Υποταγμένοι για ένα διάστημα στους Αβάρους, οι Λομβαρδοί κινήθηκαν στα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ. από την κοιλάδα του κάτω Δούναβη προς την Ιταλία, στην οποία εισέβαλαν και κατέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος της, ιδρύοντας περί τα δέκα κρατίδια. Εκεί συγκρούστηκαν με τους Βυζαντινούς, τους Φράγκους και τους Νορμανδούς. Μέχρι το 1076 τα λομβαρδικά κρατίδια είχαν εξαφανιστεί. Έμεινε μόνο το όνομα των πάλαι ποτέ κατακτητών, το οποίο και «αναβάπτισε» τη Βόρεια Ιταλία.
Η βασική πηγή για την Ιστορία των Λομβαρδών είναι το σύγγραμμα του Παύλου του Διακόνου «Η Ιστορία των Λογγοβάρδων», που γράφτηκε τον 8ο αιώνα μ.Χ. και βασίστηκε στο έργο «Η καταγωγή του λαού των Λογγοβάρδων» (7ος αιώνας), αγνώστου συγγραφέα. Οι Λομβαρδοί προέρχονταν από τη Σκανδιναβία, από όπου τον 1ο αιώνα μ.Χ. άρχισαν να μεταναστεύουν, προς την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη.
Αρχικά ονομάζονταν «Βίνιλοι», επικράτησε όμως η ονομασία «Λογγοβάρδοι», λόγω των μεγάλων γενειάδων που έφεραν.
Την εποχή αυτού του μεταναστευτικού ρεύματος, άντρες, γυναίκες και παιδιά έφτασαν πεζοί στις ακτές της Βαλτικής. Εκεί χωρίστηκαν σε δύο τμήματα. Άλλοι βάδισαν προς τη Γαλατία και άλλοι, με επικεφαλής τους αδελφούς Ίμπορ και Άιο και τη μητέρα τους Γκαμπάρα, εγκαταστάθηκαν στις εκβολές του ποταμού Έλβα. Στην περιοχή αυτή ζούσαν ήδη οι Βάνδαλοι, οι οποίοι απαίτησαν από τους νεοαφιχθέντες την καταβολή φόρου υποτέλειας.
Οι Βίνιλοι αρνήθηκαν, και ετοιμάστηκαν να λύσουν τη διαφορά με τα όπλα. Επειδή όμως ήταν πολύ λιγότεροι των Βανδάλων, η Γκαμπάρα διέταξε τις γυναίκες να δέσουν τα μακριά μαλλιά τους μπροστά, στα πρόσωπά τους, για να μοιάζουν με γενειάδες και να συμπαραταχθούν με τους άνδρες.
Οι Βάνδαλοι, όταν είδαν ένα μεγάλο πλήθος αντιπάλων, φοβήθηκαν να πολεμήσουν. Τους έκανε μάλιστα μεγάλη εντύπωση το μήκος των γενειάδων των αντιπάλων τους, τους οποίους ονόμασαν «μακρυγένηδες» (εκλατινισμένο: «Λογγοβάρδοι» και κατόπιν «Λομβαρδοί»). Σύμφωνα με νεότερες εκδοχές πάντως το όνομά τους προέρχεται από ένα προσωνύμιο του θεού τους, Όντιν.
Οι Λομβαρδοί εγκαταστάθηκαν και παρέμειναν στην περιοχή για τουλάχιστον δύο αιώνες, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά τεκμήρια. Μαρτυρίες δε για το λαό αυτό υπάρχουν στα «Γεωγραφικά» του Στράβωνα και στην «Ιστορία» του Τάκιτου.
Η πρώτη πάντως αναφορά γι’ αυτούς έγινε την εποχή του Οκταβιανού Αύγουστου, λίγο μετά τη συντριβή των ρωμαϊκών λεγεώνων στους Τευτονικούς Δρυμούς, όταν οι Ρωμαίοι σε αντίποινα εκτέλεσαν σειρά εκστρατειών στη Γερμανία.
Την εποχή εκείνη οι Λομβαρδοί είχαν υποταχθεί στο βασιλιά των Μαρκομανών, αλλά επαναστάτησαν και πολέμησαν με το στρατό των Τσερούσκων, υπό τον εθνικό ήρωα των Γερμανών Χέρμαν (τον Αρμίνιο των Ρωμαίων). Έτσι, κέρδισαν την ανεξαρτησία τους.
