Ο εργοδότης της Γουέντι Σπίκς ήρθε αντιμέτωπος με ένα αποτρόπαιο θέαμα όταν αποφάσισε να την επισκεφτεί στο σπίτι της.
Η 51χρονη γυναίκα από το Γουακεφίλντ ήταν δεμένη, είχε βιαστεί και μαχαιρωθεί 11 φορές από έναν σαδιστή φετιχιστή δολοφόνο, ο οποίος την υποχρέωσε να φορέσει ένα ζευγάρι γόβες που είχε αγοράσει από ένα φιλανθρωπικό μπαζάρ πριν της επιτεθεί άγρια και κόψει το νήμα της ζωής της.
Η σύλληψη του Κρίστοφερ Φάροου χρειάστηκε 6 ολόκληρα χρόνια για να καταστεί εφικτή και να καταδικαστεί σε 18 χρόνια στη φυλακή για το έγκλημα που έκανε το 1994. Οι αστυνομικοί που τον συνέλαβαν μίλησαν για έναν άνθρωπο χωρίς κανένα συναίσθημα, ο οποίος δεν είχε μετανιώσει για τη δολοφονία της άτυχης γυναίκας για την οποία μάλιστα δήλωσε ότι βρέθηκε στον λάθος τόπο τη λάθος στιγμή αφού είχε τσακωθεί με τη φίλη του εκείνης της εποχής και κάποιος θα την πλήρωνε πολύ άσχημα.
Μια φρικιαστική δολοφονία
Ο δολοφόνος της αγαπημένης μητέρας δύο ενηλίκων αποτελεί το θέμα του τελευταίου επεισοδίου του δημοφιλούς τηλεοπτικού προγράμματος The Incident Room που προβλήθηκε από το Channel 5, γράφει η Sun.
Σε μια συνέντευξη η ακόμη φορτισμένη συναισθηματικά κόρη της αποθανούσας, η Τρέισι Μίλιγκτον Τζόουνς ξεκαθάρισε ότι οργάνωσε δύο μεγάλες εκστρατείες για να αποφυλακιστεί ο δολοφόνος της μητέρας της το 2018 και το 2020, ενώ δεσμεύτηκε ότι όσο είναι ζωντανή, ο Φάροου δεν θα έχει την ευκαιρία να πληγώσει κανένα άλλο άνθρωπο.
«Αν βγει μπορεί να συναντήσει κάποια, να παντρευτεί στο εξωτερικό και να ζήσει άλλα 40 χρόνια ως ελεύθερος άνδρας», λέει η ίδια για να πει με παράπονο ότι η μητέρα της δεν έχει ανάλογη ευκαιρία. «Πέθανε στα 51 της χρόνια και δεν γνώρισε ποτέ την εγγονή της, δεν έπαιξε μαζί της, δεν την είδε να μεγαλώνει», δήλωσε η ίδια.
Το αιματηρό χρονικό
Η Γουέιντι που ζούσε μόνη της σε μια μικρή μονοκατοικία στο Γουάκεφιλντ ήταν πλάσμα της συνήθειας. Σηκωνόταν, πήγαινε στη δουλειά της και γυρνούσε την ίδια ώρα σπίτι της κάθε μέρα, ενώ τα Σαββατοκύριακα έκανε τη σερβιτόρα σε ένα τοπικό μπαρ για έξτρα εισόδημα.
Η Τρέσι και η αδελφή της Λέα μιλούσαν καθημερινά μαζί της, καθώς εκτιμούσαν ότι της μεγάλωσε χωρίς να τους λείψει τίποτα μέσα από μεγάλες δυσκολίες.
Ήταν οι Τρεις Σωματοφύλακες, μια δεμένη ομάδα που έσπασε οριστικά στις 14 Μαρτίου του 1994, οπότε ενώ η Γουέντι είχε επιστρέψει σπίτι της και έβλεπε τηλεόραση ο Φάροου της χτύπησε την πόρτα και υπό την απειλή του όπλου την έσπρωξε μέσα και την υποχρέωσε να βάλει τα παπούτσια κουβαλούσε μαζί του πριν τη βιάσει και τη δολοφονήσει με πρωτοφανή αγριότητα.
Τα ψηλοτάκουνα
Μάλιστα, φεύγοντας από το σπίτι της πήρε κι ένα δικό της ζευγάρι ψηλοτάκουνα ως τρόπαιο του εγκλήματος του, γεγονός που έπεισε τις αρχές ότι δεν ήταν η πρώτη του επίθεση. Μόνη παρηγοριά για τα παιδιά της τα ευρήματα του ιατροδικαστή που συμπέρανε ότι το πρώτο χτύπημα στο λαιμό της την άφησε αναίσθητη, οπότε πιθανότατα δεν ένιωσε τον αφόρητο πόνο των όσων ακολούθησαν.
Η σύλληψη του Φάροου για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ ήταν αυτή που οδήγησε στην ταυτοποίηση του ως ο δολοφόνος της Γουέντι για την οποία μάλιστα είπε ότι δεν σκόπευε να την σκοτώσει, αλλά το έκανε επειδή φοβήθηκε ότι θα τον αναγνώριζε.
«Είμαι ένας βιαστής που έκανε φόνο και όχι ένας δολοφόνος που βίασε», είπε στο δικαστήριο, όπου εμφανίστηκαν και άλλα θύματα του, τα οποία όμως για λόγους που δεν διευκρινίστηκαν δεν έφτασε στο σημείο να δολοφονήσει.