Είναι άγνωστος ο καταλυτικός ρόλος της Βρετανίας στον εμφύλιο σπαραγμό των Ιρλανδών, ο οποίος, μεταξύ άλλων, αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο παράδειγμα μελέτης και σύγκρισης για τους εμφυλίους πολέμους άλλων εθνών που επίσης έγιναν υπό το βλέμμα της Γηραιάς Αλβιώνας.
Η Δημοκρατία της Ιρλανδίας αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη που δημιουργήθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς η σημερινή μορφή και η κρατική ιδεολογία της δεν διαμορφώθηκε από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ή από τον Ψυχρό Πόλεμο που ακολούθησε αλλά από τη βίαιη κλιμάκωση του εθνικού διχασμού της, ένα φαινόμενο το οποίο σημάδεψε πολλούς λαούς που αποτίναξαν το βρετανικό αποικιοκρατικό ζυγό, έστω και αν ορισμένοι δεν έφθασαν σε αδελφικό αιματοκύλισμα, όπως οι Ιρλανδοί.
Ωστόσο, το αναμφισβήτητο γεγονός είναι πως ο Ιρλανδικός Εμφύλιος Πόλεμος δημιούργησε μια Ιρλανδία που για πολλά χρόνια ήταν εσωστρεφής, κλειστή προς τον υπόλοιπο κόσμο, και της κληροδότησε μια ιδιότυπη προσέγγιση για το θέμα της εθνικής ολοκλήρωσής της, δηλαδή το ζήτημα της υπό βρετανική κυριαρχία Βόρειας Ιρλανδίας, η οποία είναι κατ’ ουσίαν πλήρως ευθυγραμμισμένη με εκείνη της πρώην αποικιοκρατικής της μητρόπολης, της Βρετανίας.
Ειδικά η θέση της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας για το Βορειοϊρλανδικό προκαλεί έκπληξη σε όποιον γνωρίζει πως το κράτος αυτό δημιουργήθηκε μετά από ένα βίαιο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα εναντίον της Βρετανίας.
Αυτή όμως είναι και μια από τις βασικές συνέπειες του Ιρλανδικού Εμφυλίου Πολέμου οι οποίες εξακολουθούν να έχουν αντίκτυπο μέχρι σήμερα, 84 χρόνια μετά από το ξέσπασμά του τον Ιούνιο του 1922 .
Σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, το «πνεύμα του εθνικού διχασμού» κατέτρυχε τους Ιρλανδούς από την έναρξη των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων τους εναντίον της αγγλικής κυριαρχίας, ακόμη και από τις πρώτες εξεγέρσεις που ακολούθησαν τη νορμανδική εισβολή του 1169.
Υπό αυτή την έννοια, σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για πλήρως διαμορφωμένο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Ιρλανδών ούτε καν στις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς μέχρι τότε και ανά τους αιώνες και ανά εξέγερση οι στόχοι των Ιρλανδών πατριωτών ήταν διαφορετικοί και πάντα αλληλοσυγκρουόμενοι, καταδικάζοντας εξαρχής σε αποτυχία την προσπάθειά τους.
Επομένως, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο «εθνικό μύθο» των Ιρλανδών, και μάλιστα όσων από αυτούς δεν «αλληθωρίζουν» προς τη Βρετανία, η ιστορία του συνεχούς αγώνα για τη δημιουργία ενός ιρλανδικού κράτους ανεξάρτητου, που να έχει αποτινάξει τον αγγλικό ή βρετανικό ζυγό.
Έτσι, για παράδειγμα, οι εξεγερμένοι Ιρλανδοί πατριώτες του 1640, αναγνώριζαν ως αρχηγό τους και ήθελαν βασιλιά της Ιρλανδίας τον Κάρολο τον Α΄, ο οποίος ήταν Άγγλος –αν και καθολικός- και διεκδικούσε το βρετανικό θρόνο, ενώ λίγο αργότερα το ίδιο συνέβη και με έναν άλλο διεκδικητή του αγγλικού στέμματος, τον Ιάκωβο Β΄.
