Ο κόσμος όταν μπορούσε έφευγε από τις πόλεις για να αποφύγει τους βομβαρδισμούς της γερμανικής αεροπορίας, οι ελληνικές και οι συμμαχικές δυνάμεις οπισθοχωρούσαν προς το Νότο και η στρατιωτική πειθαρχία άρχισε να καταρρέει. Ομάδες άτακτων στρατιωτών βάδιζαν προς τα χωριά και τις πόλεις τους, τα μαγαζιά είχαν κατεβάσει ρολά και οι τράπεζες πολιορκούνταν από χιλιάδες ανθρώπους που προσπαθούσαν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους.
Στις 27 Απριλίου, στις 8.10 το πρωί, μία μεγάλη μηχανοκίνητη φάλαγγα των Γερμανών μπήκε στην Αθήνα. Ο κόσμος βγήκε περίεργος στους δρόμους ενώ δεν έλειψαν και σημαίες με τον αγκυλωτό σταυρό κρεμασμένες σε ορισμένα παράθυρα… Στις 10.45 ο στρατιωτικός διοικητής της Αθήνας, οι δήμαρχοι της Αθήνας και του Πειραιά και ο νομάρχης Αττικής συνάντησαν στα βόρεια προάστια της πρωτεύουσας το Γερμανό διοικητή, στρατηγό φον Στρούμε, και του παρέδωσαν τα κλειδιά της πόλης…
Η αναμετάδοση του εθνικού ύμνου από το ραδιοφωνικό σταθμό διακόπηκε απότομα και ένας Γερμανός αξιωματικός ανήγγειλε την κατάληψη της Αθήνας στο όνομα του Χίτλερ.
Τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο στρατηγός Τσολάκογλου, σχηματίζοντας κυβέρνηση -μεταξύ των μελών της οποίας υπήρχαν έξι στρατηγοί- η οποία όμως ποτέ δεν απέκτησε υπουργό Εξωτερικών, αφού ποτέ δεν απέκτησε διεθνή αναγνώριση. Ανάμεσά στους πολίτες, ένας καθηγητής Πανεπιστημίου που είχε παντρευτεί την κόρη του στρατηγού Λιστ και ο Πλάτων Χατζημιχάλης, ένας σκοτεινός επιχειρηματίας που είχε επαγγελματικές σχέσεις με τους Γερμανούς. Σύντομα όμως το κύρος της κυβέρνησης εκμηδενίστηκε.
Ο στρατηγός Τσολάκογλου, παρά τις πατριωτικές διακηρύξεις του, καθίσταται αναξιόπιστος όταν η Βουλγαρία, σύμμαχος του Χίτλερ, κατέλαβε ένα μεγάλο κομμάτι της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης ενθαρρύνοντας την εγκατάσταση Βουλγάρων εποίκων. Πάνω από 100.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς για να αποφύγουν τους διωγμούς των Βούλγαρων επικυρίαρχων.
Η Ελλάδα διαιρέθηκε σε τρεις ζώνες κατοχής: τη γερμανική, την ιταλική και τη βουλγαρική. Οι Γερμανοί κράτησαν τις σημαντικότερες στρατηγικές περιοχές: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη, όλο το κομμάτι της Μακεδονίας που συνόρευε με τη Γιουγκοσλαβία, το κομμάτι της Θράκης που συνόρευε με την Τουρκία και τα νησιά Λήμνο, Λέσβο και Χίο. Το Μάιο και τον Ιούνιο οι Ιταλοί ανέλαβαν τη διοίκηση της υπόλοιπης ηπειρωτικής Ελλάδας, των Δωδεκανήσων και των Επτανήσων, προκαλώντας την αγανάκτηση του ελληνικού πληθυσμού που περιφρονούσε τους Ιταλούς μετά την ήττα τους από τον ελληνικό στρατό.
Παρά τις ιδεολογικές διακηρύξεις των ναζί για τη «Νέα Τάξη» που θα επικρατούσε σε έναν κόσμο υπό την κυριαρχία τους, στην κατοχική Ελλάδα άρχισε να επικρατεί διοικητικό χάος. Οι Ιταλοί μηχανορραφούσαν εναντίον των Γερμανών, οι διπλωμάτες εναντίον των στρατηγών της κυβέρνησης και οι Έλληνες γενικά προσπαθούσαν να στρέψουν τον έναν κατακτητή εναντίον του άλλου. Το διοικητικό χάος και η ληστρική συμπεριφορά των γερμανικών στρατευμάτων σύντομα προκάλεσαν οικονομική καταστροφή και τη μεγαλύτερη λιμοκτονία στην ιστορία της κατεχόμενης Ευρώπης.
Η πείνα
«Θα ήθελα να κάνω μία παρέκβαση, για να σας ζητήσω να θυμηθείτε πώς μία ευημερούσα και εργατική πόλη, χωρίς να καταστραφεί, μεταβλήθηκε σε τόπο κατοικίας ολόκληρων ορδών από άπορους, λιμοκτονούντες ανθρώπους… Φυσικά η απάντηση είναι ο γερμανικός στρατός κατοχής» («Στην Ελλάδα του Χίτλερ», Mark Mazower, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1993) έγραφε ο Μπέρτον Μπέρι, Αμερικανός διπλωμάτης στην Αθήνα.
Όταν ο γερμανικός στρατός κατέφτασε στην Αθήνα ήταν υποσιτισμένος και καταβεβλημένος. Δεν είχαν μαζί τους τρόφιμα και άλλα εφόδια, αλλά ζούσαν εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Στην αρχή οι Ιταλοί είχαν οργανώσει κάποια υπηρεσία Επιμελητείας, οι Γερμανοί όμως δεν είχαν ποτέ. Η τακτική τους ήταν η κατάσχεση αγαθών από τις στρατιωτικές μονάδες ή ακόμη και η απευθείας αρπαγή αγαθών από τον ντόπιο πληθυσμό.
Η συμπεριφορά αυτή άφησε έκπληκτο τον Αμερικανό διπλωμάτη, ο οποίος είχε άλλη εικόνα για το γερμανικό στρατό. «Το ηθικό και η πειθαρχία είχαν αντικατασταθεί από μία συντεχνιακή συνειδητοποίηση δύναμης που διαπερνά το γερμανικό στρατό, από τους στρατηγούς έως τους ιδιώτες. Όλοι τους φαίνονται να έχουν μια μαζική αίσθηση ακάθεκτης δύναμης (με σχεδόν σαδιστικές αποχρώσεις), η οποία πλάθει μία ψυχολογία που δύσκολα την καταλαβαίνουν οι απέξω» έγραφε ο Μπέρτον Μπέρι.
Ο μουσικολόγος Μίνως Δούνιας, ο οποίος είχε ζήσει πολλά χρόνια στη Γερμανία, ήταν επίσης έκπληκτος: «Πού είναι η πατροπαράδοτη γερμανική τιμιότητα; Έζησα δεκατρία χρόνια στη Γερμανία και κανείς δεν με εξαπάτησε.Τώρα ξαφνικά με τη “Νέα Τάξη” έχουν όλοι μετατραπεί σε λωποδύτες. Αδειάζουν τα σπίτια απ’ ό,τι τους χτυπήσει στο μάτι. Στο σπίτι του Πιστολάκη έκοψαν από τα μαξιλάρια τα κεντήματα και αφαίρεσαν τα κρητικά κειμήλια από την πολύτιμη συλλογή του σπιτιού. Από τα φτωχόσπιτα της επαρχίας έκλεψαν τα σεντόνια και τις βελέντζες. Από άλλες κατοικίες άρπαξαν ελαιογραφίες και αφαίρεσαν και αυτά ακόμη τα μετάλλινα πόμολα της πόρτας» («Το ημερολόγιο του Μίνου Δούνια», Αθήνα 1987).
