Κατά καιρούς, ο ρόλος του προσώπου πίσω από τον πρόεδρο έχει υποτιμηθεί ή και κάποιες φορές υπερτιμηθεί, ο θεσμός όμως αυτός καθαυτόν έχει εξελιχθεί και στις μέρες μας έχει γίνει πιο απαιτητικός.
Σε ζητήματα που αφορούν την εθνική ασφάλεια ή τη γεωπολιτική υπόσταση ενός κράτους, ο ρόλος πολλών κυβερνητικών παραγόντων θεωρείται καθοριστικός. Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας δεν είναι το μόνο πρόσωπο που έχει άμεση επιρροή στον πρόεδρο, παρόλο που, όπως έχει δειχθεί και παλαιότερα, οφείλει να είναι το alter ego του.
Αντ’ αυτού, το πρόσωπο αυτό οφείλει να συνεργάζεται αρμονικά με το επιτελείο του υπουργείου Εξωτερικών, καθώς επίσης και με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, διαχωρίζοντας με αυτό τον τρόπο τις αρμοδιότητές του.
Οφείλει να γίνει κατανοητό, πως, ενώ το υπουργείο Εξωτερικών είναι σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό εκτελεστικό όργανο των αποφάσεων του εκάστοτε προέδρου, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας βρίσκεται εντός, εκτός και επί τα αυτά, δρώντας στο χώρο επιρροής που βρίσκεται ανάμεσα στα διάφορα μέλη της κυβέρνησης και στον πρόεδρο. Η Ιστορία έχει δείξει πως οι σύμβουλοι εθνικής ασφάλειας κατά καιρούς δρούσαν με αυτόν τον τρόπο, όντας εξαίρετοι συνεργάτες κάποιου συγκεκριμένου προέδρου.
Παρά ταύτα, ενώ οι άνθρωποι αυτοί υπήρξαν χαρισματικοί υπηρετώντας κάτω από έναν πρόεδρο, οι ίδιοι σύμβουλοι αποδείχτηκαν μη αποτελεσματικοί κάτω από άλλους προέδρους, πράγμα το οποίο επαληθεύει το γεγονός της οντότητας του συμβούλου εθνικής ασφάλειας ως το alter ego του προσώπου που βρίσκεται στην εξουσία.
Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα θεωρείται ο ΜακΤζορτζ Μπάντι, ο οποίος διετέλεσε σύμβουλος εθνικής ασφάλειας υπό τους προέδρους Τζον Κένεντι και Λίντον Τζόνσον. Ό,τι «δουλεύει» με έναν πρόεδρο, δεν είναι απαραίτητο να δουλεύει και με τον άλλο, ειδικά αν ο ένας πρόεδρος εστιάζει στην εξωτερική πολιτική και στα γεωστρατηγικά συμφέροντα και ο άλλος στο λεγόμενο housekeeping του κράτους.
Επιπρόσθετα παραδείγματα, τα οποία χρήζουν ανάλυσης, αποτελούν ο Μπρεντ Σκόουκροφτ, ο οποίος υπηρέτησε τον Τζέραλντ Φορντ και τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο, καθώς επίσης και ο Άντονι Λέικ, ο οποίος αναγκαστικά συγκαταλέγεται στους πλέον μετριοπαθείς συμβούλους, εφόσον υπηρέτησε έναν πρόεδρο (Μπιλ Κλίντον), ο οποίος, τουλάχιστον κατά την πρώτη τετραετία της θητείας του, ενδιαφέρθηκε ελάχιστα για τα εθνικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στην άλλη πλευρά του κόσμου δε, οι σύμβουλοι εθνικής ασφάλειας της ρωσικής κυβέρνησης απέκτησαν σεβασμό και δύναμη από τη στιγμή που ο Αλεξάντερ Λέμπεντ (δολοφονηθείς στρατηγός εν αποστρατεία) ανέλαβε χρέη συμβούλου παρά τω προέδρω.
