Οι Τούρκοι, με 40.000 άνδρες και 200 γαλέρες, έφθασαν στο νησί και πολιόρκησαν τους ιππότες. Στο νησί υπήρχαν τέσσερα φρούρια. Το μικρότερο και πλέον εκτεθειμένο ήταν αυτό του Αγίου Έλμο…

Ο Σουλεϊμάν είχε καταφέρει, το 1522 μ.Χ., να εκδιώξει τους Ιππότες από τη Ρόδο. Οι ηττημένοι τότε, αφού περιπλανήθηκαν αρκετά, κατέφυγαν, κατά παραχώρηση του Αψβούργου αυτοκράτορα Καρόλου Ε’, στη Μάλτα. Οι Ιππότες οχύρωσαν όσο καλύτερα μπορούσαν το νησί, κατασκευάζοντας τέσσερα φρούρια.

Τα δύο πρώτα και μεγαλύτερα ήταν τα φρούρια του Αγίου Μιχαήλ και του Αγίου Αγγέλου, εντός των οποίων κατοικούσε και η πλειοψηφία των Μαλτέζων υπηκόων τους. Τα φρούρια αυτά χτίστηκαν στο ανατολικό τμήμα του μεγάλου φυσικού λιμανιού της Μάλτας. Ένα ακόμα φρούριο, η Μντίνα, χτίστηκε στα ορεινά, στη θέση της παλαιάς πρωτεύουσας του νησιού. Για την κάλυψη και του δυτικού άκρου του λιμανιού χτίστηκε, μεταξύ 1551 και 1565, ένα ακόμα μικρό οχυρό, αυτό του Αγίου Έλμο.

Οι αντίπαλοι

Το 1564 ο Σουλεϊμάν είχε σχεδόν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες για την επίθεση κατά της Μάλτας. Δυστυχώς γι’ αυτόν, και ο μεγάλος μάγιστρος των ιπποτών, ο Ιωάννης Παρισό ντε λα Βαλέτ, το είχε ήδη πληροφορηθεί από κατασκόπους που είχε στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, προσπάθησε να προετοιμαστεί όσο το δυνατόν καλύτερα.

Καταρχάς, ενίσχυσε το φρούριο του Αγ. Έλμο με νέα οχυρωματικά έργα και παράλληλα ζήτησε βοήθεια από τον αυτοκρατορικό αντιβασιλιά της Νεάπολης. Επίσης, με επιστολές του κάλεσε όλους τους ιππότες του τάγματος να επιστρέψουν, από όλη την Ευρώπη, στη Μάλτα, για να υπερασπιστούν το νησί. Τέλος, συγκέντρωσε τεράστιες προμήθειες σε τρόφιμα, πυρομαχικά, αλλά και διάφορα άλλα υλικά, όπως ξυλεία –στη Μάλτα δεν υπήρχαν δάση– που μπορούσαν να φανούν χρήσιμα σε μια μακροχρόνια πολιορκία.

Από την άλλη πλευρά, ο Σουλεϊμάν προετοιμάστηκε επίσης όσο γινόταν καλύτερα. Συγκέντρωσε στόλο 200 πλοίων, τον οποίο έθεσε υπό τον Πιαλί πασά. Τη διοίκηση των στρατευμάτων ανέθεσε στο στρατηγό του, Μουσταφά πασά. Του διέθεσε 6.300 γενίτσαρους, 4.000 φανατικούς λαλαγιάρ, 9.000 σπαχήδες και 6.000 ακόμα άτακτους πολεμιστές.

Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν και 15.000 ναύτες και επιβάτες του στόλου, οι οποίοι μετά την αγκυροβόλησή του, μπορούσαν να πολεμήσουν, όπως και έπραξαν. Από τους άνδρες αυτούς οι γενίτσαροι –εκείνη την εποχή ακόμα– αποτελούσαν τους επίλεκτους μαχητές του σουλτάνου.

Οι γενίτσαροι είχαν εγκαταλείψει το παραδοσιακό τους όπλο, το σύνθετο τόξο, και είχαν εξοπλιστεί με μακρύκαννα μουσκέτα με σύστημα πυροδότησης με φυτίλι. Ένας μικρός αριθμός γενίτσαρων ήταν εξοπλισμένος με λογχοδρέπανα και μακριά δόρατα. Με εξαίρεση πάντως τα εξειδικευμένα τμήματα γενίτσαρων ακροβολιστών, η κύρια τακτική των εξισλαμισμένων Τούρκων επίλεκτων μαχητών ήταν η βολή μιας ομοβροντίας με τα μουσκέτα τους και κατόπιν η ορμητική έφοδος με τα γιαταγάνια. Οι γενίτσαροι δεν έφεραν θώρακα, εκτός από αυτούς που έφεραν αποκλειστικά αγχέμαχα όπλα.

Από την άλλη, οι λαλαγιάρ ήταν φανατικοί ισλαμιστές μαχητές. Έφεραν αποκλειστικά αγχέμαχα όπλα και πολεμούσαν συνήθως υπό την επήρεια χασίς. Δεν έφεραν θωράκιση. Συνήθως έφεραν μακριές, ίσιες σπάθες, ασπίδες και μερικές φορές κράνη. Εφορμούσαν στη μάχη με επικεφαλής δερβίσηδες και ιμάμηδες, αδιαφορώντας για τις απώλειες.

Οι σπαχήδες ήταν το τιμαριωτικό τουρκικό ιππικό. Κατά περίσταση όμως μπορούσαν να πολεμήσουν και πεζοί. Ο οπλισμός τους δεν ήταν τυποποιημένος. Συνήθως έφεραν τόξο και μακριά κυρτή σπάθη. Έφεραν επίσης αλυσιδωτό θώρακα, ασπίδα και κράνος. Ορισμένοι έφεραν λόγχες ή μουσκέτα. Οι υπόλοιποι άνδρες του Τουρκικού Στρατού ήταν οπλισμένοι με ποικιλία όπλων. Οι πλέον επίλεκτοι ήταν οι μουσκετοφόροι ακροβολιστές του. Υπήρχαν τοξότες και ξιφομάχοι πεζοναύτες και ορισμένοι οπλισμένοι με μακρά δόρατα.

