Από τους προϊστορικούς χρόνους, η Κύπρος αποτέλεσε αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού χώρου. Ακόμα και μετά την κατάκτησή της από τους Φράγκους της Τρίτης Σταυροφορίας, η Μεγαλόνησος συνέχισε να αποτελεί το φάρο του ελληνισμού στην άκρη της Ανατολικής Μεσογείου, μέχρι το 1571 που κατακτήθηκε από τους Τούρκους.
Οι Δυτικοί τότε, με πρωταγωνιστές τους Ενετούς, γνώρισαν από πρώτο χέρι τον τουρκικό πολιτισμό – ο Ενετός διοικητής της Αμμοχώστου γδάρθηκε και πριονίστηκε ζωντανός, παρά τη συμφωνία που είχε υπογράψει με τους Τούρκους.
Από τότε βέβαια έχουν περάσει αιώνες. Οι Δυτικοί ξέχασαν. Οι Τούρκοι έχουν πλέον αλλάξει, διατείνονται. Ο Ισαάκ και ο Σολωμός είναι άλλωστε οι περιπτώσεις που επιβεβαιώνουν την αλλαγή, θα τολμούσαμε να συμπληρώσουμε.
Το 1878 οι Τούρκοι πούλησαν το νησί στους Βρετανούς, οι οποίοι το διατήρησαν έως το 1959, οπότε κηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος, λες και όλοι οι ήρωες της ΕΟΚΑ δεν πέθαναν για την ένωση με την Ελλάδα. Το 1959 είναι και το μοιραίο έτος για την Κύπρο. Από τότε ουσιαστικά τέθηκαν οι υποδομές για τον Αττίλα Ι και ΙΙ.
Το κρατικό μόρφωμα που προέκυψε από τις γνωστές, αισχρές συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου ήταν αδύνατον να λειτουργήσει, εξαιτίας των υπερβολικών προνομίων που απολάμβαναν οι Τουρκοκύπριοι –εξισλαμισμένοι Έλληνες στην πραγματικότητα– σε σχέση με την πληθυσμιακή τους αναλογία, όπως επρόκειτο να συμβεί εν πολλοίς και σήμερα εάν εφαρμοζόταν το σχέδιο Ανάν. Από την άλλη πλευρά, η συνθήκη περί των τριών εγγυητριών δυνάμεων άφηνε λευκή επιταγή επέμβασης σε όποιον το επιθυμούσε, σε χρονική στιγμή της επιλογής του.
Η χρεοκοπία της συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου ήταν πλέον έκδηλη, όταν το 1963-64 διεξήχθησαν μάχες Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων. Η Τουρκία επενέβη τότε στρατιωτικά, βομβαρδίζοντας ελληνοκυπριακούς στόχους στην Κύπρο. Ακολούθως η Ελλάδα έστειλε μια μεραρχία πεζικού στην Κύπρο, διασφαλίζοντας την ανεξαρτησία του νησιού.
Το 1964 κατατέθηκε και το περίφημο σχέδιο Άτσενσον, βάσει του οποίου η Κύπρος θα ενωνόταν με την Ελλάδα, εκτός ενός μικρού τμήματος της Καρπασίας που θα ετίθετο υπό τουρκική διοίκηση. Το συμφέρον για τον ελληνισμό αυτό σχέδιο ναυάγησε με υπαιτιότητα της τότε κυπριακής κυβέρνησης.
Λίγο αργότερα, στην Ελλάδα επιβλήθηκε το καθεστώς των Συνταγματαρχών, και το Κυπριακό πρόβλημα μπήκε σε νέα φάση. Σκηνοθετημένα επεισόδια μεταξύ των δύο κοινοτήτων οδήγησαν στην άσκηση πιέσεων στην Αθήνα για την απομάκρυνση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί.
Η στρατιωτική κυβέρνηση υπέκυψε στις έξωθεν πιέσεις και απέσυρε τα ελληνικά στρατεύματα, αφήνοντας ανοιχτό πεδίο στους Τούρκους. Το γεγονός αυτό επιδείνωσε τις έτσι και αλλιώς άσχημες ελληνοκυπριακές σχέσεις – οι οποίες, δυστυχώς για τον Ελληνισμό, δεν υπήρξαν σχεδόν ποτέ εγκάρδιες, σε επίπεδο πολιτικών ηγεσιών φυσικά, κάτι που, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, ισχύει σε μεγάλο βαθμό έως και σήμερα, ειδικά την τελευταία δεκαετία.
Κορυφαία απόδειξη της διχόνοιας που ενυπάρχει εδώ και αιώνες στον ελληνισμό, όπως αυτή εκφράστηκε τότε, ήταν το οργανωμένο από την Αθήνα πραξικόπημα κατά του Μακαρίου.
Οι συνέπειες της αψυχολόγητης εκείνης κίνησης του τότε ισχυρού άντρα της χούντας, ταξίαρχου Ιωαννίδη, ήταν το έναυσμα για την έναρξη της διαδικασίας που οδήγησε στην τουρκική εισβολή. Το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου ήταν φυσικά ξενικής έμπνευσης και αποσκοπούσε ακριβώς στην κατάληψη της μισής Κύπρου από τους Τούρκους. Σχετιζόταν επίσης άμεσα με τους προηγηθέντες αραβοϊσραηλινούς πολέμους του 1967 και του 1973, αλλά και με τη στάση του Μακάριου απέναντι στο ΝΑΤΟ – οι Αμερικανοί ονόμαζαν τον Μακάριο «Φιντέλ Κάστρο της Μεσογείου».
