H μάχη της Κρήτης διεξήχθη τον Μάιο του 1941 και αποτελεί αναπόσπαστη συνέχεια τόσο του Ελληνοϊταλικού και του Ελληνογερμανικού πολέμου, όσο βεβαίως και συνέχεια της δράσης του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο.

Η στρατηγική θέση της Κρήτης, κυρίως σε σχέση με τη Μέση Ανατολή, κίνησε το ενδιαφέρον της Βρετανίας, η οποία, από την αρχή σχεδόν του πολέμου άρχισε την επεξεργασία σχεδίων, που απέβλεπαν στην προστασία της σε περίπτωση απειλής της από τις δυνάμεις του Άξονα.

Οι ενέργειες της Βρετανίας, από την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου και μετά, για την προστασία της Κρήτης, αλλά και ο αγώνας των Βρετανών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών στρατιωτών κατά τη διάρκεια της μάχης, είναι γεγονότα λίγο-πολύ γνωστά, αφού η παγκόσμια βιβλιογραφία, δικαίως, έχει αναγνωρίσει και τιμά τον αγώνα της Βρετανίας για την υπεράσπιση της Κρήτης.

Λιγότερο όμως γνωστή, ακόμη και στην Ελλάδα, είναι η συμμετοχή του Ελληνικού Στρατού και γενικότερα της Ελλάδας στη μάχη της Κρήτης. Ίσως, επειδή η συμμετοχή αυτή υπήρξε γενικά περιορισμένη και οπωσδήποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τη βρετανική, όσον αφορά τις δυνάμεις και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, δεν κατέλαβε μεγάλο χώρο στη διεθνή, αλλά κυρίως στην ελληνική βιβλιογραφία.

Σε αυτό το άρθρο φωτίζουμε την ελληνική συμμετοχή στη μάχη της Κρήτης. Με άλλα λόγια, θα δείξουμε ποιον ρόλο έπαιξαν και πόσο βοήθησαν τον συμμαχικό αγώνα οι ελληνικές δυνάμεις.

Ελληνικά στρατεύματα από την ηπειρωτική Ελλάδα

Μάχιμες μονάδες από τα μέτωπα στην Ελλάδα δεν μεταφέρθηκαν στην Κρήτη. Αυτό όμως δεν εμπόδισε εκατοντάδες στρατιώτες, μετά τη συνθηκολόγηση του Ελληνικού Στρατού στην ηπειρωτική Ελλάδα, να μεταβούν με δική τους πρωτοβουλία για να ενισχύσουν τον αγώνα στην Κρήτη.

Μετά τη συνθηκολόγηση που υπογράφτηκε στις 20 Απριλίου 1941, άρχισε ουσιαστικά η διάλυση του Ελληνικού Στρατού. Οι διάφορες μονάδες και στρατιωτικοί σχηματισμοί διαλύθηκαν και οι άνδρες πήραν τον δρόμο της επιστροφής για τα σπίτια τους.

Πολλοί από αυτούς όμως, όταν έγινε γνωστό ότι αποφασίστηκε από τον βασιλιά και την κυβέρνηση η συνέχιση του αγώνα στην Κρήτη, αποφάσισαν να μεταβούν στο νησί για να ενισχύσουν την άμυνά του.

Όμως, ήταν επίσης αρκετοί και αυτοί που έδειξαν αδιαφορία για την συνέχιση του αγώνα και φάνηκαν να αποδέχονται μοιρολατρικά το ότι ο αγώνας εναντίον των Γερμανών είχε λήξει.

Ο Ίλαρχος Ε. Χρυσούλης, σε αναφορά του προς το Αρχηγείο του Ελληνικού Στρατού στη Μέση Ανατολή, αναφέρεται στην ηττοπάθεια που είχε καταλάβει πολλούς αξιωματικούς: «… στην Αθήνα, εξεδήλωσα την επιθυμία μου σε αρκετούς ανώτερους αξιωματικούς και στον Υπουργό Ασφαλείας να με διευκολύνουν για να αναχωρήσω στην Κρήτη και να συνεχίσω τον αγώνα. Όμως, οι μεν ανώτεροι αξιωματικοί μου συνέστησαν το άσκοπο της συνέχισης του αγώνα, ο δε Υπουργός μου είπε ότι δεν υπήρχε για μένα θέση στο πλοίο».

Σε παρόμοια έκθεσή του, ο έφεδρος Ίλαρχος Ν. Γαρμπής αναφέρει σχετικά: «… καθ’ όλο το απόγευμα της 23ης Απριλίου, ήλθα σε τηλεφωνική επαφή με αξιωματικούς διαφόρων μονάδων της Αθήνας και του Πειραιά, παρακαλώντας τους να έλθουν μαζί μου στην Κρήτη. Δυστυχώς όμως, μόνο ο Αντισυνταγματάρχης πεζικού Κ. Βερριώτης και επτά ακόμη αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη Γενική Αποθήκη Υλικού του Στρατού, δέχθηκαν να έρθουν».

Ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Πεζικού Β. Κοντοδαίμων σημειώνει και αυτός τα εξής: «… διοικητής του 5ου λόχου του Κέντρου Εκπαίδευσης του Ναυπλίου, εγκατέλειψα την Πελοπόννησο την 27 Απριλίου, αφού μια μέρα πριν χορήγησα στους στρατιώτες μου δίμηνη άδεια κατόπιν επείγουσας διαταγής του διοικητή του Κέντρου Εκπαίδευσης Ναυπλίου, συνταγματάρχη Ι. Σίνη και μαζί με 34 μόνο άνδρες από το λόχο μου, πέρασα μέσω Σπετσών στην Κρήτη».

Ακόμη πιο διαφωτιστική όμως για την κατάσταση και το ηθικό του μεγαλύτερου μέρους του στρατού, είναι η αναφορά του Λοχαγού Πυροβολικού Ρ. Σπανογιαννάκη:

«…στην Μυτιλήνη υπήρχαν περίπου 300 αξιωματικοί και 3.000 στρατιώτες όλων των όπλων. Η πειθαρχία είχε διασαλευθεί σοβαρά, οι στρατιώτες ουδέν ηθικό είχαν και ζητούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, καταφέρνονταν εναντίον των αξιωματικών, ενώ μια νύχτα στασίασαν […] Μου έκανε κατάπληξη η κατάσταση εκείνη των στρατιωτών, οι οποίοι σύμφωνα με τις ομολογίες των ευρισκόμενων εκεί αξιωματικών των τμημάτων στα οποία ανήκαν πρωτύτερα, στο Μακεδονικό μέτωπο είχαν άριστο ηθικό».

Υπήρξαν όμως και ανεξάρτητες ομάδες στρατιωτών και αξιωματικών, που έφθασαν στην Κρήτη απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας. Σε αναφορά του Υπουργείου Στρατιωτικών σημειώνεται ότι «…παρ’ αφιχθέντων ιδιωτών, πεζή, εξ Αθηνών μέχρι Καλαμών και από κει με λέμβο στην Κρήτη, μαθαίνουμε ότι στο Ταίναρο και στην περιφέρεια Οιτύλου υπήρχαν αρκετοί Έλληνες και Άγγλοι στρατιώτες, μη έχοντας μέσα για να περάσουν στην Κρήτη. Επίσης μεγάλος αριθμός Μεσσήνιων είναι πρόθυμος να κατέβει στην Κρήτη».

