Το ύψωμα Κασίνο ήταν ένας γεωφυσικός κόμβος μείζονος στρατηγικής σημασίας για τη γερμανική γραμμή άμυνας, η οποία έτεμνε την Ιταλία εγκαρσίως, την περίφημη Γραμμή Γουσταβου (Gustav-Linie), που είχε σκοπό την ανάσχεση της συμμαχικής προέλασης.
Το Μόντε Κασίνο αποτελούσε, εξαιτίας της θέσεώς του, σπουδαίο οχυρό διότι παρείχε στον κάτοχό του μέγα τακτικό πλεονέκτημα, λόγω του ότι επέτρεπε πλήρη εποπτεία της κοιλάδας του ποταμού Λίρι και της ευρύτερης περιοχής.
Αλλά και από στρατηγικής απόψεως είχε τεράστια σημασία, διότι διασφάλιζε στον κάτοχό του τον έλεγχο του δρόμου προς τη Ρώμη.
Επομένως, αποτελούσε το σημαντικότερο εμπόδιο της συμμαχικής προέλασης προς την ιταλική πρωτεύουσα, μέσω της κοιλάδας του Λίρι.
Η εν λόγω προέλαση, που είχε ξεκινήσει με την απόβαση στην Ιταλία, τον Σεπτέμβριο του 1943, φαινόταν, περί τα τέλη του ιδίου έτους, να έχει ανακοπεί, και οι δυνάμεις των Αγγλοαμερικανών και των συμμάχων τους έμοιαζαν να έχουν περιέλθει σε αποτελμάτωση.
Πώς, όμως, έφθασαν τα πράγματα ως εκεί; Την αγγλοαμερικανική απόβαση στην Ιταλία (Σεπτέμβριος 1943) ακολούθησε, αρχικά, η προέλαση των συμμαχικών στρατευμάτων προς βορράν, σε δύο μέτωπα, ένα σε κάθε πλευρά της κεντρικής οροσειράς που διασχίζει την Ιταλία.
Στο δυτικό μέτωπο, η 5η Αμερικανική Στρατιά, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Μαρκ Κλαρκ, ορμώμενη από την κύρια βάση της στην Νεάπολη, προχωρούσε προς τα επάνω, κατά μήκος της ιταλικής «μπότας».
Πλην όμως, η 5η Στρατιά προχωρούσε πολύ αργά, εξαιτίας της μορφολογίας του εδάφους, του υγρού κλίματος αλλά και της σθεναρής γερμανικής άμυνας. Εν προκειμένω, οι Γερμανοί ακολουθούσαν μια έξυπνη όσο και αποτελεσματική τακτική, η οποία συνίστατο σε πολλές μικρές εξορμήσεις, από οχυρωμένες θέσεις, όσο γίνεται περισσότερα πλήγματα εις βάρος του εχθρού, με μικρό σχετικά κόστος, και ταχύτατη αναδίπλωση.
Προφανής σκοπός της εν λόγω τακτικής ήταν η «αγορά χρόνου» από γερμανικής πλευράς, για την αρτιότερη προπαρασκευή και ενίσχυση της αμυντικής «Linie Winter», νοτίως της Ρώμης.
Πράγματι, το σχέδιο του αρχιστράτηγου των γερμανικών στρατευμάτων Ιταλίας, στρατάρχη Άλμπερτ Κέσελρινγκ, έμοιαζε να στέφεται από επιτυχία. Οι αρχικές εκτιμήσεις των συμμάχων, περί καταλήψεως της Ρώμης μέχρι τον Οκτώβριο του 1943, αποδεικνύονταν υπεραισιόδοξες.
Αλλά και από την ανατολική πλευρά, η 8η Βρετανική Στρατιά αντιμετώπιζε σοβαρές δυσχέρειες στην προέλασή της προς βορρά.
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1943 η προέλαση φαινόταν να έχει ανακοπεί. Εξάλλου, η μορφολογία του εδάφους καθιστούσε την 5η ιταλική εθνική οδό (αυτοκινητόδρομος 5, δηλαδή η ανατολική οδός) απαγορευτική. Έτσι, έμεναν ως δυνατότητες μόνον οι αυτοκινητόδρομοι 6 και 7.
Η 7η εθνική οδός (η αρχαία ρωμαϊκή Αππία Οδός), η οποία οδηγούσε από τη δυτική πλευρά στα νότια της Ρώμης, επίσης αποκλειόταν, λόγω μορφολογίας εδάφους, ανυπέρβλητου υδάτινου φράγματος και γερμανικής αντιστάσεως.
Άρα, δεν έμενε παρά μόνον ο αυτοκινητόδρομος 6, που οδηγούσε, μέσω της κοιλάδας του Λίρι, προς τη νότια είσοδο της κοιλάδας αυτής, την οποία έφρασσε η λοφοσειρά Κασίνο.
Κατά μήκος της αγγλοαμερικανικής γραμμής προελάσεως κυλούσε ο χείμαρρος Ράπιντο, ο οποίος πήγαζε από τα κεντρικά Απέννινα, την κραταιά οροσειρά της Ιταλίας, διερχόταν από το Κασίνο και έφθανε στην κοιλάδα, εκεί όπου ο ποταμός Λίρι ενώνεται με τον Ράπιντο και συνεχίζει ονομαζόμενος Γκαριλιάνο.
Τα ορεινά οχυρωματικά έργα, τα δύσβατα περάσματα του χειμάρρου και, βεβαίως, η αποφασιστικότητα των Γερμανών των αλεξιπτωτιστών της 1ης Μεραρχίας, καθιστούσαν το Κασίνο λυδία λίθο της Γραμμής Γουστάβου.
Η πρώτη επίθεση των Βρετανών, των Αμερικανών και των συμμάχων τους άρχισε στις 17 Ιανουαρίου 1944, με βομβαρδισμούς των θέσεων της 1ης Γερμανικής Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών, που κρατούσε την κωμόπολη Κασίνο και το βουνό.
Από τις 25 Ιανουαρίου οι επιθέσεις έγιναν διαρκείς και ακατάπαυστες. Οι Αμερικανοί ανέμεναν ότι οι μαζικοί βομβαρδισμοί θα διέλυαν την άμυνα του αντιπάλου και θα παρέλυαν το μαχητικό του φρόνημα, αλλά, όπως απεδείχθη στη συνέχεια, έκαναν λάθος.
Οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές αμύνονταν πεισματωδώς και παρά τις εντυπωσιακά υψηλές απώλειες των αμερικανικών στρατευμάτων, οι επιθέσεις τους απέβησαν άκαρπες.
Οι Αμερικανοί υποχώρησαν και αντικαταστάθηκαν από τους Νεοζηλανδούς – κατά κοινή ομολογία, άριστους μαχητές. Για να αρχίσει η δεύτερη επίθεση κατά του οχυρού ορεινού συγκροτήματος, ο διοικητής του Νεοζηλανδικού Σώματος, στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ, ζήτησε προηγουμένως τον βομβαρδισμό των γερμανικών θέσεων αλλά και του μοναστηριού, πιστεύοντας πως οι Γερμανοί είχαν οχυρωθεί μέσα σε αυτό.
Στην πραγματικότητα, τμήματα Γερμανών αλεξιπτωτιστών διείσδυσαν, μετά πλέον την καταστροφή της μονής, στις 17 Φεβρουαρίου, και έλαβαν θέσεις ανάμεσα στα ερείπια. Κράτησαν δε τις θέσεις αυτές, αποκρούοντας και την τρίτη λυσσαλέα επίθεση του αντιπάλου, στις 15 Μαρτίου 1944, μέχρι τέλους.
Η τέταρτη –και τελική– συμμαχική επίθεση κατά του οχυρού άρχισε στις 12 Μαΐου 1944. Ο κύριος όγκος των συμμαχικών δυνάμεων επιχείρησε την παράκαμψη του ορεινού συγκροτήματος εκ δεξιών και εξ αριστερών, ενώ το 2ο Πολωνικό Σώμα Στρατού, υπό τον στρατηγό Βλάντισλαβ Άντερς, επωμίσθηκε το βαρύτατο καθήκον της κατά μέτωπον επιθέσεως εναντίον του μοναστηριού. Οι Πολωνοί πολέμησαν με εξαιρετική ανδρεία και υπέστησαν βαρύτατες απώλειες.
Ανάλογη γενναιότητα και αυταπάρνηση, όμως, επέδειξαν οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές, αμυνόμενοι σθεναρώς των θέσεών τους.
Συγχρόνως, ωστόσο, οι αποικιακές μονάδες του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος (Αλγερινοί και Μαροκινοί) κατάφεραν να παρακάμψουν το βουνό, να διαρρήξουν τη Γραμμή Γουστάβου και να ξεχυθούν στα χωριά της κοιλάδας – όπου και διέπραξαν τα γνωστά εκείνα εγκλήματα πολέμου, για τα οποία έκτοτε κατέστησαν διαβόητες (μαζικοί βιασμοί Ιταλίδων γυναικών), γεγονός που αποτέλεσε μελανή κηλίδα στην Ιστορία του Γαλλικού Στρατού.
Εν όψει της νέας, δυσμενούς, τροπής των στρατιωτικών εξελίξεων, ο στρατάρχης Κέσελρινγκ διέταξε στις 17 Μαΐου 1944 την 1η Μεραρχία αλεξιπτωτιστών – ή ό,τι είχε απομείνει πια από αυτήν – να υποχωρήσει, προκειμένου να αποφύγει την αποκοπή και την αιχμαλωσία της. Την επομένη, 18 Μαΐου, οι Πολωνοί στρατιώτες, οι πρώτοι από τους Συμμάχους που πάτησαν το βουνό, εισήλθαν στο μοναστήρι –ή, μάλλον, στα ερείπια– χωρίς αντίσταση, και ύψωσαν την πολωνική σημαία.
Οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές είχαν ήδη αποχωρήσει, αφού προηγουμένως επέδειξαν, επί μακρότατο χρόνο, σθεναρή αντίσταση και αφοσίωση στο στρατιωτικό καθήκον, ομολογούμενα και από τους αντιπάλους τους. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Βρετανός στρατάρχης Αλεξάντερ, «η 1η Μεραρχία αλεξιπτωτιστών απεδείχθη η καλύτερη μεραρχία της Βέρμαχτ»!
Η εξέχουσα στρατηγική σημασία του Μόντε Κασίνο κατέστη πρόδηλη μετά την κατάληψή του: Ο δρόμος προς Ρώμη είχε ανοίξει και η προέλαση των Συμμάχων μπορούσε, πλέον, να συνεχιστεί. Στη Μάχη του Μόντε Κασίνο πολέμησαν, από την πλευρά των Συμμάχων, 105.000 στρατιώτες: Αμερικανοί, Βρετανοί, Πολωνοί, Νεοζηλανδοί, Καναδοί, Νοτιοαφρικανοί, Ινδοί, Γκούργκας, Μαορί, Γάλλοι, Αλγερινοί, Μαροκινοί, Βραζιλιάνοι, ενώ από την άλλη πλευρά παρατάχθηκαν 80.000 Γερμανοί στρατιώτες.
Ο φόρος του αίματος υπήρξε επαχθέστατος, διότι οι συνολικές απώλειες ανήλθαν σε 54.000 Συμμάχους και 20.000 Γερμανούς.
Οι επιμέρους φάσεις των στρατιωτικών επιθέσεων
Η πρώτη μάχη
Το σχέδιο του διοικητή της 5ης Αμερικανικής Στρατιάς, στρατηγού Μαρκ Κλαρκ, ήταν να επιτεθεί το 10ο Βρετανικό Σώμα Στρατού (5η και 56η Βρετανική Μεραρχία Πεζικού), στα αριστερά ενός μετώπου 20 μιλίων, στις 17 Ιανουαρίου 1944, παρά τον ποταμό Γκάρι, και επέκεινα, εκεί που ενώνεται με τον ποταμό Λίρι (46η Βρετανική Μεραρχία Πεζικού).
Η κύρια μάχη επρόκειτο να αρχίσει στις 20 Ιανουαρίου. Η 36η Αμερικανική Μεραρχία Πεζικού (από το Τέξας) του 2ου Αμερικανικού Σώματος Στρατού είχε ως αποστολή την διενέργεια επίθεσης προς τον ξεχειλισμένο χείμαρρο Ράπιντο, πέντε μίλια κάτω από το ύψωμα Κασίνο. Συγχρόνως, το Γαλλικό Εκστρατευτικό Σώμα (ως επί το πλείστον, αποικιακοί στρατιώτες στρατολογημένοι από τις μουσουλμανικές κτήσεις της Β. Αφρικής) θα συνέχιζε την κίνησή του στα δεξιά με κατεύθυνση το Μόντε Κάιρο, με σκοπό να διασπάσει την αμυντική Γραμμή Γουστάβου.