Η χάραξη εξωτερικής πολιτικής στη Ρωσία, μαζί με την ανάγκη επέκτασης των γεωπολιτικών της συμφερόντων, έδωσαν έναν πιο στατικό ρόλο στον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας, ο οποίος είχε και έχει να κάνει με τη χάραξη μιας επιθετικής πολιτικής εντός και εκτός της χώρας.
Ίσως, αν ανέλυε κάποιος τον ρόλο του συμβούλου εθνικής ασφάλειας, παίρνοντας παραδείγματα μόνον από τους Ρώσους, να μην κατάφερνε να δώσει έμφαση στην ταλάντωση του φορέα αυτού, στην κυριολεξία, μεταξύ σφύρας και άκμονος. Συνεπώς, ο άνθρωπος πίσω από τον πρόεδρο, οφείλει να είναι η προσωποποίηση της διπλωματίας αλλά και ενίοτε ο αγγελιαφόρος του Θεού του πολέμου, όπου δει.
Βάσει όλων αυτών, μπορούμε να αναρωτηθούμε, ποιες θα είναι οι αρμοδιότητες του νέου ανθρώπου πίσω από τον πρόεδρο Ομπάμα (Τζέιμς Τζόουνς στρατηγός εν αποστρατεία των Πεζοναυτών, πρώην επικεφαλής των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη – SACEUR), πώς οφείλει να συνεργαστεί με το υπουργικό συμβούλιο του προέδρου και πώς θα κινηθεί αποφεύγοντας τα λάθη των προκατόχων του; Τέλος, θα καταφέρει να ανταποκριθεί στην πρόκληση της νέας θέσης κάνοντας ο ίδιος τη διαφορά ή θα ακολουθήσει την πεπατημένη του δόγματος Ρέιγκαν και των λεγόμενων γερακιών του νεοσυντηρισμού;
Τα επαυξημένα καθήκοντα του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας
Ο θεσμός του συμβούλου εθνικής ασφάλειας είναι παγκόσμιος, αλλά και συνάμα αμερικανικός εκ φύσεως. Τούτο σημαίνει πως οι Αμερικανοί, ιστορικά, χρησιμοποίησαν διάφορους συνδυασμούς επιτελείων, στους οποίους ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας είχε άλλοτε μειωμένα και άλλοτε επαυξημένα καθήκοντα.
Οι διάφοροι πειραματισμοί συνετέλεσαν στο να δημιουργηθεί ένα πρότυπο ανθρώπου, κατάλληλο να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις που συνεπάγονται του θεσμού. Ο Χένρι Κίσιντζερ υπήρξε ιδιαίτερα χαρισματικός και αρκετά αποτελεσματικός υπηρετώντας τον πρόεδρο Νίξον αρχικά και μετέπειτα τον Τζέραλντ Φορντ. Ως υποστηρικτής της λεγόμενης realpolitik, εφάρμοσε πρακτικότατες προσεγγίσεις σε μείζονα θέματα εθνικής ασφάλειας.
Η πολιτική για τον Κίσιντζερ δεν ήταν θέμα ιδεολογίας, αλλά μια προέκταση των πρακτικών αναγκών μιας χώρας, η οποία οφείλει να υπερασπίζεται εν αρχή τα γεωπολιτικά της συμφέροντα.
Αξίζει να τονισθεί σε αυτό το σημείο, πως οι πολιτικοί εκείνοι, οι οποίοι εμπνεύστηκαν και εφάρμοσαν ακούσια ή εκούσια την πολιτική του Κίσιντζερ ήταν και εκείνοι οι οποίοι πέτυχαν σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα την υπεράσπιση των γεωπολιτικών συμφερόντων της χώρας τους. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας και νυν πρωθυπουργός Βλαντιμίρ Πούτιν.
Ίσως ο Πούτιν να επηρεάστηκε αρκετά από τον Κίσιντζερ, μιας και υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της realpolitik, αλλά σίγουρα πολλές από τις ενέργειές του, κατά καιρούς, φιλτραρίστηκαν μέσα από το γνωστό επιθετικό και αδιάλλακτο ρωσικό δόγμα.