Αλλά και οι ίδιοι οι Γερμανοί επισήμαναν το απαράδεκτο αυτής της κατάστασης. Ο πληρεξούσιος Άλτενμπουργκ προειδοποίησε το Βερολίνο για την «καταστροφική τροφοδοσία» στην Ελλάδα λέγοντας ότι ο στρατός θα έπρεπε να φέρνει τρόφιμα στη χώρα και όχι να τα παίρνει («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»). Επίσης, μία έκθεση της Άμπβερ επισήμανε τη διαφορά μεταξύ Βρετανών και Γερμανών και τις πολιτικές της επιπτώσεις. Οι Βρετανοί είχαν μοιράσει τρόφιμα, ενώ οι Γερμανοί είχαν επιτάξει σχεδόν τα πάντα.
Η έκθεση κατέληγε ότι οι Γερμανοί έπρεπε να αποζημιώσουν τους κατοίκους («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»).
Το ότι αυτή η κατάσταση ήταν προϊόν συνειδητού και μάλιστα υψηλού επιπέδου σχεδιασμού αποδεικνύεται από τις αποσπάσεις Γερμανών επιχειρηματιών με μεγάλη πείρα στη βαλκανική αγορά, στο Οικονομικό Επιτελείο Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ, οι οποίοι πριν εργάζονταν σε εταιρείες όπως η Κρουπ και η IG. Farben.
Ο Χ. Χάινε, ανώτατο στέλεχος της Κρουπ, ο οποίος είχε προσπαθήσει να αγοράσει αποθέματα χρωμίου πριν από τον πόλεμο, ένστολος τώρα, εξανάγκασε τις ελληνικές μεταλλευτικές επιχειρήσεις να υπογράψουν συμβόλαια με τη Γερμανία σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Άλλα μέλη του Οικονομικού Επιτελείου είχαν αναλάβει τις εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας, τα ναυπηγεία, τα υφαντουργεία και το πυριτιδοποιείο του Μποδοσάκη. Όλα τα αποθέματα καπνού, δέρματος, βάμβακος και κάθε είδους αγαθών είτε κατασχέθηκαν είτε αγοράστηκαν σε εξευτελιστικές τιμές και στάλθηκαν στη Γερμανία.
Οι Ιταλοί, ανησυχώντας από αυτήν την κατάσταση, άρχισαν να ανταγωνίζονται τους Γερμανούς. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών του Μουσολίνι, κόμης Βόλπι, κατέφτασε με μεγάλη συνοδεία στην Ελλάδα για να πιέσει τους Έλληνες βιομηχάνους να υπογράψουν με αυτόν συμβόλαια και όχι με τους Γερμανούς. Συνεργάτες του επισκέφτηκαν την Εθνική Τράπεζα στην Αθήνα και απαίτησαν πακέτα μετοχών στις ελληνικές ηλεκτρικές εταιρείες, ενώ οι Γερμανοί απαιτούσαν τα πακέτα μετοχών της τράπεζας στις μεγάλες βιομηχανίες.
Ο ανταγωνισμός αυτός οδήγησε σε ένταση τις σχέσεις Γερμανών και Ιταλών και τελικά χώρισαν μεταξύ τους τα αποθέματα της χώρας σε δέρματα, ενώ το βαμβάκι, η ρητίνη και άλλα αγαθά πέρασαν από την άλλη πλευρά της Αδριατικής. Τα μεταλλεία νικελίου της Λοκρίδας περιήλθαν εν μέρει σε ιταλικό έλεγχο. Αξιοσημείωτο είναι ότι πριν από τον πόλεμο ιταλική εταιρεία είχε… αποκλειστικό συμβόλαιο με τα μεταλλεία αυτά.
Η πολιτική αυτή των δυνάμεων του Άξονα αποδιοργάνωσε εντελώς το σύστημα διανομής τροφίμων και γενικότερα την ελληνική οικονομία. Οι αγρότες άρχισαν να διστάζουν να φέρνουν τα προϊόντα τους στην αγορά, οι τιμές ανέβαιναν συνεχώς, τροφοδοτούμενες και από το χρήμα που τυπωνόταν αφειδώς από τις κατοχικές αρχές. Ο πληθωρισμός ανέβαινε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και τα μπλόκα των Γερμανών και Ιταλών στις οδικές αρτηρίες, όπως και οι έφοδοι στις αποθήκες τροφίμων ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Η κυβέρνηση Τσολάκογλου απέστειλε απόστρατους αξιωματικούς στην επαρχία για να επιβλέπουν τη συγκέντρωση των αγαθών. Αυτοί όμως συνήθως έπαιρναν το μέρος των αγροτών, οι οποίοι απέκρυπταν τα αγαθά τους, αφού αμφέβαλαν αν αυτά προορίζονταν για την ελληνική αγορά. Η συγκομιδή ξέφευγε από τον έλεγχο της κυβέρνησης και οποιαδήποτε κρατική απόφαση έπαψε γίνεται σεβαστή και να λαμβάνεται υπόψη. Ο συνδυασμός πλιάτσικου και πληθωρισμού ανάγκασε τους καταστηματάρχες να αποσύρουν τα προϊόντα τους από τα καταστήματα.
Οι ουρές 300-400 ατόμων έξω από τα καταστήματα ήταν συνηθισμένο φαινόμενο.
Στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη άρχισαν να οργανώνονται λαϊκά συσσίτια. Στα τέλη Ιουνίου 1941, η μερίδα ψωμιού ήταν 200 γραμμάρια την ημέρα και στα μέσα Νοεμβρίου η μερίδα έφτασε τα 100 γραμμάρια την ημέρα, και αυτό για τρεις μόνο εβδομάδες του μήνα. Ήδη από το Μάιο είχε επιβληθεί δελτίο στο ρύζι, στο ελαιόλαδο και στη ζάχαρη. Τον Ιούνιο έγινε μία διανομή κρέατος, μία ρυζιού και μία ζάχαρης και τον Ιούλιο διανεμήθηκαν δύο μειωμένες μερίδες κρέατος και μία μερίδα ρύζι.
Πλήθη επαιτών άρχισαν να περιφέρονται στους δρόμους των μεγάλων αστικών κέντρων, τα οποία υπέφεραν περισσότερο από το λιμό. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Κοινωνίας των Εθνών (προδρόμου του ΟΗΕ), ο ελληνικός πληθυσμός την εποχή εκείνη λάμβανε μόλις το ένα τρίτο των απαραίτητων για την επιβίωσή του θερμίδων. Στην πραγματικότητα ο εργατικός πληθυσμός των μεγάλων πόλεων λάμβανε πολύ λιγότερες…
Ο φοβερός χειμώνας του 1941-42 άρχιζε και μαζί του ο μεγαλύτερος λιμός στην ιστορία της χώρας. Τα καύσιμα ήταν σπάνια, κάθε δημόσιο μέσο μεταφοράς είχε σταματήσει να λειτουργεί και πυκνό χιόνι σκέπασε την Αθήνα.
Πάνω απ’ όλους χτυπήθηκαν οι προσφυγικές οικογένειες του ’22, οι οποίες κατοικούσαν σε παραγκουπόλεις γύρω από τα αστικά κέντρα και δεν είχαν σπίτια και συγγενείς στην επαρχία, η οποία υπέφερε λιγότερο. Στην πλειοψηφία τους ήταν βιομηχανικοί εργάτες και υπάλληλοι -το πρώτο γνήσιο ελληνικό προλεταριάτο- και με τον πόλεμο έχασαν τις δουλειές τους, αφού τα εργοστάσια είτε έκλεισαν είτε μείωσαν την παραγωγή τους. Προσπαθώντας απελπισμένα να επιβιώσουν πουλούσαν όσο όσο τα υπάρχοντά τους, έκαναν μικροδουλειές ή ζητιάνευαν.