Στα μισά του 2ου αιώνα μ.Χ., σύμφωνα με τις περιγραφές του Πτολεμαίου, ένας κλάδος τους κινήθηκε και πάλι προς τη Γαλατία. Ένα άλλο μικρό τμήμα (περίπου 6.000 άνδρες, σύμφωνα με τον Δίωνα Κάσιο) εισέβαλε για πρώτη φορά στη ρωμαϊκή επαρχία της Πανονίας (σημερινή Νότια Ουγγαρία), αλλά αποκρούστηκε και υποχώρησε.
Ο ιστορικός Τάκιτος αναφέρει στο έργο του «Γερμανία» ότι οι Λομβαρδοί ήταν ένας μικρός λαός που επιζούσε δίπλα στις άλλες πολυάνθρωπες φυλές, χάρη στο πολεμικό του μένος. Παρ’ όλα αυτά, προς τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. δεν μπόρεσε να αποφύγει να υποταχθεί στους ισχυρούς Σάξονες.
Την περίοδο εκείνη ισχυροί ηγεμόνες κατάφεραν με τα όπλα να συνενώσουν πολλές γερμανικές φυλές, σχηματίζοντας ευρύτερα «εθνικά» σύνολα, όπως αυτό των Φράγκων ή των Σαξόνων. Η υποταγή τους στους Σάξονες ολοκληρώθηκε περίπου σε έναν αιώνα. Στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. με επικεφαλής το βασιλιά τους Άγκελμουντ, οι Λομβαρδοί εγκατέλειψαν και πάλι τις εστίες τους και κινήθηκαν νότια, προς την κοιλάδα του Όντερ.
Πολλές φορές χρειάστηκε να δώσουν μάχες με άλλες φυλές. Τελικά εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Πανονία, όπου αργότερα τους υπέταξαν οι Ούννοι. Μετά το θάνατο του Αττίλα, οι Λομβαρδοί επαναστάτησαν και απελευθερώθηκαν, όμως λίγο αργότερα υποτάχθηκαν στους ουννικής καταγωγής Αβάρους.
Ιταλία
Για να ξεφύγουν από την καταπίεση των Αβάρων, οι Λομβαρδοί αποφάσισαν να μεταναστεύσουν και πάλι. Στην απόφασή αυτή συνέβαλε και ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, ο οποίος ήθελε να τους χρησιμοποιήσει ως μοχλό πίεσης κατά των επικίνδυνων Γεπίδων. Οι Γεπίδες ήταν ένα ακόμα γερμανικό φύλο που είχε εγκατασταθεί στο βόρειο Ιλλυρικό (σημερινή Σλοβενία και Κροατία) και από εκεί παρενοχλούσε τις βυζαντινές χώρες.
Επίσης, ο Ιουστινιανός, που σχεδίαζε να ανακτήσει την Ιταλία από τους Γότθους, σκόπευε να χρησιμοποιήσει τους Λομβαρδούς ως μισθοφόρους στον πόλεμο αυτό. Ο βασιλιάς τους Αουδίνιος δέχτηκε τις προτάσεις του Ιουστινιανού και πολέμησε με επιτυχία τους Γεπίδες για λογαριασμό του Βυζαντίου.
Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες συνήθιζαν, και μάλιστα με επιτυχία, να στρέφουν τον ένα βαρβαρικό λαό κατά του άλλου, εφαρμόζοντας το «διαίρει και βασίλευε» των Ρωμαίων. Αργότερα, κατά τον πόλεμο εναντίον των Οστρογότθων της Ιταλίας, ο σπουδαίος Βυζαντινός στρατηγός Ναρσής στρατολόγησε μεγάλο αριθμό Λομβαρδών. Στη μεγάλη μάχη των Ταγινών, το 552 μ.Χ., τουλάχιστον 5.500 Λομβαρδοί πολέμησαν με τους Βυζαντινούς κατά των Γότθων ομοφύλων του. Το ίδιο επαναλήφθηκε και σε επόμενες μάχες.
