Οι φυσικές συμφορές ξεκίνησαν με την εμφάνιση του λιμού και τις συνεχείς κακές σιτοδείες και έφθασαν στην κορύφωσή τους το 1315. Εκείνη τη χρονιά οι συνεχείς βροχοπτώσεις είχαν ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη μείωση της παραγωγής, με φυσικό επακόλουθο την αύξηση των τιμών.

Η συγκυρία αυτή οδήγησε στον υποσιτισμό των φτωχών στις πόλεις, οι οποίοι δεν μπορούσαν να αγοράσουν την αναγκαία ποσότητα σιταριού για να επιβιώσουν.

Αρχικά ο λιμός χτύπησε τη Βόρεια Ευρώπη (1315), και μέχρι το 1330 είχε εξαπλωθεί μέχρι τη Δυτική. Τα θύματά του ήταν κυρίως τα υποσιτισμένα ασθενή οικονομικά στρώματα.

Τον λιμό διαδέχθηκε η φονική επιδημία της Πανώλης, γνωστή και ως «Μαύρος Θάνατος». Αρχικά «εισήχθη» το 1347 στην Ευρώπη με τα γενοβέζικα πλοία που ξεφόρτωναν στη Σικελία τα εμπορεύματα που μετέφεραν από τη Μαύρη Θάλασσα.

Μέσα στους επόμενους μήνες η ενδημική ασθένεια εξαπλώνεται με γοργούς ρυθμούς στην Ιταλία και την Προβηγκία, το 1348 φθάνει στο Παρίσι, στις γύρω περιοχές της Μάγχης και τις Κάτω Χώρες, ενώ το 1949 προσβάλλονται η Γερμανία, η Αυστρία, η Μεγάλη Βρετανία, οι σκανδιναβικές χώρες, οι ακτές του Ατλαντικού και η Ισπανία.

Ο «Μαύρος Θάνατος» συνοδευόταν και από μια σειρά επιδημιών, όπως η γρίπη, ο κοκίτης και ο τύφος, που έπλητταν την Ευρώπη μέχρι και τα μέσα του 15ου αιώνα.

Εκτός όμως από τις επιδημίες και τις φυσικές καταστροφές, ξέσπασε και ένα κύμα πολεμικών αντιπαραθέσεων με αποκορύφωμα τον Εκατονταετή Πόλεμο (1337-1453) μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας. Αν και είναι δύσκολο να υπολογιστούν ακριβώς οι απώλειες από τις προαναφερθείσες συμφορές, μέσα σε έναν αιώνα η  Ευρώπη απώλεσε κάτι ανάμεσα στο ένα τρίτο και το ένα τέταρτο του πληθυσμού της.

Εκείνο όμως που πραγματικά παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστό στο ευρύ κοινό επικεντρώνεται στις οικονομικές, πολιτικές και πνευματικές συνέπειες των συμφορών και στον καθοριστικό ρόλο που αυτές διαδραμάτισαν στη μετάβαση από τον Μεσαίωνα στη νεότερη εποχή.

Οι συνέπειες στην ύπαιθρο και τις πόλεις

Η κρίση του 14ου αιώνα από τις προαναφερθείσες φυσικές και μη συμφορές έπληξε αρχικά τους αγροτικούς πληθυσμούς, με άμεση συνέπεια την εγκατάλειψη της υπαίθρου.

Ο κυριότερος λόγος που οδήγησε τους αγρότες να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο και να μετακινηθούν προς τις πόλεις ήταν το ότι δεν μπορούσαν να αμυνθούν κατά των αρπαγέων μισθοφόρων στρατιωτών οι οποίοι μεταξύ των εμπόλεμων περιόδων δεν πληρώνονταν και επιδίδονταν σε λεηλασίες.

Ακόμη και στις ενδιάμεσες ειρηνικές περιόδους μεταξύ των πολεμικών αντιπαραθέσεων, η τύχη των αγροτών δεν ήταν καλύτερη, διότι οι στρατιώτες συνέχιζαν να λεηλατούν την ύπαιθρο με σκοπό να αποδυναμωθεί ο αντίπαλος εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων.

Οι αδύναμοι αγρότες αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στις πόλεις, που τους παρείχαν μεγαλύτερη ασφάλεια λόγω της ύπαρξης τειχών, και σε χωριά που βρίσκονταν προστατευμένα μέσα στα δάση.

