Ο πάντα φιλόδοξος Ναπολέων Γ΄ της Γαλλίας, θέλοντας να καταστήσει τη χώρα του μεγάλη αποικιακή δύναμη, αποφάσισε να ενισχύσει την απόπειρα του μεγάλου δούκα Μαξιμιλιανού των Αψβούργων, αδελφού του Αυστριακού αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ, ο οποίος μέχρι πρότινος ήταν εχθρός της Γαλλίας, να εγκατασταθεί ως αυτοκράτορας στο Μεξικό.
Ο Μαξιμιλιανός λοιπόν εστάλη στο Μεξικό, τη διακυβέρνηση του οποίου διεκδίκησε κληρονομικώ δικαίω, εφόσον ο πρόγονός του Κάρολος Ε΄ υπήρξε βασιλιάς της χώρας τον 16ο αιώνα. Φυσικά, από την περιπέτεια αυτή δεν μπορούσε να απουσιάζει η Λεγεώνα των Ξένων.
Στην πραγματικότητα, ο Μαξιμιλιανός πήγε στο Μεξικό ως υπερασπιστής της άρχουσας τάξης της χώρας, η οποία είχε χάσει τα προνόμιά της από τον νέο -δημοκρατικά εκλεγμένο- πρόεδρο Μπενίτο Χουάρεζ. Σύντομα ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος, με τους φτωχούς να τάσσονται υπέρ του Χουάρεζ και τους πλούσιους γαιοκτήμονες υπέρ του Μαξιμιλιανού.
Ο τελευταίος ζήτησε τη βοήθεια του αδελφού του αλλά και του Ναπολέοντα Γ’ αντί οικονομικών ανταλλαγμάτων. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ έστειλε στον αδελφό του ένα στρατιωτικό σώμα εθελοντών, δύναμης 7.000 ανδρών. Ο δε Ναπολέων αποφάσισε να αποστείλει τη Λεγεώνα. Επίσης, στο Μεξικό αφίχθη και μια «βελγική Λεγεώνα», αποτελούμενη από δύο τάγματα εθελοντών ακροβολιστών.
Μετά τη λήξη του ιταλικού πολέμου, η Λεγεώνα δεν βρισκόταν στην καλύτερή της κατάσταση. Το 1861, το 1ο Σύνταγμα Ξένων είχε διαλυθεί και η κατάταξη στο εναπομείναν σύνταγμα είχε απαγορευθεί. Και ενώ όλα έδειχναν ότι η ιστορία της Λεγεώνας θα τελείωνε κάπου εκεί, ετέθη το θέμα της γαλλικής συμμετοχής στον πόλεμο του Μεξικού.
Ο Ναπολέων είχε υποσχεθεί να βοηθήσει τον Μαξιμιλιανό, αλλά δεν τολμούσε να αποστείλει Γάλλους στρατιώτες προς ενίσχυσή του. Η μόνη λύση ήταν η αποστολή της Λεγεώνας. Έτσι, αποφασίστηκε να επιτραπεί και πάλι η κατάταξη εθελοντών σε αυτή.
Όταν η Λεγεώνα ανασυγκροτήθηκε, εστάλη στο Μεξικό, στις 28 Μαρτίου του 1863. Η Λεγεώνα διέθετε τότε ένα μόνο σύνταγμα, το Σύνταγμα Ξένων, το παλαιό 2ο Σύνταγμα Ξένων. Επίσης, στο διάστημα 1863-66, ο Ναπολέων Γ’ έστειλε στο Μεξικό και άλλες δυνάμεις, συμποσούμενες συνολικά σε έξι συντάγματα πεζικού, τρία συντάγματα ζουάβων, ένα σύνταγμα λεγεωνάριων, ένα σύνταγμα πεζοναυτών, πέντε τάγματα ελαφρού πεζικού, τρία συντάγματα ελαφρού ιππικού -το ένα μειωμένης σύνθεσης- πέντε πυροβολαρχίες, λόχους σκαπανέων και εφοδιοπομπών.
Παράλληλα, και ο Μαξιμιλιανός οργάνωσε τον Αυτοκρατορικό Μεξικανικό Στρατό, με τη βοήθεια και την ενίσχυση των Γάλλων, σε στελέχη και οπλισμό. Από την άλλη πλευρά, ο πρόεδρος Χουάρεζ διέθετε περί τους 10.000 ελλιπώς και ακατάλληλα οπλισμένους και εκπαιδευμένους τακτικούς στρατιώτες και αρκετές χιλιάδες πολιτοφύλακες. Οι δυνάμεις αυτές βρέθηκαν αντιμέτωπες σε έναν κατά βάση ανορθόδοξο πόλεμο, κάτω από τον καυτό μεξικανικό ήλιο.