Το 565 μ.Χ., όμως, ο σύμμαχος των Βυζαντινών βασιλιάς Αουδίνιος πέθανε και τον διαδέχτηκε ο Αλβουίνος. Ο νέος βασιλιάς μέσα σε τρία χρόνια κατάφερε να υποτάξει όλες τις γύρω βαρβαρικές φυλές, σαξονικές, βαυαρικές, γεπιδικές και βουλγαρικές. Το 568 μ.Χ., επικεφαλής περίπου 500.000 ανδρών, κινήθηκε από την Πανονία προς την πλούσια Ιταλία, την οποία είχε γνωρίσει ως μισθοφόρος των Βυζαντινών. Οι ορδές των Λομβαρδών και των υποτελών τους πέρασαν τις Ιουλιανές Άλπειες και βρέθηκαν στη βόρεια Ιταλία, στην εύφορη κοιλάδα του Πάδου.
Οι Βυζαντινοί δεν διέθεταν σοβαρές δυνάμεις για να αντιδράσουν σε τέτοιου μεγέθους εισβολή. Άλλωστε, την εποχή εκείνη πολεμούσαν κατά των Σασανιδών Περσών στην Ανατολή και κατά των πρώτων Σλάβων στα Βαλκάνια. Η μακρινή Ιταλία εκ των πραγμάτων πέρασε σε δεύτερη μοίρα.
Οι Λομβαρδοί, αρχές του 569, κυρίευσαν την πρώτη ιταλική πόλη, το Φρίουλι, όπου εγκατέστησαν την έδρα του πρώτου λομβαρδικού δουκάτου της Ιταλίας. Μέχρι το καλοκαίρι του 569, οι επιδρομείς είχαν κυριεύσει τη Βιτζέντσα, τη Βερόνα, τη Μπρέσια και το Μιλάνο.
Η Κωνσταντινούπολη αντέδρασε στέλνοντας νέο έξαρχο στην Ιταλία τον Λογγίνο, όχι όμως και στρατεύματα. Έτσι, ο Λογγίνος, μην μπορώντας να αντιδράσει, απέσυρε τις μικρές βυζαντινές φρουρές από τη Βόρεια Ιταλία, προσπαθώντας να καλύψει την περιοχή γύρω από τη Ραβέννα, ανεφοδιαζόμενος από το βυζαντινό στόλο.
Η σημαντική πόλη της Παβίας πολιορκήθηκε για τρία χρόνια. Τελικά, παραδόθηκε το 572, κι έγινε πρωτεύουσα του Βασιλείου του Αλβουίνου. Κατόπιν, οι Λομβαρδοί κινήθηκαν νοτιότερα και κυρίευσαν μεγάλο μέρος της Τοσκάνης, ιδρύοντας δύο ακόμα δουκάτα, και ειδικότερα αυτά του Σπολέτο και του Βενεβέντου.
Οι Βυζαντινοί διατήρησαν υπό τον έλεγχό τους την περιοχή της Ραβέννας και τη Ρώμη. Ουσιαστικά ιδρύθηκαν τρία λομβαρδικά κράτη, το βασίλειο των Λομβαρδών στο Βορρά και τα δύο ημιανεξάρτητα δουκάτα στο Νότο. Ακόμα και το Βασίλειο του Βορρά όμως ήταν διοικητικά κατακερματισμένο.
Ο βασιλιάς μοίρασε τη γη του σε στρατηγούς του (δούκες), οι οποίοι ίδρυσαν με τη σειρά τους φεουδαρχικά κρατίδια εντός του βασιλείου. Έτσι, σχηματίστηκαν δουκάτα στις περιοχές Φρίουλι, Τσενέντα, Βιτσέντσα, Βερόνα, Τρέντο, Μπρέσια, Μπέργκαμο, Σαν Τζούλιο, Παβία, Τορίνο, Άστι και Τούστια. Ο κάθε δούκας ήταν ουσιαστικά ανεξάρτητος, και μόνο χαλαροί δεσμοί εξάρτησης υπήρχαν με τον εκάστοτε βασιλιά που έφερε και τον τίτλο του δούκα της Παβίας.
