Το Ελντοράντο, η μυθική χώρα όπου έρεε χρυσάφι, γέννησε ανομολόγητους πόθους στις καρδιές ανδρών αποφασισμένων να πλουτίσουν ή να πεθάνουν. Αυτοί ήταν οι Κονκισταδόρες. Οι τυχοδιώκτες που δεν δίστασαν να αφανίσουν εκατομμύρια ανθρώπους στο όνομα του κέρδους.
Όταν στις 12 Οκτωβρίου 1492 ο Χριστόφορος Κολόμβος ξεκινούσε με τις τρεις καραβέλες του από το Κάδιξ της Ισπανίας, δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να διανοηθεί πόσο μεγάλη αλλαγή στην παγκόσμια Ιστορία θα σηματοδοτούσε το ταξίδι του. Ο ίδιος άλλωστε πίστευε πως, πλέοντας δυτικά, θα έφτανε στην Ιαπωνία, την Κίνα και τις Ινδίες, όπως περιέγραφε ο Μάρκο Πόλο.
Χωρίς να το γνωρίζει έφθασε σε μια άγνωστη ήπειρο – την οποία πάντως φαίνεται ότι είχαν ήδη επισκεφθεί οι Βίκινγκς και ίσως οι Έλληνες. Το 1493, ο Κολόμβος ίδρυσε την πρώτη αποικία στο νησί της Αϊτής, που ο ίδιος είχε ονομάσει Εσπανιόλα.
Οι Ισπανοί έδειξαν αμέσως τις προθέσεις τους απέναντι στους ιθαγενείς κατοίκους, υποδουλώνοντάς τους. Οι Ινδιάνοι εξεγέρθηκαν. Κατέστρεψαν την πρώτη ισπανική αποικία, αλλά σύντομα συντρίφτηκαν από τα κύματα των Ισπανών που κατέφθαναν συνεχώς.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από το 1492 μέχρι το 1518, από το ένα εκατομμύριο των Ινδιάνων που κατοικούσαν στην Αϊτή και την Κούβα, επέζησαν μόλις 16.000 ψυχές! Επρόκειτο για μια άνευ προηγουμένου σφαγή στην ανθρώπινη ιστορία.
Πρέπει πάντως να λεχθεί ότι χιλιάδες Ινδιάνοι επίσης πέθαναν από τις ασθένειες τις οποίες οι Ισπανοί έφεραν μαζί τους στον Νέο Κόσμο.
Ωστόσο, οι Ισπανοί σύντομα απογοητεύτηκαν, αφού δεν βρήκαν πουθενά το χρυσάφι που με τόσο πάθος αναζητούσαν. Έμαθαν όμως από τους Ινδιάνους ότι απέναντι από τα νησιά τους βρισκόταν μια μεγάλη γη με πολλούς κατοίκους και τόνους χρυσού. Αυτή τη γη έπρεπε να κατακτήσουν. Εκείνη την εποχή η Ισπανία είχε αρχίσει να προβάλλει ως η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή δύναμη.
Το 1492 μόλις είχε ολοκληρωθεί η ανάκτηση ολόκληρης της Ισπανίας από τους μουσουλμάνους, με την κατάληψη της Γρανάδας, του τελευταίου τους ερείσματος στην Ευρώπη. Από το 1495 δε η Ισπανία είχε εμπλακεί στους ιταλικούς πολέμους εναντίον της Γαλλίας. Από το 1507 ενώθηκε με την Αυστρία, υπό τον Αψβούργο αυτοκράτορα Κάρολο τον Ε’, τον λεγόμενο Κουίντο.
Οι συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις με τους μουσουλμάνους και τους Γάλλους είχαν από την άλλη πλευρά δημιουργήσει ένα πλήθος βετεράνων, εξαιρετικά έμπειρων μαχητών, οι οποίοι ήταν έτοιμοι να ριχτούν σε κάθε περιπέτεια. Τέτοιοι άνδρες ήταν αυτοί που ανέλαβαν να κατακτήσουν τον Νέο Κόσμο, προσβλέποντας στο δικό τους όφελος και δευτερευόντως στη δόξα της Ισπανίας.
Βετεράνοι μαχητές λοιπόν εγκαταστάθηκαν στις νέες περιοχές που ανακάλυψε ο Κολόμβος, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη σε μια παρθένα χώρα. Σύντομα πάντως οι φιλοδοξίες τους γέννησαν φιλονικίες και αιματηρές εμφύλιες προστριβές. Οι τολμηρότεροι από αυτούς αποτόλμησαν επιδρομές στις ηπειρωτικές αμερικανικές ακτές, μέχρι τη σημερινή Κολομβία. Το 1502-04 ο Κολόμβος ταξίδεψε για τελευταία φορά στην Αμερική και έφτασε στην κεντρική Αμερική, από τον σημερινό Παναμά μέχρι τη Νικαράγουα. Αργότερα οι Ισπανοί κυριάρχησαν σε ολόκληρη την Κεντρική Αμερική και στο μεγαλύτερο μέρος της Νότιας.