Σύμφωνα με αρχαιολογικές έρευνες, υπολογίζεται ότι στις αρχές του 14ου αιώνα εγκαταλείφθηκε το ένα πέμπτο των αγροτικών οικισμών στην Αγγλία καθώς επίσης και το 30% της καλλιεργήσιμης γης της ανατολικής και νότιας Γερμανίας. Αυτό είχε ως άμεση συνέπεια τη μείωση της συγκομιδής με λογικό επακόλουθο την αύξηση της τιμής.

Παράλληλα, η μείωση του αγροτικού πληθυσμού σήμαινε και έλλειψη εργατικών χεριών στην ύπαιθρο, γεγονός που οδήγησε στην αύξηση των ημερομισθίων. Αξίζει να αναφερθεί ότι η αύξηση των ημερομισθίων σε συνδυασμό με τις εισαγωγές σιτηρών επέφεραν πτώση των τιμών, με αποτέλεσμα οι μικρομεσαίοι καλλιεργητές που είχαν ήδη μικρά ποσοστά κέρδους να καταστραφούν οικονομικά, γεγονός που τους οδήγησε είτε να μετακινηθούν προς τις πόλεις είτε να στραφούν σε πιο αποδοτικές καλλιέργειες όπως τα οπωροκηπευτικά. Παράλληλα, υπήρξε ανάπτυξη της κτηνοτροφίας στις εγκαταλελειμμένες αγροτικές εκτάσεις με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής του κρέατος και άρα τη μείωση της τιμής του.

Η προσιτή τιμή κατέστησε το κρέας προσιτό στα φτωχότερα πληθυσμιακά στρώματα, που έτσι βελτίωσαν τη διατροφή τους, ενώ αποφεύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι επιδημίες. Επιπροσθέτως, η έλλειψη εργατικών χεριών ανάγκασε τους γαιοκτήμονες να παραχωρήσουν με ευνοϊκούς όρους γη για εκμετάλλευση ώστε να δελεάζουν τους αγρότες για να μη φεύγουν για τις πόλεις.

Η κίνηση αυτή επέφερε πολλές αλλαγές, όπως ελαφρύνσεις στις καταβολές προς τον γαιοκτήμονα και σταδιακή απελευθέρωση των δουλοπάροικων. Οι προαναφερθείσες αλλαγές οδήγησαν στη δημιουργία μιας μεσαίας τάξης αγροτών που είχε πλέον κάποια κεκτημένα (μισθωμένη γη, λιγότερες καταβολές κ.α.) τα οποία προσπαθούσε να προστατεύσει από τον έλεγχο της βασιλικής εξουσίας και των ευγενών, οι οποίοι ήθελαν να ανακτήσουν το χαμένο κύρος τους. Αυτή η ανάγκη της μεσαίας αγροτικής τάξης οδήγησε σε εξεγέρσεις οι οποίες εξαπλώθηκαν σταδιακά σε όλη την Ευρώπη.

Οι σημαντικότερες αγροτικές εξεγέρσεις ήταν η γαλλική Ζακερί του Μποβεζί και η εξέγερση των Άγγλων χωρικών του 1381, στη διάρκεια της οποίας οι εξεγερθέντες έφθασαν μέχρι το Λονδίνο. Αν και οι στρατιωτικές δυνάμεις τούς αδρανοποίησαν προκαλώντας μεγάλες απώλειες, ωστόσο οι εξεγέρσεις αυτές έθεσαν τις βάσεις για την κατάργηση της δουλοπαροικίας.

Η εγκατάλειψη της υπαίθρου είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την αθρόα εισροή αγροτών που αναζητούσαν την ασφάλεια πίσω από τα τείχη των πόλεων προσφέροντας φθηνά εργατικά χέρια. Ο φόβος όμως από τις βιαιότητες των πολεμικών συρράξεων κατέστησε επιτακτική την ανάγκη για κατασκευή νέων οχυρωματικών έργων, τη συντήρηση των υπαρχόντων αλλά και τον χρηματισμό των μισθοφόρων ώστε να μη λεηλατήσουν τις πόλεις.

Τα προαναφερθέντα, σε συνδυασμό με τους φόρους που επιβάλλονταν από τους ηγεμόνες για να συντηρούν στρατιωτικές δυνάμεις οδήγησαν σε συνεχείς δανεισμούς με αποτέλεσμα να υπερχρεωθούν οι πόλεις.