Μικροπωλητές πουλούσαν χαρούπια και σύκα, σπίρτα, τσιγάρα ή παλιά ρούχα. Στο κέντρο της πλατείας Ομονοίας υπήρχαν ξαπλωμένοι άνθρωποι κάθε ηλικίας, οι οποίοι προσπαθούσαν να ζεσταθούν από το ζεστό αέρα που έβγαινε από τις σχάρες εξαερισμού του υπόγειου σιδηροδρόμου. Πολλοί επιβίωναν μαζεύοντας χόρτα γύρω από τις πόλεις ενώ παιδιά έψαχναν στους κάδους απορριμμάτων των ξενοδοχείων και των μεγάλων εστιατορίων. Πολλοί Γερμανοί αξιωματικοί διασκέδαζαν πετώντας αποφάγια από τα μπαλκόνια των ξενοδοχείων βλέποντας τα παιδιά να παλεύουν μεταξύ τους.
Οι επιδημίες και η φυματίωση θέριζαν τον πληθυσμό. Καύσιμα για θέρμανση δεν υπήρχαν και ο χειμώνας ήταν ιδιαίτερα σκληρός. Μετά από μερικές εβδομάδες υποσιτισμού οι άνθρωποι εξασθενούσαν με γρήγορο ρυθμό και οι θάνατοι αυξήθηκαν αλματωδώς.
Τον Οκτώβριο του 1941 οι θάνατοι στην Αθήνα και στον Πειραιά ήταν, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, 49.188 έναντι 14.566 την προηγούμενη χρονιά. Για παράδειγμα, στη συνοικία του Αγίου Γεωργίου οι μηνιαίοι αριθμοί θνησιμότητας τον Αύγουστο του 1941 ήταν διπλάσιοι από τον αντίστοιχο μήνα του 1940, τον Οκτώβριο τετραπλάσιοι και τον Δεκέμβριο οκταπλάσιοι (Φ. Σκούρας, «Ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους»).
Συνολικά υπολογίζεται ότι πάνω από 40.000 άνθρωποι πέθαναν από πείνα στην Αθήνα και στον Πειραιά το χειμώνα 1941-42. Το ποσοστό θανάτων είχε ξεπεράσει κατά πολύ το ποσοστό των γεννήσεων. Υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις για τους θανάτους από πείνα μέχρι το τέλος του πολέμου σε ολόκληρη την Ελλάδα: 500.000 άνθρωποι (BBC), 250.000 άνθρωποι για την περίοδο 1941-43 (Ερυθρός Σταυρός).
Η ζωή όμως δεν ήταν ίδια για όλους. Για τους Γερμανούς, τους Έλληνες συνεργάτες τους και για όσους γενικά είχαν τη δυνατότητα η ζωή είχε άλλη όψη. Μία Γερμανίδα, σύζυγος Έλληνα δημόσιου υπάλληλου, γράφει στο γιο της: «Η Ελλάδα έχει γίνει ένα κομμάτι της πατρίδας μου, είναι απίστευτο πόσο έχουν αλλάξει όλα. Στο μεγάλο σπίτι στην Κηφισιά όπου ζούσε ο κ. Φορμπς, στο δρόμο προς το Τατόι, ζει ένας ταγματάρχης με τους αξιωματικούς του. Πιάσαμε φιλία και τους έχω σχεδόν κάθε μέρα το σπίτι μου. Έχω τρία αυτοκίνητα στη διάθεσή μου. Ζω σαν μικρή βασίλισσα. Με σέβονται και με αγαπούν πολύ και εγώ δροσίζομαι (σ.σ.: εννοεί ανακουφίζεται, ξεκουράζεται) από τον ελληνικό λαουτζίκο γιατί ζω τουλάχιστον στο περιβάλλον μου, ανάμεσα σε δυνατούς άντρες, που έχουν πολύ καλή μόρφωση, φορούν καθαρά ρούχα και έχουν τους καλύτερους τρόπους» («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»).
Ο λιμός όμως, εκτός από τις απώλειες που προκάλεσε στον ελληνικό πληθυσμό, τραυμάτισε σοβαρά το ηθικό του και πρόσβαλε βαθιά τα ήθη και τις παραδόσεις του. Η πολιτεία, που αδυνατούσε να φροντίσει τους ζωντανούς, αδυνατούσε να φροντίσει και τους νεκρούς. Τα πατροπαράδοτα έθιμα και τελετουργίες που αφορούσαν την ταφή των νεκρών ήταν αδύνατο να τηρηθούν πλέον. «Ο μεγαλύτερος μπελάς που μπορείς να βάλεις τώρα στο κεφάλι των δικών σου είναι να πεθάνεις» έγραφε με πίκρα ένας Αθηναίος («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»). Η ιδιωτική ταφή ήταν μία ακριβή υπόθεση μόνο για τους πλούσιους αφού η μεταφορά του νεκρού ήταν αδύνατη λόγω έλλειψης καυσίμων.
Πολλές φορές τα πτώματα των ανθρώπων που πέθαιναν στους δρόμους της Αθήνας από ασιτία παρέμεναν αρκετές ώρες εκτεθειμένα στα πεζοδρόμια μέχρις ότου περάσει το κάρο του δήμου για να τα περισυλλέξει. Πολλοί άνθρωποι έθαβαν τους δικούς τους σε τυχαίες τοποθεσίες γύρω από την Αθήνα και όχι σε νεκροταφεία, χωρίς το τελετουργικό που απαιτεί η ορθόδοξη παράδοση. Το γεγονός αυτό προξενούσε βαθιά θλίψη, απόγνωση και αίσθημα ανεπάρκειας στους συγγενείς των νεκρών, οι οποίοι δεν μπορούσαν να φροντίσουν τους νεκρούς τους.
Η αγριότητα και η σκληρότητα κατέλαβαν τη θέση της παραδοσιακής ελληνικής φιλοξενίας εμπιστοσύνης και εγκαρδιότητας. Η πορνεία, όπως και οι κλοπές και γενικά η εγκληματικότητα είχαν αυξηθεί κατακόρυφα και οι καβγάδες στην ουρά των λαϊκών συσσιτίων ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο.
Ο Κλεμ φον Χόενμπεργκ, στρατιωτικός ακόλουθος της γερμανικής πρεσβείας και φιλέλληνας, αναφέρει ότι τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του αθηναϊκού λαού υπό το καθεστώς της πείνας είναι «η παράλυση της πρωτοβουλίας, η απέχθεια για εργασία, ατονία και παραίτηση ή νευρική ευερεθιστότητα».
Η μαύρη αγορά
Μπορούμε να πούμε ότι η μαύρη αγορά ήταν στο επίκεντρο των κοινωνικών μεταβολών που επέφερε η γερμανική κατοχή στην Ελλάδα και, επομένως, είναι και ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της. Η δύναμη και η έκτασή της ήταν αντιστρόφως ανάλογη από τη δύναμη και την πρόνοια του κράτους και διέφερε από περιοχή σε περιοχή. Έτσι, όταν και όπου υπήρχαν οργανωμένα λαϊκά συσσίτια που λειτουργούσαν, η δυναμική της μαύρης αγοράς, όπως και οι τιμές της ήταν χαμηλές.
Όταν ήταν πια αδύνατον να καθοριστούν επίσημες τιμές, η μαύρη αγορά και οι άγραφοι νόμοι της κάλυπταν αυτό το κενό.
Δυστυχώς, πρέπει να πούμε ότι έτσι όπως είχαν τα πράγματα -δηλαδή λόγω της ληστρικής συμπεριφοράς των Γερμανών και Ιταλών κατακτητών, της ανικανότητάς τους να διατηρήσουν το σύστημα διανομής τροφίμων και της τυχοδιωκτικής συμπεριφοράς πολλών Ελλήνων, που έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία- η μαύρη αγορά ήταν μία αναγκαιότητα.
Πολλοί ερευνητές συμφωνούν ότι αν οι Έλληνες της κατοχής στήριζαν τις διατροφικές τους ανάγκες στο κατοχικό κράτος, τα θύματα από την πείνα και τις στερήσεις θα ήταν ασυγκρίτως περισσότερα.