Ωστόσο, με τον όρο Κονκισταδόρες έχουν κυρίως μείνει στην Ιστορία οι λιγοστοί Ισπανοί κατακτητές και καταλύτες των δύο μεγάλων προκολομβιανών αμερικανικών αυτοκρατοριών, των Αζτέκων και των Ίνκας, ο Κορτέζ και ο Πιθάρο.
Η κατάκτηση των Αζτέκων
Ο Κορτέζ ξεκίνησε από την Κούβα, στις 18 Φεβρουαρίου 1519, με 11 πλοία, στα οποία επέβαιναν 508 στρατιώτες, 100 ναύτες και 16 άλογα. Ύστερα από πλου δύο μηνών, έφτασε στην περιοχή της σημερινής Βερακρούζ, στον κόλπο του Μεξικού. Ξεκίνησε κρυφά, αφού οι σχέσεις του με τον κυβερνήτη της Κούβας και πρώην μέντορά του Βελάσκεθ είχαν και πάλι διαρραγεί.
Ο Κορτέζ αποβιβάστηκε σε μια περιοχή που ελεγχόταν από τον λαό των Τοτονάκς. Αυτοί ήταν παραδοσιακά εχθροί των Αζτέκων και δέχτηκαν πρόθυμα τους Ισπανούς. Άλλωστε, θεώρησαν τον Κορτέζ ως αντιπρόσωπο του θεού Κουετζαλκοάτλ (κατ’ άλλη εκδοχή, πίστεψαν πως ήταν ο ίδιος ο θεός), του θεού-ερπετού, ο οποίος είχε έρθει στη γη πριν από πολλά χρόνια, δίνοντάς τους την υπόσχεση ότι θα επέστρεφε ξανά. Ο Κορτέζ ήταν αρκετά έξυπνος για να καταλάβει ότι μόνο κέρδος θα είχε από τη συνεργασία μαζί τους. Μέσω του Ντ’ Ακουιλάρ, οι διαπραγματεύσεις γρήγορα απέδωσαν. Αποβίβασε λοιπόν τους άνδρες του και αποφάσισε πρώτα να ιδρύσει στην ακτή μια πόλη, τη Βίγια Ρίκα, η οποία θα λειτουργούσε ως σταθμός ανεφοδιασμού του.
Κατόπιν προέβη στην πλέον αμφιλεγόμενη πράξη του: διέταξε την πυρπόληση των πλοίων του. Τώρα, τόσο ο ίδιος, όσο και οι άνδρες του, δεν είχαν άλλη επιλογή από το νικήσουν ή να πεθάνουν. Αφού ένωσε τη μικρή «στρατιά» του και τους ναύτες των πλοίων, άρχισε να οργανώνει τη βάση επιχειρήσεών του. Τότε παρουσιάστηκε ενώπιόν του ένας πρεσβευτής του αυτοκράτορα των Αζτέκων, του Μοντεζούμα. Ο Αζτέκος πρέσβης έδωσε πολύτιμα δώρα στον Κορτέζ και τον ονόμασε αντιπρόσωπο του θεού Κουετζαλκοάτλ. Ο Κορτέζ δέχτηκε τα δώρα και δήλωσε στον πρέσβη ότι σκόπευε να βαδίσει προς την πρωτεύουσα των Αζτέκων, την Τενοτσιτλάν, για να συναντήσει από κοντά τον φίλο του Μοντεζούμα. Ο πρέσβης προσπάθησε να τον αποθαρρύνει και, όταν δεν το κατόρθωσε, αποχώρησε.
Ο Κορτέζ αμέσως τότε ετοίμασε τους άνδρες του να βαδίσουν προς την Τενοτσιτλάν. Για την πραγματοποίηση του σκοπού τους όμως έπρεπε να διασχίσουν τη γη των Τλαξκανάν, ενός έθνους που εχθρευόταν φανατικά τους Αζτέκους. Οι Τλαξκαλάν προέβαλαν αρχικά σοβαρή αντίσταση στους Ισπανούς. Όταν όμως πείστηκαν ότι στόχος των τελευταίων ήταν οι Αζτέκοι, αποφάσισαν να συμμαχήσουν με τον Κορτέζ και να τον βοηθήσουν. Θεώρησαν, λανθασμένα, ως μεγαλύτερη απειλή τους Αζτέκους από τους λιγοστούς άνδρες του Κορτέζ. Έτσι, ο Κορτέζ βρήκε έναν ανεκτίμητο σύμμαχο και βοηθό στα σχέδιά του.
Οι Τλαξκαλάν του διέθεσαν χιλιάδες πολεμιστές –περί τους 60.000 στην τελική φάση της εκστρατείας– χάρη στους οποίους επικράτησε των Αζτέκων. Διαφορετικά, δεν υπήρχε περίπτωση να νικήσουν οι 600 Ισπανοί έναν στρατό 200.000 ανδρών, έστω και αν διέθεταν αρκεβούζια, πυροβόλα και 16 ιππείς. Οι Ινδιάνοι τρόμαξαν στην αρχή με όλα αυτά, αλλά σύντομα έμαθαν να τα αντιμετωπίζουν. Απόδειξη ήταν οι δύο μάχες που έδωσαν οι Ισπανοί εναντίον των μετέπειτα συμμάχων τους, Τλαξκαλάν, και στις οποίες έχασαν σχεδόν τη μισή τους δύναμη. Η διάσπαση των Ινδιάνων έσωσε κυριολεκτικά τους Ισπανούς.