Σε άλλη αναφορά του, ο Λοχαγός Ρ. Σπανογιαννάκης αναφέρει χαρακτηριστικά: «…τη νύχτα της 27ης προς 28η (Απριλίου) αναχώρησα με τους αξιωματικούς και τον αντισυνταγματάρχη πεζικού Κίτσο για την Κρήτη, μετά την κατάληψη της Αθήνας και της Πελοποννήσου. Διερχόμενοι από το νησί Μύκονος παραλάβαμε και 50 Άγγλους από τους οποίους 11 ήταν αξιωματικοί οι οποίοι ήταν υπολείμματα ενός τάγματος του αντισυνταγματάρχη Mackey που αγωνίσθηκε στον Όλυμπο. Μέσω των νησιών Αντιπάρου και Θήρας φτάσαμε στο Ηράκλειο στις 2 Μαΐου».

Οι άνδρες που έφθαναν από την ηπειρωτική Ελλάδα και οι οποίοι ως επί το πλείστον ήταν άοπλοι και χωρίς εξάρτυση, αποφασίσθηκε με διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών, με εξαίρεση τους Κρήτες, να προσκολληθούν στα πλησιέστερα έμπεδα τάγματα.

Με άλλη διαταγή του, το Υπουργείο Στρατιωτικών διέτασσε την τοποθέτηση των αξιωματικών, που επίσης έφθαναν από την Ελλάδα, σε οποιαδήποτε στρατιωτική μονάδα αυτό ήταν αναγκαίο, ώστε να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες.

Τέλος, με νέα διαταγή του, καλούσε όλους τους εφέδρους οπλίτες και αξιωματικούς να καταταγούν στα πλησιέστερα, του τόπου διαμονής τους, έμπεδα τάγματα. Σε περίπτωση που δεν προσήρχοντο για κατάταξη, θα εδιώκοντο ποινικά με την κατηγορία της λιποταξίας.

Παράλληλα, στις 4 Μαΐου, με απόφασή του, το Υπουργείο Ασφαλείας απαγόρευσε την αναχώρηση οποιουδήποτε ατόμου με προορισμό τα κατεχόμενα από τον εχθρό εδάφη, ώστε να αποφευχθεί, αφενός μεν η διαρροή πληροφοριών, αφετέρου δε, να αποτραπεί η τυχόν επάνοδος στρατευσίμων στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Το υπουργείο Στρατιωτικών συνέχισε την προσπάθειά του να οργανώσει τις ελληνικές δυνάμεις που ευρίσκοντο στην Κρήτη. Στις 11 Μαΐου 1941, ύστερα από συνεννόηση με τους Βρετανούς, διέταξε τη μετονομασία των ταγμάτων σε συντάγματα. Κάθε σύνταγμα θα απετελείτο από δύο τάγματα, από τα οποία το ένα θα περιελάμβανε όλους τους έμπειρους στρατιώτες, ενώ το άλλο θα απετελείτο από εκπαιδευόμενους.

Η εκπαίδευση των ταγμάτων αποφασίσθηκε να γίνει από Βρετανούς αξιωματικούς, αφού κρίθηκε ότι αυτοί θα ήταν ικανοί να τους εκπαιδεύσουν σύμφωνα με τις απαιτήσεις του τότε σύγχρονου πολέμου.

Πιο συγκεκριμένα, στην επίσημη έκθεσή του, ο Αρχηγός των Στρατιωτικών Δυνάμεων Κρήτης, Υποστράτηγος Φράυμπεργκ, αναφέρει σχετικά με την εκπαίδευση των Ελλήνων νεοσυλλέκτων: «… η μέθοδος και οι λεπτομέρειες των ασκήσεων του ελληνικού στρατού θα εξακολουθούσαν να ισχύουν κατά το δυνατόν, αλλά όπου θα χρησιμοποιούνταν βρετανικός εξοπλισμός, ο ελληνικός Στρατός θα συμμορφωνόταν με τις δικές μας μεθόδους […] Η δυσκολία της γλώσσας, γραπτής και ομιλουμένης, έκανε αδύνατη τη μετάφραση των οδηγιών. Ακολουθήσαμε σύστημα εκπαίδευσης, το οποίο ονόμασα “φυσική μέθοδο”. Με τη μέθοδο αυτή, έγινε η διανομή των όπλων στους Έλληνες, όπου αυτό ήταν δυνατόν, και ύστερα φέρναμε ένα βρετανικό λόχο για επίδειξη. Με τη βοήθεια διερμηνέων λέγαμε στους Έλληνες να μας μιμηθούν όσο το δυνατόν καλύτερα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Έλληνες είναι καλοί μαθητές. Μαθαίνουν τις αναγκαίες λεπτομέρειες πολύ πιο γρήγορα από τους δικούς μας».

Θα πρέπει να αναφέρουμε εδώ, ότι οι Βρετανοί δεν θεωρούσαν την ελληνική δύναμη που βρισκόταν στην Κρήτη αξιόμαχη. Πιο συγκεκριμένα, σε κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα το οποίο στάλθηκε στις 2 Μαΐου 1941, από το Γενικό Επιτελείο Μέσης Ανατολής προς το Αρχηγείο Πολέμου, στο Λονδίνο, αναφέρεται ότι: «… τα ελληνικά στρατεύματα προς το παρόν είναι ελάχιστα αξιόμαχα, χωρίς εκπαίδευση, χωρίς οπλισμό και με ηθικό χαμηλό».

Επίσης, σε άλλη αναφορά του Γενικού Επιτελείου Μέσης Ανατολής, σημειώνεται: «… συγκεκριμένες μονάδες Ελλήνων νεοσυλλέκτων, περίπου 4.000, είναι κατάλληλες μόνο για την φύλαξη αιχμαλώτων και αεροδρομίων».

Πιο αποκαλυπτική για τη γενική εικόνα του Ελληνικού Στρατού είναι η αναφορά της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής Κρήτης, προς το Γενικό Επιτελείο Μέσης Ανατολής και το Αρχηγείο Πολέμου: «… τα ελληνικά στρατεύματα στην Κρήτη αποτελούνται από τρία έμπεδα τάγματα ενισχυμένα με στρατιώτες που επέστρεψαν από το μέτωπο, έχοντας χαμηλό ηθικό και νεοσύλλεκτους από όλα τα μέρη της Ελλάδας, με μόλις ένα μήνα εκπαίδευση. Ο οπλισμός τους αποτελείται από 61 παλιά οπλοπολυβόλα St. Etienne, 220 ελαφρά αυτόματα τύπου 1915, τυφέκια πέντε διαφορετικών τύπων, μεγάλη έλλειψη πυρομαχικών, αντιαεροπορικών και αντιαρματικών όπλων. Επίσης, υπάρχει έλλειψη μεταφορικών μέσων, ρουχισμού και κάθε είδους υλικού…».

Πράγματι, η εικόνα που έδειχναν οι Έλληνες στρατιώτες ήταν σχεδόν απογοητευτική. Πρώτα από όλα, τα υλικά μέσα των Ελλήνων ήταν πολύ περιορισμένα. Χαρακτηριστικά της κατάστασης, είναι τα λόγια του Έλληνα Πρωθυπουργού: «… τα δικά μας (στρατεύματα), αποτελούμενα κατά το πλείστον από μη Κρήτες κληρωτούς και επομένως απειροπόλεμους, είναι σχεδόν άοπλα…».

Τα τάγματα νεοσυλλέκτων είχαν πέντε διαφορετικούς τύπους τυφεκίων, με τον κάθε στρατιώτη να μην έχει περισσότερα από 200 φυσίγγια. Στο 5ο Τάγμα, κάθε στρατιώτης είχε από 25 μέχρι 50 φυσίγγια, ενώ κάθε λόχος του τάγματος είχε και μια διμοιρία αόπλων. Τα τάγματα των εφέδρων ήταν οπλισμένα με απαρχαιωμένα τυφέκια τύπου Γκρα, ενώ οι Ευέλπιδες με τυφέκια τύπου Μάουζερ του 1870, έχοντας κάθε Εύελπις 5-30 φυσίγγια. Τέλος, οι οπλίτες της Σχολής Χωροφυλακής είχαν παλιά τυφέκια με 5-15 φυσίγγια ανά τυφέκιο. Αυτόματα όπλα υπήρχαν ελάχιστα.

