Ο μέγας βάρβαρος Αττίλας, ηττήθηκε τελικά από τους συνασπισμένους αντιπάλους του και η αυτοκρατορία του αίματος που είχε ιδρύσει διαλύθηκε.
Ήδη από τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παρουσίαζε έντονα τα σημάδια της παρακμής.
Τίποτε πέρα από βαρύγδουπους τίτλους δεν θύμιζε την παλαιά δόξα που είχαν προσδώσει στη Ρώμη ο Ιούλιος Καίσαρ ή ο Οκταβιανός Αύγουστος. Σταδιακά, η Αυτοκρατορία κατακρημνιζόταν καθημερινά, όλο και βαθύτερα στα πλοκάμια της παρακμής. Τα παλαιά στηρίγματα του κράτους, η δικαιοσύνη και ο στρατός, βίωναν επίσης τις συνέπειες της παρακμής αυτής. Στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. η κατάσταση είχε χειροτερέψει συνεπεία των συνεχών εμφυλίων πολέμων.
Εντός αυτού του πλαισίου έκαναν την εμφάνισή τους στο ιστορικό προσκήνιο οι Ούννοι, ένας λαός βαρβάρων ιπποτοξοτών, που αντλούσε την καταγωγή του από τις στέπες του Τουρκμενιστάν. H επαφή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με τους Ούννους ήταν έμμεση και συντελέστηκε μέσω των Γερμανών. Οι Γερμανοί, πιεζόμενοι από τους Ούννους, εισέβαλαν τον 4ο αιώνα μ.Χ. εντός των ορίων της αυτοκρατορίας.
Μαζί τους εισέβαλαν στα ανατολικά αυτοκρατορικά εδάφη και τα πρώτα στοιχεία Ούννων. Οι Ούννοι ήταν λίγοι. Ο μεγάλος όγκος τους είχε παραμείνει πέρα από τα σύνορα. Οι Ούννοι είχαν φτάσει περί το 374 μ.Χ. στις όχθες του Βόλγα. Είχαν ξεκινήσει από τις μακρινές στέπες. Από εκεί κινήθηκαν δυτικότερα και αφού διέσχισαν όλους τους μεγάλους ποταμούς της νοτιοανατολικής Ευρώπης, έφτασαν στον Δούναβη.
Οι Ούννοι, ως νομάδες που ήταν, εγκαταστάθηκαν στην εύφορη κοιλάδα του Δούναβη, στις περιοχές της σημερινής Μολδαβίας και Ρουμανίας. Έτσι οι Ούννοι έφτασαν να εξαπλωθούν, στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. από τη Σιβηρία έως την Κασπία θάλασσα και από τη Σαμαρακάνδη έως τον Δούναβη. Οι Ούννοι ήταν το φόβητρο των Γερμανών, λόγω του πολεμικού τους μένους αλλά και της αγριότητάς τους.
Γι’ αυτό ακριβώς οι Ρωμαίοι σκέφθηκαν να τους χρησιμοποιήσουν ως το αντίπαλο δέος των Γερμανών. Κανείς δεν πίστευε ότι η μικρή αυτή νομαδική φυλή έμελλε να διαδραματίσει τόσο σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια Ιστορία. Όλα θα άλλαζαν όταν οι Ούννοι θα αποκτούσαν ενιαία και άξια ηγεσία. Οι Ούννοι διαβιούσαν αρχικά ειρηνικά στην κοιλάδα του Δούναβη.
Δεν μπορούσαν όμως να μείνουν για πολύ ήσυχοι. Μια μεγάλη ομάδα τους, με επικεφαλής τον Οκτάρ, στράφηκε προς την κεντρική Ευρώπη. Αν και αρχικά οι Ούννοι είχαν επιτυχίες, τελικά ηττήθηκαν από τους εκχριστιανισμένους Βουργουνδούς (γερμανικό φύλο). Οι υπόλοιποι Ούννοι που παρέμειναν στον Δούναβη δέχθηκαν την πρόταση του αυτοκράτορα της Ανατολής Θεοδοσίου Β΄ και αντί 350 λιβρών χρυσού κατ’ έτος συμμάχησαν με την Ανατολική Αυτοκρατορία. Ένα τρίτο τμήμα των Ούννων, υπό τον Ούλδη, κινήθηκε δυτικά και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στη Δυτική Αυτοκρατορία.
Οι μικρόσωμοι, άσχημοι στην όψη αυτοί Ασιάτες προκαλούσαν επί τη εμφανίσει το δέος στους Ρωμαίους. Οι αντίπαλοί τους τους περιέγραφαν ως αλλόκοτα ανθρωπόμορφα τέρατα, γεννήματα δαιμόνων, που περνούν όλη τους τη ζωή έφιπποι. Δεν αφίππευαν ούτε για να κοιμηθούν.
Απλώς όταν έδυε ήλιος και έπεφτε η νύχτα τα πλάσματα αυτά έγερναν στη ράχη του αλόγου τους και κοιμούνταν. Το μόνο που δεν έκαναν επάνω στα άλογά τους ήταν το ζευγάρωμα, όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν.
Το 395 μ.Χ. σε μια ξύλινη καλύβα, πλάι στις όχθες του Δούναβη, ο Ούννος βασιλιάς Ματζούκ γιόρταζε τη γέννηση ενός ακόμα γιού του. Το παιδί ονομάστηκε Αττίλας (Άτλι Έτζελ, στη γλώσσα των Ούννων), που σήμαινε «μικρός πατέρας». Με διαφορά λίγων μηνών, στη Σιλίστρια της σημερινής Βουλγαρίας γεννιόταν ένα άλλο αγόρι, το οποίο ονομάστηκε Αέτιος. Τα δύο συνομήλικα αγόρια δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν τι οι Μοίρες είχαν σχεδιάσει για αυτά. Θα το διαπίστωναν 56 έτη αργότερα στα Καταλαυνικά πεδία.