Στις 10 Οκτωβρίου 1519, ο Κορτέζ, επικεφαλής 300 Ισπανών και 6.000 Τλαξκαλάν, βάδισαν νότια. Στόχος τους ήταν η συμμαχική των Αζτέκων πόλη Τσολούλα. Μαζί του είχε και μια Ινδιάνα ευγενή, η οποία έμεινε γνωστή ως Ντόνια Μαρίνα και διαδραμάτισε πολλές φορές με επιτυχία ρόλο συμβούλου και μεταφραστή του Κορτέζ. Ο στρατός του Κορτέζ χτύπησε την πόλη με δόλο, εκμεταλλεύομενος τη φήμη του αρχηγού ως αντιπροσώπου του θεού-ερπετού. Ο Κορτέζ συγκέντρωσε στην κεντρική πλατεία 3.000 άνδρες, οπαδούς του φιλοαζτέκου βασιλιά της πόλης και τους κατέσφαξε μπροστά στο ναό του θεού-ερπετού. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια των Ινδιάνων συμμάχων του, τοποθέτησε ως βασιλιά φίλο των Τλαξκαλάν.
Το παράδοξο είναι ότι ο Μοντζούμα δεν αντέδρασε στην ξεκάθαρη αυτή κήρυξη πολέμου. Δεν κινητοποίησε τον στρατό του και άφησε τους Ισπανούς και τους συμμάχους τους ανενόχλητους. Οι περισσότεροι ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Μοντεζούμα δεν επιτέθηκε λόγω της εποχής, αφού ο στρατός του, αποτελούμενος από αγρότες, δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τα χωράφια του.
Ωστόσο, η εξήγηση αυτή δεν φαίνεται να ευσταθεί, εφόσον ο Αζτέκος αυτοκτράτορας είχε στη διάθεσή του και επαγγελματίες στρατιώτες, άριστα εκπαιδευμένους, ετοιμοπόλεμους και απολύτως πιστούς σε αυτόν. Αυτό που φοβόταν ο Μοντεζούμα ήταν μια εσωτερική επανάσταση, αφού και άλλοι υποτελείς των Αζτέκων αναθάρρησαν στο άκουσμα των γεγονότων στην Τσολούλα. Ο Κορτέζ και οι άνδρες του δεν εμφανίζονταν ως κατακτητές, αλλά ως ελευθερωτές από τον ζυγό των Αζτέκων.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθούμε στην περίπλοκη πολιτική κατάσταση που υπήρχε εκείνη τη εποχή στην περιοχή. Από τα μέσα του 15ου αιώνα οι Αζτέκοι, μαζί με τους Μεξίκα και τους Τεχκόκο, είχαν αναδειχτεί σε κυρίαρχη δύναμη της περιοχής, σχηματίζοντας την Τριπλή Συμμαχία. Κύριος αντίπαλος της Τριπλής Συμμαχίας ήταν η Συμμαχία των Τσιστιμέκ (=ανθρώπων-σκύλων), μέλη της οποίας ήταν οι Τλαξκαλάν, οι Τσολούλα και οι Χουεξότζινγκο. Οι δύο συνασπισμοί πολεμούσαν συνεχώς με αγριότητα μεταξύ τους από το 1457.
Με την άνοδο στο θρόνο της Τριπλής Συμμαχίας του Μοντεζούμα Β’ (1502-1520), ο πόλεμος αναζωπυρώθηκε. Οι Αζτέκοι εξουδετέρωσαν τους Χουεξότζινγκο και πέτυχαν την αλλαγή πολιτικής της Τσολούλα. Έτσι, είχαν απομείνει μόνοι αντίπαλοι οι Τλαξκαλάν, οι οποίοι δοκιμάστηκαν πολύ σκληρά, στα χρόνια πριν την ισπανική εισβολή. Με αυτό τον τρόπο εξηγείται και το αγιάτρευτο μίσος των Ταξκαλάν για τους Αζτέκους.
Ο Οντεζούμε, όπως είδαμε, αποφάσισε να μην επιτεθεί στους Ισπανούς και στους Τλαξκαλάν, που ανέκτησαν την Τσολούλα. Αντ’ αυτού, ο Αζτέκος αυτοκράτορας έστειλε πρόσκληση στους Ισπανούς να πάνε στην πρωτεύουσά του, Τενοτσιτλάν. Η κίνηση αυτή του Μοντεζούμα μόνο ανόητη δεν ήταν. Η Τενοτσιτλάν ήταν την εποχή εκείνη μία από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου, με 100.000 κατοίκους. Ήταν χτισμένη σε ένα νησί της λίμνης Τεξκόκο, σε υψόμερο περίπου 3.000 μέτρων. Επικοινωνούσε δε με την ξηρά μέσω τριών δρόμων που είχαν κατασκευαστεί επί αναχωμάτων στο βυθό της λίμνης.
