Ο υποπλοίαρχος δεν ήταν άλλος από τον μετέπειτα συγγραφέα Ίαν Φλέμινγκ και πατέρας του μεγάλου κινηματογραφικού κατασκόπου Τζέιμς Μποντ. Ο Φλέμιγκ σαφώς γνώριζε τον όντως μεγαλύτερο κατάσκοπο του 20ού αιώνα, τον Κιμ Φίλμπι, και σίγουρα πρέπει να ήταν στη σκέψη του όταν έπλαθε τον χαρακτήρα του 007.

Ο Φίλμπι ήταν Βρετανός όπως και ο Μποντ. Είχε αδυναμία στο ωραίο φύλο όπως και ο Μποντ. Τα κατορθώματά του στον παράλληλο κόσμο των μυστικών υπηρεσιών πραγματικά συναγωνίζονται αυτά του ήρωα της μεγάλης οθόνης. Η μόνη ίσως διαφορά τους ήταν ότι ο Φίλμπι δεν πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην «Αυτού Μεγαλειότητα», αλλά στη «μαμά» Ρωσία…

Ο Χάρολντ Αντριαν Ράσελ Φίλμπι γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1912 στη συνοικία της Αμπάλα, στο Πουνζάμπ, στις τότε βρετανικές Ινδίες, και ήταν ο πρωτότοκος μιας οικογένειας που είχε ακόμα τρεις κόρες, την Έλενα, τη Πατρίτσια και την Νταιάνα. Ο πατέρας του, Χάρι Σεντ Τζον Μπράιτζερ Φίλμπι, εκείνη την εποχή ήταν ανώτατο στέλεχος, συγκεκριμένα βοηθός πολιτικός διοικητής του Πουνζάμπ, της Πολιτικής Διοίκησης των Ινδιών, ενώ η μητέρα του, Ντόρα Τζόνσον, ήταν κόρη Βρετανού αξιωματικού που υπηρετούσε στο τμήμα Δημόσιας Εργασίας της Πολιτικής Διοίκησης.

Η Ντόρα παντρεύτηκε τον Σεντ Τζον το 1910 σε μια λαμπρή τελετή στο Πουνζάμπ στην οποία παρευρισκόταν και ο καλός φίλος του ζεύγους, τότε υπολοχαγός Μπέρναρντ Μοντγκόμερι και μετέπειτα διακεκριμένος στρατηγός των Συμμάχων στα πεδία των μαχών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Από ειρωνεία της τύχης, από σύμπτωση ή από αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν «deja vu», o νεαρός Φίλμπι έλαβε το προσωνύμιο Κιμ από τον ομώνυμο ήρωα του γνωστού μυθιστορήματος του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ.

Ως γνωστόν, το θέμα του μυθιστορήματος ήταν οι κατασκοπευτικές περιπέτειες ενός αγοριού από την Ιρλανδία που μεγάλωσε ανάμεσα σε Ινδούς. Η υπηρεσία του πατήρ Φίλμπι ασχολούνταν κυρίως με τη συλλογή πληροφοριών από τον ινδικό λαό με σκοπό την προφύλαξη από την απειλή του Βορρά, την οποία φυσικά συνιστούσε η τότε τσαρική Ρωσία.

Σε ένα τέτοια περιβάλλον -περίπου όπως ο ήρωας του Κίπλινγκ- μεγάλωσε ο νεαρός Φίλμπι, ο οποίος όταν έφθασε στην κατάλληλη ηλικία στάλθηκε στη Βρετανία για να φοιτήσει στο σχολείο του πατέρα του, στο βασιλικό Γυμνάσιο του Ουέστμινστερ. Τον Οκτώβριο του 1929 πήγε στο Τρίνιτι Κόλετζ του Κέιμπριτζ για να μελετήσει Ιστορία και να προετοιμαστεί για τις εξετάσεις στη σχολή Πολιτικών Επιστημών.

Εκεί γνώρισε τους Γκάι Φράνσις Ντε Μονσί Μπάρτζες και Ντόναλντ Ντιούαρτ Μακλίν, και συνδέθηκε φιλικά μαζί τους. Και οι τρεις τους, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 θα γίνονταν γνωστοί λόγω της δράσης τους και της κοινής αφετηρίας τους, ως «Δίκτυο του Κέιμπριτζ» («The Cambridge Ring»).

Ο Κιμ γίνεται μέλος του Σοσιαλιστικού Σωματείου του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ (CUSS: Cambridge University Socialist Society) και το 1932 αναλαμβάνει ταμίας. Το 1933 ήταν η χρονιά που ο Κιμ αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα και να εκδηλώσει την αντίθεσή του στα ιμπεριαλιστικά «πιστεύω» του μεγαλοαστού πατέρα του.

Αποφασίζει να αφιερώσει τη ζωή του στον κομμουνισμό, εγκαταλείπει το Κέιμπριτζ και, με τη βοήθεια του κομμουνιστή καθηγητή Μόρις Ντομπ, έρχεται σε επαφή με μια νόμιμη κομμουνιστική οργάνωση στη Γαλλία. Στη συνέχεια πραγματοποιεί επαφή με μια παράνομη οργάνωση στη Βιέννη, όπου μετέβη και όπου στις 24 Φεβρουαρίου του 1934 παντρεύτηκε την Άλις «Λίτσι» Φρίντμαν, μια γνωστή κομμουνίστρια την οποία καταδίωκε η αυστριακή αστυνομία.

Η παραμονή του στη Βιέννη και η κατά τη διάρκεια αυτής γνωριμία του με τους σοσιαλιστικούς και κομμουνιστικούς αυστριακούς κύκλους μέσω της Άλις ήταν πιθανόν και η περίοδος που ο Φίλμπι «στρατολογήθηκε». Η μόνη νύξη για το γεγονός αυτό έγινε από τον ίδιο σε μια αφήγησή του προς τα παιδιά του που τον είχαν επισκεφθεί στη Μόσχα μετά την αποστασία του.

Τότε τους εκμυστηρεύθηκε ότι στρατολογήθηκε το 1933 με εντολή να εργαστεί στην Ιντέλιτζενς, ανεξάρτητα από το χρόνο που θα απαιτούσε η πρόσληψή του σε αυτή. Αν και η ακριβής ημερομηνία στρατολόγησής του δεν είναι γνωστή, το πιθανότερο είναι να έγινε το 1933, διότι από τον Μάιο του 1934 επέστρεψε στο Λονδίνο και άρχισε μεθοδικά να αποδομεί το προφίλ του ως αριστερού, προβάλλοντας πλέον ως ουδέτερος και μάλλον αδιάφορος για τα πολιτικά πράγματα.

Υπό την «σκέπη» της GPU

Η πρώτη επαφή και στρατολόγηση του Κιμ που είναι καταχωρημένη επίσημα στα αρχεία της KGB πραγματοποιήθηκε στις αρχές Ιουνίου του 1934. Ο Φίλμπι συναντήθηκε με τον «Ότο» ή «Χάλαν» (το πραγματικό του όνομα ήταν Άρνολντ Ντόιτς), έναν από τους βοηθούς του παράνομου αρχηγού της «παροικίας» της GPU στο Λονδίνο. Η GPU (Gosudarstvennoye Politicheskoye Upravleniye – ελληνιστί, Διεύθυνση Γενικών Πολιτικών Υποθέσεων) ήταν η επίσημη ονομασία της περιβόητης Cheka (Chrezvychainaya Komissiya po Borbe s Kontr-revolutisiei i Sabotazhem – ελληνιστί, Επιτροπή για τη Καταπολέμηση της Αντεπανάστασης και της Δολιοφθοράς) από το 1922 έως το 1923.

Η Cheka ιδρύθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1917, κατόπιν προσωπικής οδηγίας του Λένιν, και λίγο αργότερα μετονομάστηκε σε Κεντρική Cheka (VCheka). Στις 6 Φεβρουαρίου 1922 μετονομάστηκε σε GPU και τέθηκε υπό την εποπτεία της NKVD (Λαϊκής Επιτροπής για τις Εσωτερικές Υποθέσεις). Τον Ιούλιο του 1923 η GPU ανεξαρτητοποιήθηκε και μετονομάστηκε σε OGPU (Ob’edinyonnoye GPU: Ενιαία Κρατική Διεύθυνση Πολιτικών Υποθέσεων). Στις 10 Ιουλίου 1934 ενσωματώθηκε πάλι στην αναδιοργανωθείσα NKVD.

Η σκληρότητα και η βιαιότητα της Cheka υπήρξε παροιμιώδης και η υπηρεσία αποτέλεσε τον κύριο φορέα υλοποίησης των μέτρων κατά των αντεπαναστατών. Μέχρι το 1925 τα όργανά της είχαν εκτελέσει περισσότερα από 250.000 άτομα, είχαν εγκλείσει περίπου 1.300.000 άτομα σε 6.000 φυλακές και είχαν εκτοπίσει απροσδιόριστο αριθμό στα περιβόητα γκουλάγκ (στρατόπεδα εργασίας και πολιτικής αναμόρφωσης). Το 1930 ιδρύθηκε η Κύρια Διοικητική Διεύθυνση των Αναμορφωτικών Στρατοπέδων Εργασίας (Glavnoye Uprovlenye Lagerey: GULAG), η οποία υπήχθη στην GPU.

Την επόμενη ημέρα της συνάντησης του Κιμ με τον «Ότο», η στρατολόγηση γνωστοποιήθηκε στα κεντρικά με ένα τηλεγράφημα του αρχηγού της «παροικίας», γνωστού με την κωδική ονομασία Μαρ (το πραγματικό του επώνυμο ήταν Ριφ, παρέμεινε στο Λονδίνο από το 1934 έως το 1936 και αργότερα εκτελέστηκε στα πλαίσια εσωτερικών εκκαθαρίσεων της KGB ως κατάσκοπος των Πολωνών και των Γερμανών). Ο Μαρ έδωσε στον Φίλμπι τα πρώτα κωδικά του ονόματα, κι έτσι ο τελευταίος ως «Σόνι» ή «Σόνχεν» ανέλαβε την πρώτη του αποστολή, που ήταν η στρατολόγηση πρώην συμφοιτητών του. Τον Δεκέμβριο του 1934 ο Φίλμπι συμμετείχε ενεργά στη στρατολόγηση του συμφοιτητή του Ντόναλντ Ντιούαρτ Μακλίν.

