Η απαρχή της Ναυτικής Αεροπορίας στην Ελλάδα έχει τις ρίζες της στον νόµο 257/1914 όπου συστάθηκε για πρώτη φορά το Σώµα Αεροπόρων Βασιλικού Ναυτικού.

Στη συνέχεια, εκδόθηκε κανονιστικό διάταγµα, το οποίο καθόριζε τα σχετικά µε την κατάταξη, την εκπαίδευση, την ίδρυση σχολείων, τη διάθρωση, ονοµασία και διοίκηση των µονάδων καθώς και τις στολές του προσωπικού.

Οι ιπτάµενοι προέρχονταν από τις τάξεις των µαχίµων αξιωµατικών ή και από ιδιώτες αεροπόρους, οι οποίοι προσελήφθησαν µε πενταετή υποχρέωση παραµονής.

Το 1914 άρχισε και η κατασκευή ενός πρώιµου «Ναυτικού Αεροσταθµού» µεταξύ Σκαραµαγκά και Ελευσίνας, όπου θα έδρευε το Ναυτικό Αεροπορικό Σώµα (ΝΑΣ).

Στο αεροδρόµιο αυτό, στη Σχολή Αεροπόρων του Βασιλικού Ναυτικού, εκπαιδεύτηκαν από τους Βρετανούς οι πρώτοι αξιωµατικοί συµπεριλαµβανοµένου και του σηµαιοφόρου Α. Μωραϊτίνη.

Στην εκπαίδευση, χρησιµοποιούνταν το Sopwith Greek Seaplane καθώς και υδροπλάνα τύπου Henry Farman HF.22.

Σύντοµα η σχολή µεταφέρθηκε στο Παλαιό Φάληρο για διαφόρους λόγους, ένας από τους οποίους ήταν και η ακαταλληλότητα του εδάφους στην προηγούµενη τοποθεσία.

Τον Απρίλιο του 1915 εντάχθηκε για πρώτη φορά επίσηµα στη σύνθεση του Στόλου ο αεροπορικός στολίσκος, ενώ συστάθηκε Αεροπορικό Τµήµα στο Υπουργείο Ναυτικών.

Τον Σεπτέµβριο του 1916 οµάδα αεροπόρων µε επικεφαλής τον ανθυποπλοίαρχο Αριστείδη Μωραϊτίνη εστάλη για εκπαίδευση στη βρετανική Σχολή Αεροπορίας.

Παράλληλα, η προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης αποφάσισε µε διάταγµα της 12ης Οκτωβρίου 1916 την ίδρυση Ναυτικού Αεροπορικού Σώµατος.

Προβλεπόταν και η κατάταξη σε αυτό ιδιωτών µε πτυχίο αεροπόρου. Έτσι, µε διάταγµα της 3ης Νοεµβρίου 1916, εκλήθησαν για κατάταξη παρατηρητές αξιωµατικοί και ιδιώτες κάτοχοι πτυχίου στρατιωτικού αεροπόρου ή της ∆ιεθνούς Αεροπορικής Ένωσης.

Με την ψήφιση του νόµου 788/1917 κατοχυρώθηκαν όσοι αεροπόροι είχαν καταταγεί βάσει των προαναφερθέντων διαταγµάτων της προσωρινής Κυβερνήσεως της Θεσσαλονίκης.

Η ανασυγκρότηση του Σώµατος ανατέθηκε στους Βρετανούς. Το ΝΑΣ ∆ιοικητικά υπαγόταν στο Υπουργείο Ναυτικών, αλλά επιχειρησιακά στην Αεροπορική ∆ιοίκηση των βρετανικών ναυτικών δυνάµεων.

Οι Βρετανοί επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην εκπαίδευση.

Επειδή οι ανάγκες για προσωπικό δεν ικανοποιούνταν, από το καλοκαίρι του 1917 λειτούργησε στο Παλαιό Φάληρο προσωρινό σχολείο αεροπορικής εκπαίδευσης, ενώ λίγο αργότερα αποφασίστηκε η αποστολή αεροπόρων στη Βρετανική Αεροπορική Σχολή της Ηλιούπολης στην Αίγυπτο.

Με τον νόµο 1315/1918 «Περὶ συγκροτήσεως καὶ ἀναδιοργανώσεως τῆς Ναυτικῆς Ἀεροπορικῆς Ὑπηρεσίας», η ΝΑΥ αποτελούνταν από µια πτέρυγα των τριών ανθυποβρυχιακών Μοιρών (µε τρία σµήνη η καθεµία), µια ανεξάρτητη αντιαεροπορική µοίρα, ένα ανεξάρτητο σµήνος εκπαίδευσης, καθώς και βοηθητικές υπηρεσίες.

Στη ΝΑΥ υπάγονταν η Ναυτική Αεροπορική Βάση Παλαιού Φαλήρου, η Αεροπορική Βάση Καζαβιτίου Θάσου, η Αεροπορική Βάση Ρωµανό Μούδρου, η Η1 Μοίρα µε έδρα τη Θάσο, η Η2 Μοίρα µε έδρα το Μούδρο, η Η3 Μοίρα µε έδρα το Σταυρό Χαλκιδικής και η Η4 Μοίρα µε έδρα τα Λεγραινά.

Οι Μοίρες Η1, Η2 και Η3 αποτελούσαν µία Πτέρυγα. Τη διοίκηση της ΝΑΥ διατήρησε ο υποπλοίαρχος Αρ. Μωραϊτίνης.

