Εκεί που η επιχειρησιακή του αξιοποίηση είχε φτωχά αποτελέσματα ήταν στην Αγγλία το καλοκαίρι του 1940, αλλά, παρά το γεγονός αυτό, η Λουφτβάφε βασίστηκε στις επιχειρησιακές του αρετές τόσο στο θέατρο επιχειρήσεων της Βόρειας Αφρικής, όσο και κατά τη διάρκεια της επιχείρησης «Marita» που είχε ως αντικειμενικό στόχο την κατάληψη των Βαλκανίων.
Ακολούθησε η επιχείρηση «Merkur» για την κατάληψη της Κρήτης και λίγο αργότερα, η εισβολή στη Ρωσία.
Στο αφιέρωμα αυτό, που δημοσιεύεται με αφορμή την πρόσφατη ανέλκυση ενός Ju-87D-3 από ομάδα δυτών της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας στη Ρόδο, αναφερόμαστε στη δράση του γερμανικού βομβαρδιστικού στην ηπειρωτική Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941.
Απρίλιος 1941: Από τα οχυρά της γραμμής Μεταξά μέχρι την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας
Στις 13 Δεκεμβρίου του 1940, λιγότερο από τρεις μήνες μετά από την έναρξη της αποτυχημένης απόπειρας των Ιταλών να καταλάβουν την Ελλάδα, ο Χίτλερ δίνει τη διαταγή έκδοσης της επιχειρησιακής οδηγίας υπ’ αριθμόν 20. Αφορά τις επιχειρήσεις κατάληψης της Ελλάδας και λαμβάνει την κωδική ονομασία «Marita». Σκοπός της επιχείρησης, με βάση το κείμενο της οδηγίας είναι «η αναδίπλωση και οπισθοχώρηση των βρετανικών δυνάμεων που δρουν στην Ελλάδα έτσι ώστε να καταστεί αδύνατη η χρήση της Βρετανικής Αεροπορίας, της RAF, τόσο για την προσβολή στόχων στο αλβανικό και το ιταλικό έδαφος, όσο και για την προστασία των πολύτιμων πετρελαϊκών εγκαταστάσεων και υποδομών της Ρουμανίας».
Ο Χίτλερ ήθελε να απαλλαγεί από την παρουσία των Βρετανών στη νοτιοανατολική Ευρώπη και, εκμεταλλευόμενος την ουδετερότητα της Τουρκίας, να αφιερώσει σημαντικές δυνάμεις στην επιχείρηση εισβολής στη Ρωσία, χωρίς τον φόβο της δημιουργίας ενός δεύτερου μετώπου στα Βαλκάνια.
Το γεγονός αυτό άλλωστε αποδεικνύεται και από το ότι η αμέσως επόμενη επιχειρησιακή οδηγία, η Νο.21, αφορούσε τον σχεδιασμό της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, και εκδόθηκε πέντε μόλις ημέρες αργότερα, στις 18 Δεκεμβρίου του 1940!
Τα χαράματα της 6ης Απριλίου του 1940, βομβαρδιστικά του 4ου στόλου της Λουφτβάφε (Λουφτλότε 4), επιχειρώντας από βάσεις στο έδαφος της Ρουμανίας και της Αυστρίας, προσβάλλουν στόχους στη Γιουγκοσλαβία. Η πρωτεύουσα της χώρας, το Βελιγράδι, βομβαρδίζεται ανηλεώς, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 17.000 περίπου άνθρωποι.
Δέκα ημέρες αργότερα, η Γιουγκοσλαβία θα παραδοθεί για να ακολουθήσει η Ελλάδα μετά από μία εβδομάδα, στις 24 Απριλίου 1940…
Η ταχύτητα με την οποία εξελίχθηκε η γερμανική προέλαση στα Βαλκάνια και εδώ ήταν αποτέλεσμα της πολύ καλής εφαρμογής των αρχών της φιλοσοφίας του κεραυνοβόλου πολέμου.
Ένα δε από τα βασικά «εργαλεία» υλοποίησης των αρχών του κεραυνοβόλου πολέμου ήταν και το καταδιωκτικό καθέτου εφορμήσεως Stuka.
Η μάχη των οχυρών
Η πρώτη απώλεια Stuka στην Ελλάδα καταγράφηκε επίσημα στις 10 Απριλίου του 1941, τέσσερις ολόκληρες ημέρες μετά την έναρξη της γερμανικής επίθεσης.
Ήταν ένα Ju-87B της ΙΙΙ/STG 77 με κυβερνήτη τον αρχισμηνία Βίλι Χολτγκρέβε (FH+KP) που καταρρίφθηκε από αντιαεροπορικά πυρά στην περιοχή της Λαμίας. Είναι δεδομένο όμως ότι και άλλα αεροσκάφη του τύπου αυτού χάθηκαν ή υπέστησαν ζημιές κατά την πρώτη τουλάχιστον ημέρα της γερμανικής επίθεσης, την πρώτη ημέρα της μάχης των οχυρών.