Οι λεγεωνάριοι δεν ενθουσιάστηκαν όταν αντίκρισαν για πρώτη φορά το μικρό λιμάνι της Βέρα Κρουζ, στα τέλη Μαρτίου του 1863. Η πόλη ήταν μικρή, σχεδόν ακατοίκητη και εξαιρετικά βρώμικη. Αρκετά χιλιόμετρα ανατολικά της Βέρα Κρουζ, βρισκόταν μια άλλη, εξίσου βρώμικη μεξικανική πόλη, η Πουέμπλα.
Εκεί στάθμευσαν στρατεύματα του προέδρου Χουάρεζ. Οι γαλλικές δυνάμεις επιτέθηκαν κατά της Πουέμπλα, αλλά αποκρούστηκαν. Η γαλλική διοίκηση αποφάσισε τότε να πολιορκήσει την πόλη. Η Λεγεώνα δεν συμμετείχε στην επίθεση και στην πολιορκία της Πουέμπλα.
Της είχε ανατεθεί ο άχαρος ρόλος της προστασίας των γραμμών συγκοινωνιών, από τη Βέρα Κρουζ έως το στρατόπεδο των πολιορκητών. Η αποστολή αυτή δεν ήταν απλώς άχαρη, αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνη, εφόσον στο Μεξικό δεν υφίστατο γραμμή μετώπου και επιδρομικά τμήματα «προεδρικών» Μεξικάνων λυμαίνονταν τη ζώνη των μετόπισθεν.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το τροπικό σχεδόν κλίμα, είχε προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στη Λεγεώνα. Δεκάδες άνδρες καθημερινώς αρρώσταιναν από δυσεντερία και κίτρινο πυρετό. Δεκάδες επίσης άνδρες έπεφταν καθημερινά θύματα των μεξικανικών ενεδρών, καθώς μικρά τμήματα μεγέθους λόχου ή διμοιρίας συνόδευαν τις αργοκινούμενες εφοδιοπομπές.
Οι λεγεωνάριοι παρ’ όλα αυτά δεν φοβούνταν τους εχθρούς. Όπως ο λεγεωνάριος Αμιάμπλε έγραψε σε επιστολή του: «Ο Μεξικανός τρέμει τα πυρά. Όταν πυροβολεί, γυρίζει το κεφάλι του προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ακόμα και οι ομοβροντίες τους, που βάλλονται εναντίον μας από τα δέκα μέτρα, δεν μας τρομάζουν. Αν κάποιος πληγεί από αυτές, είναι μάλλον κακότυχος! Πάντα λέμε ότι δέκα δικοί μας μπορούν να πολεμήσουν πενήντα από αυτούς τους ληστές».
Την άποψη αυτή επιβεβαιώνει και ο λοχαγός ντε Τορνί, ο οποίος δεν φοβόταν τους εχθρούς αλλά τον κίτρινο πυρετό, εξαιτίας του οποίου ο λόχος του από 124 άνδρες μπορούσε να παρατάξει μόλις 25! Έγραφε για τους Μεξικανούς: «Η μέθοδός τους είναι να τρέπονται σε φυγή αμέσως μόλις βάλουν. Επιστρέφουν αργότερα για να δουν τι ζημιά έχουν κάνει, για να σκυλεύσουν τους νεκρούς και να αποτελειώσουν τους τραυματίες με φρικτά βασανιστήρια. Όπως όλοι οι δειλοί, είναι σκληροί άνθρωποι».
Καμερόνε
Στις 30 Απριλίου 1863, ο 3ος Λόχος του 1ου Τάγματος της Λεγεώνας διατάχθηκε να συνοδεύσει μία φάλαγγα με εφόδια και χρήματα που ερχόταν από τη Βέρα Κρουζ, με προορισμό την Πουέμπλα. Ο 3ος Λόχος είχε επίσης υποφέρει από τις ασθένειες και μόνο 62 άνδρες του ήταν ικανοί για υπηρεσία εκείνο το πρωινό. Ανάμεσά τους δεν υπήρχε κανένας αξιωματικός.
Έτσι, ο διοικητής της Λεγεώνας όρισε τον υπασπιστή του, λοχαγό Ντανζού, επικεφαλής, και του διέθεσε επίσης τους ανθυπολοχαγούς Βιλέν και Μοντέ – που προέρχονταν από άλλες υπομονάδες του τάγματος. Ο Ντανζού ήταν ένας από τους ήρωες της Λεγεώνας, με λαμπρή δράση στην Αλγερία -όπου είχε χάσει το αριστερό του χέρι- και στην Κριμαία. Αν και μπορούσε να συνταξιοδοτηθεί, παρέμεινε στην ενεργό υπηρεσία, με ένα ξύλινο αριστερό χέρι, ως υπασπιστής του συνταγματάρχη διοικητή της Λεγεώνας.