Η ιδέα της δημιουργίας μιας ανεξάρτητης Ιρλανδικής Δημοκρατίας άρχισε να δημιουργείται μόνο κατά τις ιρλανδικές εξεγέρσεις του 1798 και να υιοθετείται από μία μόνο μερίδα των επαναστατών τότε και κατά την επίσης αποτυχημένη επανάσταση του 1867.
Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολή να λεχθεί πως, αν μία από τις επαναστάσεις αυτές είχε επιτύχει να αποτινάξει τον αγγλικό ζυγό, ο Ιρλανδικός Εμφύλιος Πόλεμος θα είχε ξεσπάσει τότε, και όχι το 1922, λόγω της ασάφειας των πολιτικών και ιδεολογικών στόχων των επαναστατών και την έλλειψη ενιαίου οράματος για τη μορφή αλλά και τα όρια του ανεξάρτητου ιρλανδικού κράτους.
Οι παράγοντες αυτοί, που λειτούργησαν ως καταλύτες για το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου, ενυπήρχαν και σε μια ακόμη αποτυχημένη ιρλανδική επανάσταση, την Πασχαλινή Εξέγερση του 1916.
Κάποιοι από τους ηγέτες της εξέγερσης, όπως ο Πάντρεϊγκ Πιρς (Padraig Pearse) ή ο Σον Μακ Ντέρμοτ (Sean Mac Dermott), οραματίζονταν μια φιλελεύθερη Δημοκρατία, ενώ κάποιοι άλλοι, όπως ο Τζέιμς Κόνολι (James Connoly), έκαναν λόγο για «Σοσιαλιστική Δημοκρατία των Αγροτών».
Δεν είναι τυχαίο πως, ακόμη και σήμερα, οι οπαδοί της ιδέας της ενιαίας Ιρλανδίας σε Βορρά και Νότο, άλλοτε αυτοπροσδιορίζονται ως εθνικιστές (Nationalists) και άλλοτε ως Ρεπουμπλικανοί/Δημοκρατικοί (Republicans), επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη διαφορετικών τάσεων στους κόλπους τους.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια, όλοι οι ηγέτες της Πασχαλινής Εξέγερσης συμφωνούσαν πως η ελεύθερη Ιρλανδία θα ήταν ενωμένη και θα περιλάμβανε και τις 32 κομητείες της, συμπεριλαμβανομένων των έξι του Όλστερ, όπου πλειοψηφούσαν οι Βρετανοί προτεστάντες έποικοι.
Είναι γεγονός όμως ότι αυτή η διαφορά στρατηγικών αντιλήψεων αλλά και τακτικών για τη μελλοντική Δημοκρατία θα είχε τραγικές συνέπειες αργότερα, βοηθούντων και των προσωπικών ανταγωνισμών.
Ειδικά αυτές οι διαφορετικές αντιλήψεις για την τακτική εκφράστηκαν πρώτα στον Αγγλοϊρλανδικό πόλεμο (ή Πόλεμο της Ανεξαρτησίας) που ακολούθησε μετά από την κατάπνιξη της Πασχαλινής Εξέγερσης του 1916.
Οι ρίζες του Εμφυλίου Πολέμου
Κάποιοι ηγέτες του IRA (Ιrish Republican Army), όπως κατέληξαν να αυτοαποκαλούνται συλλογικά οι επαναστάτες, επιθυμούσαν να αποφύγουν το αντάρτικο πόλεων με το οποίο θα κινδύνευαν να χαρακτηριστούν «τρομοκράτες» και προτιμούσαν με μεγάλες –αν και χωρίς ελπίδα επιτυχίας- και αιφνιδιαστικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, που τους προσέδιδαν εικόνα τακτικού στρατού, να τραβήξουν πάνω τους τα βλέμματα της διεθνούς κοινής γνώμης.
Ουσιαστικά, ήθελαν να αγοράσουν με το αίμα τους την προσοχή του κόσμου, ώστε κατόπιν χωρίς το στίγμα του «τρομοκράτη» –όσοι μέχρι τότε επιζούσαν– να την εξαργύρωναν σε διεθνή πολιτική υποστήριξη για την ανεξαρτητοποίησή τους από τη Βρετανία.