Τα οπλοπολυβόλα τύπου 1915 ευρίσκοντο σε πολύ κακή κατάσταση και πολλά από αυτά δεν λειτουργούσαν, ενώ πολυβόλα υπήρχαν μερικά μόνο Σαιντ Ετιέν, με ελάχιστες ταινίες και μικρό αριθμό πυρομαχικών. Επίσης, υπήρχε παντελής έλλειψη μεταφορικών μέσων.

Όσον αφορά στην εκπαίδευση των τμημάτων, τα τάγματα νεοσυλλέκτων είχαν ελλιπή εκπαίδευση, αφού είχαν συμπληρώσει μόνο ένα μήνα κατάταξης. Αγνοούσαν τη χρησιμοποίηση του εδάφους και δεν είχαν εκτελέσει βολές. Τα τμήματα οπλιτών της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, της Σχολής Χωροφυλακής και της Σχολής Αεροπορίας, ήταν επίσης ελάχιστα εκπαιδευμένα για μάχη.

Το ηθικό και εξαιτίας αυτού και η πειθαρχία των στρατιωτών, δεν βρίσκονταν σε καλό σημείο. Οι αιτίες γι’ αυτό ήταν πολλές.

Πρώτον, η πειθαρχία και κατ’ επέκταση το ηθικό είχαν χαλαρώσει λόγω της κατάρρευσης των μετώπων της Αλβανίας και της Μακεδονίας, αλλά και λόγω της διαταγής που εκδόθηκε από τον τότε υπουργό Στρατιωτικών Παπαδήμα και χορηγούσε άδειες επ’ αόριστον.

Δεύτερον, ότι οι στρατιώτες είχαν από ελλιπή ως ανύπαρκτη στρατιωτική εκπαίδευση, συν το ότι είχαν επίσης μεγάλη έλλειψη από φυσίγγια, αλλά και ότι πολλοί από αυτούς ήταν άοπλοι, συντελούσε οπωσδήποτε στην ύπαρξη χαμηλού ηθικού.

Τέλος, εστερούντο ακόμη και των πιο απαραίτητων μέσων διαβίωσης. Για παράδειγμα, διανυκτέρευαν στο ύπαιθρο χωρίς όμως να διαθέτουν ούτε κλινοσκεπάσματα, ούτε λινοστολές ώστε να έχουν έστω τις στοιχειώδεις ανέσεις. Το μόνο που τους συγκρατούσε ήταν η πεποίθηση, η οποία είχε προπαγανδιστεί κατάλληλα, ότι οι Βρετανοί δεν επρόκειτο να εγκαταλείψουν την Κρήτη. Η πεποίθησή τους αυτή ενισχυόταν και από το γεγονός ότι τόσο ο βασιλιάς, όσο και η κυβέρνηση ευρίσκοντο στην Κρήτη.

Όσον αφορά την ηγεσία και τα στελέχη, τα ελληνικά στρατεύματα στην Κρήτη είναι γεγονός ότι εστερούντο επαρκών αξιωματικών, ιδιαίτερα τα τάγματα των νεοσυλλέκτων. Δυστυχώς, πολύ λίγοι αξιωματικοί έφτασαν στην Κρήτη από την ηπειρωτική Ελλάδα τη στιγμή που υπήρχαν στο νησί πάνω από 10.000 Έλληνες στρατιώτες.

Υπήρχαν όμως στο νησί πολλοί έφεδροι αξιωματικοί εκ μονίμων, οι οποίοι ήταν εκτός στρατεύματος και οι οποίοι, όταν η κυβέρνηση με απόφασή της τους επανέφερε στο στράτευμα, έτρεξαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Παρ’ όλα αυτά, το Υπουργείο Στρατιωτικών δεν τους χρησιμοποίησε σε ουσιαστικές υπηρεσίες. Αντί να πλαισιώσει τις ελληνικές μονάδες που είχαν άμεση ανάγκη με τους αξιωματικούς αυτούς, τους αχρήστευσε με το να τους τοποθετήσει ως επιτελείς στις Στρατιωτικές Διοικήσεις, οι οποίες δεν είχαν καμία τακτική αποστολή, παρά μόνο αυτή της οργάνωσης και διοίκησης.

Ανάπτυξη και δράση των μονάδων

Οι ελληνικές δυνάμεις στην Κρήτη, όπως ήταν φυσικό, ήταν ενταγμένες στους τομείς των βρετανικών δυνάμεων. Οι δυνάμεις ήταν οι εξής και είχαν την ακόλουθη διάταξη:

• Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, 300 οπλίτες.
• Σχολή Οπλιτών Χωροφυλακής, 15 αξιωματικοί και 900 οπλίτες.
• 8 Συντάγματα Πεζικού και 3 Έμπεδα Τάγματα, 460 αξιωματικοί και 9.780 οπλίτες.
Σύνολο δύναμης, 475 αξιωματικοί και 10.980 οπλίτες.

(α) Τομέας Μάλεμε-Αγυιάς

Τα 6ο, 8ο και 1ο Συντάγματα Πεζικού. Τα 6ο και 8ο Συντάγματα Πεζικού ευρίσκοντο σε απόσταση 6-7 χλμ. ανατολικά από το Μάλεμε, στο δρόμο προς τα Χανιά. Το 1ο Σύνταγμα Πεζικού ήταν ανεπτυγμένο στην περιοχή Καστελίου Κισσάμου, με αποστολή την άμυνα της περιοχής και την απόκρουση απόβασης από τη θάλασσα.

(β) Τομέας Χανίων-Σούδας

Ο τομέας διέθετε το 2ο Σύνταγμα Πεζικού και το έμπεδο τάγμα Χανίων. Το 2ο Σύνταγμα Πεζικού ήταν ανεπτυγμένο στην περιοχή Μουρνιές-Περιβόλια, ενώ το έμπεδο τάγμα Χανίων στην περιοχή της πόλης των Χανίων, με αποστολή την προστασία της πόλης από εχθρική προσβολή, τόσο από αέρος, όσο και από θαλάσσης.

(γ) Τομέας Ρεθύμνου

Στον τομέα αυτό, στην μεν περιοχή της πόλης ήταν ανεπτυγμένα, το έμπεδο τάγμα Ρεθύμνου, το τάγμα εφέδρων και το τάγμα οπλιτών της Χωροφυλακής, στη δε περιοχή του αεροδρομίου, τα 4ο και 5ο Συντάγματα Πεζικού.

Η αποστολή των δυνάμεων που ευρίσκοντο στην πόλη ήταν η προστασία της από επιθετικές ενέργειες του εχθρού από τον αέρα, αλλά και από τη θάλασσα, ενώ αυτή των δυνάμεων που ευρίσκοντο στο αεροδρόμιο, ήταν η εξασφάλιση του αεροδρομίου. Το 5ο Σύνταγμα Πεζικού, πιο συγκεκριμένα, αποτελούσε την εφεδρεία των δυνάμεων στην περιοχή Μέση–Αδέε–Άγιος Δημήτριος, με δυνατότητα επέμβασης, κυρίως προς το αεροδρόμιο.

(δ) Τομέας Ηρακλείου

Στον τομέα Ηρακλείου, ήταν ανεπτυγμένα τα 3ο και 7ο Συντάγματα Πεζικού και το έμπεδο τάγμα Ηρακλείου. Πιο συγκεκριμένα, οι δυνάμεις αυτές ευρίσκοντο ανεπτυγμένες στα ενετικά τείχη και την εξωτερική περίμετρο της πόλης του Ηρακλείου και είχαν ως αποστολή την εξασφάλιση της πόλης και του λιμανιού.