Παράλληλα, καθ’ υπόδειξη των ανωτέρων του, αποφασίζει να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία, θεωρώντας ότι η ιδιότητα αυτή αποτελεί την ιδανική βιτρίνα, ενώ πλησιάζει και αναπτύσσει προσωπικές σχέσεις με συντηρητικούς πρώην συμφοιτητές του. Τον Φεβρουάριο του 1935, χρησιμοποιώντας τη συστατική επιστολή ενός άλλου δημοσιογράφου, του Γουίλφρεντ Χιντλ, προσλαμβάνεται αρχικά ως ανταποκριτής και κατόπιν ως βοηθός συντάκτης, με μισθό τέσσερις λίρες την εβδομάδα, στο περιοδικό «Επιθεώρηση των Επιθεωρήσεων», που ανήκε στο Φιλελεύθερο Κόμμα και έδρευε στην οδό Κινγκ Γουίλιαμ.

Τον Ιούνιο του 1935 αναλαμβάνει, χωρίς όμως αποτέλεσμα, να κατασκοπεύει τις κινήσεις του πατέρα του κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στο Λονδίνο, διότι οι Σοβιετικοί θεωρούσαν τον Σεντ Τζον μέλος των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, και ως εκ τούτου σημαντική πηγή πληροφοριών για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και την Αραβική χερσόνησο, όπου ο πατέρας Φίλμπι ανέπτυσσε έντονη δραστηριότητα.

Ο Κιμ, χρησιμοποιώντας τη γνωριμία του με έναν συντηρητικό πρώην συμφοιτητή του, γραμματέα του αναπληρωτή υπουργού Πολέμου, γνώρισε κάποιον Τάλμποτ που εξέδιδε την «Αγγλορωσική Εμπορική Επιθεώρηση», η οποία αποτελούσε το έντυπο μιας ομάδας κεφαλαιούχων που είχαν υποστεί σημαντικές οικονομικές ζημίες από την ανατροπή του τσάρου και ασκούσαν πίεση στη βρετανική κυβέρνηση προκειμένου να διεκδικήσουν, με την υποστήριξή της, τα χρήματα τους. Ο Τάλμποτ, λόγω της ανεπιτυχούς εξέλιξης της υπόθεσης και αντιμετωπίζοντας σοβαρά οικονομικά προβλήματα, αποφάσισε τη αλλαγή του τίτλου και του αντικειμένου της επιθεώρησης που πλέον θα υποβοηθούσε τη βελτίωση των αγγλογερμανικών εμπορικών σχέσεων.

Ο Φίλμπι, με τη σύμφωνη γνώμη του «Ότο», δέχτηκε την επαγγελματική πρόταση του Τάλμποτ, και ουσιαστικά από εκείνη τη στιγμή, έχοντας εξασφαλίσει την τέλεια κάλυψη, άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Σοβιετική Ένωση. Ο Φίλμπι κατάφερε και έγινε μέλος του Συνδέσμου Αγγλογερμανικής Φιλίας, μιας οργάνωσης που επιδίωκε τη σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ Βρετανίας και ναζιστικής Γερμανίας, και γνωρίστηκε με τον τότε πρεσβευτή στη Βρετανία και αργότερα υπουργό Εξωτερικών του Γ΄ Ράιχ, Ρίμπεντροπ. Όλη αυτή την περίοδο δεν σταμάτησε να τροφοδοτεί με ζωτικής σημασίας πληροφορίες και εκτιμήσεις τη σοβιετική πλευρά, που ήταν σοβαρά προβληματισμένη με την πολιτική κατάσταση στη Γερμανία και ιδιαίτερα με τον επανεξοπλισμό της χώρας αλλά και με τον «δεινό» ρήτορα Αδόλφο Χίτλερ.

Η απόφαση του γερμανικού υπουργείου Προπαγάνδας να αναλάβει εξ ολοκλήρου το κόστος έκδοσης της επιθεώρησης που μέχρι τότε το μοιράζονταν βρετανικές και γερμανικές πηγές, αλλά και η έκρηξη του εμφυλίου πολέμου στην Ισπανία σε συνδυασμό με την αυτονόητη επιθυμία των Σοβιετικών να «κεφαλαιοποιήσουν» τη μέχρι τότε επένδυση τους, έφερε τον Φίλμπι ως ανταποκριτή στην Ισπανία, με τους εθνικιστές του Φράνκο. Η πατρότητα της ιδέας ανήκε στον τότε αρχηγό της «παροικίας» Μαν, ο οποίος την πρότεινε στο Κέντρο σε ένα τηλεγράφημά του στα μέσα Δεκεμβρίου του 1936. Το πραγματικό επώνυμο του Μαν ήταν Τέοντορ Στεπάνοβιτς Μάλι, διατέλεσε αρχηγός της «παροικίας» του Λονδίνου τη διετία 1936-1937 και εκτελέστηκε το 1938 ως κατάσκοπος των Γερμανών.

Ο Φίλμπι στην Ισπανία

Σχεδόν ένα μήνα μετά το αίτημα του Μαν για την αποστολή του Φίλμπι στην Ισπανία, ήρθε η έγκριση και ξεκίνησε η προετοιμασία και ο σχεδιασμός της αποστολής. Η ενημέρωση που δόθηκε στον πράκτορα ήταν ελάχιστη καθώς κανείς από τους χειριστές του δεν είχε προσωπική εμπειρία της κατάστασης στην Ισπανία. Περισσότερα και πιο σαφή στοιχεία του δόθηκαν για τους τομείς συλλογής πληροφοριών (η σύνθεση και ο εξοπλισμός των στρατιωτικών δυνάμεων των εθνικιστών, η συνεργασία των εθνικιστών με τη Γερμανία και την Ιταλία, λεπτομέρειες για τον Φράνκο, την προστασία του και τους ανθρώπους-κλειδιά στο σύστημα διοίκησης), ενώ συμφωνήθηκε και ένας απλός μυστικός κώδικας που θα χρησιμοποιούσε για τη μετάδοση των πληροφοριών.

Σύμφωνα με τον κώδικα, οι λέξεις ενδιαφέροντος (πυροβόλο, άρμα, αεροδρόμιο κ.ά.) θα αντικαθίσταντο με αντωνυμίες διαφόρων τύπων. Η μετάδοση των πληροφοριών γινόταν με επιστολές που ο Φίλμπι έστελνε κάθε μια ή δύο εβδομάδες σε συγκεκριμένη διεύθυνση και στις οποίες η κάθε πέμπτη λέξη ήταν κωδική. Παραλήπτης των επιστολών ήταν κάποια δεσποινίδα Ντιπόν, κάπου στο Παρίσι. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο Φίλμπι επισκέφθηκε το Παρίσι και αναζήτησε τη διεύθυνση, διαπίστωσε ότι επρόκειτο για τη διεύθυνση της σοβιετικής πρεσβείας στη Γαλλία.

Σύμφωνα με τα αρχεία της KGB, τον Απρίλιο του 1937 o Φίλμπι αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών, της GRU, διότι υπήρχαν υποψίες πως ίσως ήταν κατάσκοπος των Γερμανών. Η κρίση αποσοβήθηκε από τον ίδιο τον Μαν, ο οποίος ενημέρωσε τη Μόσχα ότι ήταν ενήμερος και είχε εγκρίνει όλες τις επαφές του Φίλμπι με τη ναζιστική Γερμανία.

Ένα άλλο σημαντικό γεγονός που συνέβη περίπου την ίδια εποχή ήταν η υλοποίηση της απόφασης του Στάλιν για τη δολοφονία του Φράνκο. Η επιχείρηση ανατέθηκε στον Μαν, με εντολή να τη διεξάγει ο Φίλμπι. Δεν πραγματοποιήθηκε όμως ποτέ. Ωστόσο, ο Φίλμπι, σε μεταγενέστερες συζητήσεις του, ποτέ δεν ανέφερε ότι είχε λάβει εντολή να δολοφονήσει τον Φράνκο.

Όμως η υπόθεση ήταν γνωστή στον Βάλτερ Κριβίτσκι, στέλεχος των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών στην Ολλανδία, ο οποίος μετά την αποστασία του στη Δύση το 1937, αποκάλυψε στην Τζέιν Άρτσερ που έκανε την απενημέρωσή του, την ύπαρξη του σχεδίου. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε σε κάποιο νεαρό Άγγλο δημοσιογράφο που είχε σταλεί στην Ισπανία για να σκοτώσει τον Φράνκο. Οι ελάχιστες και ελλιπείς πληροφορίες του Κριβίτσκι δεν συνδέθηκαν εκείνη την εποχή με τον Φίλμπι.

Όμως το 1951, μετά τη φυγή των Μπάρτζες και Μακλίν, όταν διεξαγόταν έρευνα για τον Φίλμπι ως «τρίτο άνθρωπο», ο τελευταίος πληροφορήθηκε από τους Σοβιετικούς, που είχαν ενημερωθεί από τον Άντονι Μπλαντ, το περιεχόμενο της κατάθεσης του Κριβίτσκι, και προετοίμασε τη θέση του ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις ερωτήσεις του ανακριτή.

Στις 24 Μαΐου 1937, μετά από μια σειρά ιδιαίτερα επιτυχημένων ανταποκρίσεων, ο Φίλμπι ορίστηκε ως ο επίσημος ανταποκριτής των «Τάιμς» που κάλυπτε τον Φράνκο. Καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, φρόντιζε να ενισχύει συνεχώς την εικόνα του τζέντλεμαν και του εξαιρετικά αντικειμενικού παρατηρητή, ενώ βαθμιαία έδειχνε ότι ασπαζόταν όλο και περισσότερο την άποψη των εθνικιστών. Σε προσωπικό επίπεδο άρχισε να σχετίζεται με μια Καναδέζα, τη γνωστή ηθοποιό του λονδρέζικου θεάτρου Φράνσις («Μπάνι») Ντομπλ, πρώην σύζυγο του λόρδου σερ Άντονι Λίντσεϊ Χογκ, την οποία χρησιμοποιούσε για να βελτιώνει τον βαθμό διείσδυσής του στο καθεστώς του Φράνκο.

