Η επιχείρηση έχει έγινε γνωστή αφενός για την ηρωική αντίσταση του κρητικού λαού και αφετέρου για τις μεγάλες απώλειες των Γερμανών αλεξιπτωτιστών που προβλημάτισαν σε τέτοιο βαθμό την OKW που δεν επιχείρησε ποτέ ξανά τη χρησιμοποίηση αερομεταφερόμενων δυνάμεων σε τέτοια κλίμακα στο πεδίο της μάχης.
Η μάχη της Κρήτης αποτέλεσε την τελευταία μάχη των ελληνικών δυνάμεων στην υπεράσπιση εθνικού εδάφους εναντίον της γερμανικής εισβολής της 6ης Απριλίου του 1041. Η μάχη ξεκίνησε στις 20 Μάιου του 1941 και ολοκληρώθηκε με την κατάληψη του νησιού από τις γερμανικές δυνάμεις την 1η Ιουνίου.
Οι τελευταίες βρετανικές δυνάμεις αποχώρησαν από το νησί το βράδυ της 31ης Μαΐου. Μαζί με τις ελληνικές δυνάμεις στη μάχη συμμετείχαν βρετανικά, αυστραλιανά και νεοζηλανδικά στρατεύματα. Η χρησιμότητα της Κρήτης, ως βάση για την προστασία των θαλάσσιων επικοινωνιών στο Αιγαίο από βρετανικές επιθέσεις με προέλευση την Αλεξάνδρεια και ιδιαίτερα για την προστασία των μεταφορών πετρελαίου από την Κωστάντζα μέσω των Στενών στην Ιταλία, έπεισε το Χίτλερ να δώσει την συγκατάθεσή του για ανάληψη από τον Γερμανικό στρατό της επιχείρησης αυτής.
Από την άλλη πλευρά αν και η Κρήτη αποτελούσε σημαντικής και στρατηγικής σημασίας σημείο εντούτοις οι απόψεις διίστανται στο κατά πόσο ήθελαν πραγματικά οι Βρετανοί να την κρατήσουν ή είδαν την όλη μάχη ως προέκταση της υποχώρησής τους από την ηπειρωτική Ελλάδα.
Στην Κρήτη, όπου είχε μεταφερθεί η προσωρινή πρωτεύουσα του ελεύθερου Ελληνικού κράτους από τις 23 Απριλίου 1941, δόθηκε μια από τις πιο ιδιότυπες μάχες τού Β’ Παγκοσμίου πολέμου, διότι για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία σημειώθηκαν επιχειρήσεις αλεξιπτωτιστών και αερομεταφοράς δυνάμεων σε τόσο εύρος, για το λόγο αυτό η ανάλυση και η μελέτη της μάχης της Κρήτης έχει ιδιαίτερη σημασία και ενδιαφέρον.
Αν και οι Γερμανοί είχαν χρησιμοποιήσει δυνάμεις αλεξιπτωτιστών στην σύντομη μάχη για την κατάληψη της Ολλανδίας και του Βελγίου εντούτοις η επιχείρηση «Ερμής» όπως ονομάστηκε ήταν η μεγαλύτερη αεραπαβοτική κίνηση που θα πραγματοποιούσε η Γερμανία κατά τη διάκρεια του Β΄ΠΠ.
Η συνολική στρατιωτική δύναμη της Κρήτης, μετά από ενίσχυσή της και από δυνάμεις που μεταφέρθηκαν από την ηπειρωτική Ελλάδα, ανερχόταν περίπου σε 11.500 Έλληνες και 31.500 Βρετανούς.
Η οργάνωση της άμυνας της Κρήτης παρουσίαζε όλα τα μειονεκτήματα μιας εσπευσμένης προσπάθειας με ανεπαρκή μέσα, σε άνδρες αλλά κυρίως σε πολεμικό υλικό, διότι ο οπλισμός, τα πυρομαχικά και τα άλλα εφόδια βρίσκονταν πολύ κάτω των αποδεκτών ποσοστήτων. Υπήρχαν επίσης μικρός αριθμός αεροσκαφών, κυρίως βρετανικών, όσα έφθασαν από την ηπειρωτική Ελλάδα, που όμως χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την συνοδεία των νηοπομπών, καθώς και πυροβολικό και αντιαεροπορικά.
