Γεννημένος στη Μικρά Ασία, ο Μπαζίλ Ζαχάροφ ή Βασίλειος Ζαχαρίου εφοδίασε λαθραία με πυρομαχικά το θωρηκτό «Αβέρωφ» που το 1912-13 συμμετείχε στις επιχειρήσεις απελευθέρωσης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Το όνομά του σήμερα έχει σχεδόν ξεχαστεί…
Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για ένα πρόσωπο που επηρέασε τις εξελίξεις της εποχής χάρη στην αμύθητη περιουσία του και τη δραστηριοποίησή του στο εμπόριο όπλων, ενώ ο πατριωτισμός του ήταν αμφισβητήσιμος, αφού εξόπλιζε και την Ελλάδα και την Τουρκία. Η ιστορία της ζωής του Μπαζίλ Ζαχάροφ μοιάζει βγαλμένη από μυθιστόρημα.
Ο Μπαζίλ Ζαχάροφ ξεκίνησε ουσιαστικά την καριέρα του αναλαμβάνοντας την αντιπροσωπεία της σουηδικής πολεμικής βιομηχανίας Νόρντενφελτ για τα Βαλκάνια, κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου. Όταν αργότερα η σουηδική εταιρεία συγχωνεύτηκε με την Maxime και μετά εξαγοράστηκε από την Vickers, ο Ζαχάροφ έγινε ο μεγαλύτερος προμηθευτής των Βαλκανίων σε πολυβόλα, ένα νέο όπλο που θα άλλαζε εντελώς τη μέχρι τότε φιλοσοφία της μάχης σε επίπεδο ομάδας.
Ως βασικός μέτοχος της Vickers, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο απέκτησε αμύθητη περιουσία από τις πωλήσεις όπλων, καθώς επίσης και από άλλες μικρότερες συγκρούσεις, όπως ο ισπανοαμερικανικός πόλεμος του 1898 ή αυτός των Μπόερς στη Ν. Αφρική. Ακολούθησαν οι «μπίζνες» με τα πετρέλαια της Μ. Ανατολής και τα καζίνο του Μόντε Κάρλο με τα οποία ασχολούνταν μέχρι και το θάνατό του το 1936.
Ο Ζαχάροφ υπήρξε μια προσωπικότητα αμφιλεγόμενη. Πέρα από τις δωρεές, τις υποτροφίες και τη συμβολή του στο Ινστιτούτο Παστέρ, η σχέση του με την Ελλάδα καθώς και ο ρόλος του στις πολεμικές περιπέτειες της χώρας υπήρξε καθοριστικός. Πολλά έχουν ειπωθεί από τότε που πούλησε τα πρώτα υποβρύχια και στην Ελλάδα και στην Τουρκία:
«Λέγουν ότι η αποτυχία της Μικρασιατικής εκστρατείας εστοίχισεν εις τον Ζαχάρωφ το ήμισυ της περιουσίας του. Τούτο είναι ασφαλώς υπερβολικόν. Πάντως η ζημία, έστω και αν πρόκειται για την περιουσία ενός Ζαχάρωφ, υπήρξε σημαντική. Είχε προμηθεύσει όπλα και πυρομαχικά επί πιστώσει, είχε δανείσει χρήματα…» αναφέρει μια βιογραφία του που εκδόθηκε το 1928.
Ας πάρουμε όμως την ιστορία από την αρχή…
Τα νεανικά χρόνια
Ο σερ Μπαζίλ Ζαχάροφ γεννήθηκε στα Μούγλα, μια ασήμαντη κωμόπολη της Μικράς Ασίας. Στο ληξιαρχικό βιβλίο της κοινότητας αναφέρεται ότι ο Ζαχαρίας Ζαχάροφ του Βασιλείου και της Ελένης γεννήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 1849 και βαφτίστηκε στις 8 Οκτωβρίου 1849 σύμφωνα με την εθιμοτυπία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η εγγραφή αυτή θα μπορούσε να αφορά σε οποιονδήποτε Έλληνα Μικρασιάτη και τίποτε δεν προμήνυε ότι αυτό το νεογέννητο θα έφτανε κάποτε να ρυθμίζει τις τύχες του κόσμου.
Οι Ζαχάροφ ήταν μια ανήσυχη οικογένεια. Στην πραγματικότητα, η καταγωγή τους ήταν από την Κωνσταντινούπολη. Κατά τους φοβερούς διωγμούς των Ελλήνων από τους Τούρκους που ακολούθησαν την Επανάσταση του 1821, η οικογένεια Ζαχαρίου, όπως ονομάζονταν τότε, αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Οδησσό της Ρωσίας.
Όμως κι εκεί τα πράγματα ήταν δύσκολα για τους Έλληνες πρόσφυγες. Η οικογένεια αναγκάζεται να αλλάξει το όνομά της σε Ζαχάροφ, για να περνάει όσο το δυνατόν πιο απαρατήρητη.
Όταν ο διωγμός σταμάτησε, οι Ζαχάροφ επέστρεψαν για λίγο στην Κωνσταντινούπολη και μετά αποφάσισαν να εγκατασταθούν στα Μούγλα.
Αργότερα, η ολιγόχρονη παραμονή της οικογένειας στη Ρωσία και η μεγαλοπρεπής ρωσική κατάληξη του ονόματος (μάλιστα το έγραφαν με δύο «φ») έδωσε τροφή σε φήμες που ήθελαν τον Ζαχάροφ να κατάγεται από τη Ρωσία. Αυτό όμως δεν ευσταθεί.
Οι Ζαχάροφ ήταν και παρέμειναν Έλληνες.