Στις 31 Δεκεμβρίου 1937, στο χωριό Κάουντε, λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη του Τερουέλ, μια οβίδα των Δημοκρατικών έπληξε το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο Φίλμπι μαζί με τρεις συναδέλφους του, τον ανταποκριτή του «Ρόιτερς» Ντικ Σίπσανκς και δύο Αμερικανούς, τους ανταποκριτές του «Ασοσιέιτεντ Πρες» Έντ Νέιλ και του «Νιούσγουικ» Μπράντις Τζόνσον, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όλοι εκτός του Φίλμπι, ο οποίος γλίτωσε με επιπόλαια τραύματα.

Το συμβάν επέδρασε καταλυτικά στη μετέπειτα πορεία του Φίλμπι στην Ισπανία καθώς τον αναβάθμισε στα μάτια των εθνικιστών που ταυτόχρονα θέλησαν να το εκμεταλλευτούν. Στις 2 Μαρτίου του 1937, ο στρατηγός Φράνκο, παρουσία του επιτελάρχη Νταβίλ και του υπουργού Εξωτερικών Ντι Φορτάνο, παρασημοφόρησε τον Φίλμπι με το παράσημο του Ερυθρού Σταυρού της Στρατιωτικής Αξίας.

Δράττοντας την ευκαιρία που του δόθηκε, ο Φίλμπι προσέγγισε τον στρατηγό και του πήρε συνολικά τέσσερις συνεντεύξεις, εξακριβώνοντας με τον τρόπο αυτό τις διαθέσεις του προς τη Γερμανία και την Ιταλία, και ειδικότερα την ισχυρή άρνησή του να προβεί σε οποιαδήποτε παραχώρηση ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που έλαβε καθώς και το αμετάκλητο της απόφασής του για ουδετερότητα της Ισπανίας.

Οι πληροφορίες διαβιβάστηκαν στη Μόσχα, όπου προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση και αναβάθμισαν τον Φίλμπι στα μάτια των ανωτέρων του. Στα τέλη του Ιουλίου του 1939, λίγο πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Φίλμπι επέστρεψε στο Λονδίνο και άρχισε τις διαδικασίες για την έκδοση διαζυγίου με τη «Λίτσι», ώστε να επιταχύνει την οριστική αποκοπή του από το αριστερό παρελθόν.

Η δράση του Φίλμπι την περίοδο του Β΄ ΠΠ

Τον Οκτώβριο του 1939 οι «Τάιμς» στέλνουν τον Φίλμπι ως πολεμικό ανταποκριτή στη Γαλλία, στο Αμπάρκ, κοντά στο Αράς, στο αρχηγείο της βρετανικής εκστρατευτικής δύναμης. Ο σύνδεσμός του ήταν ο «Αλίμ», ένας αξιωματικός της γαλλικής «παροικίας», στον οποίο παρέδιδε σημαντικές πληροφορίες σχετικές με τη διάταξη, την οργάνωση και τον εξοπλισμό των γερμανικών, βρετανικών και γαλλικών δυνάμεων, όπως και στοιχεία για τη γραμμή Μαζινό.

Οι όχι και τόσο τακτικές επαφές του Φίλμπι με τους χειριστές του δημιούργησαν αίσθημα ανησυχίας στη Μόσχα, η οποία είχε πληροφορηθεί από άλλες πηγές τον έντονο προβληματισμό του σχετικά με το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ. Ταυτόχρονα, η λόγω εσωτερικών εκκαθαρίσεων μαζική αλλαγή προσώπων σε κρίσιμες θέσεις διέκοψε τη συνέχεια των πληροφοριών και προκάλεσε επιπλέον σύγχυση και αμφιβολία για τον ρόλο του πράκτορα.

Έτσι, στις 4 Ιουνίου 1940 το Κέντρο αποφάσισε να διακόψει κάθε επαφή μαζί του. Το συγκεκριμένο έγγραφο διατηρείται, όπως και όλα τα υπόλοιπα που αφορούν τον Φίλμπι, στον άκρως απόρρητο Φάκελο Νο. 5581 των αρχείων της Επιτροπής για την Κρατική Ασφάλεια του Συμβουλίου Υπουργών της ΕΣΣΔ και υπογράφεται από τον αναπληρωτή διευθυντή του πέμπτου τμήματος του Κυρίου Διευθυντηρίου Πάβελ Σουντοπλάτοβ.

Την ίδια χρονική περίοδο, ο Φίλμπι επέστρεψε στη Βρετανία μαζί με τις εκκενωθείσες δυνάμεις του βρετανικού εκστρατευτικού Σώματος. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, γνώρισε την Έστερ Μάρσντεμ Σμίντλεϊ, η οποία συστηνόταν ως ανταποκρίτρια της «Ντέιλι Εξπρές» στο Βέλγιο και το Λουξεμβούργο.

Στην πραγματικότητα όμως η ιδιότητα αυτή χρησίμευε ως κάλυψη των πραγματικών δραστηριοτήτων της, καθώς η Σμίντλεϊ ήταν μέλος του τμήματος D (Destruction, διοργάνωση δολιοφθορών) της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας SIS (Secret Intelligence Service ή MI6: Military Intelligence 6). Η Σμίντλεϊ, αφού διερεύνησε τις προθέσεις του Φίλμπι, τον σύστησε στη Μάρτζορι Μάξεϊ, μια γνωστή δημοσιογράφο, η οποία του πρότεινε να εργαστεί για το τμήμα D λαμβάνοντας μέρος στην οργάνωση μιας σχολής δολιοφθορέων και προπαγανδιστών που θα δρούσαν κατά των Γερμανών στην κατεχόμενη Ευρώπη. Ο Φίλμπι, που είχε καταλάβει την ιδιότητα της Σμίντλεϊ από την αρχή, άδραξε κυριολεκτικά την ευκαιρία και δέχθηκε να ενταχθεί στην SIS περίπου στα μέσα Ιουνίου του 1940.

Στο μεταξύ, μέσω μιας επιστολής που έστειλε στον «Στιούαρτ» (Ντόναλντ Μακλίν), προσπάθησε να αποκαταστήσει την επαφή με τους Σοβιετικούς.

Με βάση τα στοιχεία που ήταν συγκεντρωμένα γι’ αυτόν στην MI5 (Military Intelligence 5) και την SIS –όπως το ότι ήταν ενεργό μέλος του CUSS, επί χρόνια συνδρομητής της «Μηνιαίας των Εργατών», το κομμουνιστικό παρελθόν της συζύγου του και οι εξτρεμιστικές απόψεις του πατέρα του– η ευκολία με την οποία ο Φίλμπι έγινε δεκτός στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες ήταν πράγματι περίεργη.

Αρκετά χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια των ανακρίσεών του, το θέμα τέθηκε προς διευκρίνιση πολλές φορές καθώς θεωρούνταν σοβαρή η πιθανότητα να είχε «προωθηθεί» από κάποιο άλλο συνεργαζόμενο με τους Σοβιετικούς πρόσωπο, που τον βοήθησε να υπερβεί τους έλεγχους ασφαλείας και να διεισδύσει. Ο κύριος ύποπτος ήταν ο παλιός του φίλος Γκάι Μπάρτζες. Για το συγκεκριμένο θέμα είχε ζητηθεί από τους χειριστές του πολλές φορές (ακόμα και μετά την αποστασία του) έγγραφη αναφορά των συμβάντων.

Όμως, σε όλες τις περιπτώσεις, ο Φίλμπι δήλωνε άγνοια. Ωστόσο, οι καλές σχέσεις του πατέρα του με τον τότε αρχηγό της SIS, σερ Στιούαρτ Μένζις, τον «C», όπως παραδοσιακά αποκαλείται προκειμένου να διατηρείται η ανωνυμία του, είναι πολύ πιθανό να ήταν η παρασκηνιακή δύναμη που βοήθησε στην ένταξη του Φίλμπι στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Η πρώτη αποστολή του αφορούσε στη λεπτομερή κατάρτιση των κανόνων λειτουργίας της σχολής και του προγράμματος θεωρητικής και πρακτικής διδασκαλίας, το εύρος των διδασκομένων αντικειμένων, τον καθορισμό των προσόντων και της πολιτικής τοποθέτησης των εκπαιδευτών και των εκπαιδευόμενων, τον προσδιορισμό των απαραίτητων κτιριακών εγκαταστάσεων και της λοιπής υλικοτεχνικής υποδομής, και άλλες λεπτομέρειες.

Η έναρξη της λειτουργίας της σχολής, που αποκαλούνταν Σταθμός 17 ή SO-2, συνέπεσε με την αποκατάσταση της επαφής με τη Λουμπιάνκα (έδρα της GPU) μέσω του «Βαντίμ» (πραγματικό όνομα: Ιβάν Τσιτσάγιεφ), τότε αρχηγού της «παροικίας» του Λονδίνου. Σύμφωνα με τον Φάκελο Νο. 5581, το διάστημα Δεκεμβρίου 1940 – Μαρτίου 1941, ο Φίλμπι μεταβίβασε στους χειριστές του πληροφορίες σχετικά με την οργάνωση και το προσωπικό του Σταθμού 17, το διοικητικό προσωπικό της SIS, το εύρος και τη φύση των επιχειρήσεών της, τα ονόματα των πρακτόρων της στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, τις τσεχικές και πολωνικές υπηρεσίες πληροφοριών και τη δράση τους κατά των Γερμανών, τη σειρά προτεραιότητας των χωρών για αποστολή πρακτόρων και το σύνολο των συγκεντρωμένων από τους Βρετανούς πληροφοριών σχετικά με την Abwehr (Άμπβερ – Υπηρεσία Στρατιωτικών Πληροφοριών) και την SD (Sicherheitsdienst des Reichsfhrers SS – Υπηρεσία Ασφαλείας του Αρχηγού του Ράιχ).