Ο Ούννος πρίγκιπας στάλθηκε ως όμηρος στη Ρώμη μετά τον θάνατο του βασιλιά πατέρα του. Αφού έληξε η ομηρία του και επέστρεψε, ο Αττίλας εξουδετέρωσε σταδιακά όλους τους άλλους διεκδικητές του θρόνου των Ούννων, ανάμεσά τους και το αδελφό του. Έχοντας ισχυροποιήσει τη θέση του εξαπέλυσε μεγάλης κλίμακας επίθεση κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τελικά όμως υποχώρησε, εξαγοραζόμενος με μεγάλα ποσά.
Ο Αττίλας, έχοντας καλύψει από κάθε άποψη τα νώτα του, ήταν πλέον έτοιμος για τη «Μεγάλη Κατάκτηση», για την κατάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σκέφτηκε να επιτεθεί πρώτα στο Ανατολικό κράτος και πάλι. Αλλά η αναρρίχηση του Μαρκιανού στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης συντέλεσε στην απόφαση του Αττίλα να αφήσει ήσυχη την Ανατολική Αυτοκρατορία, όταν αντιλήφθηκε ότι ο νέος αυτοκράτορας ήταν έτοιμος να τον αντιμετωπίσει.
Ο Μαρκιανός ήταν στρατιώτης, με καταγωγή από τη Θράκη. Ήταν υπερδραστήριος και γενναίος. Δεν φοβόταν τον Αττίλα, και ευθύς εξαρχής το έκανε γνωστό σε όλους. Έτσι όταν οι Ούννοι αντιπρόσωποι του Αττίλα ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη για να εισπράξουν τον φόρο υποτέλειας που πλήρωνε ο Θεοδόσιος Β΄ στον Ούννο βασιλιά, ο Μαρκιανός όχι μόνο δεν κατέβαλε τα χρήματα, αλλά τους είπε να μεταφέρουν το εξής μήνυμα στον Αττίλα: «Αν θέλει, ας έρθει να τα εισπράξει μόνος του. Θα τον περιμένω με τους άνδρες μου, οι οποίοι δεν υστερούν σε τίποτε σε σύγκριση με τους δικούς του».
Αποφάσισε λοιπόν να στραφεί αρχικά κατά της Δυτικής Αυτοκρατορίας, την οποία θεωρούσε εντελώς παρηκμασμένη και έτοιμη να του παραδοθεί. Ο αυτοκράτορας της Δύσης άλλωστε, ο απόλεμος και δειλός Βαλλεντιανός ο Γ΄, δεν ήταν ιδιαίτερα υπολογίσιμος αντίπαλος γι’ αυτόν. Το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να του δημιουργήσει πρόβλημα ήταν ο «τελευταίος των Ρωμαίων», ο γενναίος Αέτιος.
Ως αφορμή για τις διεκδικήσεις του, ο Αττίλας ξέθαψε από τα βάθη του μυαλού του μια παλαιά ιστορία με την Ονώρια, την αδελφή του Βαλλεντιανού, η οποία του είχε υποσχεθεί αιώνια αγάπη και ως απόδειξη του είχε δώσει το δαχτυλίδι της όταν ήταν όμηρος στη Ρώμη. Αξίωσε λοιπόν από τον Βαλλεντιανό, στέλνοντας πρεσβευτή του, να του δώσει ως σύζυγο την Ονώρια. Ζητούσε επίσης ως προίκα τη μισή αυτοκρατορία. Η Ονώρια δεν αποτελούσε παρά την πρόφαση για να υλοποιήσει την προειλημμένη απόφασή του για την εξαπόλυση μιας άνευ προηγουμένου επίθεσης κατά της Δυτικής Αυτοκρατορίας.
Η Μάχη των Εθνών
Καθώς ο χειμώνας του έτους 450 μ.Χ. πλησίαζε, το κλίμα αβεβαιότητας εντός της αυτοκρατορίας εντεινόταν. Ο Μαρκιανός στην Ανατολή, αγνοώντας τις πραγματικές προθέσεις του Αττίλα, συγκέντρωνε δυνάμεις. Στη Δύση, ο Αέτιος εξακολουθούσε τις προετοιμασίες όσο καλύτερα μπορούσε, αγνοώντας επίσης τον ακριβή τόπο και χρόνο που ο Αττίλας θα εκδήλωνε την επίθεσή του. Ο Αέτιος πάντως κατόρθωσε να συμμαχήσει με τον Βησιγότθο βασιλιά Θεοδώριχο, ο οποίος επίσης κινδύνευε από τους Ούννους. Αλλά και ο Ούννος βασιλιάς ολοκλήρωνε τις τελευταίες προετοιμασίες για τη «Μεγάλη Κατάκτηση».
Ο Αέτιος πίστευε ότι ο Αττίλας διέθετε δύο πιθανούς άξονες εισβολής. Ο ένας ήταν μέσω του Ρήνου και ο δεύτερος μέσω της διαδρομής αυστριακά υψίπεδα-πεδιάδα σημερινής Τεργέστης-κοιλάδα Πάδου. Η πρώτη οδός ενδείκνυτο για την ανάπτυξη μαζών Ιππικού, εφόσον κατά μήκος της υπήρχε νομή για τα άλογα. Η δεύτερη οδός ήταν πιο δύσκολη για ιππείς, αλλά οδηγούσε κατευθείαν στον ζωτικό γεωγραφικό χώρο της Δυτικής Αυτοκρατορίας, την ιταλική χερσόνησο. Στην προκειμένη όμως περίπτωση ο Αττίλας ακολούθησε τις επιταγές της έμμεσης στρατηγικής και επέλεξε την οδό μέσω Γαλατίας. Ενδεχομένως να είχε ως στόχο να εξοντώσει πρώτα τους Βησιγότθους, τους οποίους θεωρούσε πιο εύκολους αντίπαλους.