Ο ντε λα Βαλέτ διέθετε πολύ μικρότερες δυνάμεις. Στην αρχή της μάχης, διέθετε 700 ιππότες και 7.500 στρατιώτες. Οι ιππότες ήταν λίγοι αλλά αποτελούσαν το πλέον επίλεκτο στρατιωτικό σώμα της εποχής. Πολεμούσαν βαριά θωρακισμένοι, με αγχέμαχα όπλα –σπαθιά, δορυδρέπανα– στη χρήση των οποίων ήταν ειδικοί. Το εξαίρετο ηθικό τους, η πολεμική τους εμπειρία, αλλά και η βαριά τους θωράκιση καθιστούσε τον καθένα από αυτούς μια φονική πολεμική μηχανή.

Οι στρατιώτες, από την άλλη, ήταν ελαφρύτερα εξοπλισμένοι. Υπήρχαν τρεις κύριοι τύποι, οι ξιφομάχοι/λογχοδρεπανηφόροι, οι σαρισοφόροι και οι τυφεκιοφόροι (μουσκετοφόροι, αρκεβουζιοφόροι). Οι ξιφομάχοι έφεραν θώρακα, βαρύ σιδερένιο κράνος, σπαθί και ασπίδα. Οι λογχοδρεπανηφόροι έφεραν λογχοδρέπανο, θώρακα και κράνος. Οι σαρισοφόροι έφεραν κράνος, θώρακα και σπαθί και ως κύριο όπλο έφεραν σάρισα μήκους 5 μέτρων περίπου.

Οι τυφεκιοφόροι έφεραν δερμάτινο θώρακα, ικανό να αντέχει σε νυκτικά πλήγματα ξίφους, κράνος, σπαθί και βαρύ μουσκέτο, με στήριγμα, ή ελαφρύτερο αρκεβούζιο. Πολεμούσαν με ομοβροντίες ανά ζυγούς.

Όπως αναφέρθηκε, τη διοίκηση των τουρκικών δυνάμεων ανέλαβαν δύο άνδρες, ο ναύαρχος Πιαλί πασά και ο στρατηγός Μουσταφά πασά. Οι δύο άνδρες δεν είχαν τις καλύτερες σχέσεις, γεγονός που αντιλήφθηκε και ο Σουλεϊμάν, και για το λόγο αυτό έστειλε στη Μάλτα, ως ανώτατο διοικητή, τον αρχιναύαρχό του, τον πειρατή Τουργκούτ Ρέις, ο οποίος όμως αργότερα σκοτώθηκε και ο όποιος συντονισμός κατέστη αδύνατον να επιτευχθεί.

Από την πλευρά των ιπποτών, αδιαφιλονίκητος ηγέτης ήταν ο μεγάλος μάγιστρος ντε λα Βαλέτ. Ο ντε λα Βαλέτ ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα του καιρού του και ένας πραγματικός ηγέτης στο πεδίο της μάχης. Γεννήθηκε το 1494 στη νότια Γαλλία. Κατατάχθηκε στο τάγμα των Ιωαννιτών σε ηλικία 20 ετών. Πολέμησε στην πολιορκία της Ρόδου, όπου και διακρίθηκε.

Αργότερα ανέλαβε κυβερνήτης στη γαλέρα «Σαν Τζιοβάνι». Σε ναυμαχία με τουρκικά πλοία, το πλοίο βυθίστηκε και ο ίδιος, τραυματισμένος, αιχμαλωτίστηκε. Ως αιχμάλωτος είχε τη συνήθη, εκείνη την εποχή, τύχη του κωπηλάτη στις γαλέρες. Ο ντε λα Βαλέτ άντεξε στις άθλιες συνθήκες της νέας του κατάστασης – 20 ώρες κωπηλασία, με μόνη τροφή ένα ξεροκόμματο. Τελικά, απελευθερώθηκε και προήχθη σε αρχιναύαρχο του στόλου των ιπποτών, αρχικά, και σε μεγάλο μάγιστρο το 1557.

Εισβολή

Έχοντας πληροφορίες για την τουρκική επίθεση, ο ντε λα Βαλέτ επιτηρούσε συνεχώς τις ακτές με περιπολίες πλοίων. Όλοι οι κυβερνήτες των γαλέρων του τάγματος είχαν σαφείς διαταγές να μην εμπλακούν για κανένα λόγο με τα τουρκικά πλοία. Ο σκοπός τους ήταν να ειδοποιήσουν για την άφιξη της τουρκικής αρμάδας και μόνο. Τελικά, οι οπτήρες χριστιανικών πλοίων εντόπισαν τους Τούρκους και ειδοποίησαν τον ντε λα Βαλέτ. Αμέσως οι διαταγές δόθηκαν. Ένα ταχύ πλοίο στάλθηκε στη Σικελία για να ενημερώσει τον αυτοκρατορικό αντιβασιλιά ότι η πολιορκία άρχιζε.

Στο μεταξύ, στο τουρκικό στρατόπεδο, οι διαφωνίες μεταξύ των δύο αρχηγών είχαν ήδη αρχίσει, με αφορμή την εξεύρεση κατάλληλου αγκυροβολίου για την απόβαση των στρατευμάτων και την ασφαλή παραμονή των πλοίων. Αφού έχασαν αρκετό χρόνο, οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στο νότιο άκρο του νησιού, στο φυσικό λιμάνι του Μαρσασιρόκο.

Ο Μουσταφά επιθυμούσε ο στόλος να προσεγγίσει άμεσα το μεγάλο λιμάνι (ανατολικό λιμένα), όπου βρίσκονταν τα φρούρια των Ιπποτών, ώστε να αιφνιδιάσει τους ιππότες και να υποστηριχτεί η απόβαση από το πυροβολικό του στόλου. Ο Πιαλί όμως δεν διακινδύνευε την ασφάλεια των πλοίων του, εφόσον την προσέγγιση στο μεγάλο λιμάνι απέτρεπε το μικρό οχυρό του Αγ. Έλμο, που οι Ιππότες είχαν χτίσει στην είσοδο του λιμένα, ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Τελικά, οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν νότια και κινήθηκαν αργά προς την ανατολική πλευρά του νησιού. Κινήθηκαν εξαιρετικά αργά, καθώς έπρεπε να μεταφέρουν τα δεκάδες βαριά πολιορκητικά τους πυροβόλα. Οι Τούρκοι έφεραν μαζί τους στο νησί μερικά πολύ βαριά πυροβόλα – δέκα των 80 λιβρών, δύο των 60 λιβρών και ένα «τέρας» των 160 λιβρών, με βάρος βλήματος 75 κιλά περίπου. Μέχρι τότε τους παρενοχλούσαν μόνο περίπολοι ιππέων του Τάγματος. Σε μια μάλιστα αψιμαχία είχαν την τύχη να συλλάβουν αιχμάλωτο τον ιππότη ντε λα Ριβιέρ. Οι Τούρκοι τελικά έφτασαν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τα τείχη του κυρίως οχυρού του Αγ. Μιχαήλ, όπου έστησαν και το στρατόπεδό τους.