Εκτός όμως από τις στρατιωτικές μονάδες, συγκροτήθηκαν και πολλά σώματα ενόπλων πολιτών. Ορισμένα από αυτά οργανώθηκαν από τους Βρετανούς και τις ελληνικές αρχές Χωροφυλακής, ενώ άλλα συγκροτήθηκαν με την αυθόρμητη προσέλευση χωρικών στα σημεία των συμπλοκών ή καθόδου των αλεξιπτωτιστών.

Επίσης, η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων είχε εγκατασταθεί αμυντικά μεταξύ της Μονής Γωνιάς και του χωριού Κολυμπάρι, της χερσονήσου Ροδοπού.

1ο Σύνταγμα Πεζικού

Το 1ο Σύνταγμα Πεζικού που είχε αναπτυχθεί στην περιοχή Καστελίου, ήταν η πρώτη ελληνική μονάδα που ξεκίνησε τον αγώνα εναντίον των Γερμανών. Μαζί με το 1ο Σύνταγμα, που είχε δύναμη 700 περίπου ανδρών, ευρίσκοντο αρκετοί ένοπλοι χωρικοί, καθώς και ένα μικρό απόσπασμα Νεοζηλανδών αξιωματικών και υπαξιωματικών, υπό τον Ταγματάρχη Τ. Τζ. Μπέντινγκ, που είχαν σαν αποστολή την εκπαίδευση του συντάγματος.

Το πρωί της 20ής Μαΐου, έπεσε στην περιοχή άμυνας του μια δύναμη 70 περίπου αλεξιπτωτιστών του ΙΙ Τάγματος του Συντάγματος Εφόδου, υπό τον Ανθυπολοχαγό Μύρμπε, ενισχυμένη με βαρέα όπλα πεζικού. Αρκετοί από τους Γερμανούς, καθώς έπεφταν πάνω στις οχυρωμένες θέσεις των Ελλήνων, σκοτώθηκαν πριν ακόμη φτάσουν στο έδαφος.

Οι υπόλοιποι, αφού οργανώθηκαν, επιτέθηκαν εναντίον τους. Ο αγώνας ήταν πολύ σκληρός. Ύστερα από τρίωρη, περίπου, μάχη, το απόσπασμα Μύρμπε είχε εξοντωθεί. Από τη δύναμη των 70 αλεξιπτωτιστών, έμειναν ζωντανοί μόνο 28, οι οποίοι είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι και κλείστηκαν στη φυλακή της πόλης. Αλλά και οι ελληνικές απώλειες ήταν μεγάλες, 57 νεκροί και 62 τραυματίες, και οφείλοντο κυρίως στην απειρία και την ελλιπή εκπαίδευση.

Ο Α. Κλαρκ σημειώνει: «… οι αξιωματικοί του συντάγματος, στις 10.30, παρακούοντας τις διαταγές του (Μπέντινγκ), πραγματοποίησαν μια άγρια έφοδο, φωνάζοντας την πολεμική κραυγή των Ευζώνων. “Οι απώλειες ήταν μεγάλες, (έγραφε ο Μπέντινγκ στην αναφορά του), επειδή δεν χρησιμοποιούσαν κάλυψη, αλλά η θέση καταλήφθηκε και οι λίγοι ζωντανοί Γερμανοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι”».

Για δύο ημέρες, 21-22 Μαΐου, οι Γερμανοί, απασχολημένοι με τη μάχη στο Μάλεμε, δεν επιχείρησαν άλλη επίθεση. Στις 23 Μαΐου, το 95ο Τάγμα της 5ης Ορεινής Μεραρχίας, με διοικητή τον Ταγματάρχη Σέττε, κινήθηκε προς το Καστέλι. Εν τω μεταξύ, από νωρίς το πρωί γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν για τέσσερις περίπου ώρες τις ελληνικές θέσεις. Πολλά σπίτια στην πόλη καταστράφηκαν, ενώ και τα περισσότερα ελληνικά τμήματα συμπτύχθηκαν.

Η επίθεση του 95ου Τάγματος αντιμετωπίστηκε μόνο από έναν ενισχυμένο λόχο του 1ου Συντάγματος, ο οποίος ύστερα από σκληρό αγώνα συμπτύχθηκε και αυτός. Κατά τη διάρκεια δε του βομβαρδισμού, χτυπήθηκε η φυλακή και έτσι απέδρασαν οι άνδρες του αποσπάσματος Μύρμπε, οι οποίοι, αφού εφοδιάσθηκαν με όπλα, επιτέθηκαν εναντίον του σταθμού διοικήσεως της Νεοζηλανδικής ομάδας, σκοτώνοντας δύο αξιωματικούς και συλλαμβάνοντας τον Ταγματάρχη Μπέντινγκ.

Έως το βράδυ, το 95ο Τάγμα είχε καταλάβει το Καστέλι. Το Ελληνικό 1ο Σύνταγμα Πεζικού, ύστερα από τις απώλειες, τις διαρροές ανδρών και την εξάντληση των πυρομαχικών του, έπαψε να υφίσταται ως συγκροτημένη μονάδα. Ορισμένα τμήματά του, μαζί με ομάδες ενόπλων χωρικών, συνέχισαν να προβάλουν αντίσταση, παρεμποδίζοντας τους Γερμανούς να χρησιμοποιήσουν την ακτή Καστελίου για την αποβίβαση δυνάμεων και πολεμικού υλικού, ως τις 27 Μαΐου.

Την ημέρα αυτή, «… οι λίγοι Έλληνες επιζώντες διέφυγαν στους γύρω λόφους και οι Γερμανοί μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν το λιμάνι».

Η δράση αυτή του 1ου Συντάγματος, υπήρξε πολύ σημαντική για τις συμμαχικές δυνάμεις. Ο ιστορικός Άντονυ Μπήβορ, σημειώνει χαρακτηριστικά: «… η καθυστέρηση αυτή των δύο ημερών, που επιτεύχθηκε με σημαντικές απώλειες για τους Γερμανούς, υπήρξε ανεκτίμητη για τις δυνάμεις του Φράυμπεργκ που απεσύροντο».(23)
2ο Σύνταγμα Πεζικού

Το 2ο Σύνταγμα υπαγόταν στον τομέα Χανίων-Σούδας και είχε αναπτυχθεί στην περιοχή Μουρνιές-Περιβόλια. Από την πρώτη μέρα μάχης το σύνταγμα ξεκίνησε τον αγώνα του εναντίον τμημάτων του 1/3 Τάγματος Αλεξιπτωτιστών Κυνηγών, ενώ τμήμα του ανατέθηκε για την ασφάλεια της βασιλικής ομάδας(24) κατά τη διέλευσή της από τον χώρο ευθύνης του συντάγματος.

Στις 22 Μαΐου, ο διοικητής των δυνάμεων του τομέα Χανίων-Σούδας, ανέθεσε στον Ταξίαρχο Βάζεϊ τη διοίκηση ενός συγκροτήματος, στο οποίο υπαγόταν και το 2ο Σύνταγμα, μαζί με τα Αυστραλιανά 2/7 και 2/8 Τάγματα, με αποστολή την κατοχή της περιοχής Περιβόλια-Μουρνιές. Από τις 23 Μαΐου όμως, κατόπιν συνεχών συμπτύξεων του μετώπου προς τα ανατολικά, το 2ο Σύνταγμα, βρέθηκε στην περιοχή Πύργου Ανάμπαλι, που κατεχόταν από τους Γερμανούς.