Τον Ιανουάριο του 451 μ.Χ. χιλιάδες Ούννοι, Γεπίδες, Αλανοί, Ρούγιοι, Φράγκοι, Θουρίγγιοι αλλά και Σλάβοι μαχητές συγκεντρώθηκαν στην ανατολική όχθη του ποταμού Ρήνου στην περιοχή απέναντι από τη σημερινή πόλη του Στρασβούργου. Οι πηγές αναφέρουν ότι ο Αττίλας είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει εκεί το σύνολο του τρομερού στρατού του, περί τους 700.000 άνδρες. Πιθανότατα ο αριθμός αυτός είναι υπερβολικά διογκωμένος ή σε αυτόν περιλαμβάνονται και οι άμαχοι, που πάντα ακολουθούσαν τον στρατό στις εκστρατείες.
Ωστόσο η μάχιμη δύναμη του Αττίλα δεν θα πρέπει να ήταν μικρότερη των 300.000 ανδρών, αφού μόνο τα υποτελή έθνη του διέθεσαν περί τους 100.000 μαχητές. Από το σύνολο αυτό, το 60 με 70 % ήταν ιππείς.
Ο Αέτιος πληροφορήθηκε από κατασκόπους την αναχώρηση του Αττίλα από την πρωτεύουσά του. Πληροφορήθηκε επίσης τα πρώτα βήματα της τεράστιας στρατιάς. Σταδιακά όμως η ροή των πληροφοριών έπαψε και ο Ρωμαίος στρατηγός άρχισε και πάλι να προχωρεί σε υποθέσεις σχετικά με τις κινήσεις του αντιπάλου του. Ο Αέτιος υπολόγιζε ότι οι Φράγκοι και οι Θουρίγγιοι, που κατοικούσαν μεταξύ Αλσατίας και Σαξονίας, θα προέβαλαν μικρή έστω αντίσταση στις ουννικές ορδές.
Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη και οι μεν Φράγκοι σκότωσαν τον ρωμαιόφιλο βασιλιά τους και προσχώρησαν στον Αττίλα, οι δε Θουρίγγιοι προσχώρησαν σχεδόν σύσσωμοι. Ο Αέτιος λοιπόν, μένοντας με όλο και λιγότερους συμμάχους, έμαθε ξαφνικά ότι οι Ούννοι είχαν φτάσει στον Ρήνο και ότι είχαν μάλιστα αρχίσει να τον διασχίζουν με πλοιάρια, διστακτικά στην αρχή, φοβούμενοι ρωμαϊκή ενέδρα, μαζικά λίγο αργότερα, μέσω πλωτών γεφυρών που κατασκεύασαν. Σε λίγο η τεράστια στρατιά του Αττίλα στρατοπέδευε γύρω από τη μεγάλη πόλη Τρέβηρα (σημερινή Τρίερ).
Ο Αττίλας αντιμετώπισε σχετικά σοβαρή αντίσταση, για πρώτη φορά από την έναρξη της εκστρατείας, από τους Βουργουνδούς, υπό τον Γκίντερ, που κατοικούσαν στη σημερινή Λορένη. Τους κατανίκησε όμως και κατόπιν χώρισε την τεράστια στρατιά του σε δύο τμήματα. Το πρώτο διατάχθηκε να κινηθεί βορειοδυτικά προς το Αρράς. Το δεύτερο τμήμα, του οποίου ηγούνταν ο ίδιος, βάδισε κατά μήκος της κοιλάδας του Μοζέλα και έφτασε έως την πόλη Μπενσαζόν, την οποία και ισοπέδωσε. Την ίδια τύχη είχαν και οι πόλεις Βορμς και Μαγεντία, αλλά και το Κόλμαρ, η Τόνγκρ και το Αρράς. Ακολούθησε η ισοπέδωση του Μετς.
Οι ορδές του Αττίλα κινούνταν με ταχύτητα και πυρπολούσαν τα πάντα στο πέρασμά τους. Όποιος αντιστεκόταν σφαγιαζόταν χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήδη το Ουννικό Ιππικό είχε εξαπλωθεί σε μια τεράστια έκταση, από την οροσειρά του ελβετικού Ιούρα έως τον Ατλαντικό ωκεανό. Υλοποιώντας τα σχέδιά του, ο Αττίλας κίνησε τις χιλιάδες των ανδρών του προς τον Λίγηρα. Η στρατιά του διέσχισε τον Σηκουάνα στο ύψος της Νοζάν. Στη συνέχεια, εξαπέλυσε τις ορδές του κατά της Τρουά. Η πόλη καταστράφηκε συθέμελα. Στις 2 Μαΐου 451 μ.Χ. ο Αττίλας έγινε κύριος των διαβάσεων του Λίγηρα και στρατοπέδευσε εμπρός από τα τείχη της Ορλεάνης.
Ο επίσκοπος της πόλης, Ανιανός, είχε αναλάβει τη διεύθυνση της Άμυνας και είχε φροντίσει για τον εξοπλισμό και τη συγκρότηση των κατοίκων σε υποτυπώδεις στρατιωτικές μονάδες. Ο γενναίος επίσκοπος είχε επίσης φροντίσει να αποστείλει μήνυμα στον Αέτιο να σπεύσει σε βοήθεια της πόλης. Αυτό που διακυβευόταν στην Ορλεάνη δεν ήταν η ύπαρξη της πόλης αυτής καθαυτής, αλλά η επιβίωση των συμμάχων της Ρώμης Βησιγότθων, και κατ’ επέκταση η επιβίωση της Αυτοκρατορίας, αλλά και του πολιτισμού στην Ευρώπη.
Αφού ανέλυσε την στρατηγική κατάσταση, βάσει των νέων πληροφοριών που έλαβε από τον επίσκοπο της Ορλεάνης, ο Αέτιος κίνησε με τον στρατό του για την Αρλ. Πριν αναχωρήσει όμως απέστειλε μια επιστολή στον βασιλιά των Βησιγότθων με την οποία τον ενημέρωνε για την πρόοδο του Αττίλα και τον καλούσε να ενώσει τις δυνάμεις του με τις δικές του.