Στην επίσημη ιστορία των επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού στην ανατολική Μακεδονία και δυτική Θράκη τον Απρίλιο του 1941, η πρώτη επίθεση από αέρος, που ήταν και η πρώτη επίθεση των Stuka στα οχυρά του συγκροτήματος του Ρούπελ και δυτικότερα, καταγράφεται από τις 06:00 έως τις 06:10.
Η δεύτερη επίθεση Stuka θα ξεκινήσει 20 λεπτά αργότερα στις 06:30 για να τερματιστεί στις 06:40, ενώ θα ακολουθήσει τρίτη μεταξύ 07:00 και 07:10 και τέταρτη επίθεση μεταξύ 08:05 και 08:15, αυτή τη φορά συνδυαστικά στα συγκροτήματα του Ρούπελ και του Καρατάς.
Κατά τις επιθέσεις των γερμανικών αεροπλάνων οι Γερμανοί διέκοπταν τις βολές πυροβολικού, βοηθώντας έτσι τα πληρώματα να εντοπίζουν ευκολότερα τους στόχους τους από τον αέρα, ενώ κατά την εξέλιξη της από αέρος επίθεσης οι επιθέσεις των γερμανικών λόχων προωθούνταν με ασφάλεια μέχρι τις θέσεις εξόρμησής τους εναντίον των κύριων οχυρωματικών έργων.
Τα Ju-87B που στην αρχική αυτή φάση της μάχης των οχυρών σφυροκοπούσαν τις ελληνικές θέσεις, επιχειρούσαν από βουλγαρικό έδαφος και συγκεκριμένα από τα αεροδρόμια της Belica και του Krainici.
Σε αυτά είχαν μετασταθμεύσει οι Stab/StG 2, I/StG 2, ΙΙΙ/StG 2, I/StG 3 και ΙΙΙ/StG 77. Oι μονάδες αυτές ανήκαν στο Fliegerkorps VIII, διοικητής του οποίου ήταν ο βαρώνος Βολφραμ Φον Ριχτόφεν, αδελφός του θρυλικού άσσου του Α΄ Π.Π., Μάνφρεντ Φον Ριχτόφεν.
Επρόκειτο για έναν σχηματισμό εξειδικευμένο στην προσβολή επίγειων στόχων και την υποστήριξη φίλιων επίγειων τμημάτων, o οποίος είχε στη δύναμή του περισσότερα από 400 μέσα βομβαρδιστικά αεροσκάφη και εξειδικευμένα βομβαρδιστικά καθέτου εφόρμησης, μαζί με 250 τουλάχιστον καταδιωκτικά και αεροσκάφη αναγνώρισης.
Για την κάλυψη των αναγκών της επιχείρησης Marita, ο σχηματισμός είχε ενταχθεί στη δύναμη του 4ου στόλου της Λουφτβάφε (Λουφτλότε 4).
Η κατάσταση που επικράτησε τις πρώτες ώρες της μάχης των οχυρών περιγράφεται με αρκετή σαφήνεια στο βιβλίο της επίσημης ιστορίας των επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού στην ανατολική Μακεδονία και δυτική Θράκη τον Απρίλιο του 1941, φανερώνοντας την απόλυτη κυριαρχία της Λουφτβάφε στον αέρα… «Ολίγον βραδύτερον, από την 06:00, πολυάριθμα σμήνη αεροπλάνων ήρξαντο βομβαρδίζοντα ολόκληρον την ζώνην της Μεραρχίας. Ο βομβαρδισμός εγένετο κατ’ αρχάς από αρκετού ύψους. Μετά την διαπίστωσιν όμως της ανεπαρκείας της ελληνικής αντιαεροπορικής αμύνης και της ανυπαρξίας αεροπορίας διώξεως, τα γερμανικά αεροπλάνα υπερίπταντο από χαμηλού ύψους με πάσαν άνεσιν, ολοκλήρου της ζώνης της Μεραρχίας εξαπολύοντα βροχήν βομβών και πολυβολισμών διά καθέτου εφορμήσεως μέχρι και των μετόπισθεν ένθα εβομβαρδίσθησαν αλλεπαλλήλως οι σιδηροδρομικοί σταθμοί Ροδοπόλεως και Βυρωνείας και η γέφυρα Μεγαλοχωρίου. Αι τηλεφωνικαί επικοινωνίαι διεκόπησαν από των πρώτων ωρών, κατόπιν πλήρους εξαρθρώσεως του δικτύου. Συνεργεία υπό αξιωματικούς, αποστελλόμενα πάραυτα, απεκαθίστων τον σύνδεσμον μετά κοπιώδην προσπάθειαν και υπό τους καταιγισμούς των εχθρικών αεροπλάνων, ίνα διακοπή ούτως και πάλιν μετά τινά λεπτά της ώρας». Η περιγραφή αυτή είναι αρκετή για να δείξει το πανδαιμόνιο που προκάλεσαν οι επιθέσεις των γερμανικών Stuka όχι μόνο στη γραμμή των οχυρών, αλλά και σε κάθε υποδομή πίσω από την ελληνική γραμμή άμυνας.