Οι βάρβαροι προ των πυλών
Η απόφαση των Τούρκων να εισβάλουν στην Κύπρο είχε ληφθεί πολύ πριν το πραξικόπημα κατά του Μακάριου. Οι Τούρκοι, με τη γνωστή ανατολίτικη πονηριά τους, απλώς περίμεναν τις κατάλληλες συνθήκες, τις οποίες τους είχαν υποσχεθεί ότι θα δημιουργήσουν οι «μεγάλοι» φίλοι τους. Εκμεταλλευόμενοι την ανοησία και την ευπιστία του Ιωαννίδη και των συν αυτώ, αλλά και τα μεγάλα πολιτικά σφάλματα που είχαν διαπραχθεί από τους Έλληνες πολιτικούς πρωτύτερα, οι μεγάλοι μας «σύμμαχοι» έστησαν το σκηνικό της καταστροφής. Οι Τούρκοι γνώριζαν τις ελληνικές αδυναμίες από πρώτο χέρι και τις εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο. Για την επιχείρηση κατάληψης της Κύπρου, στην οποία έδωσαν το προφητικό κωδικό όνομα «Αττίλας», οι Τούρκοι συγκέντρωσαν τις εξής δυνάμεις:
1) Το στρατηγείο του 6ου Σώματος Στρατού, υπό τον αντιστράτηγο Νουρεντίν Εσκίν, με έδρα τα Άδανα.
2) Την 39η Μεραρχία Πεζικού (ΜΠ) με τα 14ο, 49ο, 50ο Σύνταγμα Πεζικού (ΣΠ), στη Μερσίνα (υποστράτηγος Μπετρετίν Ντεμιρέλ).
3) Την 28η ΜΠ με τα 23ο, 61ο, 13ο ΣΠ.
4) Την Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών στην Καισαρεία (με 2 τάγματα αλεξιπτωτιστών και ένα τάγμα πεζικού).
5) Την 39η Ταξιαρχία Καταδρομών με δύο τάγματα καταδρομών.
6) Την 5η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία.
7) Το 6ο Τάγμα Πεζοναυτών.
Την εισβολή θα υποστήριζαν σοβαρές αεροπορικές δυνάμεις, αποστολή των οποίων θα ήταν αρχικά η εξασφάλιση αεροπορικής υπεροχής και εν συνεχεία η στενή υποστήριξη των χερσαίων τμημάτων. Φαίνεται πως οι Τούρκοι, αντίθετα με ορισμένους Έλληνες στρατιωτικούς και πολιτικούς, πίστευαν πως η Κύπρος δεν βρισκόταν και τόσο μακριά από την Ελλάδα.
Ως πρώτο κλιμάκιο εφόδου, τα αποβατικά στρατεύματα συγκροτήθηκαν από το 5ο ΣΠ, το 6ο ΤΠΝ και από μια ίλη αρμάτων, υπό τον ταξίαρχο Σουλεϊμάν Τουρσέλ. Το κλιμάκιο αυτό ονομάστηκε Ταξιαρχία Τσακμάκ, και είχε δύναμη 3.500 αντρών.
Συνολικά, οι Τούρκοι έριξαν στη μάχη 40.000 άντρες, 180-200 άρματα Μ47-Μ48. Υποστηρίχτηκαν από 75 μαχητικά και 55 μεταγωγικά αεροσκάφη, 43 ελικόπτερα και πολλές μονάδες ναυτικού. Στις δυνάμεις αυτές πρέπει επιπλέον να προστεθούν οι δυνάμεις της ΤΟΥΡΔΥΚ και των Τουρκοκυπρίων, συνολικής δύναμης περίπου 20.000 αντρών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τουρκοκυπριακή «πολιτοφυλακή» δρούσε επί χρόνια πριν την εισβολή ανενόχλητη και είχε καταστήσει τους τουρκοκυπριακούς θύλακες στο νησί απόρθητα οχυρά, που διέθεταν μέχρι και πολυβολεία από ενισχυμένο σκυρόδεμα!
Ιδιαίτερα ο θύλακας Λευκωσίας (Λευκωσία-Κιόνελι-Αγύρτα-Αγ. Ιλαρίων μέχρι το χωριό Τέμπλος) διέθετε οχυρώσεις από σκυρόδεμα, διάδρομους στην Αγύρτα και έθετε υπό τουρκικό έλεγχο τη σημαντικότατη διάβαση του Αγ. Ιλαρίωνα. Η ΤΟΥΡΔΥΚ με 1.200 άντρες στάθμευε στο Κιόνελι.
Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικές δυνάμεις ήταν το στρατηγείο Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ), υπό τον ταξίαρχο Μιχαήλ Γεωργίτση:
1) 15 ενεργά τάγματα πεζικού, εξαιρετικά μειωμένης όμως δύναμης, λόγω της μείωσης της θητείας στην οποία είχε προχωρήσει η κυπριακή κυβέρνηση τις παραμονές του πραξικοπήματος.
2) 19 επιστρατευόμενα τάγματα πεζικού, από τα οποία ελάχιστα συγκροτήθηκαν.
3) Η ΕΛΔΥΚ με δύναμη 900 περίπου αντρών
4) Τρεις ενεργές μοίρες και μια επιστρατευόμενη μοίρα καταδρομών.
5) Μια επιλαρχία αρμάτων εξοπλισμένη με 15 άρματα Τ34/85, απομεινάρια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
6) Μια επιλαρχία αναγνώρισης με ελαφρά θωρακισμένα οχήματα.
7) 8 μοίρες πυροβολικού και 4 ανεξάρτητες πυροβολαρχίες διαφόρων διαμετρημάτων και 1 λόχος όλμων 4,2 ιντσών.
8) Μικρό αριθμό μονάδων μηχανικού, διαβιβάσεων και διοικητικής μέριμνας.
Αεροπορία δεν υφίστατο και, βάσει των υπαρχόντων σχεδίων, την κάλυψη των χερσαίων τμημάτων θα αναλάμβανε η ελληνική Πολεμική Αεροπορία. Όσον αφορά δε τις ναυτικές δυνάμεις, αυτές περιοριζόταν σε 5 τορπιλακάτους και μια ακταιωρό. Η συνολική δύναμη των ελληνικών δυνάμεων δεν ξεπερνούσε τους 11.000 άντρες.
Από την ανωτέρω παράθεση των δυνάμεων είναι φανερό ότι από τη στιγμή που οι Τούρκοι θα επιτύγχαναν προγεφύρωμα στο νησί, η κατάσταση θα εξελισσόταν δυσμενώς για τις ελληνικές δυνάμεις εφόσον ο εχθρός υπερείχε συντριπτικά αριθμητικά (περίπου 6:1 στο πεζικό και 18:1 στα άρματα μάχης) και σε ποιότητα υλικού.