Προφανώς, ο Κλαρκ δεν πίστευε ότι ήταν όντως εφικτή μια τόσο πρώιμη διάσπαση της γερμανικής άμυνας, αλλά διέταξε τις επιθέσεις προκειμένου να αποσπαστούν γερμανικές δυνάμεις από την περιοχή Ρώμης, ενόσω αναμενόταν η εκδήλωση μεγάλης αποβατικής επιχείρησης του 6ου Αμερικανικού Σώματος Στρατού στην περιοχή του Άντζιο.
Έτρεφε δε την ελπίδα ότι η αγγλοαμερικανική απόβαση στο Άντζιο (1η Βρετανική και 3η Αμερικανική Μεραρχία), χάρη στο πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και με μια ταχεία κίνηση προς τα ενδότερα, προς τη λοφοσειρά Αλμπάνο, που δεσπόζει επί των δύο μεγάλων ιταλικών αυτοκινητοδρόμων 6 και 7, θα απειλούσε τις γραμμές ανεφοδιασμού των υπερασπιστών της Γραμμής Γουστάβου, υποχρεώνοντας τους Γερμανούς διοικητές να αναδιπλωθούν σε θέσεις βορείως της Ρώμης.
Εν προκειμένω, όμως, οι συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών έκαμαν εσφαλμένη εκτίμηση της γερμανικής στρατηγικής: αυτήν τη φορά οι Γερμανοί ήταν αποφασισμένοι να παραμείνουν στην Γραμμή Γουστάβου και να προβάλουν σθεναρά αντίσταση.
Επιπροσθέτως, μπορεί να λεχθεί ότι οι εκτιμήσεις των Συμμάχων υπήρξαν υπεραισιόδοξες, αλλά και ότι δεν εκτιμήθηκε σωστά το μαχητικό φρόνημα των Γερμανών.
Η 5η Στρατιά έφθασε στην Γραμμή Γουστάβου στις 15 Ιανουαρίου, μετά από έξι συναπτές εβδομάδες σκληρότατων μαχών. Στην τελευταία φάση τους, για να διανύσει επτά μίλια μέσω της Γραμμής Βερνάρδου, έχασε 16.000 άνδρες! Προφανώς, δεν υπήρχε καιρός για την δέουσα αναδιοργάνωση και προετοιμασία της επίθεσης εναντίον του Μόντε Κασίνο, εν όψει της σχεδιασμένης αποβατικής επιχείρησης στο Άντζιο.
Η πρώτη επίθεση, όπως προαναφέρθηκε, εξαπολύθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1944. Το 10ο Βρετανικό Σώμα Στρατού (5η και 56η Μεραρχία), πλησίον της ακτής, επιχείρησε να διασχίσει τον χείμαρρο Γκαριλιάνο, συνεπικουρούμενο δύο ημέρες αργότερα από την 46η Μεραρχία.
Ο διοικητής του 14ου Γερμανικού Τεθωρακισμένου Σώματος Στρατού στρατηγός Φον Σένγκερ, υπεύθυνος για τη ΝΔ πλευρά της Γραμμής Γουστάβου, φάνηκε να προβληματίζεται ως προς την ικανότητα της 94ης Γερμανικής Μεραρχίας Πεζικού να κρατήσει τη γραμμή άμυνας, δεδομένης της συντριπτικής αριθμητικής υπεροχής των Συμμάχων.
Ανταποκρινόμενος στην ανησυχία του υφισταμένου του, ο αρχιστράτηγος των γερμανικών δυνάμεων Ιταλίας στρατάρχης Άλμπερτ Κέσελρινγκ διέταξε την 29η και την 90η Τεθωρακισμένη Μεραρχία Γρεναδιέρων να βαδίσουν, από την περιοχή της Ρώμης, προς ενίσχυση των υπερασπιστών της Γραμμής Γουστάβου. Πράγματι, οι δύο προαναφερθείσες μεραρχίες έφθασαν στις 21 Ιανουαρίου και σταθεροποίησαν τις γερμανικές θέσεις στον νότο.
Η κυρίως επίθεση εκδηλώθηκε στις 20 Ιανουαρίου, τρεις ώρες μετά τη δύση του ηλίου. Το βάρος της επωμίστηκε η 36η Αμερικανική Μεραρχία, από το Τέξας.
Το τίμημα που κατέβαλαν οι άνδρες της για την ελλιπή προετοιμασία της επίθεσης ήταν βαρύτατο. Το εγχείρημα απέτυχε. Ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ως υπεύθυνο τον στρατηγό Κλαρκ, στον οποίο αποδίδουν έλλειψη πείρας. Άλλοι πάλι τον κρίνουν επιεικέστερα, υπενθυμίζοντας ότι ο Αμερικανός στρατηγός έφερε την ευθύνη αμφοτέρων των επιθέσεων: προς το Κασίνο και προς το Άντζιο.
Σημειωτέον ότι η μείζων αυτή επιλογή ανάγεται στον αρχιστράτηγο των συμμαχικών στρατευμάτων, Βρετανό στρατάρχη Αλεξάντερ, ο οποίος είχε προτιμήσει, επί τη βάσει ευλόγων στρατιωτικών επιχειρημάτων –και πρωτίστως εκείνου που αφορά στον συντονισμό– να αναθέσει την αρχιστρατηγία και των δύο μετώπων σε έναν και τον αυτό διοικητή.
Αντιστρόφως, ο Κέσελρινγκ επέλεξε να δημιουργήσει μία χωριστή στρατιά, την 14η Στρατιά υπό τον στρατηγό φον Μάκενσεν, για να διεξαγάγει τη μάχη στο Άντζιο, επιφορτίζοντας συγχρόνως με την άμυνα της Γραμμής Γουστάβου τον στρατηγό φον Φίτινγκχοφ και τη 10η Στρατιά.
Οι αμερικανικές δυνάμεις που επλήγησαν δεινώς κατά την πρώτη επίθεση αντικαταστάθηκαν από το νεοζηλανδικό Σώμα Στρατού (2η Νεοζηλανδική και 4η Ινδική Μεραρχία) της 8ης Βρετανικής Στρατιάς που πολεμούσε στο μέτωπο της Αδριατικής.