Ο Αλβουίνος επιχείρησε να συγκρατήσει τις φυγόκεντρες αυτές τάσεις. Δεν το κατόρθωσε όμως και δολοφονήθηκε από τους ευγενείς, με τους οποίους μάλιστα είχε συμπράξει η σύζυγός του, που μετά το φόνο κατέφυγε στη Ραβέννα. Τον Αλβουίνο διαδέχτηκε ένας από τους δούκες, ο Κλεφ, ο οποίος όμως επίσης δολοφονήθηκε μετά από βασιλεία 18 μηνών.
Ακολούθησε μια περίοδος αναρχίας, η λεγόμενη περίοδος της «διακυβέρνησης των δουκών», κατά την οποία δεν υπήρχε βασιλιάς. Η περίοδος αυτή κράτησε περίπου δέκα χρόνια, και έτυχε της ανάλογης εκμετάλλευσης από το μεγάλο Έλληνα αυτοκράτορα Μαυρίκιο, ο οποίος ενίσχυσε τις βυζαντινές κτήσεις στην Ιταλία, με όσες δυνάμεις μπορούσε να εξοικονομήσει από τα άλλα μέτωπα.
Ένας σημαντικός σύμμαχος του Βυζαντίου ήταν και ο πάπας της Ρώμης. Ένα μέρος των Λομβαρδών ήταν παγανιστές, ενώ οι υπόλοιποι ήταν αιρετικοί χριστιανοί, οπαδοί του Άρειου.
Το 584, καθώς υπήρχαν φόβοι φραγκικής εισβολής, οι Λομβαρδοί δούκες κατάφεραν να ειρηνεύσουν και να εκλέξουν νέο βασιλιά, το γιο του δολοφονημένου Κλεφ, τον Αουθάρι. Ο τελευταίος, το 589 παντρεύτηκε την κόρη του δούκα της Βαυαρίας Γκάριμπαλτ Α’, Θεοντελίντα, αποκτώντας έτσι ένα σύμμαχο κατά των επικίνδυνων Φράγκων.
Η Θεοντελίντα ήταν ορδόδοξη χριστιανή, και σύντομα ανέπτυξε σχέσεις με τον πάπα Γρηγόριο Α’. Ο πάπας, μέσω της νέας βασίλισσας, επιδίωξε τον προσηλυτισμό των Λομβαρδών στην ορθοδοξία, πιστεύοντας ότι έτσι θα τους καθιστούσε λιγότερο απειλητικούς για τον ίδιο και την αυτοκρατορία. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η πολιτική της θρησκευτικής διπλωματίας ήταν άκρως διαδεδομένη στο Βυζάντιο.
Ο Αουθάρις επέτρεψε την ιεραποστολή, επιθυμώντας να αδρανοποιήσει τη διαφαινόμενη βυζαντινοφραγκική προσέγγιση και παράλληλα προσπάθησε και πέτυχε να περιορίσει την εξουσία των ευγενών.
Τον Αουθάρι, που πέθανε το 590, διαδέχτηκε ο ισχυρός δούκας του Τορίνο, ο Αγιούλφος, ο οποίος παντρεύτηκε τη χήρα του προκατόχου του και συνέχισε τη θρησκευτική πολιτική του. Στη συνέχεια, πιθανόν με βυζαντινή υποκίνηση, εξεγέρθηκαν εναντίον του νέου βασιλιά ισχυροί δούκες. Ο Αγιούλφος αντέδρασε ταχύτατα και ύστερα από μάχες δύο ετών νίκησε τους στασιαστές και τους Βυζαντινούς συμμάχους τους και επέβαλε τους όρους του.
Εν τω μεταξύ, στην Κωνσταντινούπολη είχε δολοφονηθεί ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος, και ο σφετεριστής Φωκάς που ανέβηκε στο θρόνο ενδιαφερόταν περισσότερο για τη διατήρηση της εξουσίας, παρά για την ακεραιότητα του κράτους.
Όταν πέθανε ο Αγιούλφος, η εξουσία πέρασε στη Θεοντελίνα, η οποία κυβέρνησε μόνη μέχρι το 628. Τη διαδέχτηκε ο ορθόδοξος Αντλοάλδος, ο οποίος όμως εκθρονίστηκε από τον αρειανιστή Αριοάλδο, τον οποίο διαδέχτηκε ο Ροθάριος, ένας από τους πιο ισχυρούς Λομβαρδούς βασιλιάδες. Την περίοδο αυτή είχε δημιουργηθεί το πρώτο σοβαρό ρήγμα στις σχέσεις Κωνσταντινούπολης και Ρώμης.
Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος και ο διάδοχός του Κώνστας, για να προσεταιριστούν τους πιστούς στον μονοθελητισμό πληθυσμούς της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης, που κινδύνευαν από τη νέα ανερχόμενη δύναμη των Αράβων, επιχείρησαν να συμβιβάσουν τα διεστώτα, αποκλίνοντας από την ορθοδοξία.
Ήταν ο πάπας που αντέδρασε τότε, και μάλιστα συνελήφθη από τα βυζαντινά στρατεύματα και εξορίστηκε στην Κριμαία όπου και πέθανε από τις κακουχίες. Έτσι χάθηκε η εμπιστοσύνη μεταξύ του αυτοκράτορα και του πάπα και ο εκάστοτε επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας, μην μπορώντας να στηριχθεί στην αυτοκρατορική εξουσία, άρχισε να προσεταιρίζεται τους Λομβαρδούς ηγεμόνες.
Ευτυχώς για το Βυζάντιο, σύντομα ξέσπασαν νέοι εμφύλιοι μεταξύ των Λομβαρδών ηγεμόνων, οι οποίοι έδωσαν πνοή ζωής στις βυζαντινές κτήσεις και αποδυνάμωσαν τους Λομβαρδούς. Παρ’ όλα αυτά, οι Λομβαρδοί κατάφεραν να αποκρούσουν τον αυτοκράτορα Κώνστα, που επιχείρησε να ανακαταλάβει μέρος των νότιων λομβαρδικών κτήσεων, αλλά και τις πρώτες σοβαρές απόπειρες εισβολής των Φράγκων.
Θρίαμβος και πτώση
Το 680 Λομβαρδοί και Βυζαντινοί συνομολόγησαν συνθήκη ειρήνης διάρκειας 40 ετών. Το 712 όμως ένας νέος ηγεμόνας ανέβηκε στο θρόνο των Λομβαρδών, υποτάσσοντας τους ενοχλητικούς ευγενείς και συγκροτώντας για πρώτη φορά ένα συγκεντρωτικό κράτος. Ήταν ο Λιουτπράνδος, ο οποίος αρχικά υπέταξε στο σκήπτρο του τα ανεξάρτητα δουκάτα του Σπολέτο και του Βενεβέντο.
Κατόπιν, εκμεταλλευόμενος μια νέα σύγκρουση μεταξύ του πάπα και του Βυζαντινού αυτοκράτορα, για το θέμα της προσκύνησης των εικόνων αυτή τη φορά, επιτέθηκε στις βυζαντινές κτήσεις, με τις ευλογίες του επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας, ενώ στη συνέχεια επιτέθηκε κατά του πάπα με τη συνδρομή των Βυζαντινών.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο πάπας Γρηγόριος Β’ υποστήριξε τις ορθόδοξες θέσεις έναντι των αιρετικών απόψεων του αυτοκράτορα Λέοντα Ίσαυρου, σχετικά με το ζήτημα της προσκύνησης των εικόνων. Αντιδρώντας με όχι διπλωματικό τρόπο, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας (μαζί με τον διάδοχό του Κωνσταντίνο Ε’) τιμώρησαν τον πάπα, αφαιρώντας από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ρώμης τις επαρχίες του Ιλλυρικού και της Κάτω Ιταλίας.
Η πολιτική αυτή είχε μοιραίες συνέπειες για τη βυζαντινή παρουσία στην Ιταλία. Ο πάπας, μην έχοντας συμμάχους, υποχρεώθηκε να στραφεί προς τον ισχυρό βασιλιά των Λομβαρδών, ο οποίος κυρίευσε σχεδόν το σύνολο των εδαφών του βυζαντινού εξαρχάτου της Ραβέννας, εκτός από την ομώνυμη πόλη και μερικές άλλες μικρότερες.
Επίσης, κυρίευσε το δουκάτο της Ρώμης, πολιτικό εξάρτημα του εξαρχάτου, που διοικούνταν από τον εκάστοτε πάπα. Σε αντάλλαγμα, έθεσε τον πάπα και την εκκλησία υπό την αιγίδα του.