Η αντίληψή τους ήταν καθαρά πολιτική δηλαδή και δεν διέφερε και πολύ από εκείνη του Πάντρεϊγκ Πιρς, που διέβλεπε εξαρχής την αποτυχία της Πασχαλινής Εξέγερσης και προσέφερε εαυτόν ως θυσία για την αφύπνιση του ιρλανδικού έθνους και την ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινότητας απέναντι στο δικαίωμά του στην αυτοδιάθεση.
Την αντίληψη αυτή είχαν άνθρωποι όπως ο Έιμον ντε Βαλέρα (Eamon de Valera), ο Κάθαλ Μπρου (Kathal Brugha), ο Λίαμ Λιντς (Liam Lynch), ο Φρανκ Άικεν (Frank Aiken) και άλλοι.
Στον αντίποδα, υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν πως η στρατιωτική αυτοκτονία ήταν πολιτικά ανώφελη και που ήταν πεπεισμένοι ότι μόνο ο ανελέητος πόλεμος εναντίον των Βρετανών θα έπειθε τους τελευταίους να φύγουν από την Ιρλανδία, συνεπώς θα έπρεπε να παραμερίσουν κάθε ενδοιασμό για τις αρνητικές πολιτικές συνέπειες που θα προκαλούσε η υιοθέτηση τακτικών όπως το αντάρτικο πόλεων ή οι δολοφονίες Βρετανών πρακτόρων και Ιρλανδών προδοτών.
Κατεξοχήν εκφραστής της άποψης αυτής ήταν ο Μάικλ Κόλινς (Michael Collins), αλλά και άνθρωποι όπως ο Τομ Μπάρι (Tom Barry), που ήταν στην επαρχία, δεν είχαν μεγάλη σχέση με την πολιτική και δημιούργησαν τις «ιπτάμενες φάλαγγες» (flying columns), με τις οποίες σάρωναν τα αστυνομικά τμήματα και στρατόπεδα της υπαίθρου.
Υπήρχαν βεβαίως και ενδιάμεσες απόψεις, όπως εκείνη του Άρθουρ Γκρίφιθ (Arthur Griffith), ο οποίος ίδρυσε το 1905 το Σιν Φέιν (Sinn Fein), την πολιτική πτέρυγα του σημερινού IRA, που όμως με την πάροδο του χρόνου, και ιδίως μετά από τις πολλές ωμότητες σε βάρος αμάχων που διέπραξαν οι Βρετανοί (όπως η Bloody Sunday, η σφαγή δώδεκα Ιρλανδών πολιτών στο Croke Park Gaelic Football ground στις 21 Νοεμβρίου 1920), συντάχθηκαν κυρίως με τους υπέρμαχους του ανελέητου πολέμου εναντίον των Βρετανών.
Ωστόσο, παρά το γεγονός πως όποια στρατιωτική επιχείρηση του IRA διεξήχθη κατόπιν εμπνεύσεως και υπό την καθοδήγηση των «πολιτικών» και όχι των «πολεμιστών» κατέληξε σε καταστροφή, οι πρώτοι έκαναν κάτι που έμοιαζε αρχικά με ενδοφατριαστική νίκη επί των τελευταίων, στην πραγματικότητα όμως έστρωνε το δρόμο για τη μεταξύ τους ρήξη: όταν το Νοέμβριο του 1921 οι Βρετανοί θέλησαν να διεξάγουν διερευνητικές διαπραγματεύσεις με τον IRA, έστειλαν αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τους «πολεμιστές», με επικεφαλής τον Μάικλ Κόλινς.
Ωστόσο, και από τους «πολιτικούς» αλλά και από τους «πολεμιστές» του IRA είχαν διαφύγει δύο σημαντικά στοιχεία που αργότερα θα εξελίσσονταν σε βάρος τους και σε βάρος της υπόθεσής τους.