Αμέσως ο Μουσταφά έταξε τις πυροβολαρχίες του σε έξι «κανονιοστάσια», περιφερειακά των φρουρίων του Αγ. Μιχαήλ και των Αγ. Αγγέλου. Άλλα τρία κανονιοστάσια στήθηκαν ενώπιον του φρουρίου του Αγ. Έλμο. Παράλληλα, οι Τούρκοι αρχηγοί βασάνισαν σκληρά τον ντε λα Ριβιέρ για να τους αποκαλύψει το αδύνατο σημείο της οχύρωσης των κεντρικών φρουρίων.

Αυτός τους είπε, ύστερα από φριχτά μαρτύρια, πως έπρεπε να επιτεθούν στο φρούριο του Αγ. Αγγέλου. Εκεί όμως ήταν το πλέον καλά φρουρούμενο σημείο του οχυρού. Μοιραία λοιπόν οι επιτιθέμενοι σαρώθηκαν, αφήνοντας πίσω τους 300 νεκρούς. Τότε μόνο ο Μουσταφά κατάλαβε ότι ο ντε λα Ριβιέρ του είχε πει ψέματα. Αμέσως διέταξε να τον σκοτώσουν χτυπώντας τον με χοντρά ξύλινα μπαστούνια.

Μετά το επεισόδιο αυτό, ο Μουσταφά και ο Πιαλί συσκέφθηκαν και αποφάσισαν να καταλάβουν πρώτα το φρούριο του Αγ. Έλμο, ώστε να μπορέσει ο στόλος να καταπλεύσει στο μεγάλο λιμάνι με ασφάλεια και να ενισχύσει τις επιχειρήσεις του στρατού. Από την άλλη πλευρά, ο ντε λα Βαλέτ, μετά την πρώτη τουρκική έφοδο, πίστευε ότι πρωταρχικός στόχος των Τούρκων θα ήταν τα δύο κύρια οχυρά, η πτώση των οποίων θα σήμαινε και την καταστροφή των αμυνομένων και του Τάγματος.

Το βράδυ όμως δύο χριστιανοί αυτομόλησαν από το τουρκικό στρατόπεδο και τον ενημέρωσαν ότι οι Τούρκοι θα χτυπούσαν το φρούριο του Αγ. Έλμο. Αμέσως ο ντε λα Βαλέτ έστειλε ενισχύσεις στο μικρό οχυρό. Το οχυρό φρουρούσαν περίπου 150 άνδρες, με επικεφαλής τον Γερμανό συνταγματάρχη Μας. Ο ντε λα Βαλέτ έστειλε στο οχυρό 64 ιππότες και 400 στρατιώτες, που μόλις είχαν κρυφά φτάσει στη Μάλτα, εκείνη τη νύχτα, από τη Σικελία, ανεβάζοντας τον αριθμό των φρουρών στους 614. Επικεφαλής τέθηκε ο ιππότης Λουίτζι Μπρολία.

Οι Τούρκοι στο μεταξύ είχαν ήδη αρχίσει να ανοίγουν πολιορκητικά χαρακώματα. Τα πυροβόλα τους τάχτηκαν σε απόσταση 500 μέτρων από τα τείχη του οχυρού και μία πυροβολαρχία τάχτηκε σε απόσταση μόλις 200 μέτρων από αυτά. Τα πρώτα τουρκικά χαρακώματα ανοίχτηκαν σε απόσταση 350 μέτρων από τον περίβολο του οχυρού και σταδιακά προχώρησαν σε απόσταση 75 μέτρων από αυτόν.

Από το πρωί της 24ης Μαΐου 1565 οι Τούρκοι άρχισαν να βομβαρδίζουν το οχυρό. Οι πολιορκημένοι απάντησαν με τα ελαφρά πυροβόλα που διέθεταν, αλλά τα πυρά τους δεν απέτρεψαν τις εχθρικές προόδους. Ο ντε λα Βαλέτ από την πλευρά του, για να ανακουφίσει τους αμυνόμενους, έταξε τα πιο βαριά του πυροβόλα στο ακρότατο σημείο του φρουρίου του Αγ. Αγγέλου, από όπου μπορούσαν, θεωρητικά, να πλήξουν τις τουρκικές πυροβολαρχίες.

Ωστόσο η μεγάλη απόσταση –600 μέτρα περίπου– ήταν μάλλον απαγορευτική για τα δεδομένα του πυροβολικού της εποχής. Πάντως, εντός λίγων ωρών από την έναρξη του βομβαρδισμού από τα υπερβαρέα τουρκικά πυροβόλα, τα τείχη του οχυρού του Αγ. Έλμο άρχισαν να γκρεμίζονται. Οι αμυνόμενοι κάλυπταν τα ρήγματα με κάθε είδους υλικό που είχαν στη διάθεσή τους, σκάβοντας παράλληλα νέα τάφρο και νέους προμαχώνες, πίσω από τα σημεία των ρηγμάτων.

Η μάχη του Αγ. Έλμο

Τη δεύτερη νύχτα της πολιορκίας του μικρού οχυρού μερικοί ιππότες από τη φρουρά του κατάφεραν να περάσουν με μια βάρκα από το οχυρό στο φρούριο του Αγ. Μιχαήλ. Εκεί συναντήθηκαν με τον ντε λα Βαλέτ και του ανακοίνωσαν ότι ήδη τα τείχη άρχισαν να καταρρέουν και ότι δεν πίστευαν ότι το οχυρό μπορούσε να κρατηθεί.