Στις 24 Μαΐου, πραγματοποίησε επίθεση εναντίον των γερμανικών θέσεων, με την υποστήριξη πυρών του 2/8 Τάγματος.

Η επίθεση κράτησε σχεδόν όλη την ημέρα. Ο αγώνας ήταν πολύ σκληρός και οι Έλληνες έκαναν έφοδο ακόμη και με τις ξιφολόγχες τους. Όμως, η επίθεση δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, λόγω της εξάντλησης των πυρομαχικών των Ελλήνων, αλλά και της ελλιπούς υποστήριξης που είχε αυτή. Το ελληνικό σύνταγμα βρισκόταν σε πολύ δυσχερή θέση, αφού αντιμετώπιζε μεγάλη έλλειψη σε τρόφιμα και κυρίως σε πυρομαχικά. Ο Νεοζηλανδός σύνδεσμος του συντάγματος κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για την ενίσχυσή του, αλλά όλες οι ενέργειές του απέβησαν άκαρπες.

Στις 25 Μαΐου, μετά την κατάρρευση της άμυνας του τόμεα Χανίων-Σούδας, το σύνταγμα συμπτύχθηκε στην περιοχή Νεροκουρού, όπου στις 26 Μαΐου διαλύθηκε. Αρκετά τμήματα του συντάγματος, ανεξάρτητα πια, συνέχισαν για λίγες μέρες ακόμη τον αγώνα, μαζί με ένοπλους χωρικούς. Ο Ταξίαρχος Βάζεϊ θα γράψει στο Συμμαχικό Στρατηγείο Κρήτης για την συμβολή στον αγώνα του 2ου Συντάγματος: «… οι Έλληνες μάχονται υπέροχα. Οι άνδρες μας είναι περήφανοι που μάχονται στο πλευρό τους».

3ο και 7ο Συντάγματα Πεζικού – Έμπεδο Τάγμα Ηρακλείου

Τα 3ο και 7ο Συντάγματα, καθώς και το Έμπεδο Τάγμα Ηρακλείου, υπάγονταν στον τομέα Ηρακλείου και είχαν αναπτυχθεί στην περίμετρο και τα ενετικά τείχη της πόλης.

Με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, η πόλη δέχθηκε σφοδρό βομβαρδισμό, ενώ το απόγευμα της ίδιας ημέρας έπεσαν και οι πρώτες δυνάμεις αλεξιπτωτιστών. Αυτές ήταν το 1ο Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών, χωρίς έναν λόχο του και το 2ο Τάγμα του 2ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών, χωρίς δύο λόχους του.(26) Οι δυνάμεις αυτές είχαν σαν αποστολή να καταλάβουν τόσο το αεροδρόμιο, όσο και την πόλη του Ηρακλείου. Όμως, όλες οι επιθέσεις τους προς τους δύο αυτούς στόχους απέτυχαν, χάρις στην αποτελεσματική άμυνα των βρετανικών, αλλά και των ελληνικών δυνάμεων. Την επόμενη ημέρα οι Γερμανοί, εκμεταλλευόμενοι τα αποτελέσματα των βομβαρδισμών, κατόρθωσαν να εισέλθουν στην πόλη του Ηρακλείου.

Επακολούθησαν σφοδρές οδομαχίες ανάμεσα στις γερμανικές και τις ελληνικές δυνάμεις, που διήρκεσαν μέχρι τη νύχτα, με σοβαρές απώλειες και για τις δύο πλευρές.

Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο που περιγράφει στην έκθεσή του για τα γεγονότα, ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Α. Μαμαλάκης: «…Ο ανθυπολοχαγός Ινιωτάκης, αφού πήρε εκατό χειροβομβίδες μέσα σε κάλυμμα γραφομηχανής, βγήκε από το διοικητήριο χωρίς να το πει σε κανέναν. Μετά από λίγη ώρα και αφού κάμπτονταν η αντίστασή μας, βροχή χειροβομβίδων άρχισε να πέφτει στις θέσεις των Γερμανών.

Περνώντας μέσα από τους Γερμανούς, ο ανθυπολοχαγός ανέβηκε σε στέγη οικοδομής που δέσποζε των γύρω δρόμων και εξαπόλυσε βροχή χειροβομβίδων. Οι Γερμανοί αρχικά κλονίσθηκαν και ύστερα τράπηκαν σε φυγή. Από στέγη σε στέγη, ο ανθυπολοχαγός […] καταδίωξε τους Γερμανούς […] ενώ μετρήσαμε πάνω από 20 πτώματα στους δρόμους, φονευθέντες από τις χειροβομβίδες». (27) Τελικά, οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν έξω από την πόλη.

Στις 22 Μαΐου, το 3ο Σύνταγμα προέβη σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στα νότια και δυτικά της πόλης. Την επόμενη ημέρα, οι Γερμανοί επιτέθηκαν εναντίον της πόλης, χρησιμοποιώντας αυτή τη φορά για κάλυψη γυναικόπαιδα. Όταν έγινε αντιληπτό αυτό το γεγονός, ο Φρούραρχος της πόλης, Ε. Τσαγκαράκης έστειλε μήνυμα στον Γερμανό διοικητή να αφήσει ελεύθερα τα γυναικόπαιδα, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα εκτελούσε όλους τους Γερμανούς αιχμαλώτους.

Ο Γερμανός διοικητής δέχθηκε την ελληνική πρόταση, απαίτησε όμως την παράδοση της πόλης, κάτι που απορρίφθηκε χωρίς καμία συζήτηση από τον Στρατιωτικό Διοικητή Ηρακλείου, Υποστράτηγο Μ. Λιναρδάκη.

Ο αγώνας συνεχίστηκε σκληρός, τόσο στις 23, όσο και στις 24 Μαΐου, ενώ παράλληλα η πόλη δέχθηκε σφοδρό βομβαρδισμό. Οι ελληνικές δυνάμεις, έχοντας μεγάλες ελλείψεις σε τρόφιμα και πολεμοφόδια, αποφασίσθηκε να αποσυρθούν στην περιοχή Κνωσσός -Σπηλιά, για να αναδιοργανωθούν και να αντικατασταθούν από βρετανικές. Τα ελληνικά τμήματα, αφού αναδιοργανώθηκαν επέστρεψαν στις 26 Μαΐου στο Ηράκλειο, για να συνεχίσουν τον αγώνα.

Στις 27 Μαΐου, δεν σημειώθηκε έντονη δράση, ενώ στις 28 Μαΐου, πληροφορήθηκαν την κατάληψη των Χανίων και της Σούδας από τους Γερμανούς, καθώς και τη διαρροή των Βρετανών προς τα Σφακιά. Το πρωί της 29 Μαΐου, διαπίστωσαν ότι οι Βρετανοί του τομέα Ηρακλείου είχαν αποχωρήσει, οπότε και αποφάσισαν να ζητήσουν ανακωχή.
Η ανακωχή υπογράφτηκε στις 30 Μαΐου, ανάμεσα στον Υποστράτηγο Λιναρδάκη και τον Γερμανό διοικητή, Συνταγματάρχη Μπρόγερ. Στην αναφορά του για τη συμμετοχή των ελληνικών δυνάμεων, ο Ταξίαρχος Σώλσμπερι-Τζόουνς ανέφερε για τον τομέα Ηρακλείου: «… εξαιρετική ανδρεία και ικανότητα ηγέτη υπέδειξαν ο συνταγματάρχης Παπασταθόπουλος, διοικητής τομέα, ο συνταγματάρχης Τσαγκαράκης, διοικητής πόλεως και οι συνταγματάρχες Μπετινάκης και Κασσιμάτης, διοικητές συνταγμάτων».