Ο Μοντεζούμα πίστευε ότι με την κίνησή του αυτή θα «εγκλώβιζε» τους Ισπανούς στην πόλη, θα τους ήλεγχε και, αν το έκρινε σκόπιμο, εύκολα θα τους εξουδετέρωνε. Θα διασπούσε επίσης και τη συμμαχία τους με τους Τλαξκαλάν. Ο Κορτέζ αποδέχτηκε την πρόσκληση και, συνοδευόμενος από τον ανιψιό του Μοντεζούμα, πρίγκιπα Κακάμα, εισήλθε στην πόλη με τους άνδρες του. Τους υποδέχτηκε ο ίδιος ο Μοντεζούμα μαζί με 4.000 ευγενείς, προσφέροντάς τους πλούσια δώρα. Οι Τλάξκαλάν δεν εισήλθαν στην πόλη, αλλά στρατοπέδευσαν έξω από αυτήν.
Την ίδια ώρα όμως μια στρατιά Ατζέκων, πολύ μακριά από την πόλη, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά κατά των Τοτονάκς, συμμάχων των Ισπανών. Οι τελευταίοι, δυσαρεστημένοι, σταμάτησαν να ανεφοδιάζουν την ισπανική βάση στη Βερακρούζ. Ο Κορτέζ πάντως πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί και, σε απάντηση, συνέλαβε τον Μοντεζούμα.
Ο αυτοκράτορας αιχμαλωτίστηκε χωρίς δυσκολία και χωρίς να αντιδράσει. Προφανώς, μπορούσε να διατάξει την εξόντωση των Ισπανών. Ο ίδιος όμως μάλλον δεν θα προλάβαινε να τη δει, αφού ήταν σίγουρο ότι, σε περίπτωση εναντίον τους επίθεσης, οι Ισπανοί θα τον εκτελούσαν.
Οι Ισπανοί πάντως ζήτησαν λύτρα για τον Μονετζούμα, τα οποία και τους καταβλήθηκαν. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, τα λύτρα ανήλθαν στο ποσό των 700.000 δουκάτων (6.200.000 δολάρια, σε τιμές 1950). Οι Ισπανοί, παρά την καταβολή των λύτρων, ούτε τον Μοντεζούμα απελευθέρωσαν, ούτε από την πόλη έφυγαν. Μέχρι την άνοιξη του 1520 οι Ισπανοί παρέμειναν στην πόλη, μέσα σε ένα ολοένα και εχθρικότερο κλίμα.
Τότε όμως ο Κορτέζ αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Ο κυβερνήτης της Κούβας Βελάσκεθ, πρώην φίλος και νυν φανατικός εχθρός του Κορτέζ, είχε αποστείλει ένα σώμα 1.000 περίπου ανδρών, υπό τον Ναρβάεζ, με εντολή να συλλάβουν τον Κορτέζ. Ο Κορτέζ όμως αντέδρασε άμεσα. Άφησε στην πόλη τον λοχαγό του Αλβαράδο με 80 άνδρες, και ο ίδιος με τους υπόλοιπους στράφηκε να αντιμετωπίσει τη νέα απειλή. Αιφνιδίασε τον αντίπαλό του, τον συνέλαβε και, υποσχόμενος χρυσάφι, πήρε με το μέρος του τους στρατιώτες. Έτσι ενισχυμένος, έχοντας υπό τις διαταγές του 1.300 άνδρες, κίνησε και πάλι για την Τενοτσιτλάν.
Στην πόλη όμως η κατάσταση ήταν τεταμένη. Ο λοχαγός Αλβαράδο είχε εκτελέσει χωρίς λόγο εκατοντάδες Αζτέκους ευγενείς, προκαλώντας ανοιχτή σχεδόν εξέγερση. Η άφιξη του Κορτέζ δεν βελτίωσε την κατάσταση. Σε λίγο η εξέγερση ξέσπασε. Οι Ισπανοί πολιορκήθηκαν στο ανάκτορο του Μοντεζούμα, από δεκάδες χιλιάδες Αζτέκους. Ύστερα από πολιορκία 23 ημερών, ο Κορτέζ διέταξε τον Μοντεζούμα να δώσει εντολή στους άνδρες του να καταθέσουν τα όπλα. Ο Μοντεζούμα όμως έπεσε νεκρός καθώς μιλούσε στα εξαγριωμένα πλήθη. Αμέσως αυτοκράτορας ανακηρύχτηκε ο αδελφός του, Κουιτλαχουάκ. Οι Ισπανοί δεν είχαν πλέον άλλη επιλογή από το να επιχειρήσουν να διαφύγουν.
Το βράδυ της 30ης Ιουνίου 1520, οι Ισπανοί ξεκίνησαν. Πολλοί άνδρες είχαν φορτωθεί με χρυσό, ράβοντας χρυσά κοσμήματα ακόμα και στις φόδρες των ρούχων τους. Οι Ινδιάνοι όμως τους περίμεναν. Είχαν μάλιστα καταστρέψει και τον δρόμο από τον οποίο οι Ισπανοί σκόπευαν να φτάσουν στην όχθη της λίμνης. Αλλά και ο Κορτέζ, φοβούμενος αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο, είχε διατάξει τους άνδρες του να κατασκευάσουν μια ξύλινη πλατφόρμα, η οποία θα λειτουργούσε ως γέφυρα για το πέρασμα του κομμένου δρόμου.