Ο πατέρας Ζαχάροφ δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος. Ως υφασματέμπορος είχε ταξιδέψει σε ολόκληρη την Ευρώπη, είχε επισκεφθεί τα εργοστάσιά της, είχε κατανοήσει τη σημασία της εκβιομηχάνισης της παραγωγής, είχε δει από κοντά το τεχνολογικό θαύμα εκείνης της εποχής, τον σιδηρόδρομο. Καταριόταν την τύχη του που τον έριξε στα ασήμαντα Μούγλα, και το μόνο που σκεφτόταν ήταν πώς θα επέστρεφε στην Κωνσταντινούπολη.
Έτσι, με την πρώτη ευκαιρία η οικογένεια έφυγε για την Πόλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Μπαζίλ Ζαχάροφ αποσιωπούσε σε όλη του τη ζωή ότι είχε γεννηθεί στα Μούγλα και δήλωνε Κωνσταντινουπολίτης. Μάλιστα έκανε και μεγάλες δωρεές στη συνοικία απ’ όπου «καταγόταν» η οικογένειά του.
Ο μικρός Ζαχαρίας ή Μπαζίλ –όπως έγινε γνωστός αργότερα– χάρη στην επιμονή του πατέρα του έλαβε πολύ καλή μόρφωση. Κατά την εφηβεία του, ο αδελφός της μητέρας του τον πήρε οικότροφο. Στο σχολείο θεωρούνταν από τους καλύτερους και ευφυέστερους μαθητές. Όμως και πάλι τα χρήματα δεν επαρκούσαν για τη μόρφωση του νεαρού και, όπως συνηθιζόταν τότε, τα έξοδά του ανέλαβε ένας εύπορος Φαναριώτης, ο Ηφαιστίδης.
Ο Ζαχάροφ εγγράφεται στην Αγγλική Σχολή, κορυφαίο εκπαιδευτικό ίδρυμα εκείνη την εποχή.
Όμως, όταν ο πατέρας του χάνει όλη την περιουσία του εξαιτίας ατυχών επιχειρηματικών κινήσεων, ο νεαρός εγκαταλείπει τις σπουδές του και προσπαθεί να εργαστεί ως σαράφης και στη συνέχεια ως πυροσβέστης. Κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να κερδίζει χρήματα από τους περιηγητές που επισκέπτονται την Κωνσταντινούπολη. Έτσι, αρχίζει να κάνει τον διερμηνέα και τον ξεναγό.
Αυτή είναι και η εποχή που ο Ζαχάροφ αντιλαμβάνεται ότι οι πραγματικές εξελίξεις συμβαίνουν στη Δύση. Με μια ευχέρεια που εντυπωσιάζει, σε λίγα χρόνια ο νεαρός μαθαίνει σχεδόν όλες τις γλώσσες της Βαλκανικής, καθώς επίσης και την αγγλική και τη γαλλική.
Οι πρώτες φήμες
Η ζωή του όμως άρχισε πραγματικά να αλλάζει, όταν ο θείος του, ο εύπορος υφασματέμπορος Σεβαστόπουλος, του προσέφερε εργασία στις επιχειρήσεις του, και μάλιστα σε μια εποχή που οι δουλειές δεν πήγαιναν και τόσο καλά επειδή είχε αρρωστήσει. Λόγω της εμπορικής ευφυΐας και του δυναμισμού που χαρακτήριζε τον εικοσάχρονο πλέον Ζαχάροφ, η επιχείρηση άρχιζε να παρουσιάζει πάλι σημαντικά κέρδη.
Όλα πήγαιναν καλά ώσπου ένα θλιβερό συμβάν έδωσε απότομο τέλος στις σχέσεις με τον θείο του και ταυτόχρονα στην εμπορική σταδιοδρομία του. Αυτό είναι και το πρώτο μελανό σημείο στην ταραχώδη ζωή του Ζαχάροφ. Όπως άλλωστε αναφέρει ο βιογράφος του, Ριχάρδος Λέβινσον: «Σπανίως οι πτωχοί μεν, αλλά με εξαιρετική ευφυΐα προικισμένοι νέοι ανέρχονται τας βαθμίδας του πλούτου και της δυνάμεως εντελώς άσπιλοι και ανεπίληπτοι…».
Τα όσα συνέβησαν τότε, παραλίγο να καταστρέψουν τον Μπαζίλ Ζαχάροφ, ρίχνοντάς τον στην αφάνεια και παραλίγο και στα κάτεργα. Εδώ έχουν τη ρίζα τους και οι πρώτες σκοτεινές φήμες που θα ακολουθούσαν την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Ζαχάροφ, όχι μόνο σε όλη του τη ζωή, αλλά και μετά το θάνατό του – μέχρι και σήμερα. Το τι πραγματικά συνέβη ίσως οι μόνοι που μπορούν να το διαλευκάνουν να είναι οι εξειδικευμένοι ιστορικοί ερευνητές. Εμείς θα περιοριστούμε στην εξιστόρηση των γεγονότων από τον ίδιο τον Ζαχάροφ, σε μια επιστολή που απηύθυνε σε έναν άνθρωπο που αργότερα θα γινόταν πρωθυπουργός της Ελλάδας, τον Στέφανο Σκουλούδη.
Γράφει λοιπόν ο Μπαζίλ Ζαχάροφ:
«Ένας θείος μου εκ μητρός με είχε πάρει κοντά του εις την εργασία του. Ήταν άνθρωπος ασθενούς κράσεως και οι συχνές αρρώστιες του είχαν επηρεάσει την εμπορική δραστηριότητά του. Προσπάθησα να τον αντικαταστήσω και να υπερασπιστώ τα συμφέροντά του όπως μπορούσα. Εργαζόμουν με πολύ ζήλο και κατόρθωσα σύντομα να αντιληφθώ το πνεύμα της εργασίας του και να τον αντικαθιστώ με επιτυχία.