Ο Κίσιντζερ χρησιμοποίησε την realpolitik και την επέκτεινε στη λεγόμενη πολιτική της ύφεσης (détente), η οποία ως στόχο είχε την άμβλυνση των σχέσεων με τις χώρες του συμφώνου της Βαρσοβίας.
Αποτέλεσμα των κινήσεών του ήταν η δημιουργία μιας σινοαμερικανικής, αντισοβιετικής συμμαχίας, η οποία, όσον αφορά τόσο τη στρατηγική αλλά και την πολιτική της φύση, ήταν εξέχουσας σημασίας.
Ο Κίσιντζερ έγινε το δεξί χέρι του Νίξον αναγκαστικά, εφόσον στην προεκλογική του εκστρατεία ο Νίξον υποσχέθηκε να βάλει τέλος στο λουτρό αίματος του Βιετνάμ. Συνεπώς, εν αρχή τουλάχιστον, ο Κίσιντζερ κλήθηκε να υποβοηθήσει τη λήξη ενός πολέμου με το μικρότερο ηθικό κόστος-κόστος γοήτρου για τις ΗΠΑ.
Η διορατικότητα του Κίσιντζερ φάνηκε επίσης και κατά τη διάρκεια του αραβοϊσραηλινού πολέμου του 1973 (Γιομ Κιπούρ), όταν η Συρία και η Αίγυπτος επιτέθηκαν άνευ προειδοποίησης στο Ισραήλ τη μέρα της ομώνυμης θρησκευτικής γιορτής των Εβραίων. Ο Κίσιντζερ, αρχικά, είχε αντιταχθεί στην απροκάλυπτη βοήθεια του Ισραήλ από τις ΗΠΑ.
Παρά ταύτα, ο Νίξον διέταξε την άμεση μεταφορά προμηθειών και πολεμοφοδίων στο Ισραήλ. Η κίνηση αυτή από μεριάς Νίξον οδήγησε στην πετρελαϊκή κρίση του 1973, το εμπάργκο δηλαδή πετρελαίου, από τις χώρες του OPEC (μεταξύ αυτών η Συρία και η Αίγυπτος) προς τις ΗΠΑ και τους Δυτικούς συμμάχους.
Τέλος, ο Κίσιντζερ φέρεται αναμεμειγμένος σε πραξικοπήματα και άλλες παρεμβάσεις στην περιοχή της Λατινικής Αμερικής.
Ιστορικά, ποτέ ξανά μετά τον Κίσιντζερ (φανερά έστω), ένας σύμβουλος εθνικής ασφάλειας δεν θα είχε την άδεια να χειριστεί εν λευκώ όλα τα φλέγοντα εξωτερικά θέματα των ΗΠΑ.
Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι: Ο θεωρητικός της Διπλωματίας και του ρόλου του συμβούλου εθνικής ασφάλειας
Ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι υπηρέτησε τον πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ και εξαρχής τέθηκε εναντίον του δόγματος Νίξον-Κίσιντζερ, όσον αφορά την πολιτική της ύφεσης.
Έβλεπε μια Σοβιετική Ένωση να αποκτά ολοένα και περισσότερη δύναμη -αυτό τον έκανε εξαιρετικά διορατικό- αλλά οι μέθοδοί του ήταν αποτυχημένες, γεγονός που είχε άμεσο αντίκτυπο στον πρόεδρο. Το δόγμα Νίξον-Κίσιντζερ ήταν, όντως, έως έναν βαθμό, ανεπιτυχές, όχι όμως και η πολιτική της ύφεσης (détente), που τόσο ορθά είχε εφαρμόσει ο Κίσιντζερ.
Σαν να ήθελε να διαφοροποιηθεί εντελώς από αυτή την πολιτική, ο Μπρζεζίνσκι έδωσε το στίγμα της μηχανορραφίας του παντού, σε μια εποχή σοβαρών αναταράξεων, στιγματισμένη από την ανατροπή του Σάχη του Ιράν (σύμμαχο των ΗΠΑ) και τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν. Εικάζεται πως ο ίδιος ο Μπρζεζίνσκι προσπάθησε να ωθήσει τους Ρώσους να κάνουν την εισβολή, προκειμένου να δημιουργήσει στη συνέχεια συνασπισμό κρατών, αντιτιθέμενων στον σοβιετικό ιμπεριαλισμό.
