Η πρώτη αποστολή τους πραγματοποιήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1945, όταν 70 «Σίνγιο» έπληξαν το αμερικανικό Ναυτικό στον κόλπο «Λινγκαγιέν» των Φιλιππίνων.
Στις 31 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε η τελευταία τους αποστολή στην ακτή Χαγκούσι της Οκινάβα, όπου ένα «Σίνγιο» κατάφερε να βυθίσει ένα αποβατικό σκάφος.
Η Ανώτατη Ηγεσία, βλέποντας τις χωρίς αποτέλεσμα θυσίες των αυτόχειρων χειριστών των «Σίνγιο», αποφάσισε να τους απομακρύνει από την ενεργό δράση και να τους χρησιμοποιήσει για την άμυνα των ακτών της Ιαπωνίας, σκέψη η οποία δεν υλοποιήθηκε ποτέ λόγω του βομβαρδισμού της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι.
Γενικά, εκτός μεμονωμένων περιπτώσεων, τα «Σίνγιο» απέτυχαν παταγωδώς στην αποστολή τους, όπως και τα «Κάιτεν» και τα υποβρύχια-νάνοι.
Το βασικό αίτιο της αποτυχίας των αποστολών με τα μέσα αυτά εντοπίζεται στην αδυναμία προσέγγισης του στόχου και στην κακή εκτίμηση της αποτελεσματικότητας του εχθρού.
Η Ανώτατη Αυτοκρατορική Διοίκηση, υποτιμώντας συνεχώς τον εχθρό και πιστεύοντας φανατικά στην πνευματική ανωτερότητα τον Ιαπώνων έναντι των αντιπάλων τους, θέλησε να ανατρέψει μια προδιαγεγραμμένη πορεία ήττας με τον χειρότερο τρόπο και τις περισσότερες απώλειες.