Το Νεοζηλανδικό Σώμα τελούσε υπό τη διοίκηση του στρατηγού Φράιμπεργκ (γνωστού ιδιαιτέρως στον Έλληνα αναγνώστη από την προηγούμενη συμμετοχή του ως διοικητή της Νεοζηλανδικής Μεραρχίας στη Μάχη της Κρήτης).
Η δεύτερη μάχη
Καθώς το 6ο Αμερικανικό Σώμα Στρατού παρέμενε σοβαρά απειλούμενο στο Άντζιο, αυξανόταν ολοένα και περισσότερο η πίεση προς τον Φράιμπεργκ να εξαπολύσει επίθεση εναντίον του Μόντε Κασίνο, ούτως ώστε να ανακουφίσει τις αγγλοαμερικανικές δυνάμεις στο Άντζιο.
Συνεπώς, και αυτή τη φορά η επίθεση άρχισε υπό χρονική πίεση και χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί απολύτως οι σχετικές προετοιμασίες. Η 4η Ινδική Μεραρχία επωμίστηκε το βαρύτατο έργο να διασχίσει το ορεινό αμυντικό συγκρότημα, μεταφέροντας άνδρες, ημιόνους και οπλισμό κατά μήκος επτά μιλίων και εκτεθειμένη στα πυρά του εχθρικού πυροβολικού (εξού και το όνομα «Κοιλάδα του Θανάτου»!).
Το Στρατηγείο του Σώματος Στρατού δεν εκτίμησε ορθώς τη δυσκολία του εγχειρήματος. Και έτσι, ο ταξίαρχος Ντιμολίν, διοικητής της 4ης Ινδικής Μεραρχίας, βρέθηκε αντιμέτωπος με τη θανάσιμη πρόκληση που αποτέλεσε για τους άνδρες του το Μόντε Κασίνο.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1944 άρχισε ευρείας κλίμακας βομβαρδισμός εναντίον των γερμανικών θέσεων. Την νύχτα, το 1ο Τάγμα του Βασιλικού Συντάγματος του Σάσεξ (ένα από τα αγγλικά στοιχεία της 4ης Ινδικής Μεραρχίας) προσέβαλε το σημείο 593, που εθεωρείτο κρίσιμης στρατιωτικής σημασίας. Η επιχείρηση απέτυχε, και ο λόχος του 1ου Τάγματος που τη διενήργησε έχασε το 50% των ανδρών του.
Την επομένη νύχτα, το Βασιλικό Σύνταγμα του Σάσεξ διατάχθηκε να επιτεθεί εκ νέου, αυτή την φορά με δύναμη τάγματος. Κάλυψη συμμαχικού πυροβολικού ήταν αδύνατη λόγω της γειτνιάσεως με τα φίλια στρατεύματα, εξαιτίας της περίπλοκης μορφολογίας του εδάφους. Η μεσονύκτια μάχη υπήρξε τραχύτατη.
Οι αντίπαλοι συνεπλάκησαν σώμα με σώμα. Οι βασιλικοί τυφεκιοφόροι του Σάσεξ επέδειξαν αξιοθαύμαστη ανδρεία.
Εξαιρετική ανδρεία, όμως, επέδειξαν οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι κατάφεραν τελικά να κρατήσουν τις γραμμές τους. Για μια ακόμη φορά οι απώλειες υπήρξαν βαρύτατες: μέσα σε δύο νύχτες, το Βασιλικό Σύνταγμα του Σάσεξ έχασε 12 από τους 15 αξιωματικούς του και 62 από τους 313 οπλίτες του, που έλαβαν μέρος στην επίθεση.
Την νύχτα της 17ης Φεβρουαρίου εξαπολύθηκε η κυρίως επίθεση. Οι Γκούργκας (1/2 και 1/9 Τάγματα) και οι λοιποί Ινδοί τυφεκιοφόροι ανέλαβαν το δύσκολο εγχείρημα της κατά μέτωπον επίθεσης εναντίον του μοναστηριού. Η συμμαχική ηγεσία ήλπιζε ότι οι σκληροτράχηλοι Γκούργκας, από τα Ιμαλάια, θα είχαν καλύτερη τύχη, αντιμετωπίζοντας το συγκεκριμένο ορεινό περιβάλλον, από όλους τους άλλους.
Εν τούτοις, παρά την τραχύτητα της μάχης και τον υψηλό φόρο αίματος, δεν σημειώθηκε καμία πρόοδος. Οι Γκούργκας έχασαν περίπου 250 άνδρες και οι λοιποί Ινδοί 196. Η επίθεση, ωστόσο, είχε αποτύχει και στις 18 Φεβρουαρίου ο στρατηγός Φράιμπεργκ και ο ταξίαρχος Ντιμολίν ανέστειλαν τις επιθέσεις κατά του λόφου επί του οποίου δέσποζε το μοναστήρι.
Από την άλλη πλευρά της συμμαχικής επίθεσης της 17ης Φεβρουαρίου, τα πράγματα φάνηκαν προς στιγμήν να εξελίσσονται πιο ευνοϊκά. Οι πολεμιστές Μαορί του 28ου Νεοζηλανδικού Τάγματος προσπάθησαν να διασχίσουν τον Ράπιντο και κατόρθωσαν να αποκτήσουν τον έλεγχο του σιδηροδρομικού σταθμού, στην κωμόπολη Κασίνο (η κωμόπολη είχε καταστραφεί ολοσχερώς από τους αγγλοαμερικανικούς βομβαρδισμούς ήδη πολύ προ των επιθέσεων κατά του Μόντε Κασίνο, και οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές είχαν κυριολεκτικά «τρυπώσει» στα ερείπιά της).
Η αξιοσημείωτη εκείνη τακτική επιτυχία των Μαορί έμεινε χωρίς συνέχεια. Ακάλυπτοι στο σημείο όπου βρίσκονταν, υφιστάμενοι τις διαρκείς βολές του γερμανικού πυροβολικού από το ύψωμα, οι ιθαγενείς της Νέας Ζηλανδίας δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους για πολύ. Το απόγευμα της 18ης Φεβρουαρίου διετάχθησαν να υποχωρήσουν προς τον ποταμό.