Παρά τις διακηρύξεις των ναζί για τη «Νέα Τάξη», τις μιλιταριστικά οργανωμένες κοινωνίες κ.ά., η μαύρη αγορά ήταν η αδιάψευστη απόδειξη της σαθρότητας των μορφών διακυβέρνησης που εγκαθίδρυσε ο Άξονας. Η μαύρη αγορά «συνιστούσε μία ταυτόχρονη οικονομική, πολιτική και κοινωνική παθολογία, φωτίζοντας την ανικανότητα του κράτους να εξασφαλίσει τους αναγκαίους πόρους για τη συντήρηση των πολιτών του.
Καλώς ή κακώς, η μαύρη αγορά είχε τη δική της ηθική και τους δικούς της κανόνες και οι άνθρωποι έπρεπε να τους μάθουν αν ήθελαν να επιζήσουν» («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»).
Ο ταγματάρχης Α. Τσαουσόπουλος, διευθυντής μεταφορών για την Επιτροπή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Αθήνα, έγραφε: «Η μαύρη αγορά, παρ’ όλο που επέτρεψε τη ληστρική εκμετάλλευση και τον πλουτισμό προσώπων με αμφίβολη ηθική ακεραιότητα, έσωσε το δίχως άλλο από βέβαιο θάνατο λόγω πείνας το μεγαλύτερο μέρος των μεσαίων στρωμάτων στα αστικά κέντρα».
Κάθε φημολογία για επιδείνωση της κατάστασης ενέτεινε την αποθησαύριση των αγαθών από τους αγρότες, οι οποίοι τα πουλούσαν σε υψηλές τιμές σε διάφορους μεσάζοντες, τους περιβόητους μαυραγορίτες, οι οποίοι είτε με προσωπικό τους ρίσκο είτε λόγω των καλών σχέσεων που είχαν με τις ιταλικές και γερμανικές αρχές μετέφεραν τα αγαθά στα αστικά κέντρα, όπου και τα πουλούσαν σε αστρονομικές τιμές. Σε κάθε περίπτωση όμως η δωροδοκία ήταν απαραίτητη σε όλα τα στάδια της διακίνησης των τροφίμων.
Θα ήταν λάθος όμως να επικεντρώσουμε την κριτική μας μόνο σε αυτούς τους μεσάζοντες. Η μαύρη αγορά ήταν ένα πολύπλοκο φαινόμενο, στο οποίο δεν συμμετείχε μόνο μία κοινωνική ομάδα.
«…Ένας ανώτερος αξιωματικός του υπουργείου Δημόσιας Ασφάλειας, ο Ι. Πολυχρονόπουλος, είχε μετατρέψει το σπίτι του σε κέντρο χονδρεμπορίου της μαύρης αγοράς… Ο επίσκοπος Μυτιλήνης κατηγορήθηκε ότι διοχέτευσε τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού προς τους φίλους του, ενώ ο αρχηγός της τοπικής αστυνομίας Ν. Κατσαρέας ήταν αναμεμειγμένος σε συμμορίες τροφίμων και καυσίμων, βοηθούσε στην εποπτεία του επιμερισμού των αλεύρων στους φουρνάρηδες και τελικά την κατάλληλη στιγμή το έσκασε με καΐκι στη Μέση Ανατολή, τόσο φορτωμένος ώστε χρειάστηκε βοήθεια για να ανεβάσει τα υπάρχοντά του στο καΐκι. Επίσης, οι οικογένειες που είχαν καλές διασυνδέσεις με τους Γερμανούς βρίσκονταν σε καλή θέση για να πλουτίσουν από τη μία στιγμή στην άλλη», «…η αστυνομία της Αθήνας παρατηρούσε με ενδιαφέρον τη μεταβολή της ζωής του Διονύση Π., ενός φτωχού τραπεζοϋπαλλήλου που η μητέρα του ήταν γερμανικής καταγωγής. Λίγο μετά την Κατοχή άνοιξε μαζί με το Γερμανό θείο του γραφείο στο κέντρο της Αθήνας, όπου έκλεισε μία σειρά από ενδιαφέροντα συμβόλαια, όπως για την ανέλκυση των βυθισμένων ελληνικών πλοίων στο λιμάνι του Πειραιά κ.ά. Επίσης, σπάζοντας το εμπάργκο μετέφερε ελαιόλαδο από τη Μυτιλήνη στην Αθήνα. Στα τέλη του 1944 είχε τρία σπίτια σε ακριβές περιοχές της Αθήνας» («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»).
Η μαύρη αγορά δημιούργησε πολλά «νέα τζάκια» της μεταπολεμικής Ελλάδας. Φυσικά η κοινωνική ομάδα που ωφελήθηκε συνολικά πάνω απ’ όλες ήταν οι παραγωγοί τροφίμων. Οι αγρότες αναμφίβολα είχαν την εποχή του λιμού μία προνομιούχα θέση, γεγονός που προκαλούσε το φθόνο και την αντιπάθεια όχι μόνο των κατοίκων των αστικών περιοχών αλλά και κατοίκων της επαρχίας, οι οποίοι είχαν άλλα επαγγέλματα όπως ψαράδες, βοσκοί, μικρομαγαζάτορες κ.ά.
Πολλές φορές όμως οι αγρότες ήταν αναγκασμένοι να κρύβουν τις σοδειές τους απλά και μόνο για να αποφύγουν την επίταξή τους από τους κατακτητές. Αργότερα βέβαια, πληρώνοντας υψηλά ναύλα, τις μετέφεραν στα αστικά κέντρα, όπου και τις πουλούσαν πανάκριβα.
Για να δώσουμε ένα μέτρο των τιμών της εποχής στην Τήνο, 100 οκάδες σαπούνι και 140 οκάδες λάδι ανταλλάχθηκαν με 150 χρυσές λίρες Αγγλίας («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»).
Από τη μαύρη αγορά επωφελούνταν και οι Γερμανοί στρατιώτες, οι οποίοι μαζικά αντάλλασσαν τρόφιμα, φάρμακα και άλλα αγαθά με χρυσό. «…Στη Χίο οι επίτροποι της γερμανικής Οικονομικής Επιτροπής πλούτισαν χάρη στο μονοπώλιο που ασκούσαν μαζί με μερικούς ντόπιους εμπόρους στο εμπόριο του λαδιού, των κίτρων και της μαστίχας…», «…οι συναλλαγές αυτές γίνονται συχνά με στόχο τη συσσώρευση κεφαλαίου… ώστε να χρησιμεύσουν στην αγορά κάποιου ακινήτου στην πατρίδα» ανέφερε μία γερμανική έκθεση, που σημείωνε με ανησυχία ότι το 60% των στρατιωτών δεν μιλούσε για τίποτε άλλο («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»).
Επίσης, η φτώχεια και η πείνα είχαν μεταβάλει χιλιάδες υπαλλήλους, καθηγητές, δικηγόρους και κάθε είδους ανθρώπους σε μικροπωλητές. Γυρόφερναν όλη μέρα τους δρόμους και πουλούσαν λιανικά τα προϊόντα της μαύρης αγοράς: δύο τρία τσιγάρα, μερικά χαρούπια, ελιές ή μία χούφτα σταφίδα.
Εκτός όμως από τα «νέα τζάκια» και τους φτωχούς λιανοπωλητές, άνθρωποι ήδη πλούσιοι και φτασμένοι κατάφεραν να αυξήσουν τον πλούτο τους με τη μαύρη αγορά σε βάρος των συμπολιτών τους. Εφοπλιστές, πολιτικοί, βιομήχανοι, προύχοντες και τοπικοί άρχοντες έπαιξαν ενεργό ρόλο.
Η διαβόητη «ομάδα των Γιώργηδων» περιελάμβανε πέντε από τους διασημότερους κερδοσκόπους, μεταξύ των οποίων τρεις προπολεμικούς υπουργούς.