Έχοντας ξεκινήσει προτού ξημερώσει, ο 3ος Λόχος κατόρθωσε στις 07.00 της 30ής Απριλίου να βρίσκεται κοντά στο χωριό Καμερόνε, έχοντας διανύσει 22 χλμ. από τη βάση του. Το μικρό και άγνωστο έως τότε μεξικανικό χωριό βρισκόταν στην πεδιάδα του Πάλο Βέρντε. Κοντά στο χωριό, ο Ντανζού διέταξε τους άνδρες του να σταματήσουν για ολιγόλεπτη ανάπαυση.
Άλλωστε, βάδιζαν ήδη επί πέντε ώρες. Οι άνδρες άκουσαν με ευχαρίστηση τη διαταγή. Απόθεσαν τα όπλα και τους γυλιούς τους και ετοιμάστηκαν να απολαύσουν έναν καφέ, έχοντας φυσικά τοποθετήσει περιμετρικά σκοπιές. Ξαφνικά, ο δεκαεξάχρονος τυμπανιστής Καζίμιρος Λάι εντόπισε ένα σύννεφο σκόνης, όχι πολύ μακριά από τον πρόχειρο καταυλισμό τους.
Αμέσως ειδοποίησε τον Ντανζού, και ο τελευταίος συνήγειρε τους άνδρες του. Μπροστά τους εμφανίστηκαν πολλοί Μεξικανοί ιππείς. Ο Ντανζού διέταξε το λόχο να σχηματίσει τετράγωνο. Με αυτόν το σχηματισμό, ο 3ος Λόχος απέκρουσε με ευκολία την επίθεση τουλάχιστον δεκαπλάσιων Μεξικανών.
Η θέση του όμως ήταν εντελώς εκτεθειμένη, και γι’ αυτό ο Ντανζού αποφάσισε να μετακινήσει το τετράγωνό του 100 μέτρα ανατολικότερα, ανάμεσα σε μια συστάδα κάκτων. Εκεί, ο λόχος αντιμετώπισε επιτυχώς και τη δεύτερη μεξικανική έφοδο.
Ήδη όμως ο λόχος είχε υποστεί σοβαρές απώλειες. Περίπου 20 λεγεωνάριοι είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί, το 1/3 της αρχικής δύναμης του Ντανζού. Ο τελευταίος, αντιλαμβανόμενος ότι αργά ή γρήγορα οι πολυπληθείς Μεξικανοί θα τους σκότωναν όλους, αποφάσισε να μετακινήσει το λόχο στα ερείπια μιας παρακείμενης αγροικίας, 200 μέτρα από το χωριό.
Η αγροικία ήταν ένα σχεδόν τετράγωνο οικοδόμημα, με μήκος πλευράς περί τα 50 μέτρα. Ο εξωτερικός τοίχος είχε ύψος περί τα τρία μέτρα. Σε αυτόν υπήρχαν τρία ανοίγματα, εκεί που κάποτε υπήρχαν οι αντίστοιχες θύρες.
Οι λεγεωνάριοι, υπό την καθοδήγηση του λοχαγού τους, ετοίμασαν όσο καλύτερα μπορούσαν την άμυνά τους. Έφραξαν τα ανοίγματα με ξύλα, πέτρες και ό,τι άλλο υλικό βρήκαν και περίμεναν ατάραχοι την επίθεση των αντιπάλων. Ο Ντανζού διέταξε τον Πολωνό λοχία Μορτίσκι να σκαρφαλώσει στην ταράτσα ενός ερειπωμένου κτιρίου, εντός του περιβόλου της αγροικίας, για να κατοπτεύσει τον εχθρό. Ο λοχίας από το παρατηρητήριό του είδε εκατοντάδες Μεξικάνους, «εκατοντάδες σομπρέρος», όπως είπε.
Ο Ντανζού δεν απογοητεύτηκε. Το τμήμα του είχε χάσει στην πεδιάδα τους ημιόνους του με το νερό και τις τροφές τους, αλλά το γεγονός αυτό δεν τον έκανε να χάσει το κουράγιο του. Άλλωστε, αντιμετώπιζαν ιππείς, εξοπλισμένους με κοντόκαννα μουσκέτα, χωρίς ξιφολόγχες και με παντελή άγνοια σε «πολιορκητικές» επιχειρήσεις. Οι Μεξικανοί δεν επιτέθηκαν αμέσως.