Στο μεταξύ, οι κάτοικοι της Ορλεάνης υποχρεώθηκαν να παραδοθούν λόγω έλλειψης τροφίμων. Οι Ούννοι μόλις μπήκαν στην πόλη άρχισαν αμέσως τις σφαγές και τις λεηλασίες. Αλλά τότε έφτασε ο Αέτιος. Από τις ανοιχτές και αφρούρητες πύλες, οι άνδρες του Αέτιου εισήλθαν στην πόλη, αιφνιδιάζοντας τους απασχολημένους με τη λεηλασία και μεθυσμένους Ούννους. Οι Ούννοι τράπηκαν σε φυγή μόλις δέχθηκαν την πρώτη έφοδο των Ρωμαίων.
Μάταια ο οργισμένος Αττίλας επιχείρησε να συγκρατήσει τη φυγή των ανδρών του. Ο βαρβαρικός ασιατικός συρφετός συνέχισε τη φυγή του, έως ότου απομακρύνθηκε πολλά χιλιόμετρα από την πόλη. Πίσω του άφησε όμως χιλιάδες νεκρούς του. Οι Ούννοι διέφυγαν προς την Καμπανία.
Πίσω στην Ορλεάνη ο Θεοδώριχος πίεζε τον Αέτιο να καταδιώξουν τους υποχωρούντες Ούννους. Ο Ρωμαίος στρατηγός όμως δεν συμφώνησε. Θεώρησε πως δεν ήταν φρόνιμο να διακινδυνεύσουν καταδίωξη του Αττίλα στη μεγάλη πεδιάδα, εκεί όπου η υπεροχή του σε Iππικό θα μπορούσε να αποβεί καταλυτική. Αντίθετα ο Αέτιος άφησε τον στρατό του να αναπαυτεί στην Ορλεάνη και μόνο την επομένη κίνησε προς Βορρά, προς καταδίωξη των ηττημένων Ούννων.
Την ίδια ώρα στο στρατόπεδο του Αττίλα επικρατούσε κατήφεια. Η ήττα, η πρώτη που γνώρισαν τα όπλα του βάρβαρου αρχηγού, είχε φοβίσει τους άνδρες του και είχε σταματήσει τα μυστικιστικά παραληρήματα περί του αήττητου του Αττίλα. Οι Ούννοι δεν ήσαν αήττητοι, και αυτό το γνώριζαν οι αντίπαλοί τους.
Ο Αττίλας συνέχισε την προς Βορρά υποχώρηση. Επιθυμούσε να φτάσει στην απέραντη πεδιάδα της ανατολικής Καμπανίας, κοντά στην πόλη Σαλόν. Στη μεγάλη πεδιάδα το ακατάβλητο Ιππικό του θα εκδικούνταν τους εχθρούς για την ήττα της Ορλεάνης. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής, ο Αττίλας είχε συναντήσει πριν τη μάχη έναν καλόγερο, ο οποίος του είχε πει τα εξής: «Εσύ είσαι η μάστιγα του Θεού και η σφύρα με την οποία η Θεία Πρόνοια πλήττει τον κόσμο.
Αλλά ο Θεός συντρίβει όταν το επιθυμεί ακόμα και τα όργανα της εκδίκησής του και δίνει το ξίφος του από ένα χέρι σε άλλο, σύμφωνα με την αλάνθαστη βούλησή Του. Μάθε λοιπόν ότι θα σε νικήσουν οι Ρωμαίοι, γιατί η ισχύς δεν προέρχεται από τα γήινα, αλλά από τον Θεό».Ο Αττίλας πάντως δεν πτοήθηκε, συνέχισε να κινείται και, λίγο πριν νυχτώσει, στρατοπέδευσε βόρεια της πεδιάδας του Μωριάκ. Στην πεδιάδα είχε εγκαταστήσει ως οπισθοφυλακή ένα ισχυρό τμήμα Γεπίδων. Την ίδια ώρα ο συμμαχικός στρατός του Αέτιου συνέχιζε την καταδίωξη των Ούννων.
Ο Αέτιος είχε τάξει ως εμπροσθοφυλακή σκληροτράχηλους Γερμανούς ιππείς. Οι Γερμανοί, υπό τον Μεροβαίο, συνέχισαν την κίνησή τους και με το τελευταίο φως της μέρας είχαν φτάσει στο Μωριάκ, κοντά στη θέση που είχαν ταχθεί οι Γεπίδες του Αττίλα. Οι τελευταίοι είχαν δει τα σύννεφα σκόνης από τα άλογα των Γερμανών και είχαν θορυβηθεί, θεωρώντας ότι πλησίαζε εναντίον τους το σύνολο του στρατού του Αέτιου.
Στο μεταξύ οι Γερμανοί του Μεροβαίου είχαν αντιληφθεί την παρουσία των Γεπίδων. Σε λίγο τους επιτέθηκαν με αλαλαγμούς, παρά το γεγονός ότι είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Μέσα στο σκοτάδι ξέσπασε τότε άγρια μάχη, χωρίς κανείς να μπορεί να αναγνωρίσει εχθρούς και φίλους. Μέσα στη σύγχυση, πολλοί άνδρες και από τους δύο στρατούς έπεσαν. Τελικά όμως οι Γεπίδες, πιστεύοντας πάντα ότι δέχονταν την επίθεση του συνόλου του συμμαχικού στρατού, τράπηκαν σε άτακτη φυγή, διωκόμενοι κατά πόδας από τους Γερμανούς.
Οι Γεπίδες συνέχισαν τη φυγή ακόμα και αφού έφτασαν στη θέση όπου βρισκόταν ο στρατός του Αττίλα. Σύντομα ο πανικός εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον στρατό. Στο μεταξύ εντός του ουννικού καταυλισμού είχαν φτάσει τώρα και οι λιγοστοί Γερμανοί ιππείς του Μεροβαίου. Σαν δαίμονες, ψάλλοντας τους τρομακτικούς τους πολεμικούς παιάνες, οι Γερμανοί όρμησαν καταπάνω στους ήδη πανικοβλημένους από τους Γεπίδες Ούννους, και τους έτρεψαν σε άτακτη φυγή.