Ωστόσο η απουσία αναφοράς επιχειρησιακής ή εκπαιδευτικής δραστηριότητας σε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση, η οποία ήταν στη δέκατη θέση στη λίστα των χωρών, κατά σειρά προτεραιότητας αποστολής πρακτόρων, πυροδότησε εκ νέου τις υποψίες σχετικά με τον ρόλο του Φίλμπι και το όφελος περαιτέρω χρησιμοποίησής του.

Μεγάλο ενδιαφέρον είχαν οι πληροφορίες του σχετικά με την άφιξη στη Βρετανία, στις 10 Μαΐου 1941, του Ρούντολφ Ες, τις προθέσεις του και τη στάση της βρετανικής κυβέρνησης, ενώ στο τέλος του ίδιου έτους (Νοέμβριο ή Δεκέμβριο) επιβεβαίωσε σημαντικότατες πληροφορίες που αφορούσαν τα πολεμικά σχέδια της Ιαπωνίας. Σύμφωνα με δήλωση του Φίλμπι στον Ρώσο συγγραφέα και δημοσιογράφο Γκένρικ Μπόροβικ, αυτό ήταν ίσως ό,τι σημαντικότερο είχε κάνει σε όλη την καριέρα του.

Ο Φίλμπι είχε πρόσβαση στα τηλεγραφήματα προς το Βερολίνο του Γερμανού πρεσβευτή στο Τόκιο. Ότο, τα οποία οι βρετανικές υπηρεσίες υπέκλεπταν και στη συνέχεια αποκρυπτογραφούσαν. Σε ένα από αυτά, ο πρεσβευτής πληροφορούσε τους ανωτέρους του για την πρόθεση της ιαπωνικής κυβέρνησης να αναλάβει στρατιωτικές επιχειρήσεις προς νότο, εναντίον της Σιγκαπούρης και της ΝΑ Ασίας. Η μεταβίβαση της πληροφορίας στη Μόσχα επέτρεψε να επιβεβαιωθεί το γεγονός, καθώς στη Μόσχα είχε ήδη μεταβιβαστεί παρόμοια πληροφορία από τον Ρίτσαρντ Σόργκε, την οποία και είχε αποσπάσει από άλλη πηγή.

Αυτό διέλυσε τους φόβους της σοβιετικής ηγεσίας για επικείμενη ιαπωνική επίθεση και επέτρεψε τη μεταφορά πολλών δυνάμεων στα δυτικά για την αντιμετώπιση των Γερμανών. Υπενθυμίζουμε ότι ο Σόργκε ήταν ένας από τους μεγαλύτερους αξιωματικούς πληροφοριών των σοβιετικών υπηρεσιών που έδρασε στην Ιαπωνία από τον Σεπτέμβριο του 1933 μέχρι τις 16 Οκτωβρίου 1941, οπότε και συνελήφθη.

Τον Σεπτέμβριο του 1941 ο Φίλμπι, μετά από σύντομη παραμονή στις Εκτελεστικές Ειδικές Επιχειρήσεις (SOE: Special Operations Executive – ιδρύθηκαν στις 16 Ιουλίου 1940 με εντολή του ίδιου του Τσόρτσιλ) αρχικά ως εκπαιδευόμενος και στη συνέχεια ως εκπαιδευτής, τοποθετείται ως διευθυντής του ιβηρικού υποτομέα του Τμήματος V (Τα τμήματα που αποτελούσαν της SIS ήταν το Ι για τα πολιτικά δρώμενα, το ΙΙ για τα θέματα Στρατού, το ΙΙΙ για το Ναυτικό, το IV για την Αεροπορία και το V αποκλειστικά για την αντικατασκοπεία).

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Εν τω μεταξύ, ο Φίλμπι είχε ήδη παντρευτεί τη δεύτερη γυναίκα του, την Αϊλίν Φαρς, χωρίς να δηλώσει επίσημα τον γάμο, και το 1942 απέκτησαν το πρώτο από τα πέντε συνολικά παιδιά τους, την Τζόζεφιν. Εκείνη την εποχή συνεργαζόταν με τις ΕΕΕ και συμμετείχε στη διαχείριση πολλών αντιστασιακών ομάδων και στην εκτέλεση πληθώρας επιχειρήσεων με μεγάλη επιτυχία.

Τον Απρίλιο του 1942 η NKVD προέβη σε μια συνολική αξιολόγηση των μεταβιβασθέντων από τον Φίλμπι πληροφοριών για το διάστημα Σεπτεμβρίου-Δεκεμβρίου 1941, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παρά το ό,τι αυτές παρουσίαζαν γενικά ενδιαφέρον, ωστόσο διακρίνονταν από ύποπτα κενά όσον αφορά τη δράση της SIS κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Η στάση αυτή ήταν η αφετηρία μιας ατέλειωτης αλληλογραφίας μεταξύ της σοβιετικής «παροικίας» στο Λονδίνο και της Μόσχας σχετικά με το θέμα.

Παρ’ όλο που οι απαντήσεις στα επαναλαμβανόμενα ερωτήματα της Μόσχας δεν ήταν αυτές που η ίδια επιθυμούσε, δηλαδή η απόδειξη του διπλού ρόλου του Φίλμπι, άρχισε να αμφισβητείται η αξιοπιστία και η αφοσίωση του αρχηγού της «παροικίας», ο οποίος υπερασπιζόταν τον πράκτορά του, ενώ ταυτόχρονα εστάλησαν και άλλοι αξιωματικοί για να υποβάλλουν στον Φίλμπι τα ίδια ερωτήματα.

Ακόμα και η εξακριβωμένη από πολλές πηγές πληροφορία ότι ο αρχηγός του σταθμού της βρετανικής SIS (Secret Intelligence Service γνωστή και ως MI6) στη Σοβιετική Ένωση, γνωστός ως «95.000», δεν είχε στον έλεγχό του άλλους αξιωματικούς ή Σοβιετικούς πολίτες ως πράκτορες και ότι είχε μόνο μια έδρα στη βρετανική πρεσβεία, στο Κουμπίτσεφ, κυριολεκτικά εξαγρίωσε τα κεντρικά, που ήταν πεπεισμένα για το αντίθετο.

Γρήγορα ωρίμασε η άποψη ότι, εφόσον ο Φίλμπι δεν παρείχε πληροφορίες για τη βρετανική διείσδυση, ήταν διπλός πράκτορας της SIS με αποστολή να διεισδύσει εντός των σοβιετικών υπηρεσιών και να δημιουργήσει χάος.

Την «αποκάλυψη» του διπλού ρόλου του Φίλμπι ανέλαβε η Έλενα Μοντρζίνσκαγια, η οποία μεθοδικά άρχισε να συλλέγει στοιχεία, τα οποία όμως δεν αποδείκνυαν τα όσα ισχυρίζονταν οι προϊστάμενοί της.

Τελικά το όλο θέμα έληξε στα τέλη Ιουνίου του 1944 όταν αποστάλθηκε στον Φίλμπι από τα κεντρικά ένα ευχαριστήριο γράμμα και ένα μικρό χρηματικό δώρο. Στις 18 Αυγούστου 1944, ο Φίλμπι έστειλε μια απάντηση στην οποία υποσχόταν τη συνέχιση των προσπαθειών του και ευχαριστούσε για την ηθική και υλική ανταμοιβή του. Δύο ημέρες αργότερα, το Κέντρο αποφάσισε την αλλαγή της κωδικής του ονομασίας σε «Στάνλεϊ».

Το 1943 ο Φίλμπι, βασισμένος στη σημαντική θέση που είχε αποκτήσει στην ιεραρχία της SIS ως απόρροια της εξαιρετικής του απόδοσης στο τμήμα V, δεν έδωσε την έγκρισή του για την κυκλοφορία σε όλα τα τμήματα της SIS μιας εγκυκλίου που υποστήριζε ότι υπήρχε διάσταση απόψεων μεταξύ της ναζιστικής και της στρατιωτικής ηγεσίας και ότι η Βρετανία θα έπρεπε μέσω επαφών με τα «ειρηνόφιλα» τμήματα της Άμπβερ να προσπαθήσει να έλθει σε επαφή με τους στρατιωτικούς και να διαπραγματευτεί τη λήξη του πολέμου.

Ο Φίλμπι προέβη σε αυτή την ενέργεια διότι μια τέτοια εξέλιξη θεωρούνταν από τον ίδιο και τους χειριστές του καταστροφική για την Σοβιετική Ένωση, λόγω του ότι υπήρχε έντονη η πεποίθηση για επίθεση των νέων συμμάχων εναντίον της Ρωσίας. Ακόμα και όταν η υπόθεση απέκτησε νέα δυναμική με την αποστασία του Ότο Γιοχν (στελέχους της Άμπβερ και έμπιστου του αρχηγού της, φον Κανάρη), ο Φίλμπι έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να μειώσει τη σημασία της αποστασίας.

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1943-1944 ο Φίλμπι άρχισε να έχει τις πρώτες επαφές του με τα στελέχη του αμερικανικού Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS: Office of Strategic Services – είχε δημιουργηθεί από τον πρόεδρο Ρούζβελτ στις 13 Ιουνίου 1942 σε αντικατάσταση του Γραφείου του Συντονιστή Πληροφοριών/Office of Coordinator of Information). Τις πληροφορίες που συνέλεγε τις μετέδιδε στη Μόσχα, ενώ ταυτόχρονα φρόντιζε να καλλιεργεί προσωπικές σχέσεις με τους Αμερικανούς, σχέσεις από τις οποίες αντλούσε πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τα σχέδια των ΗΠΑ.