Η τρίτη μάχη
Η συμμαχική ηγεσία αντελήφθη ότι, ενόσω τουλάχιστον το χειμερινό κλίμα εξακολουθούσε, η εκπόρθηση του Κασίνο μέσω του Ράπιντο παρέμενε υπόθεση όχι μόνο άχαρη αλλά και τελείως εξωπραγματική.
Η κατά μέτωπον επίθεση στο ορεινό συγκρότημα είχε αποδειχθεί επιχείρηση πολύ υψηλού κόστους.
Αποφασίστηκε, λοιπόν, η διενέργεια δύο παραλλήλων επιθέσεων από βορρά, κατά μήκος του Ράπιντο: μία προς την κατεύθυνση της οχυρωμένης κωμόπολης Κασίνο και μία προς τον λόφο της μονής.
Η 78η Βρετανική Μεραρχία Πεζικού, αφιχθείσα περί τα τέλη Φεβρουαρίου και υπαχθείσα υπό το Νεοζηλανδικό Σώμα Στρατού, θα διέσχιζε τον Ράπιντο κάτωθεν του Κασίνο, για να προχωρήσει προς τη Ρώμη. Ουδείς εκ των Συμμάχων διοικητών μπορεί να ήταν ιδιαιτέρως ευτυχής με το σχέδιο, αλλά όλοι βάσιζαν τις ελπίδες τους στον προηγούμενο μαζικό και άνευ προηγουμένου βομβαρδισμό των γερμανικών θέσεων – και, βεβαίως, στη βελτίωση του καιρού.
Η τρίτη μάχη άρχισε τελικώς στις 15 Μαρτίου 1944. Τα βαρέα αμερικανικά βομβαρδιστικά έρριψαν περισσότερους από 1.000 τόνους βομβών! Ο βομβαρδισμός ξεκίνησε στις 8.30 π.μ. και διήρκεσε 3,5 ώρες.
Η επιτυχία του συμμαχικού σχεδίου τελούσε σε απόλυτη εξάρτηση από την εκμετάλλευση του πλεονεκτήματος του τρομακτικού βομβαρδισμού, που αναμενόταν να σαρώσει τη γερμανική άμυνα αλλά και να συντρίψει το ηθικό των Γερμανών στρατιωτών.
Ωστόσο, για μια ακόμα φορά οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές αντέστησαν επιτυχώς και δικαίωσαν τον σεβασμό και θαυμασμό που ομολόγησε ότι έτρεφε απέναντί τους ο Άγγλος Στρατάρχης Αλεξάντερ!
Ορισμένες μικρές επιτυχίες σημειώθηκαν, πάντως, από πλευράς επιτιθεμένων. Οι Νεοζηλανδοί (2α Νεοζηλανδική Μεραρχία υπό τον στρατηγό Κιπενμπέργκερ), οι οποίοι, όπως και οι Αυστραλοί, έφεραν επίσης τη φήμη καλών πολεμιστών, κατέλαβαν τον λόφο του Φρουρίου και το σημείο 165, ενώ στοιχεία της 4ης Ινδικής Μεραρχίας κατόρθωσαν να προσβάλουν το σημείο 236 και, εκείθεν, το σημείο 435.
Δυστυχώς, όμως, για τους επιτιθεμένους, άρχισε και πάλι να βρέχει, γεγονός το οποίο δυσχέρανε ουσιωδώς την επίθεση.
Η 19η ήταν η ημέρα που επελέγη για τη διενέργεια του αποφασιστικού πλήγματος εναντίον της πόλεως και του μοναστηριού. Ωστόσο, μία αιφνιδιαστική όσο και αριστοτεχνική αντεπίθεση στοιχείων της 1ης Γερμανικής Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών, από την περιοχή του μοναστηριού προς τον λόφο του Φρουρίου, σάρωσε τις αντίπαλες δυνάμεις και εκμηδένισε κάθε δυνατότητα επίθεσης κατά του μοναστηριού.
Συγχρόνως, εντός της πόλεως, τα στοιχεία των επιτιθεμένων που είχαν επιτύχει να διεισδύσουν δέχονταν ισχυρότατη πίεση και η πρωτοβουλία περνούσε ξανά στα χέρια των Γερμανών. Έτσι, στις 29 Φεβρουαρίου ο Φράιμπεργκ διέταξε την παύση της επιθέσεως.
Η τελική μάχη «Επιχείρηση Διάδημα»
Ως γνωστόν, η στρατηγική του Αλεξάντερ συνίστατο στο να εξαναγκάσει τον αντίπαλο εχθρό να δεσμεύσει τον μεγαλύτερο αριθμό μεραρχιών στην Ιταλία κατά τη διάρκεια που θα επιχειρούνταν η διάβαση του διαύλου της Μάγχης και η εισβολή στη Νορμανδία. Τώρα, οι συνθήκες του επέτρεπαν να προχωρήσει στην επίτευξη των σχεδίων του. Η 8η Βρετανική Στρατιά, τελούσα υπό τη διοίκηση του αντιστράτηγου Όλιβερ Λιζ, ανέβαινε την ιταλική «μπότα» κατά μήκος της Αδριατικής και προβλεπόταν να ενωθεί με την 5η Αμερικανική Στρατιά, ούτως ώστε να επιτεθούν συνδυασμένα, κατά μήκος ενός μετώπου είκοσι μιλίων, μεταξύ Μόντε Κασίνο και θαλάσσης.
Η 5η Στρατιά (2ο Αμερικανικό Σώμα Στρατού και Γαλλικό Εκστρατευτικό Σώμα) θα χτυπούσαν στα αριστερά και η 8η Στρατιά (13ο Βρετανικό Σώμα Στρατού και 2ο Πολωνικό Σώμα Στρατού) στα δεξιά. Εξάλλου, με την άφιξη της ανοίξεως, οι συνθήκες καιρού και εδάφους θα βελτιώνονταν ουσιαστικά, διευκολύνοντας κατά πολύ την ανάληψη μεγάλης επιθετικής ενέργειας.
Η «Επιχείρηση Διάδημα» προέβλεπε ότι το 2ο Αμερικανικό Σώμα Στρατού, εξ αριστερών, θα διενεργούσε επίθεση κατά μήκος της ιταλικής εθνικής οδού 7, με κατεύθυνση τη Ρώμη. Το Γαλλικό Εκστρατευτικό Σώμα, εκ δεξιών, θα διενεργούσε επίθεση μέσω της οροσειράς Αουρούντσι, που σχημάτιζε ένα φυσικό φράγμα μεταξύ της ακτής και της κοιλάδας του Λίρι. Το 13ο Βρετανικό Σώμα, στην κεντροδεξιά πλευρά του μετώπου, θα επετίθετο κατά μήκος της κοιλάδας του Λίρι, ενώ στα δεξιά θα επετίθετο το 2ο Πολωνικό Σώμα Στρατού.