Ο ισχυρός Λιουτπράνδος συμμάχησε και με τους Φράγκους και βοήθησε τον βασιλιά τους Κάρολο Μαρτέλο να νικήσει τους Άραβες στην περίφημη μάχη του Πουατιέ. Ο θάνατός του, το 744, βρήκε το βασίλειο των Λομβαρδών στο απόγειο της ισχύος του, να ελέγχει ολόκληρη σχεδόν την ιταλική χερσόνησο, πλην ελάχιστων βυζαντινών προγεφυρωμάτων, κυρίως στο Νότο.
Ο ανιψιός και διάδοχός του, Χιλδεπράνδος, δεν ήταν το ίδιο δυναμικός, και σύντομα εκθρονίστηκε. Τον διαδέχτηκε ο δούκας του Φρίουλι, Ράτσις, ο οποίος επίσης δεν κατάφερε να συγκρατήσει τις αντίρροπες δυνάμεις εντός του βασιλείου και το 749 παραιτήθηκε και έγινε μοναχός.
Ο φιλοπόλεμος Αϊστούλφος, που διαδέχτηκε τον Ράτσις, υποστηρίχθηκε από τους ευγενείς με τον όρο να καταλύσει οριστικά το εξαρχάτο της Ραβέννας. Και πράγματι το πέτυχε. Στις 4 Ιουλίου 751 η Ραβέννα παραδόθηκε, αφού οι εικονολάτρες κάτοικοι και άρχοντες δεν δέχτηκαν να πολεμήσουν για χάρη των εικονομάχων αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης.
Παρ’ όλα αυτά, ο πάπας αντέδρασε και κάλεσε σε βοήθεια τους Φράγκους. Ο βασιλιάς των τελευταίων Πιπίνος Γ΄ εισέβαλε στην Ιταλία, νίκησε τους Λομβαρδούς και τους επέβαλε να εγκαταλείψουν τη Ραβέννα, η οποία παραδόθηκε και πάλι στους Βυζαντινούς. Σύντομα όμως ο διάδοχος του Αϊστούλφου, ο δούκας της Τοσκάνης Ντεσιντέριος, κατέλαβε οριστικά τη Ραβέννα. Αυτό ήταν το τέλος της βυζαντινής παρουσίας στην Άνω Ιταλία.
Για να εκδικηθεί τον πάπα, ο νέος Λομβαρδός βασιλιάς επιτέθηκε στη Ρώμη και την κατέλαβε το 772. Ο πάπας Ανδριανός Α’ κάλεσε τότε σε βοήθεια τον νέο Φράγκο βασιλιά Κάρολο, ο οποίος έμελλε να μείνει στην Ιστορία ως Κάρολος ο Μέγας ή Καρλομάγνος, και να ξεκινήσει την πολεμική κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, θέτοντας και τα θεμέλια του σχίσματος μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Ο Καρλομάγνος δεν άφησε την ευκαιρία που του πρόσφεραν να πάει χαμένη. Επικεφαλής ισχυρού στρατού, εισέβαλε στην Ιταλία από το μεγάλο πέρασμα του Αγίου Βερνάρδου. Ο Ντεσιντέριος είχε φροντίσει να οχυρώσει την έξοδο του περάσματος, και εκεί περίμενε τους Φράγκους. Ο Καρλομάγνος όμως έστειλε ένα ισχυρό απόσπασμα από ένα άλλο πέρασμα, το οποίο εμφανίστηκε στα νώτα των Λομβαρδών. Οι τελευταίοι, μαζί με το βασιλιά τους, τράπηκαν σε φυγή και κλείστηκαν στην καλά οχυρωμένη Παβία. Εκεί πολιορκήθηκαν από ένα φραγκικό σώμα.