Ο ντε λα Βαλέτ τους άκουσε απαθείς. Κατόπιν σηκώθηκε και διέταξε να σχηματιστεί ένα σώμα εθελοντών για να ενισχύσει το φρούριο του Αγ. Έλμο. Οι ιππότες, είπε, δεν θα ξαναπήγαιναν εκεί. Ντροπιασμένοι τότε αυτοί άρχισαν να τον παρακαλούν να τους επιτρέψει να επιστρέψουν στο καταδικασμένο οχυρό. Ο ντε λα Βαλέτ δέχτηκε.

Το τέχνασμα αυτό του μεγάλου μάγιστρου, να «φέρει» τους ιππότες στο φιλότιμο, δείχνει ότι ήταν και άριστος γνώστης της ψυχολογίας των ανδρών του. Είχε αντιληφθεί το σφάλμα των Τούρκων να επιτεθούν πρώτα στο φρούριο του Αγ. Έλμο και όχι στα κύρια οχυρά. Όσο λοιπόν περισσότερο άντεχαν οι πολιορκημένοι στο φρούριο του Αγ. Έλμο, τόσο περισσότερο χρόνο κέρδιζε, χρόνο που θα του επέτρεπε να προετοιμάσει καλύτερα την άμυνα των κύριων οχυρών, αλλά και πιθανόν θα έφερνε τις πολυπόθητες ενισχύσεις από τον αντιβασιλιά της Σικελίας. Έτσι, όσο σκληρό και αν ήταν αυτό, το φρούριο του Αγ. Έλμο έπρεπε να κρατηθεί μέχρις εσχάτων.

Το πρωί της 27ης Μαΐου οι Τούρκοι είχαν πλησιάσει τα χαρακώματά τους επικίνδυνα κοντά στο οχυρό. Οι επίλεκτοι γενίτσαροι σκοπευτές, με τα μακρύκαννα μουσκέτα τους εκτελούσαν όποιον φρουρό τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι τους στους προμαχώνες. Παράλληλα, το πυροβολικό τους εξακολουθούσε να διαλύει συστηματικά τα τείχη. Η μέρα πέρασε έτσι, με το οχυρό χαμένο μέσα στους καπνούς και τη σκόνη. Οι φρουροί των άλλων οχυρών με τρόμο και δάκρυα στα μάτια παρακολουθούσαν ανήμποροι να αντιδράσουν, ενώ τελούσαν συνεχείς δεήσεις παρακαλώντας τον Θεό να τους ελεήσει.

Αν πάντως ο ντε λα Βαλέτ είχε ζητήσει ένα θεϊκό σημάδι, αυτό δεν άργησε να του δοθεί. Το πρωί της 28ης Μαΐου μια γαλέρα φάνηκε στον ορίζοντα. Στο κατάρτι της κυμάτιζε υπερήφανα η άλικη σημαία με τον οκταγωνικό σταυρό του Αγίου Ιωάννη. Ήταν η γαλέρα του ιππότη Σεν Όμπέν. Το σκάφος βρισκόταν σε περιπολία στις ακτές της βόρειας Αφρικής και επέστρεφε στη βάση του, μη γνωρίζοντας ότι είχαν ήδη φτάσει οι Τούρκοι. Ο Σεν Ομπέν πάντως, ακόμα και όταν είδε τους Τούρκους, σκέφθηκε ότι μπορούσε να σπάσει τον αποκλεισμό και να περάσει στο μεγάλο λιμάνι.

Τη μοναχική γαλέρα με το σταυρό όμως είχαν εντοπίσει και οι Τούρκοι. Αμέσως ο Πιαλί διέταξε μια μοίρα έξι γαλέρων να επιτεθεί και να συντρίψει τον θρασύ χριστιανό. Ο Σεν Ομπέν, άριστος ναυτικός όπως ήταν, αντί να υποχωρήσει, πλησίασε τα τουρκικά πλοία, έβαλλε εναντίον τους με ό,τι είχε, και μόνο τότε ανέκρουσε πρύμνη και άρχισε να υποχωρεί. Οι Τούρκοι τον καταδίωξαν, αλλά γρήγορα τα πλοία τους έχασαν τη συνοχή τους. Έτσι, ο Σεν Ομπέν βρήκε την ευκαιρία και με εξαιρετικούς ελιγμούς επιτέθηκε στο απομονωμένο πλοίο του Μεχμέτ Μπέη, το οποίο παραλίγο να βυθίσει. Ο Μεχμέτ και το πλοίο του σώθηκαν διά της άτακτης φυγής. Κατόπιν τούτου, ο Σεν Ομπέν έστρεψε βορειοανατολικά, έχοντας με ένα πλοίο ταπεινώσει ολόκληρο τον τουρκικό στόλο. Ο Πιαλί είχε τόσο εκνευριστεί, που ξέσπασε στον Μουσταφά, τον οποίο έφτυσε στο πρόσωπο.

Η επιτυχία αυτή αναπτέρωσε το ηθικό ακόμα και των απελπισμένων στο φρούριο του Αγ. Έλμο. Έτσι, τα χαράματα της 29ης Μαΐου ο συνταγματάρχης Μας και ο ιππότης ντε Μεντράν, με 150 περίπου άνδρες, εκτέλεσαν αιφνιδιαστική έξοδο. Σε ελάχιστο χρόνο είχαν ανατρέψει τις τουρκικές προφυλακές και είχαν εξοντώσει μεγάλο αριθμό Τούρκων. Όταν ο Μουσταφά κατάλαβε τι συνέβαινε, στάθηκε μπροστά στη σκηνή του και φώναξε: «Γενίτσαροι, εμπρός». Με έξαλλες κραυγές, οι χιλιάδες Τούρκοι επίλεκτοι ρίχτηκαν στη μάχη και παρέσυραν με την ορμή τους το μικρό χριστιανικό τμήμα. Με σχετικά μικρές απώλειες, ο Μας και ο Μεντράν αποσύρθηκαν στη δεύτερη γραμμή προμαχώνων του οχυρού, την ώρα που οι γενίτσαροι έστηναν το λάβαρό τους στον εξωτερικό περίβολο. Ήταν η πρώτη σοβαρή τουρκική επιτυχία.