Η τέταρτη –και τελική– συμμαχική επίθεση κατά του οχυρού άρχισε στις 12 Μαΐου 1944. Ο κύριος όγκος των συμμαχικών δυνάμεων επιχείρησε την παράκαμψη του ορεινού συγκροτήματος εκ δεξιών και εξ αριστερών, ενώ το 2ο Πολωνικό Σώμα Στρατού, υπό τον στρατηγό Βλάντισλαβ Άντερς, επωμίστηκε το βαρύτατο καθήκον της κατά μέτωπον επιθέσεως εναντίον του μοναστηριού. Οι Πολωνοί πολέμησαν με εξαιρετικό ηρωισμό.
Διενήργησαν επανειλημμένες επιθέσεις και υπέστησαν βαρύτατες απώλειες. Ανάλογο σθένος και μαχητικό φρόνημα, όμως, επέδειξαν οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές, αμυνόμενοι σθεναρώς των θέσεών τους.
Παρά ταύτα, η διάρρηξη της Γραμμής Γουστάβου είχε συντελεστεί – στον τομέα ενεργείας του Γαλλικού Εκστρατευτικού Σώματος. Το Γαλλικό Εκστρατευτικό Σώμα συναπάρτιζαν η 2α Μαροκινή Μεραρχία Πεζικού, η 3η Αλγερινή Μεραρχία Πεζικού και η 4η Μαροκινή Ορεινή Μεραρχία καθώς και η 1η Μεραρχία Ελευθέρων Γάλλων, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Αλφόνσου Ζουέν.
Οι επίφοβοι Μαροκινοί πολεμιστές («Γκουμ») κατάφεραν να παρακάμψουν το Μόντε Κασίνο, ανοίγοντας τον δρόμο για την κοιλάδα του Λίρι. Οι υπερασπιστές του Μόντε Κασίνο διέτρεχαν, πλέον, φανερά τον κίνδυνο αποκοπής τους. Υπό το φως της δυσμενούς αυτής έκβασης, ο στρατάρχης Κέσελρινγκ διέταξε στις 17 Μαΐου 1944 την 1η Μεραρχία αλεξιπτωτιστών να εγκαταλείψει τις θέσεις της, προκειμένου να αποφύγει το χειρότερο.
Έτσι, όταν την επομένη, 18 Μαΐου, οι Πολωνοί στρατιώτες, οι πρώτοι από τους Συμμάχους που πάτησαν το βουνό, εισήλθαν στο μοναστήρι –ή, μάλλον, στα ερείπια– δεν συνάντησαν καμία αντίσταση, αφού οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές είχαν ήδη αποχωρήσει. Προηγουμένως –επί τέσσερις μήνες– είχαν επιδείξει σθεναρή αντίσταση κερδίζοντας τον σεβασμό των αντιπάλων τους.
Η καταστροφή του ιστορικού μοναστηριού
Επάνω από την κωμόπολη Κασίνο αλλά και τη γύρω περιοχή δέσποζε επιβλητικό, στην κορυφή του βουνού, σε υψόμετρο 1.100 μέτρων, το παλαιό μεσαιωνικό μοναστήρι των Βενεδικτίνων μοναχών, ηλικίας 1.300 ετών, λαμπρό μνημείο του ευρωπαϊκού και χριστιανικού πολιτισμού, απαράμιλλης αρχιτεκτονικής αξίας. Στις βιβλιοθήκες του φύλασσε θησαυρούς ομοίως ανεκτίμητης αξίας.
Το ιστορικό μοναστήρι στο Μόντε Κασίνο, αφιερωμένο στον Ιωάννη τον Βαπτιστή, είχε ιδρύσει το έτος 524, στα ερείπια αρχαίου ναού του Απόλλωνα, ο Άγιος Βενέδικτος, ιδρυτής του ομωνύμου μοναστικού τάγματος αλλά και πατέρας του δυτικού ευρωπαϊκού μοναστικού βίου. Ο περίφημος «Κανών των Βενεδικτίνων» έγινε το δόγμα επί του οποίου θεμελιώθηκε ο δυτικός μοναχισμός.
Εξαιτίας της σπουδαιότατης γεωγραφικής θέσεώς του και, συνεπώς, της γεωστρατηγικής σημασίας του, το μοναστήρι υπέφερε συχνά στο διάβα των αιώνων, αλλά κατάφερε να επιζήσει. Τα προβλήματα άρχισαν ήδη ενόσω ζούσε ακόμη ο Βενέδικτος, ο οποίος, όμως, φαίνεται ότι διέθετε, συν τοις άλλοις, και άριστες διπλωματικές ικανότητες, όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι τον επισκέφθηκε στο Μόντε Κασίνο ο ίδιος ο βασιλιάς των Οστρογότθων Τωτίλας, το 580.
Λίγο αργότερα, ωστόσο, το 584, οι Λομβαρδοί σύλησαν το μοναστήρι, ενώ οι μοναχοί αναγκάστηκαν να αναζητήσουν σωτηρία στη Ρώμη. Νέα περίοδος ακμής εγκαινιάστηκε το 718, όταν βρισκόταν μεταξύ των μοναχών και ο υιός του Καρόλου Μαρτέλου, του μεγάλου εκείνου στρατιωτικού που υπερασπίστηκε επιτυχώς την Ευρώπη εναντίον της αραβικής εισβολής (Μάχη του Πουατιέ, 732) και απέτρεψε τότε τον κίνδυνο εξισλαμισμού της Γηραιάς Ηπείρου (ο οποίος την απειλεί εκ νέου, σήμερα, υπό άλλη μορφή – αλλά αυτό είναι μία άλλη θλιβερή ιστορία!).
Το 744, χάρη στη δωρεά του Γισούλφου Β΄, άρχοντα του Μπενεβέντουμ, ιδρύθηκε η «Γη του Αγίου Βενεδίκτου» (Terra Sancti Benedicti), και έτσι το μοναστήρι απέκτησε κοσμική περιουσία και εξουσία, καθιστάμενο σταδιακά η πρωτεύουσα ενός σημαντικού κρατιδίου που αποτελούσε γεωπολιτικό κόμβο μεταξύ των μεσαιωνικών λομβαρδικών κτήσεων, αφενός, και των ελληνικών (βυζαντινών) πόλεων-κρατών της παράκτιας Ιταλίας (Νεάπολη, Αμάλφη, Γαίτη).