Η αύξηση της άμεσης και αδικαιολόγητης φορολογίας από τις εθνικές κυβερνήσεις, όπως για παράδειγμα συνέβη στη Γαλλία το 1380 με την απόφαση του βασιλιά να εισάγει τον κεφαλικό φόρο (έπρεπε να καταβάλλεται ένα σελίνι ανά κεφαλή), είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσουν οι εξεγέρσεις των πόλεων. Αν και το λογικό θα ήταν να ηγηθούν των εξεγέρσεων οι φτωχοί των πόλεων που ζούσαν στην πλήρη ένδεια, στις κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές πρωτοστάτησαν οι επικεφαλής των διάφορων ομάδων τεχνιτών οι οποίοι ήρθαν σε σύγκρουση με την τάξη των αστών πατρικίων (τραπεζίτες, μεγαλέμποροι και  αργυραμοιβοί).

Οι επαγγελματίες προσπαθούσαν να συνεχίσουν να έχουν υπό τον έλεγχό τους τους βοηθούς και τους μαθητευόμενους απαιτώντας ουσιαστικά μερίδιο εξουσίας στην διακυβέρνηση των πόλεων, κάτι το οποίο και πέτυχαν. Η αναβάθμιση του ρόλου των επαγγελματιών οδήγησε στο να καταστεί δύσκολη η είσοδος των βοηθών στις συντεχνίες και ο τίτλος του πρωτομάστορα να πηγαίνει από πατέρα σε υιό.

Η παρεμπόδιση της ανέλιξης των βοηθών και των μαθητευομένων σε συνδυασμό με το ότι οι πρωτομάστορες, κατόπιν συνεννόησης μεταξύ τους, κρατούσαν χαμηλά τα ημερομίσθια οδήγησε στις  εξεγέρσεις των βοηθών κατά της εργοδοσίας. Εκτός όμως από τους αγρότες της υπαίθρου και τους φτωχούς των πόλεων, η κρίση του ύστερου μεσαίωνα έπληξε τους μικροευγενείς και τους ιππότες οι οποίοι οδηγήθηκαν στον οικονομικό μαρασμό και την απαξίωση των τίτλων ευγενείας.

Ο κύριος λόγος της περιφρόνησης του ρόλου των ιπποτών ήταν ο νέος τρόπος διεξαγωγής πολέμου που επικεντρωνόταν στη χρήση κυρίως πεζικού με εξελιγμένο οπλισμό. Η κοινωνική απαξίωση των μικροευγενών και των ιπποτών κλόνισε σοβαρά τα θεμέλια του φεουδαρχικού συστήματος του Μεσαίωνα.

Οι πολεμικές συρράξεις της περιόδου που εξετάζουμε έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον τρόπο διεξαγωγής του εμπορίου μέσω θαλάσσης, λόγω της ανασφάλειας που επικρατούσε στις χερσαίες μεταφορές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ορισμένες πόλεις με λιμάνια να γνωρίσουν μεγάλη οικονομική άνθηση.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Γένοβα και η Βενετία της Ιταλίας, που έφερναν προϊόντα από τη Ρωσία και τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας ενώ αργότερα, σε συνεργασία με τους Άραβες και τους Τούρκους, έπαιξαν ρόλο διαμεσολαβητή για τα προϊόντα της Άπω Ανατολής. Στις πόλεις αυτές εφαρμόστηκαν νέες οικονομικές τεχνικές που βοήθησαν στην ανάπτυξη του εμπορίου και των συναλλαγών, όπως η διγραφική λογιστική.

Παράλληλα ιδρύθηκαν σχολές λογιστικής και διοίκησης, ενώ εμφανίστηκαν και οι πρώτες τράπεζες. Στον Βορρά το εμπόριο με τη Βαλτική και τη Βόρεια Θάλασσα ήλεγχε τώρα η Χάνσα που ήταν η ένωση των πλουσιοτέρων πόλεων της Βόρειας Γερμανίας και Ρηνανίας. Η Χάνσα έφθασε στο απόγειό της τον 14ο αιώνα, αλλά από τα μέσα του 15ου αιώνα συρρικνώθηκε εξαιτίας του ανταγωνισμού με τους Άγγλους και τους Ολλανδούς. Σημαντική ανάπτυξη γνώρισε και η πόλη της Μπριζ, όπου γινόταν η ανταλλαγή των προϊόντων που διακινούνταν από τη Μεσόγειο με εκείνα της βόρειας Ευρώπης.