Ένας αξιωματικός τους πλησίασε το αυτοσχέδιο γαλλικό οχυρό, κρατώντας λευκή σημαία. Ζήτησε από τον Ντανζού να παραδοθεί. Το τμήμα του ήταν εντελώς αποκομμένο, του είπε, και εξαιρετικά μικρό. Ένας Ισπανός λεγεωνάριος μετέφρασε τα λεγόμενά του στον Ντανζού, ο οποίος ευγενικά αρνήθηκε την περί παραδόσεως πρόταση, παρά το γεγονός ότι ο Μεξικανός αξιωματικός υποσχόταν τη σωματική ακεραιτότητα. Ο Μεξικάνος έφυγε απογοητευμένος.
Τότε ο Ντανζού συγκέντρωσε τους άνδρες του και τους μίλησε. Τους είπε ότι, εφόσον δεν υπάρχει εχθρικό πεζικό και πυροβολικό κοντά, δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα από τους αντίπαλους ιππείς, ανεξαρτήτως αν οι τελευταίοι υπερείχαν αριθμητικά εναντίον τους σε αναλογία 27:1. «Καθώς ο εχθρός δεν διαθέτει ούτε πεζικό ούτε πυροβολικό, μπορούμε να αμυνθούμε για πολλή ώρα εναντίον ιππέων, ανεξάρτητα από το πόσοι είναι. Με τα κοντόκαννα όπλα τους, χωρίς ξιφολόγχες δεν μπορούν να επικρατήσουν ενός λόχου της Λεγεώνας, προστατευμένου μάλιστα πίσω από τείχος», τους είπε. Κατόπιν, τους ζήτησε να ορκιστούν ότι θα αμυνθούν μέχρις εσχάτων.
Ύστερα από τη συγκινητική τελετή των μελλοθάνατων, έλαβαν όλοι τις καθορισμένες τους θέσεις και περίμεναν τον εχθρό. Οι Μεξικανοί ιππείς δεν άργησαν να φανούν. Στην αρχή, επιχείρησαν έφιπποι να περάσουν μέσα από τα προχειροφραγμένα ανοίγματα του τοίχου. Βρήκαν ενώπιόν τους όμως τους λιγοστούς μα αποφασισμένους λεγεωνάριους του Ντανζού.
Τα μουσκέτα και οι ξιφολόγχες των λεγεωνάριων έκαναν θραύση, και σύντομα οι Μεξικανοί τράπηκαν σε φυγή, μόνο και μόνο για να επανέλθουν δριμύτεροι και να αποκρουστούν και πάλι. Το παιχνίδι των επαναλαμβανόμενων επιθέσεων συνεχίστηκε για πέντε περίπου ώρες. Σε όλο αυτό το διάστημα οι λεγεωνάριοι άντεχαν -παρά τη δίψα που τους βασάνιζε- τις αδιάκοπες εφόδους του εχθρού. Έως τότε, οι 45 λεγεωνάριοι είχαν αποκρούσει 1.200 Μεξικάνους.
Λίγο μετά το μεσημέρι, όμως, η κατάσταση μεταβλήθηκε. Η μεταβολή οφειλόταν σε δύο γεγονότα. Το πρώτο ήταν ο θάνατος του Ντανζού. Ο ηρωικός Γάλλος λοχαγός πολεμούσε στο πλευρό των ανδρών. Κάποια στιγμή, οι Μεξικανοί κατόρθωσαν να παραβιάσουν τα ανοίγματα και να εισέλθουν στην αγροικία.
Οι λεγεωνάριοι τότε πήραν θέσεις στα ερειπωμένα οικήματα εντός της αγροικίας και άρχισαν να θερίζουν τους εχθρούς με καλοσκοπευμένες ομοβροντίες. Κατόρθωσαν μάλιστα να τους εκτοπίσουν από την αυλή. Τότε όμως ο Ντανζού χτυπήθηκε κατάστηθα, καθώς οδηγούσε τους άνδρες του στις πρώτες τους θέσεις στα ανοίγματα του τοίχου. Πέθανε ακαριαία.
Την ίδια ώρα ακούστηκαν από μακριά ήχοι σάλπιγγας. Προς στιγμήν, οι αμυνόμενοι αναθάρρησαν, πιστεύοντας ότι έφτασαν ενισχύσεις. Και πραγματικά ενισχύσεις είχαν φτάσει, αλλά ήταν μεξικανικές. Επρόκειτο για τρία μεξικανικά τάγματα πεζικού, τα οποία είχαν έρθει να βοηθήσουν στην εκπόρθηση του γαλλικού «οχυρού».