Κατά την εποχή της εξάπλωσης της ισλαμικής λαίλαπας, που σάρωνε τα πάντα στην τότε γνωστή οικουμένη διά του ξίφους, εν ονόματι του Αλλάχ και του Προφήτη, το ακμάζον εκείνο μοναστικό κράτος επλήγη από τις επιδρομές των Σαρακηνών, συλήθηκε και κάηκε (883). Νέα φάση ακμής έμελλε να ανατείλει τον 11ο αιώνα. Την περίοδο 1058-1087, ο εξαιρετικά καλλιεργημένος αββάς Έρασμος (Desiderius), ο μετέπειτα Πάπας Βίκτωρ Γ΄, συνέβαλε ώστε η μονή να καταστεί φημισμένη σε ολόκληρη την Ευρώπη για τη βιβλιοθήκη της, τα χειρόγραφα που παρήγε στο εργαστήρι της αλλά και την ονομαστή σχολή της για τους διακοσμητές των χειρογράφων και βιβλίων (μία από τις πιο θαυμαστές μεσαιωνικές τέχνες ήταν και η τέχνη της μικρογραφίας, ο στολισμός των σελίδων με πάσης φύσεως και χρώματος παραστάσεις, και τα εργαστήρια των μονών συναγωνίζονταν, φυσικά, ποιο θα επιτύχει την καλύτερη και ομορφότερη επίδοση).
Συγχρόνως, επεδείχθη μέριμνα για την αρχιτεκτονική αναπαλαίωση της μονής, με καλούς Έλληνες τεχνίτες από την Αμάλφη αλλά και από τη Βασιλεύουσα ακόμη. Ο Πάπας Αλέξανδρος Β΄ εγκαινίασε το ανακαινισμένο, περίλαμπρο, αββαείο της μονής εν έτει 1071 – κατά τραγική ειρωνεία της Ιστορίας, τη χρονιά ακριβώς που η σοβαρή ήττα του ηρωικού αυτοκράτορα Ρωμανού Δ΄ Διογένη στο Ματζικέρτ της Αρμενίας από τους Σελτζούκους Τούρκους (κατόπιν αισχρής προδοσίας του πολιτικού κατεστημένου και των στρατιωτικών υπαλλήλων του) άνοιγε την πύλη της Μικράς Ασίας στους καταστροφείς του χριστιανικού πολιτισμού της Ανατολής!
Νέα δοκιμασία ανέμενε το μοναστήρι του Μόντε Κασίνο (καθεδρικός ναός από το 1321, δυνάμει εδίκτου του Πάπα Ιωάννη ΧΧΙΙ) την εποχή της ναπολεόντειας λαίλαπας, της οποίας υπήρξε θύμα το 1799. Τέλος, το 1866, προϊούσης της ιταλικής ενοποιήσεως και σε συμφωνία με την κυβερνητική απόφαση περί διαλύσεως των μονών, στο πλαίσιο της διαμάχης τότε μεταξύ Βατικανού και νεοπαγούς ιταλικού κράτους, το Μόντε Κασίνο μετατράπηκε σε εθνικό μνημείο.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και συγκεκριμένα κατά την αγγλοαμερικανική απόβαση στην Ιταλία (1943) και την επακολουθήσασα προέλαση προς την Ρώμη, ο αρχιστράτηγος των γερμανικών στρατευμάτων Ιταλίας, στρατάρχης Κέσελρινγκ, σεβόμενος την τεράστια ιστορική σημασία του μοναστηριού, αληθινού πολιτιστικού μνημείου της Ευρώπης, είχε απαγορεύσει ρητώς την οχύρωσή του και την εν γένει στρατιωτική αξιοποίησή του.
Στα επίλεκτα τμήματα της 1ης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών, που είχαν αποστολή να κρατήσουν το Μόντε Κασίνο, είχε αυστηρώς απαγορευτεί να προσεγγίσουν το μοναστικό συγκρότημα σε ακτίνα μικρότερη των 300 μέτρων. Ο στρατιωτικός διοικητής, στρατηγός φον Σένγκερ, ακολούθησε πιστά τις διαταγές του στρατάρχη. Περαιτέρω, ο Κέσελρινγκ είχε εγκαίρως ειδοποιήσει τον αντίπαλό του για την πρόθεσή του να προστατευτεί το μοναστήρι και να παραμείνει αλώβητο από τις εχθροπραξίες.
Ωστόσο, οι Αγγλοαμερικανοί βομβάρδισαν και κατέστρεψαν ολοσχερώς το μοναστήρι, γεγονός το οποίο, αναμφιβόλως, υπήρξε έγκλημα εις βάρος του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Έτσι, στις 15 Φεβρουαρίου 1944, συνολική δύναμη 229 αμερικανικών βομβαρδιστικών τύπου «Β-17» και «Β-26», του 12ου και του 15ου Αεροπορικού Στόλου, πραγματοποίησαν δύο κύματα επιθέσεων, ρίπτοντας συνολικά 435 τόνους βομβών στο αρχαίο μοναστήρι. Εντός τριών ωρών όλα είχαν γίνει στάχτη. Εγράφη ότι ποτέ άλλοτε δεν έπεσαν τόσες πολλές βόμβες σε ένα συγκεκριμένο, γεωγραφικώς περιορισμένο, σημείο! Μόνον η υπόγεια κρύπτη γλίτωσε την καταστροφή.
Σημειωτέον δε ότι στο μοναστήρι είχαν καταφύγει, πέραν των εκεί διαβιούντων μοναχών, και 800 περίπου άμαχοι, αναζητώντας προστασία από τις εχθροπραξίες. Περίπου 250 εξ αυτών βρήκαν τραγικό θάνατο κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών.