Από πλευράς Γερμανών για την επιχείρηση κατά της Κρήτης διατέθηκαν, η 7η Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών, η 5η Ορεινή Μεραρχία και ένα Σύνταγμα της 5ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας. Τις δυνάμεις αυτές μετέφεραν στην Κρήτη αεροσκάφη Ju-52 του ΧΙ αεροπορικού Σώματος και μικρά πλοία, τα περισσότερα αλιευτικά επιταγμένα με την υποστήριξη των καταδιωκτικών Bf-109E-7, Bf-110C-2, και των βομβαρδιστικών Ju-87D, Do-17 του VII αεροπορικού Σώματος.
Το σύνολο των γερμανικών δυνάμεων ανερχόταν σε 22.750 άνδρες, μικρότερος αριθμός από τις αντίστοιχες ελληνικές και συμμαχικές αλλά με αφθονία μέσων και πυρομαχικών και φυσικά με την υποστήριξη της Luftwaffe η οποία κυριαρχούσε απόλυτα. Συνολικά στην επιχείρηση πήραν μέρος 1.370 αεροπλάνα και 70 πλοία.
Δύο ήταν οι κυριότεροι στόχοι των γερμανικών δυνάμεων: Το αεροδρόμιο του Μάλεμε και αυτό του Ηρακλείου. Το αεροδρόμιο υποστηρίζεται κύρια το 22ο τάγμα Νεοζηλανδών που το υπερασπίζονταν από το ύψωμα 107. Παρά τις τεράστιες απώλειες των γερμανικών μεταφορικών αεροσκαφών και αλεξιπτωτιστών κατά συνέπεια το αεροδρόμιο περιήλθε σε γερμανική κατοχή στις 22 Μάιου.
Η κρίσιμη ημέρα για την υπεράσπιση του αεροδρομίου ήταν η 21 Μαίου όταν οι Γερμανοί βρέθηκαν κυκλωμένοι από τις νεοζηλανδικές και ελληνικές δυνάμεις.
Ο Γερμανός πολεμικός ανταποκριτής σημειώνει ότι μόνο πενήντα επτά άνδρες ήταν σε θέση να πολεμήσουν στην περιοχή της γέφυρας του Ταυρωνίτη και του αεροδρομίου. Παρόλα κάτω από τους αδιάκοπους βομβαρδισμούς ο γερμανικός θύλακας άντεξε και την επομένη ημέρα τα γερμανικά μεταφορικών κατόρθωσαν να προσχωθούν σε μεγάλους αριθμούς μεταφέροντας βαρύ οπλισμο και ενισχύσεις.
Η εμπλοκή του αεροδρομίου του Ηρακλείου στις πολεμικές επιχειρήσεις ξεκινά πολύ πιο νωρίτερα.
Στις 17 Μαρτίου του 1941 προσγειώνονται δύο βρετανικά αναγνωριστικά αεροσκάφη προερχόμενα από την Αίγυπτο., Το αεροδρόμιο Ηρακλείου αποτελεί τον ενδιάμεσο σταθμό των Μοιρών της RAF, που έφευγαν από την κατακτημένη Ελλάδα προς την Αίγυπτο.
Στις 22 Απριλίου προσγειώνονται στο Ηράκλειο 5 ελληνικά Avro 652A Anson Mk I της 13ης Μοίρας Ναυτικής Συνεργασίας που είχαν αναχωρήσει από το Ελληνικό με σκοπό να ανεφοδιασθούν και με προορισμό την Αίγυπτο.
Την ίδια μέρα προσγειώνονται τα Gloster Gladiator II και Hawker Hurricane I της βρετανικής 112 Μοίρας, προκειμένου να προσφέρουν αεροπορική κάλυψη στην περιοχή. Στις 15 Μαΐου περνούν από το Ηράκλειο για ανεφοδιασμό δύο ελληνικά Avro 626 Tutor που διέφυγαν από το ‘Αργος, με τελικό προορισμό την Αίγυπτο.
Στις 17, τρεις ημέρες πριν την έναρξη της επιχείρησης, προσγειώνονται 3 Bristol Beaufighter της Βρετανικής 252 Μοίρας, τα οποία θα μείνουν δύο ημέρες και θα φύγουν μαζί με όλα τα άλλα αεροπλάνα λίγο πριν αρχίσει η Μάχη της Κρήτης.
Εν τω μεταξύ η Luftwaffe έχει δώσει αυστηρές διαταγές στους πιλότους της να μη βομβαρδίσουν τα αεροδρόμια του Μάλεμε και του Ηρακλείου καθώς χρειαζόταν τους διαδρόμους σε καλή κατάσταση προκειμένου να προσγειωθούν εκεί τα δικά της αεροσκάφη.