Κατά τη διάρκεια του 1944, λίγο μετά την απόβαση στη Νορμανδία, μεταβίβασε πληροφορίες που συνέλεξε κατά τη συνομιλία που είχε με ένα στέλεχος των ΕΕΕ σχετικά με το πρόγραμμα κατασκευής της πρώτης ατομικής βόμβας, το περιβόητο σχέδιο «Μανχάταν», και την πιθανή χρήση της βόμβας ως διαπραγματευτικού όπλου κατά της Σοβιετικής Ένωσης μετά τη λήξη του πολέμου.

Ο Φίλμπι επικεφαλής τμήματος της SIS για την αντιμετώπιση της διείσδυσης κομμουνιστών πρακτόρων

Είναι ειρωνικό, αλλά με το τέλος του πολέμου τον Οκτώβριο του 1944, ο Φίλμπι είχε επιτύχει το ακατόρθωτο: να γίνει ο επικεφαλής του νεοϊδρυθέντος σοβιετικού τμήματος της SIS, του IX, με αρμοδιότητα την αντιμετώπιση της διείσδυσης κομμουνιστών πρακτόρων! Για να το πετύχει υπονόμευσε με μεγάλη επιδεξιότητα τον προπολεμικό επικεφαλής του τμήματος, που θεωρητικά ήταν και η πρώτη επιλογή. Μέσα σε ένα μήνα, ο Φίλμπι επέκτεινε το τμήμα από ένα δωμάτιο με ένα άτομο προσωπικό σε μια καλά οργανωμένη μονάδα που καταλάμβανε έναν ολόκληρο όροφο και διέθετε 30 στελέχη. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε τη συστηματική υπονόμευση όλων των δυτικών επιχειρήσεων που υπέπεσαν στην αντίληψη του.

Πρώτο «θύμα» του ήταν ο Κόνσταντιν Βόλκοφ. Ο Βόλκοφ, αξιωματικός πληροφοριών της NKVD, ήταν τοποθετημένος με την κάλυψη του προξένου στη Τουρκία. Το καλοκαίρι του 1945, ήρθε σε απευθείας επαφή με το βρετανικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη και, αντί του ποσού των 27.500 λιρών και της διαφυγής του στη Κύπρο, προσφέρθηκε να αποκαλύψει πλήθος πληροφοριών σχετικά με την NKVD, τις σοβιετικές επιχειρήσεις κατασκοπείας, και ιδιαίτερα τη διείσδυση στις βρετανικές κυβερνητικές υπηρεσίες.

Για να γίνει πειστικός παρουσίασε σημειώσεις του με πληροφορίες που αφορούσαν διευθύνσεις, περιγραφές, σχέδια ασφαλείας, συστήματα συναγερμού και θέσεις-κλειδιά όλων των κτιρίων της NKVD στη Μόσχα, τους αριθμούς όλων των αυτοκινήτων της, όλους τους σοβιετικούς πράκτορες στην Τουρκία καθώς και τα μέσα επικοινωνιών τους αλλά και τα ονόματα των πρακτόρων που δρούσαν εντός των βρετανικών κυβερνητικών υπηρεσιών.

Ο Τσάντρι Πέιτζ, ο διπλωμάτης που τον συνάντησε και τον οποίο ο Βόλκοφ λανθασμένα θεωρούσε στέλεχος της SIS, αντιλαμβανόμενος τη σοβαρότητα της υπόθεσης, ζήτησε τη βοήθεια του Βρετανού πρεσβευτή στην Τουρκία σερ Mόρις Πέτερσον, ο οποίος όμως τον παρέπεμψε στο Λονδίνο. Τότε αποφάσισε, από κοινού με τον Βόλκοφ, να σταλεί μια περίληψη των εγγράφων στα κεντρικά της SIS και να ξανασυναντηθούν σε ορισμένο μέρος μετά από 21 ημέρες.

Ο Βόλκοφ επέτρεψε στον Πέιτζ να αξιολογήσει τις πληροφορίες, επέμενε όμως στην ιδιόχειρη από τον διπλωμάτη συγγραφή του εγγράφου, καθώς γνώριζε την ύπαρξη Σοβιετικού πράκτορα ανάμεσα στο προσωπικό της πρεσβείας. Το έγγραφο απεστάλη με το διπλωματικό ταχυδρομείο στο Φόρεϊν Όφις και από εκεί στη SIS.

Μετά από μια βδομάδα και αφού δεν είχε απάντηση, ο Πέιτζ έστειλε ένα τηλεγράφημα με το οποίο πίεζε για την επιτάχυνση των εξελίξεων, χωρίς όμως να υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα. Τελικά την ημέρα που έληγε η συμφωνηθείσα προθεσμία εμφανίστηκε ο υπεύθυνος της SIS ο οποίος θα αναλάμβανε προσωπικά την υπόθεση.

Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν άλλος από τον Κιμ Φίλμπι! Στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις του έξαλλου Πέιτζ για τα αίτια της τόσο μεγάλης καθυστέρησης, ο Φίλμπι απάντησε ότι οφειλόταν στην λόγω αδειών απουσία του προσωπικού της υπηρεσίας του. Όμως όλες οι προσπάθειες αποκατάστασης της επαφής με τον Βόλκοφ, ή έστω του εντοπισμού του, στάθηκαν άκαρπες, και μετά από λίγο ο Φίλμπι επέστρεψε στο Λονδίνο.

Η τελευταία πράξη του δράματος εκτυλίχθηκε το φθινόπωρο, όταν ένα σοβιετικό στρατιωτικό μεταγωγικό αεροσκάφος εκτέλεσε μια μάλλον περίεργη προσγείωση εκτάκτου ανάγκης στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης. Και ενώ οι αρχές του αεροδρομίου αναζητούσαν τρόπο χειρισμού του περιστατικού, ένα κινούμενο με μεγάλη ταχύτητα αυτοκίνητο πλησίασε το αεροσκάφος, στο οποίο οι επιβάτες του οχήματος επιβίβασαν έναν άνθρωπο τυλιγμένο με επιδέσμους σε όλο του το σώμα.

Αμέσως μετά το αεροσκάφος απογειώθηκε. Από τότε ουσιαστικά δεν ξανακούστηκε τίποτε για τον Βόλκοφ – κυριολεκτικά χάθηκε από προσώπου γης. Βέβαια η «εξουδετέρωσή» του ήταν σημαντική για την εξέλιξη των σοβιετικών επιχειρήσεων κατασκοπείας καθώς, εκτός του Φίλμπι, σκόπευε να αποκαλύψει και τους Μπάρτζες και Μακλίν, δηλαδή όλο σχεδόν τον σκληρό πυρήνα της σοβιετικής διείσδυσης.

Το επόμενο σημαντικό περιστατικό καταγράφηκε τον Σεπτέμβρη του 1945, όταν ο Ιγκόρ Γκουζένκο, ένας κρυπτογράφος της σοβιετικής πρεσβείας στην Οτάβα του Καναδά, αποστάτησε και άρχισε να αποκαλύπτει σωρεία πληροφοριών στην καναδική αντικατασκοπεία. Ο Φίλμπι, λόγω της θέσης του, ενημερωνόταν καθημερινά με αναφορές του αξιωματικού του ΜΙ6, που παρακολουθούσε την απενημέρωση στον Καναδά, κι έτσι είχε τη δυνατότητα άμεσης μεταβίβασης των στοιχείων στους Σοβιετικούς, ενώ ταυτόχρονα ήλεγχε τις πληροφορίες που τυχόν θα επηρέαζαν τη διπλή του ιδιότητα.

Παρά το γεγονός ότι χάρη στις πληροφορίες του Γκουζένκο αποκαλύφθηκαν «θαμμένοι» πράκτορες –όπως ο συντ/χης Νικολάι Ζαμπότιν, ο Άλαν Ναν Μέι και άλλοι– ο Φίλμπι έμεινε ανέγγιχτος. Την ίδια χρονιά τιμήθηκε, κατόπιν πρότασης του Μένζις, με ανώτατη διάκριση (Order of the British Empire) για τις επιδόσεις του κατά τη διάρκεια του πολέμου. Επιστρέφοντας από τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, όπου είχε γίνει η απονομή, και απευθυνόμενος στον γνωστό του, αξιωματούχο της CIA (Central Intelligence Agency: Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών) Τζέιμς Τζέσους Άνγκλετον είπε: «Εκείνο που χρειάζεται αυτή η χώρα είναι μια καλή, δυνατή δόση σοσιαλισμού». Ο συνομιλητής του προφανώς θεώρησε ότι ο Φίλμπι αστειευόταν.

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1946, ο Κιμ μετέβη στην Τουρκία με διπλωματική κάλυψη, ως ο προσωρινός πρώτος γραμματέας της βρετανικής πρεσβείας, με έδρα την Κωνσταντινούπολη και αντικείμενο τον έλεγχο των διαβατηρίων.

Στην Τουρκία περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στη λίμνη Βαν κοντά στα σοβιετοτουρκικά σύνορα, ενώ εντύπωση είχαν προκαλέσει στις τουρκικές υπηρεσίες ασφάλειας οι συχνότατες επαφές του με νέους σπουδαστές από τα βαλκανικά κομμουνιστικά κράτη, που όμως δεν έγιναν αντικείμενο περαιτέρω έρευνας από τους Τούρκους, οι οποίοι τις απέδωσαν στη διπλωματική δραστηριότητα του Φίλμπι.

Από την παραμονή του στην Τουρκία, ο Φίλμπι κράτησε μια παράξενη και συνάμα «προκλητική» –αν κανείς γνώριζε τον πραγματικό συμβολισμό της– ανάμνηση: μια τεράστια φωτογραφία που παρουσίαζε τη διπλή καμπούρα του βιβλικού όρους Αραράτ στα σοβιετοτουρκικά σύνορα. Η ανάποδη θέση της μικρής καμπούρας δεν ήταν, όπως πίστευαν οι παρατηρητές και προς μεγάλη διασκέδαση του Φίλμπι, αποτέλεσμα αντιστροφής του αρνητικού, αλλά συνέπεια του γεγονότος ότι η φωτογραφία είχε ληφθεί από την εσωτερική πλευρά των σοβιετικών συνόρων προς την Τουρκία.