Την ίδια ώρα ο Καρλομάγνος με τον όγκο των δυνάμεών του κινήθηκε προς τη Βερόνα, τη οποία φρουρούσε ο γιος του Λομβαρδού βασιλιά, Αντέλχιος, ο οποίος όμως στη θέα των φραγκικών στρατευμάτων εγκατέλειψε την πόλη και τους βασιλικούς θησαυρούς που φυλάσσονταν εκεί και έφυγε για την Κωνσταντινούπολη. Ο Ντεσιντέριος πολιορκήθηκε στενά στην Παβία, ενώ κανείς από τους δούκες του δεν τον συνέδραμε. Όλοι τους υποτάχθηκαν ειρηνικά στον Καρλομάγνο. Ύστερα από αντίσταση δέκα μηνών, ο Ντεσιντέριος υποχρεώθηκε να παραδοθεί.
Το 774 το βασίλειο των Λομβαρδών καταλύθηκε επίσημα και ενσωματώθηκε στην αυτοκρατορία του Καρλομάγνου. Ένα μέρος της γης του πάντως δόθηκε στον πάπα, ο οποίος ίδρυσε το κράτος του Αγ. Πέτρου, το σημερινό Βατικανό, το οποίο όμως τότε, είχε πρωτεύουσα τη Ρώμη, και κάλυπτε μεγάλο μέρος της Τοσκάνης και των εδαφών τού πάλαι ποτέ βυζαντινού εξαρχάτου της Ραβέννας.
Έτσι, ο πάπας, εκτός από πνευματικός, έγινε και κοσμικός άρχοντας, γεγονός με τεράστιες συνέπειες στη μετέπειτα ευρωπαϊκή Ιστορία.
Ο Καρλομάγνος φέρθηκε με διπλωματία στους Λομβαρδούς. Τους άφησε να διοικούνται με τους δικούς τους νόμους, δεν αμφισβήτησε την εξουσία των ευγενών, και μάλιστα στέφθηκε ο ίδιος βασιλιάς των Λομβαρδών, με το περίφημο σιδηρούν στέμμα της Λομβαρδίας.
Τα λομβαρδικά δουκάτα
Το βασίλειο των Λομβαρδών υποτάχθηκε στους Φράγκους, αλλά το δουκάτο του Βενεβέντο εξακολούθησε να πορεύεται ανεξάρτητα. Θεωρητικά βρισκόταν υπό την επικυριαρχία του Φράγκου βασιλιά, πρακτικά όμως ήταν ανεξάρτητο. Παρέμεινε δε έτσι για έναν ακόμα αιώνα. Το 839 όμως ξέσπασε νέος εμφύλιος που κράτησε δέκα χρόνια και είχε ως συνέπεια τη διχοτόμηση του δουκάτου. Δημιουργήθηκαν τότε δύο λομβαρδικά κράτη, τα δουκάτα του Βενεβέντο και του Σαλέρνο.
Διχασμένοι, ως συνήθως, οι Λομβαρδοί δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τις επιδρομές των Αράβων, και σώθηκαν χάρη στην επέμβαση του Φράγκου αυτοκράτορα Λουδοβίκου. Στο μεταξύ, το δουκάτο του Σαλέρνο, μετά από νέο εμφύλιο, κόπηκε στα δύο και ένα νέο κράτος δημιουργήθηκε, το πριγκιπάτο της Κάπουα.
Ολόκληρο τον 10ο αιώνα οι Λομβαρδοί πολεμούσαν μεταξύ τους, φθείροντας τις δυνάμεις τους και προετοιμάζοντας την άνοδο της νέας ισχυρής δύναμης, των Νορμανδών. Εκμεταλλευόμενοι τη φθορά αυτή, ο πάπας και το Βυζάντιο άρχισαν να καταλαμβάνουν περιοχές του δουκάτου του Βενεβέντο.
Τον 11ο αιώνα έφτασαν οι Νορμανδοί, οι οποίοι σταδιακά κατέλυσαν όλα τα λομβαρδικά κρατίδια και επέβαλαν την κυριαρχία τους. Από το 1098, όταν έπεσε η Κάπουα, οι Λομβαρδοί έπαψαν να υπάρχουν. Απέμεινε μόνο το όνομα «Λομβαρδία», με το οποίο είναι γνωστή μέχρι και σήμερα η βόρεια Ιταλία.