»Η εργασία μου ωφέλησε υπερβολικά την επιχείρηση. Στο τέλος του πρώτου έτους παρουσίασα ισολογισμό με αρκετά σημαντικά κέρδη. Ο θείος μου ανεγνώρισε τις υπηρεσίες μου, επαίνεσε τη δραστηριότητά μου και το επιχειρηματικό πνεύμα μου και μου ανέθεσε την εμπορική διεύθυνση των εργασιών του. Πέρασε και άλλος ένας χρόνος. Ο ισολογισμός παρουσίασε περισσότερα κέρδη. Ο θείος μου τότε μου έγραψε μια επιστολή, με ευχαρίστησε θερμότατα για τις υπηρεσίες μου και μ’ έκανε συνεταίρο του.
Στο εξής θα είχα δικαιώματα στα κέρδη, σε ένα ορισμένο ποσοστό. Μετά από μερικούς μήνες, περίμενα να μου δώσει ένα μέρος από τα ποσοστά μου. Οι ελπίδες μου όμως διαψεύστηκαν. Δεν πήρα τίποτε. Στο τέλος του τρίτου έτους του ζήτησα πάλι να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και να μου μετρήσει τα ποσοστά μου. Εκείνος αρνήθηκε και πάλι, παραβιάζοντας έτσι την έγγραφη συμφωνία μας. Δεν εννοούσε να κρατήσει την υπόσχεσή του.
»Υπό αυτές τις συνθήκες ήταν αδύνατον να εξακολουθήσω να εργάζομαι γι’ αυτόν. Αποφάσισα να φύγω από την εργασία του. Θεώρησα τότε ορθό και δίκαιο να κρατήσω από το ταμείο το ποσό, το οποίο μου όφειλε, αφού ήμουν συνεταίρος του. Και το έπραξα αμέσως. Λογάριασα ακριβώς πόσα είχα να πάρω, επήρα το ποσό από το χρηματοκιβώτιο και αναχώρησα για την Αγγλία με σκοπό να εργαστώ για δικό μου λογαριασμό. Προηγουμένως όμως φρόντισα να ειδοποιήσω το θείο μου. Του έγραψα ότι έφευγα από την εργασία του επειδή δεν τήρησε τον λόγο του απέναντί μου και ότι είχα κρατήσει όσα μου ανήκαν από το κοινό μας ταμείο.
»Μόλις ο θείος μου έλαβε το γράμμα κατελήφθη από παράφορη οργή. Γνώριζε φυσικά ότι η εργασία του είχε προοδεύσει χάρη σε εμένα και ότι η αποχώρησή μου θα ζημίωνε την επιχείρηση.
»Και θέλησε να με εκδικηθεί. Με κατήγγειλε και επειδή εν τω μεταξύ είχα φύγει εις το Λονδίνο με κατεδίωξε διά της αγγλικής αστυνομίας. Δεν τσιγκουνεύτηκε τα χρήματα για να με κάνει να αισθανθώ τον θυμό του και την ισχύ του.
»Στο Λονδίνο μια ημέρα με κάλεσε η αστυνομία, όπου μου ανακοίνωσαν τη μήνυση του θείου μου εναντίον μου. Με κατηγορούσε για απάτη και υπεξαίρεση, και οι κατηγορίες αυτές φάνηκαν δικαιολογημένες στις αγγλικές αρχές. Είχα αναχωρήσει ξαφνικά από την Κωνσταντινούπολη και η επιστολή την οποία είχα απευθύνει στο θείο μου βεβαίωνε ότι είχα αφαιρέσει χρήματα από το ταμείο. Δεν είχα κανένα μέσο να αποδείξω ότι είχα πράξει ορθά και ότι ήμουν αθώος. Είχα χάσει το γράμμα, με το οποίο ο θείος μου με όριζε συνεταίρο του. Όλες οι εξηγήσεις και οι διαμαρτυρίες μου δεν ωφέλησαν πουθενά. Με συνέλαβαν και με φυλάκισαν.
»Πέρασαν εβδομάδες και μήνες. Στο τέλος ορίστηκε η μέρα της δίκης. Οι δικηγόροι τους οποίους είχε διορίσει ο θείος μου στο Λονδίνο δεν θεωρούσαν και τόσο βέβαιο ότι θα κέρδιζαν την δίκη. Ζήτησαν τότε από τον θείο μου να έρθει ο ίδιος στο Λονδίνο για να επικυρώσει ενόρκως την κατηγορία εναντίον μου. Και πράγματι ο θείος μου, μέσα στο χειμώνα, ξεκίνησε το μακρύ και επίπονο ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη στο Λονδίνο, όπου έφτασε ακριβώς την ημέρα της δίκης.
»Δεν γνώριζα πώς θα αποδείκνυα την αθωότητά μου στο δικαστήριο, αφού δεν μπορούσα να βρω το γράμμα το οποίο θα με απάλλασσε από κάθε κατηγορία. Εάν έδινε ψευδή όρκο και το δικαστήριο πειθόταν, ασφαλώς ήμουν χαμένος.
»Ο δεσμοφύλακας άνοιξε τη θύρα των φυλακών και μου είπε να τον ακολουθήσω. Ο χειμώνας είναι βαρύς στην Αγγλία και το πρωί εκείνο έκανε πολύ κρύο. Πήρα από το μπαούλο μου ένα παλτό που δεν το φορούσα από πολύ καιρό και το φόρεσα, χωρίς να γνωρίζω ότι στην Αγγλία πηγαίνουν τους κατηγορούμενους στο δικαστήριο μέσω υπόγειας οδού, η οποία ενώνει το δικαστήριο με τη φυλακή. Ο υπόγειος εκείνος διάδρομος ήταν υγρός και στενάχωρος και κρύωνα υπερβολικά. Τυλίχτηκα καλά στο παλτό μου και έκρυψα τα χέρια στις τσέπες μου.