Η έξοδος άρχισε. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Ο Κορτέζ με τη Μαρίνα πέρασαν τον κατεστραμμένο δρόμο χάρη στην ξύλινη γέφυρα. Τότε όμως ξαφνικά η νύχτα φωτίστηκε. Χιλιάδες βέλη, πέτρες και ακόντια έσχισαν το νυχτερινό ουρανό. Οι Ινδιάνοι επιτέθηκαν από παντού. Ακολούθησε άγρια μάχη για πολλές ώρες. Η ισπανική οπισθοφυλακή δεν πρόλαβε να περάσει την ξύλινη γέφυρα και κατακόπηκε. Παρά την επέμβαση και των Τλαξκαλάν που είχαν στρατοπεδεύσει στην όχθη, οι Ισπανοί συντρίφθηκαν. Περισσότεροι από τους μισούς σκοτώθηκαν, μαζί με 1.000 περίπου Τλαξκαλάν, ενώ όλα τα πυροβόλα χάθηκαν. Οι φορτωμένοι με χρυσάφι άνδρες έπεφταν στη λίμνη και πνίγονταν, για να γλιτώσουν από τους Ινδιάνους.
Μετά τη συντριπτική αυτή ήττα, ο Κορτέζ και τα θλιβερά υπολείμματα του στρατού βάδισαν βόρεια, όπου το έδαφος ήταν πιο προσβάσιμο, για να μην πέσουν σε ενέδρα των Αζτέκων. Παρ’ όλ’ αυτά, όταν έφτασαν κοντά στην πόλη Οτούμπα, στη βόρεια όχθη της λίμνης, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα τεράστιο στρατό Ατζέκων. Επικεφαλής του ήταν ο μέγας αρχιερέας της Τενοτσιτλάν.
Οι Αζτέκοι άρχισαν την επίθεσή τους από τις πτέρυγες, με προφανή σκοπό να περικυκλώσουν και να αφανίσουν τους Ισπανούς. Ο Κορτέζ όμως κατάλαβε ότι τις κινήσεις των στρατευμάτων τους κατηύθυνε από ένα κοντινό λόφο, με σήματα, ο αρχιερέας και αρχιστράτηγός τους. Αυτόν έπρεπε να εξουδετερώσουν. Ήταν η μόνη τους ελπίδα. Διέταξε τους άνδρες του να σχηματίσουν τετράγωνο, αφήνοντας επικεφαλής τον λοχαγό Ορντάς.
Ο ίδιος, μαζί με πέντε ακόμα αξιωματικούς του που είχαν άλογα, επιτέθηκε κατά των Ινδιάνων. Με την ιαχή «Σαντιάγκο» (Αγ. Ιάκωβος, ο προστάτης άγιος του Ισπανικού Στρατού, μέχρι και σήμερα) οι έξι Ισπανοί ιππείς εφόρμησαν με όλη την ταχύτητα και την ορμή τους κατά των κατάπληκτων Ινδιάνων, οι οποίοι έντρομοι άνοιγαν τις γραμμές τους ενώπιον των ιππέων. Έτσι, χωρίς δυσκολία, ο Κορτέζ και οι ιππείς του έφτασαν στο λόφο και σκότωσαν με τις λόγχες τους τον αρχιερέα. Αυτό ήταν. Αυτόματα ο στρατός των Αζτέκων κατέρρευσε και οι άνδρες τράπηκαν σε φυγή. Επρόκειτο για μια από τις πλέον απίστευτες νίκες στην ιστορία των πολέμων. Μετά τη νίκη τους, γεμάτοι αυτοπεποίθηση, οι Ισπανοί υποχώρησαν ανενόχλητοι και εισήλθαν επιτέλους στο έδαφος των συμμάχων τους, Τλαξκαλάν. Αμέσως άρχισαν να προετοιμάζουν τη νέα εκστρατεία.
Στο διάστημα μέχρι την έναρξη της νέας εκστρατείας κατά των Αζτέκων σημειώθηκαν δύο τεράστιας σημασίας γεγονότα. Πρώτον, ο Κορτέζ κατάφερε να ξεσηκώσει εναντίον των Αζτέκων όλες τις δυσαρεστημένες φυλές, συγκεντρώνοντας μια στρατιά, πλέον, 36.000 ανδρών και, δεύτερον και σημαντικότερο, οι Αζτέκοι άρχισαν να υποφέρουν τις συνέπειες του ισπανικού… βιολογικού πολέμου. Οι Ισπανοί είχαν φέρει μαζί τους, από τον Παλαιό Κόσμο, ασθένειες οι οποίες ενδημούσαν εκεί, όπως η ευλογία, έναντι της οποίας οι Ευρωπαίοι είχαν αντισώματα. Οι Ινδιάνοι όμως δεν είχαν. Η ευλογιά, αφού εξόντωσε τους Ινδιάνους στην Αϊτή και την Κούβα, πέρασε και στο Μεξικό, συνεχίζοντας να τους θερίζει. Υπολογίζεται ότι το 40% του πληθυσμού των Αζτέκων πέθανε από την ασθένεια σε λιγότερο από δύο χρόνια. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο νέος αυτοκράτορας Κουιτλαχουάκ, ο οποίος υπέκυψε στις 4 Δεκεμβρίου 1520.
