Η Μάχη στα Βασιλικά ήταν πολεμική σύγκρουση της επανάστασης του 1821 με νικηφόρα έκβαση για τους Έλληνες. Οι Τούρκοι μετά την περιστολή της επανάστασης στη Μακεδονία προχώρησαν μέσω Λάρισας προς τη Λαμία, με σκοπό να εισβάλουν στην Πελοπόννησο.
Την εκστρατεία προς την Πελοπόννησο ανέλαβε ο Μπαϊράμ Πασάς με άλλους τρεις στρατηγούς. Η δύναμη τους αριθμούσε 8.000 πεζούς, ιππείς με πυροβολικό.
Οι οπλαρχηγοί της Ανατολικής Ελλάδας πληροφορήθηκαν την εκστρατεία αυτή και μαζεύτηκαν στην Εργίνα της Βουδουνίτσας για να αποφασίσουν την επόμενή τους κίνηση. Αποφάσισαν να εμποδίσουν την προέλαση των Τούρκων καταλαμβάνοντας την θέση των Βασιλικών. Αυτό πρότεινε ο Δυοβουνιώτης.
Ο Παπά-Ανδρέας Κοκοβιτσιανός με τριακόσιους άνδρες κατέλαβε το πυκνό δάσος κοντά στην είσοδο της κοιλάδας. Ο Αντώνης Κοντοσόπουλος και ο Κωνσταντής Καλύβας με άλλους εξακόσιους τοποθετήθηκε στο εσωτερικό της κοιλάδας, ενώ ο Δυοβουνιώτης μαζί με τον γιο του και άλλους χίλιους εκατό πιάσαν την έξοδο. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δεν μπορούσε να παρευρεθεί αλλά είχε στείλει ως αντικαταστάτη του τον Γιάννη Γκούρα.
Στις 25 Αυγούστου 1821 το τουρκικό ιππικό δύναμης δύο χιλιάδων που είχε σταλεί προς αναγνώριση του στενωπού αποδεκατίστηκε. Μία μέρα αργότερα, στις 26 Αυγούστου ο Μπαϊράμ Πασάς κινήθηκε με όλο του τον στρατό κατά του Κοντοσόπουλου και Καλύβα. Οι Δυοβουνιώτηδες, ο Πανουργιάς και ο Γκούρας ήρθαν να ενισχύσουν, ενώ ο Παπά-Ανδρέας Κοκοβιτσιανός του επιτέθηκε από τα νώτα. Ακολούθησε γενναία μάχη, την οποία νίκησαν οι Έλληνες.
Οι Τούρκοι με την δύση του ήλιου τράπηκαν σε φυγή προς την Πλατανιά, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πάνω χίλιους νεκρούς και τραυματίες. Μεταξύ των νεκρών βρίσκονταν και ο Μεμίς Πασάς, τον οποίο σκότωσε ιδιοχείρως ο Γκούρας. Επίσης έχασαν οκτακόσια άλογα, 2 πυροβόλα και 18 σημαίες. Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν δέκα και τραυματίστηκαν 30, μεταξύ των οποίων και ο οπλαρχηγός Κοντοστόπουλος.
Η νίκη των Ελλήνων ήταν μια από τις πιο λαμπρές του Ελληνικού αγώνα. Συντέλεσε στην ακύρωση της εκστρατείας των Τούρκων κατά της Πελοποννήσου.