Έτσι άρχισε ένας καινούργιος αγώνας εξοπλισμών ανάμεσα στις ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Σαν τελειωτικό καταστροφικό πλήγμα στην εικόνα του προέδρου, ο Μπρζεζίνσκι σχεδίασε την αποτυχημένη επιχείρηση «operation eagle claw», αντικειμενικός σκοπός της οποίας ήταν η διάσωση 52 ομήρων από την πρεσβεία της Τεχεράνης την 24η Απριλίου του 1980.
Τελικά, οι όμηροι απελευθερώθηκαν μόλις εξελέγη ο καινούργιος πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν.
Στο βιβλίο του «Η Δεύτερη Ευκαιρία», ο Μπρζεζίνσκι παρουσιάζεται, αν μη τι άλλο, ώριμος πλέον από τα λάθη του και δίνει μια θεωρητική πτυχή στα ζητήματα Διπλωματία-ΗΠΑ-Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας.
Σίγουρα ένας άνθρωπος, που βρέθηκε σε μια τόσο σημαντική θέση και έκανε τόσα πολλά λάθη, παίρνοντας και το κύρος ενός προέδρου στους ώμους του, μπορεί να εκτιμήσει τη διπλωματία σε πολλαπλάσιο βαθμό και συνάμα να σκιαγραφήσει έστω μια θεωρητική εικόνα, ενός ιδανικού σύμβουλου εθνικής ασφάλειας. Για τον Μπρζεζίνσκι το δόγμα της ύφεσης παραήταν μετριοπαθές.
Η πίστη του στη δυναμική της αμερικανικής υπερδύναμης ήταν ενισχυμένη, προφανώς διότι οραματιζόταν μια Αμερική σε έναν ρόλο πλανητικής επικυριαρχίας μέσω της δύναμης του ΝΑΤΟ ως παγκόσμιου σταθεροποιητή ισχύος, ενώ η Ευρώπη θα ανέπνεε πλέον ελεύθερα, απελευθερωμένη από τη σκιά του Κομμουνισμού και του Σιδηρούντος Παραπετάσματος των Σοβιετικών.
Το δίδυμο Μπους-Σκόουκροφτ ως πλησιέστερο του ιδανικού
Όταν ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ, ήρθε αντιμέτωπος με μια σειρά γεγονότων που θα άλλαζαν για πάντα την παγκόσμια Ιστορία:
Φεβρουάριος 1989: Λίγες ημέρες μετά την ανάληψη της προεδρίας, τα σοβιετικά στρατεύματα αποσύρονται από το Αφγανιστάν, έχοντας αποτύχει να συντρίψουν την αφγανική αντίσταση, η οποία υποστηριζόταν από μια εν μέρει ανοιχτή συμμαχία των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, του Πακιστάν, της Κίνας, Σαουδικής Αραβίας και άλλων.
Σεπτέμβριος 1989: Το Συνδικάτο Αλληλεγγύη στην Πολωνία σχηματίζει την πρώτη μη κομμουνιστική κυβέρνηση μέσα σε σοβιετικό μπλοκ. Ύστερα από την κατάπνιξή του με την επιβολή στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία το 1981, το κίνημα αναγεννήθηκε και το καλοκαίρι του 1989 υποχρεώνει την κυβέρνηση να διεξαγάγει τις πρώτες ελεύθερες εκλογές που πραγματοποιήθηκαν ποτέ σε κομμουνιστική χώρα. Το γεγονός αυτό προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις σε όλη την Ανατολική Ευρώπη.
Ιούλιος 1989: Διαδήλωση στην πλατεία Τιενανμέν. Η αιματηρή απάντηση του καθεστώτος, καταπνίγει την πιο σοβαρή πρόκληση εναντίον της εξουσίας από το 1949 και μετά.