Ένα άλλο αξιοπερίεργο γεγονός ήταν η επείγουσα αίτηση του χειριστή του για πληροφορίες σχετικά με τη διεξαγωγή έρευνας εντοπισμού κάποιου πράκτορα στη βρετανική πρεσβεία της Ουάσιγκτον με βάση τα στοιχεία κάποιας αποκρυπτογράφησης.

Το 1984 αποκαλύφθηκε ότι ο Φίλμπι είχε επίσης συναντήσει, με σκοπό να αξιολογήσει τις πληροφορίες του, τον Ίσμαελ Ακχμέντοφ, έναν αποστάτη, πρώην επικεφαλής της Τέταρτης Διεύθυνσης της GRU. Βεβαίως φρόντισε να τον «εξουδετερώσει» χαρακτηρίζοντας την υπόθεση ασήμαντη, ενώ ταυτόχρονα ενημέρωσε την KGB, που έλαβε τα απαραίτητα μέτρα. Το 1949 στάλθηκε στην Ουάσιγκτον, με τον βαθμό του πρώτου γραμματέα, για να αποτελέσει τον σύνδεσμο της υπηρεσίας του με την τότε νεοϊδρυθείσα CIA και το FBI (Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών).

Οι στενές σχέσεις του με τον διευθυντή της, τον γνωστό από τη δράση του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αρχηγού του επιτελείου του Αϊζενχάουερ, στρατηγό Γουόλτερ Μπέντελ Σμιθ, και η ελευθερία του να κινείται και να συναναστρέφεται ελεύθερα με πρόσωπα από όλα τα τμήματα της CIA ακύρωσαν στην πράξη όλα τα μέτρα εσωτερικής ασφάλειας και του επέτρεψαν να είναι γνώστης πάρα πολλών επιχειρήσεων. Χωρίς υπερβολή, ο Φίλμπι ήταν γνώστης σχεδόν των πάντων πλην των σχετικών με τις στρατιωτικές πληροφορίες υπηρεσιών που ανταλλάσσονταν μέσω άλλων ανεξάρτητων καναλιών επικοινωνίας.

Πριν την αναχώρησή του είχε ενημερωθεί από τον διάδοχό του στη διεύθυνση του τμήματος IX, σερ Μόρις Όλντφιλντ για την επιχείρηση «Βενόνα», κωδική ονομασία μιας άκρως απόρρητης επιχείρησης αποκρυπτογράφησης παλαιότερων αρχειοθετημένων υποκλαπέντων σοβιετικών επικοινωνιακών μηνυμάτων και τη διεξαγόμενη έρευνα σχετικά με το «δίκτυο των ατομικών κατασκόπων» («Atomic Spy Ring»). Παράλληλα ο Φίλμπι αποτελούσε και τον σύνδεσμο της υπηρεσίας του με τις καναδικές υπηρεσίες πληροφοριών και έτσι είχε τη δυνατότητα να παρακολουθεί από κοντά την επεξεργασία και αξιολόγηση των αποκαλύψεων του Γκουζένκο.

Επίσης σημαντική ήταν και η συμβολή του στην εκ των έσω υπονόμευση της επιχείρησης ανατροπής τού μη εντελώς σταθεροποιημένου κομμουνιστικού καθεστώτος της Αλβανίας.

Η επιχείρηση «Αλβανική Σφαγή» άρχισε να οργανώνεται από την SIS το 1946, ενώ αργότερα, μέχρι το 1949, συμμετείχε και η CIA. Ο Φίλμπι ήταν ο ελεγκτής της βρετανικής πλευράς και οι ενέργειές του κόστισαν τη ζωή περισσοτέρων από 300 ανθρώπων, προκάλεσαν σοβαρότατο πλήγμα στις δυτικές μυστικές υπηρεσίες και ταυτόχρονα προσέφεραν τον απόλυτο θρίαμβο στις σοβιετικές. Μέσο υλοποίησης της επιχείρησης ήταν η δημιουργία και η ενίσχυση αντιστασιακού κινήματος των βασιλοφρόνων κατοίκων του Μάτι, μιας κεντρικής περιοχής της Αλβανίας.

Αρχικά προβλέπονταν η ρίψη με αλεξίπτωτα μικρού αριθμού πρακτόρων ώστε να οργανώσουν το αντάρτικο και στη συνέχεια να το τροφοδοτήσουν με όπλα και χρήματα για να επιτευχθεί η μέγιστη εξάπλωσή του. Οι πιο αισιόδοξοι από τους σχεδιαστές έβλεπαν στην Αλβανία τη σπίθα μιας αλυσιδωτής εξέγερσης που θα προκαλούσε την κατάρρευση του συνόλου των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Σε πρώτο στάδιο χρησιμοποιήθηκαν αντικομμουνιστές Αλβανοί πρόσφυγες από τα στρατόπεδα προσφύγων της Ελλάδας και της Ιταλίας, χωρίς όμως ικανοποιητικά αποτελέσματα, καθώς έγιναν μεν δολιοφθορές στις πετρελαιοπηγές του Κούκοβα και στα ορυχεία χαλκού του Ρούμπικ, αλλά σημειώθηκαν και εξεγέρσεις.

Το 1949, με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, την «ανεξαρτητοποίηση» της Γιουγκοσλαβίας από τη σοβιετική σφαίρα επιρροής και τη βίαιη απομάκρυνση των Σοβιετικών συμβούλων από την Αλβανία λόγω της πολιτικής στροφής του Εμβέρ Χότζα, αποφασίστηκε η συνέχιση της επιχείρησης με προσωπικό υψηλότερου επιπέδου. Γι’ αυτό τον λόγο ζητήθηκε η συνδρομή του εξόριστου στην Αίγυπτο βασιλιά Ζώγου, ο οποίος προσέφερε όλη τη βασιλική Σωματοφυλακή.

Την άνοιξη του 1950, μετά από σκληρή εκπαίδευση στην Κύπρο, η πρώτη ομάδα έπεσε με αλεξίπτωτα. Για δύο χρόνια όλες οι ομάδες πρακτόρων, ανεξάρτητα του τρόπου διείσδυσης (με αλεξίπτωτο, από τη θάλασσα, διά ξηράς από τα ελληνοαλβανικά σύνορα), έπεφταν στην αγκαλιά των αλβανικών αρχών ασφαλείας, που τους περίμεναν…

Παρά τις συνεχείς αποτυχίες, η επιχείρηση συνεχίστηκε μέχρι το Πάσχα του 1952, όταν εξοντώθηκε η ηγετική ομάδα της «Επιτροπής Ελεύθερων Αλβανών». Το ανατριχιαστικό στην υπόθεση είναι ότι, ενώ από τον Μάιο του 1951 είχαν αποστατήσει οι Μπάρτζες και Μακλίν και οι υποψίες είχαν επικεντρωθεί στον Φίλμπι, ανεξήγητα δεν συσχετίστηκε η παταγώδης αποτυχία της επιχείρησης και ο καθοριστικός ρόλος του τελευταίου στη διεύθυνσή της.

Στην Ουάσιγκτον ο Φίλμπι σχετίστηκε στενά τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο με τον Τζέιμς Τζέσους Άνγκλετον, τον διευθυντή του Γραφείου Στρατηγικών Επιχειρήσεων (Office of Strategic Operations) της CIA. Σύμφωνα με μια εκδοχή που κυκλοφόρησε αρκετά χρόνια μετά την αποκάλυψη του Φίλμπι, ο Άνγκλετον γνώριζε τον διπλό ρόλο του και τον χρησιμοποιούσε. Στην αμερικανική πρωτεύουσα άρχισε η αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στην αποκάλυψη του Φίλμπι.

Λόγω της φύσης της εργασίας του, ο τελευταίος γνωρίστηκε με τον Μέρεντιθ Γκάρντενερ, τον κύριο αποκρυπτογράφο της επιχείρησης «Βενόνα», ο οποίος του έδειξε μερικά αποκρυπτογραφημένα μηνύματα από τα οποία εξαγόταν το συμπέρασμα ότι ένας Σοβιετικός πράκτορας ήταν στέλεχος του Φόρεϊν Όφις. Ο Φίλμπι κατάλαβε ότι ο κλοιός γύρω από τον Ντόναλντ Μακλίν άρχισε να σφίγγει, και ειδοποίησε την KGB.

Ταυτόχρονα τηλεγράφησε στην SIS στο Λονδίνο και ανέφερε τα νέα ευρήματα μαζί με την υπενθύμιση ότι στο παρελθόν, τουλάχιστον δύο Σοβιετικοί αποστάτες, ο Βόλκοφ και ο Κριβίτσκι, είχαν κάνει λόγο για κάποιο στέλεχος του Φόρεϊν Όφις που ήταν Σοβιετικός πράκτορας. Η ενέργεια αυτή αφενός μεν ενίσχυσε τις υποψίες εναντίον του Μακλίν, πράγμα όχι ιδιαίτερα επιβαρυντικό λόγω της μεγάλης αξιοπιστίας που πιστευόταν ότι είχαν τα αποτελέσματα της επιχείρησης «Βενόνα», αφετέρου δε αποτέλεσε ένα καλό άλλοθι για τον Φίλμπι, καθώς ο ίδιος είχε προειδοποιήσει για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Η αποκάλυψη του διπλού ρόλου του Φίλμπι

Στις 25 Μαΐου του 1951, ο Μακλίν μαζί με τον Μπάρτζες απέδρασαν στη Σοβιετική Ένωση, με αποτέλεσμα όλες οι υποψίες να στρέφονται στον Φίλμπι λόγω της γνωστής σχέσης που είχε με τους φυγάδες. Ήταν γνωστό ότι ο Μπάρτζες τον Αύγουστο του 1950, που μετατέθηκε ως πρώτος γραμματέας στη βρετανική πρεσβεία της Ουάσιγκτον, φιλοξενούνταν στο σπίτι του Φίλμπι. Αν και στις αρχές του 1951 η συγκατοίκηση διακόπηκε απότομα καθώς ο Φίλμπι τον ανάγκασε να φύγει και να βρει το δικό του διαμέρισμα, ήταν γνωστή η φιλική τους σχέση.