»Ξαφνικά τα δάκτυλά μου άγγιξαν ένα διπλωμένο χαρτί. Το κοίταξα και μόλις που μπόρεσα να καταπνίξω μια κραυγή θριάμβου. Ήταν το γράμμα του θείου μου που με όριζε συνεταίρο του. Το γράμμα ακριβώς που είχα χάσει και ζητούσα τόσο καιρό. Από τη στιγμή εκείνη ήμουν ήσυχος πλέον. Δεν φοβόμουν τίποτε. Στην αίθουσα του δικαστηρίου είδα το θείο μου με τους δικηγόρους του. Μερικοί δημοσιογράφοι ήταν εκεί και άλλοι τόσοι περίεργοι.
»Μόλις άρχισε η συνεδρίαση ο πρόεδρος ρώτησε τον θείο μου γιατί με κατηγορούσε. Ο θείος μου απάντησε ότι είχα ληστέψει το χρηματοκιβώτιό του και είχα δραπετεύσει στην Αγγλία. Τότε προχώρησα και εγώ. Ο Πρόεδρος με ρώτησε τι είχα ν’ απαντήσω στην κατηγορία. Είπα ότι ήμουν αθώος, ότι ο θείος μου με είχε κάνει συνέταιρό του και ότι συνεπώς ήμουν εν πλήρη τάξει όταν πήρα από το ταμείο ό,τι μου ανήκε.
»Η εξέταση είχε τελειώσει. Οι καταθέσεις μας ήταν οι ίδιες με αυτές στην προανάκριση και το ζήτημα ήταν ποιον από τους δύο θα πίστευε το δικαστήριο: τον θείο μου ή εμένα. Ο πρόεδρος προσπάθησε να καταλάβει αν πράγματι ήμουν ένοχος, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν δυσμενής για εμένα, διότι ήμουν ο κατηγορούμενος, και ο καθένας υποψιαζόταν ότι έλεγα ψέματα.
»Ο θείος μου τότε προχώρησε ως μάρτυρας και ζήτησε να ορκιστεί. Ο πρόεδρος σηκώθηκε από την έδρα και τον κάλεσε να ορκιστεί στο Ευαγγέλιο ότι έλεγε την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.
»Στην αίθουσα επικρατούσε νεκρική σιγή. Όλοι αισθάνονταν ότι τη στιγμή εκείνη διακυβευόταν το μέλλον μου. Κι εγώ ο ίδιος δεν μπορούσα να πιστέψω ότι το μίσος του θείου μου εναντίον μου θα έφθανε μέχρι του σημείου να δώσει ψεύτικο όρκο. Κι όμως ήταν έτοιμος να ορκιστεί. Τότε στράφηκα προς τον πρόεδρο και του φώναξα:
«Κύριε Πρόεδρε, μην του επιτρέπετε να ορκιστεί, θα είναι επίορκος!».
»Με τη φωνή αυτή ο θείος μου κλονίστηκε, σαν άνθρωπος που κεραυνοβολήθηκε. Στην αίθουσα επικράτησε για μια στιγμή ταραχή, και τα βλέμματα όλων στράφηκαν προς το μέρος μου. Ο πρόεδρος με ρώτησε σε αυστηρό τόνο πώς τόλμησα να κάνω αυτή τη διακοπή την ώρα του όρκου. Του δήλωσα τότε ότι πριν από λίγο κατά τύχη είχα βρει στην τσέπη του παλτού μου το γράμμα, με το οποίο με έκανε συνεταίρο του. Και του έδωσα το γράμμα. Εκλήθη τότε ο διερμηνέας για να το μεταφράσει. Το κείμενο της επιστολής ήταν τόσο σαφές ώστε δεν έμενε καμία αμφιβολία για την αλήθεια των λεγομένων μου.
»Ο πρόεδρος έτεινε το γράμμα προς τον θείο μου και τον ρώτησε: “Είναι η δική σας υπογραφή αυτή;” Συντετριμμένος ο θείος μου, ο οποίος προ ολίγου ήταν έτοιμος να ορκιστεί εναντίον μου, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει τη γνησιότητα της επιστολής και της υπογραφής του. Ο πρόεδρος, για να είναι εντελώς βέβαιος, τον όρκισε ότι έλεγε την αλήθεια και το δικαστήριο διέταξε την άμεση απόλυσή μου».
Αν και η διήγηση αυτή μπορεί να προκαλέσει ειρωνικά σχόλια, αφού περιέχει όλα τα συστατικά ενός παραμυθιού, τον καλό, τον κακό και την καλή νεράιδα που παρεμβαίνει την κατάλληλη στιγμή για να σωθεί ο ήρωας, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο βιογράφος του Ζαχάροφ αναφέρει ότι η επιστολή αυτή έχει δημοσιευτεί σε βρετανικές εφημερίδες της εποχής.
Ωστόσο πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι η εν λόγω βιογραφία εκδόθηκε το 1928, όταν ο Μπαζίλ Ζαχάροφ, κάτοχος μυθικού πλούτου, πανίσχυρος ιδιοκτήτης ειδησεογραφικών πρακτορείων και άριστος γνώστης της δύναμης του Τύπου, βρισκόταν ακόμα εν ζωή.