Ωστόσο η ύπαρξη στο νησί περίπου 20.000 Τούρκων και Τουρκοκύπριων ενόπλων, πριν την εισβολή, απέτρεπε εκ προοιμίου την ικανότητα του ΓΕΕΦ να επιτύχει στρατηγική συγκέντρωση.
Πολύ απλά οι ελληνικές δυνάμεις δεν επαρκούσαν για να επιτηρήσουν τις ακτές απόβασης και να εξουδετερώσουν τους οχυρωμένους τουρκοκυπριακούς θύλακες. Σε περίπτωση εισβολής, η κυπριακή άμυνα έπρεπε να ενισχυθεί άμεσα με ελλαδίτικα τμήματα. Σε διαφορετική περίπτωση, όλοι γνώριζαν ότι, αργά ή γρήγορα, θα κατέρρεε. Χάρη στον ηρωισμό των Ελλήνων μαχητών, κατέρρευσε τελικά αργότερα από το αναμενόμενο.
Επίσης, βάσει πάντα του προβλεπόμενου σχεδίου, τυχόν απόπειρα απόβασης των Τούρκων στην Κύπρο θα σηματοδοτούσε το άμεσο ξέσπασμα ελληνοτουρκικού πολέμου.
Με αυτό ως δεδομένο, οι Τούρκοι θα ήταν υποχρεωμένοι να δεσμεύσουν το συντριπτικό όγκο των δυνάμεών τους στη Θράκη και τα μικρασιατικά παράλια. Έτσι, θα ανακουφιζόταν η κυπριακή άμυνα. Επίσης, δύο ακόμα δεδομένα λειτουργούσαν τότε υπέρ της ελληνικής πλευράς: η απόλυτη υπεροπλία του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας έναντι των αντιστοίχων τουρκικών.
Στην πράξη όμως η υπεροπλία αυτή έμεινε αναξιοποίητη. Στα χαρτιά έμεινε και η σχεδιαζόμενη ελληνική αντεπίθεση στη Θράκη, η οποία θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα απολύτως επιτυχής, τουλάχιστον μέχρι την Αδριανούπολη. Η διαταγή επίθεσης όμως δεν έφτασε ποτέ στα πάνοπλα ελληνικά τμήματα που στάθμευαν στον Έβρο, με ποσοστό επάνδρωσης της τάξης του 110 % και άνω!
Το νησί της Κύπρου διασχίζουν δύο παράλληλες οροσειρές με κατεύθυνση δυτικά προς ανατολικά: ο Όλυμπος (ή Τρόοδος) στα κεντροδυτικά με υψηλότερη κορυφή το Τρόοδος (1.952 μ.) και ο Πενταδάκτυλος στα βόρεια με υψηλότερη κορυφή το Κυπαρισσόβουνο (1.023 μ.). Και οι δύο οροσειρές είναι δασώδεις, δύσβατες και αποτελούν αντιαρματικό έδαφος. Ανάμεσά τους, σχηματίζονται οι πεδιάδες της Μόρφου, της Μεσαορίας και της Αμμοχώστου, με μεγαλύτερη εκείνη της Μεσαορίας, όπου βρίσκεται και η πρωτεύουσα Λευκωσία.
Μεταξύ των βόρειων ακτών της Κύπρου και του Τροόδος σχηματίζεται η στενή πεδινή λωρίδα της επαρχίας της Κερύνειας, με την ομώνυμη πόλη που είναι πρωτεύουσά της. Η λωρίδα αυτή επικοινωνεί με τη Μεσαορία μόνο μέσω των διαβάσεων του Πενταδάκτυλου.
Η κυριότερη διάβαση είναι του Αγίου Ιλαρίωνα, από την οποία διέρχεται η κύρια οδός Κερύνειας-Λευκωσίας. Άλλες σημαντικές διαβάσεις είναι της Πανάγρας στα δυτικά, του Αγ. Παύλου, του Μπέλα Παΐς κ.α., επί του Πενταδάκτυλου. Οι ακτές της Κύπρου, αναπτύγματος 342 χλμ. σχηματίζουν αρκετούς κόλπους και προσφέρουν πολλούς αιγιαλούς απόβασης. Οι πιο αξιόλογοι βρίσκονται στις πόλεις Αμμοχώστου, Λάρνακας και Κερύνειας Λεμεσού.
Το τουρκικό σχέδιο επιχειρήσεων προέβλεπε συνδυασμένη αποβατική και αεραποβατική ενέργεια για τη διχοτόμηση της Κύπρου σε δύο φάσεις, εκμεταλλευόμενο ακριβώς τη μορφολογία του κυπριακού εδάφους. Κατά την πρώτη φάση, θα πραγματοποιούνταν απόβαση στην ακτή Πεντεμίλι δυτικά της Κερύνειας με σκοπό τη δημιουργία προγεφυρώματος με ταυτόχρονη αεραπόβαση στο θύλακα της Λευκωσίας προς ενίσχυση των Τουρκοκυπρίων και της ΤΟΥΡΔΥΚ. Στη συνέχεια προβλεπόταν η σταδιακή επέκταση του προγεφυρώματος και η συνένωσή του με το θύλακα Λευκωσίας.
Κατά τη δεύτερη φάση, και αναλόγως της εξέλιξης της πρώτης φάσης, θα συνεχίζονταν οι επιχειρήσεις για την επίτευξη των πολιτικών στόχων της Τουρκίας. Η πρώτη φάση θα συνδυαζόταν με την παραπλανητική ενέργεια κατά της Αμμοχώστου. Οι δύο φάσεις πήραν την κωδική ονομασία «Αττίλας» Ι και ΙΙ αντίστοιχα.
Το Σχέδιο Άμυνας του ΓΕΕΦ, με την κωδική ονομασία «Αφροδίτη», προέβλεπε εξασφάλιση της Κύπρου από τουρκική απειλή, με κύρια προσπάθεια την απόκρουση της απόβασης και δευτερεύουσα, την εκκαθάριση των τουρκικών θυλάκων.