Το δημιούργημα της εταιρείας του καθηγητή Χιούγκο Γιούνκερς είχε για άλλη μία φορά βρεθεί στο στοιχείο του, μετά την πανωλεθρία των ημερών της Μάχης της Αγγλίας… Σε περιβάλλον πλήρους αεροπορικής υπεροχής χωρίς τον φόβο της καταστροφικής επέμβασης σύγχρονων και αποτελεσματικών καταδιωκτικών.
Η προσβολή των οχυρωματικών έργων στο σύνολό τους κατά μήκος της γραμμής ήταν ταυτόχρονη από τα Stuka και αυτό επιβεβαιώνεται από πολλές αναφορές. Οι ίδιες επίσης αναφορές επιβεβαιώνουν το ότι καθ’όλη την διάρκεια της ημέρας μέχρι και τη δύση του ηλίου, ο από αέρος βομβαρδισμός ήταν συνεχής, επαναλαμβανόμενος ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Με βάση την αναφορά σχετικά με όσα έγιναν στο οχυρό Ιστίμπεη: «Μετ’ ου πολύ, περί την 06:00, πολυάριθμα σμήνη αεροπλάνων καθέτου εφορμήσεως, ήρξαντο σφυροκοπούντα, κατ’ αλλεπάλληλα κύματα την επιφάνειαν του οχυρού, όπερ ήδη παρουσιάζει εικόνα φλεγομένης καμίνου. Μέχρι την 07:00 καταστρέφεται το μοναδικόν αντιαεροπορικόν πυροβολείον, αφού κατέρριψε τρία εχθρικά αεροπλάνα και πιθανώς και τέταρτον, όπερ απεμακρύνθη φλεγόμενον, και αχρηστεύονται τα πολυβολεία 6, 9, 11, 13, 18, 23, το πυροβολείον 24, ο προβολεύς 12 και τα παρατηρητήρια 7 και 10 και τίθενται εκτός μάχης εξήκοντα πέντε άνδρες της φρουράς, εξ ών δεκαπέντε νεκροί».
Εδώ γίνεται η πρώτη και μοναδική αναφορά κατάρριψης αεροπλάνων Stuka από ελληνικά πυρά κατά τη διάρκεια της μάχης των οχυρών. Δεν σημειώθηκε καμία άλλη από την στιγμή που η γερμανική παρουσία στον αέρα ήταν τόσο πυκνή που κάθε απόπειρα απόκρουσης των από αέρος επιθέσεων με αντιαεροπορικά όπλα από τα έργα επιφανείας των οχυρών ήταν αδύνατη, ισοδυναμώντας με πράξη αυτοκτονίας…
Σε άλλη αναφορά σχετικά με τα οχυρά του Ρούπελ σημειώνεται: «Ο εχθρός, εις την επιθετικήν του προσπάθειαν, υπεστηρίζετο συνεχώς υπό της αεροπορίας και του πυροβολικού. Εκατό έως διακόσια αεροπλάνα υπερίπταντο καθ’ όλην την ημέραν άνωθεν του τομέως του Συγκροτήματος και χωριζόμενα εις ομάδας 30-40 εβομβάρδιζον διάφορα σημεία της τοποθεσίας και ιδίως το συγκρότημα του Οχυρού Ρούπελ, ώς και τα μετόπισθεν της τοποθεσίας.
Τα αεροπλάνα κατά τας καταδύσεις των εχρησιμοποίουν ειδικάς σειρήνας διά των οποίων παρήγον δαιμονιώδη θόρυβον ίσως ίνα κλονίσουν το ηθικόν των ανδρών.
Τούτο ουδαμώς απησχόλησε τους υπερασπιστάς των οχυρών, αλλ’ ούτε και τους εκτός των οχυρών μαχητάς. Εναντίον των αεροπλάνων έβαλλε το μοναδικόν αντιαεροπορικόν πυροβόλον των 20 χιλιοστών της Ουσίτας, ως και ομάδες τινές πολυβόλων συγκροτηθείσαι εκ των εφεδρικών πολυβόλων του Οχυρού».