Ολόκληρη η ορδή των πολλών χιλιάδων ανδρών ετράπη σε φυγή από την έφοδο όχι περισσοτέρων από 2.000 ιππέων. Ο Αττίλας και πάλι επιχείρησε να ανασυγκροτήσει τα απείθαρχα στρατεύματά του. Ο φόβος όμως αποδείχθηκε ισχυρότερός του. Ύστερα από το νέο αυτό ατύχημα, το μόνο που του απέμενε ήταν να κινηθεί το ταχύτερο δυνατόν προς τη Σαλόν, εκεί όπου είχε διατάξει τη συγκέντρωση και των υπολοίπων τμημάτων της στρατιάς, τα οποία επιχειρούσαν στη βορειοδυτική Γαλατία.
Εκεί, με το σύνολο του στρατού του συγκεντρωμένο, υπολόγιζε να συντρίψει τον συμμαχικό στρατό, ο οποίος άλλωστε υστερούσε και αριθμητικά απέναντι στα στίφη του.
Ήταν Ιούλιος όταν τελικά ο Αττίλας κατόρθωσε να συγκεντρώσει τον στρατό του κοντά στην πόλη Σαλόν, στη θέση που έμεινε γνωστή ως «Καταλαυνικά πεδία». Πολλοί ιστορικοί αμφισβητούν την άποψη ότι τα περίφημα Καταλαυνικά πεδία βρίσκονταν κοντά στη Σαλόν. Ως τις μέρες μας, η ακριβής θέση όπου έλαβε χώρα η τρομερότερη μάχη του μεσαιωνικού κόσμου δεν έχει καθοριστεί.
Το πιθανότερο πάντως είναι η μάχη πράγματι να δόθηκε στη μεγάλη πεδιάδα της Καμπανίας, κοντά στην πόλη Σαλόν, εκεί που η μορφολογία του εδάφους ευνοούσε τους Ούννους. Επίσης και η ακριβής ημερομηνία διεξαγωγής της μάχης δεν έχει καθοριστεί, αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο για εικασίες. Το πιθανότερο είναι η μάχη να δόθηκε την 20ή Ιουλίου 451 μ.Χ.
Το βράδυ της 19ης Ιουλίου, τα ουννικά στρατεύματα, με επικεφαλής τον τρομερό βασιλιά τους, είχαν στρατοπεδεύσει νότια της Σαλόν, γύρω από τα ερείπια ενός παλαιού συνοριακού ρωμαϊκού οχυρού στρατοπέδου. Εντός του μισοκατεστραμμένου περιβόλου, ο Αττίλας έταξε τις άμαξες με τα εφόδια και το στρατηγείο του. Την ίδια ώρα ο συμμαχικός στρατός είχε φτάσει απέναντι από τους Ούννους, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων. Ο Αέτιος είχε αξιοποιήσει στο έπακρο τις πληροφορίες που είχε λάβει από τον Μεροβαίο και είχε ορθά υποθέσει ότι ο Αττίλας θα τον περίμενε στα Καταυλανικά πεδία, σε πρόσφορο γι’ αυτόν έδαφος.
Με το πρώτο φως της 20ής Ιουλίου, ο Αέτιος κίνησε τα τμήματά του σε σχηματισμό μάχης και διέταξε την προέλαση προς τον εχθρό. Στόχος του ήταν η κατάληψη ενός μικρού δασωμένου υψώματος, το οποίο δέσποζε στο κέντρο τού κατά τα άλλα ομαλού τοπίου. Την αξία του υψώματος αντιλήφθηκε και ο Αττίλας. Δυστυχώς όμως για τον ίδιο δεν είχε φροντίσει να το καταλάβει από το προηγούμενο βράδυ, υπολογίζοντας λανθασμένα ότι ο Αέτιος δεν θα πλησίαζε τις θέσεις τους πριν από την 21η Ιουλίου. Τώρα όμως που έκπληκτος αντίκριζε απέναντί του το σύνολο του συμμαχικού στρατού, διέταξε οργισμένος ένα τμήμα του να σπεύσει να καταλάβει πάση θυσία το ύψωμα.
Το συγκεκριμένο ύψωμα είχε πράγματι μεγάλη τακτική αξία, αφού όποιος το κατείχε διέθετε άριστο οπτικό πεδίο για τις κινήσεις του αντιπάλου, αλλά και ένα πρώτης τάξεως σημείο στηρίγματος. Οι Ούννοι ιππείς, εκτελώντας πιστά τη διαταγή του αρχηγού τους, κάλπασαν προς τον λοφίσκο με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα των αλόγων τους. Την κίνησή τους όμως αντιλήφθηκε ο γιος του Βησιγότθου βασιλιά, ο Θορισμούνδος. Οι Ούννοι πίεσαν αρχικά τα τμήματα που κατείχαν τον λόφο, και σχεδόν τον κυρίευσαν. Τότε όμως δέχθηκαν στο ακάλυπτο αριστερό τους πλευρό την επίθεση του Θορισμούνδου και τράπηκαν σε φυγή. Ο λόφος είχε κερδηθεί για τους συμμάχους.
Ο Αέτιος, μετά την πρώτη αυτή επιτυχία, ανέπτυξε τον στρατό του, στηρίζοντας το κέντρο της παράταξής του στον λόφο. Οι Φράγκοι, οι Βουργουνδοί και οι Σάξονες πεζοί τάχθηκαν επί του λόφου, σε πυκνούς σχηματισμούς. Μπροστά από το μέτωπό τους τάχθηκαν, στις παρυφές του λόφου, οι Αλανοί ιππείς, με σκοπό να λειτουργήσουν ως κινητό πρόχωμα προστασίας του πεζικού.
Σε περίπτωση που πιέζονταν πολύ, οι Αλανοί είχαν διαταγές να σπάσουν τον σχηματισμό τους και να κινηθούν οι μισοί προς την αριστερή πτέρυγα και οι άλλοι μισοί προς τη δεξιά. Αν οι Ούννοι συνέχιζαν τότε την επίθεσή τους κατά του υψώματος, οι Αλανοί θα τους επιτίθεντο και πάλι από τα πλευρά, την ώρα που θα ήταν ήδη «αγκιστρωμένοι» από το Γερμανικό Πεζικό.