Στο μεταξύ, η κατάσταση των πολιορκημένων λεγεωνάριων είχε καταστεί τραγική. Η κούραση, η δίψα και τα τραύματα είχαν μετατρέψει τους επιζώντες σε ζωντανά φαντάσματα, που ωστόσο εξακολουθούσαν να πολεμούν. Επίσης, οι Μεξικανοί είχαν κατορθώσει να πυρπολήσουν ένα οίκημα της αγροικίας, με τη φλόγα και τον καπνό να επιτείνουν το μαρτύριο των λιγοστών ηρώων.
Στο ίδιο διάστημα, οι Μεξικανοί συνέχιζαν τις επιθέσεις, αποκρουόμενοι πάντα από μια χούφτα λεγεωνάριων. Αναγκάστηκαν να ξαναστείλουν αγγελιαφόρο ζητώντας την παράδοση των λεγεωνάριων. Εισέπραξαν και πάλι αρνητική απάντηση. Οι λεγεωνάριοι θα πολεμούσαν και θα πέθαιναν πιστοί στον όρκο που έδωσαν στον λοχαγό τους!
Γύρω στις 16.00, μόλις δώδεκα άνδρες είχαν απομείνει όρθιοι, με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό Μοντέ. Οι 11 λεγεωνάριοι οπισθοχώρησαν εμπρός από την αποθήκη της αγροικίας και περίμεναν τους χιλιάδες αντιπάλους τους, οι οποίοι διστακτικά εισήλθαν και πάλι στην αυλή. Έγιναν δεκτοί με τα πυρά των επιζώντων και τράπηκαν σε φυγή. Άλλοι έξι όμως λεγεωνάριοι σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Ο Μοντέ, με τους τέσσερις άνδρες του, δεν δίστασε και διέταξε επίθεση με τη λόγχη! Με το ξίφος στο χέρι όρμησε πρώτος ακολουθούμενος από τους άνδρες του.
Μια ομοβροντία έσκισε τον αέρα και ο Μοντέ, μαζί με τον Βέλγο λεγεωνάριο Κωνσταντέν και τον Πολωνό Κατάου έπεσαν, θανάσιμα πληγωμένοι. «Κρατήσαμε τον εχθρό σε απόσταση, αλλά δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε άλλο, εφόσον δεν είχαμε πλέον πυρομαχικά. Σε λίγο απέμενε μόνο μια βολή στον καθένα. Η ώρα ήταν 18.00 και πολεμούσαμε από το πρωί. “Έτοιμοι, πυρ”, διέταξε ο ανθυπολοχαγός. Βάλαμε την τελευταία μας βολή και ορμήσαμε μπροστά με τις ξιφολόγχες. Μας απάντησαν με μια ομοβροντία. Ο Κατάου μπήκε μπροστά από τον ανθυπολοχαγό και δέχθηκε αυτός 19 σφαίρες. Παρά την εκδήλωση αυτή της απόλυτης αφοσίωσης, ο ανθυπολοχαγός δέχθηκε και αυτός δύο σφαίρες. Ο Βέντσελ πληγώθηκε επίσης στον ώμο και έπεσε, αλλά αμέσως ξανασηκώθηκε».
Τρεις από εμάς στεκόμασταν ακόμα στα πόδια μας, ο Βένστελ, ο Κωνσταντέν κι εγώ. Ήμασταν έτοιμοι να περάσουμε πάνω από το σώμα του ανθυπολοχαγού και να επιτεθούμε ξανά. Αλλά οι Μεξικανοί μάς περικύκλωσαν προτάσσοντας τις ξιφολόγχες τους στο στήθος μας.
Πιστέψαμε ότι αναπνέαμε για τελευταία φορά, όταν ένας ανώτερος αξιωματικός τούς διέταξε να σταματήσουν και με το ξίφος του ανασήκωσε τις ξιφολόγχες τους. “Παραδοθείτε”, μας είπε. “Θα παραδοθούμε”, του απάντησα, “εάν μας επιτρέψετε να κρατήσουμε τα όπλα μας και περιθάλψετε τον ανθυπολοχαγό μας, που είναι πληγωμένος”. Συμφώνησε. Πρόσφερε το ένα του χέρι σε εμένα και το άλλο στον πληγωμένο Βέντσελ και έφερε ένα φορείο για τον ανθυπολοχαγό.