Η ίδια κατάσταση επικράτησε μέχρι και την 10η Απριλίου, ημέρα της συνθηκολόγησης και της παράδοσης των όπλων. Τα γερμανικά Stuka βρισκόταν καθημερινά και καθ’ όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων πάνω από τα οχυρά, με εξαίρεση κάποιες περιόδους που οι καιρικές συνθήκες δεν επέτρεπαν βομβαρδισμό μετά από κατακόρυφη εφόρμηση, αλλά και πολυβολισμούς. Το οχυρό του Ρούπελ δε αναφέρεται ότι πέτυχε την κατάρριψη τριών ακόμη αεροσκαφών του τύπου στις 8 Απριλίου, αλλά και εδώ δεν υπάρχει επιβεβαίωση από τα γερμανικά αρχεία.
Η κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας
Οι επιχειρήσεις των μονάδων των Stuka που έδρευαν στα δύο βουλγαρικά αεροδρόμια που προαναφέραμε, συνεχίστηκαν με αμείωτους ρυθμούς σε καθημερινή βάση. Αεροσκάφη του τύπου αναλάμβαναν κυρίως αποστολές προσβολής συγκεντρώσεων συμμαχικών στρατευμάτων και φάλαγγες οχημάτων.
Η βρετανική αεροπορία, η RAF, δεν ήταν σε θέση να αποτρέψει παρά ελάχιστες από τις επιθέσεις των γερμανικών βομβαρδιστικών όλων των τύπων (Ju-87, Ju-88 και Do-17 που επιχειρησιακά αξιοποιήθηκαν για τελευταία φορά κατά την επιχείρηση Marita) που φυσικά συνοδεύονταν πάντα από καταδιωκτικά Bf-109 και δικινητήρια Bf-110. Μέρα με την ημέρα και όσο οι επιχειρησιακές υποχρεώσεις της Λουφτβάφε στη Γιουγκοσλαβία περιορίζονταν λόγω της ταχύτατης γερμανικής προέλασης, η παρουσία γερμανικών αεροπλάνων γίνεται εντονότερη στους ελληνικούς ουρανούς.
Παράλληλα και ο καιρός βελτιώνεται με αποτέλεσμα οι αεροπορικές επιχειρήσεις να αυξηθούν κατακόρυφα και από τις δύο πλευρές.
Η RAF με τη μικρή δύναμη αεροπλάνων (βομβαρδιστικά Blenheim I και καταδιωκτικά Hurricane I και διπλάνα Gloster Gladiator που δρούσαν στο μέτωπο της Ηπείρου εναντίον των Ιταλών), προσπαθεί να ανακόψει την ταχύτητα της γερμανικής προέλασης.
Σε μια τέτοια αποστολή, στις 14 Απριλίου, τα Stuka θα έρθουν για πρώτη φορά αντιμέτωπα με τα βρετανικά Hurricane. Την ημέρα εκείνη στις 9:30 το πρωί, οκτώ βομβαρδιστικά Blenheim I της 113ης Μοίρας της RAF με την συνοδεία δέκα καταδιωκτικών Hurricane, επτά της 33ης Μοίρας και τρία της 80ής, επιτέθηκαν σε φάλαγγα οχημάτων και συγκεντρώσεις γερμανικών στρατευμάτων βόρεια της Πτολεμαΐδας.
Κατά την επιστροφή τους, εντόπισαν έναν αριθμό Stuka πάνω από τα Σέρβια της Κοζάνης, ενώ σφυροκοπούσαν τις θέσεις συμμαχικών στρατευμάτων.
Ορισμένα από τα Hurricane αποσπάστηκαν από τους σχηματισμούς τους και δευτερόλεπτα αργότερα βρέθηκαν στην ουρά των γερμανικών βομβαρδιστικών. Ο ανθυποσμηναγός Μπιλ Βέιλ της 80ής Μοίρας κατόρθωσε να καταρρίψει ένα από αυτά.
Αργότερα, την ίδια ημέρα, έξι Hurricane I της 33ης Μοίρας πήραν εντολή να μεταβούν στην ίδια περιοχή σε ζεύγη με σκοπό να καλύψουν από αέρος τα υποχωρούντα συμμαχικά τμήματα που εξακολουθούσαν να δέχονται επιθέσεις από Ju-87 Stuka.
Το ζευγάρι των υποσμηναγών Γούντγουορντ και Ντιν εντόπισε έξι γερμανικά αεροπλάνα που ετοιμάζονταν να προσβάλλουν μία φάλαγγα οχημάτων. Επιτέθηκαν αμέσως πετυχαίνοντας την κατάρριψη τριών και προξενώντας ζημιές στα υπόλοιπα.