Το πρώτο στοιχείο ήταν ότι, στέλνοντας τον Κόλινς στο Λονδίνο, η ταυτότητά του αποκαλύφθηκε και δεν μπορούσε πια να δρα μυστικά, κάτι που ήταν το μεγαλύτερο όπλο του, αφού έτσι είχε κατορθώσει μέχρι τότε να εξαρθρώσει όλα τα δίκτυα πρακτόρων και πληροφοριοδοτών των Βρετανών – που είχαν στο παρελθόν καταστείλει όλες τις επαναστατικές κινήσεις των Ιρλανδών.
Ουσιαστικά, με τις εκατοντάδες φωτογραφίες του που δημοσιεύτηκαν, ο Κόλινς «κάηκε» ως χαρτί: δεν ήταν πια ο μυστηριώδης άγνωστος που τόσο φοβούνταν οι Βρετανοί. Ποτέ πια δεν θα μπορούσε, επιστρέφοντας στην Ιρλανδία, να συνεχίσει τον υπόγειο πόλεμο που ανάγκασε τους Βρετανούς να διαπραγματευθούν με τον IRA.
Το δεύτερο στοιχείο ήταν ότι ο Κόλινς στερούνταν των πολιτικών αρετών που θα του επέτρεπαν να αποσπάσει από τους Βρετανούς περισσότερα απ’ όσα αυτοί ήταν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν. Με δεδομένο ότι οι Βρετανοί ετοίμαζαν ήδη τη λύση της διχοτόμησης της Ιρλανδίας με την Κυβερνητική Πράξη του 1920 που δημιουργούσε δύο Κοινοβούλια, ένα για τις 26 Κομητείες του Νότου και ένα για τις 6 του Όλστερ στις οποίες πλειοψηφούσαν οι Βρετανοί προτεστάντες άποικοι, η επιλογή του Κόλινς που ήταν επικεφαλής της διαπραγματευτικής αντιπροσωπείας ήταν καταστροφική για την υπόθεση της δημιουργίας ενιαίας και ανεξάρτητης Ιρλανδίας.
Η μοιραία Αγγλοϊρλανδική Συνθήκη
Τελικά οι άριστοι στη διπλωματία Βρετανοί κατόρθωσαν όχι μόνο να «κάψουν» τον Κόλινς ως «αρχιαντάρτη πόλεων», αλλά και να διατηρήσουν το Όλστερ ως κτήση του Στέμματος και την υπόλοιπη Ιρλανδία ως «Επικράτειά» (Dominion) του αν και με δικό της στρατό και κυβέρνηση.
Ο άτυχος Κόλινς –τον οποίο οι Λόιντ Τζορτζ και Ουίνστον Τσόρτσιλ απείλησαν με ανοιχτό πόλεμο εάν δεν δεχόταν ό,τι του πρότειναν– δεν έλαβε παρά μόνο την υπόσχεση για μελλοντική αναβάθμιση της Επικράτειας ή Ελεύθερης Πολιτείας (Free State) σε ανεξάρτητο κράτος στα πλαίσια της Βρετανικής Κοινοπολιτείας.
Και φυσικά ούτε να γίνεται λόγος για προοπτική επανένωσης του Όλστερ με την υπόλοιπη Ιρλανδία, της οποίας άλλωστε η κυβέρνηση και τα μέλη του Κοινοβουλίου θα έπρεπε να δώσουν όρκο πίστης στη Βρετανική Μοναρχία!
Αυτά προέβλεπε η Αγγλοϊρλανδική Συνθήκη της 6ης Δεκεμβρίου 1921, η υπογραφή της οποίας σηματοδότησε ουσιαστικά και την έναρξη του Ιρλανδικού Εμφυλίου Πολέμου, αφού δίχασε και τον IRA και τον ιρλανδικό λαό – κάποιοι τάσσονταν υπέρ αυτής και κάποιοι εναντίον της.