Στις 29 Δεκεμβρίου, 550 Ισπανοί και 10.000 Τλαξκαλάν εισέβαλαν στο έδαφος των Αζτέκων. Πρώτος στόχος τους ήταν η πόλη Ταξκόκο, την οποία κατέλαβαν και στην οποία εγκατέστησαν νέο, φιλικά διακείμενο προς αυτούς βασιλιά. Μετά επιτέθηκαν στην πόλη Ιξταπαλάπα, που ήταν χτισμένη σε μια χερσόνησο, στη λίμνη, χαμηλότερα από τη στάθμη του νερού, το οποίο κρατούσαν με φράγματα.
Οι Ισπανοί και οι σύμμαχοί τους κατάφεραν να εισέλθουν στην πόλη. Τότε όμως οι Αζτέκοι έσπασαν τα φράγματα και η πόλη γέμισε νερά. Οι Ισπανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Έχασαν μάλιστα και μεγάλη ποσότητα πυρίτιδας, η οποία βράχηκε και καταστράφηκε.
Παρ’ όλα αυτά, οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του Φεβρουαρίου, του Μαρτίου και του Απριλίου. Ο Κορτέζ αντιλήφθηκε ότι χωρίς πλοία δεν θα μπορούσε ποτέ να νικήσει τους Αζτέκους, οι οποίοι είχαν καταστρέψει μέρος των δρόμων που ένωναν την πόλη τους με την ξηρά, μετατρέποντάς τη σε νησί. Διέταξε λοιπόν την κατασκευή 13 ελαφρών πλοίων, τα οποία εξόπλισε με πυροβόλα και μουσκετοφόρους. Τα πυροβόλα αυτά –3 βαριά και 15 ελαφρύτερα– είχαν αποσταλεί από την Ισπανία και μόλις είχαν φτάσει, μαζί με τους πυροβολητές και με ενισχύσεις.
Ο Κορτέζ διέθετε τώρα 820 πεζούς και 86 ιππείς Ισπανούς, 10.000 πολεμιστές Τλαξκαλάν και 25.000 άλλους Ινδιάνους πολεμιστές από τις γύρω πόλεις. Τα πλοία κατασκευάστηκαν στη χώρα των Τλαξκαλάν, μεταφέρθηκαν σε κομμάτια και συναρμολογήθηκαν στη λίμνη Ταξκόκο. Επρόκειτο για έναν ακόμα άθλο. Στις 28 Απριλίου οι Ισπανοί διέθεταν έναν ισχυρό στόλο στη λίμνη, ικανό να απειλήσει την καρδιά της αυτοκρατορίας των Αζτέκων. Όλα ήταν έτοιμα για την επίθεση.
Στις 31 Μαΐου, ο στόλος απέπλευσε, με τον Κορτέζ επικεφαλής, με σκοπό να εξουδετερώσει ένα φρούριο των Αζτέκων στη λίμνη. Ξαφνικά όμως δέχτηκε την επίθεση 1.500 κανό. Ευτυχώς για τους Ισπανούς φυσούσε δυνατός αέρας. Τα πανιά ήταν φουσκωμένα και τα πλοία τους είχαν αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα. Ο Κορτέζ, εκμεταλλευόμενος αυτόν ακριβώς τον παράγοντα, διέταξε τα πλοία του να επιπέσουν στα εχθρικά κανό. Τα πλοία του δεν είχαν πρόβλημα να διαλύσουν τον εχθρικό σχηματισμό, περνώντας μέσα από τις εχθρικές γραμμές. Τα κανό αναποδογύριζαν ακόμα και από τον κυματισμό που προκαλούσαν τα ισπανικά πλοία, την ώρα που οι πυροβολητές, οι βαλλιστροφόροι, οι αρκεβουζιοφόροι και οι μουσκετοφόροι σκόρπιζαν τον θάνατο. Η «ναυμαχία» έληξε σύντομα με την ολοκληρωτική συντριβή του ινδιανικού «στόλου».
Μετά τη νίκη τους, οι Ισπανοί κατέλαβαν τα τμήματα των δρόμων που οδηγούσαν στην πόλη και δεν είχαν καταστραφεί και ξεκίνησαν εργασίες αναχωμάτωσης. Σε λίγο είχαν πλησιάσει στην πόλη και οι πρώτες μάχες άρχισαν να διεξάγονται στα προάστια. Οι συγκρούσεις αυτές κράτησαν τρεις εβδομάδες, με τους Ισπανούς να μην μπορούν να προχωρήσουν.
Στα τέλη Ιουνίου, ο Κορτέζ εξαπέλυσε την πρώτη μαζική επίθεση, η οποία απέτυχε παταγωδώς. Η επίθεση αποκρούστηκε και ο ίδιος τραυματίστηκε πολύ βαριά, ενώ 68 άντρες του αιχμαλωτίστηκαν και αργότερα εκτελέστηκαν τελετουργικά και βασανιστικά. Το βράδυ οι Ισπανοί άκουγαν τις ικετευτικές κραυγές των συντρόφων τους, καθώς οι Αζτέκοι ιερείς τούς αφαιρούσαν τις καρδιές! Η αποτυχία αυτή, ο τραυματισμός του Κορτέζ, αλλά και η εκτέλεση των Ισπανών αιχμαλώτων, προκάλεσε σχεδόν τη διάλυση των συμμάχων του Κορτέζ.