Την επομένη, οι αμυνόμενοι περίμεναν την εξαπόλυση γενικής επίθεσης εναντίον τους. Οι Τούρκοι όμως αντί αυτού παρατάχτηκαν τελετουργικά. Είχε αφιχθεί ο αρχιναύαρχος του σουλτάνου, ο διαβόητος πειρατής Τουργκούτ Ρέις, ο οποίος θα αναλάμβανε και τη διεύθυνση της μάχης. Ο Τουργκούτ πήγε αμέσως στα χαρακώματα στο φρούριο του Αγ. Έλμο. Αφού παρατήρησε την τοποθεσία, κατάλαβε ότι καταρχάς έπρεπε να διακόψει τον ανεφοδιασμό του φρουρίου, που εκτελούσαν κάθε βράδυ οι ιππότες με μικρές λέμβους από το φρούριο του Αγ. Μιχαήλ. Παρ’ όλα αυτά, ο πλήρης αποκλεισμός του φρουρίου δεν επετεύχθη, λόγω της άρνησης του Πιαλί να διαθέσει πλοία γι’ αυτό το σκοπό, καθώς αυτά θα ήταν εντελώς εκτεθειμένα στα εχθρικά πυρά.

Όμως, υπό την καθοδήγηση του Τουργκούτ, η νέα επίθεση προετοιμάστηκε. Από τις 3 Ιουνίου, ημέρα μνήμης του Αγ. Έλμο, οι Τούρκοι άρχισαν έναν νέο, καταχθόνιο, βομβαρδισμό του οχυρού. Σύμφωνα με το σχέδιο του Τουργκούτ, οι γενίτσαροι θα εξορμούσαν, με το πέρας του βομβαρδισμού, με στόχο την κατάληψη του περιβόλου του οχυρού. Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν για τρεις ολόκληρες μέρες, όταν τα χαράματα της 6ης Ιουνίου Τούρκοι στρατιώτες κινήθηκαν προς το οχυρό, χωρίς να δεχτούν πυρά. Το γεγονός τους κατέπληξε, και αποφάσισαν να γίνουν τολμηρότεροι. Πλησίασαν σιγά-σιγά και με ικανοποίηση διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχαν φρουροί σε ένα σημείο του τείχους. Δυστυχώς για τους αμυνόμενους, ο σκοπός στο σημείο αυτό είχε σκοτωθεί από το βομβαρδισμό, χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό.

Αμέσως οι Τούρκοι στρατιώτες ανέφεραν τα όσα είδαν στο Μουσταφά και τον Τουργκούτ. Ευτυχείς, οι Τούρκοι αρχηγοί συνήγειραν αμέσως το στρατό τους. Πρώτοι οι γενίτσαροι θα εφορμούσαν, κρατώντας ξύλινες σκάλες στα χέρια τους. Οι αμυνόμενοι δεν είχαν ακόμα αντιληφθεί τίποτε όταν με τρόμο άκουσαν τους ιμάμηδες να φωνάζουν «Αλλάχ, Αλλάχ». Επαναλαμβάνοντας την ιαχή, χιλιάδες Τούρκοι ρίχτηκαν σαν τρελοί στην επίθεση. Οι δερβίσηδες ούρλιαζαν λόγια ακατάληπτα. Μέσα στον πανικό, οι επικεφαλής των αμυνομένων κατάφεραν να συνέλθουν αμέσως. Εγκατέλειψαν τον εξωτερικό περίβολο και τάχτηκαν στις εναλλακτικές θέσεις που είχαν κατασκευάσει.

Καθώς ο στενός χώρος ανάμεσα στον εξωτερικό και στον ενδιάμεσο περίβολο είχε κατακλυστεί από χιλιάδες Τούρκους, οι αμυνόμενοι δεν είχαν παρά μια επιλογή: Πυρ κατά βούληση. Αυτό και έπραξαν. Τα μουσκέτα και τα αρκεβούζια «άναψαν» καθώς τα βόλια τους σκόρπιζαν το θάνατο στους αντιπάλους. Μερικοί πυροβολητές κατάφεραν και έστρεψαν ένα πυροβόλο προς τους Τούρκους. Το γέμισαν με κομμάτια αλυσίδας και έριξαν μια καίρια βολή από απόσταση 15 περίπου μέτρων. Με απίστευτη ορμή, τα μεταλλικά κομμάτια πέταξαν στον αέρα και ξέσκισαν τις σάρκες εκατοντάδων αντιπάλων. Ένα τεράστιο κενό δημιουργήθηκε στις τουρκικές γραμμές, το οποίο όμως σύντομα καλύφθηκε από άλλους στρατιώτες.

Είχε έρθει η ώρα για το μυστικό όπλο των ιπποτών: το Υγρό Πυρ. Οι ιππότες, λόγω της μακράς παραμονής του Τάγματος στην Ελλάδα, είχαν αποκτήσει την ελληνική πολεμική τεχνογνωσία. Έτσι, εναντίον των χιλιάδων Τούρκων, χρησιμοποίησαν δύο παραλλαγές του Υγρού Πυρός. Σε πρώτη φάση έριξαν μαζικά πρωτόγονες εμπρηστικές «χειροβομβίδες» κατά των Τούρκων. Αυτές ήταν μικρά πήλινα αγγεία, στα οποία τοποθετούσαν εύφλεκτα υγρά. Κατόπιν έκλειναν το αγγείο με γύψο, αφού πρώτα εμπότιζαν ένα φυτίλι στο εύφλεκτο υγρό.

Το ένα άκρο του φυτιλιού βρισκόταν στο εσωτερικό του αγγείου, σε επαφή με το εύφλεκτο υγρό και το άλλο στο εξωτερικό μέρος, προεξείχε από την επικάλυψη του γύψου. Όταν επρόκειτο να ριφθεί η βομβίδα-αγγείο, ο «χειροβομβιστής» άναβε το φυτίλι και έριχνε με το χέρι το αγγείο. Αυτό έσπαζε όταν ερχόταν σε επαφή με το έδαφος. Αμέσως το εύφλεκτο υγρό κυλούσε παντού και άναβε αμέσως από το φυτίλι, πυρπολώντας ό,τι υπήρχε κοντά. Το κυριότερο όμως ήταν ότι η φλόγα του ήταν άσβεστη. Ένα άλλο όπλο ήταν η λεγόμενη αντλία, δηλαδή ο βυζαντινός «Σίφων», μέσω του οποίου εκτοξευόταν το Υγρό Πυρ σε μεγαλύτερη απόσταση.