4ο και 5ο Συντάγματα Πεζικού

Τα 4ο και 5ο Συντάγματα υπάγονταν στον τομέα Ρεθύμνου-Γεωργιούπολης.Είχαν αναπτυχθεί στην περιοχή του αεροδρομίου Πηγής μαζί με αυστραλιανές δυνάμεις και τελούσαν υπό την διοίκηση του Αντισυνταγματάρχη Κάμπελ.

Στις 20 Μαΐου, έπεσε στην ευρύτερη περιοχή ευθύνης των ελληνοαυστραλιανών δυνάμεων το 1ο Τάγμα του 2ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών, με αποστολή την κατάληψη του αεροδρομίου. Ένας λόχος της δύναμης αυτής, που έπεσε στις θέσεις του αυστραλιανού 2/11 Τάγματος και του ελληνικού 4ου Συντάγματος, υπέστη μεγάλες απώλειες και διαλύθηκε. Τμήματα όμως της γερμανικής δύναμης κατέλαβαν το χωριό Σταυρωμένος και θέσεις κοντά στο αεροδρόμιο, απειλώντας το έτσι άμεσα.

Στις 21 Μαΐου αυστραλιανές δυνάμεις, με συμμετοχή τμημάτων του 5ου Συντάγματος, πραγματοποίησαν αντεπιθέσεις με σκοπό την εκδίωξη των Γερμανών και την ανακατάληψη των αμυντικών θέσεων. Οι αντεπιθέσεις στέφθηκαν με επιτυχία και οι γερμανικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν στο χωριό Σταυρωμένος και οχυρώθηκαν στο εκεί εργοστάσιο ελαιουργίας. Τμήμα των ελληνικών δυνάμεων καταδίωξε τους Γερμανούς μέχρι το χωριό, όπου και καθηλώθηκε.

Ο διοικητής του τμήματος ζήτησε την υποστήριξη πυροβολικού και τη διάθεση ενός άρματος, με σκοπό να επιτεθεί στο εργοστάσιο, όμως ο Αντισυνταγματάρχης Κάμπελ αρνήθηκε και διέταξε να αποσυρθεί η δύναμη στις αρχικές θέσεις της. Στις 22 Μαΐου, έγινε νέα επίθεση εναντίον του εργοστασίου, η οποία όμως απέτυχε, κυρίως λόγω μη σωστού συντονισμού των ενεργειών των ελληνικών και αυστραλιανών δυνάμεων.

Η προσπάθεια για την κατάληψη του εργοστασίου συνεχίσθηκε και κατά τις τρεις επόμενες ημέρες, χωρίς όμως να υπάρξει κάποια θετική εξέλιξη. Στις 26 Μαΐου, αποφασίστηκε μια τελευταία επίθεση. Η επίθεση αυτή πραγματοποιήθηκε από το 5ο Σύνταγμα και τμήματα Αυστραλών και σημείωσε απόλυτη επιτυχία. Συνελήφθησαν 100 περίπου Γερμανοί αιχμάλωτοι, ενώ κυριεύθηκαν επίσης, σημαντικές ποσότητες πολεμικού υλικού.

Στις 27 Μαΐου, οι διοικητές των 4ου και 5ου Συνταγμάτων, πληροφορήθηκαν την κατάρρευση της άμυνας στη δυτική Κρήτη και την προσέγγιση στο Ρέθυμνο γερμανικών δυνάμεων από την κατεύθυνση των Χανίων, καθώς και την απόφαση των δυνάμεων στο Ρέθυμνο να συνθηκολογήσουν. Έχοντας και οι ίδιοι έλλειψη πυρομαχικών και τροφίμων, αποφάσισαν ότι η συνέχιση του αγώνα θα ήταν άσκοπη.

Έτσι, συμπτύχθηκαν στα χωριά Άδελε και Αρκάδι. Εκεί το 5ο Σύνταγμα διαλύθηκε, οι άντρες που κατάγονταν από την Κρήτη πήγαν στα χωριά τους και οι υπόλοιποι κατανεμήθηκαν σε διάφορες κοινότητες, ενώ οι άντρες του 4ου Συντάγματος, σύμφωνα με απόφαση του διοικητή τους, παραδόθηκαν στους Γερμανούς.

Ο αγώνας που έδωσαν οι δύο αυτές ελληνικές μονάδες, εκτιμήθηκε από την βρετανική πλευρά και η συμβολή τους αναγνωρίσθηκε. Ο Ταγματάρχης Φορντ, έγραψε σε επιστολή του (21/5/1941) προς το διοικητή του 5ου Συντάγματος: «…οι Αυστραλοί αναφέρουν, ότι είναι περήφανοι πολεμώντας στο πλευρό των Ελλήνων και των Κρητών που έδρασαν με θαυμάσιο τρόπο […] Συγχαρητήρια, για τη λαμπρή επιτυχία σας».(29)

6ο Σύνταγμα Πεζικού

Το 6ο Σύνταγμα, υπαγόταν στον τομέα Μάλεμε-Αγυιάς. Είχε αναπτυχθεί 6-7 χλμ. ανατολικά από το Μάλεμε, στο δρόμο προς Χανιά και κατείχε τα υψώματα, νότια του χωριού Γαλατάς.

Όταν ξεκίνησε η γερμανική επίθεση, στις 20 Μαΐου, το 6ο Σύνταγμα βρέθηκε μέσα στη ζώνη προσγείωσης του όγκου των Γερμανών αλεξιπτωτιστών, με αποτέλεσμα να δεχθεί από την πρώτη στιγμή αλλεπάλληλες επιθέσεις, σχεδόν από όλες τις κατευθύνσεις. Ένα ατυχές περιστατικό συνέβαλε ώστε η αντίσταση της ελληνικής μονάδας, να είναι σύντομη. Αν και το προηγούμενο βράδυ η μονάδα είχε εφοδιασθεί με πυρομαχικά, αυτά δεν μοιράσθηκαν στους στρατιώτες, με αποτέλεσμα, όταν εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση τα τμήματα του 6ου Συντάγματος, αφού εξάντλησαν τα ελάχιστα πυρομαχικά τους, είτε να συμπτυχθούν προς το χωριό Γαλατάς, είτε να διαλυθούν.

Από τη στιγμή εκείνη, το 6ο Σύνταγμα έπαψε να υπάρχει ως μονάδα. Ορισμένα όμως τμήματά του συνέχισαν τον αγώνα.
Καθοριστική συμβολή στην ύπαρξη ενός τέτοιου τμήματος έπαιξε ο Λοχαγός Φόρεστερ, ο οποίος με δική του πρωτοβουλία, αφού ανασυγκρότησε και εξόπλισε ένα τμήμα 200 περίπου ανδρών, τέθηκε επικεφαλής τους και συμμετείχε στις μάχες που έγιναν στην περιοχή του Γαλατά. Πιο συγκεκριμένα, στις 22 Μαΐου, και ενώ η γερμανική επίθεση στην περιοχή Γαλατά απειλούσε να ανατρέψει τις βρετανικές θέσεις, η αντεπίθεση του Λοχαγού Φόρεστερ αντέστρεψε την κατάσταση και ανάγκασε τους Γερμανούς να υποχωρήσουν.

Ο Α. Κλαρκ σημειώνει για το περιστατικό: «…ο Φόρεστερ ήταν επικεφαλής ενός ανοργάνωτου πλήθους Ελλήνων στο οποίο συμμετείχαν και γυναίκες. Ένας Έλληνας κρατούσε μια κυνηγετική καραμπίνα στην οποία είχε προσαρμόσει ένα κουζινομάχαιρο, εν είδει ξιφολόγχης, ενώ άλλοι κρατούσαν μαζί τους κάθε είδους αντικείμενα που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν σαν όπλα. Χωρίς κανένα δισταγμό και με τον Φόρεστερ επικεφαλής τους, το άγριο αυτό πλήθος επιτέθηκε με θάρρος εναντίον των γερμανικών θέσεων σε παρακείμενο λόφο. Ο εχθρός τράπηκε σε φυγή».