Η πρώτη προσπάθεια του Ζαχάροφ να κατακτήσει την Ευρώπη απέτυχε παταγωδώς. Ακόμη κι όταν αθωώθηκε από τη βρετανική Δικαιοσύνη της δεκαετίας του 1870, δεν μπορούσε πια να ενσωματωθεί στην πουριτανική κοινωνία του Λονδίνου, αλλά, για τους ίδιους λόγους, ούτε και να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.
Η μόνη διέξοδος που του απέμεινε ήταν να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, η οποία είχε απελευθερωθεί λίγες δεκαετίες πριν.
Το στίγμα της κλοπής
Η Αθήνα, από χωριό της οθωμανικής επικράτειας, είχε ήδη αρχίσει να εξελίσσεται σε μια σημαντική πόλη. Το λιμάνι του Πειραιά ανταγωνιζόταν το μεγάλο λιμάνι της Ανατολής, την Κωνσταντινούπολη, το εμπόριο αναπτυσσόταν και η πόλη αποκτούσε μια έντονη πνευματική ζωή, κυρίως χάρη στους θαυμαστές της αρχαίας Ελλάδας που συνέρρεαν από ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Ζαχαρίας Ζαχάροφ του Βασιλείου φτάνει στην Αθήνα διασχίζοντας οδικώς τα Βαλκάνια και συστήνεται με το νέο του όνομα: Μπαζίλ Ζαχάροφ.
Στην αρχή απογοητεύτηκε. Τα βρήκε όλα μικρά και στενόχωρα.
Του έλειπε το χρώμα της Ανατολής και η μεγαλοπρέπεια του Λονδίνου. Η πνευματική ζωή της Αθήνας ή η αναστύλωση των αρχαίων μνημείων δεν τον ενδιέφεραν καθόλου. Τα θεωρούσε περιττή πολυτέλεια, αφού με τέτοια πράγματα μπορείς μόνο να χάσεις χρόνο και όχι να κερδίσεις χρήματα.
Ο νεαρός Ζαχάροφ μπορεί να ζούσε με δανεικά, χάρη όμως στη γλωσσομάθεια, τους καλούς τρόπους και τη μόρφωση που είχε αποκτήσει, γίνεται δεκτός από την αστική αθηναϊκή κοινωνία. Ωστόσο, όταν σε λίγους μήνες μαθαίνονται οι περιπέτειές του στην Κωνσταντινούπολη και η φυλάκιση στο Λονδίνο, οι πόρτες των σαλονιών αρχίζουν να κλείνουν.
Εξακολουθεί να είναι ευπρόσδεκτος μόνο στο σπίτι του βαθύπλουτου πολιτικού Στέφανου Σκουλούδη, ενός εκ των πλουσιότερων ανθρώπων της Ελλάδας και μετέπειτα πρωθυπουργού, ο οποίος καταγόταν επίσης από την Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα τον είχε προσκαλέσει ο Χαρίλαος Τρικούπης, γοητευμένος από την αρθρογραφία του στην εφημερίδα «Ώρα».
Ο Σκουλούδης συμπαθεί τον νεαρό Ζαχάροφ, για την εμφάνιση, την εξευρωπαϊσμένη συμπεριφορά και τη γλωσσομάθειά του, και θεωρεί ότι το νεότευκτο ελληνικό κράτος χρειάζεται νέους σαν και αυτόν. Εκπλήσσεται δυσάρεστα όμως μόλις μαθαίνει τις φήμες που κυκλοφορούν για την κλοπή στην Κωνσταντινούπολη και τη φυλάκιση στο Λονδίνο. Οργισμένος, αποφασίζει να μην τον ξαναδεχτεί στο σπίτι του, που αποτελεί σημείο συνάντησης όλων των αξιόλογων ανθρώπων της Αθήνας.
Όλοι σχολιάζουν ότι ο Σκουλούδης εξαπατήθηκε. Φυσικά, το μαθαίνει και ο Ζαχάροφ. Καταλαβαίνει ότι αν χάσει χρόνο, θα χάσει και τον μοναδικό άνθρωπο που τον στηρίζει, και μετά δεν θα του απομένει απολύτως τίποτε. Ήταν λοιπόν ζήτημα επιβίωσης.
Ο Ζαχάροφ κατορθώνει να πείσει τον Σκουλούδη για την αθωότητά του, δείχνοντας την επιστολή του θείου του με την οποία τον καθιστά συνεταίρο του, καθώς και αποκόμματα αγγλικών εφημερίδων που αναφέρουν την ιστορία. Όμως το στίγμα της κλοπής εξακολουθεί να τον σημαδεύει. Έτσι αναγκάζεται να ξαναφύγει για την Αγγλία.
Περνούν λίγοι μήνες χωρίς κανείς να προσέξει την απουσία του, ώσπου μια ημέρα η εφημερίδα «Μικρά Εφημερίς» δημοσιεύει ορισμένες συνταρακτικές «αποκαλύψεις»: «Ο κατάδικος Ζαχάροφ επιχείρησε να δραπετεύσει από την παλαιά φυλακή του Γκορμπολά των Αθηνών. Τη στιγμή όμως που προσπαθούσε να φύγει εφονεύθη από το σκοπό χωροφύλακα».
Όσοι δεν πίστευαν την ιστορία του Ζαχάροφ, θριαμβεύουν. Ο Σκουλούδης μένει εμβρόντητος. Παράλληλα φτάνει και ένα τηλεγράφημα από την Κωνσταντινούπολη από την αδελφή του Ζαχάροφ που ζητάει να μάθει αν ο αδελφός της έχει πράγματι σκοτωθεί. Ο Σκουλούδης απευθύνεται στην αστυνομία και ζητάει εκταφή του πτώματος.