Τον Φεβρουάριο του ιδίου έτους κατά τη διάρκεια μιας εθιμοτυπικής επίσκεψης του Μπάρτζες, ο Φίλμπι του απεκάλυψε ότι ο κυριότερος ύποπτος κατασκοπείας στο Φόρεϊν Όφις ήταν ο Μακλίν. Αν και τα κίνητρα αυτής της ενέργειας είναι δυσεξήγητα, διότι μετά την απομάκρυνση του Μπάρτζες και του Μακλίν οι υποψίες θα έπεφταν πάνω του, ο ίδιος ο Φίλμπι στο βιβλίο του υποστήριξε ότι το έκανε ώστε να διευκολύνει τη δραπέτευση του Μακλίν, ενώ άλλες πηγές υποστηρίζουν ότι ήταν παραπληροφόρηση της KGB.

Στις 7 Μαΐου 1951, ο Μπάρτζες επέστρεψε στη Βρετανία, στις 18 του ίδιου μήνα συνάντησε τον Μακλίν και μια εβδομάδα αργότερα απέδρασαν. Από το σημείο αυτό και μετά ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για τον Κιμ.

Στις 12 Ιουνίου 1951, ο Φίλμπι ανακληθείς επέστρεψε στο Λονδίνο όπου οι αρχές του αφαίρεσαν το διαβατήριο. Τον «συνόδευε» η οργή των Αμερικανών που ζητούσαν επιτακτικά την απόλυσή του ως Σοβιετικού πράκτορα, διαφορετικά απειλούσαν με πλήρη διακοπή της συνεργασίας στον τομέα των πληροφοριών. Παρ’ όλα αυτά όμως έχαιρε ακόμα σημαντικής συμπάθειας και υποστήριξης εντός της υπηρεσίας του, καθώς από σημαντική μερίδα συναδέλφων του οι υποψίες εναντίον του θεωρήθηκαν ως μεθόδευση της ΜΙ5.

Μετά από αλλεπάλληλες διαβουλεύσεις μεταξύ της SIS και της ΜΙ5, αποφασίστηκε να προσαχθεί ο Φίλμπι σε μια διαδικασία αποκαλούμενη «μυστική δίκη», δηλαδή μια διαδικασία ελέγχου και διασταύρωσης των διαθέσιμων στοιχείων προκειμένου να αποφασιστεί η νομική ευστάθεια των κατηγοριών. Ο άνθρωπος που θα έκανε αυτή την εκτίμηση ήταν ο Έλενος «Μπάστερ» Μίλμο, ένας δικηγόρος που στον πόλεμο υπηρέτησε στην ΜΙ5.

Το καλοκαίρι του 1952 η «δίκη» ήταν σε πλήρη εξέλιξη και ο Μίλμο ανέκρινε τον Φίλμπι επί τρεις ημέρες αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας βρήκε τον Φίλμπι, όσο και αν φαίνεται παράξενο, σε θέση ισχύος, καθώς έμαθε το σύνολο των «στοιχείων» που είχε η αντίπαλη πλευρά και βεβαιώθηκε ότι αυτά δεν μπορούσαν να στηρίξουν την κατηγορία. Από την άλλη πλευρά όμως περισσότερα στελέχη της ΜΙ 5 είχαν πλέον πειστεί για την ενοχή του, που αφορούσε όχι μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και στη μακρόχρονη συνεργασία του με τους Σοβιετικούς.

Στις 25 Οκτωβρίου 1955, ο Μαρκ Λίπτον, μέλος του βρετανικού κοινοβουλίου, προκάλεσε «σεισμό» στη βρετανική κοινή γνώμη, όταν υπέβαλε ερώτηση στη Βουλή προς τον τότε πρωθυπουργό Άντονι Ίντεν σχετικά με το αν ο Φίλμπι ήταν ο «τρίτος άνθρωπος». Ο χαρακτηρισμός αυτός είχε δοθεί στον τελευταίο από τον φυγάδα Βλαντίμιρ Μ. Πέτροφ για να περιγράψει τον άνθρωπο που προειδοποίησε τους Μακλίν και Μπάρτζες. Στις 7 Νοεμβρίου, ο υπουργός Εξωτερικών Μακμίλαν, αφού πρώτα ζήτησε την ετυμηγορία των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, απάλλαξε με δημόσια δήλωση τον Φίλμπι από οποιαδήποτε κατηγορία. Στις 10 Νοεμβρίου, στο σπίτι της μητέρας του, ο Φίλμπι έδωσε συνέντευξη Τύπου όπου ανέστρεψε την εναντίον του τάση της κοινής γνώμης και ταυτόχρονα παρουσίασε τον εαυτό του ως εξιλαστήριο θύμα, τονίζοντας το έργο για την ασφάλεια και τα συμφέροντα της πατρίδας του.

Για την επόμενη πενταετία υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία γι’ αυτόν. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι εργαζόταν σε κάποιο μυστικό τμήμα στην Κύπρο (υπό την κάλυψη του βρετανικού Γραφείου Μέσης Ανατολής) με αποστολή τη διείσδυση πρακτόρων στη Σοβιετική Ένωση, εκμεταλλευόμενος τις στενές σχέσεις των διάσπαρτων αρμενικών κοινοτήτων της Μέσης Ανατολής με την πατρίδα τους, τη Σοβιετική Αρμενία. Συχνές ήταν και οι εμφανίσεις του στη γνώριμη γι’ αυτόν (από τη θητεία του στην Τουρκία) περιοχή των σοβιετοτουρκικών συνόρων, στην περιοχή του Αραράτ.

Τον Σεπτέμβριο του 1956 ο Φίλμπι φθάνει στη Βηρυτό ως ανταποκριτής του «Εκόνομιστ» και του «Ομπσέρβερ», έχοντας αφήσει την Αϊλίν και τα πέντε παιδιά του στο Λονδίνο. Πολύ γρήγορα και χάρη στη βοήθεια του πατέρα του, που τον επισκεπτόταν σε καθημερινή σχεδόν βάση, απέκτησε σημαντικές επαφές.

Γρήγορα γίνεται αναπόσπαστο μέλος της έντονης κοσμικής ζωής της πόλης με μελανό σημείο την αισθηματική περιπέτεια που είχε με τη σύζυγο του Αμερικανού δημοσιογράφου, ανταποκριτή των «Νιου Γιόρκ Τάιμς» Σαμ Πόουπ Μπρούμερ, την Ελεανόρ, την οποία κυριολεκτικά έκλεψε από τον άνδρα της. Στις 11 Δεκεμβρίου 1957, η Αϊλίν πέθανε από καρδιακή πάθηση και περίπου ένα χρόνο μετά, το 1958, ο Φίλμπι παντρεύτηκε την Ελεανόρ. Ως επαγγελματική του έδρα στη Βηρυτό χρησιμοποιούσε το ξενοδοχείο «Νορμανδία», όπου παραλάμβανε το ταχυδρομείο του και πραγματοποιούσε τις επαφές του.

Εκτός όμως από τις τυπικές αλλά έντονες δημοσιογραφικές του δραστηριότητες, ο Φίλμπι παρουσίαζε μια αδικαιολόγητη κινητικότητα που οφειλόταν σε ένα βαθιά κρυμμένο μυστικό, τη συνέχιση της εργασίας του στην SIS. Το διάστημα 1956-1958 ταξίδεψε τουλάχιστον είκοσι φορές στη Κύπρο, με σκοπό να αναμειχθεί στον αντιαποικιακό και απελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων και να πραγματοποιήσει επαφές με την πολυάριθμη αρμενική κοινότητα του νησιού. Εμφανιζόταν αόριστα αντιβρετανός, φανερά ανθέλληνας, και με ιδιαίτερη συμπάθεια στους Τούρκους.

Σημαντική ήταν και η εμπλοκή του στα γεγονότα που οδήγησαν στην επέμβαση των Αμερικανών πεζοναυτών στη Βηρυτό το 1958, όταν φιλονασερικές ομάδες στράφηκαν κατά του δυτικόφιλου προέδρου Σαμούν. Παρά τις στενές του σχέσεις με τους Άραβες εθνικιστές και την εκτίμησή του για τον Νάσερ, αν και γνώριζε εκ των προτέρων την επέμβαση και ενώ την είχε «προβλέψει» σε φιλική του συντροφιά, ο Φίλμπι δεν τους προειδοποίησε, με αποτέλεσμα να αιφνιδιαστούν. Τον ίδιο χρόνο αποκαταστάθηκε η διακοπείσα από το 1951 επαφή του με την KGB, όταν τον συνάντησε ο μέλλων χειριστής του, ο Πετούκχοφ, προφασιζόμενος ότι ήθελε τη δημοσιογραφική του άποψη για τις σχετικές με την κοινή αραβική οικονομική αγορά εξελίξεις.

Έτσι, οι πληροφορίες που συνέλεγε για την SIS άρχισαν να μεταδίδονται και στη Μόσχα μαζί βέβαια με άλλες που αφορούσαν τη δυτική πολιτική, στρατιωτική, οικονομική και κατασκοπευτική δραστηριότητα. Το 1960, τη χρονιά που πέθανε ο πατέρας του, προϊστάμενος του κλιμακίου της SIS στη Βηρυτό ανέλαβε ο παλιός του φίλος Νίκολας Έλιοτ, ο οποίος άρχισε να τον αξιοποιεί σε μεγαλύτερο βαθμό. Η συνεργασία τους υπήρξε στενή λόγω της φιλικής τους σχέσης και έληξε όταν ο Έλιοτ επέστρεψε στο Λονδίνο και τον αντικατέστησε ο Πίτερ Λαν.