Η αμφισβήτηση της παπικής εκκλησίας 

Στην κρίση του ύστερου Μεσαίωνα επλήγη σοβαρά και το κύρος της εκκλησίας, και ειδικότερα του παπισμού. Σε ό,τι αφορά τον κλήρο της υπαίθρου, αυτός, φοβούμενος τις ενδημικές ασθένειες, εγκατέλειψε τις ενορίες δημιουργώντας αρνητική εικόνα στους πιστούς. Οι κυριότερες κατηγορίες που τους είχαν προσάψει ήταν η ανεπάρκεια στα καθήκοντά τους, τα χαλαρά ήθη και η αμορφωσιά.

Η μόνη εξαίρεση ήταν τα τάγματα των Φραγκισκανών και Δομινικανών μοναχών οι οποίοι ανταποκρινόμενοι στις προσδοκίες των πιστών συγκέντρωσαν μεγάλο ποίμνιο, κυρίως από τις πόλεις, με αποτέλεσμα να έρθουν αντιμέτωποι με τους ιερείς των ενοριακών ναών. Οι ανώτεροι κληρικοί από την πλευρά τους επέλεξαν την ασφάλεια της αυλής των ηγεμόνων και εγκατέλειψαν τις επισκοπές στη «θεία πρόνοια».

Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει την κρίση στην εκκλησία την εποχή του εξετάζουμε είναι οι προσπάθειες κάποιων ηγεμόνων –κυρίως της Γαλλίας και της Αγγλίας– να θέσουν την εκκλησία εκτός κοσμικής εξουσίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της προσπάθειας να μειωθεί η πολιτική επιρροή του Πάπα ήταν η κίνηση του Γάλλου βασιλιά Φιλίππου Δ΄ του Ωραίου, ο οποίος  ανάγκασε τον Πάπα να εγκατασταθεί στην Αβινιόν, καθιστώντας την εν λόγω πόλη και νέα έδρα της δυτικής χριστιανοσύνης έως και το 1378. Η μεγάλη κρίση στη Δυτική Εκκλησία ήρθε το 1378 με το Μεγάλο Σχίσμα, μετά από το οποίο συνυπήρχαν δύο Πάπες, ο ένας με έδρα την Αβινιόν και ο άλλος με έδρα τη Ρώμη.

Οι δύο έδρες της παποσύνης χρησιμοποιήθηκαν για τα πολιτικά παιχνίδια των ηγεμόνων των Δυτικής Ευρώπης οι οποίοι στήριζαν όποιον Πάπα συντασσόταν με τα συμφέροντά τους. Η συγκεκριμένη κρίση κατά μια έννοια ξεπεράστηκε με τη Σύνοδο της Κωνσταντίας το 1418, που αποφάσισε να καθαιρεθούν και οι δύο πάπες και εξέλεξε νέο Πάπα τον Μαρτίνο Ε΄ με έδρα τη Ρώμη.

Τα όσα όμως είχαν προηγηθεί είχαν πλήξει το κύρος του Πάπα, ο οποίος στα μάτια των πιστών φάνταζε πλέον ως κοσμικός και όχι ως πνευματικός ηγέτης. Την πνευματική υπεροχή –το αλάθητο– του Πάπα, αμφισβήτησαν στην Αγγλία ο Τζον Ουίκλιφ και στη Βοημία ο Γιάν Χους, που τέθηκαν επικεφαλής  μεταρρυθμιστικών κινημάτων τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως αιρέσεις από την καθολική εκκλησία. Αν και στα μέσα του 15ου αιώνα οι αιρέσεις φάνηκε ότι είχαν τεθεί υπό έλεγχο και η εκκλησία είχε ως επίκεντρο τη Ρώμη, η παποσύνη είχε πλέον απωλέσει το όνειρο της συγκέντρωσης του «συνόλου του χριστιανικού κόσμου κάτω από την εξουσία της».