Όταν ο τάφος ανοίγει, έκπληκτοι όλοι διαπιστώνουν ότι η σορός που βλέπουν δεν ανήκει στο Ζαχάροφ αλλά σε έναν Καναδό κρατούμενο. Αυτός ήταν που είχε προσπαθήσει να αποδράσει.
Το ζήτημα είχε λάβει πλέον διαστάσεις σκανδάλου, και όλοι καταλαβαίνουν ότι πρόκειται ή περί λάθους ή περί σκευωρίας. Ο Σκουλούδης, επειδή έχει και ο ίδιος εκτεθεί, αποφασίζει να διεξαγάγει έρευνα. Έκπληκτος ανακαλύπτει ότι υπεύθυνος για τη μακάβρια φάρσα ήταν ο πολύ γνωστός δημοσιογράφος Στέφανος Ξένος, ο οποίος είχε ερωτική αντιζηλία με τον Ζαχάροφ. Επωφελούμενος λοιπόν της απουσίας του, ο Ξένος προσπάθησε να τον εξουδετερώσει δυσφημίζοντάς τον.
Ο Ζαχάροφ επιστρέφει αμέσως στην Αθήνα. Ο θρίαμβός του είναι ολοκληρωτικός. Όλη η Αθήνα είχε μάθει την αλήθεια. Το γεγονός αυτό έμελλε να αλλάξει για μία ακόμη φορά τη ζωή του.
Μεταξύ των φίλων του Σκουλούδη ήταν και ένας Σουηδός, ο αντιπρόσωπος της σουηδικής αμυντικής βιομηχανίας Νόρντενφελτ. Ο αντιπρόσωπος είχε επιτύχει να εξασφαλίσει μεγάλες παραγγελίες για τον Ελληνικό Στρατό –που από τότε ήταν από τους καλύτερους πελάτες των αμυντικών οίκων της Ευρώπης– όμως μόλις είχε πάρει προαγωγή, έπρεπε να φύγει από την Αθήνα και έψαχνε εναγωνίως τον άνθρωπο που θα τον αντικαθιστούσε. Έτσι απευθύνθηκε στον Σκουλούδη ο οποίος του συνέστησε ανεπιφύλακτα τον Ζαχάροφ, λέγοντάς του ότι μπορεί να μην είχε ιδέα από όπλα και πολεμοφόδια, ήταν όμως έξυπνος, δραστήριος, γλωσσομαθής. Αποτελούσε προσωπικό στοίχημα για τον Σκουλούδη να αποκαταστήσει το φίλο του, τα οικονομικά του οποίου εξακολουθούσαν να είναι σε άθλια κατάσταση.
Μετά από μερικές ημέρες και αφού η σουηδική βιομηχανία ερεύνησε εξονυχιστικά το παρελθόν του, στις 11 Οκτωβρίου 1877 ο Ζαχάροφ διορίζεται αποκλειστικός αντιπρόσωπος της Νόρτενφελτ σε ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο. Την ημέρα εκείνη έκλεισε και ο κύκλος της τυχοδιωκτικής ζωής του Ζαχάροφ και άνοιξε ένας νέος κύκλος, αυτός της μεγάλης περιπέτειας, του πλούτου και της δύναμης.
Η Ελλάδα αγοράζει το πρώτο υποβρύχιο
Η είσοδος του Ζαχάροφ στην πολεμική βιομηχανία έγινε σε μια εποχή που τα Βαλκάνια ήταν ανάστατα. Οι επαναστάσεις της Βοσνίας, της Σερβίας, του Μαυροβουνίου, της Ερζεγοβίνης και της Βουλγαρίας εναντίον της Τουρκίας είχαν καταλήξει σε αιματηρό πόλεμο. Σε βοήθεια των «Σλάβων αδελφών» είχε προστρέξει ο τσάρος Αλέξανδρος, ο επονομαζόμενος και «απελευθερωτής», κηρύσσοντας τον πόλεμο Ρωσίας-Τουρκίας. Ωστόσο ο «μεγάλος ασθενής του Βοσπόρου» αντιστεκόταν πεισματικά και ο πόλεμος διαρκούσε ήδη έξι μήνες, με τον τσάρο όμως να έχει τελικά το προβάδισμα, αφού οι Τούρκοι κρατούσαν μόνο το φρούριο της Πλεύνας στη Βουλγαρία.
Ολόκληρη η Ευρώπη παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα.
Η συγκίνηση στην Αθήνα ήταν μεγάλη, ενώ η Ελλάδα ήταν η μόνη βαλκανική χώρα που δεν είχε αναμειχθεί σε αυτό τον πόλεμο. Όμως η κυβέρνηση μυστικά προχωρούσε σε πολεμικές προετοιμασίες και αγόραζε μεγάλες ποσότητες πολεμοφοδίων.
Η συγκυρία για τον Ζαχάροφ ήταν μοναδική. Ως αντιπρόσωπος σουηδικής αμυντικής βιομηχανίας, έγινε από τους πλέον συχνούς επισκέπτες του υπουργείου Στρατιωτικών – όπως λεγόταν τότε το υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Η καταγωγή του και η μόρφωσή του αρχίζουν να έχουν αντίκρισμα. Αντί του τυχοδιώκτη απατεώνα που όλοι περίμεναν να δουν, βλέπουν έναν μετρημένο, δραστήριο και σοβαρό έμπορο. Αυτό που προκαλεί ακόμη μεγαλύτερο θαυμασμό στα σαλόνια των Αθηνών είναι ο μισθός του.
Παίρνει πέντε στερλίνες την εβδομάδα. Τόσα χρήματα δεν κέρδιζε κανένας στην Ελλάδα.