Για δύο κατοχικούς υπουργούς, τον Χατζημηχάλη και τον Καραμάνο, λεγόταν ότι είχαν απομακρυνθεί κατόπιν πιέσεων των Γερμανών, όταν 2.500 χιλιάδες τόνοι ελαιόλαδο, το οποίο είχαν στείλει οι Γερμανοί για δημόσια κατανάλωση, εμφανίστηκαν μυστηριωδώς στη μαύρη αγορά.
Μετά την παραίτησή του ο Χατζημιχάλης συνέχισε τις κερδοφόρες δραστηριότητές του. Ο πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης συνελήφθη για παράνομες εμπορικές δραστηριότητες, όπως και ο διευθυντής της Υπηρεσίας Επισιτισμού (τα κέρδη του υπολογίζονταν σε 300 στερλίνες ημερησίως) και πολλοί άλλοι που δεν συνελήφθησαν ποτέ. Ο ίδιος ο Ιταλός γενικός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη παρατηρούσε ότι «αυτή η ατιμωρησία των μεγαλοκερδοσκόπων γίνεται δεκτή με ένα αίσθημα κατάθλιψης από τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού που λιμοκτονεί» («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»).
Τον Ιούνιο του 1941 η επίσημη τιμή του ψωμιού από 70 δραχμές είχε ανέβει στις 2.350, το σαπούνι από τις 65 στις 3.100 και τα ξερά φασόλια από 90 σε 2.900. Το 1944 το χρήμα ήταν πια ουσιαστικά άχρηστο. Στην επαρχία μία οκά καλαμπόκι κόστιζε 25.000.000 δραχμές, το λάδι 12.000.000 και το ψωμί 2.000.000. Η οικονομία ήταν ήδη ανταλλακτική. Οι αγρότες αρνούνταν να δεχτούν χρήματα και πληρωμές γίνονταν σε είδος ή σε χρυσό.
Η μαύρη αγορά επηρεαζόταν άμεσα από τις ειδήσεις από το μέτωπο και την αύξηση της προσφοράς. Έτσι, μετά τις ήττες των Γερμανών στη βόρεια Αφρική το 1943 και τις φήμες περί επικείμενης απελευθέρωσης οι τιμές έπεσαν κατακόρυφα και οι δρόμοι της Αθήνας γέμισαν από αγαθά: το κρέας από 25 χιλιάδες δραχμές έπεσε στις 6, οι πατάτες από τις 8 στις 3 και τα φασόλια από 15 στις 4 χιλιάδες δραχμές. Το ίδιο έγινε όταν το 1942 κατέπλευσε στον Πειραιά το πλοίο «Ραντμάνσο» με φορτίο σταριού. Οι τιμές των σιτηρών έπεσαν κατακόρυφα.
Η κατάσταση αυτή ήταν μία από τις βασικές αιτίες της ολοένα και αυξανόμενης δυσαρέσκειας, που έμελλε να διογκωθεί και να γίνει εφιάλτης για τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, οι οποίοι ποτέ δεν κατάφεραν να «νομιμοποιήσουν» την παρουσία τους στη συνείδηση του ελληνικού λαού.
Η αντίσταση αρχίζει
Οι εκδηλώσεις αντιπάθειας προς τους Γερμανούς ήταν συχνές από τις πρώτες κιόλας ημέρες της κατοχής, ενώ, αντίθετα, αυξάνονταν συνεχώς οι εκδηλώσεις συμπάθειας προς αιχμάλωτους προερχόμενους από τις συμμαχικές δυνάμεις. Οι Γερμανοί αντέδρασαν γρήγορα και εξέδωσαν αυστηρές εντολές για τιμωρία όποιων είχαν την παραμικρή επαφή με αιχμάλωτους πολέμου ή παρακολουθούσαν συμμαχικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Πολλοί Βρετανοί αιχμάλωτοι που είχαν αποδράσει είχαν αμέσως τη στήριξη του ελληνικού λαού. Εκατοντάδες αιχμάλωτοι κρύβονταν από Έλληνες πολίτες σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας και ακόμη περισσότεροι στην επαρχία, ιδίως στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη, ελπίζοντας να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή.
Παρά την επίμονη προπαγάνδα των Γερμανών, οι οποίοι πίστευαν ότι θα μετέδιδαν το εθνικοσοσιαλιστικό «όραμα» και στους λαούς που κατακτούσαν και υπόσχονταν νέες μορφές διακυβέρνησης υπό την «ενωμένη Ευρώπη της Νέας Τάξης», ο ελληνικός λαός -εκτός από κάποιες εξαιρέσεις- δεν πείστηκε ποτέ για όλα αυτά και εξακολουθούσε να «μεροληπτεί εξοργιστικά υπέρ των Βρετανών» («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»).
Το Μάιο 1941 ο Μανόλης Γλέζος με τον Λάκη Σάντα, κατά τη διάρκεια μίας παράτολμης νυχτερινής επιχείρησης, υποστέλλουν κάτω από τη μύτη των Γερμανών τη γερμανική πολεμική σημαία από την Ακρόπολη και τη σκίζουν. Η πράξη αυτή ήταν η πρώτη ενεργή αντιστασιακή κίνηση και προβλήθηκε έντονα σε όλο τον κόσμο. Οι Γερμανοί μανιασμένοι, με το γόητρό τους καταρρακωμένο, διέταξαν αυστηρές ανακρίσεις ώστε να αποκαλυφθούν οι ένοχοι.
Η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών σχημάτισε δικογραφία περί «κλοπής γερμανικής σημαίας από αγνώστους», αλλά οι ελληνικές αστυνομικές και δικαστικές αρχές αποδείχθηκαν απρόθυμες να φέρουν σε πέρας τις έρευνες. Μάλιστα, ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Η. Μικρουλέας, αν και επικεφαλής των ερευνών, με ιδιόχειρο σημείωμά του ενεθάρρυνε τους δικαστικούς λειτουργούς να αποδεχθούν ότι υπάρχουν «ανώτερα καθήκοντα από αυτά του ανακριτικού έργου, και τα οποία έρχονται σε σύγκρουση με αυτό» («Ιστορία της Κατοχής», Δ. Γατόπουλου, εκδ. Μέλισσα).
Οι δύο νεαροί Έλληνες, αν και γνωστοί στην αστυνομία, δεν συλλαμβάνονται.
Διάφορα γεγονότα έδειχναν ξεκάθαρα ότι οι αρχές κατοχής αδυνατούσαν να έχουν την κοινή γνώμη με το μέρος τους, όπως όταν εκδόθηκαν τα νέα δελτία ταυτότητας. Στην Κρήτη αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα οι χωροφύλακες έδιναν εκατοντάδες λευκά δελτία σε Βρετανούς στρατιώτες, πολλές φορές με την υπογραφή και τη σφραγίδα τους.
Η εχθρότητα μεγάλωσε όταν οι Γερμανοί επέτρεψαν την είσοδο στην Ελλάδα των μισητών τότε Ιταλών. Δημόσια εκφράζονταν υπέρ του Άξονα ελάχιστοι Έλληνες, κυρίως φιλογερμανοί, ιδεολόγοι εθνικοσοσιαλιστές, τους οποίους ουδέποτε πήραν στα σοβαρά οι Γερμανοί. Η προπαγάνδα των Γερμανών περί «απελευθέρωσης των λαών της Ευρώπης από τον μπολσεβίκικο κίνδυνο» πέφτει στο κενό και ο ευσεβής πόθος τους περί αποδοχής του οράματος της «ενωμένης Ευρώπης», της «Νέας Τάξης», και των άλλων ναζιστικών θεωρημάτων αποδεικνυόταν ουτοπία.
Παρά τη συνεχώς αυξανόμενη αντιπάθεια εναντίον των Γερμανών, τους πρώτους μήνες οι πράξεις αντίστασης ήταν σποραδικές. Αφορούσαν κυρίως συλλογή πληροφοριών και δολιοφθορές και ήταν έργο μεμονωμένων ατόμων ή πολύ μικρών ομάδων. Στις 30 Μαΐου ανατινάχτηκαν δύο καράβια στο λιμάνι του Πειραιά και την επόμενη μέρα μία αποθήκη πυρομαχικών στη Θεσσαλονίκη.