Ένας σπάνιος θησαυρός της ευρωπαϊκής και χριστιανικής πολιτιστικής κληρονομιάς είχε χαθεί αμετακλήτως. Μικρό μόνον τμήμα διασώθηκε, και αυτό επειδή, ευτυχώς, ο αντισυνταγματάρχης Γιούλιους Σλέγκελ, ένας αξιωματικός της Τεθωρακισμένης Μεραρχίας «Χέρμαν Γκέριγκ», είχε μεριμνήσει εγκαίρως, προ της ενάρξεως των επιθέσεων, για τη μεταφορά περίπου 1.200 ιστορικών βιβλίων και χειρογράφων από την ανεκτίμητη μεσαιωνική κληρονομιά του μοναστηριού, καθώς και άλλων έργων τέχνης, στο Βατικανό.
Την αριστοτεχνική επιχείρηση αποσπάσματος της εν λόγω μεραρχίας διηύθυνε ο Βιεννέζος αξιωματικός μαζί με τον λοχαγό Μαξιμίλιαν Μπέκερ.
Το κατεστραμμένο μοναστήρι χτίστηκε εκ θεμελίων μετά τον πόλεμο, με τη μέριμνα της ιταλικής κυβερνήσεως, και καθαγιάσθηκε από τον αείμνηστο Πάπα Παύλο ΣΤ΄ το 1964.
Εγκλήματα πολέμου – μαζικοί βιασμοί
Εκτός της καταστροφής του θαυμαστού μεσαιωνικού μοναστηριού, που συγκαταλέγεται στα εγκλήματα πολέμου τα διαπραχθέντα υπό των Αγγλοαμερικανών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μελανή κηλίδα στην ιστορία εκείνης της νέας «Μάχης των Εθνών» ήταν τα εγκλήματα πολέμου (μαζικοί βιασμοί και δολοφονίες) εις βάρος αμάχων γυναικών, αλλά και νέων ανδρών, που διέπραξαν οι Αλγερινοί και Μαροκινοί στρατιώτες του Γαλλικού Εκστρατευτικού Σώματος στην περιοχή Ciociaria, στην κοιλάδα Λίρι.
Οι «Γκουμιέ» («Goumiers»), όπως ονομάζονταν οι μουσουλμάνοι από την Β. Αφρική, ιδίως δε οι τρομεροί «Goums Marocains», που συναπάρτιζαν μία μεραρχία υπό την διοίκηση του Γάλλου στρατηγού Αυγουστίνου Γκιγιόμ, βοήθησαν ουσιαστικά το 13ο Βρετανικό Σώμα Στρατού, κατορθώνοντας να διαβούν ένα θεωρούμενο ως αδιάβατο πέρασμα και να σπάσουν, έτσι, την αμυντική γραμμή των Γερμανών.
Όταν ξεχύθηκαν στην κοιλάδα και στα γύρω χωριά, επέπεσαν στις γυναίκες, σαν άλλοι Ούννοι ή Τούρκοι βάρβαροι, σκορπώντας τρόμο, ατίμωση και θάνατο.
Ο κοινοτάρχης της Εσπερίας, στην επαρχία Φροζινόνε, ανέφερε ότι, επί συνόλου 2.500 αμάχων, 700 γυναίκες υπήρξαν θύματα επανειλημμένου βιασμού, ορισμένες δε εξ αυτών υπέκυψαν στα τραύματά τους. «Marocchinate» (αυτοί που «μαροκινοποιήθηκαν») αποκαλούνταν έκτοτε στην τοπική κοινωνία οι γυναίκες που υπέστησαν αυτόν τον εξευτελισμό.
Ούτε καν τα μέλη των τοπικών αντιφασιστικών οργανώσεων δεν γλίτωσαν – προφανώς, τέτοια διάκριση ήταν εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση για τους… μουσουλμάνους υπερασπιστές του δυτικού πολιτισμού! Άλλωστε, τα ίδια έκτροπα συνέβησαν, αργότερα, και στη Στουτγάρδη από τους Σενεγαλέζους του Γαλλικού Στρατού.
Εκτεταμένες σκηνές φρίκης επανελήφθησαν σε όλη την περιοχή, μετά τη συνθηκολόγηση των Γερμανών, από το Βόρειο Λάτιο έως τη Νότια Τοσκάνη. Οι Μαροκινοί προέβησαν σε μαζικούς βιασμούς, αλλά και δολοφονίες, γυναικών και νεαρών ανδρών. Και να σκεφθεί κανείς ότι η Ιταλία είχε μεταστραφεί υπέρ των Συμμάχων από το φθινόπωρο του 1943!
Από τα φρικτά εκείνα εγκλήματα πολέμου των Συμμάχων (και των αποικιακών δορυφόρων τους) άντλησε την έμπνευσή του ο Βιτόριο ντε Σίκα, για να σκηνοθετήσει την περίφημη ταινία «La Ciociara» (ή, στα αγγλικά, «Two Women»), μία από τις κλασικές ταινίες του ιταλικού και ευρωπαϊκού κινηματογράφου – και της Σοφίας Λόρεν.
Ο διάσημος σκηνοθέτης βασίστηκε σε μια νουβέλα του Αλμπέρτο Μοράβια, που περιγράφει ακριβώς την μοίρα μιας Ιταλίδας και της 13χρονης κόρης της, που βιάστηκαν μαζικά και κτηνωδώς, μαζί με άλλες γυναίκες και παιδιά, μέσα στην εκκλησία όπου είχαν καταφύγει, από Μαροκινούς στρατιώτες του Γαλλικού Στρατού.
Η ταινία εκείνη, του 1961, έκανε πάταγο στην Ιταλία αλλά και στη Δύση, καθώς έθιξε το θέμα-ταμπού των θηριωδιών που διέπραξαν οι νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Σοφία Λόρεν τιμήθηκε με το Βραβείο Καλύτερου Γυναικείου Ρόλου (Academy Award for Best Actress).
Προσφάτως, εξάλλου, ο γαλλικός τηλεοπτικός σταθμός «France 3», σε πολύκροτη τριήμερη σειρά-ντοκουμέντο των Αλέν Μορό και Πατρίκ Καμπουά, υπό τον εύγλωττο τίτλο «Το κρυμμένο πρόσωπο των ελευθερωτών» («La face cachée des libérateurs»), παρουσίασε το επί μισόν αιώνα θαμμένο ζήτημα «ταμπού» των μαζικών σεξουαλικών εγκλημάτων που διέπραξαν οι μονάδες Αφροαμερικανών του Αμερικανικού Στρατού κατά την απόβαση και προέλαση στην Γαλλία.
Η Ιστορία εξακολουθεί να παραμένει –κατά μέγα μέρος, τουλάχιστον– η Ιστορία των νικητών…