Νοέμβριος 1989: Πτώση του τείχους του Βερολίνου. Μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο, ο Μπους θα παραμερίσει τις ανησυχίες των κύριων Δυτικοευρωπαίων συμμάχων του και θα λάβει τη σοβιετική συγκατάθεση για την επανένωση της Γερμανίας, τον Οκτώβριο του 1990.
Ιούνιος 1989: Ο αγιατολάχ Χομεϊνί, πνευματικός και πολιτικός ηγέτης του Ιράν πεθαίνει, δέκα μήνες μετά το τέλος ενός σχεδόν δεκαετούς μάταιου πολέμου της χώρας του με το Ιράκ.
Αύγουστος 1990: O Σαντάμ Χουσεΐν προσπαθώντας, πιθανώς να αντισταθμίσει το κόστος του ατυχούς ιρανικού του πολέμου, εισβάλλει στο Κουβέιτ. Στα μέσα Ιανουαρίου του 1991, ο ΗΠΑ ξεκινούν αεροπορική εκστρατεία εναντίον του Σαντάμ, η οποία ακολουθείται τον Φεβρουάριο από χερσαία επίθεση που συντρίβει τον ιρακινό στρατό κι ελευθερώνει το Κουβέιτ.
Σε αυτά τα γεγονότα πρέπει να προστεθούν η κήρυξη της ανεξαρτησίας της Κροατίας και της Σλοβενίας από τη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία (ξεκινά ο εμφύλιος πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία), το πραξικόπημα το 1991 εναντίον του σοβιετικού ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (και τη μετέπειτα διάλυση της ΕΣΣΔ) και η ανεξαρτησία της Ουκρανίας μετά από εθνικό δημοψήφισμα των 50 εκατ. κατοίκων της. Αντιδρώντας σε αυτές τις ηπειρωτικές αναστατώσεις, ο Μπους έδειξε τόσο τη δύναμη όσο και τα όριά του.
Αποδείχθηκε ένας εκπληκτικός διαχειριστής κρίσεων, αλλά σαφώς αυτό δεν θα συνέβαινε χωρις το χαρισματικό επιτελείο του (υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Μπέικερ, υπουργός Άμυνας Ρίτσαρντ Τσέινι) και κυρίως χωρίς τον σύμβουλο επί θεμάτων εθνικής ασφάλειας Μπρεντ Σκόουκροφτ.
Ήταν ίσως η κρισιμότερη περίοδος για τη διαμόρφωση εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, καθώς έπρεπε να χρησιμοποιήσουν την εμπειρία τους σε θέματα διεθνών κρίσεων του παρελθόντος και συνάμα να αντιμετωπίσουν μια γεωπολιτική τραγωδία, την κατάρρευση δηλαδή της πρώην ΕΣΣΔ.
Παράλληλα, έπρεπε να χειριστούν διπλωματικά γεγονότα όπως η σφαγή των φοιτητών στην πλατεία Τιενανμέν και να τα χρησιμοποιήσουν ως αντίβαρο ή ως μοχλό έμμεσης πίεσης, όταν δημιουργούσαν τον συνασπισμό κρατών που θα χτυπούσε το Ιράκ και θα επέκτεινε την επιρροή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Ας μην ξεχνάμε πως, αμα τη αναλήψει της εξουσίας από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, οι ΗΠΑ δεν είχαν κανένα λόγο να επιθυμούν διακαώς την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, καθότι ο ίδιος ο Γκορμπατσόφ είχε εισαγάγει την ΕΣΣΔ στον δρόμο της Περεστρόικα και της μεταρρύθμισης σε όλα τα επίπεδα. Συνεπώς, συνέφερε η γνωστή πολιτική Détente από τα χρόνια του Κίσιντζερ.