Ωστόσο ο Κορτέζ κατόρθωσε να τους συγκρατήσει. Παράλληλα, αποφάσισε να ακολουθήσει άλλο σχέδιο. Θα εισέβαλε στην πόλη, από μια πλευρά μόνο, με συγκεντρωμένες τις δυνάμεις του, στενά υποστηριζόμενες από το πυροβολικό, και θα κατέστρεφε την πόλη και τα κτίριά της, συνοικία προς συνοικία, ώστε οι Αζτέκοι να μη βρίσκουν καταφύγιο στα κτίρια, ούτε να μπορούν να οχυρώνονται σε αυτά.
Το σχέδιο αυτό ακολουθήθηκε με ευλάβεια θρησκευτική, και σύντομα απέδωσε καρπούς. Σταδιακά, υφιστάμενοι τρομακτικές απώλειες, οι Αζτέκοι εξαναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στα βόρεια προάστια, υποφέροντας τώρα και από την πείνα. Τελικά οι απελπισμένοι Αζτέκοι εξαπέλυσαν μια επίθεση αυτοκτονίας, η οποία αποκρούστηκε από τα ισπανικά πυρά. Δεν κατόρθωσαν όμως να αντιμετωπίσουν την ισπανική αντεπίθεση που ακολούθησε και είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της πόλης, μέσα σε ένα όργιο σφαγών, λεηλασιών, φωτιάς και καταστροφής. Υπολογίζεται ότι περίπου 40.000-50.000 Αζτέκοι σφαγιάστηκαν εκείνη την ημέρα.
Η σφαγή σταμάτησε την επομένη, 13η Αυγούστου, όταν συνελήφθη ο Αζτέκος αυτοράτορας Κουαχτεμόκ. Ο τελευταίος Αζτέκος αυτοκράτορας σύρθηκε ενώπιον του Κορτέζ. Διατηρώντας αλώβητη την αξιοπρέπειά του, ο Ινδιάνος είπε στον Κορτέζ: «Έκανα το καθήκον μου υπερασπιζόμενος την πόλη μου. Σε εκλιπαρώ τώρα να με σκοτώσεις. Αμέσως μετά μπορείς να αποτελειώσεις το μεγάλο βασίλειο του Μεξικό»!
Τα λόγια του σύντομα αποδείχτηκαν προφητικά. Σε ένα χρόνο η αυτοκρατορία των Αζτέκων δεν υπήρχε πια. Ο Κορτέζ ονομάστηκε δούκας της κοιλάδας του Οξάκα. Ποτέ όμως δεν κατάφερε να επικρατήσει των εχθρών του στην αυλή. Πέθανε στην Ισπανία, το 1547, πάμφτωχος, ο άνθρωπος που, χάρη στο χρυσάφι των Αζτέκων, κατέστησε την Ισπανία παγκόσμια υπερδύναμη.
Η κατάκτηση των Ίνκας
Η κατάκτηση του Περού και η κατάλυση της αυτκορατορίας των Ίνκας από τους Ισπανούς, ελάχιστες ομοιότητες έχει με αυτή του Μεξικό. Η κατάκτηση των Ίνκας αποτελεί την πλέον τυχοδιωκτική επιχείρηση των αιώνων, η οποία ήταν εντελώς αίολη και πέτυχε χάρη στην ευνοϊκή συγκυρία και μόνο.
Επίσης ο κατακτητής του Περού Φρανθίσκο Πιθάρο δεν είχε καμία από τις αρετές του Κορτέζ, ούτε ως διπλωμάτης, ούτε ως πολεμιστής. Διέθετε όμως πλεόνασμα θάρρους και ακόρεστη φιλοχρηματία και φιλοδοξία. Ο Πιθάρο ήταν περίπου 50 ετών όταν άρχισε την εκστρατεία του κατά των Ίνκας.
Είχε ήδη συμμετάσχει σε εξερευνητικές-πειρατικές αποστολές στις νοτιοαμερικανικές ακτές. Από την επαφή του με τους Ινδιάνους της Κολομβίας, έμαθε και για τον θρύλο του Ελντοράντο, της πόλης του χρυσού. Από τότε σκοπός του έγινε η κατάκτησή της.
Το 1531, με χρηματοδότηση του Κορτέζ, ο Πιθάρο ξεκίνησε τη μεγάλη του περιπέτεια. Αποβιβάστηκε με 130 πεζούς, 40 ιππείς, 1 πυροβόλο και 10 πυροβολητές, στα σημερινά σύνορα Κομλομβίας-Παναμά. Από εκεί, βάσει πληροφοριών των Ινδιάνων, κινήθηκε νοτιοδυτικά και εισήλθε στο έδαφος των Ίνκας. Ο Πιθάρο ήταν τυχερός. Τέσσερα χρόνια πριν, ο αυτοκράτορας των Ίνκας είχε πεθάνει και οι δύο γιοι του είχαν ξεκινήσει έναν άγριο εμφύλιο πόλεμο για το θρόνο. Νικητής αναδείχτηκε, λίγους μήνες πριν την ισπανική απόβαση, ο Αταχουάλπα.