Τον Ιούλιο κάποιες μικρές ένοπλες ομάδες εμφανίστηκαν στα βουνά της Β. Ελλάδας, ενώ Σεπτέμβριο και Οκτώβριο γίνονται αρκετές δολιοφθορές στο σιδηροδρομικό δίκτυο. Οι Γερμανοί, αντιδρώντας, προέβησαν στα πρώτα αντίποινα: δύο χωριά, το Άνω και το Κάτω Κεδρύλλιο, καίγονται και 200 κάτοικοι του χωριού εκτελούνται. Συνολικά μέχρι τον Οκτώβριο 1941 έχουν εκτελεστεί 488 άμαχοι όμηροι.
Ο ελληνικός λαός συγκλονίστηκε από αυτά τα γεγονότα. Ο Γενικός Κυβερνήτης Βορείου Ελλάδας Α. Ραγκαβής, αν και γερμανόφιλος, υπέβαλε αηδιασμένος την παραίτησή του. Το χειμώνα οι αντιστασιακές ενέργειες αραίωσαν.
Στη γειτονική όμως Γιουγκοσλαβία η αιμοσταγής αντισερβική πολιτική, της κροατικής εξουσίας που επέβαλαν οι Γερμανοί, οδήγησε από τους πρώτους κιόλας μήνες της κατοχής χιλιάδες Σέρβους στα βουνά και η αντίσταση θέριεψε. Στην Ελλάδα, που δεν υπήρχε αυτή η ιδιαιτερότητα, τον πρώτο χρόνο της κατοχής η αντίσταση δεν ήταν ακόμη οργανωμένη. Το χειμώνα περιορίζεται σε σποραδικές ενέργειες και αναγραφή συνθημάτων στους τοίχους.
Η Ελλάδα έμοιαζε νεκρή. Όπως έγραφε ένας Ιταλός, «…μοιάζουν με ανθρώπους που επιστρέφουν από το νεκροταφείο μετά από κηδεία και που γυρίζουν σπίτι τους όπου τους περιμένουν καινούρια βάσανα», ενώ ο Θεοτοκάς λέει: «Νέκρα, ερημιά, βαριά παρουσία της ξένης κατοχής» και παρατηρεί ότι ακόμη και τα ρολόγια έχουν σταματήσει. Στους δρόμους και στις πλατείες κανείς δεν νοιαζόταν να τα κουρδίσει… («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»).
Από το Μάιο όμως είχε ήδη αρχίσει να οργανώνεται το ΕΑΜ. Στις 22 Ιουνίου, στην 6η ολομέλεια του ΚΚΕ αποφασίστηκε να υιοθετηθεί η τακτική του εθνικού μετώπου ενάντια στον Άξονα. Το Σεπτέμβριο, παρά τη δυσπιστία των υπόλοιπων πολιτικών φορέων, ιδρύεται το ΕΑΜ και στις 10 Οκτωβρίου 1942 εξαγγέλλεται επίσημα η ίδρυσή του.
Λίγο αργότερα ιδρύεται και μία οργάνωση ανταγωνιστική προς το ΕΑΜ, ο ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος) υπό την ηγεσία του στρατηγού Πλαστήρα, αλλά στην πραγματικότητα υπό τον έλεγχο του αξιωματικού Ναπολέοντα Ζέρβα. Την άνοιξη του 1942 ο κόσμος άκουσε για πρώτη φορά να αναφέρεται το στρατιωτικό σκέλος του ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ.
Στις 27 Φεβρουαρίου πέθανε ο εθνικός ποιητής Κωστής Παλαμάς. Η κηδεία του γίνεται αφορμή για τη μεγαλύτερη μέχρι τότε συγκέντρωση. Ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός και άλλοι διανοούμενοι εκφωνώντας πύρινους λόγους και απαγγέλλοντας πατριωτικά ποιήματα συνάρπασαν τους συγκεντρωμένους. Το πλήθος τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο έδωσε ένα σαφές μήνυμα στους Γερμανούς: η αντίσταση έχει πια φουντώσει.
Μία εβδομάδα μετά την κηδεία του Παλαμά, οι κατοχικές αρχές επιχείρησαν να εφαρμόσουν το μέτρο της πολιτικής επιστράτευσης των Ελλήνων. Η απόφαση αυτή πυροδότησε πρωτοφανή επεισόδια και οδομαχίες στο κέντρο της Αθήνας, τα οποία κατέληξαν σε γενική απεργία. Στις 25 Ιουνίου το ΕΑΜ οργανώνει και άλλη γενική απεργία και συλλαλητήριο, στο οποίο συμμετείχαν πάνω από 100.000 άνθρωποι αψηφώντας τα όπλα των Γερμανών.
Στην επαρχία το ΕΑΜ έχει από καιρό αρχίσει να γιγαντώνεται. Ο Άρης Βελουχιώτης, αν και μέλος του ΚΚΕ, είχε το όραμα ενός πανεθνικού μετώπου στο πρότυπο της Επανάστασης του 1821, με τη συμμετοχή όλων των κοινωνικών στρωμάτων και πολιτικών τάσεων. Περιοδεύοντας ασταμάτητα τα ορεινά χωριά της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας, κρατώντας την ελληνική σημαία και τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο αφόπλιζε τους έντρομους χωροφύλακες και οργάνωνε συνεχώς αντιστασιακές ομάδες.
Σύντομα έγινε θρύλος για τους Έλληνες και τρόμος για τους Ιταλούς και τους δωσίλογους. Κατάφερε, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του ΚΚΕ, το οποίο ήθελε να ελέγχει το ΕΑΜ, να συσπειρώσει ανθρώπους κάθε είδους και κάθε κοινωνικής τάξης: παραδοσιακούς ληστές των ορέων και αξιωματικούς του στρατού, παπάδες και χωροφύλακες, αγρότες και διανοούμενους, κομμουνιστές και δεξιούς…
Το καλοκαίρι του 1943 το ΕΑΜ ήδη κυριαρχούσε στις ορεινές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Οι Γερμανοί απάντησαν με αντίποινα: μαζικές συλλήψεις, ομαδικές εκτελέσεις και καταστροφή ολόκληρων χωριών. Τα μέτρα όμως αυτά δημιούργησαν κλίμα ανασφάλειας και πολύς κόσμος, τρομοκρατημένος, έφυγε για τα βουνά και κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ.
Οι σποραδικές συγκρούσεις σιγά σιγά έγιναν πραγματικές μάχες με τη συμμετοχή μεγάλων δυνάμεων ανταρτών. Στις 16 Απριλίου 1943 μία ιταλική πηγή σημείωνε ότι «ο έλεγχος σε όλη τη βορειοανατολική, κεντρική και νοτιοδυτική Ελλάδα παραμένει πολύ επισφαλής, για να μην πούμε ανύπαρκτος» («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»).
Ολόκληρες περιοχές ήταν υπό τον έλεγχο των ανταρτών. Ένας Βρετανός πράκτορας του SOE (Special Operations Executive), που δρούσε στην περιοχή της Καρδίτσας, έγραφε: «Καθώς οδηγούσα στους δρόμους της Καρδίτσας, μου ήταν δύσκολο να πιστέψω πως ήμουν σε μια πόλη χώρας που την κατείχε ο εχθρός. Τα μαγαζιά ήταν ανοικτά, οι δρόμοι και τα καφενεία γεμάτα… σχεδόν τσιμπιόμουν για να σιγουρευτώ πως η σκηνή ήταν πραγματική και πως δεν ονειρευόμουν διακοπές στο εξωτερικό εν καιρώ ειρήνης» («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»). Σύμφωνα με υπολογισμούς, το Μάιο 1943 ο αριθμός των ανταρτών ήταν περίπου 17.000, ενώ τον Ιούλιο έφταναν τους 30.000 με συνεχή ανοδική τάση.