Στη δεξιά πτέρυγα τάχθηκαν οι δυνάμεις των Βησιγότθων με επικεφαλής τον βασιλιά τους Θεοδώριχο και τον γιο του Θορισμούνδο. Οι Βησιγότθοι τάχθηκαν σε δύο γραμμές. Η πρώτη συγκροτήθηκε από πεζούς τοξότες, σκοπός τον οποίων ήταν να κόψουν την αρχική ορμή της ουννικής επίθεσης και η δεύτερη συγκροτήθηκε από το περίφημο βαρύ τους ιππικό, το οποίο θα επιτίθετο στους Ούννους αμέσως μόλις οι τελευταίοι έδειχναν σημάδια αποδιοργάνωσης.
Στην αριστερή πτέρυγα ο Αέτιος έταξε τον Ρωμαϊκό Στρατό του. Το πεζικό του τάχθηκε δίπλα στον λόφο, έχοντας το δεξιό του καλυπτόμενο από αυτόν, ενώ το ιππικό τάχθηκε στο άκρο αριστερό. Οι λεγεωνάριοι τάχθηκαν σε πυκνούς επίσης σχηματισμούς, σε μεγάλο βάθος. Κάθε τμήμα λεγεωνάριων διέθετε και μια οργανική υπομονάδα τοξοτών, γεγονός που είχε ως συνέπεια να αυξάνεται η αντοχή του απέναντι στο περίφημο ουννικό ιππικό.
Ο Αττίλας από την πλευρά του φαίνεται πως έταξε τον στρατό του μάλλον συμβατικά, σύμφωνα με τα καθιερωμένα στους Ούννους διδάγματα. Πιθανότατα ολόκληρη η πρώτη γραμμή να αποτελούνταν από ιππικό. Οι Ούννοι δεν διέθεταν δικό τους πεζικό και όλα τα τμήματα πεζικού της βαρβαρικής στρατιάς συγκροτούνταν από Γερμανούς υποτελείς. Γνωρίζοντας την παράταξη της στρατιάς του Αέτιου, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Αττίλας παρέταξε τον στρατό του με τρόπο που να ανταποκρίνεται το δυνατόν καλύτερα στην παράταξη του αντιπάλου. Γι’ αυτό και υποθέτουμε ότι ολόκληρη η πρώτη γραμμή μάχης αποτελούνταν από ιππικό, και μάλιστα ελαφρύ ουννικό, αλλά και βαρύ οστρογοτθικό.
Οι Ούννοι ιππείς του Αττίλα θα μπορούσαν να αγκιστρώσουν τις δύο ισχυρές πτέρυγες του συμμαχικού στρατού, την ώρα που άλλοι ιππείς, ίσως βαριά οπλισμένοι Γερμανοί, θα εξαπέλυαν σφοδρή επίθεση για την ανατροπή των Αλανών ιππέων του ή ακόμα και για την ανατροπή των λεγεωνάριων του Αέτιου. Μόλις ο στόχος αυτός θα είχε επιτευχθεί και μόνο τότε ο Αττίλας θα έριχνε στη μάχη το πολύτιμο πεζικό του, που μόνο αυτό μπορούσε να ανατρέψει το αντίπαλο πεζικό από τον λόφο, να τον καταλάβει και να τον διατηρήσει.
Η ώρα ήταν 10.00. Οι δύο στρατοί έμεναν ακίνητοι, αντικρίζοντας ο ένας τον άλλο. Ο Αέτιος υπολόγιζε να τον βοηθήσει η απειθαρχία των Ούννων. Γνώριζε ότι οι βάρβαροι δεν αρέσκονται στην πολύωρη αναμονή, η οποία τους προκαλούσε εκνευρισμό και έριχνε το ηθικό τους. Ο Αέτιος ήταν βέβαιος ότι η στάση αναμονής που σκόπευε να τηρήσει θα οδηγούσε τους βαρβάρους στην εκτόξευση ορμητικής μεν, άκαιρης και ασυντόνιστης δε, επίθεσης.
Και έκρινε ορθά. Κατά το μεσημέρι, ούτε ο ίδιος ο Αττίλας δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους άνδρες του. Μικρά αρχικά, μεγαλύτερα αργότερα, αποσπάσματα Ούννων εγκατέλειπαν τις γραμμές τους, εφορμούσαν ορμητικά και αποκρούονταν κατά κύματα από τους συμμάχους με ευκολία, αφήνοντας πολλούς συντρόφους πίσω τους νεκρούς. Ο Αέτιος, φανερά ευχαριστημένος, έβλεπε τις προσδοκίες του να πραγματώνονται. Για να εντείνει μάλιστα τον εκνευρισμό των αντιπάλων αποφάσισε να προβεί σε επιθεώρηση των παρατεταγμένων του δυνάμεων.
Το θέαμα του αγέρωχου στρατηγού αποτέλεσε μιας πρώτης τάξεως τονωτική ένεση για τα τμήματά του. Οι στρατιώτες του τον επευφημούσαν με ζητωκραυγές, χτυπώντας ρυθμικά τα όπλα πάνω στις ασπίδες τους, και δημιουργώντας ένα πραγματικό πανδαιμόνιο. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο μακριά, οι Ούννοι παρακολουθούσαν κατηφείς το μεγαλειώδες θέαμα και άκουγαν, όχι χωρίς έναν ενδόμυχο φόβο να τους πλημμυρίζει, τις ζητωκραυγές και την κλαγγή των όπλων των αντιπάλων.
Μόλις ο Αέτιος περάτωσε την ιππηλασία, επέστρεψε στη θέση του. Δεν αποδέχτηκε την πρόταση του Θεοδώριχου για εξαπόλυση άμεσης επίθεσης κατά των εχθρών, εκμεταλλευόμενος τον ενθουσιασμό των ανδρών. Ο Αέτιος επέμεινε ότι έπρεπε να περιμένουν.