Ο Λοχαγός Φόρεστερ συνέχισε να μάχεται επικεφαλής του ελληνικού αυτού τμήματος, ωσότου αυτό διαλύθηκε, λόγω απωλειών αλλά και διαρροών, στις 25 Μαΐου.

8ο Σύνταγμα Πεζικού

Το 8ο Σύνταγμα υπαγόταν στον τομέα Μάλεμε-Αγυιάς και είχε αναπτυχθεί παράλληλα προς τον δρόμο Αγυιάς-Αλικιανού, έχοντας οχυρωθεί στα γύρω υψώματα. Το σύνταγμα είχε δύναμη 1.000 περίπου ανδρών, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι με παλιά τυφέκια, τύπου Στάγιερ, τα οποία προήρχοντο από λάφυρα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ μαζί τους βρισκόταν και ομάδα ένοπλων χωρικών.

Το πρωί της 20ής Μαΐου, έπεσε στην περιοχή άμυνας του συντάγματος το Τάγμα Μηχανικού της 7ης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών, ενισχυμένο με λόχο πολυβόλων και αντιαρματική διμοιρία. Ο αγώνας ξεκίνησε σκληρός.

Οι απώλειες και από τις δύο πλευρές ήταν σημαντικές, όμως οι Έλληνες κράτησαν τις θέσεις τους. Είναι γεγονός ότι το 8ο Σύνταγμα από την πρώτη κιόλας μέρα της μάχης αποκόπηκε από τις υπόλοιπες συμμαχικές δυνάμεις και συνέχισε να μάχεται χωρίς να γνωρίζει τι γίνεται στα υπόλοιπα μέτωπα, αλλά και χωρίς να υπάρχει ελπίδα ανεφοδιασμού. Για να συνεχίσουν τον αγώνα, αναγκάστηκαν να εφοδιάζονται σχεδόν αποκλειστικά με τα όπλα των νεκρών Γερμανών.

Είναι επίσης γεγονός, ότι λόγω της έλλειψης επαφής με το 8ο Σύνταγμα, οι Βρετανοί θεώρησαν ότι αυτό είχε διασκορπιστεί. Όμως, και πριν από την έναρξη της μάχης, δεν πίστευαν ότι το 8ο Σύνταγμα θα μπορούσε να προβάλει σοβαρή αντίσταση. Συγκεκριμένα, ο Συνταγματάρχης Κίππενμπεργκερ ανέφερε στον Ταξίαρχο Πάττινγκ: «… το 8ο σύνταγμα είναι απλώς ένας κύκλος στον χάρτη και είναι καθαρή αυτοκτονία να αφήσουμε τέτοια στρατεύματα σε τέτοια θέση».

Και τις επόμενες ημέρες όμως, παρά τους συνεχείς και σφοδρούς βομβαρδισμούς από την γερμανική Αεροπορία, τα τμήματα του 8ου Συντάγματος, με τη βοήθεια και των χωρικών, κράτησαν τις θέσεις τους, αποκρούοντας όλες τις επιθέσεις των ισχυρών γερμανικών περιπόλων και προστατεύοντας έτσι ολόκληρη τη διάταξη της άμυνας Σούδας- Χανίων από τον κίνδυνο υπερκερωτικού ελιγμού ανατολικά της Σούδας από τις γερμανικές δυνάμεις. Σε μια γερμανική αναφορά σημειώνεται: «… πολίτες, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών, συνολικού αριθμού περίπου 100 συμμετείχαν στην άμυνα».

Το βράδυ όμως της 25ης Μαΐου, έχοντας εξαντλήσει όλα τα πυρομαχικά τους, αποφάσισαν να συμπτυχθούν και να υποχωρήσουν στα υψώματα νότια της Αλικιανού και από εκεί στο χωριό Δρακώνα. Εκεί, το 8ο Σύνταγμα έπαψε να υφίσταται ως μονάδα. Οι περισσότεροι από τους άνδρες του διασκορπίστηκαν στα γύρω χωριά, ενώ ο διοικητής του συντάγματος με 20 αξιωματικούς και 80 οπλίτες παραδόθηκε στις 29 Μαΐου, στα Χανιά.

Η δράση του 8ου Συντάγματος, υπήρξε, ίσως, η μεγαλύτερη συμβολή των ελληνικών δυνάμεων στη μάχη της Κρήτης. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι χάρις στη πείσμονα αντίσταση που προέβαλαν τα ελληνικά τμήματα, η νεοζηλανδική Μεραρχία κατόρθωσε να υποχωρήσει στα Σφακιά, από όπου απέπλευσε για την Αίγυπτο χωρίς απώλειες.

Ο Άντονυ Μπήβορ σημειώνει:
«… Η δύναμη του Φράυμπεργκ είχε σωθεί από μια βέβαιη κύκλωση και ταπεινωτική παράδοση (στους Γερμανούς), από μια εκπληκτική αντίσταση κοντά στην Αλικιανού από το 8ο ελληνικό σύνταγμα και από Κρήτες χωρικούς».(33) Αλλά και ο Α. Κλαρκ θα γράψει: «… η ξεροκεφαλιά και ο ηρωϊσμός αυτής της ελληνικής μονάδας ήταν εκπληκτική, γιατί εμπόδισαν την γερμανική κυκλωτική κίνηση, η οποία, αν είχε πετύχει, θα είχε αποκόψει το δρόμο προς τα Σφακιά προτού να προλάβει να τον διασχίσει ούτε ένας άνδρας».

Έμπεδο Τάγμα Ρεθύμνου – Τάγμα Οπλιτών Χωροφυλακής

Το Έμπεδο Τάγμα Ρεθύμνου και το τάγμα Χωροφυλακής υπάγονταν στον τομέα Ρεθύμνου-Γεωργιουπόλεως και είχαν ως αποστολή, την προστασία της πόλης του Ρεθύμνου. Η γερμανική επίθεση ξεκίνησε στις 20 Μαΐου, με σφοδρό βομβαρδισμό της πόλης, αλλά και της γύρω περιοχής, που κράτησε όλο το πρωί. Τα πρώτα κύματα Γερμανών αλεξιπτωτιστών, του 3ου Τάγματος του 2ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών, άρχισαν να πέφτουν νωρίς το απόγευμα, ανατολικά της πόλης.

Ύστερα από διαταγή του διοικητή της Φρουράς της πόλης Συνταγματάρχη Γ. Νικολακάκη, τμήματα οπλιτών και χωροφυλάκων, εξήλθαν από την πόλη με σκοπό την εξουδετέρωση των Γερμανών.

Οι γερμανικές δυνάμεις φάνηκε ότι δεν περίμεναν να συναντήσουν αντίσταση, αφού προχωρούσαν προς την πόλη χωρίς να λαμβάνουν καμμία προφύλαξη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, να αιφνιδιασθούν από τις ελληνικές δυνάμεις και να υποστούν βαριές απώλειες. Οι Έλληνες, έχοντας αναπτερωθεί το ηθικό τους μετά την πρώτη αυτή επιτυχία, πολέμησαν με πείσμα και μετά από πολύωρη μάχη, ανάγκασαν τους Γερμανούς να συμπτυχθούν στην περιοχή του χωριού Περιβόλια, αφήνοντας πίσω τους μεγάλες ποσότητες όπλων και πολεμοφοδίων, με τα οποία εξοπλίστηκαν τα ελληνικά τμήματα.