Για το χρόνο εκκαθάρισης των θυλάκων απαιτούνταν πολιτική απόφαση, ενώ η απόφαση για την απόκρουση της αποβατικής ενέργειας ήταν στην αρμοδιότητα του αρχηγού του ΓΕΕΦ, αμέσως μόλις παραβιάζονταν τα χωρικά ύδατα της Κύπρου (12 ν.μ.). Η ΕΛΔΥΚ προβλεπόταν να διατεθεί στο ΓΕΕΦ, όπως και αριθμός πολεμικών αεροσκαφών και πλοίων των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Αττίλας Ι
Το Σάββατο 20 Ιουλίου, στις 04.50, 11 πολεμικά σκάφη παραβίασαν τα χωρικά ύδατα της Κύπρου και ανέκοψαν την κίνησή τους 10-11 χλμ. από τις ακτές της Κερύνειας. Από τις 05.15 η Τουρκική Αεροπορία άρχισε σφοδρό βομβαρδισμό στρατιωτικών αλλά και πολιτικών στόχων κυρίως στην περιοχή της Κερύνειας-Λευκωσίας. Στις 06.00 άρχισε η ρίψη αλεξιπτωτιστών προς ενίσχυση του θύλακα Λευκωσίας (Κιόνελι).
Την ίδια ώρα, Τούρκοι καταδρομείς μεταφέρονταν στην Αγύρτα με ελικόπτερα, τα οποία, σύμφωνα με μαρτυρίες, ανεφοδιάστηκαν στο βρετανικό αεροπλανοφόρο «Ερμής», που, εντελώς τυχαία, περιπολούσε εκείνο το πρωινό στα ανοιχτά της Κύπρου.
Η τουρκικές αεραποβάσεις συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Στην επιλεγείσα ακτή απόβασης, στο Πεντεμίλι, πριν τις 06.00 έγινε έλεγχος από Τούρκους βατραχανθρώπους για ύπαρξη θαλάσσιων κωλυμάτων και ναρκοπεδίων. Αφού διαπίστωσαν ότι στο βυθό και την ακτή δεν υπήρχαν εμπόδια, επέστρεψαν. Λίγα λεπτά αργότερα, άρχισαν πυκνά πυρά από τα τουρκικά πολεμικά και στις 07.15 το 6ο ΤΠΝ άρχισε να αποβιβάζεται δημιουργώντας ένα μικρό προγεφύρωμα. Στις 09.00 αεροκίνητα τμήματα ενίσχυσαν το μικρό προγεφύρωμα και απέκοψαν την οδό Κερύνειας-Πανάγρων.
Η πρώτη αντίδραση κατά των Τούρκων σημειώθηκε από τις ηρωικές κυπριακές τορπιλακάτους, οι οποίες θυσιάστηκαν προσπαθώντας μάταια να πλήξουν τα τουρκικά πολεμικά. Το ΓΕΕΦ μόλις στις 07.00 έθεσε τις δυνάμεις του σε συναγερμό, αν και ήδη είχε πληροφορίες για την προσέγγιση της τουρκικής νηοπομπής, ειδοποιημένο από τους σταθμούς παρατήρησης του Αγ. Ανδρέα και του Κορμακίτη.
Ο αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας, στράτηγος Μπονάνος, είχε καλλιεργήσει την εντύπωση ότι οι Τούρκοι έκαναν απλώς επίδειξη ισχύος. Αργότερα έγινε λόγος και για τουρκική άσκηση. Ο ίδιος άλλωστε ευθύνεται και για την απόσυρση από τα κυπριακά ύδατα των υπερσύγχρονων τότε υποβρυχίων «Γλαύκος» και «Νηρεύς», καθώς και για τη μη αποστολή των σταθμεύοντων στην Κρήτη αεροσκαφών F-4 Phantom ΙΙ, που εκείνη την εποχή ήταν ό,τι πιο εξελιγμένο χρησιμοποιούνταν στην ανατολική Μεσόγειο. Το παράδειγμα του Μπονάνου πάντως ακολούθησε και η μετέπειτα πολιτική κυβέρνηση.
Ο Μπονάνος μόλις στις 08.40 συνειδητοποίησε τι συνέβαινε –όταν ήταν πλέον πολύ αργά– και διέταξε την εφαρμογή των σχεδίων. Στις 10.00 –σχεδόν 3 ώρες μετά την εισβολή– δύο μειωμένης σύνθεσης λόχοι του 251 Τάγματος Πεζικού (ΤΠ), ενισχυμένοι με 4 άρματα, περιέσφιξαν το προγεφύρωμα από τα ανατολικά και τα νότια, και στις 10.00 άρχισαν έναν καταιγισμό πυρών, που μετέβαλε σε κόλαση την ακτή. Η διεύρυνση του προγεφυρώματος σταμάτησε, και η ενίσχυσή του γινόταν πλέον υπό τα δραστικά πυρά των λίγων αμυνόμενων. Τα πυρά του ελληνικού πυροβολικού από την άλλη ήταν σποραδικά και άστοχα, από την έλλειψη προκεχωρημένων αξιωματικών παρατήρησης στο 251 ΤΠ. Το Τάγμα, βάσει των σχεδίων, θα έπρεπε να ενισχυθεί άμεσα από το επιστρατευόμενο 3ο Τακτικό Συγκτρότημα (306 και 316 επιστρατευόμενα τάγματα πεζικού).
Στις κρίσιμες αυτές ώρες, το 3ο Τακτικό Συγκρότημα, δεν κατόρθωσε να ενισχύσει το μαχόμενο 215 ΤΟ, γιατί δεν επιτεύχθηκε η συγκρότηση των 306 και 316. Στις13.00, μια διλοχία του επίστρατου 316 ΤΠ αναγνώρισε το τουρκικό προγεφύρωμα από τα δυτικά. Το ΓΕΕΦ –που δεν είχε ακριβείς πληροφορίες για την κατάσταση– κίνησε με το πρώτο φως το 286 Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού (ΜΤΠ) και το 281 ΤΠ, από την περιοχή Λευκωσίας, για να ενισχύσει τον αγώνα στο Πεντεμίλι. Τις πρωινές ώρες, στο ύψος του Κοντεμένου, τα τάγματα δέχθηκαν αλλεπάλληλες επιθέσεις της Αεροπορίας, με αποτέλεσμα να αποδεκατιστούν.