Εξαρχής ο ντε Βαλέρα αρνήθηκε να την υιοθετήσει, κατηγορώντας τον Κόλινς για ενδοτισμό, ενώ ο τελευταίος απάντησε πως εκείνος τον έστειλε στο Λονδίνο, γνωρίζοντας ότι οι Βρετανοί δεν θα παραχωρούσαν την ανεξαρτησία και το Όλστερ, προκειμένου να μη χρεωθεί ο ίδιος το συμβιβασμό.
Εν όψει της έγκρισης της Συνθήκης από το Κοινοβούλιο (του Νότου), το Dail Eireann, ο Κόλινς άρχισε να περιοδεύει υπέρ του «ναι» υποστηρίζοντας πως η Ιρλανδία δεν αντέχει άλλο τον πόλεμο και πως η δημιουργία της Ελεύθερης Πολιτείας δεν ισοδυναμεί με την επ’ αορίστω διχοτόμηση της χώρας και την απώλεια του Όλστερ, αλλά με ένα πρώτο βήμα για τη δημιουργία μιας ενιαίας και αδιαίρετης Δημοκρατίας. Αντίθετα, ο ντε Βαλέρα ευαγγελιζόταν τη δημιουργία ενιαίας και ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, με κάθε κόστος, ακόμη αν χρειαζόταν πόλεμος με τη Βρετανία! Κατά κάποιο τρόπο, οι άλλοτε «πολεμιστές» του IRA είχαν γίνει πια «πολιτικοί» και οι «πολιτικοί» είχαν γίνει «πολεμιστές»!
Αυτή όμως η προσωπική διάσταση που απέκτησε το ζήτημα κατέστησε τις δημοκρατικές διαδικασίες ανίσχυρες, και αυτό φάνηκε από την αντίδραση του ντε Βαλέρα στην υπερψήφιση της Συνθήκης από το Κοινοβούλιο, με 64 ψήφους υπέρ έναντι 57 κατά, καθώς αποχώρησε με τους βουλευτές του και παραιτήθηκε από Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Εντούτοις, θα υπήρχε ακόμη η δυνατότητα να αποφευχθεί ο εμφύλιος πόλεμος, αν εξέλιπαν δύο παράγοντες: η προσωπική αντιπαράθεση Κόλινς-ντε Βαλέρα και η… Γηραιά Αλβιώνα.
Οι Βρετανοί τορπίλισαν τις συμβιβαστικές προσπάθειες του ντε Βαλέρα και του Κόλινς, απειλώντας πρώτα με οικονομικό εμπάργκο και κατόπιν με πόλεμο ή, πιο σωστά, με συνέχιση του πολέμου. Η προσπάθεια (του ντε Βαλέρα) ήταν η νέα Ελεύθερη Πολιτεία να έχει Σύνταγμα εθνικιστικής κατεύθυνσης, που να προβλέπει δηλαδή τη μελλοντική ενσωμάτωση της Βόρειας Ιρλανδίας. Ο Κόλινς αρχικά το αποδέχθηκε πρόθυμα, όμως αργότερα οι Βρετανοί τον ανάγκασαν να το αποκηρύξει δημόσια.
Το αποτέλεσμα ήταν, εξαιτίας των Βρετανών, να επέλθει η τελική ρήξη μεταξύ των δύο αντρών, να κατεβούν στις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1922 ως αντίπαλοι, με ατζέντα την εφαρμογή ή την κατάργηση της Αγγλοϊρλανδικής Συνθήκης.
Τελικά, το Σιν Φέιν του Κόλινς (τον οποίο συνέδραμε και ο Γκρίφιθ), επικράτησε του Σιν Φέιν του ντε Βαλέρα (είχαν το ίδιο όνομα) επειδή ο ιρλανδικός λαός είχε κουραστεί από τον πόλεμο και επιθυμούσε την ειρήνη με κάθε τίμημα – ακόμη και αν αυτό ήταν η Βόρεια Ιρλανδία. Φυσικά, ο ντε Βαλέρα δεν αποδέχτηκε ως έγκυρη ούτε αυτή την ψηφοφορία.