Εκτός όμως από το ΕΑΜ, υπήρχε και μία άλλη αντιστασιακή οργάνωση, ο ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος) με ηγέτη τον αξιωματικό Ναπολέοντα Ζέρβα. Ο Ζέρβας ήταν φανατικός αντικομμουνιστής αλλά και εξίσου φανατικός αντιβασιλικός. Υπήρξε διοικητής της προσωπικής φρουράς του Πάγκαλου και είχε παίξει ενεργό ρόλο σε διάφορα κινήματα κατά το μεσοπόλεμο.
Την άνοιξη του 1942 παίρνει οικονομική ενίσχυση ύψους 42.000 χρυσών λιρών από τους Βρετανούς, οι οποίοι τον υποστήριζαν για να εξισορροπείται η μεγάλη λαϊκή απήχηση που είχε ο κομμουνιστής Άρης Βελουχιώτης. Η πιθανή αύξηση της επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης στην Ελλάδα ήταν κάτι που τρόμαζε τους Βρετανούς. Ο ΕΔΕΣ, σε αντίθεση με τον ΕΛΑΣ, στήριζε την επιμελητεία του σχεδόν αποκλειστικά στη βρετανική οικονομική βοήθεια.
Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ, αν και ήταν οργανώσεις με διαφορετικό ιδεολογικό υπόβαθρο, συνεργάστηκαν κάποιες φορές, όπως στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, ενώ άλλες φορές συγκρούστηκαν. Οι ίντριγκες, τα πολιτικά πάθη της εποχής, όπως και η βρετανική πολιτική του διαίρει και βασίλευε εμπόδισαν την ενότητα της ελληνικής αντίστασης και την ακόμη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα εναντίον των Γερμανών.
Ξεφεύγει όμως από τα πλαίσια του παρόντος άρθρου και από τις προθέσεις του γράφοντος να επιχειρηθεί μία λεπτομερής ανάλυση ή πολιτική αξιολόγηση των γεγονότων που δίχασαν την ελληνική κοινωνία και σημάδεψαν ανεπανόρθωτα τη σύγχρονη ελληνική ιστορία…
Ο γερμανικός στρατός στην Ελλάδα
Μετά την κατάρρευση του Μουσολίνι και την πλήρη επικράτηση των Γερμανών στην Ελλάδα το κεντρικό ζήτημα της γερμανικής πολιτικής στη χώρα μας ήταν ο αντιανταρτικός πόλεμος, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό βασίστηκε στις αξίες και στην ιδεολογία της «Νέας Τάξης» του Χίτλερ. Ο αντιστράτηγος Αλεξάντερ Λερ, ρωσικής καταγωγής και γνώστης της βαλκανικής ιστορίας, ήταν ο υπεύθυνος του εγχειρήματος.
Ο Λερ επάνδρωσε τις μονάδες του με στρατιώτες από το σκληρό ανατολικό μέτωπο και από το μέτωπο του αντιανταρτικού πολέμου της Γιουγκοσλαβίας. Έτσι, όταν το 1944 η Ελλάδα απελευθερώθηκε, είχαν ισοπεδωθεί πάνω από 1.000 χωριά, 1.000.000 Έλληνες είχαν χάσει τα σπίτια τους ή τα είδαν να λεηλατούνται και πάνω από 20.000 άμαχοι εκτελέστηκαν, τραυματίστηκαν ή βασανίστηκαν από τις δυνάμεις του Άξονα («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»).
Ο αντιανταρτικός πόλεμος άρχισε να διέπεται από φυλετικά στερεότυπα, όπως φάνηκε από τις οδηγίες που πήραν οι άνδρες της 117ης Μεραρχίας Γκέγκνερ για τον «ολοκληρωτικό πόλεμο» εναντίον των Ελλήνων: «Όλοι οι πολίτες είναι εν δυνάμει εχθροί… Απαγορεύεται οποιαδήποτε επαφή με τους Έλληνες… κάθε Έλληνας, ακόμη κι όταν τα πηγαίνει καλά μ’ ένα Γερμανό, κάτι θέλει απ’ αυτόν. Για κάθε εξυπηρέτηση θέλει και ένα αντάλλαγμα… καλύτερα να πυροβολήσεις έναν παραπάνω παρά έναν λιγότερο…» («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»).
Ο παραδοσιακός φιλελληνισμός των Γερμανών διανοούμενων -και δυστυχώς αρκετοί αξιωματικοί ήταν διανοούμενοι- άρχισε σταδιακά να δίνει τη θέση του στα ναζιστικά φυλετικά θεωρήματα. Επίσης, πολλοί Αυστριακοί αξιωματικοί που υπηρετούσαν στην Ελλάδα είχαν υπηρετήσει και στο στρατό των Αψβούργων στον Α’ Π.Π. και διέπονταν ακόμη από τις αυτοκρατορικές προκαταλήψεις εναντίον των βαλκανικών λαών.
Κάτω από το βάρος των αντάρτικων επιθέσεων οι «απόγονοι του Περικλή, και του κλασικού πολιτισμού» αντιμετωπίστηκαν ως «ύπουλοι, πανούργοι και ωμοί βαλκάνιοι υπάνθρωποι»: «… Στην Ελλάδα ευδοκιμούσαν ληστές, οι οποίοι δεν είχαν αντίληψη περί στρατιωτικής τιμής και προέρχονταν από έναν πρωτόγονο πληθυσμό, που υπό την επίδραση φανατικών ηγετών επιδίδονταν σε έναν ανελέητο και απάνθρωπο πόλεμο…» («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»). Τα στερεότυπα αυτά αντλούνταν απευθείας από το ναζιστικό θεωρητικό απόθεμα που χρησιμοποιήθηκε εναντίον των Εβραίων, για «φυλετικά κατώτερους» ανθρώπους και «αντικοινωνικές ομάδες»…
Πρέπει να πούμε ότι οι τακτικοί στρατοί την εποχή εκείνη δεν είχαν πείρα από ανταρτοπόλεμους. Οι περισσότερες αντιανταρτικές τεχνικές και τακτικές αναπτύχθηκαν αργότερα -στη Μαλαισία, στη Αλγερία, στο Βιετνάμ κτλ. Τα αντάρτικα του Β’ Π.Π. έφερναν σε μεγάλη αμηχανία και απόγνωση τους Γερμανούς, οι οποίοι έπρεπε να πειραματίζονται συνεχώς.
Η συλλογή πληροφοριών ήταν εξαιρετικά προβληματική, το έδαφος άγνωστο και ο ντόπιος πληθυσμός εχθρικός. Η σύλληψη ομήρων, τα αντίποινα και το δόγμα της συλλογικής ευθύνης δεν έφερναν αποτελέσματα και τελικά στρέφονταν εναντίον των δυνάμεων κατοχής, αφού οδηγούσαν όλο και περισσότερο κόσμο στο αντάρτικο.
Στην αρχή οι Γερμανοί έστελναν αποσπάσματα δύναμης λόχου στην ύπαιθρο, αλλά οι αντάρτες αποτραβιόνταν στα βουνά παρενοχλώντας συνεχώς τους Γερμανούς, οι οποίοι δεν γνώριζαν το έδαφος και είχαν έλλειψη διερμηνέων και χαρτών. Οι μαζικές εκτοπίσεις του ντόπιου αρσενικού πληθυσμού αποδείχθηκαν επίσης ανέφικτες για τεχνικούς λόγους.
Η τακτική της κατασκευής «ισχυρών σημείων», δηλαδή σειράς ισχυρών φυλακίων από μπετόν απέτυχε ως επικίνδυνη γιατί τα φυλάκια, αντί να εγγυηθούν την κυριαρχία των Γερμανών, σύντομα μετατρέπονταν σε φυλακές-παγίδες και στόχος συχνών νυχτερινών επιθέσεων. Η «εκκαθάριση» των οδικών αρτηριών, με αποστολή αποσπασμάτων σε βάθος και από τις δύο πλευρές ενός δρόμου, δεν απέφερε τίποτε περισσότερο εκτός από μερικά καμένα χωριά.