Την ίδια δε περίπου ώρα, άλλο ένα Ju-87 καταρρίφθηκε από ελληνικό καταδιωκτικό PZL-24G με χειριστή των σμηνία Αργυρόπουλο, κοντά στην πόλη των Τρικάλων.
Οι καταγραφές στα γερμανικά αρχεία επιβεβαιώνουν τις απώλειες αυτές. Τα απολεσθέντα Stuka ανήκαν στις I/StG 3, 9/StG 2 και 2/StG 1 που είχαν μετασταθμεύσει στη Βουλγαρία, προερχόμενα από τη Λιβύη. Οι επιθέσεις των Stuka θα συνεχιστούν και τις επόμενες ημέρες σε πιο περιορισμένη όμως κλίμακα, καθώς η κύρια προσπάθεια της Λουφτβάφε εστιάστηκε στον βομβαρδισμό λιμένων (κυρίως του Βόλου και του Πειραιά) με αεροσκάφη Ju-88 και Do-17K και σε αιφνιδιαστικές επιθέσεις κατά των ελληνικών αεροδρομίων με καταδιωκτικά Bf-109E και Bf-110.
Τα Stuka συνέχισαν τις καθημερινές τους επιθέσεις σε τμήματα συμμαχικών επίγειων δυνάμεων, ο κύριος όγκος των οποίων σταδιακά είχε πλέον βρεθεί στην περιοχή του θεσσαλικού κάμπου οπισθοχωρώντας προς τη νότια Ελλάδα.
Στις 15 Απριλίου, η διοίκηση των συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα θα αποφασίσει οπισθοχώρηση μέχρι το στενό των Θερμοπυλών και τη δημιουργία μιας ισχυρής γραμμής άμυνας εκεί. Η απόφαση αυτή ελήφθη προκειμένου να αποτραπεί κάθε ενδεχόμενο αποκοπής των συμμαχικών δυνάμεων στην Θεσσαλία από τις γερμανικές δυνάμεις που προέλαυναν προς νότο από τα δυτικά.
Για την ταχεία και ασφαλή οπισθοχώρηση των συμμαχικών τμημάτων, έπρεπε να διατηρηθεί ανοιχτός ο οδικός άξονας Ελασσόνας, Λάρισας, Φαρσάλων, Δομοκού, Λαμίας, καθώς και το ορεινό πέρασμα στο Μπράλο.
Οι Γερμανοί δεν επιχείρησαν να αποκόψουν τις συμμαχικές δυνάμεις από τα δυτικά, αλλά συνέχισαν προελαύνουν με μεγάλη ταχύτητα προς νότο περνώντας ανατολικά του Ολύμπου.
Η ταχύτητα της προέλασής τους περιορίστηκε από αυστραλιανές και νεοζηλανδικές μονάδες στην κοιλάδα των Τεμπών και, βορειότερα, με αποτέλεσμα ο κύριος όγκος των συμμαχικών δυνάμεων να κατορθώσει να διαφύγει προς τη Λαμία. Ατελείωτες φάλαγγες φορτηγών ταξίδευαν προς τη γραμμή άμυνας των Θερμοπυλών.
Η Λουφτβάφε κατέβαλλε συνεχείς προσπάθειες να αποτρέψει τη συμμαχική οπισθοχώρηση, προσπάθειες που βασίστηκαν σχεδόν κατά αποκλειστικότητα στο Stuka. Αν και δεν το κατάφερε τελικά, προξένησε σημαντικές και ζημιές και απώλειες.
Ένας Αυστραλός στρατιώτης, ο Τσαρλς Ρόμπινσον έδωσε μετά τον πόλεμο μια εξαιρετικά περιγραφική διήγηση της δράσης των Stuka και των καταστροφών που προκάλεσαν. «Τα 112 χιλιόμετρα της διαδρομής από τη Λάρισα μέχρι τη Λαμία, θα πρέπει να ήταν ένα υπέροχο θέαμα από τον αέρα. Ατελείωτες φάλαγγες βρετανικών οχημάτων. Τα Stuka πετούσαν πάνω από τα κεφάλια μας ανενόχλητα. Η σιλουέτα τους με τα αλλόκοτα φτερά, τα αερόφρενα και τους τροχούς θύμιζε μυθικό τέρας κάτι που, σε συνδυασμό με το ουρλιαχτό των σειρήνων τους, που διαπερνούσε το κεφάλι σου, συνέθετε τον χειρότερο εφιάλτη… Πέφταμε κάθε μέρα στο έδαφος για κάλυψη τόσες φορές που θα έπρεπε να είχαμε βγάλει φουσκάλες στις κοιλιές μας».