Η λομβαρδική κατάκτηση της Ιταλίας ήταν μια μακροχρόνια διαδικασία, η οποία κράτησε περίπου δύο αιώνες και το αποτέλεσμά της ανατράπηκε αμέσως μόλις ολοκληρώθηκε. Παρ’ όλα αυτά, οι Λομβαρδοί άφησαν πίσω τους ισχυρές καταβολές, διαφοροποιώντας πολιτιστικά και εθνολογικά τα δύο τμήματα της Ιταλίας σε γερμανοτραφή Βορρά και ελληνοτραφή Νότο. Η διαφοροποίηση αυτή υφίσταται μέχρι σήμερα και σε πολιτικό επίπεδο, καθώς δεν λείπουν από τη γειτονική χώρα οι φωνές περί απόσχισης του Βορρά από τον υποανάπτυκτο Νότο. Οι Λομβαρδοί, βέβαια, δεν έφεραν στην Ιταλία ανώτερο πολιτισμό, γιατί απλά δεν είχαν ανώτερο πολιτισμό. Έδωσαν όμως στην κουρασμένη ιταλική κοινωνία του 6ου αιώνα ένα νέο σφρίγος, μια νέα δυναμική που είχε αποστερηθεί από τη Μεγάλη Μετανάστευση των Λαών του 5ου αιώνα.
Ο Στρατός των Λομβαρδών
Οι Λομβαρδοί, όπως και όλοι οι αρχαίοι Γερμανοί, είχαν αρχικά πολύ «κακές σχέσεις» με το άλογο. Δεν διέθεταν ιππικό, και αυτό τους καθιστούσε εύκολη λεία στους άριστους ιππείς Ούννους και Αβάρους.
Η επαφή τους ακριβώς με αυτούς τους λαούς ήταν που μετέτρεψε τα γερμανικά στίφη σε ένα στρατό εκλεκτών ιππέων.
Την εποχή της εισβολής στην Ιταλία, ο στρατός των Λομβαρδών, φεουδαρχικός στη δομή του, με τον κάθε άρχοντα να συγκεντρώνει γύρω τους πολεμιστές του οίκου του, αποτελούνταν κατά τα 2/3 από ιππείς και μόνο κατά το 1/3 από πεζούς. Και οι πεζοί όμως είχαν εγκαταλείψει τα παραδοσιακά γερμανικά όπλα (ακόντιο, ασπίδα, πελέκι) και πολεμούσαν ως τοξότες, εξοπλισμένοι με ισχυρά σύνθετα τόξα.
Το ιππικό διακρινόταν σε δύο κατηγορίες, τους ευγενείς Γκαστάλδους και τους ακόλουθους. Οι Γκαστάλδοι ήταν οι άρχοντες και οι συν αυτοίς, «επαγγελματίες» πολεμιστές. Έφεραν θώρακες, ασπίδες διαμέτρου 60-80 εκ. μακριές σπάθες μήκους 1 μ., δόρυ και ακόντια. Οι ακόλουθοι ήταν παρόμοια οπλισμένοι, αλλά συνήθως δεν έφεραν θώρακες.
Η τακτική μάχης των Λομβαρδών βασιζόταν στην ορμητική επέλαση του ιππικού τους, προς ανατροπή του αντιπάλου. Το πεζικό έπαιζε βοηθητικό ρόλο, είτε κατέχοντας σημαντικά εδαφικά ερείσματα, κάτι που δεν μπορούσε από τη φύση του να κάνει το ιππικό, είτε προετοιμάζοντας με τα βέλη του την επέλαση του ιππικού είτε σε πολιορκίες. Η επέλαση των Λομβαρδών ιππέων ήταν ιδιαίτερα τρομακτική, όπως αναφέρουν οι Βυζαντινοί συγγραφείς.
Μετά την κατάκτηση των ιταλικών πόλεων, στρατολογήθηκαν και εντόπιοι πεζοί, οπλισμένοι με δόρατα και ασπίδες. Στα τμήματα αυτά δεν έτρεφαν όμως ιδιαίτερη εμπιστοσύνη οι Λομβαρδοί και τα χρησιμοποιούσαν σε ειδικές περιπτώσεις. Μετά την υποταγή στους Φράγκους, οι Λομβαρδοί δούκες του Νότου χρησιμοποίησαν, εκτός από τα δικά τους στρατεύματα και πολλούς μισθοφόρους (Άραβες, Ούγγρους και Νορμανδούς).