Οι ΗΠΑ δεν ήταν σε θέση να επιβάλλουν μια παγκόσμια τάξη πραγμάτων, καθότι ο ακρογωνιαίος λίθος της ιδεολογικής τους πολιτικής, ήταν η ταύτιση της ΕΣΣΔ με μια Αυτοκρατορία του κακού. Η εξωτερική τους πολιτική έγκειτο στο να συνασπίζουν χώρες εναντίον ενός κοινού κακού, το οποίο είχε πάρει απειλητικές διαστάσεις στα χρόνια του ψυχρού πολέμου.
Για να μην μακρηγορούμε, η διαμόρφωση του προτύπου Κίσιντζερ-Νίξον και η επέκταση της πολιτικής Détente, αποτέλεσαν σημεία αναφοράς για τους Μπους-Σκόουκροφτ, οι οποίοι αποτέλεσαν ένα εξαιρετικό δίδυμο και συνεισέφεραν ούτως ώστε να αποκρυσταλλωθεί ο ρόλος του συμβούλου εθνικής ασφάλειας.
Ο Μπους ήταν φίλος του Σκόουκροφτ και παράλληλα προϊστάμενός του, επηρεαζόταν αρκετά από εκείνον αλλά εν τέλει ο ίδιος ήταν ο τελικός κριτής των γεγονότων και πολύ καλός στο να λαμβάνει αποφάσεις. Η τακτική του προέδρου Μπους να αναβαθμίσει τον ρόλο του συμβούλου του και να του προσδώσει το χαρακτηριστικό του alter ego, ήταν εκείνη που έκανε τη διαφορά τόσο στη διαχείριση κρίσεων όσο και στη διπλωματία.
Ο Σκόουκροφτ ήταν εκείνος που συμβούλευσε τον πρόεδρο μετά τα γεγονότα του Τιενανμέν να κάνει μια ελαφρά επίπληξη (και μόνον) στην Κίνα, γεγονός το οποίο χρησιμοποιήθηκε για να λάβουν οι ΗΠΑ κινεζική υποστήριξη κατά τη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου. Σε επίπεδο διπλωματίας ο Σκόουκροφτ έγραψε τον περίφημο λόγο Chicken Kiev (λόγος του Μπους στους Ουκρανούς που επέμεναν στην ανακήρυξη της ανεξαρτησίας τους πριν από το πραξικόπημα εναντίον του Γκορμπατσόφ).
Ο λόγος αυτός, ούτε λίγο ούτε πολύ, δήλωνε πως οι ΗΠΑ δεν θα ανεχτούν κινήματα εθνικιστικής φύσεως ούτε τέτοιου είδους αποσχιστικές τάσεις (ήδη είχαν ανεχτεί έναν Λεχ Βαλέσα στην Πολωνία!!!). Ο ίδιος ο Σκόουκροφτ κατανοώντας το άτοπο της υπόθεσης, και ειδικά μετά το πραξικόπημα εναντίον του Γκορμπατσόφ, άλλαξε τον λόγο, ούτως ώστε οι ΗΠΑ να δίνουν την ευχή τους στην αποσχισμένη Ουκρανία.
Η εποχή των επικυρίαρχων
Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, ο ρόλος των ΗΠΑ στη γεωπολιτική σκακιέρα είχε αλλάξει εντελώς. Όπως γράφει ο Μπρζεζίνσκι, η ανάδειξη της Αμερικής στο ισχυρότερο κράτος του κόσμου επιφόρτισε την ηγεσία της Ουάσινγκτον με τρεις ουσιαστικές αποστολές:
Να διαχειριστεί, να διευθύνει και να διαμορφώσει σχέσεις κεντρικής δύναμης σ’ έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενων γεωπολιτικών ισορροπιών και να εντείνει τις εθνικές φιλοδοξίες κατά τρόπον ώστε να αναδυθεί από αυτές ένα πιο συνεργατικό παγκόσμιο κίνημα.
Να αναχαιτίσει ή να τερματίσει τις διάφορες συγκρούσεις, να παρεμποδίσει την τρομοκρατία και τη διασπορά των όπλων μαζικής καταστροφής και να προωθήσει τη συλλογική ειρηνευτική παρουσία σε περιοχές οι οποίες σπαράσσονται από εμφύλιες διαμάχες, έτσι ώστε οι βιαιότητες σε παγκόσμιο επίπεδο να μειωθούν αντί να εξαπλωθούν.