Αυτός πληροφορήθηκε την άφιξη των Ισπανών, αλλά δεν ανησύχησε, λόγω του μικρού αριθμού τους. Διέταξε μάλιστα τους υπηκόους του να φερθούν καλά στους Ισπανούς. Ο Πιθάρο και οι άνδρες του έφθασαν έτσι ανενόχλητοι στην Καζαμάρκα, κοντά στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα Κούσκο. Από εκεί ο Πιθάρο έστειλε απεσταλμένο στον Αταχουάλπα, ο οποίος ανέφερε στον αυτοκράτορα πως ο Πιθάρο επιθυμούσε να του παραδώσει προσωπικό μήνυμα του βασιλιά της Ισπανίας.
Ο Αταχουάλπα δεν υποψιάστηκε τίποτε και, την επομένη, με τη συνοδεία ευγενών και 5.000 στρατιωτών, εμφανίστηκε ενώπιον των Ισπανών, στο χρυσοντυμένο φορείο του. Αμέσως ο Πιθάρο έστειλε στον Αταχουάλπα έναν ιερέα, ο οποίος κρατούσε ένα σταυρό και μια βίβλο. Ο ιερέας είπε τότε στον αυτοκρατόρα πως αν ο ίδιος και ο λαός του δεν ασπαστούν τον Χριστιανισμό, θα δεχτούν επίθεση.
Ο Αταχουάλπα ρώτησε τότε πώς θα μπορούσε να γίνει χριστιανός. «Μελετώντας αυτό το βιβλίο», του απάντησε ο ιερέας και του έδωσε τη Βίβλο. Ο Αταχουάλπα πήρε τη Βίβλο, την ξεφύλλισε, αλλά, μην κατανοώντας το περιεχόμενο, την άφησε να πέσει στο χώμα. Αμέσως ο Ισπανός ιερέας, μέρος και αυτός της συνωμοσίας, άρχισε να φωνάζει: «Στα όπλα, χριστιανοί, στα όπλα. Ο λόγος του Θεού εξευτελίστηκε».
Ήταν το σύνθημα. Ο Πιθάρο και οι άνδρες του εξόρμησαν με ιαχές και πυροβολισμούς και άρχισαν να κατασφάζουν τους ανυποψίαστους Ινδιάνους. Περισσότεροι από 10.000 σφαγιάστηκαν και η πόλη Καζαμάρκα κάηκε. Ο Αταχουάλπα αιχμαλωτίστηκε και για την απελευθέρωσή του οι Ισπανοί απαίτησαν λύτρα αξίας, σε τιμές 1950, περίπου 7.000.000 δολαριων, σε χρυσό και άργυρο.
Τα λύτρα καταβλήθηκαν, αλλά ο Αταχουάλπα δεν απελευθερώθηκε. Οι Ισπανοί τον καταδίκασαν να καεί ζωντανός. Σε μια σπάνια επίδειξη ανθρωπισμού, πάντως, ο Πιθάρο του υποσχέθηκε πιο ανώδυνο θάνατο, έαν ασπαζόταν τον Χριστιανισμό. Έτσι και έγινε: ο Αταχουάπα εκτελέστηκε με στραγγαλισμό.
Τα επόμενα τρία χρόνια, ο Πιθάρο και οι άνδρες τους κατέκτησαν εύκολα και τις άλλες πόλεις των Ίνκας και την πρωτεύουσα Κούσκο, μια πόλη 200.000 κατοίκων. Οι Ίνκας επιχείρησαν να αντισταθούν, αλλά οι Ισπανοί εκμεταλλεύτηκαν τις θρησκευτικές τους εμμονές -δεν πολεμούσαν νύχτα, δεν εκστράτευαν πριν τη νέα σελήνη– και τους κατανίκησαν.
Ωστόσο, η αντίσταση των Ίνκας διήρκεσε μέχρι το 1572, όταν κατελήφθη και η τελευταία πόλη που είχαν χτίσει στις Άνδεις, το περίφημο Μάτσου Πίτσου. Επίσης, οι Ίνκας έδειξαν μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα στα νέα όπλα των Ισπανών και σύντομα τα υιοθέτησαν και οι ίδιοι.
Ο διάδοχος του Αταχουάλπα, Μάνγκο, συγκρότησε ιππικό, με τα άλογα 70 Ισπανών που σκότωσαν οι άνδρες του, εξόπλισε μέρος του στρατού με σάρισες και με κυριεμένα αρκεβούζια, υποχρεώνοντας Ισπανούς αιχμαλώτους να κατασκευάζουν πυρίτιδα. Σύντομα όμως ο πυρετός του χρυσού έφερε στο Περού τόσους Ισπανούς, που οι δυνάμεις του Μάνγκο δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν.
Ο Πιθάρο επίσης δεν χάρηκε πολύ τη νίκη του. Δολοφονήθηκε το 1541 στη Λίμα από τους συμπολεμιστές του, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν την εξουσία και τα πλούτη του.