Το μεσημέρι είχε περάσει. Η ώρα πλησίαζε 15.00 και η ίδια εκνευριστική ακινησία επικρατούσε στις δύο στρατιές. Η αταξία, οι φωνές και η σύγχυση είχαν κυριεύσει την ουννική παράταξη. Ήταν φανερό ότι ο Αττίλας δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Ξαφνικά ο αέρας γέμισε από ουρανομήκεις κραυγές. Τύμπανα και σάλπιγγες άρχισαν να ηχούν. Ο Αττίλας, σε εμφανές σημείο στο κέντρο της παράταξής του, έδινε διαταγές.
Δευτερόλεπτα αργότερα, χιλιάδες ιππείς ρίχτηκαν μπροστά. Ο Αέτιος είδε τη μαινόμενη μάζα να καλπάζει εναντίον τους και έδωσε διαταγή στο πεζικό του να πυκνώσει τον σχηματισμό του. Πριν καλά-καλά εκτελεστεί το παράγγελμα, οι Ούννοι ιππείς είχαν φτάσει απέναντι στους Αλανούς, πιέζοντάς τους ασφυκτικά.
Οι Αλανοί πιέστηκαν πολύ, αλλά, με τα πλευρά τους καλυμμένα από τους Ρωμαίους λεγεωνάριους και τους Βησιγότθους τοξότες, άντεξαν στην πίεση και ανέκοψαν την έφοδο των Ούννων. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και στο συμμαχικό δεξιό, όπου ο γενναίος Θεοδώριχος, όχι μόνο ανέκοψε την εχθρική επίθεση με τους τοξότες του, αλλά αντεπιτέθηκε με το βαρύ του ιππικό και, αφού ανέτρεψε το Ουννικό και το Οστρογοτθικό Ιππικό, επέπεσε με τους λογχοφόρους ιππείς του στους δορυφόρους Οστρογότθους πεζούς του Αττίλα. Τελικά αποκρούστηκε και οπισθοχώρησε στις αρχικές του θέσεις. Στην άλλη πτέρυγα, οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι δέχτηκαν επίσης ατάραχοι τις εφόδους του Γερμανικού Πεζικού και του Ουννογερμανικού Ιππικού του Αττίλα.
Μόνο στο άκρο αριστερό το ρωμαϊκό ιππικό πιέστηκε σοβαρά από το εκλεκτό αντίπαλο ιππικό. Παρ’ όλα αυτά άντεξε στην εχθρική πίεση και απέκρουσε την επίθεση. Ο Αττίλας βλέποντας την επίθεση του στρατού να αποτυγχάνει σε όλο το μήκος του μετώπου, αποφάσισε να συγκεντρώσει τους επίλεκτους Ούννους πολεμιστές του και με αυτούς να επιχειρήσει μια τελική έφοδο προς θραύση του εχθρικού κέντρου.
Την ίδια ώρα τα τμήματα των Γερμανών υποτελών του θα έπρεπε να αγκιστρώσουν τους Ρωμαίους του Αέτιου και τους Βησιγότθους τους Θεοδώριχου, έτσι ώστε να μην μπορούν να παράσχουν βοήθεια στο απειλούμενο κέντρο. Η μάχη έμπαινε στην πιο κρίσιμη φάσή της. Το επίλεκτο Ουννικό Ιππικό επιτέθηκε με αφάνταστη ορμή κατά των Αλανών και τους ανέτρεψε. Το συγκεντρωμένο σε δεύτερο κλιμάκιο εφεδρικό πεζικό του Αττίλα ρίχτηκε με τη σειρά του στη μάχη.
Οι πεζοί, υποστηριζόμενοι από το ιππικό, πλησίασαν το τείχος των ασπίδων των συμμάχων της Ρώμης Γερμανών μαχητών. Σε λίγο η κλαγγή των όπλων ακουγόταν παντού. Οι αντίπαλοι τώρα πολεμούσαν με έναν πρωτόγνωρο, απίστευτο φανατισμό. Ακόμα και ακρωτηριασμένοι άνδρες επιχειρούσαν να αρπάξουν με τα δόντια τους αντιπάλους τους. Η ένταση της μάχης στο κέντρο δεν άφησε ανεπηρέαστα και τα αντίπαλα τμήματα στις δύο πτέρυγες. Ο Αέτιος βλέποντας τους Ούννους να έχουν εμπλακεί σε φονικό αγώνα φθοράς στο κέντρο, αποφάσισε να αντεπιτεθεί τις πτέρυγες. Οι Βησιγότθοι, στη δεξιά πτέρυγα, κινήθηκαν πρώτοι. Επικεφαλής τους βρισκόταν πάντα ο γέρο-βασιλιάς τους Θεοδώριχος.
Με τη λόγχη στο χέρι, ο Θεοδώριχος όρμησε πρώτος στη μάχη. Σε λίγο τόσο ο ίδιος, όσο και οι ιππείς του είχαν εμπλακεί σε άγριο αγώνα με τους Οστρογότθους και τους Ούννους του Αττίλα. Οι Βησιγότθοι σταδιακά κέρδιζαν έδαφος, αναγκάζοντας τον εχθρό να οπισθοχωρήσει. Τότε όμως συνέβη το μοιραίο: ο Θεοδώριχος έπεσε χτυπημένος από τα εχθρικά δόρατα. Οι άνδρες του πάγωσαν στη θέα του νεκρού βασιλιά. Τότε όμως εμφανίστηκε ο Θορισμούνδος. «Για τον Θεοδώριχο», κραύγασε. «Για τον Θεοδώριχο», ούρλιαξαν και οι πολεμιστές του και όρμησαν με λύσσα κατά των εχθρών.
Οι Βησιγότθοι κομμάτιαζαν όποιον αντίπαλο έβρισκαν μπροστά τους, αδιαφορώντας για τις απώλειες. Επέπεσαν με άγρια μανία στο τείχος των Οστρογότθων δορυφόρων και τους διέλυσαν. Την ώρα που συνέβαιναν αυτά, στην αριστερή πτέρυγα ο Αέτιος διέταξε τους υπ’ αυτόν να προελάσουν. Οι Ρωμαίοι, ο μόνος τακτικός στρατός της εποχής, προήλασαν συντεταγμένα ως ένα πραγματικό ανθρώπινο τείχος, σαρώνοντας τους βαρβάρους που έβρισκαν απέναντι τους.