Ωστόσο, η νέα κυβέρνηση που έπαιρνε τα ηνία από τους Βρετανούς δεν έλεγχε παρά μόνο το Δουβλίνο και κάποια μέρη της υπαίθρου όπου οι τοπικές μονάδες του IRA τάχθηκαν υπέρ της Συνθήκης. Όταν δε ο νεοσύστατος Εθνικός Στρατός επιχείρησε να αφοπλίσει μία μονάδα του IRA στο Δουβλίνο που τάχθηκε εναντίον της Συνθήκης, τότε ξέσπασε ανοιχτός εμφύλιος πόλεμος.
Η αποτελούμενη από 200 άντρες μονάδα αυτή είχε, υπό τις διαταγές του Ρόρι Ο’ Κόνορ (Rory O’ Connor), οχυρωθεί στα Δικαστήρια του Δουβλίνου (Four Courts), ελπίζοντας πως θα προκαλούσε τους Βρετανούς –που δεν είχαν ακόμη αποχωρήσει- να της επιτεθούν, γεγονός που πίστευαν πως θα ένωνε για μία ακόμη φορά όλους τους Ιρλανδούς εναντίον του προαιώνιου εχθρού, κι έτσι η Συνθήκη θα ακυρωνόταν εκ των πραγμάτων.
Ο βρετανικός δάκτυλος ξεκινά τον Ιρλανδικό Εμφύλιο
Ο Κόλινς δεν ήθελε να επιτεθεί στη μονάδα του IRA, όμως ο Τσόρτσιλ τον απείλησε πως αν δεν το έκανε τα βρετανικά στρατεύματα θα ισοπέδωναν τα δικαστήρια. Έτσι ο Κόλινς, ως επικεφαλής του Ιρλανδικού Εθνικού Στρατού, διέταξε το βομβαρδισμό των δικαστηρίων, με πυροβόλα που του παραχώρησαν με ευχαρίστηση οι Βρετανοί. Δεν ήταν αυτή ωστόσο η απαρχή του εμφυλίου πολέμου, αφού αψιμαχίες μεταξύ οπαδών ή αντιπάλων της Συνθήκης είχαν ξεσπάσει νωρίτερα σε ολόκληρη τη χώρα.
Από τα δικαστήρια οι μάχες επεκτάθηκαν σε όλο το Δουβλίνο μέχρι τις 5 Ιουλίου 1921, οπότε, μετά από μια εβδομάδα συγκρούσεων, νικήθηκαν οι μονάδες του IRA που ήταν εναντίον της Συνθήκης.
Το τίμημα ήταν 65 νεκροί και 28 τραυματίες – όλοι Ιρλανδοί πρώην συμπολεμιστές, ανάμεσά τους ο Κάθαλ Μπρου, πρώην συναγωνιστής του ντε Βαλέρα και του Κόλινς κατά την Πασχαλινή Εξέγερση του 1916. Επίσης, 500 μαχητές του IRA πιάστηκαν αιχμάλωτοι και 250 άμαχοι έχασαν τη ζωή τους.
Ωστόσο, τα πράγματα ήταν αρκετά δυσοίωνα για τον αποτελούμενο από 7.000 στρατιώτες Εθνικό Στρατό, καθώς ο IRA διέθετε πάνω από 15.000 μαχητές. Οι Βρετανοί όμως παρενέβησαν ξανά και επέτρεψαν στον Εθνικό Στρατό να στρατολογήσει όσους άντρες χρειαζόταν μέχρι που, στο τέλος του πολέμου, έφθασε να αριθμεί 3.500 αξιωματικούς και 55.000 στρατιώτες.
Το Λονδίνο παραχώρησε ακόμη στον Εθνικό Στρατό, εκτός από ιματισμό και φορητό οπλισμό, μεγάλους αριθμούς πεδινών, ορεινών και βαρέων πυροβόλων, καθώς και τεθωρακισμένα οχήματα που τελικά έκριναν και τον πόλεμο.
Από την πλευρά του ο IRA διέθετε μόλις 6.780 τυφέκια και ελάχιστα οπλοπολυβόλα.