Ενδιαφέρον όμως έχει η χρησιμοποίηση του αεροδρομίου και κατά τη διάρκεια της κατοχής. Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν το αεροδρόμιο για την υποστήριξη των πολεμικών τους επιχειρήσεων. Σε αυτό στάθμευαν διάφορες Μοίρες αεροσκαφών που είχαν ως αποστολή την επιτήρηση της Ν.Α. Μεσογείου και την υποστήριξη των δυνάμεων του Ρόμελ. Γι’ αυτό το λόγο αποτελούσε συχνό στόχο των συμμαχικών επιθέσεων.
Το βράδυ της 12ης Ιουνίου 1942 το υποβρύχιο “ΤΡΙΤΩΝ” με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Επαμεινώνδα Κοντογιάννη αποβίβασε κοντά στο αεροδρόμιο Ηρακλείου έξι καταδρομείς του SAS με επικεφαλής το Γάλλο ταγματάρχη G. Berge. Στην ομάδα ανήκε και ο Έλληνας Ανθγός Κώστας Περάκης. Αποστολή τους ήταν η ανατίναξη αφών και πυρομαχικών.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας πέρασαν απαρατήρητοι τα συρματοπλέγματα του αεροδρομίου και τοποθέτησαν εκρηκτικούς μηχανισμούς. Οι εκρήξεις ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικές. Καταστράφηκαν 21 αεροπλάνα Junkers Ju-88 και πολλοί τόνοι καυσίμων και πυρομαχικών.
Την επόμενη ημέρα οι Γερμανοί εκτέλεσαν 50 Έλληνες ομήρους ως αντίποινα. Στις 11 Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί αποχώρησαν από το αεροδρόμιο.
Μάλιστα το αεροδρόμιο του Ηρακλείου θα αποτελέσει στις 10 Μαίου του 1945 και το τελευταίο στην Ευρώπη όπου θα προσγειωθεί αεροσκάφος της Luftwaffe μεταφέροντας τον Γερμανό στρατιωτικό Δκτή Φρουρίου Κρήτης Μπέντακ, ο οποίος συναντήθηκε με τον Άγγλο Ταξίαρχο Kirkman και τον Έλληνα Αντιπρόσωπο Στρατηγό Φουντουλάκη και υπέγραψαν το πρακτικό για την παράδοση στην Κρήτη άνευ όρων των Γερμανικών και Ιταλικών δυνάμεων.
Το άλλο αεροδρόμιο που έπαιξε ρόλο όχι στη μάχη της Κρήτης αλλά υπό γερμανική κατοχή ήταν αυτό του Καστελλίου όπου σήμερα υπάρχει η 133ΣΜ.
Η ιστορία της Μονάδας αρχίζει το Νοέμβριο του 1940 με την έναρξη του Β΄ΠΠ, όταν ομάδα Άγγλων και Ελλήνων τεχνικών, άρχισε τη μελέτη, τη χάραξη και τη κατασκευή ενός βοηθητικού διαδρόμου προσγείωσης, τον οποίον όμως στη συνέχεια αχρήστευσαν, λίγες ημέρες πριν από την έναρξη της Μάχης της Κρήτης.
Μετά την ολοκληρωτική κατάληψη του νησιού, τον Ιούνιο του 1941 οι Γερμανοί, με αναγκαστική εργασία των κατοίκων της περιοχής, ανακατασκεύασαν το διάδρομο προσγείωσης. Επίσης, κατασκεύασαν νέα κτίρια και καταφύγια, και εγκατέστησαν μόνιμα μία Μοίρα αναγνωριστικών αεροσκαφών .
Από το καλοκαίρι του 1941, μέχρι το Μάρτιο του 1943, εκτελούντο από το αεροδρόμιο Καστελλίου, ημερησίως, 200-400 πτήσεις Α/Φ βομβαρδισμού, αναγνώρισης και μεταφοράς εφοδίων και πυρομαχικών προς τη Βόρειο Αφρική με Α/Φ JU-88D-5, JU-86P2, Me-109E-7. Τον Ιούλιο του 1943 πραγματοποιήθηκε σαμποτάζ από Άγγλους και Έλληνες.
Τα Γερμανικά στρατεύματα αποχωρούν τον Σεπτέμβριο του 1944 ενώ το 1947 ξεκινά η ανακατασκευή του.