Με τη χρήση λοιπόν των όπλων αυτών οι αμυνόμενοι του φρουρίου του Αγ. Έλμο άρχισαν να καίνε ζωντανούς τους Τούρκους. Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Χιλιάδες Τούρκοι είχαν μετατραπεί σε… λαμπάδες, και έτρεχαν, ουρλιάζοντας φρικτά, μέχρι που έπεφταν άψυχοι στο χώμα. Μοιραία, το ηθικό των επιτιθέμενων κατέρρευσε και άρχισαν να υποχωρούν. Ο Μουσταφά δεν είχε άλλη επιλογή από το να σημάνει υποχώρηση. Η πρώτη μεγάλη επίθεση είχε αποτύχει. Η μάχη είχε στοιχίσει στη φρουρά 80 νεκρούς – 10 ιππότες και 70 στρατιώτες. Οι Τούρκοι είχαν 2.000 νεκρούς.

Πάντως την επομένη οι Τούρκοι δοκίμασαν ξανά. Αλλά και πάλι απέτυχαν, υφιστάμενοι μεγάλες απώλειες. Σε απάντηση, ο Μουσταφά διέταξε το πυροβολικό του να πλησιάσει όσο το δυνατόν πιο κοντά στα τείχη και να αρχίσει ακόμα πιο εντατικό βομβαρδισμό. Σύντομα, τα τουρκικά πυροβόλα άρχισαν να βάλλουν από αποστάσεις μικρότερες των 100 μέτρων. Τα τείχη του εσωτερικού περιβόλου κονιορτοποιήθηκαν και τεράστια ρήγματα εμφανίστηκαν παντού. Ήταν φανερό πως το οχυρό δεν θα άντεχε σε νέα έφοδο.

Εκείνη τη νύχτα, οι επικεφαλής της φρουράς κατέληξαν, μετά από σύσκεψη, στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσαν να κρατήσουν άλλο. Έτσι ο ιππότης ντε Μεντράν στάλθηκε στον ντε λα Βαλέτ για να τον ενημερώσει για την κατάσταση. Ο ντε Μεντράν ήταν ένας από τους διοικητές της φρουράς. Βρισκόταν στο φρούριο του Αγ. Έλμο από την αρχή της μάχης, και κανείς δεν τολμούσε να αμφισβητήσει το θάρρος του. Έτσι, όταν παρουσιάστηκε ενώπιον του μάγιστρου και του ανωτάτου συμβουλίου των ιπποτών και εξέφρασε την άποψη ότι το οχυρό δεν κρατά άλλο, όλοι έσπευσαν να την υιοθετήσουν. Όλοι εκτός από έναν: τον ντε λα Βαλέτ.

Από τα ανιχνευτικά του πλοία, ο ντε λα Βαλέτ είχε πληροφορηθεί ότι ο αντιβασιλιάς της Σικελίας θα ερχόταν σε βοήθειά τους μόνο αν κρατούσε το φρούριο του Αγ. Έλμο. Αλλιώς, ο στόλος του δεν θα μπορούσε να προσεγγίσει το μεγάλο λιμάνι. Έτσι, ο ηγέτης των ιπποτών δεν είχε άλλη επιλογή. Με τη χαρακτηριστική βαριά, μα ήρεμη φωνή του σηκώθηκε όρθιος και είπε: «Όταν γίναμε ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη ορκιστήκαμε απόλυτη πίστη και αφοσίωση σε αυτό. Ορκιστήκαμε ότι θα θυσιάζαμε και τη ζωή μας για την πίστη μας, όπου και όποτε χρειαστεί.

Οι αδελφοί μας στο φρούριο του Αγ. Έλμο πρέπει τώρα να θυσιαστούν»! Στο άκουσμα των σκληρών, μα και αναγκαίων αυτών λόγων, όλοι έσκυψαν το κεφάλι. Η απόφαση του αρχηγού ισοδυναμούσε με καταδίκη σε θάνατο της ηρωικής φρουράς. Όλοι όμως την αποδέχτηκαν.

Ο ντε Μεντράν ζήτησε την άδεια να επιστρέψει στο φρούριο. Μαζί του πήγαν και 15 ιππότες και 50 στρατιώτες, όλοι τους εθελοντές! Ωστόσο, ορισμένοι δεν δέχτηκαν έτσι απλά τη διαταγή να θυσιαστούν, και άρχισαν να δημιουργούν ζητήματα. Γι’ αυτό, ο ντε λα Βαλέτ έστειλε στο οχυρό τρεις έμπειρους ιππότες, επιτελείς του, με τους σημερινούς όρους, για να σχηματίσουν προσωπική άποψη και να τον ενημερώσουν. Οι δύο απεφάνθησαν ότι το οχυρό δεν μπορούσε να κρατηθεί. Ο τρίτος όμως, ο ιππότης Καστριότα –απόγονος της γνωστής οικογένειας– είπε ότι το μόνο που χρειαζόταν το οχυρό ήταν επιπλέον άνδρες. Επιστρέφοντας δε στο φρούριο του Αγ. Μιχαήλ, ζήτησε να συγκροτήσει εθελοντικό σώμα, επικεφαλής του οποίου θα πήγαινε στο φρούριο του Αγ. Έλμο. Ταχύτατα συγκεντρώθηκαν 600 άνδρες. Ωστόσο, ο ντε λα Βαλέτ δεν έτρεφε αυταπάτες, και επέτρεψε μόνο σε 15 ιππότες και 100 στρατιώτες να μεταβούν στο καταδικασμένο οχυρό.