Το ΓΕΕΦ, με τα υπολείμματα των μονάδων αυτών και με καταρρακωμένο το ηθικό των αντρών τους (ο διοικητής 286 ΜΤΠ είχε τραυματιστεί θανάσιμα), σχεδίασε σπασμωδικά αντεπίθεση τη νύχτα 20/21, χωρίς τη στοιχειώδη προετοιμασία και χωρίς πυρά υποστήριξης, μια αντεπίθεση που ήταν καταδικασμένη σε πλήρη αποτυχία. Η ΕΛΔΥΚ, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατά του προγεφυρώματος, ανέλαβε την αποστολή να εκκαθαρίσει, χωρίς υποστήριξη, το θύλακα του Κιόνελι.
Όπως ήταν φυσικό, απέτυχε απέναντι στη συντριπτική αριθμητική υπεροχή των Τούρκων. Έτσι, και οι λίγες δυνάμεις που διέθετε το ΓΕΕΦ κατασπαταλήθηκαν σε ασυντόνιστες επιθέσεις, αφού δεν εφαρμόστηκε η αρχή της συγκέντρωσης των δυνάμεων. Την ίδια τύχη είχε και η επίθεση των μονάδων καταδρομών στη διάβαση Αγ. Ιλαρίωνα. Οι ενέργειες της ΕΛΔΥΚ και των καταδρομέων ήταν καταδικασμένες, γιατί, εκτός από τις πολύ υπέρτερες δυνάμεις των Τουρκοκυπρίων, ο θύλακας Λευκωσίας είχε ενισχυθεί ήδη με ισχυρές δυνάμεις αλεξιπτωτιστών και καταδρομέων.
Μέχρι να νυχτώσει, οι Τούρκοι είχαν επιτύχει να ενισχύσουν το προγεφύρωμα με το σύνολο του 5ου ΣΠ. Μέχρι τότε όμως δεν είχαν κατορθώσει να αποβιβάσουν και άρματα μάχης. Ήταν η χρυσή ευκαιρία των Ελλήνων να τους πνίξουν στη θάλασσα. Δυστυχώς εκείνη τη στιγμή γύρω από το προγεφύρωμα υπήρχαν ουσιαστικά δυνάμεις ισοδύναμες με 4 λόχους πεζικού, και αυτούς όχι πλήρεις, απέναντι σε τρία τουρκικά τάγματα. Παρ’ όλα αυτά η μέρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως καλή, αφού οι Τούρκοι απέτυχαν σε όλους τους αντικειμενικούς τους σκοπούς, που ήταν η κατάληψη της Κερύνειας και η συνένωση του προγεφυρώματος με το θύλακα Λευκωσίας.
Μετά το τελευταίο φως, οι Τούρκοι σταμάτησαν να ενεργούν. Και πάλι η τουρκική αδράνεια έδινε στην ελληνική διοίκηση μια θαυμάσια ευκαιρία να εξαλείψει το τουρκικό προγεφύρωμα εκείνη τη νύχτα, καθώς οι Τούρκοι δεν θα μπορούσαν να υποστηριχθούν ούτε από την αεροπορία τους. Και πάλι όμως δεν κατέστη δυνατή η συγκέντρωση των απαραίτητων δυνάμεων στον κρίσιμο τομέα του Πεντεμιλίου.
Το ξημέρωμα της επομένης, το τουρκικό προγεφύρωμα ενισχύθηκε με νέες δυνάμεις πεζικού και με μια ίλη αρμάτων, έναντι στα οποία οι αμυνόμενοι ελάχιστα είχαν να αντιπαρατάξουν, εκτός από την ελληνική τους ψυχή. Οι Τούρκοι, με σκληρό αγώνα, διεύρυναν το προγεφύρωμα, υποστηριζόμενοι τώρα και από δεκάδες αεροσκάφη τους. Δεν κατόρθωσαν παρ’ όλα αυτά να διασπάσουν την ελληνική αμυντική περίμετρο και να κινηθούν προς τη Λευκωσία. Σε αυτό συνέβαλε και η ενίσχυση των ελληνικών δυνάμεων με μια διλοχία του επιστρατευόμενου 326 ΤΟ.
Στο θύλακα Λευκωσίας συνέχισαν ακατάπαυστα να καταφθάνουν ενισχύσεις, αλεξιπτωτιστές και καταδρομείς. Ο θύλακας απέκτησε, έτσι, επιθετικές δυνατότητες.
Οι Τούρκοι, και κατά τις επιχειρήσεις της δεύτερης μέρας, δεν πέτυχαν να προωθηθούν προς Κερύνεια-Αγ. Ιλαρίωνα. Αυτό τους ανησύχησε ιδιαίτερα. Εκείνη δε την ημέρα σημειώθηκε και το κωμικοτραγικό γεγονός της προσβολής τριών τουρκικών αντιτορπιλικών από την Τουρκική Αεροπορία!
Τα τουρκικά αεροσκάφη κατόρθωσαν να βυθίσουν το αντιτορπιλικό «Κοτζάτεπε» και να προξενήσουν σοβαρές ζημιές στα άλλα δύο. Από την πλευρά του, το Τουρκικό Ναυτικό μπορούσε να περηφανευτεί για την κατάρριψη 5 τουρκικών μαχητικών! Το συμβάν αυτό είναι από μόνο του ικανό να καταδείξει τι είδους αντίπαλο αντιμετωπίσαμε – και ενδεχομένως θα αντιμετωπίσουμε στο μέλλον!
Το επόμενο πρωί το προγεφύρωμα είχε διευρυνθεί αρκετά ώστε να μπορεί να αποβιβαστεί ολόκληρη η τουρκική 39η ΜΠ. Ο διοικητής της, υποστράτηγος Μπετρετίν Ντεμιρέλ, συγκρότησε ένα ταχυκίνητο τακτικό συγκρότημα με ειδικές δυνάμεις, άρματα και ισχυρό πυροβολικό και επιτέθηκε προς την Κερύνεια.