Ο ντε Βαλέρα δήλωσε πως θα υπηρετήσει ως απλός εθελοντής, και η αρχηγία του IRA πέρασε στον αρχηγό του γενικού επιτελείου του, Λίαμ Λιντς, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα έμπειρος στον πόλεμο στην ύπαιθρο.
Με την απώλεια του Δουβλίνου, ο Λιντς εστίασε στην υπεράσπιση των μεγάλων πόλεων που κατείχε, όπως το Κορκ, το Λίμερικ και το Ουότερφορντ.
Η υπεροχή του Εθνικού Στρατού σε υλικά μέσα αλλά και σε τακτική πολεμική εμπειρία (διέθετε και πολλούς Ιρλανδούς, πρώην μέλη του Βρετανικού Στρατού, βετεράνους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) είχε όμως ως αποτέλεσμα οι πόλεις αυτές να πέσουν πολύ εύκολα στα χέρια του μετά από μικρές μόνο αψιμαχίες.
Τότε ο IRA επέστρεψε στην τακτική των «ιπτάμενων φαλάγγων», και γενικότερα στον ανταρτοπόλεμο στην ύπαιθρο. Με τις πόλεις όμως σταθερά στα χέρια του Εθνικού Στρατού και τον πληθυσμό φοβισμένο και κουρασμένο από τον πόλεμο, η κίνηση του IRA δεν είχε ως αποτέλεσμα παρά μόνο να επιβραδύνει την ήττα του.
Σημαντικό ρόλο στο ότι ο IRA έχασε τη λαϊκή υποστήριξη έπαιξε και η διακήρυξη των επισκόπων της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στις 10 Οκτωβρίου 1922, με την οποία χαρακτήριζαν «έγκλημα» και «δολοφονία» κάθε πράξη αντίστασης εναντίον του Εθνικού Στρατού και προειδοποιούσαν ότι θα αρνούνταν τη Θεία Κοινωνία σε όσους μάχονταν στο πλευρό του IRA.
Εντούτοις, περίπου οκτώ μήνες διήρκεσε η φάση του ανταρτοπολέμου στην ύπαιθρο, μέχρι ο IRA να καταθέσει τα όπλα στις 23 Μαΐου 1923.
Ο απόηχος του πολέμου στη σύγχρονη Ιρλανδία
Κατά την περίοδο αυτή όμως πολλά άλλαξαν. Ο Μάικλ Κόλινς σκοτώθηκε τον Αύγουστο του 1922 σε ενέδρα του IRA στο Μπεάλ να Μπλαθ, κοντά στη γενέτειρά του στο Κορκ.
Ο Γκρίφιθ είχε πεθάνει δέκα ημέρες νωρίτερα από εγκεφαλική αιμορραγία.
Οι αντικαταστάτες τους, ο στρατηγός Ρίτσαρντ Μαλκάχι (Richard Mulcahy) και ο Ουίλιαμ Κόσγκρεϊβ (William Cosgrave), ήταν άνθρωποι που έχαιραν της εκτίμησης των Βρετανών αλλά δεν ήταν συναγωνιστές των ανθρώπων που πολεμούσαν όπως οι προκάτοχοί τους.
Για το λόγο αυτό επέτρεψαν να διαπραχθούν ωμότητες σε βάρος των αντιπάλων τους είτε μέσω παρακρατικών είτε μέσω των εκτελέσεων επιφανών πολέμιων της Συνθήκης, ξεκινώντας με την εκτέλεση τεσσάρων αιχμαλώτων στις 17 Νοεμβρίου 1922.
Συνολικά 77 επιφανείς μαχητές του IRA εκτελέστηκαν από την Ελεύθερη Πολιτεία. Παραμένει όμως άγνωστος μέχρι σήμερα ο αριθμός των «ανεπίσημων» εκτελέσεων και των θυμάτων από τις προσωπικές βεντέτες.
Το σημαντικότερο όμως έργο της νέας ηγεσίας της Ελεύθερης Πολιτείας είναι ότι έθεσαν εκτός νόμου την ιδεολογία του IRA, δηλαδή το εθνικοαπελευθερωτικό όραμα στο οποίο βασίστηκε η Πασχαλινή Εξέγερση του 1916 και ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας που οδήγησε στη δημιουργία της Ελεύθερης Πολιτείας της Ιρλανδίας.