Τέλος, να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά τις όλο και πιο ανυπόφορες ανισότητες των συνθηκών ζωής των ανθρώπων, συμπορευόμενη με τη νέα πραγματικότητα μιας αναφαινόμενης «παγκόσμιας συνείδησης», και να προωθήσει μια κοινή αντίδραση στις νέες περιβαλλοντικές και οικολογικές απειλές εναντίον της παγκόσμιας ευημερίας.
«Το δίδυμο Μπους-Σκόουκροφτ δεν μπορεί να κατηγορηθεί για πράγματα που έκανε αλλά για πράγματα που δεν έκανε. Απέτυχε να δώσει νέο όραμα στην Αμερική, θέτοντας νέους στόχους για μια υπερδύναμη η οποία εκλήθη να παίξει το ρόλο του σταθεροποιητή. Η σταθεροποιητική ισχύς ξεκίνησε μάλλον ανορθόδοξα, με τον πόλεμο του Κόλπου, και, ακόμα χειρότερα, η ίδια σταθεροποιητική ισχύς απέτυχε να εγκαθιδρύσει ένα status quo στη Μέση Ανατολή (έστω και ανορθόδοξα), ανοίγοντας με αυτό τον τρόπο ένα ατέρμονο μέτωπο σε μια περιοχή που θα χαρακτηριζόταν εκ των υστέρων ως “Νέα Παγκόσμια Βαλκάνια”» (τάδε έφη Μπρζεζίνσκι).
Η κακή αυτή αρχή συνεχίστηκε με την κυβέρνηση Κλίντον, η οποία προσηλώθηκε στο νοικοκυριό του κράτους. Από τη μια μεριά του ο Κλίντον είχε να αντιμετωπίσει ένα δημόσιο έλλειμμα και να σταθεί αντάξιος στο ύψος των νέων κοινωνικοπολιτικών δεδομένων της παγκοσμιοποίησης, όντας ο ίδιος ο Λένιν της παγκοσμιοποίησης. Από την άλλη, όμως, οι κρίσεις που προέκυψαν απέτυχαν να αντιμετωπιστούν με τον ορθό τρόπο, λόγω έλλειψης καθοδήγησης από τον κατάλληλο σύμβουλο εθνικής ασφάλειας. Τα πλάνα των προκατόχων του Κλίντον πήγαν κατευθείαν στα σκουπίδια, από τη στιγμή που βρήκε τον Άλαν Γκρίνσπαν και του δήλωσε κατηγορηματικά: «Άλαν, πρέπει να κάνουμε κάτι για το δημόσιο έλλειμμα».
Έτσι, ο Κλίντον μπορεί να παρέδωσε πλεόνασμα και να συνεισέφερε αρκετά στην αντιμετώπιση της πείνας και στην εγκαθίδρυση μιας ευημερίας των κρατών, αλλά απέτυχε να πλήξει δυο κράτη εξοπλισμένα με πυρηνικά εν τη γενέσει τους (Βόρεια Κορέα, Ιράν), ήλθε σε αντιπαράθεση με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και χειρίσθηκε εσφαλμένα την κρίση των Στενών της Ταϊβάν, ενώ ενεπλάκη εσφαλμένα (και προκαλώντας την κατακραυγή του κόσμου) στην επιχείρηση «αλεπού της ερήμου» (βομβαρδισμός του Ιράκ, μια πληγή η οποία ακόμα πυορροούσε επί εποχής Μπους πρεσβύτερου) και στην επιχείρηση Allied Force (βομβαρδισμός της Σερβίας). Η παντελής έλλειψη καθοδήγησης από οργανωμένο συμβούλιο εθνικής ασφαλείας (τουλάχιστον στην πρώτη τετραετία) καθώς επίσης και οι απότομοι χειρισμοί του κατά τη διάρκεια της δεύτερης τετραετίας, κληροδότησαν στον επόμενο πρόεδρο εθνικά ζητήματα ασύλληπτης βαρύτητας, καθώς επίσης και μια Ρωσία που είχε εμπλακεί στην περιδίνηση του νεοσυντηριτισμού, ως απόρροια των σοβαρότατων οικονομικών της προβλημάτων.