Οι Τούρκοι επείγονταν να συνενωθούν με το θύλακα Λευκωσίας μέχρι τις 16.00 της ημέρας αυτής που άρχιζε κατάπαυση του πυρός με απόφαση του ΟΗΕ. Στις 11.00 περίπου κάμφθηκε η επική αντίσταση του 251 ΤΠ. Από τότε παραμένει αγνοούμενος ο ήρωας διοικητής του, Αντισυνταγματάρχης Παύλος Κουρούπης. Οι Τούρκοι στη συνέχεια κατέλαβαν την Κερύνεια και τη διάβαση του Αγ. Ιλαρίωνα. Το ίδιο βράδυ καταλήφθηκαν οι βόρειες συνοικίες της Λευκωσίας, Νεάπολη, Ομορφίτα, Καϊμακλί.
Τις μεταμεσονύχτιες ώρες προσγειώθηκε στη Λευκωσία η Α΄ Μοίρα Καταδρομών (Επιχείρηση «Νίκη») και ενίσχυσε την άμυνα της κυπριακής πρωτεύουσας. Η κατάπαυση του πυρός επετεύχθη –θεωρητικά– εκείνο το βράδυ. Οι Τούρκοι, καταπατώντας, όπως πάντα, τις συμφωνίες που πριν λίγες ώρες είχαν υπογράψει, συνέχισαν τις επιχειρήσεις. Σε πρώτη φάση αποβίβασαν το σύνολο των δυνάμεων του 6ου Σώματος Στρατού στην Κύπρο και στη συνέχεια, με βάση το θύλακα της Λευκωσίας, επιτέθηκαν με σκοπό να καταλάβουν την πόλη.
Στις 11.00 της 23ης Ιουλίου με ισχυρές δυνάμεις πεζικού, ενισχυμένες με πολυάριθμα άρματα, επιτέθηκαν κατά του αεροδρομίου Λευκωσίας. Αποκρούστηκαν χάρη στην ηρωική αντίσταση της Α΄ Μοίρας Καταδρομών. Έξι ώρες αργότερα το αεροδρόμιο παραδόθηκε στους κυανόκρανους του ΟΗΕ.
Οι Τούρκοι όμως δεν σταμάτησαν εκεί. Μεταξύ 23-30 Ιουλίου κατέλαβαν τα Άνω και Κάτω Δίκωμο, Συχαρί, Βουνό, Αγ. Επίκτητο, Γερόλακο, Μύρτου Αγριδάκι, Αγ. Ερμόλαο και τις διαβάσεις του Πενταδάκτυλου Συχαρί και Αγ. Παύλο, στις 6 και 7 Αυγούστου τα χωριά Καραβάς και Λάπηθος. Σύμφωνα με τον ταξίαρχο ε.α. Δημήτριο Χάντζο, διοικητή του 361 ΤΠ τότε οι μονάδες των κυανόκρανων, ειδικά οι βρετανικές, βοήθησαν ποικιλοτρόπως τους Τούρκους στην επίτευξη των αντικειμενικών τους σκοπών. Ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες πάντως οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν παρά το 11% περίπου του κυπριακού εδάφους.
Στο μεταξύ στην Ελλάδα σημειώνονταν ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις. Οι στρατιωτικοί κάλεσαν τον αυτοεξόριστο στη Γαλλία Κωνσταντίνο Καραμανλή να επανέλθει στη χώρα και να σχηματίσει κυβέρνηση. Η νέα ελληνική κυβέρνηση επίσης δεν έπραξε το παραμικρό για να ενισχύσει την αγωνιζόμενη Κύπρο. Περιορίστηκε να συμμετάσχει στις ειρηνευτικές συνομιλίες στη Γενεύη. Οι Τούρκοι συμμετείχαν στις συνομιλίες, αποδεχόμενοι και πάλι θεωρητικά, την νέα κατάπαυση πυρός. Το πόση αξία είχε βέβαια η υπογραφή των Τούρκων καταδείχθηκε λίγες ώρες μετά.
Αττίλας ΙΙ (14-16 Αυγούστου)
Στις 14 Αυγούστου οι Τούρκοι επανέλαβαν τις επιχειρήσεις τους με την υποστήριξη της αεροπορίας. Επρόκειτο για τη δεύτερη φάση των επιχειρήσεων, τον Αττίλα ΙΙ. Ο από 1η Αυγούστου νέος αρχηγός του ΓΕΕΦ, αντιστράτηγος Καραγιάννης, λαμβάνοντας υπόψη τη συντριπτική υπεροχή του εχθρού σε άρματα, πυροβολικό και αεροπορία και την κατάσταση των ελληνικών δυνάμεων, κατάλαβε ότι δεν ήταν σε θέση να εμποδίσει την τουρκική προέλαση, η οποία εξελίχθηκε σε στρατιωτικό περίπατο που είχε σκοπό την κατάληψη όσο το δυνατόν περισσότερου κυπριακού εδάφους. Στις 14 Αυγούστου, οι Τούρκοι ανέτρεψαν την ελληνική γραμμή ανάσχεσης Λευκωσία-Μια Μηλιά-Κουτσοβέντης, όπου ήταν γραμμικά διατεταγμένα τρία ΤΠ της ΕΦ μειωμένης μαχητικής αξίας, και προέλασαν κατά του άξονα Λευκωσία-Λεμεσός.
Μέχρι το βράδυ της μέρας αυτής συνενώθηκαν με το θύλακα Τζιάου. Την επομένη εισήλθαν στον τουρκοκυπριακό τομέα της Αμμοχώστου. Με το πρώτο φως της 16ης Αυγούστου συνέχισαν να ενεργούν προς τα δυτικά και μέχρι το βράδυ συνενώθηκαν με το θύλακα του Λιμνίτη. Η Τουρκία μετά τη νέα κατάπαυση του πυρός, στις 18.00 της 16ης Αυγούστου, έλεγχε πια το 37-38% του κυπριακού εδάφους.