Στο μεταξύ, ο Μουσταφά προετοίμασε τη νέα του επίθεση. Θα εξαπολυόταν το βράδυ της 10ης Ιουνίου. Πραγματικά, μετά από εντονότατο βομβαρδισμό η επίθεση ξεκίνησε. Σε λίγο η νύχτα είχε γίνει μέρα από τις φλόγες του Υγρού Πυρός. Οι καταδικασμένοι σε θάνατο πολέμησαν υπεράνθρωπα. Γνώριζαν ότι δεν είχαν ελπίδα, κι έτσι έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό. Και το θαύμα έγινε. Ύστερα από ολονύχτια μάχη, η επίθεση αποκρούστηκε. Τα πτώματα 1.500 Τούρκων είχαν καλύψει το έδαφος, μπροστά από τα διαλυμένα τείχη. Οι αμυνόμενοι έχασαν 60 άνδρες.

Οργισμένος ο Μουσταφά άρχισε να σχεδιάζει τη νέα του επίθεση. Την εξαπέλυσε στις 16 Ιουνίου αλλά και πάλι αποκρούστηκε, και υπέστη απώλειες 1.000 νεκρών. Η κατάσταση άρχισε να εξελίσσεται δυσμενώς για τους πολιορκητές. Ήδη οι πρώτες ενισχύσεις από τη Σικελία επιχείρησαν να αποβιβαστούν, αλλά αποκρούστηκαν.

Τα σημάδια όμως ήταν ανησυχητικά. Σαν να μην έφτανε δε αυτό, στις 18 Ιουνίου μία ακόμα καταστροφή χτύπησε τους Τούρκους. Ο Τουργκούτ με τον Μουσταφά επιθεωρούσαν τα χαρακώματα ενώπιον του Αγ. Έλμο. Οι πυροβολητές των ιπποτών, από το φρούριο του Αγ. Αγγέλου τους εντόπισαν και αφού σκόπευσαν καλά έριξαν μια και μόνη βολή. Το πέτρινο βλήμα έπεσε μπροστά από τους Τούρκους ηγέτες και θρυμματίστηκε. Ένα μικρό θραύσμα έπληξε τον Τουργκούτ στο κεφάλι. Ο 80χρονος Τουργκούτ τραυματίστηκε βαριά, και τελικά πέθανε πέντε ημέρες μετά.

Ο θάνατος των γενναίων

Παρά τις συνεχείς επιθέσεις και τις τεράστιες απώλειες, παρά τον συνεχή βομβαρδισμό και την καταστροφή των τειχών, το φρούριο του Αγ. Έλμο δεν έλεγε να πέσει. Η αντίσταση των αμυνόμενων είχε ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Ένα μικρό φρούριο άντεχε στις εφόδους ολόκληρης της τουρκικής στρατιάς για έναν σχεδόν μήνα. Τίποτα όμως δεν μπορούσε πια να σώσει τους ήρωες υπερασπιστές του.

Ένας από τους επικεφαλής της φρουράς, ο ιππότης ντε Μιράντα, έστειλε νέο μήνυμα στον ντε λα Βαλέτ. Αυτή τη φορά δεν ζητούσε τίποτα. Ανέφερε απλώς ότι η πτώση του οχυρού επίκειτο από ώρα σε ώρα και τον παρακαλούσε να μη στείλει άλλους άνδρες στο οχυρό. «Κάθε άνδρας που θα σταλεί στο οχυρό θα χαθεί. Είναι σκληρό να αποσταλούν και άλλοι άνδρες για να πεθάνουν εδώ», αναφερόταν στο μήνυμα. Και πάλι ορισμένοι υψηλόβαθμοι ιππότες ζήτησαν να επιχειρηθεί η εκκένωσή του. Τώρα πια όμως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, καθώς οι Τούρκοι είχαν επιτέλους αποκλείσει και από θαλάσσης το οχυρό.

Στις 21 Ιουνίου, οι ιππότες γιόρταζαν την εορτή του Αγίου Σώματος του Χριστού. Η εορτή πραγματοποιήθηκε με κάθε επισημότητα. Ακολούθησε δέηση για τους πολιορκημένους στο φρούριο του Αγ. Έλμο. Στο ίδιο το φρούριο, όμως, η κατάσταση είχε γίνει πλέον απελπιστική. Με μια αιφνιδιαστική ενέργεια, οι Τούρκοι κατέλαβαν έναν από τους νωτιαίους προμαχώνες του οχυρού, αποκλείοντας παντελώς τη φρουρά, η οποία τώρα κατείχε μόνο ένα μικρό τμήμα του οχυρού, γύρω από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη.

Στις 22 Ιουνίου ο Μουσταφά εκτόξευσε μια ακόμα φανατική επίθεση. Πολεμώντας ακόμα και με τα δόντια, οι αμυνόμενοι ήρωες την απέκρουσαν, χάνοντας 200 άνδρες. Οι τουρκικές απώλειες ήταν σχεδόν δεκαπλάσιες. Ωστόσο, η επίθεση αυτή εξάντλησε τους πολιορκημένους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν τραυματίες. Ο ντε λα Βαλέτ επιχείρησε πάντως να στείλει ενισχύσεις, αλλά οι πέντε λέμβοι δεν κατάφεραν να περάσουν τον τουρκικό αποκλεισμό και αποχώρησαν βαλλόμενες συνεχώς.

Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του φρουρίου του Αγ. Έλμο κατάλαβαν πια ότι είχε έρθει η τελευταία τους ώρα. Μετέλαβαν όλοι των Αχράντων Μυστηρίων από τους δύο ιερείς του φρουρίου. Κατόπιν έσκαψαν βαθιά και έθαψαν την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη, για να μη μολυνθεί από τους Τούρκους, και κατέστρεψαν οτιδήποτε μπορούσε να καταστεί λάφυρο του εχθρού. Έπειτα, έλαβαν όλοι θέσεις στα ρημαγμένα τείχη, έτοιμοι για το τέλος, εκτός από έναν βαριά πληγωμένο στρατιώτη που ανέλαβε να χτυπά συνεχώς την καμπάνα της εκκλησίας, σημάδι προς τον έξω κόσμο ότι το φρούριο του Αγ. Έλμο κρατούσε ακόμα.