Εκείνοι αντεπιτέθηκαν για να αναχαιτίσουν την προέλασή τους. Οι Γερμανοί και οι Ούννοι πολέμησαν με εξαιρετική γενναιότητα. Αδιαφορώντας για τους νεκρούς συντρόφους τους, οι Γεπίδες χρησιμοποιούσαν τα πτώματα ως βάθρα για να σκαρφαλώσουν πάνω από τις ασπίδες των Ρωμαίων και να τους πλήξουν με τα σπαθιά τους. Το ίδιο έπρατταν και οι Ούννοι ιππείς. Παρ’ όλα αυτά, οι Ρωμαίοι άντεξαν. Όταν οι εχθροί σκαρφάλωναν επάνω στις ασπίδες τους, οι λεγεωνάριοι τις ύψωναν, ώστε να τους κρατήσουν ψηλά και τους έκοβαν τα πόδια με τα σπαθιά τους.
Η αντεπίθεση απέτυχε. Οι άνδρες του Αέτιου συνέχισαν την προέλασή τους. Οι Βησιγότθοι επίσης κατόρθωσαν να συντρίψουν τους απέναντί τους εχθρούς και έφτασαν έως τα ουννικά οχυρώματα, έξω από το παλαιό ρωμαϊκό οχυρό. Το ουννικό κέντρο επίσης μετά την κατάρρευση των πτερύγων υποχώρησε με τη σειρά του για να μην αποκοπεί. Ο Αττίλας κατάλαβε τότε ότι όλα είχαν χαθεί.
Η νύχτα απλώθηκε σκοτεινή πάνω από το πεδίο της μάχης, το οποίο ήταν γεμάτο με τα πτώματα 300.000 ανδρών. Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Αττίλας είδε πολλές φωτιές να καίνε στο εχθρικό στρατόπεδο. Οι ανιχνευτές που απέστειλε τον ενημέρωσαν ότι οι εχθροί θρηνούσαν τον θάνατο του αρχηγού τους. Περιχαρής ο Αττίλας, νομίζοντας ότι ο νεκρός ήταν ο Αέτιος, έδωσε εντολή να ηχήσουν τα πολεμικά τύμπανα και τα βούκινα και οι άνδρες να αλαλάξουν. Απότομα η φρικτή νύχτα αναστατώθηκε από το ηχητικό πανδαιμόνιο των Ούννων. Ο Αέτιος, ανήσυχος, διέταξε τους άνδρες του να βρίσκονται σε επιφυλακή, έτοιμοι να αποκρούσουν κάθε νυχτερινό εγχείρημα του ηττημένου, αλλά πάντα επίφοβου αντιπάλου.
Ο Αέτιος, αφού τίμησε τον νεκρό Θεοδώριχο, συγκάλεσε συμβούλιο. Στη συζήτηση που ακολούθησε, τόσο οι βάρβαροι σύμμαχοι αρχηγοί, όσο και οι δικοί του επιτελείς τον πίεσαν να επιτεθεί στους οχυρωμένους Ούννους. Ο Αέτιος όμως ήταν αρνητικός σε ένα τέτοιο εγχείρημα, αναλογιζόμενος τις φρικτές απώλειες που θα υφίστατο ο στρατός του, σε μια τέτοια επιχείρηση. Κατόπιν τούτου, οι Γερμανοί σύμμαχοι του Αέτιου έφυγαν. Στο στρατόπεδο είχαν απομείνει μόνο οι Ρωμαίοι.
Ο Αττίλας αγνόησε τις εισηγήσεις των υφισταμένων του να επιχειρήσει νέα επίθεση, ακόμα και όταν οι ανιχνευτές του τον ενημέρωσαν ότι στο εχθρικό στρατόπεδο είχαν απομείνει μόνο οι Ρωμαίοι. Τους Ρωμαίους όμως τους διοικούσε ο Αέτιος, ο άνθρωπος τον οποίο ο Αττίλας φοβόταν, ο μόνος άνδρας που προκαλούσε δέος στον αιμοσταγή βάρβαρο αρχηγό. Ο Αττίλας έδωσε διαταγή να ετοιμαστούν για αναχώρηση με το πρώτο φως.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε. Οι φωτιές στο ρωμαϊκό στρατόπεδο έσβηναν σιγά-σιγά. Μόνο οι σκοποί περιδιάβαιναν στις επάλξεις του στρατοπέδου. Πέρα στον ορίζοντα οι άμαξες των Ούννων άρχισαν να κυλούν αργά προς τα βορειοανατολικά, για την ουγγρική πεδιάδα. Οι πολεμιστές ακολουθούσαν, κατάκοποι. Ο αξιωματικός φρουράς ξύπνησε τον Αέτιο. Του ανακοίνωσε ότι οι Ούννοι φεύγουν.
Ο νικητής τυλίχθηκε με τον μανδύα του και προχώρησε έως την κεντρική πύλη του στρατοπέδου. Με προσοχή παρατηρούσε τους βάρβαρους αντιπάλους του να αποχωρούν. Ξαφνικά ένας ιππέας ξέφυγε από τη μάζα και πλησίασε. Κοντοστάθηκε και κοίταξε το γεμάτο πτώματα πεδίο. Ύστερα είδε τον Αέτιο. Σήκωσε ψηλά το χέρι του και με μια κίνηση τον χαιρέτησε.
Ο Ρωμαίος σήκωσε και αυτός το χέρι και τον χαιρέτησε με τον ίδιο τρόπο. Κατόπιν ο Αττίλας, γιατί αυτός ήταν ο ιππέας, στράφηκε προς τον στρατό του, μαστίγωσε το άλογό του και χάθηκε. Ο Αέτιος απέμεινε να αγναντεύει το πεδίο της μάχης μέσα στη δροσιά του πρωινού. Είχε συντρίψει τη «σφύρα του σύμπαντος».