Ο κρατικός μηχανισμός που δημιούργησαν ήταν εχθρικός στην ιδέα της ενιαίας και αδιαίρετης Ιρλανδίας, την οποία και καταπολέμησε θεωρώντας το Όλστερ ως μια βρετανική κτήση χωρίς συνεκτικούς δεσμούς με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Το ίδιο το ζήτημα της Βόρειας Ιρλανδίας η Δημοκρατία του Νότου το αγνόησε παντελώς μέχρι τη δεκαετία του ’70, οπότε «τα προβλήματα» στο Μπέλφαστ και το Ντέρι και η δυναμική επανεμφάνιση του IRA (Provisional) την ανάγκασαν να λάβει μέτρα εναντίον του στη μεθόριο και να συνεργαστεί με τη Βρετανία για το σκοπό αυτό.
Ακόμη και σήμερα, η Δημοκρατία της Ιρλανδίας ευθυγραμμίζεται πλήρως με τη Βρετανία στο βορειοϊρλανδικό, στηρίζοντας τις εκάστοτε ειρηνευτικές πρωτοβουλίες της και υιοθετώντας την οπτική της, σύμφωνα με την οποία πρόκειται για πρόβλημα μεταξύ «θρησκευτικών κοινοτήτων», και όχι για ζήτημα κατοχής του βορείου τμήματος της νήσου, του εποικισμού και της διχοτόμησής της.
Η τραγική ειρωνεία πάντως είναι ότι η Βόρεια Ιρλανδία που υπήρξε η αφορμή για τον ιρλανδικό Εμφύλιο Πόλεμο δεν έζησε τη φρίκη του και απέφυγε έτσι τον εθνικό διχασμό που θα ήταν στην περίπτωσή της πολύ πιο αιματηρός αν ληφθεί υπόψη πως την εποχή εκείνη τα 2/3 του πληθυσμού του Όλστερ αποτελούνταν από τους φανατικά πιστούς στο βρετανικό στέμμα προτεστάντες.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι περίπου 1.000 μαχητές του IRA των βορειοϊρλανδικών μονάδων πέρασαν τα σύνορα και τάχθηκαν με τον Εθνικό Στρατό, επειδή μέχρι το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου, ή μάλλον μέχρι να υποκύψει στον εκβιασμό των Βρετανών, ο Κόλινς διοχέτευε όπλα στο Βορρά με σκοπό να ξεκινήσει ένα δεύτερο γύρο αντιπαράθεσης με το Λονδίνο, που θα λειτουργούσε ως γέφυρα συμφιλίωσης των παλιών συμπολεμιστών.
Ο Ιρλανδικός Εμφύλιος Πόλεμος ήταν σύντομος αλλά αιματηρός, πιο αιματηρός σε σχέση με τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας ή την Πασχαλινή Εξέγερση του 1916, αφού κόστισε τη ζωή σε 800 στρατιώτες του Εθνικού Στρατού, σε 3.000 περίπου μαχητές του IRA, ενώ ο αριθμός των πολιτών που σκοτώθηκαν ή των εκτελεσμένων, παραμένει άγνωστος.
Το αποτέλεσμά του ήταν η δημιουργία της Ελεύθερης Πολιτείας της Ιρλανδίας που μόνο χάρη στην προεδρία του ντε Βαλέρα αναβαθμίστηκε μονομερώς σε ανεξάρτητο κράτος και αποχώρησε από τη Βρετανική Κοινοπολιτεία.
Κατ’ ουσίαν όμως η Δημοκρατία της Ιρλανδίας, σε επίπεδο κρατικής ιδεολογίας, παρέμεινε μέχρι σήμερα ως Ελεύθερη Πολιτεία, στενή σύμμαχος της Βρετανίας και αποποιήθηκε τα ιδανικά του ιρλανδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος που τη δημιούργησε.