»Φτάσαμε πίσω από ένα μικρό ύψωμα όπου βρισκόταν ο συνταγματάρχης Μίλαν. “Αυτοί μόνο απέμειναν;” ρώτησε, μόλις μας είδε. Και κατόπιν είπε: “Αυτοί δεν είναι άνθρωποι, αυτοί είναι δαίμονες”». Έτσι περιγράφει ο δεκανέας Μεν τις τελευταίες στιγμές της μάχης του Καμερόνε, των «Θερμοπυλών» του γαλλικού Στρατού.
Οι Μεξικανοί τήρησαν το λόγο τους και περιέθαλψαν όλους τους αντιπάλους τραυματίες. Τόσο ο ανθυπολοχαγός Μοντέ όσο και οκτώ ακόμα λεγεωνάριοι δεν τα κατάφεραν και υπέκυψαν στα τραύματά τους. Άλλοι 19 αποθεραπεύτηκαν, αλλά πέθαναν στην αιχμαλωσία και τελικά μόλις 12 γλίτωσαν από τον 3ο Λόχο, ανάμεσά τους και ο δεκαεξάχρονος τυμπανιστής Λάι, ο οποίος κατόρθωσε να επιστρέψει τραυματισμένος πίσω και να διηγηθεί τα της μάχης.
Διασώθηκε επίσης το ξύλινο αριστερό χέρι του λοχαγού Ντανζού, το οποίο αποτελεί σήμερα πολύτιμο κειμήλιο της Λεγεώνας και φυλάσσεται με πραγματική ευλάβεια.
Στις 2 Μαΐου, ένα απόσπασμα της Λεγεώνας έφτασε στο Καμερόνε και βρήκε τις σορούς των λεγεωνάριων, κατασπαραγμένες από τα αγρίμια, σε βαθμό που «κανείς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τους άτυχους αυτούς, οι οποίοι, ύστερα από τέτοια γενναιότητα, αφέθηκαν επί δύο μέρες βορά των αγριμιών».
Η συνέχεια και το τέλος της υπερπόντιας περιπέτειας
Η εμπλοκή του Ναπολέοντα Γ΄ στο Μεξικό αποτελούσε μια πολιτική απόφαση του Γάλλου αυτοκράτορα, στενά συνδεδεμένη με τις αποικιακές και επεκτατικές φιλοδοξίες που ο ίδιος έτρεφε για τη χώρα του. Σε κάθε περίπτωση όμως, όταν ο Ναπολέων Γ΄ ενέπλεξε τη Γαλλία σε αυτή την περιπέτεια δεν έλαβε υπόψη του δύο σημαντικούς παράγοντες.
Καταρχάς υπολόγιζε σε μια νίκη των Νοτίων στον -εκείνη την εποχή- παραλλήλως διεξαγόμενο αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Ο δεύτερος λανθασμένος υπολογισμός του αφορούσε στην επιλογή τού προσώπου που διόρισε ως κυβερνήτη-μαριονέτα του Μεξικό, του Μαξιμιλιανού. Οι προσδοκίες του Γάλλου μονάρχη διαψεύσθηκαν με κατηγορηματικό τρόπο, πρώτον με την πλήρη ήττα των Νοτίων και, δεύτερον, με την πλήρη ανικανότητα του Μαξιμιλιανού να αναλάβει έστω και στοιχειώδεις πρωτοβουλίες.
Αμέσως μετά τη νίκη τους κατά των Νοτίων και στο πλαίσιο της πολιτικής του δόγματος της μη επέμβασης στα αμερικανικά πράγματα, από εξωαμερικανικές δυνάμεις, οι νικητές του αμερικανικού εμφυλίου, Βόρειοι, άρχισαν να εφοδιάζουν τον Στρατό του Χουάρεζ με μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού, ακόμα και υπερσύγχρονου για την εποχή, όπως επαναληπτικές καραμπίνες και πυροβόλα ραβδωτής κάννης.
Από την άλλη πλευρά, ο Μαξιμιλιανός, ο οποίος, σύμφωνα με τη δήλωση ενός Γάλλου αξιωματικού, «ήταν ο μόνος άνθρωπος στο Μεξικό που δεν ίππευε άλογο», δεν διέθετε ούτε το απαραίτητο οργανωτικό δαιμόνιο ούτε ήταν αρκετά δραστήριος για να καταφέρει να κερδίσει το λαό που υποτίθεται θα έπρεπε να κυβερνήσει. Από νωρίς έγινε πειθήνιο όργανο των μεγαλογαιοκτημόνων και του Γάλλου αυτοκράτορα, και κατά συνέπεια ήταν εξαιρετικά μισητός στους Μεξικανούς.