Υπολοχαγός Κομίνης
Στις 27 Ιουλίου 1974 ο υπολοχαγός Κομίνης του 361 Τάγματος Πεζικού διατάχθηκε να ενεργήσει περιπολία. Με 17 στρατιώτες και έναν ανθυπολοχαγό, ο Κομίνης άφησε τις γραμμές του τάγματος και κινήθηκε προς τη νεκρή ζώνη. Κινούμενοι προσεκτικά, οι Έλληνες μαχητές αντιλήφθηκαν περισσότερους από 200 Τούρκους να κινούνται απέναντί τους.
Αμέσως αναπτύχθηκαν σε θέσεις μάχης και άνοιξαν καταιγιστικό πυρ, παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι ήταν δεκαπλάσιοί τους. Διεξήχθη τότε σφοδρή μάχη «εκ συναντήσεως». Ο Κομίνης τραυματίστηκε, αλλά δεν εγκατέλειψε τον αγώνα. Ο ανθυπολοχαγός του σκοτώθηκε, μαζί με 7 στρατιώτες. Άλλοι 7 στρατιώτες τραυματίστηκαν. Μόνο τότε ο Κομίνης διέταξε την περίπολο να αποσυρθεί. Στο μεταξύ το πεδίο είχε γεμίσει με πτώματα Τούρκων. Υπολογίζεται ότι ο Κομίνης και οι άντρες του έθεσαν εκτός μάχης τουλάχιστον 100 Τούρκους!
Έφεδρος ανθυπολοχαγός Ιωάννης Μερκούρης
Τη νύχτα της 20 προς 21η Ιουλίου 1974 το 361 Τάγμα Πεζικού έλαβε διαταγή να καταλάβει το ύψωμα Σιαμπάν, στην περιοχή Κιόνελι-Αγύρτας. Η μόνη διαθέσιμη δύναμη του Τάγματος ήταν ο 3ος του Λόχος, δυνάμεως 40 μόλις αντρών, με επικεφαλής τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Ιωάννη Μερκούρη. Το ύψωμα φυλασσόταν από πολυάριθμους Τούρκους και Τουρκοκύπριους, οι οποίοι είχαν οργανώσει το έδαφος πολύ πριν την εκδήλωση της τουρκικής εισβολής. Ο Μερκούρης κλήθηκε στο σταθμό διοίκησης του Τάγματος και ενημερώθηκε για την αποστολή αυτοκτονίας που όφειλε να φέρει σε πέρας αυτός και οι άντρες του.
Ο νεαρός έφεδρος αξιωματικός περιορίστηκε να απαντήσει: «Κύριε διοικητά, θα το πάρω το ύψωμα». Ο -κατ΄ ευφημισμόν- λόχος του Μερκούρη αναπτύχθηκε και, μόλις έπεσε το σκοτάδι, άρχισε να κινείται όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα προς τις τουρκικές θέσεις.
Οι Έλληνες με συνεχή άλματα κατάφεραν να πλησιάσουν σε απόσταση εφόδου από τα τουρκικά πολυβολεία. Εκείνη τη στιγμή ένα εχθρικό βλήμα τραυμάτισε σοβαρά τον Μερκούρη στον ώμο. Ο ανθυπολοχαγός απέκρυψε το τραύμα του, συναισθανόμενος το ηθικό αντίκτυπο που αυτό θα είχε στους άντρες του την κρίσιμη εκείνη στιγμή, και συνέχισε κανονικά τον αγώνα σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Η ιαχή «Αέρα» αντήχησε ξανά, και σε λίγα λεπτά το ύψωμα βρισκόταν σε ελληνικά χέρια. Αμέσως οι άντρες του Μερκούρη άρχισαν να βελτιώνουν τις θέσεις τους επί του υψώματος, αναμένοντας την τουρκική αντεπίθεση.
Όλο αυτό το διάστημα, ο ανθυπολοχαγός Μερκούρης παρέμεινε δίπλα τους. Το ξημέρωμα της επομένης, οι Τούρκοι άρχισαν βομβαρδίζουν το ύψωμα. Ένα βλήμα όλμου τραυμάτισε βαριά την κοιλιακή χώρα του ανθυπολοχαγού. Εκείνος όμως και πάλι αρνήθηκε να εγκαταλείψει τους άντρες του. Τελικά η διοίκηση του τάγματος υποχρεώθηκε να τον μεταφέρει βιαίως στο νοσοκομείο για να του σώσει τη ζωή.
Το αρματαγωγό «Λέσβος»
Στη μάχη της Πάφου σημειώθηκε και η μόνη συμμετοχή του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού στον πόλεμο της Κύπρου. Την Παρασκευή 19 Ιουλίου 1974 το αρματαγωγό «Λέσβος» είχε αποβιβάσει στο λιμάνι της Αμμοχώστου 500 άντρες της ΕΛΔΥΚ, παραλαμβάνοντας ισάριθμους, μετατιθέμενους. Το πρωί της 20ης Ιουλίου βρήκε το ελληνικό πλοίο να πλέει νότια της Λεμεσού. Εκεί ο πλοίαρχός του, πλωτάρχης τότε, Ελευθέριος Χανδρινός, έλαβε σήμα που τον ενημέρωνε για την τουρκική απόβαση και τον διέταζε να αποβιβάσει τους άντρες που μετέφερε στην Πάφο. Αμέσως το «Λέσβος» εκτέλεσε την εντολή.
Ο πλωτάρχης Χανδρινός όμως δεν αρκέστηκε σε αυτό, αλλά παρέμεινε στην περιοχή, και με τα πυροβόλα του πλοίου –αντιαεροπορικά Μπόφορς των 40 χλστ.– άρχισε να σαρώνει τις θέσεις των Τουρκοκυπρίων. Με την υποστήριξη του «Λέσβος», οι ελληνικές δυνάμεις υπερίσχυσαν άμεσα και οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν να παραδίδονται κατά δεκάδες. Αμέσως μετά ο Χανδρινός απέπλευσε με πορεία νότια, για να βρεθεί το συντομότερο δυνατόν εκτός ακτίνας δράσης των τουρκικών μαχητικών. Σε αναζήτηση της «ελληνικής νηοπομπής», δηλαδή του «Λέσβος», εξόρμησαν τα τουρκικά μαχητικά που βύθισαν τελικά το «Κοτζάτεπε».