Οι αλλαγές στον πνευματικό κόσμο

Η οικονομική κρίση του ύστερου Μεσαίωνα είχε άμεσο αντίκτυπο και στον πνευματικό κόσμο. Αν και κατά το 14ο αιώνα ιδρύθηκαν ακόμη 40 πανεπιστήμια στην Ευρώπη, εξαιτίας της οικονομικής δυσπραγίας της εκκλησίας που τα χρηματοδοτούσε, αυτά περιήλθαν ουσιαστικά στον έλεγχο των ηγεμόνων. Ως αποτέλεσμα, επιβλήθηκαν δίδακτρα, τα οποία όμως καθιστούσαν τη φοίτηση στο Πανεπιστήμιο απαγορευτική για τα οικονομικά ασθενή κοινωνικά στρώματα.

Από το μέτρο αυτό εξαιρούνταν μόνο οι οικογένειες των διδακτόρων με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια κλειστή κάστα πανεπιστημιακών. Μοναδική πρόοδο στον χώρο της εκπαίδευσης συνιστούσε η ίδρυση σε πολλές πόλεις σχολών στοιχειώδους εκπαίδευσης με αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των εγγράμματων.

Σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία, αυτή η περίοδος δεν χαρακτηρίζεται από έμπνευση και πρωτότυπη δημιουργία, αλλά από επανάληψη λογοτεχνικών επιτυχιών. Το βασικό χαρακτηριστικό της πνευματικής ζωής αυτή την περίοδο είναι ο φόβος του θανάτου που εκφράζεται διαρκώς μέσα από τη λογοτεχνία και την τέχνη, ενώ στους καθεδρικούς ναούς τονίζονται υπέρμετρα τα πάθη του Χριστού. Εξαιρέσεις στον χώρο της λογοτεχνίας αποτελούν ο Βοκάκιος και ο Πετράρχης, που τοποθετούν τον άνθρωπο στο κέντρο του σύμπαντος.

Οι νέες ισορροπίες στην Ευρώπη του 15ου αιώνα 

Οι πολιτικές ανακατατάξεις λόγω των πολεμικών αντιπαραθέσεων είχαν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση νέων ισορροπιών στο χάρτη της Ευρώπης. Η πάλαι ποτέ κραταιά Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν πλέον σκιά του «εαυτού» της, με τον αυτοκράτορα να μην μπορεί τώρα να εξουσιάζει τους ηγεμόνες της κατακερματισμένης πλέον Γερμανίας.

Στην Ιταλία, εξαιτίας της έλλειψης κεντρικής εξουσίας, οι πόλεις-κράτη έχουν εισέλθει σε μια περίοδο βίαιων αντιπαραθέσεων μεταξύ τους, η οποία διαρκεί μέχρι και το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, συρρικνωμένη εδαφικά και αποδυναμωμένη, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τους Οθωμανούς Τούρκους, και χάνει την Κωνσταντινούπολη το 1453. Στη συνέχεια οι Τούρκοι καταλαμβάνουν σχεδόν ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο.

Στην Ιβηρική χερσόνησο δημιουργείται ένα νέο ισχυρό μοναρχικό κράτος από την ένωση των βασιλείων της Καστίλης και της Αραγονίας. Στην ανατολική Ευρώπη η Ρωσία και η Λιθουανία που έχει ενωθεί με την Πολωνία αποτελούν πλέον τις ισχυρές δυνάμεις της περιοχής.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Όσον αφορά τη Δυτική Ευρώπη, τα ισχυρά κράτη Αγγλία και Γαλλία έχουν χάσει σημαντικό μέρος της ισχύος τους εξαιτίας των μεταξύ τους πολεμικών αντιπαραθέσεων που διήρκεσαν από το 1317 έως το 1453.

Η κυριότερη συνέπεια του Εκατονταετούς Πολέμου για τη Γαλλία και την Αγγλία ήταν η ανάδειξη της Ισπανίας σε ισχυρότερη δύναμη της Δύσης. Εκτός όμως αυτού, μια άλλη πολιτική συνέπεια του πολέμου ήταν η ενίσχυση των εξουσιών της γαλλικής μοναρχίας.

Εκείνο που περνά πλέον ως αντίληψη σε όλη τη Δύση είναι η εικόνα του κράτους με θεσμοθετημένους δικαστικούς και διοικητικούς νόμους με εγγυητή τον βασιλιά. Θεσμοθετείται η φορολογία αρχικά με την μορφή έκτακτων εισφορών αλλά στη συνέχεια σε τακτική βάση.