Οι βαριά τραυματισμένοι ιππότες ντε Μεντράν και ντε Γκουρά, μην μπορώντας να σταθούν, διέταξαν τους άνδρες τους να τους καθίσουν σε καρέκλες και να τους τοποθετήσουν στο ρήγμα του τείχους. Κρατώντας ο καθένας από μια λόγχη θα έδιναν εκεί τον μέχρις εσχάτων αγώνα. Καθώς η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα, όλοι, στρατιώτες και πολίτες, από τα κύρια οχυρά του Αγ. Αγγέλου και του Αγ. Μιχαήλ, ανέβηκαν στους προμαχώνες. Με δάκρυα στα μάτια παρακολουθούσαν το τέλος των ηρωικών μαχητών του Αγ. Έλμο. Η καμπάνα ήταν το σημάδι της ζωής. Όταν θα σταματούσε να χτυπά, όλα θα είχαν τελειώσει.

Τα ξημερώματα της 23ης Ιουνίου ο Μουσταφά είχε ολοκληρώσει τις προετοιμασίες γι’ αυτή που έμελλε να είναι η τελική έφοδος. Οι δερβίσηδες και οι ιμάμηδες είχαν φροντίσει από νωρίς να φανατίσουν τον τουρκικό όχλο, υποσχόμενοι… καλλίγραμμα ουρί και μπόλικο πιλάφι στον άλλο κόσμο σε όσους θα έπεφταν για τον προφήτη.

Αυτή τη φορά δεν προηγήθηκε βομβαρδισμός. Τα σπαθιά γυμνώθηκαν και η ουρανομήκης κραυγή «Αλλάχ, Αλλάχ, Μοχαμέτ Ρουσολαλλάχ», ακούστηκε από χιλιάδες στόματα. Οι ήδη νεκροί, και γι’ αυτό ελεύθεροι, απλώς περίμεναν. Οι Τούρκοι εξόρμησαν. Οι καθήμενοι στις καρέκλες ιππότες, κρατώντας σάρισες σούβλισαν κυριολεκτικά αρκετούς εχθρούς. Ο ντε Μεντράν έπεσε πρώτος, καθώς δεκάδες Τούρκοι τον περικύκλωσαν. Ο ντε Γκουρά έπεσε από την καρέκλα, αλλά κατάφερε να σηκωθεί. Συνέχισε να πολέμα μέχρι που τον κατέκοψαν δεκάδες γιαταγάνια.

Οι υπόλοιποι άνδρες συνέχισαν να μάχονται με λύσσα, με επικεφαλής τον ατρόμητο συνταγματάρχη Μας. Και αυτός ο ήρωας έβαψε το σπαθί του με το αίμα δεκάδων Τούρκων, αλλά έπεσε. Οι Τούρκοι κατασπάραξαν το πεσμένο του κορμί με τα σπαθιά τους, κόβοντάς το κομμάτια. Σταδιακά, ένας-ένας οι άνδρες της φρουράς έπεφταν νεκροί. Οι επιζώντες υποχώρησαν μέχρι την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, προστάτη του Τάγματος. Εκεί δόθηκε και νέα επική μάχη, ανάμεσα σε ελάχιστους, κατάκοπους και καταματωμένους υπερασπιστές και του ανεξάντλητου τουρκικού όχλου. Όλοι οι υπερασπιστές έπεσαν εκεί. Ο στρατιώτης που χτυπούσε την καμπάνα, έπεσε τελευταίος. Η μάχη είχε λήξει. Οι Τούρκοι είχαν «θριαμβεύσει».

Μόνο πέντε στρατιώτες επέζησαν από το φρούριο του Αγ. Έλμο, πηδώντας την τελευταία στιγμή στη θάλασσα και κολυμπώντας μέχρι το μεγάλο λιμάνι, παρά τα τουρκικά πυρά. Άλλοι εννέα, ακόμα πιο άτυχοι, αιχμαλωτίστηκαν, βαρύτατα τραυματισμένοι. Η τύχη που τους επιφύλαξαν οι Τούρκοι ξεπερνά και την ίδια τη γνωστή τους νοσηρή φαντασία. Οι αιχμάλωτοι γυμνώθηκαν και σταυρώθηκαν σε ξύλινους σταυρούς. Κατόπιν ρίχτηκαν στη θάλασσα, το ρεύμα της οποίας τους παρέσυρε προς το μεγάλο λιμάνι.

Από τους προμαχώνες, οι χριστιανοί αντίκρισαν το αλλόκοτο θέαμα. Ο ντε λα Βαλέτ σήκωσε αμέσως το γάντι. Διέταξε την άμεση εκτέλεση όλων των Τούρκων αιχμαλώτων. Σε λίγο τα πυροβόλα των ιπποτών έριχναν μανιασμένα κατά των εχθρών. Με έκπληξη όμως οι Τούρκοι είδαν ότι αντί για βλήματα τούς βομβάρδιζαν με τα κομμένα κεφάλια των συντρόφων τους…

Σκέψεις & Συμπεράσματα

Η μάχη του φρουρίου του Αγ. Έλμο είχε λήξει. Οι Τούρκοι είχαν περισσότερους από 8.000 νεκρούς στην προσπάθειά τους να κυριεύσουν το μικρό οχυρό. Ο ίδιος ο Τουργκούτ, όταν του ανακοίνωσαν την πτώση του φρουρίου μονολόγησε: «Αλλάχ! Αν ένας τόσο μικρός γιος μάς στοίχισε τόσο, ποιο τίμημα θα πρέπει να πληρώσουμε για τον πατέρα;» Λέγοντας δε αυτά ξεψύχησε. Η προφητική αυτή ρήση του έμπειρου Τουργκούτ επαληθεύτηκε σύντομα. Με καταρρακωμένο το ηθικό και έχοντας χάσει σχεδόν το 1/4 των δυνάμεών του, ο Μουσταφά και Πιαλί δεν είχαν και πολλά περιθώρια.

Αν και ενισχύθηκαν με Αλγερινούς κουρσάρους και προσπάθησαν για άλλους δύο μήνες σχεδόν, οι Τούρκοι δεν ξεπέρασαν ποτέ την πύρρειο νίκη τους στο φρούριο του Αγ. Έλμο. Εκεί κρίθηκε ο αγώνας. Η Μάλτα ποτέ δεν κυριεύτηκε και η στρατιά του Σουλεϊμάν τελικά αφανίστηκε όταν οι ιππότες, μαζί με τις λίγες ενισχύσεις που έφτασαν τελικά, αντεπιτέθηκαν και τους έριξαν στη θάλασσα!