Τον Οκτώβριο 1943 έγιναν τρεις μεγάλες γερμανικές επιθέσεις με τις ονομασίες «Πάνθηρας», «Πούμα» και «Λεοπάρδαλη» βαθιά μέσα στην Πίνδο, οι οποίες αρχικά έφεραν κάποια αποτελέσματα, αλλά οι αντάρτες αποτραβήχτηκαν και οι Γερμανοί, που αδυνατούσαν να συντηρούν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στα βουνά, τελικά αποχώρησαν.
Η στρατηγική που είχε προταθεί από τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες ήταν να αναπτυχθούν δυνάμεις στις πεδιάδες για να ελέγχουν τις σοδειές ώστε οι αντάρτες να λιμοκτονήσουν. Όμως απορρίφθηκε από τους στρατιωτικούς ως μη επιθετική και ανάρμοστη με τα δόγματα του γερμανικού στρατού. Το 1944 οι Γερμανοί, όταν άρχισαν να παραδέχονται ότι δεν επαρκούσαν για να εξαφανίσουν το αντάρτικο, στράφηκαν στη δημιουργία μονάδων επανδρωμένων από Έλληνες, τα διαβόητα Τάγματα Ασφαλείας…
Τα αντίποινα
Το στίγμα της αντιανταρτικής πολιτικής των Γερμανών στα Βαλκάνια το έδωσε τον Απρίλιο του 1941 ο στρατάρχης Βάις στη Γιουγκοσλαβία: «…Οι άρρενες κάτοικοι των περιοχών με ανταρτική δραστηριότητα πρέπει να πυροβολούνται αδιακρίτως, ακόμη και αν δεν υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία εναντίον τους. Όλοι θεωρούνται ένοχοι εκτός αν αποδείξουν την αθωότητά τους»…
Έτσι, όταν κατελήφθη η Κρήτη, ο στρατηγός Κουρτ Στουντέντ, διοικητής του ΧΙ Σώματος Αεροπορίας, διέταξε να αρχίσουν «Επιχειρήσεις Αντεκδίκησης» με εντολές που δεν μπορούν να παρερμηνευτούν: «1) Εκτελέσεις, 2) Αναγκαστικές Επιτάξεις, 3) Κάψιμο των χωριών, 4) Εξόντωση (Αusrottung) του αρσενικού πληθυσμού όλης της περιοχής…», «…όλες οι επιχειρήσεις πρέπει να διεξαχθούν με μεγάλη ταχύτητα, αφήνοντας κατά μέρος όλες τις τυπικότητες και οπωσδήποτε χωρίς τη συγκρότηση έκτακτων δικαστηρίων…» («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»).
Το αποτέλεσμα ήταν να εκτελεστούν 2.000 άμαχοι στην Κρήτη μόνο εκείνη την περίοδο. Ο φωτογράφος Φ.Π. Βάιξλερ κατέγραψε σε φιλμ πολλές από τις λεπτομέρειες των αποτελεσμάτων των εντολών του στρατηγού Στουντέντ, όπως την εν ψυχρώ εκτέλεση όλων των κατοίκων του χωριού Κοντομάρι… Επίσης τότε ισοπεδώθηκαν προειδοποιητικά τα χωριά Κόντανος και Αλικιανός.
Ένα συνταρακτικό χαρακτηριστικό των πράξεων αυτών είναι ότι οι εντολές δεν δίνονταν πάντα από τα Ες-Ες ή φανατικούς χιτλερικούς ή ανθέλληνες. Για παράδειγμα, ο στρατάρχης Λιστ, που στις αρχές ακόμη της Κατοχής διέταξε την 164η Μεραρχία Πεζικού να καταστρέψει τα χωριά Άνω και Κάτω Κερδύλλιο, όχι μόνο δεν ήταν Ες-Ες ή δηλωμένος ναζί, αλλά ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος, θρησκευόμενος και είχε οικογενειακούς δεσμούς με την Ελλάδα…
Τα αντίποινα είχαν ακριβείς «ταρίφες»: 50-100 όμηροι έπρεπε να εκτελούνται για επιθέσεις με θάνατο Γερμανού στρατιώτη, 10 για τραυματισμό κ.ο.κ. Βέβαια πρέπει να πούμε ότι υπήρχαν σοβαρές διαφωνίες για το ζήτημα των αντιποίνων και μεταξύ Γερμανών διοικητών αλλά και μεταξύ των Γερμανών και Ιταλών γενικότερα, γιατί οι Ιταλοί δεν συμπαθούσαν τα μέτρα αυτά.
Έτσι, και τα αντίποινα εφαρμόζονταν με διαφορετικό τρόπο σε κάθε περιοχή: για το συνταγματάρχη Ζόλμιγκερ, που σκοτώθηκε στη βορειοδυτική Ελλάδα εκτελέστηκαν 14 άμαχοι από μία γειτονική πόλη, ενώ για το θάνατο του στρατηγού Κρεντς και τριών υπασπιστών του στους Μολάους προτάθηκε η εκτέλεση 200 αμάχων στην Αθήνα, καθώς και όλων των αντρών που εκινούντο στο δρόμο Μολάων-Σπάρτης («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»).
Πολλοί Γερμανοί αξιωματικοί προσπαθούσαν, χωρίς αποτέλεσμα, να πείσουν τους ανωτέρους τους ότι η τακτική των αντιποίνων ήταν αντιπαραγωγική, γιατί ενώ δεν στάθηκε ποτέ εμπόδιο για τους αντάρτες, δημιουργούσε μάρτυρες, τροφοδοτούσε τα εθνικά αισθήματα των Ελλήνων και οδηγούσε τον πληθυσμό να κατατάσσεται στο αντάρτικο.
Ιδιαίτερα η σφαγή των Καλαβρύτων, το Δεκέμβριο 1943, όπου εκτελέστηκαν πάνω από 500 άμαχοι, ως αντίποινα για το θάνατο 78 Γερμανών στρατιωτών, μεταβλήθηκε σε μείζον πολιτικό ζήτημα αντιπαράθεσης της γερμανικής ηγεσίας. Δεν επήλθε όμως καμία μεταβολή στην τακτική των Γερμανών, όπως αποδεικνύεται από τις σφαγές στην Κλεισούρα Μακεδονίας και στο Δίστομο της Φθιώτιδας, όπου οι στρατιώτες σκότωσαν ακόμη και τα γυναικόπαιδα.
Τον Ιούλιο 1944, σύμφωνα με μία έκθεση της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, 879 χωριά είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά και 460 είχαν υποστεί σοβαρές καταστροφές από τους Γερμανούς, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν φλογοβόλα, εμπρηστικές χειροβομβίδες ή και πετρέλαιο («Στην Ελλάδα του Χίτλερ»). Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η καταστροφή και η οικονομική αποδιοργάνωση μεγάλου τμήματος της ελληνικής υπαίθρου.
Σε ορισμένες περιοχές όπως η Ήπειρος, όπου υπήρχε ιδιαίτερη έλλειψη τροφής, τα περισσότερα παιδιά ήταν αναιμικά και έπασχαν από εντερίτιδα. Λόγω της έλλειψης σαπουνιού ήταν γεμάτα ψείρες και από τον υποσιτισμό είχαν πρησμένες κοιλιές, ενώ πολλά τυφλώνονταν προσωρινά.
Σύμφωνα με τη γερμανική προπαγάνδα, ο γερμανικός στρατός εισέβαλε για να απελευθερώσει τη χώρα, όπως και την υπόλοιπη Ευρώπη, από τους Μπολσεβίκους κομμουνιστές, φιλοδοξώντας να ενοποιήσει την Ευρώπη σε μία ναζιστική γερμανική αυτοκρατορία που έμελλε να φέρει τα φώτα του πολιτισμού.
Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.
Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com
Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.