Άλλος ένας Αυστραλός στρατιώτης, ο Λοχίας Ρόμπερτ Ρόμπερτσον έδωσε μία ακόμη πιο χαρακτηριστική περιγραφή του χάους που προκάλεσαν τα γερμανικά βομβαρδιστικά κάθετης εφόρμησης στην κεντρική Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941. «Δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου τόσα αεροπλάνα ούτε θέλω να ξαναδώ.
Ο δρόμος από τη Λάρισα στη Λαμία, στενός και δυσκολοδιάβατος. Μια γκρίζα παχύρρευστη λάσπη δυσχέραινε κάθε κίνηση των φορτηγών, και ιδίως των πεζών που έπρεπε παράλληλα να ταξιδεύουν με την μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα ανάμεσα από τα φλεγόμενα συντρίμμια άλλων οχημάτων στις άκρες του δρόμου, αλλά και ανάμεσα από εκατοντάδες νεκρά άλογα, μουλάρια, πρόβατα και αγελάδες».
Οι περιπτώσεις στις οποίες τα γερμανικά Stuka χρειάστηκε να ματαιώσουν την αποστολή τους ή υπέστησαν απώλειες από βρετανικά καταδιωκτικά ήταν ελάχιστες. Στις 19 Απριλίου, γερμανικά αναγνωριστικά αεροπλάνα τύπου Hs 126 εντόπισαν αυστραλιανά, νεοζηλανδικά και ελληνικά τμήματα κοντά στο Δομοκό και, λίγο αργότερα, 40 περίπου Ju-87 εμφανίστηκαν πάνω από την περιοχή προκαλώντας πραγματικό χάος. Μέσα από συνεχείς επιθέσεις με βόμβες και πολυβολισμούς προκάλεσαν σημαντικές ζημιές και απώλειες στις συμμαχικές δυνάμεις. Επτά Hurricane της 80ής Μοίρας της RAF που κλήθηκαν να αναχαιτίσουν τα γερμανικά βομβαρδιστικά, έφτασαν στην περιοχή σχετικά έγκαιρα, την ώρα που η επίθεση βρισκόταν σε εξέλιξη…
Υπό την καθοδήγηση του Σμηναγού Γουντς και πριν τα συνωδά Bf-109E της II/JG27 προλάβουν να επέμβουν, οι Βρετανοί χειριστές κατόρθωσαν να καταρρίψουν τέσσερα Stuka. Τα δύο χρεώθηκαν στον ανθυποσμηναγό Μπιλ Βέιλ και από ένα στον υποσμηναγό Ντάουντινγκ και τον αρχισμηνία Ριβαλάντ. Στην πραγματικότητα, τα γερμανικά αεροσκάφη που χάθηκαν στη συγκεκριμένη εμπλοκή ήταν δύο… Αυτό τουλάχιστον καταγράφηκε επίσημα στα γερμανικά αρχεία.
Το πρώτο που ανήκε στη δύναμη της Stab/StG 2 συνετρίβη νότια της Ελασσόνας, με αποτέλεσμα τον θάνατο και των δύο μελών του πληρώματός του, ενώ το δεύτερο, που ανήκε στην I/StG 3, εκτέλεσε αναγκαστική προσγείωση κοντά στην Κοζάνη. Ο κυβερνήτης του βρέθηκε νεκρός και ο πολυβολητής, βαριά τραυματισμένος.
Η 20ή Απριλίου του 1941 θα σηματοδοτήσει την καθολική επικράτηση της Λουφτβάφε στους ελληνικούς ουρανούς. Μέχρι και την ημέρα εκείνη, που πέρασε στην Ιστορία ως η ημέρα της μεγάλης αερομαχίας των Αθηνών, τα λιγοστά Hurricane Mk.I των 33ης και 80ής Μοίρας της RAF που επιχειρούσαν από την Ελευσίνα, πετούσαν από το πρώτο φως της ημέρας έως τη δύση του ήλιου σε καθημερινή βάση σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αναχαιτίσουν την πανίσχυρη και πανταχού παρούσα Λουφτβάφε.
O αγώνας βέβαια ήταν άνισος από κάθε πλευρά και η κατάληξη του δεδομένη με μαθηματική ακρίβεια. Ο μεγαλύτερος αριθμός των Hurricane των δύο Μοιρών που προαναφέραμε θα καταστραφεί στον αέρα αλλά και στο έδαφος την συγκεκριμένη ημέρα.
Τα ελάχιστα αεροσκάφη που παρέμειναν επιχειρησιακά αξιοποιήσιμα, κατόπιν εντολής μεταστάθμευσαν στο πεδίο προσγείωσης του Άργους.