Τον Δεκέμβριο του 1961 ο κλοιός άρχισε να ξανασφίγγει γύρω από τον Φίλμπι, και ο λόγος ήταν οι αποκαλύψεις του Ανατόλι Γκολίτσιν, ενός αξιωματικού της KGB που αυτομόλησε στη CIA. Κατά την απενημέρωσή του, το καλοκαίρι του 1962, οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί πείστηκαν για τον διπλό ρόλο του Φίλμπι. Επιπλέον, σημαντική υπήρξε και η μαρτυρία της Φλόρα Σόλομον μιας στενής οικογενειακής φίλης των Φίλμπι, της οποίας υπήρξε γραμματέας η Αϊλίν για κάποιο διάστημα.

Η Σόλομον, από τον φιλοαραβικό τόνο των ανταποκρίσεων του Φίλμπι, είπε στον Βίκτωρα Ρότσιλντ της γνωστής τραπεζιτικής οικογένειας, ότι ήταν απαράδεκτο να χρησιμοποιείται από βρετανικά έντυπα κύρους ένας κομμουνιστής για να πληροφορεί το κοινό για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Αμέσως ο Ρότσιλντ, που στον πόλεμο εργαζόταν στην ΜΙ5, έφερε τη Σόλομον σε επαφή με την πρώην υπηρεσία του, στην οποία εκείνη αποκάλυψε ότι κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου ο Φίλμπι της είχε προτείνει να συνεργαστεί μαζί του στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.

Μετά από λεπτομερή εξέταση των στοιχείων και μετά από πολλές συζητήσεις και διαφωνίες μεταξύ των ΜΙ5 και MI6, αποφασίστηκε η αποστολή στη Βηρυτό του Έλιοτ με σκοπό την αποκάλυψη του Φίλμπι και την απόσπαση μιας γραπτής ομολογίας. Στις 10 Ιανουαρίου 1963 ο Έλιοτ κοινοποίησε στον Φίλμπι τις υποψίες της MI6, παρουσιάζοντάς του σειρά στοιχείων, ενώ του πρόσφερε ασυλία από δικαστική προσαγωγή.

Την επόμενη μέρα, ο Φίλμπι του παρέδωσε τη γραπτή ομολογία του. Τις τρεις ημέρες που ακολούθησαν, οι συναντήσεις των δύο ανδρών συνεχίστηκαν, με σκοπό να συγκεντρωθούν όλο και περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες του Φίλμπι. Έπειτα ο Έλιοτ αναχώρησε για το Λονδίνο, αφήνοντας τον Φίλμπι υπό στενή «επιτήρηση».

Το βράδυ της 23ης Ιανουαρίου 1963, ο Κιμ μαζί με τη σύζυγό του κατευθυνόταν προς το σπίτι του Γκλεν Μπάλφουρ Πόουλ, πρώτου γραμματέα της βρετανικής πρεσβείας, όπου ήταν προσκεκλημένοι σε δείπνο. Ξαφνικά ο Φίλμπι θυμήθηκε ότι έπρεπε να στείλει ένα επείγον τηλεγράφημα και, κατεβαίνοντας από το ταξί, είπε στην Ελεανόρ να πάει στο δείπνο και ότι θα τη συναντούσε μόλις τέλειωνε τη δουλειά του.

Λίγη ώρα αργότερα ο Πετούκχοφ τον συνόδευσε σε ένα σοβιετικό φορτηγό πλοίο, το «Ντολμάτοβα», που αναχώρησε αμέσως για την Οδησσό. Μια ομάδα της CIA έκανε άνω-κάτω τη Βηρυτό, αλλά ο Κιμ βρισκόταν ασφαλής στη Ρωσία.

Ο «Ρώσος» Κιμ Φίλμπι

Εφόσον «χάθηκε» διακριτικά για μερικούς μήνες, ο Φίλμπι εμφανίστηκε στη Μόσχα περί τα μέσα του Ιουνίου του 1963.

Στις 3 Ιουλίου η εφημερίδα «Ισβέστια» σε δημοσίευμά της ανέφερε ότι κατόπιν ομόφωνης απόφασης του Προεδρείου της Σοβιετικής Ένωσης του απονεμήθηκε η σοβιετική υπηκοότητα και ότι κατοικούσε στη Μόσχα. Μερικούς μήνες αργότερα του δόθηκε το σοβιετικό διαβατήριο του και του γνωστοποιήθηκε η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης για την απονομή μιας μικρής τιμητικής σύνταξης, ενώ τον Σεπτέμβριο κατέφθασε στη Μόσχα και η σύζυγός του Ελεανόρ.

Το 1964 η σχέση τους κλονίστηκε όταν η Ελεανόρ, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στις ΗΠΑ, ανακάλυψε ότι ο Φίλμπι διατηρούσε δεσμό με τη Μελίντα Μακλίν, τη σύζυγο του Ντόναλντ. Τον Μάιο του 1965 η Ελεανόρ επέστρεψε για πάντα στις ΗΠΑ, όπου το 1968, λίγο πριν πεθάνει ολοκλήρωσε τη συγγραφή της βιογραφίας της με τον χαρακτηριστικό τίτλο «The spy I loved» («Ο κατάσκοπος που αγάπησα»).

Το 1966 η Μελίντα διέκοψε τη σχέση της με τον Φίλμπι, και λίγο αργότερα επέστρεψε και αυτή στις ΗΠΑ. Τον Δεκέμβριο του 1971, ο Φίλμπι παντρεύτηκε την κατά είκοσι χρόνια νεότερή του Ρουφίνα Ιβάνοβα, την οποία είχε γνωρίσει μέσω ενός άλλου αποστάτη διάσημου Βρετανού κατασκόπου, του Τζορτζ Μπλέικ.

Οι δραστηριότητες του Φίλμπι στη Σοβιετική Ένωση δεν είναι γνωστές με λεπτομέρειες, αλλά σίγουρα έχαιρε της εκτίμησης της ηγεσίας, γι’ αυτό άλλωστε τιμήθηκε και με ανώτατη σοβιετική διάκριση (Order of the Red Banner).

Τους πρώτους μήνες είχε πολλές συναντήσεις με στελέχη όλων των επιπέδων των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών που, εκτός από τους καθαρά υπηρεσιακούς λόγους, ήθελαν να τον γνωρίσουν προσωπικά λόγω του μύθου που τον περιέβαλε. Στη συνέχεια αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην KGB, πραγματοποίησε πολλές ομιλίες και σεμινάρια, συμμετείχε στην τελική φάση της εκπαίδευσης των πρακτόρων που θα αναλάμβαναν αποστολές στο εξωτερικό, στην ανάλυση και αξιολόγηση πληροφοριών και γενικά στη μετάδοση και αξιοποίηση της πολύχρονης γνώσης και εμπειρίας του στην οργάνωση και λειτουργία των βρετανικών και αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.

Αρκετό χρόνο αφιέρωσε στη συγγραφή των απομνημονευμάτων του, που εκδόθηκαν σαν βιβλίο με τον τίτλο «My Silent War» («Ο σιωπηρός μου πόλεμος»), ενώ, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, βοήθησε ενεργητικά στην άνοδο στην εξουσία του τότε αρχηγού της KGB, Γιούρι Αντρόποφ.

Η περιπετειώδης ζωή του, που θυμίζει κατά πολύ τον κινηματογραφικό 007, τελείωσε στις 11 Μαΐου 1988 όταν, εξαιτίας της καρδιακής πάθησης που τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία χρόνια, άφησε την τελευταία του πνοή. Ο ίδιος είχε δηλώσει πριν πεθάνει: «Πραγματικά ήμουν απίστευτα τυχερός κατά τη διάρκεια της ζωής μου. Ακόμα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις, όταν ήμουν σίγουρος ότι δεν υπήρχε διέξοδος, ότι όλα είχαν τελειώσει, πάντα δεχόμουν ένα άγγιγμα καλής τύχης. Ήταν εκπληκτικό το πόσο τυχερός ήμουν…».

Το 1990 η τότε σοβιετική κυβέρνηση εξέδωσε σειρά γραμματοσήμων προς τιμήν των ηρώων της KGB, και φυσικά ανάμεσα στους τιμώμενους συμπεριλαμβανόταν και ο Φίλμπι. Ήταν ο πράκτορας που πραγματοποίησε το ακατόρθωτο. Εκτός από τη βρετανική και αμερικανική αντικατασκοπεία, ο Φίλμπι κατόρθωσε να αντιμετωπίσει με απόλυτη επιτυχία –όπως αποδεικνύει η πορεία του– τη μεγάλη καχυποψία, την έλλειψη εμπιστοσύνης και τη θανατηφόρα διαδικασία «αυτοκάθαρσης» των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών.

Τα σκοτεινά σημεία της πορείας του στον παράλληλο κόσμο των μυστικών υπηρεσιών ακόμη τρέφουν τον μύθο του διότι κανείς μετά βεβαιότητας δεν γνωρίζει τις ακριβείς συνθήκες που επέτρεψαν στον Φίλμπι να γίνει υψηλόβαθμο στέλεχος των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών εφόσον όλα συνηγορούσαν για το αντίθετο. Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να αποκρυπτογραφήσει ποιες εσωτερικές διεργασίες οδήγησαν έναν τυπικό εκπρόσωπο της βρετανικής μεγαλοαστικής τάξης να προδώσει με τόσο απόλυτο τρόπο το κοινωνικό σύστημα που τον ανέδειξε.

Το μόνο όμως που είναι σίγουρο είναι ότι ο αντίκτυπος της δράσης και της διαφυγής του Φίλμπι απασχόλησε τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες μέχρι τη δεκαετία του 1980.

Η αναζήτηση των «τυφλοποντίκων» των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών που είχαν διεισδύσει στις αντίστοιχες βρετανικές και είχαν αναρριχηθεί στις ανώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας τους έγινε εμμονή στις μυστικές υπηρεσίες της Γηραιάς Αλβιώνας, ενώ το ισχυρό σοκ της βρετανικής κοινωνίας κλόνισε σοβαρά και το κυβερνητικό οικοδόμημα…