Σε μια προσπάθεια να κερδίσει πάντως τους πολυπληθείς Ινδιάνους υπηκόους του, οι οποίοι εξ ορισμού διαφοροποιούνταν από τους ισπανογενείς κατοίκους της χώρας, επιχείρησε να τους εντάξει στη Λεγεώνα των Ξένων. Σχηματίστηκαν δύο λόχοι Ινδιάνων λεγεωνάριων, οι οποίοι όμως σύντομα διαλύθηκαν, λόγω των αθρόων λιποταξιών. Άλλωστε, και οι λεγεωνάριοι δεν αποδείχτηκαν ιδιαιτέρως πρόθυμοι εκπαιδευτές, και αυτό γιατί η Λεγεώνα είχε ήδη διαμορφώσει ένα δικό της, αρκετά ιδιόμορφο -είναι αλήθεια- πνεύμα μονάδας.
Στο μεταξύ, η στρατιωτική κατάσταση στο Μεξικό επιδεινωνόταν συνεχώς για τους «Μαξιμιλιάνος». Τόσο τα αμερικανικά όπλα όσο και η ευκινησία και η γνώση του εδάφους προσέδιδαν σαφές πλεονέκτημα στους Μεξικανούς. Σύμφωνα με τον λεγεωνάριο ντε Τορνί: «Όλα τα στρατεύματα που υποχώρησαν ενώπιόν μας ανασυγκροτούνταν στις τροπικές πεδιάδες, σχηματίζοντας αντάρτικες ομάδες, αρκετά ισχυρές για να μας κάνουν να ανησυχούμε. Ήμασταν πολύ αδύνατοι για να τους καταδιώξουμε, ήμασταν αιχμάλωτοι στα σημεία που είχαμε καταλάβει, ευτυχισμένοι απλώς και μόνο γιατί τα κρατούσαμε. Τώρα που ήξεραν την αδυναμία μας, έρχονταν και μας πυροβολούσαν ακόμα και την ημέρα, κάτι που δεν τολμούσαν να το πράξουν πριν. Ακόμα και όταν νικούσαμε, δεν μπορούσαμε να μετακινηθούμε από ένα σημείο σε άλλο χωρίς μάχη. Κάθε μέρα, δολοφονίες και επιθέσεις κατά εφοδιοπομπών. Στέλνεις 40 άνδρες μόνους τους, και είσαι βέβαιος ότι θα σφαγιαστούν από συμμορίες 400-500 ανδρών, που εμφανίζονται από το πουθενά και προστατεύονται από τον πληθυσμό, ο οποίος τους ενημερώνει επίσης για τις κινήσεις μας».
Οι Γάλλοι αντέδρασαν σε αυτή την κατάσταση συγκροτώντας το Σώμα Ντουπέν. Το σώμα αυτό, υπό τον συνταγματάρχη Ντουπέν -έναν τυχοδιώκτη πρώην αξιωματικό που επανήλθε στην υπηρεσία- αποτελούνταν από 500 έφιππους πεζούς, δύο ίλες ιππικού και έναν ουλαμό ελαφρού πυροβολικού.
Στο έφιππο τάγμα Ντουπέν κατατάχθηκαν κυριολεκτικά όλα τα «κατακάθια» του γαλλικού Στρατού, διάφοροι Ευρωπαίοι τυχοδιώκτες, αλλά και ντόπιοι πρώην ληστές. Το σώμα είχε ως αποστολή την καταδίωξη των αντάρτικων σωμάτων, αποτέλεσε τη μελανότερη σελίδα στην Ιστορία του γαλλικού Στρατού και κακώς ταυτίστηκε με τη Λεγεώνα, της οποίας ποτέ δεν απετέλεσε μέρος.
Ακολουθώντας όμως το οργανωτικό παράδειγμα του Ντουπέν, η Λεγεώνα συγκρότησε ένα δικό της ταχυκίνητο απόσπασμα. Έτσι, τον Απρίλιο του 1864, σχηματίστηκε ένας έφιππος λόχος «δραγόνων», ο οποίος εντάχθηκε στο 1ο Τάγμα Ξένων. Μετά την Ισπανία, ήταν η πρώτη φορά που η Λεγεώνα αποκτούσε το δικό της οργανικό τμήμα ιππικού. Στο λόχο αυτό εντάχθηκαν αποκλειστικά λεγεωνάριοι, πρώην ιππείς, Γερμανοί στη συντριπτική τους πλειονότητα.