Το ΝΑΣ στο Μακεδονικό Μέτωπο

Κατά το πρώτο στάδιο της δράσης της, η Ναυτική Αεροπορία είχε δύο κυρίως βάσεις, τη µία στο αεροδρόµιο Ρωµανό Μούδρου και την άλλη στο αεροδρόµιο Καζαβιτίου Θάσου.

Το αεροδρόµιο Καζαβιτίου διέθετε επτά αεροσκάφη δίωξης, δύο Henri Farman, τρία Sopwith Bomber και δύο Sopwith Fighter. Όλα τα αεροπλάνα ήταν παλαιά και µη ικανοποιητικών  επιδόσεων.

Οι ταχύτητές τους δεν περνούσαν τους 80 κόµβους, ενώ τα φτερά τους έσπαζαν ή διπλώνονταν κάθε φορά που ξεπερνούσαν συγκεκριµένα κατασκευαστικά όρια.

Στο αεροδρόµιο Μούδρου, όπου έδρευε και η διοίκηση του ΝΑΣ, υπήρχαν 26 αεροσκάφη δίωξης, πέντε Sopwith Fighter, τέσσερα Sopwith Bomber, πέντε µονοθέσια Sopwith Pup, έξι εκπαιδευτικά Β.Ε.-2 και Β.Ε.-2Ε, πέντε Henri Farman και ένα Sopwith Threeplane, το οποίο όµως γρήγορα εγκαταλείφθηκε λόγω ακαταλληλότητας.

Με αυτό τον τελευταίο τύπο αεροπλάνου πετούσε µόνο ο υποπλοίαρχος Μωραϊτίνης. Σαράντα τρία αεροπλάνα αποτελούσαν τον µάχιµο αεροπορικό στόλο του Ναυτικού.

Η Ναυτική Αεροπορία δρούσε στις περισσότερες αποστολές µε Henri Farman, µε τα οποία όµως είχε και τα περισσότερα ατυχήµατα.

Στο Μακεδονικό Μέτωπο, η γερµανική Αεροπορία µε κύριο ορµητήριο το αεροδρόµιο Ζέρεβιτς, διατηρούσε την υπεροχή απέναντι στις γαλλικές και βρετανικές αεροπορικές δυνάµεις.

Η υπεροχή αυτή είχε ως αποτέλεσµα τη συνεχή παρενόχληση του αεροδροµίου της Θάσου, το οποίο οι Γερµανοί το έπληξαν πολλές φορές προκαλώντας σοβαρές ζηµιές.

Οι εκπαιδευόµενοι Έλληνες αεροπόροι λόγω της γερµανικής πίεσης αναγκάστηκαν να περιορίσουν τον χρόνο εκπαιδεύσεώς τους και άρχισαν ταχύτατα τις πολεµικές επιχειρήσεις.

Πέρα από όλες τις δυσκολίες που είχαν να αντιµετωπίσουν, είχαν και τη δυσπιστία των Άγγλων, η οποία υπερνικήθηκε από τον Μωραϊτίνη, ο οποίος κατήρτισε ιδιότυπο εκπαιδευτικό σύστηµα, κατά το οποίο η εκπαίδευση των µαθητών γινόταν στο πεδίο της µάχης σε πραγµατικές συνθήκες.

Κάθε εκπαιδευτική πτήση ήταν και µία αποστολή. Πρώτος πήγαινε ο Μωραϊτίνης ως αρχηγός σχηµατισµού οδηγώντας τους µαθητές στο πεδίο της µάχης.

Το Ναυτικό Αεροπορικό Σώµα είχε αξιόλογες επιτυχίες στο πεδίο της µάχης και οι Έλληνες αεροπόροι απέσπασαν τον θαυµασµό των Συµµάχων καθιστώντας τους παράδειγµα προς µίµηση.

Λόγω των µεγάλων αναγκών του πολέµου, ο Μωραϊτίνης χρησιµοποιούσε πρωτάρηδες σε αποστολές, στις οποίες οι Βρετανοί συνήθως ανέθεταν σε πιλότους δύο και τριών ετών.

Για λόγους ασφαλείας οι µαθητές συνοδεύονταν από τους εκπαιδευτές τους, παρόλο που τα αεροπλάνα δεν ήταν διπλού χειρισµού. Ο µαθητής ∆ηµ. Αργυρόπουλος µαζί µε τον εκπαιδευτή Μελετόπουλο ως παρατηρητή βοµβάρδισε επιτυχώς τη γέφυρα Γενήκιοϊ.

Ένας άλλος µαθητής, ο Σκουφόπουλος, κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής του βοµβάρδισε το πυροβολείο της υπό βουλγαρική κατοχή Καβάλας.

Οι µαθητές του Μωραϊτίνη βοµβάρδισαν τους σιτοβολώνες της Κεραµωτής προκαλώντας σηµαντικό πρόβληµα στον εχθρό.

Στόχοι των επιδροµών υπήρξαν η Χρυσούπολη κοντά στο Νέστο, η ∆ράµα και το ορµητήριο της Γερµανικής και Βουλγαρικής Αεροπορίας, το αεροδρόµιο Ζέρεβιτς.

Οι Σύµµαχοι µετά τις επιτυχείς ενέργειες της Ναυτικής Αεροπορίας ενέκριναν τη συγκρότηση πλήρους ελληνικής µονάδας, τη λεγόµενη Μοίρα Ζ, η οποία απέκτησε αργότερα υπόστεγο και αεροπλάνα διώξεως και βοµβαρδισµού, τύπου Farman 155 και Bristol.