Ο Ζαχάροφ αρχίζει να εξοικειώνεται με τα μεγάλα ποσά και κλείνει δουλειές εκατομμυρίων. Ακόμη και όταν η αναταραχή στα Βαλκάνια παρουσιάζει ύφεση μετά την ήττα της Τουρκίας, το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να εξοπλίζεται ώστε να αυξήσει το κύρος του διεθνώς, εν όψει και της Διάσκεψης Ειρήνης που θα ακολουθούσε. Όμως, μετά την απόρριψη της βρετανικής πρότασης για ειρήνη, ο ρωσικός στρατός προελαύνει προς την Κωνσταντινούπολη, ενώ στα ευρωπαϊκά κράτη σημαίνει συναγερμός. Ο πρωθυπουργός της Αυστρίας εγκρίνει πιστώσεις 60 εκατομμυρίων κορονών για εξοπλισμούς και η βρετανική Βουλή το ποσό των 6 εκατομμυρίων λιρών. Κατά τη διάσκεψη του Βερολίνου τον Ιούλιο 1878, τα «λάφυρα» διανέμονται μεταξύ των βαλκανικών κρατών, της Ρωσίας, της Αυστροουγγαρίας και της Αγγλίας. Η Ελλάδα μένει έξω από τη μοιρασιά.
Η εξέλιξη αυτή ικανοποιεί τη σουηδική πολεμική βιομηχανία, γιατί μπορεί να έχασε την πελατεία της στην Ευρώπη, θα τη διατηρούσε όμως στην Ελλάδα, αφού όλοι γνώριζαν ότι θα ξεκινούσε κούρσα εξοπλισμών ή αναταραχή. Πράγματι, επί τρία χρόνια μετά τη συνθήκη του Βερολίνου, η Ελλάδα εξοπλίζεται πυρετωδώς. Ο Ελληνικός Στρατός αυξάνεται σε 45.000 άντρες και οι παραγγελίες πολεμικού υλικού, μόνο από τα εργοστάσια Κρουπ, ανέρχονται στο μυθικό για την εποχή ποσό των 2 εκατομμυρίων φράγκων. Οι υπόλοιποι αντιπρόσωποι ικανοποιούνται με μικρότερα ποσά.
Το επόμενο έτος ο ελληνικός στρατός θα φτάσει, στα χαρτιά τουλάχιστον, τους 100.000 άντρες. Οι μεγάλες δυνάμεις, ανησυχώντας για νέο πόλεμο στα Βαλκάνια, συνηγορούν στην παραχώρηση της Θεσσαλίας και ενός τμήματος της Ηπείρου στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, οι δαπάνες για στρατιωτικούς σκοπούς ανέρχονται σε 16 εκατομμύρια φράγκα – ποσό δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με άλλες δαπάνες του προϋπολογισμού.
Όταν το 1885 στη Βουλγαρία επικρατεί αναταραχή, η Ελλάδα εξασφαλίζει δάνειο 100 εκατομμυρίων φράγκων για στρατιωτικούς σκοπούς. Η Αθήνα μετατρέπεται στο Ελ Ντοράντο των εταιρειών και των αντιπροσώπων αμυντικού υλικού. Τα ποσά είναι μεγάλα και επιπλέον όλοι γνωρίζουν ότι εδώ οι παραγγελίες δεν ελέγχονται εξονυχιστικά και ότι πολλά κανονίζονται «κάτω από το τραπέζι». Αυτό είναι και το κατάλληλο έδαφος για να αναδειχθούν οι ικανότητες του Ζαχάροφ. Η εταιρεία είναι ενθουσιασμένη με τις υπηρεσίες του, ανανεώνει το συμβόλαιό του και αυξάνει τα ποσοστά του.
Ο ιδιοκτήτης Τόρστεν Β. Νόρντενφελτ είναι μηχανικός με μεγάλη πείρα, αφοσιωμένος στις έρευνες και τις εφευρέσεις του και βλέπει στον Ζαχάροφ το έτερον ήμισύ του στον εμπορικό τομέα. Ο Νόρντενφελτ ασχολείται με την τεχνική τελειοποίηση διαφόρων όπλων όπως το μυρδιαλιοβόλο –η κατασκευή του οποίου ακόμη βρισκόταν στα σπάργανα– και του τηλεβόλου. Η μεγαλύτερη ίσως επιτυχία του και αυτή που του χάρισε παγκόσμια φήμη ήταν η κατασκευή ενός υποβρυχίου.
Η σκέψη για την κατασκευή ενός πλοίου που να κινείται κάτω από την επιφάνεια του νερού ήταν παλιά. Έλληνες ιστορικοί χρονολογούν την αρχή αυτής της προσπάθειας τουλάχιστον το 322 π.Χ., όταν οι δυνάμεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου χρησιμοποιούσαν υποβρύχιους κλωβούς και άλλους υποβρύχιους θαλάμους για τη διεξαγωγή θαλάσσιων επιχειρήσεων ενάντια στην πόλη της Τύρου, γεγονός το οποίο αναφέρει ο Αριστοτέλης.
Έκπληκτος από αυτές τις δραστηριότητες, ο Μέγας Αλέξανδρος τελικώς καταδύθηκε στο βυθό της θάλασσας μέσα σε ένα ειδικά διαμορφωμένο γυάλινο βαρέλι, παραμένοντας εκεί για αρκετές ώρες.
Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, ο Έλληνας μηχανικός Ν. Γρυπάρης κατασκεύασε ένα πειραματικό υποβρύχιο ονόματι ΓΡΥΠΑΡΑ το 1880 και το δοκίμασε στα νερά του Φαλήρου. Αλλά αποδείχτηκε δύσκολο για τους περισσότερους Ευρωπαίους να εξασφαλίσουν οικονομική υποστήριξη για ένα τέτοιο σχέδιο. Σε ό,τι αφορά τον Ν. Γρυπάρη, δεν υπάρχει κανένα αρχείο που να πιστοποιεί ότι κατασκεύασε ένα κανονικού μεγέθους λειτουργικό υποβρύχιο.