Το «ιππικό της Λεγεώνας» έδρασε άκρως ικανοποιητικά στο Μεξικό. Σε μια περίπτωση μάλιστα, 30 λεγεωνάριοι ιππείς έτρεψαν σε φυγή πενταπλάσιους αντιπάλους σκοτώνοντας 112 από αυτούς. Σε μια άλλη περίπτωση, η ίλη των λεγεωνάριων, με επικεφαλής τον ταγματάρχη Σοσιέ, συνέτριψε αντάρτικες ομάδες στο Σαλτίλο και το Μοντερέι.
Οι επιτυχίες αυτές οδήγησαν τη Λεγεώνα να αναπτύξει ακόμα περισσότερο το έφιππο απόσπασμα, το οποίο έως το 1866 είχε μέγεθος ιλαρχίας (δύο ίλες), με 240 αξιωματικούς και άνδρες. Η ιλαρχία της Λεγεώνας έδρασε κυρίως ως απελευθερωτική δύναμη των αποκλεισμένων γαλλικών φρουρών.
Για παράδειγμα, το Μάρτιο του 1866, χάρη στην επέμβαση της ιλαρχίας, διασώθηκαν 44 λεγεωνάριοι, οι οποίοι πολιορκούνταν επί πέντε ημέρες σε μια εκκλησία, βόρεια της πόλης του Μεξικού. Το αυτό συνέβη τον Ιούλιο του ίδιου έτους, όταν διασώθηκαν 125 πολιορκημένοι λεγεωνάριοι, αλλά και το Δεκέμβριο του 1866, όταν 50 λεγεωνάριοι, πολιορκημένοι επίσης από δεκαπλάσιους αντιπάλους, διασώθηκαν από τους εφίππους συναδέλφους τους.
Ωστόσο, και τα πεζοπόρα τμήματα της Λεγεώνας δεν φαίνεται να υστέρησαν σε ταχύτητα και ευκινησία. Έτσι, το Μάρτιο του 1866, ένα τμήμα λεγεωνάριων κινήθηκε πεζό, επί πέντε μερόνυχτα, με μέσο ωριαίο ρυθμό 8 χλμ., παρά τη συνεχή παρενόχληση από τους Μεξικανούς.
Η Λεγεώνα, όμως, δεν νικούσε πάντοτε. Στη μάχη της Σάντα Ισαμπέλα, για παράδειγμα, 102 αξιωματικοί και άνδρες της σκοτώθηκαν μαχόμενοι μέχρις εσχάτων έναντι εικοσαπλάσιων αντιπάλων. Οι Μεξικανοί σκότωσαν και τους τραυματίες, ακόμα και τον γιατρό που συνόδευε το τμήμα.
Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα για τη Λεγεώνα ήταν αυτό της λιποταξίας. Το ποσοστό λιποταξιών κατά τη διάρκεια της μεξικανικής εκστρατείας κινήθηκε γύρω στο 11% της δύναμης που είχε παραταχθεί. Το ποσοστό αυτό δεν είναι τόσο μεγάλο όσο φαντάζει, ιδιαιτέρως εάν εξεταστεί συγκριτικά και με τα λοιπά τμήματα, όλων των Στρατών που έλαβαν μέρος στη σύγκρουση.
Ο αυτοκρατορικός Στρατός του Μαξιμιλιανού παρουσίασε το μεγαλύτερο ποσοστό λιποταξιών, σε ποσοστό κατά περίπτωση, που έφτανε ακόμα και το 60%-80%. Αλλά και ο Στρατός του προέδρου Χουάρεζ παρουσίασε υψηλό ποσοστό λιποταξιών.
Πολύ υψηλό ποσοστό λιποταξιών παρουσίασαν ακόμα και τμήματα του αμερικανικού Στρατού, που επισήμως ή ανεπισήμως ενεπλάκησαν στη σύγκρουση. Τουλάχιστον ένας στους τέσσερις Αμερικανούς στρατιώτες εγκατέλειπε τη μονάδα του και είτε κατατασσόταν στους άλλους Στρατούς, έναντι αμοιβής, είτε επέστρεφε στο σπίτι του.
Πάντως, στα τέλη του 1866, ο Ναπολέων Γ΄ αναγκάστηκε να διατάξει την επιστροφή όλων των γαλλικών μονάδων στην Ευρώπη, διαφορετικά οι ΗΠΑ θα κήρυσσαν πόλεμο στη Γαλλία.
Η Λεγεώνα εγκατέλειψε τελευταία το Μεξικό, στα τέλη Φεβρουαρίου 1867, αφήνοντας πίσω της 31 αξιωματικούς και 1.918 άνδρες της νεκρούς. Μετά την αποχώρηση των Γάλλων, των Αυστριακών και των Βέλγων, ο Χουάρεζ κατέλαβε την εξουσία και συνέλαβε και εκτέλεσε τον Μαξιμιλιανό.