Οι φορολογούμενοι έχουν πλέον λόγο για τα δημοσιονομικά του κράτους, κι έτσι δημιουργούνται οι συνελεύσεις των αντιπροσώπων τους, η «Συνέλευση των Τάξεων» στη Γαλλία, το «παρλαμέντο» στην Αγγλία και τα «κόρτες» στη Ισπανία. Με τον τρόπο αυτό τίθενται ουσιαστικά οι βάσεις για τη μετάβαση από τις φεουδαρχικές δομές στην οικοδόμηση του έθνους-κράτους.

Το τέλος του μεσαιωνικού οικοδομήματος

Οι συμφορές που έπληξαν την Ευρώπη από τον 14ο αιώνα έως και τα μέσα του 15ου και οι συνέπειες που προαναφέρθηκαν σηματοδότησαν ουσιαστικά την κατάρρευση του μεσαιωνικού οικοδομήματος. Τη θέση των αυτοκρατοριών πήραν τα έθνη-κράτη με σαφή γεωγραφικά σύνορα, η εκκλησία περιορίστηκε στα πνευματικά της καθήκοντα και η παποσύνη ασκούσε εκκλησιαστική εξουσία μόνο στην επικράτειά της.

Η αύξηση του πληθυσμού των πόλεων με την εισροή των αγροτών από την ύπαιθρο σε συνδυασμό με τις αγροτικές εξεγέρσεις σήμαναν ουσιαστικά το τέλος της δουλοπαροικίας.

Παράλληλα, άλλαξε και η δομή των κοινωνικών τάξεων με την άνοδο των τεχνιτών και την απαξίωση των μικροευγενών. Εκείνο όμως που πραγματικά σηματοδότησε τη μετάβαση της Ευρώπης στη νέα εποχή ήταν τα διάφορα πνευματικά και καλλιτεχνικά κινήματα που ξεκίνησαν από την Ιταλία και εξαπλώθηκαν και στην υπόλοιπη Ευρώπη από τα μέσα του 15ου αιώνα και μετά.

Το ότι η Ιταλία την περίοδο που εξετάζουμε κατέστη πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο οφείλεται και στο γεγονός ότι ορισμένες πόλεις της, λόγω του νέου τρόπου διεξαγωγής του εμπορίου με τις θαλάσσιες μεταφορές, έγιναν οικονομικά εύρωστες. Ειδικότερα, η Αναγέννηση ξεκίνησε τον 14ο αιώνα από τη Φλωρεντία, όπου πραγματοποιήθηκε εντυπωσιακή πρόοδος στη σκέψη και τη λογοτεχνία. Η βασική διαφορά της Αναγέννησης με το πνεύμα του Μεσαίωνα ήταν η αντίληψη για την ανθρώπινη φύση.

Ο Μεσαίωνας ήθελε τον άνθρωπο αμαρτωλό και αδύναμο, ενώ η Αναγέννηση επικεντρωνόταν στην ομορφιά της ανθρώπινης φύσης την οποία ανέδειξε και μέσα από τα επιτεύγματα του ανθρώπου κατά την αρχαιότητα. Παράλληλα αναπτύχθηκε και το κίνημα του Ουμανισμού, που καλλιεργούσε την ιδέα της δημιουργίας «ενός εκλεκτού όντος που θα ανέπτυσσε αρμονικά όλες τις δυνατότητές του».

Η Αναγέννηση και ο Ουμανισμός σήμαναν ουσιαστικά την αρχή του τέλους για τον Μεσαίωνα και τη μετάβαση στη νεότερη εποχή για τη διανόηση, την τέχνη και τη λογοτεχνία.

Κύριο χαρακτηριστικό της εποχής αυτής, η προσπάθεια για συνύπαρξη των χριστιανικών αξιών με αυτές της αρχαιότητας αλλά και η κριτική στάση απέναντι στις ελλείψεις της πολιτικής και της εκκλησίας.

Καθοριστικό ρόλο στο να βγει η Ευρώπη από τον Μεσαίωνα και να ασπαστεί τις νέες ιδέες διαδραμάτισε η αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που γνώριζε γραφή και ανάγνωση λόγω της αύξησης του αριθμού των σχολών στοιχειώδους εκπαίδευσης, η ανάπτυξη της τυπογραφίας αλλά και η αδυναμία της εκκλησίας να δώσει πειστικές απαντήσεις στις θρησκευτικές ανησυχίες των πιστών.