Τα γερμανικά Stuka πρακτικά μπορούσαν πλέον να δρουν εντελώς ανενόχλητα, χωρίς τον παραμικρό φόβο για την παρουσία συμμαχικών καταδιωκτικών στον ελληνικό εναέριο χώρο, πάνω από τη Στερεά Ελλάδα και τη Θεσσαλία. Το πρωί της 21ης Απριλίου μεταξύ 07:00 και 07:30, 20 Ju-87B με τη συνοδεία καταδιωκτικών Bf-109E βομβάρδισαν τα λιγοστά υπόστεγα στην Ελευσίνα καταστρέφοντας δύο Hurricane και προξενώντας σημαντικές ζημιές.
Τις επόμενες ημέρες μέχρι την ολοκλήρωση της επιχείρησης μεταφοράς των συμμαχικών στρατευμάτων στην Κρήτη και την Αίγυπτο, οι περισσότερες έξοδοι των Stuka που πλέον επιχειρούσαν από ελληνικό έδαφος, είχαν ως στόχο την καταστροφή εμπορικών και πολεμικών πλοίων.
Το λιμάνι του Πειραιά εξακολουθούσε να αποτελεί τον μεγαλύτερης αξίας στόχο για τους Γερμανούς και βομβαρδιζόταν ανηλεώς σε καθημερινή βάση. Η 21η Απριλίου του 1941 είναι η ημέρα που το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό θα υποστεί την πρώτη σημαντική απώλεια λόγω της δράσης των γερμανικών Stuka. To αντιτορπιλικό «Ψαρά» που ήταν αγκυροβολημένο κοντά στα Μέγαρα, θα δεχθεί επίθεση από τουλάχιστον 10 Ju-87.
To πλήρωμα του παλιού ελληνικού πολεμικού αντιστάθηκε εξαπολύοντας ισχυρό αντιαεροπορικό μπαράζ, αλλά λίγα λεπτά από την έναρξη της επίθεσης, μία βόμβα των 500 κιλών (1.000 λιβρών) θα χτυπήσει το εμπρός τμήμα του (μπροστά από τη γέφυρα) και θα καταστρέψει ολοσχερώς το σκάφος.
Από τα μέλη του πληρώματος, 40 σκοτώθηκαν ακαριαία και λίγο αργότερα το «Ψαρά» βυθίστηκε, ενώ 118 μέλη του πληρώματός του κατόρθωσαν να διασωθούν. Λίγες ώρες αργότερα, πριν το σούρουπο, την ίδια τύχη θα έχει και το «Ύδρα», που συνόδευε έναν αριθμό εμπορικών πλοίων κατά την έξοδό τους από το λιμάνι του Πειραιά. Δέχθηκε επίθεση από 35 περίπου Stuka και τέθηκε εκτός μάχης σχεδόν αμέσως.
Πενήντα μέλη του πληρώματος έχασαν τη ζωή τους κατά την εξέλιξη της επίθεσης, και το πλοίο εγκαταλείφθηκε άμεσα για να βυθιστεί τελικά λίγες ώρες αργότερα. Την ίδια ημέρα θα βυθιστούν και τρία εμπορικά πλοία μετά από επιθέσεις που δέχθηκαν από Ju-87B της I/St.G.2.:τo 1.300 τόνων πετρελαιοφόρο «Θεοδώρα» στον Κορινθιακό Κόλπο κοντά στην Αντίκυρα, το μικρό πετρελαιοφόρο (657 τόνων) «Theodol 2» στην ίδια περιοχή και το φορτηγό πλοίο «Θράκη». Από την πλευρά των Stuka σημειώθηκε μία μόνο απώλεια στην περιοχή της Ελευσίνας, ενώ θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι παράλληλα τα Stuka διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της μάχης στο στενό των Θερμοπυλών, η οποία τερματίστηκε με την υποχώρηση των Αυστραλιανών και Νεοζηλανδικών δυνάμεων που προσπάθησαν εκεί να ανακόψουν τη γερμανική προέλαση προς το νότο.
Την 23η και 24η Απριλίου οι επιθέσεις των γερμανικών Stuka στον Πειραιά και στο σύνολο των λιμένων στην ηπειρωτική Ελλάδα, συνεχίστηκαν με τον ίδιο ρυθμό.
Για τις δύο αυτές ημέρες τα γερμανικά αρχεία επιβεβαιώνουν την απώλεια τριών μόλις αεροσκαφών του τύπου που οφείλεται στη δράση των λιγοστών Hurricanes που επιχειρούν πλέον από το πεδίο προσγείωσης του Άργους.
Στις 23 Απριλίου του 1941, το λιμάνι της Σούδας στα Χανιά της Κρήτης θα δεχθεί για πρώτη φορά επίθεση από Stuka. Το βρετανικό πλοίο HMS Syvern θα υποστεί σημαντικές ζημιές κατά την εξέλιξη της συγκεκριμένης επίθεσης, ενώ τα Stuka που έλαβαν μέρος σε αυτή κατά την επιστροφή τους θα εντοπίσουν ένα υδροπλάνο Short Sunderland της 230ής Μοίρας της RAF υπό στοιχεία L2161, στη θαλάσσια περιοχή του Σκαραμαγκά.