Κατά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο είχε κατασκευαστεί ένα είδος υποβρυχίου, όμως ήταν πρωτόγονο και προκάλεσε απώλειες. Το υποβρύχιο του Νόρντενφελτ ήταν πολύ καλύτερο από το αμερικανικό, και η κυβέρνηση της Σουηδίας απένειμε σε αυτόν μεγάλες τιμές. Όμως οι μεγάλες ναυτικές δυνάμεις εξακολουθούσαν να είναι δύσπιστες στη νέα εφεύρεση. Πριν προχωρήσουν σε παραγγελίες του καινούργιου αυτού όπλου, περίμεναν πρώτα να δοκιμαστεί.
Ο Ζαχάροφ πρότεινε να προσπαθήσουν να πουλήσουν το υποβρύχιο σε κάποιο μικρό κράτος, αφού οι μεγάλες δυνάμεις ήταν διστακτικές. Φυσικά εννοούσε την Ελλάδα, όπου ο ίδιος είχε μεγάλη επιρροή και η οποία διέθετε τα απαιτούμενα κονδύλια, αφού το δάνειο είχε εγκριθεί πρόσφατα. Στην Αθήνα η πρόταση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό.
Η ελληνική κυβέρνηση έδωσε άμεση προτεραιότητα στην προώθηση της υποβρύχιας δύναμης. Ενώ γενικά ήταν καλές οι σχέσεις με τη ναυτική δύναμη της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας οι οποίες πολέμησαν ως σύμμαχοι στη ναυμαχία του Ναυαρίνου υπέρ της ελληνικής ανεξαρτησίας, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέμεινε ένας αμείλικτος εχθρός με έναν αριθμητικά υπέρτερο στόλο. Όταν οι δοκιμές για το Nordenfelt Ι πραγματοποιήθηκαν στο Landskrone της Σουηδίας, ο Νόρντενφελτ κάλεσε παρατηρητές του Ναυτικού από πολλές ευρωπαϊκές και λατινοαμερικανικές χώρες.
Παρ’ όλο που κάποιοι παρατηρητές γύρισαν πίσω χωρίς να έχουν εντυπωσιαστεί, η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να ακολουθήσει τις εξελίξεις, αποφάσισε να αγοράσει το Nordenfelt Ι για 9.000 βρετανικές λίρες.
Επρόκειτο για ένα σκάφος ελλειπτικού σχήματος, μήκους 19,5 μ. και μέγιστου πλάτους 2,75 μ. Είχε εκτόπισμα εν καταδύσει 55 τόνους και δυνατότητα κατάδυσης έως τα 15 μ. Κινούνταν από μια ατμομηχανή 100 ίππων, η οποία του έδινε δυνατότητα ανάπτυξης ταχύτητας 9kn εν επιφανεία και 2kn εν καταδύσει, με αυτονομία στην κατάδυση 160nm. Επιπλέον ήταν οπλισμένο με έναν τορπιλοσωλήνα, ο οποίος είχε τη δυνατότητα βολής μιας τορπίλης 14΄΄ σε απόσταση 30 μ. από τον στόχο και ευρισκόμενο εν επιφανεία.
Το Nordenfelt I αποσυναρμολογημένο έφτασε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1886. Το Μάρτιο του ίδιου έτους έκανε τις πρώτες του δοκιμές στον όρμο του Φαλήρου, κατά τις οποίες παρουσίασε κάποια χαρακτηριστικά αξιόπλοου σκάφους στην επιφάνεια. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο και στην κατάδυση, στην οποία εμφάνισε πολλά προβλήματα ευστάθειας και στεγανότητας, καθώς και προβλήματα στην εκτόξευση της τορπίλης. Παρά το υπέρογκο ποσό που δαπανήθηκε για την αγορά του, αυτά τα ελαττώματα το κατέστησαν μη αποδεκτό από το Πολεμικό Ναυτικό και ανενεργό έως το 1901, οπότε και καταστράφηκε.
Παρά τα ελαττώματά του, το υποβρύχιο αυτό θεωρήθηκε ως θαύμα της ναυπηγικής τέχνης και προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στα γειτονικά κράτη. Η κυβέρνηση και ο στρατός της Τουρκίας κατελήφθησαν από ανησυχία. Η Υψηλή Πύλη παρακολουθούσε με μεγάλη περιέργεια αυτό το μυστηριώδες πλοίο που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο τα Δαρδανέλια και ξαφνικά να εμφανιστεί στα ύδατα της Κωνσταντινούπολης.
Βοήθησε τα μέγιστα την Ελλάδα να επεκταθεί, τροφοδοτώντας με πολεμοφόδια το θωρηκτό Αβέρωφ, που συμμετείχε στις επιχειρήσεις απελευθέρωσης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στις ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913).
Ο Ζαχάροφ κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους ανταγωνιστές του και να γίνει ο «βασιλιάς των πολυβόλων». Επίσης ανέπτυξε σχέση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο παίζοντας ρόλο στη Μικρασιατική εκστρατεία, αλλά και προσωπική σχέση με τους πρωθυπουργούς της Γαλλίας και της Βρετανίας.
Ο σερ Μπαζίλ Ζαχάροφ απεβίωσε στο Μονακό, όπου κατόρθωσε αυτό που δεν είχε κατορθώσει ο Ωνάσης: να γίνει ιδιοκτήτης του καζίνο.