Η μάχη της ΕΛΔΥΚ
Μια από τις πλέον ηρωικές στιγμές του πολέμου του 1974 –για να λέμε επιτέλους τα πράγματα με το όνομά τους– ήταν η αντίσταση που πρόβαλαν οι άντρες της ΕΛΔΥΚ στο στρατόπεδό τους στη Λευκωσία κατά τον «Αττίλα» ΙΙ, στη φάση ακριβώς που οι Τούρκοι συνομιλούσαν για «ειρήνη». Το πρωί της 14ης Αυγούστου ισχυρές τουρκικές δυνάμεις, υποστηριζόμενες από άρματα Μ 48 επιτέθηκαν κατά του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ. Της επίθεσης είχε προηγηθεί ισχυρή προπαρασκευή πυροβολικού και αεροπορικός βομβαρδισμός.
Οι Τούρκοι έρχονταν σε πυκνούς σχηματισμούς, σε «μπουλούκια», κατά το κοινώς λεγόμενο, καθιστώντας εαυτούς εξαιρετικούς στόχους για τους Έλληνες στρατιώτες. Οι ελληνικές θέσεις σαρώθηκαν από τα εχθρικά πυρά. Παρ’ όλα αυτά οι Έλληνες αντιμετώπισαν με θάρρος της τουρκική επίθεση. Ακολούθησε νέα επίθεση, αποτυχημένη και αυτή, και ύστερα από αυτή και άλλη, που πάλι απέτυχε. Την επόμενη μέρα επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό. Οι Τούρκοι με την άμεση υποστήριξη αρμάτων επιτέθηκαν και πάλι μαζικά. Ένα από τα άρματά τους χτυπήθηκε και καταστράφηκε.
Τα υπόλοιπα ανεστράφησαν. Τότε συνέβη ένα περιστατικό στο οποίο μόνο Έλληνες θα μπορούσαν να πρωταγωνιστήσουν. Ο Σταυριανάκος άρχισε να φωνάζει στους στρατιώτες του: «Είστε άντρες, ρε;» «Ναι», απάντησαν με μια φωνή όλοι. «Τότε, έφοδος», διέταξε ο λοχαγός. Με επικεφαλής τον λοχαγό Σωτήρη Σταυριανάκο, τριάντα τρεις Έλληνες στρατιώτες έβαλαν τις ξιφολόγχες στα τυφέκια και με την ιαχή «Αέρα» εξόρμησαν κατά των πανικόβλητων Τούρκων. Τριάντα τρεις στρατιώτες! Παρά τον ηρωισμό των Ελλήνων, η μάχη ήταν άνιση και έληξε με την κατάληψη του στρατοπέδου από τους Τούρκους.
Οι απώλειές τους ήταν όμως τόσο βαριές που και οι ίδιοι ακόμα έφριξαν. Φτηνή εκδίκησή τους ήταν η σκύλευση των ηρώων Ελλήνων νεκρών. Πολλοί άντρες της ΕΛΔΥΚ, ήρωες της μάχης εκείνης είναι στον κατάλογο των 1.619 αγνοουμένων. Ο Σταυριανάκος ήταν ανάμεσα στους πεσόντες.
Επιχείρηση «ΝΙΚΗ»
Η επιχείρηση με την κωδική ονομασία «Νίκη» αποτέλεσε την μόνη απόπειρα της Ελλάδας να ενισχύσει τα μαχόμενα τμήματα στην Κύπρο. Προέβλεπε την αεροπορική μεταφορά της Α΄ Μοίρας Καταδρομών από την Κρήτη στην Κύπρο. Η επιχείρηση είχε προβλεφθεί να διεξαχθεί το βράδυ της 21ης Ιουλίου 1974. Σύμφωνα με το σχέδιο, 17 μεταγωγικά αεροσκάφη Noratlas θα μετέφεραν τους Έλληνες καταδρομείς στη Λευκωσία. Από αυτά, 15 αεροσκάφη πράγματι απογειώθηκαν από τη βάση της 115 Πτέρυγας Μάχης της Σούδας. Πέταξαν όμως ανεξάρτητα προς την Κύπρο.
Όταν έφτασαν στη Λευκωσία αντιμετώπισαν τα πυκνά αντιαεροπορικά πυρά της Εθνικής Φρουράς. Από λάθος που έγινε στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς, η πληροφορία περί της έλευσης των ελληνικών αεροσκαφών δεν έφτασε ποτέ στους Κύπριους πυροβολητές, οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή έβλεπαν μόνο τουρκικά αεροσκάφη από πάνω τους.
Εκλαμβάνοντας, μέσα στο σκοτάδι, τα ελληνικά Noratlas για τουρκικά, και μην έχοντας λάβει τις κατάλληλες διαταγές, άρχισαν να βάλουν εναντίον τους. Έτσι, τα Noratlas, που πήγαιναν να προσγειωθούν εκεί, δέχονταν τα πυκνά πυρά όχι μόνο των αντιαεροπορικών πυροβόλων, αλλά και των φορητών όπλων των αντρών της Εθνικής Φρουράς που βρίσκονταν στο σημείο.
Το τραγικό αποτέλεσμα της προκληθείσας σύγχυσης ήταν να καταρριφθεί ένα αεροπλάνο και να χτυπηθούν μερικά άλλα. Από το καταρριφθέν Noratlas σκοτώθηκαν όλοι, πλην ενός καταδρομέα, ενώ νεκροί υπήρξαν και σε ένα ακόμα από τα αεροπλάνα που είχαν πληγεί. Τελικά στη Λευκωσία προσγειώθηκαν 12 αεροσκάφη.
Η επιχείρηση «Νίκη» θεωρήθηκε πάντως επιτυχής παρά τις απώλειες. Υπήρξε η μόνη βοήθεια που στάλθηκε στην Κύπρο κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων. Οι Έλληνες καταδρομείς της Α΄ Μοίρας, αν και λίγοι και παρά το σοκ που υπέστησαν, πολέμησαν ηρωικά στη Λευκωσία, σώζοντας την πόλη από τα χέρια των Τούρκων.