Στις 21 Μαΐου, μετά από νέα επίθεση των ελληνικών τμημάτων οι Γερμανοί υποχώρησαν στο χωριό Περιβόλια και οχυρώθηκαν στην εκκλησία (Άγιος Γεώργιος), του χωριού.

Νέα επίθεση, με σκοπό την κατάληψη της εκκλησίας, απέτυχε. Οι Γερμανοί έμειναν καθηλωμένοι στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου καθ’ όλη τη διάρκεια των επόμενων ημερών. Όλες οι επιθετικές τους προσπάθειες για να σπάσουν τον ελληνικό κλοιό απέτυχαν. Οι ελληνικές δυνάμεις, παρά τον σφοδρότατο βομβαρδισμό που υφίσταντο καθημερινά από την γερμανική αεροπορία, κράτησαν τις θέσεις τους, χωρίς όμως να μπορέσουν να κυριεύσουν την εκκλησία.

Στις 28 Μαΐου αποφασίσθηκε να πραγματοποιηθεί γενική επίθεση, η οποία όμως δεν έγινε ποτέ, αφού οι Έλληνες πληροφορήθηκαν ότι η περιοχή Χανίων-Σούδας είχε ήδη καταληφθεί από τους Γερμανούς, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση είχαν ήδη εγκαταλείψει την Κρήτη και ότι οι γερμανικές δυνάμεις κατευθύνοντο στο Ρέθυμνο. Οι πληροφορίες αυτές επηρέασαν αρνητικά το ηθικό των Ελλήνων, οι οποίοι κατάλαβαν το μάταιο της συνέχισης του αγώνα.

Μετά από αυτά, στις 29 Μαΐου, άλλα τμήματα των ελληνικών μονάδων διασκορπίστηκαν στα γύρω χωριά, ενώ άλλα παραδόθηκαν στους Γερμανούς που εισήλθαν στο Ρέθυμνο. Έτσι έληξε άδοξα ο αγώνας των ελληνικών δυνάμεων, που κατόρθωσαν να κρατήσουν ελεύθερο το Ρέθυμνο και να καθηλώσουν τις εκεί γερμανικές δυνάμεις.
Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων

Η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων δεν υπαγόταν σε κανέναν τομέα άμυνας, αλλά είχε εγκατασταθεί αμυντικά, μεταξύ της Μονής Γωνιάς και του χωριού Κολυμπάρι, της χερσονήσου Ροδοπού. Το πρωί της 20ής Μαΐου δέχθηκαν την επίθεση του 2ου Τάγματος Εφόδου, που είχε προσγειωθεί γύρω από την περιοχή άμυνας της Σχολής.

Οι Γερμανοί, έχοντας και την ενίσχυση της Αεροπορίας που βομβάρδιζε συνεχώς τις θέσεις των Ελλήνων, τους έφεραν σε δύσκολη θέση. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο διοικητής της Σχολής, λόγω της έλλειψης πυρομαχικών και επειδή κινδύνευαν να κυκλωθούν και είτε να αιχμαλωτισθούν, είτε να εξοντωθούν από τους Γερμανούς, αποφάσισε να υποχωρήσει στο χωριό Δελιανά. Από εκεί η Σχολή, με γενική κατεύθυνση δυτικά και ύστερα ανατολικά, προσπάθησε να φθάσει στα Χανιά, για να ενισχύσει την άμυνα της πόλης.

Στις 28 Μαΐου έλαβε διαταγή από το Ελληνικό Στρατηγείο να κατευθυνθεί στα Σφακιά. Επειδή όμως η διαταγή του Στρατηγείου ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθεί, τόσο λόγω της απόστασης (35) όσο και λόγω του όγκου των βρετανικών δυνάμεων που ευρίσκοντο ήδη στα Σφακιά με σκοπό την αναχώρηση για Αίγυπτο, ο διοικητής του τμήματος αποφάσισε τη διάλυση της δύναμης. Έτσι, χωρισμένοι σε μικρές ομάδες, οι Ευέλπιδες, διασκορπίστηκαν στις γύρω περιοχές. Από αυτούς, οι περισσότεροι αιχμαλωτίσθηκαν από τους Γερμανούς.

Τάγμα Εφέδρων

Το Τάγμα Εφέδρων επίσης δεν υπαγόταν σε κάποιον τομέα άμυνης. Είχε αναπτυχθεί στην περιοχή Μετόχι Αλιμάνι και απετελείτο, κυρίως, από τραυματίες και ληξαδειούχους του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Όταν ξεκίνησε η γερμανική επίθεση και επειδή δεν είχαν ενημερωθεί για το τι ακριβώς συνέβαινε, ο διοικητής του τάγματος μετέβη στο χωριό Περιβόλια όπου ευρίσκοντο συμμαχικές δυνάμεις για να ενημερωθεί. Όμως το χωριό είχε ήδη καταληφθεί από τους Γερμανούς, με αποτέλεσμα να συλληφθεί αιχμάλωτος. Μετά την αιχμαλωσία του διοικητή τους, το Τάγμα Εφέδρων διαλύθηκε χωρίς να λάβει καθόλου μέρος στη μάχη.

Επίλογος

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ελληνικός Στρατός, μετά την κατάρρευση του μετώπου στην ηπειρωτική Ελλάδα, βρέθηκε στην Κρήτη σχεδόν υπό διάλυση. Οι προσπάθειες που κατέβαλε το Υπουργείο Στρατιωτικών με τη βοήθεια των Βρετανών για την ανασυγκρότησή του, είχαν μικρό μόνο αποτέλεσμα, κυρίως λόγω έλλειψης μέσων αλλά και χρόνου και η εικόνα που παρουσίαζε δημιουργούσε αβεβαιότητα για τη μαχητική του ικανότητα.

Κανείς, ίσως, δεν φαίνεται να πίστεψε ότι παρ’ όλη την κατάσταση στην οποία βρισκόταν θα διατηρούσε ακόμη τη μαχητική ικανότητα και αξία που έδειξε τόσο στον νικηφόρο πόλεμο εναντίον της Ιταλίας στην Αλβανία, όσο και στη σύντομη αντίσταση εναντίον των Γερμανών στη Μακεδονία.

Ακόμη περισσότερο, κανείς δεν φάνηκε να υπολόγισε το πάθος και το θάρρος που θα έδειχναν οι στρατιώτες που ήρθαν από τα κέντρα εκπαίδευσης, έστω και με ελλιπή εκπαίδευση, για την υπεράσπιση του ιερού χώματος της πατρίδας τους. Για τους Βρετανούς, ο Ελληνικός Στρατός στην Κρήτη απετελείτο από «…καχεκτικούς τύπους από την Μακεδονία, που είχαν τεσσάρων εβδομάδων εκπαίδευση» και η μαχητική του αξία εθεωρείτο ασήμαντη.

Παρ’ όλα αυτά, όταν ξεκίνησε η μάχη, οι Έλληνες στάθηκαν άξια στο πλευρό των Βρετανών συμμάχων τους, πολέμησαν –εκτός ολίγων εξαιρέσεων– με πάθος και πείσμα και ανέτρεψαν την αρνητική εικόνα που υπήρχε για αυτούς, προκαλώντας τον θαυμασμό των Βρετανών.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Η συμβολή του Ελληνικού Στρατού στη μάχη της Κρήτης υπήρξε σημαντική και σε ορισμένες περιπτώσεις (Καστέλι, Αγυιά) καθοριστική για την τύχη των συμμαχικών στρατευμάτων. Πέρα από κάθε αμφισβήτηση, η συνεισφορά των Ελλήνων στρατιωτών ξεπέρασε κατά πολύ οτιδήποτε είχαν υπολογίσει γι’ αυτούς οι σύμμαχοί τους.