Ο κυβερνήτης του είχε προηγουμένως αποπειραθεί να αποθαλασσωθεί με τον έναν από τους τέσσερις κινητήρες του αεροσκάφους εκτός λειτουργίας, χωρίς όμως επιτυχία.
Το βρετανικό υδροπλάνο δέχτηκε επίθεση από επτά Stuka που το χτύπησαν με τα πολυβόλα τους, με αποτέλεσμα να πάρει φωτιά μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Το πλήρωμα και οι επιβάτες κατάφεραν να εγκαταλείψουν το αεροπλάνο. Μόνο δύο πολυβολητές έμειναν σε αυτό.
Κατόρθωσαν να φτάσουν μέχρι τους πυργίσκους της ράχης και να ανταποδώσουν τα πυρά, με αποτέλεσμα να πετύχουν την κατάρριψη ενός από τα γερμανικά αεροπλάνα, πριν τελικά εγκαταλείψουν και αυτοί το καταδικασμένο Sunderland…
To περιστατικό αυτό δίνει μια πλήρη εικόνα της απόλυτης κυριαρχίας της Λουφτβάφε πάνω από την Ελλάδα.
Τα αεροσκάφη της, ακόμη και τα αργοκίνητα Stuka, όργωναν στην κυριολεξία ανενόχλητα τους ελληνικούς ουρανούς βομβαρδίζοντας και πολυβολώντας κατά βούληση οποιονδήποτε στόχο εντόπιζαν τα πληρώματά τους.
Ο ελληνικός στόλος είχε αποπλεύσει από τον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας και ελάχιστες μονάδες του βρισκόταν αγκυροβολημένες εκεί. Παρά το γεγονός αυτό, τα Stuka βομβάρδισαν τον Ναύσταθμο βυθίζοντας τα παροπλισμένα καταδρομικά «Κιλκίς» και «Λήμνος» και προξενώντας ζημιές στο αντιτορπιλικό «Βασιλεύς Γεώργιος» το οποίο βρισκόταν σε πλωτή δεξαμενή για επισκευές.
Το σκάφος αυτό επισκευάστηκε μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, οι οποίοι κατόπιν το χρησιμοποίησαν επιχειρησιακά. Άλλα σκάφη του ΠΝ που έπεσαν θύματα των γερμανικών Stuka ήταν τα τορπιλοβόλα «Θύελλα», «Αλκυώνη», «Αρετούσα» και «Δορίς», τα ναρκοθετικά «Τένεδος», «Κοργιαλένιος» και «Πάραλος» και τα μικρά τορπιλοβόλα Τ-1 και Τ-2.
Με την κατάσταση εκτός ελέγχου πλέον και τις γερμανικές δυνάμεις να πλησιάζουν ταχύτατα, δίνεται στις 24 Απριλίου η διαταγή εκκένωσης της ηπειρωτικής Ελλάδας από το σύνολο των συμμαχικών δυνάμεων, κι έτσι ξεκινά η επιχείρηση υπό την κωδική ονομασία «Demon».
Πολεμικά πλοία του Royal Navy, αλλά και εμπορικά σκάφη, προερχόμενα από την Αίγυπτο και την Κρήτη, καταπλέουν νύχτα στα λιμάνια της Ραφήνας, του Πόρτο Ράφτη και της Καλαμάτας, καθώς και στο Ναύπλιο (Τολό), τα Μέγαρα και τη Μονεμβασιά για να παραλάβουν συμμαχικά τμήματα. Μέχρι και την 1η Μαΐου που επίσημα τερματίστηκε η επιχείρηση «Demon» δεκάδες μικρά σκάφη βυθίστηκαν ή υπέστησαν σοβαρές ζημιές από τα Ju-87, αλλά, παρά το γεγονός αυτό, η πρώτη στέφθηκε με επιτυχία.
Μόνο τα σκάφη του RN μετέφεραν στην Κρήτη και την Αίγυπτο 50.732 άνδρες, από τους 62.564 που ανήκαν στη δύναμη των συμμαχικών στρατευμάτων στην Ελλάδα.
Εκατοντάδες δε άλλοι, καθώς και μέλη διπλωματικών αποστολών καθώς και πολίτες, κατόρθωσαν να φτάσουν στην Κρήτη με μικρά σκάφη και αεροπλάνα. Από την 1η Μαΐου του 1941, η Λουφτβάφε θα εστιάσει την επιθετική της προσπάθεια στην τελευταία γραμμή άμυνας στα Βαλκάνια… Την Κρήτη.