Ο ίδιος κακός χειρισμός των εθνικών θεμάτων κορυφώθηκε επί προεδρίας Τζορτζ Μπους (νεότερου), ο οποίος επέδειξε μια εκπληκτική ανικανότητα σε όλους τους τομείς. Μετά την 11η του Σεπτέμβρη, η Αμερική έπαψε να υπηρετεί την ιδέα της ελευθερίας και της προάσπισης των ασθενέστερων κρατών, ανοίγοντας το ένα μέτωπο μετά το άλλο.
Η ανεπιτυχής εκλογή του κατάλληλου συμβούλιυ εθνικής ασφάλειας ήταν το λιγότερο (Κοντολίσα Ράις, Στίβεν Χάντλεϊ), εφόσον και ο καταλληλότερος να είχε επιλεχθεί, ο πρόεδρος λειτουργούσε με ομοιδεάτες-ασπαστές νεοσυντηριτικών τάσεων, όντας αμφότεροι εμπλεγμένοι σε μια δίχως νόημα σταυροφορία. Οι απανωτοί πόλεμοι, πρώτα στο Αφγανιστάν, μετά στο Ιράκ (και παραλίγο στο Ιράν και Βόρεια Κορέα) αμαύρωσαν την εικόνα της Αμερικής, συνετέλεσαν στο να χαθούν οι σύμμαχοί της και βύθισαν τον κόσμο περισσότερο στον φόβο της τρομοκρατίας.
Η Μέση Ανατολή εξελίχθηκε σε μείζονα παράγοντα αποσταθεροποίησης για την παγκόσμια ειρήνη, ενώ το Ισραήλ δρα πλέον «ελέω Θεού» στην περιοχή χωρίς την παραμικρή διπλωματική επίπληξη από μεριάς ΗΠΑ (ούτε καν για τους τύπους).
Το Πακιστάν, από σύμμαχος των ΗΠΑ (επί εποχής Νίξον-Κίσιντζερ), έγινε πολέμιος μιας επεκτατικής πολιτικής, που ανάγκαζε να κρατά την πίσω πόρτα του Αφγανιστάν. Υπό αυτές τις συνθήκες, ποιο μοντέλο θα πρέπει να βγάλει άραγε από τα συρτάρια του ο Ομπάμα μαζί με τον νέο του σύμβουλο εθνικής ασφάλειας, και κατά πόσο θα αποδείξουν την αξία τους στη διαχείρηση κρίσεων, αναμορφώνοντας τον ίδιο το θεσμό;
Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας μπορεί να λύσει τα χέρια ενός προέδρου, μπορεί όμως και να έχει βαρύτατο πολιτικό κόστος για τον τελευταίο.
Ο άνθρωπος πίσω από τον πρόεδρο μετέχει σε ένα συνονθύλευμα πολεμικών, πολιτικών και διπλωματικών παιγνίων πίσω από το «οβάλ γραφείο», στα οποία μετέχουν και δεν εξαιρούνται ο πρόεδρος ο αντιπρόεδρος και ο υπουργός Εξωτερικών.
Τα δυτικά πρότυπα συμβούλου εθνικής ασφάλειας είναι αμιγώς αμερικανικά, καθότι η Αμερική εκλήθη να δημιουργήσει τον «υπερσύμβουλο» προκειμένου να αντέξει στην πίεση των κρίσεων.
Εν αντιθέσει, στη Ρωσία, όπου υπάρχει ανάλογη θέση ανθρώπου παρά τω προέδρω, τα πράγματα είναι υπεραπλουστευμένα, εφόσον το πολιτικό κόστος για τον πρόεδρο είναι μηδαμινό (άλλωστε όλα γίνονται εν ονόματι του Fatherland) και οι γραμμές εξωτερικής πολιτικής πάγιες.